Λόγος και αφηρημένη ανταλλακτική αξία, επτά σημειώσεις

“Η Λογική είναι το Χρήμα του Πνεύματος”
(Μαρξ, Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα του 1844)

 

[1]

Οι ιστορικοί-κοινωνικοί δεσμοί είναι στενοί ανάμεσα στην άνοδο της εμπορευματικής ανταλλαγής, την ανάπτυξη του Δικαίου και της Πολιτικής, της εμφάνισης της Έννοιας και του Λόγου στα πλαίσια της αρχαίας πολιτείας και των αποικιών της όπου η Φιλοσοφία-Επιστήμη αναπτύσσει και αντιτάσσει στη Μυθική, τη Λογική Μορφή των νέων παραστάσεων του κόσμου. Για να καταλάβουμε καλύτερα τη σχέση της ελληνικής φιλοσοφίας με την ανάπτυξη του εμπορευματικού κεφαλαίου (αγοράζω “φτηνά”, πουλάω “ακριβά”)[1] πρέπει να προσπαθήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τη φιλοσοφία του Παρμενίδη και των ατομικών φιλοσόφων (Δημόκριτος, Λεύκιππος κ.α.)[2].

[2]

Το Είναι του Παρμενίδη[3] είναι Ένα και το Αυτό, ταυτόσημο με τον αναλλοίωτο, συνεχή, επαναλήψιμο και ιδεώδη εαυτό του, δεν μπορεί να γίνει άλλο και διαφορετικό από τον εαυτό του, υπάρχει ταυτολογικά και προσδιορίζεται μόνο στον Απόλυτο και ταυτόσημο εαυτό του αποκλείοντας ότι δεν-είναι-ο-εαυτός-του καθώς το μη Είναι και το γίγνεσθαι δεν υπάρχει, δεν μπορεί να ονομαστεί: αυτό που υπάρχει είναι η αναλλοίωτη ύπαρξη που έχει εξατομικευμένο κοινό όνομα και η αναλλοίωτη-μη-ύπαρξη χωρίς όνομα.

Το Είναι του Παρμενίδη είναι αντικείμενο ενός ορθολογικού αναστοχασμού, αντικείμενο του Λόγου και ως τέτοιο Αντι-κείμενο το Είναι παράγεται το ίδιο Υπο-κειμενικά μέσα από την Αντι-κειμενική ορθολογική γλώσσα (Είναι και Νοείν ταυτίζονται άμεσα) η οποία Γλώσσα – εν κρυπτώ στο πρόσωπο του Φιλόσοφου – αναστοχάζεται τον Εαυτό της βρίσκοντας στην οντο-λογική αρχή της μη αντίφασης το αμετάθετο θεμέλιο του Εαυτού της δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για έναν οντολογικό δυϊσμό μεταξύ αισθητού και νοητού, σώματος και πνεύματος. Το Είναι υπάρχει ολόκληρο, Ένα και Συνεχές σαν συμπαγής και αμετάθετη Τέλεια Σφαίρα, ούτε ποτέ υπήρξε ούτε και ποτέ θα υπάρξει: το μόνο που υπάρχει είναι “αυτό που είναι και που υπάρχει” το οποίο “είναι και υπάρχει πριν ακόμα υπάρξει(!)” ως αφηρημένη γενική ονομασία των ταυτόσημων-με-τον-εαυτό-τους πραγμάτων που ανήκουν όλα σε μια και αυτή Απόλυτη Λογική Τάξη, Ενότητα, Γένος.

