Η ανακάλυψη της οικονομίας

«Έτσι, ο αγροτικός πληθυσμός, που με τη βία τον απαλλοτρίωσαν, το κυνήγησαν και τον μετέτρεψαν σε αλήτες, υποτάχθηκε με τερατώδικους τρομοκρατικούς νόμους, με μαστιγώσεις, με στιγματισμούς και με βασανιστήρια, σε μια πειθαρχία τέτοια που απαιτεί το σύστημα της μισθωτής εργασίας […] Στην παραπέρα πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής αναπτύσσεται μια εργατική τάξη, που από αγωγή, παράδοση και συνήθεια αναγνωρίζει σαν αυτονόητους φυσικούς νόμους τις απαιτήσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής» (Μαρξ 1978: 761-762).

«Η εργασία, αντίθετα, πρέπει να επιτελείται σαν να ήταν ένας απόλυτος αυτοσκοπός, μια ανώτερη επιταγή. Μια τέτοια όμως στάση δεν είναι καθόλου προϊόν της φύσης. Δεν μπορεί να αφυπνισθεί μόνο με τα χαμηλά μεροκάματα ή και με τα ψηλά, αλλά δεν μπορεί παρά να είναι το προϊόν μιας μακρόχρονης και επίπονης αγωγής1» (Βέμπερ 1980: 48).

Οι δύο μεγάλοι στοχαστές της νεωτερικότητας, Μαρξ και Βέμπερ, δείχνουν σε αρκετά σημεία του έργου τους, ότι η ανάδυση και η κυριαρχία του οικονομικού παράγοντα στις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες ήταν το αποτέλεσμα όχι μιας φυσικής οικονομικής διαδικασίας, αλλά της κινητοποίησης μη οικονομικών δυνάμεων. Τα πορίσματα της βεμπεριανής ιστορικής ανάλυσης ανατρέπουν εν πολλοίς την πλατιά διαδεδομένη άποψη (φιλελεύθερης προέλευσης) σύμφωνα με την οποία το δεδομένο οικονομικό σύστημα θεμελιώνεται πάνω στις φυσικές τάσεις του ανθρώπου για διαρκή αύξηση της παραγωγής και μεγιστοποίηση του κέρδους. Όπως μπορούμε να δούμε και από το παραπάνω απόσπασμα, για τον Βέμπερ, το κίνητρο μιας καλύτερης αμοιβής δεν είναι ικανό να διαμορφώσει ανθρώπους αφοσιωμένους στην εργασία.

Μια τέτοια αντίληψη συναντάται και στον Μαρξ, υπονομεύοντας έτσι την προσπάθεια των μετέπειτα μαρξιστών να συγκροτήσουν μια θεωρία της ιστορίας με σταθερή αναφορά στον ρόλο της οικονομίας ή της εργασίας. «Όπως είναι γνωστό», γράφει ο Μαρξ στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου, «στην πραγματική ιστορία τον πρώτο ρόλο τον παίζουν η κατάκτηση, η υποδούλωση, ο φόνος μετά ληστείας, με δύο λόγια η βία. Στην ήπια όμως πολιτική οικονομία επικρατεί ανέκαθεν το ειδύλλιο» (Μαρξ 1978: 739).

Μπορεί οι δύο κοινωνιολόγοι να πιάνουν το νήμα της ιστορίας του καπιταλισμού από διαφορετικό σημείο – ο μεν Μαρξ ενδιαφέρεται περισσότερο για τους ιστορικούς όρους συγκρότησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο δε Βέμπερ για τους πολιτισμικούς όρους διαμόρφωσης του οικονομικού ορθολογικού πνεύματος- ωστόσο και στις δύο περιπτώσεις συναντάται μια κοινή βάση: οι δυνάμεις εκείνες που καθιστούν δυνατή την γέννηση μιας οικονομικής κοινωνίας, όπως είναι η νεωτερική, δεν είναι οικονομικές. Τόσο η προτεσταντική ηθική της εργασίας (Βέμπερ), όσο και οι μέθοδοι της πρωταρχικής συσσώρευσης (Μαρξ) δεν έχουν τίποτα το «οικονομικό» ως ιστορικά φαινόμενα.

Με άλλα λόγια, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε το εξής παράδοξο: τόσο ο Μαρξ όσο και ο Βέμπερ μας καλούν να βγούμε εκτός οικονομικής ανάλυσης, αν θέλουμε να κατανοήσουμε την γέννηση ενός οικονομικού συστήματος, όπως αυτό του καπιταλισμού.

1.1: Η προτεσταντική ηθική της εργασίας: οι ρίζες της οικονομικής ορθολογικότητας κατά τον Βέμπερ

Ο Βέμπερ στην μελέτη του για την σχέση της προτεσταντικής ηθικής και της διαμόρφωσης του καπιταλιστικού πνεύματος, δείχνει ότι η γέννηση του οικονομικού ορθολογικού πράττειν πραγματοποιήθηκε από υποκείμενα, δηλαδή τους Καλβινιστές, που δεν νοηματοδοτούσαν την δράση τους με οικονομικούς όρους. Ήταν κυρίως μια ορισμένη θρησκευτική αντίληψη που τους οδήγησε στην έλλογη οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής. Σκοπός τους ήταν μέσα από την εγκόσμια επιτυχία να αναζητήσουν σημάδια της θεϊκής εκλογής τους. Η ορθολογικοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας λοιπόν, δηλαδή παραγωγή όχι στη βάση της συνήθειας και του εθίμου, αλλά υπό την κυριαρχία του υπολογιστικού πνεύματος, αποτελούσε για τους Καλβινιστές έναν ασφαλή, εγκόσμιο δρόμο προκειμένου να φτάσουν στην ηθική δικαίωση2.