[3]

Με τους ατομικούς φιλοσόφους η σύλληψη του Είναι παίρνει σαφώς άλλη μορφή χωρίς όμως να εγκαταλειφθεί η βασική Παρμενιδική του αντίληψη. Το Είναι για τους ατομικούς φιλοσόφους είναι το Γεμάτο που αντιτίθεται στο μη Είναι που υπάρχει ως Κενό. Το Γεμάτο Είναι δεν είναι ολόκληρο και συμπαγές σαν την Τέλεια Σφαίρα του Παρμενίδη αλλά Ασυνεχές και σχηματίζεται από έναν άπειρο αριθμό υλικών “στοιχείων” πολύ μικρών, αδιαίρετων, αιώνιων και υπεραισθητών: τα άτομα που είναι ολόκληρα, συμπαγή, συνεχή, άφθαρτα, αγέννητα, αυτοτελή και ταυτόσημα με τον εαυτό τους. Το Απόλυτο Είναι του Παρμενίδη που είναι αδιαίρετο, αιώνιο, άφθαρτο και αγέννητο όντας ταυτόσημο με τον αναλλοίωτο, Ιδεώδη εαυτό του γίνεται, με τα ταυτόσημα, άφθαρτα, αγέννητα, υλικά άτομα, μια πολλαπλότητα όντων. Αυτό το πέρασμα από την αφηρημένη, ιδεώδη, ταυτιστική ενότητα στην αφηρημένη, ιδεώδη, ταυτιστική πολλαπλότητα γίνεται δυνατό με την ταυτολογική/κρυπτική επινόηση των υλικών Ατόμων ως ποσοτήτων Ύλης και του μη Είναι ως Κενού μέσα στο οποίο τα υλικά άτομα στροβιλίζονται σύμφωνα με αιώνιους και αναγκαίους λογικούς Νόμους.

[4]

Οι ατομικοί φιλόσοφοι μπορούν έτσι να περάσουν στην ερμηνεία του αισθητού και μεταβαλλόμενου κόσμου, στην “κρυμμένη” και υπο-κείμενη[4] “νοητή ουσία” του που παραμένει μια και για πάντα αναλλοίωτη, ταυτόσημη με τον Ιδεώδη, αφηρημένο καθολικό εαυτό της, αποκλείοντας ότι δεν είναι ο ταυτολογικός εαυτός της, προ-υπο-θέτωντας και “δημιουργώντας” κάθε συγκεκριμένη και μεταβαλλόμενη πολλαπλότητα του αισθητού κόσμου ως “Έσχατη” και “Τελική” πραγματικότητά του: τα ταυτόσημα με τον εαυτό τους υλικά άτομα δεν έχουν καμία αισθητά αντιληπτή ποιότητα που να τα διαφοροποιεί το ένα από το άλλο εκτός από τα Μεγέθη τους. Η ποσοτική συναρμολόγηση των υπεραισθητών, ταυτόσημων και αιώνιων υλικών ατόμων “δημιουργεί” τη μεταβαλλόμενη πολλαπλότητα με όλες τις αισθητές ποιότητες των σωμάτων. Μόνο αυτά καθεαυτά τα χαρακτηριστικά των ταυτόσημων και άφθαρτων υλικών ατόμων είναι “θεμελιωδώς πραγματικά” και αναγκαία. Όλα τα άλλα χαρακτηριστικά των αισθητών σωμάτων δεν είναι παρά απλά “φαινόμενα” των συνδυασμών των αναλλοίωτων και υπεραισθητών υλικών ατόμων που είναι ταυτόσημα με τον εαυτό τους. Κάνουμε μια σύμβαση όταν μιλάμε για το χρώμα, για το γλυκό, το πικρό κτλ. Στην πραγματικότητα αυτό που είναι “θεμελιακό” και “πραγματικά πραγματικό” είναι τα αναλλοίωτα, άπειρα και υπεραισθητά υλικά άτομα και ο αιώνιος στροβιλισμός τους στο Κενό. Έτσι λοιπόν μονάχα ο Λόγος επιτρέπει να συλληφθεί η Αλήθεια και να αποσπάσει “πίσω” και “πέρα” από τις ιδιαίτερες και μεταβαλλόμενες “φαινομενικές” μορφές του αισθητού κόσμου την υπο-κείμενη, την αναλλοίωτη, την υπεραισθητή, την αφηρημένα κοινή/καθολική/γενική “νοητή ουσία” του, δηλαδή τα ταυτόσημα υλικά Άτομα και το Κενό(!).

[5]

Παρατηρούμε πως η σύλληψη της φύσης, του Είναι, του πραγματικού από τους ατομικούς φιλοσόφους είναι βαθύτατα επηρεασμένη από την Παρμενιδική μεταφυσική. Οι ατομικοί φιλόσοφοι προσπαθούν να επιλύσουν και όχι να αρνηθούν ως μυστικιστικό εκείνο το “πρόβλημα των προβλημάτων” που ο Παρμενίδης ζωντάνεψε με την κατάργηση του γίγνεσθαι και της συγκεκριμένης ποιοτικής πολλαπλότητας του μεταβαλλόμενου αισθητού κόσμου[5]: την εξήγηση του Κόσμου εν Γένει με βάση τα αφηρημένα και αναλλοίωτα καθολικά των “πρώτων λογικών/απόλυτων αρχών” (ταυτόσημα, αιώνια, υπεραισθητά υλικά Άτομα και Κενό[6]) διατυπώνοντας, εκ των πραγμάτων, (αν και όχι ρητά όπως θα πράξει η μεταγενέστερη Φιλοσοφία-Επιστήμη του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη) μια μεταφυσική “αισθητού φαινομένου” και “νοητής ουσίας” η οποία εδράζεται σε μια οντολογική διαίρεση-διχασμό μεταξύ αισθητού και νοητού, σώματος και πνεύματος. Αυτή η μεταφυσική περνάει από τον αφηρημένο, ιδεώδη και ταυτολογικό μονισμό της “ουσίας” του παρμενιδικού Είναι στην αφηρημένη, ιδεώδη, ταυτολογική πολλαπλότητα των στοιχειωδών “υλικών-στοιχείων-ουσιών” (ταυτόσημα, αδιαίρετα, αγέννητα, άπειρα και υπεραισθητά υλικά άτομα που στροβιλίζονται αιώνια στο Κενό σύμφωνα με αναγκαίους λογικούς Νόμους) και ανακοινώνει το βασικό έργο της Μεταφυσικής, της “μόνης Αληθινής Γνώσης”: να αναδείξει την αναλλοίωτη, την υπεραισθητή και καθολική “νοητή ουσία” πίσω από τα μεταβαλλόμενα, ιδιαίτερα αισθητά “φαινόμενα” (που δεν είναι παρά ένα “φαίνεσθαι”) βάζοντας σε Απόλυτη, σε Έσχατη Λογική Τάξη ακριβώς αυτή την απατηλή φαινομενικότητα των αισθήσεων. Η αφηρημένη και γενική Έννοια του Λόγου, δεμένη με τη σταθερή ενότητα/ταυτότητα των λέξεων και των αριθμών που αποτελούν τον εξατομικευμένο “φορέα” της είναι η καταλληλότερη γιαυτό το έργο της καθολικής κυριαρχίας πάνω στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον των όντων, πάνω στις αντιφάσεις της αισθητής πραγματικότητας, πάνω στις αντιφάσεις των “πραγμάτων και των ανθρώπων”.

[6]

Σε αυτό το σημείο είναι εμφανής η γενετική και λογική σύνδεση μεταξύ του Ιδεώδους, ταυτόσημου Είναι της Παρμενιδικής-ατομιστικής μεταφυσικής με την ποιοτική ομοιομορφία και ομοιογένεια της αφηρημένης ανταλλακτικής “αξίας”, ιδιαίτερα όπως αυτή “ενσαρκώνεται, σωματοποιείται και εξυλικεύεται” στο χρήμα, ως γενικός-καθολικός “πλούτος” σε εξατομικευμένη μορφή, “πλούτος” που είναι ταυτόσημος με τον Εαυτό του, καθαρή αφαίρεση του Νοείν. Η αφηρημένη ανταλλακτική αξία, “ενσαρκωμένη, σωματοποιημένη και εξυλικευμένη” στο χρήμα και στις τιμές των εμπορευμάτων είναι Ένα και το Αυτό ταυτολογικό σώμα με τον ποιοτικά ομογενοποιημένο-ποσοτικά δυναμοποιημένο Εαυτό της, θέτει σε “άφθαρτη και αέναη κίνηση” (Perpetuum Mobile) τα εμπορεύματα σαν να είναι η ψυχή τους, η καθολική “ουσία” τους, η απόλυτη λογική αρχή τους. Τα εμπορεύματα για να ανταλλαχθούν πρέπει να συγκριθούν μεταξύ τους, πρέπει να καταστούν “ισοδύναμα” το ένα με το άλλο μέσα από μια διαδικασία εξίσωσης και αφαίρεσης (συμμετροποίησης) που εξαλείφει τo συγκεκριμένο και ιδιαίτερο περιεχόμενο των πραγμάτων προς αναζήτηση της ποσοτικής ομοιομορφίας και της γενικής “αξιακης ισοδυναμίας”, προς αναζήτηση εκείνου του αφηρημένου γενικού “νοητού στοιχείου” που είναι η ανταλλακτική “αξία”, η “κρυμμένη υπεραισθητή ουσία” που είναι ταυτολογικά κοινή σε όλα τα εμπορεύματα ως αφαίρεση του Νοείν.

[7]

Η αφηρημένη ανταλλακτική “αξία”, “ενσαρκωμένη, σωματοποιημένη και εξυλικευμένη” στο χρήμα και στις τιμές των εμπορευμάτων, είναι η καθολική “ουσία” και η απόλυτη λογική αρχή όλων των εμπορευμάτων καθώς 1) τα θέτει σε αέναη αγοραπωλησία και 2) επιστρέφει στον ταυτολογικό εαυτό της αυξημένη, δομώντας δια του διαχωρισμού, της εξίσωσης και του αποκλεισμού μια αφηρημένη γενική “ισοδυναμία” από ταυτόσημα και σύμμετρα πράγματα-εμπορεύματα [7]. Με αυτό τον τρόπο και ακριβώς σαν το ιδεώδες, ταυτιστικό Είναι του Παρμενιδικού-ατομιστικού Λόγου, το εξυλικευμένο χρήμα βρίσκει κρυπτικά στον ταυτόσημο και ιδεώδη εαυτό του τη θεμελίωση του αφηρημένου εαυτού του, την υπεραισθητή “εγγενή αξία” του. Αυτό που στην αρχαία πολιτεία απλώς υπολανθάνει ως προεικόνιση του καπιταλιστικού μέλλοντος και μας κάνει να βλέπουμε εκ των υστέρων και αναδρομικά στα πια παλιά τα πιο καινούργια και στα πιο καινούργια τα πιο παλιά [8] (Μαρξ), οφείλεται στο γεγονός πως η εμπορευματική-εκχρηματισμένη ανταλλαγή βρίσκει την πλήρη και καθολική της έκφραση μόνο στον καπιταλιστικό τρόπο (ανα)παραγωγής της κοινωνικής ζωής ως υπαγμένη στιγμή (“πραγματοποίηση της αξίας”) της τυφλής διαδικασίας “αξιοποίησης της αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” (Μαρξ) και έτσι μας επιτρέπεται από το ιστορικό μας παρόν να νοηματοδοτήσουμε εκ των υστέρων και αναδρομικά το μακρινό παρελθόν που δεν υπάρχει πια [9].

Υποσημειώσεις και παραπομπές

[1] Στην αρχαία πολιτεία η εμπορευματική παραγωγή-κυκλοφορία δεν είναι η κυρίαρχη μορφή της κοινωνικής αναπαραγωγής, το ανεπτυγμένο εμπορευματικό κεφάλαιο συσσωρεύει αξία στην “κυκλοφορία” των εμπορευμάτων και προμηθεύεται “από τα έξω” εμπορεύματα (αγοράζοντας “φτηνά”, πουλώντας “ακριβά” ή αλλιώς λεηλατώντας, αρπάζοντας, μετατρέποντας “μη πολίτες” σε δούλους, ιδρύοντας αποικίες κτλ) καθώς η κοινωνική αναπαραγωγή δεν είναι καθολικά εκχρηματισμένη.

[2] Βλέπε και Mario de Paoli, Economia commerciale e linguaggio razionale: denaro e logos Agaragar Τεύχος 3, Silva editore 1971, Ιταλία καθώς και Denaro e Logos του ιδίου στο http://www.finimondo.org/node/588

[3] Γράφει – σε ελεύθερη μετάφραση – ο γαιοκτήμονας και ιδιοκτήτης δούλων Παρμενίδης στο “Περί Φύσεως”: “Τίποτα δεν Γίνεται, ό,τι Υπάρχει Είναι, Είναι πριν Υπάρξει, Είναι και Νοείν είναι Ένα”. Με άλλα λόγια οι αφηρημένες γενικές Έννοιες προσδιορίζονται κρυπτικά και ταυτολογικά στον αναλλοίωτο, καθολικό, απόλυτο εαυτό τους αδιαφορώντας και προκαταλαμβάνοντας ως μυθικά/θεϊκά παντοδύναμες κάθε συγκεκριμένο και ιδιαίτερο περιεχόμενο.

[4] Υπο-κείμενη: αυτή που κείτεται, που βρίσκεται “από κάτω”.

[5] Ο Παρμενίδης δεν είναι “ιδεαλιστής” ενώ, για παράδειγμα, ο Ηράκλειτος (σ.σ. ένας φιλόσοφος της αρχαιότητας ιδιαίτερα αγαπητός στους μαρξιστές γιατί βλέπουν σε αυτόν ένα “φωτισμένο πρόγονο του διαλεκτικού υλισμού”) “υλιστής”. Πέρα από το γεγονός πως η διάκριση σε “υλισμό” και “ιδεαλισμό” είναι χαρακτηριστική της νεώτερης εποχής και της σχιζοειδούς συγκρότησης του αστικού υποκειμένου ως “αντικειμενικού υποκειμένου” της αξίας (Robert Kurz) με τη “φυσική αντικειμενική υλικότητα” να αποτελεί απλώς την άλλη όψη και πλευρά της φαντασμαγορίας και του “αντικειμενικού ιδεαλισμού” της πραγματικής/κοινωνικής αφαίρεσης της αξιακής μορφής (προκατηγορική αναγωγή μέσω της Τεχνο-Επιστήμης των ανθρώπων και της γήινης φύσης σε “πρώτες ύλες” για την παραγωγή ενός κόσμου εμπορευμάτων) και οι δυο αρνούνται την “ύπαρξη της Αλήθειας” στο “αισθητά αντιληπτό” (Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί, Ηράκλειτος) το οποίο έχει 1) ήδη μυστηριωδώς φυσικοποιηθεί – οντολογικά και γνωσιολογικά – και 2) εν κρυπτώ απογυμνωθεί/αποσπαστεί από κάθε συγκεκριμένη, ενσώματη νοηματοδότηση/σημασία με τις τελευταίες να υπερβατικοποιούνται στον “καθαρό αιθέρα” του Λόγου, της αφηρημένης Διάνοιας, που καθορίζει ως ταυτολογικός Φυσικός Νόμος/αναλλοίωτη καθολική “ουσία” τη μουγκή φυσικοποιημένη ύπαρξη του “αισθητά αντιληπτού”. Με άλλα λόγια η διαλεκτική οντολογία/πρωτοφιλοσοφία του Ηράκλειτου είναι μια αντεστραμμένη Παρμενιδική μεταφυσική/θεοσοφία η οποία υποστασιοποιεί το Γίγνεσθαι στη θέση του Παρμενιδικού Είναι. Αν έγραφε και ο Ηράκλειτος ένα “Περί Φύσεως” θα ήταν κάπως έτσι: “Τίποτα δεν Είναι, ό,τι Υπάρχει Γίνεται, Γίνεται πριν Υπάρξει, Γίγνεσθαι και Νοείν είναι Ένα.”

[6] Μέσα στις διάφορες ιστορικές παραδόσεις της ατομιστικής κοσμοθεωρίας τα υλικά άτομα ως “καθολική, αιώνια και υπεραισθητή ουσία” του αισθητού κόσμου μπορεί να είναι τόσο αδιαίρετα και συμπαγή όσο και απείρως διαιρετέα σε συνεχώς μικρότερα και στοιχειωδέστερα “έσχατα στοιχεία”. Τα “κακό” άπειρο αυτής της ad infinitum διαίρεσης και η απορρέουσα από αυτή αναγωγιστική-αναλυτική λογική είναι ο νοηματοδοτικός πυρήνας της ατομιστικής κοσμοαντίληψης. Σύμφωνα με αυτήν ένα αισθητά συγκεκριμένο και εσωτερικά διαφοροποιημένο όλον σχέσεων και διαδικασιών είναι εντελώς ομόλογο, ισοδύναμο και σύμμετρο – από τα “κάτω” προς τα “πάνω” – με τα διαμελισμένα/απομονωμένα και ποιοτικά ομοιογενή ταυτόσημα “κομμάτια” του, με τα πιο “απλά” και στοιχειώδη αφηρημένα γενικά “στοιχεία” τα οποία στη φετιχιστική/μυθική αυτοτέλειά τους, στην απόλυτη ταυτότητα/ενότητα με τον Ιδεώδη, αφηρημένο καθολικό εαυτό τους που δεν υπερβαίνεται ποτέ, αλληλεπιδρούν με εγγενείς, αναλλοίωτες και ποσοτικά δυναμοποιημένες ιδιότητες για να “δημιουργήσουν” κάθε συγκεκριμένη και μεταβαλλόμενη ποιοτική πολλαπλότητα του αισθητού κόσμου ως “’Έσχατη”, ως “Τελική” πραγματικότητά του. Τέτοιες μορφές σκέψης αναπτύσσονται οργανικά σε εκείνες τις κοινωνικές-ιστορικές μορφές ζωής όπου είναι έντονη η παρουσία εμπορικών-εκχρηματισμένων κοινωνικών σχέσεων και η απορρέουσα από αυτές ανταγωνιστική ατομικοποίηση της κοινωνικής ζωής. Έτσι λοιπόν (σκέφτηκε εδώ ο Δημόκριτος) όπως η Πόλις-Κράτος είναι ένα “όλο” με ιδιαίτερες μορφολογικές ή άλλες αισθητές ιδιότητες, που όμως έχει σαν “έσχατο, καθολικό και αιώνιο αδιαίρετο συστατικό” τον πολίτη/άτομο (ά-τομο: δεν τέμνεται/διαιρείται άλλο), έτσι και η Φύση ως Ύλη μπορεί να έχει διάφορες πολλαπλές ιδιαίτερες μορφές, όμως εν-τέλει και εν-γένη συνίσταται από ένα σύνολο “έσχατων” σε μέγεθος και αδιαίρετων, ταυτοσήμων-με-τον-εαυτό τους, αιώνιων γενικών υλικών “στοιχείων” που είναι τα υπεραισθητά “άτομα”.

[7] “Όλα αλλάζονται με τη φωτιά και η φωτιά με όλα, όπως ο χρυσός με τα εμπορεύματα και τα εμπορεύματα με το χρυσό”. Με αυτή τη μυστικιστική φράση ο Ηράκλειτος θέτει σε ευθεία “οντολογική αναλογία” την “αέναη κοσμική μεταβολή” με την εμπορευματική-εκχρηματισμένη ανταλλαγή. Η Φωτιά του Ηράκλειτου είναι το φυσικοποιημένο σύμβολο και – ως τέτοιο – ο “υλικός φορέας” του Λόγου ο οποίος, ανυψωμένος σε οντολογικό/φυσικό θεμέλιο του κόσμου, αέναος και αναλλοίωτος, ανάβει και σβήνει σύμφωνα με ορισμένα ποσοτικά μέτρα. Τι μπορεί λοιπόν να σημαίνει αυτή η “αναλογική προβολή” σε κοσμική-οντολογική κλίμακα της πεζότατης εμπορικής πράξης των ανταλλαγών; Πως η πραγματική αφαίρεση της εμπορευματικής πρακτικής είναι και η κοινωνική/ιστορική μήτρα των μεταφυσικών αφαιρέσεων του Πνεύματος, του Λόγου.

[8] Ο οντολογικός και γνωσιολογικός ροβινσωνισμός του ανθρώπου (Evald Ilyenkov) διατυπώθηκε στους μοντέρνους καιρούς από τους αστούς φιλοσόφους με τη μορφή ενός υπερβατολογικού υποκειμένου διχασμένου και διαιρεμένου ανάμεσα σε δυο οντολογικούς κόσμους, διχασμός που κληρονομείται από τον αρχαίο κόσμο: στον “Κόσμο της Φαινομενικής Εμπειρικής Αίσθησης” που είναι Αναληθής από τη μια, και στον “Κόσμο της Νοητής Λογικής Ουσίας” που είναι Αληθής από την άλλη. Tο υπερβατολογικό υποκείμενο λοιπόν είναι ένα αυθύπαρκτο “φυσικό άτομο”, απομονωμένο και ξεκομμένο από κάθε κοινωνική-ιστορική σχέση που αρχικά αντιλαμβάνεται την συσσώρευση μεμονωμένων και απομονωμένων αισθητηριακών “εντυπώσεων” από τις οποίες στη συνέχεια αφαιρεί με επαγωγή κάτι πολλαπλά επαναλήψιμο, ταυτόσημο, κοινό και γενικό. Αυτό το αφηρημένο γενικό το υπερβατολογικό υποκείμενο το περιγράφει στον ταυτολογικό Εαυτό του με ένα εξατομικευμένο κοινό όνομα, με μια λέξη μέσα στο κεφάλι του τη γενική σημασία της οποίας αναστοχάζεται απαγωγικά με τις a priori καθολικές κατηγορίες του Πνεύματος (αιτία και αποτέλεσμα, ποιότητα και ποσότητα, ταυτότητα/ενότητα και διαφορά/ετερότητα, αναγκαιότητα και τυχαιότητα, φαινόμενο και ουσία, εξωτερικό και εσωτερικό, αντικείμενο και υποκείμενο, χώρος και χρόνος, πρωταρχικό και δευτερεύων κτλ) οι οποίες και βάζουν σε Έσχατη Λογική Τάξη τον Φαινομενικό Εμπειρικό Κόσμο του Υπερβατολογικού Υποκειμένου.

[9] Αυτή είναι η εκ των υστέρων αναδρομική διερεύνηση του παρελθόντος βάσει της μαρξικής θέσης ότι η ανατομία του ανθρώπου είναι το κλειδί για την ανατομία του πιθήκου και οι νύξεις για κάτι “ανώτερο” στα “κατώτερα” ζωικά είδη μπορούν να κατανοηθούν μονάχα όταν το “ανώτερο” είναι το ίδιο ήδη γνωστό.

Γράφει ο Lucifugo, a diavolo in corpo

Πηγή: https://theshadesmag.wordpress.com

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.