O Βέμπερ καταγράφει την διαδικασία συγκρότησης ενός ορθολογικού υποδείγματος σκέψης αλλά και πρακτικής, το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο εμφανίσθηκε μόνο στον Δυτικό πολιτισμό (Βέμπερ 1980: 9). Δεν κατασκευάζει, δηλαδή μια καθαρή έννοια της ορθολογικότητας, αλλά εστιάζει στο ιδιαίτερο ιστορικό της περιεχόμενο και διαπιστώνει πως τα πρωταρχικά της συστατικά έχουν πολιτισμική και θρησκευτική προέλευση. «Ο ορθολογισμός» επισημαίνει ο Βέμπερ, «είναι μια ιστορική έννοια που καλύπτει έναν ολόκληρο κόσμο από διαφορετικά πράγματα (1980: 61). Το στοιχείο της ιστορικότητας καταδεικνύει και την σχετικότητα του ορθολογισμού, ο οποίος δεν αποτελεί μια οικουμενική σταθερά, αλλά μια ιδιομορφία της Δυτικής κουλτούρας3.

Η ορθολογικότητα, για τον Βέμπερ, δεν σημαίνει εξάλειψη του ανορθολογικού στοιχείου. Αντίθετα, η οικονομική ορθολογικότητα στο έσχατο όριο της αναπαράγει ένα είδος ανορθολογισμού: «Είναι απίστευτα παράλογο», υποστηρίζει ο Γερμανός κοινωνιολόγος, «[…] ο άνθρωπος [να] υπάρχει για χάρη της δουλειάς του, αντί να γίνεται το αντίθετο» (1980: 55) και τονίζει στην εισαγωγή της έρευνάς του, πως σκοπός του είναι να μελετήσει την προέλευση εκείνων των μη ορθολογικών στοιχείων που βρίσκονται στον πυρήνα του δυτικού ορθολογισμού, υπό την μορφή της οικονομικής ορθολογικότητας (1980: 61).

Είναι ξεκάθαρο ότι για τον Βέμπερ η οικονομική ορθολογικότητα έλκει την καταγωγή της από έναν κόσμο κατεξοχήν μη οικονομικό, και οι εγγυήσεις της παρέχονταν από διαφορετικής τάξης φαντασιακά (ηθικά, θρησκευτικά, πολιτισμικά). Αυτό όμως ισχύει μόνο κατά την πρώιμη περίοδο του καπιταλισμού. Με την επέκταση του εκβιομηχανισμού και των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, το οικονομικό ορθολογικό πνεύμα έσπασε τα δεσμά του με την παράδοση. Δεν χρειάζεται πλέον μια εξωτερική νομιμοποιητική δύναμη, όπως είναι η θρησκεία. Η οικονομική ορθολογικότητα μετατρέπεται σε μια νομιμοποιητική δύναμη αφ’ εαυτής. Παράγει η ίδια τις αξίες που κινητοποιούν και δικαιολογούν την ανθρώπινη πρακτική.

Η συσσώρευση κεφαλαίου πλέον δεν πηγάζει από μια ορισμένη θρησκευτική αντίληψη, αλλά αποτελεί προϊόν ενός υπολογιστικού πνεύματος που δεν έχει ανάγκη εξωτερικές αναφορές. Σχετικά με αυτή την ιστορική εξέλιξη, γράφει ο Βέμπερ: «Πραγματικά, δεν χρειάζεται πια την υποστήριξη οποιωνδήποτε θρησκευτικών δυνάμεων, και αισθάνεται τις προσπάθειες της θρησκείας να επηρεάσει την οικονομική ζωή (στον βαθμό που τέτοιες προσπάθειες γίνονται πια καθόλου) σαν μια εξίσου αδικαιολόγητη επέμβαση όσο και η ρύθμισή της απ’ το κράτος» (1980:56).

Η αυτονόμηση της οικονομικής ορθολογικότητας από μη οικονομικές αξίες αποτελεί την αφετηρία ετούτης της εργασίας. Πρόκειται για μια εξέλιξη όμως που συνοδεύεται από τους δικούς της μύθους, που προκαλεί ένα εκ νέου μάγεμα του κόσμου. Όψεις αυτής της εξέλιξης θα εξετασθούν αναλυτικά στο δεύτερο μέρος της εργασίας. Προτού περάσουμε σε αυτό το ζήτημα, θα πρέπει να απαντηθεί το εξής ερώτημα: αν η ερμηνεία του Βέμπερ δίνει μια απάντηση όσον αφορά τις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες γέννησης του καπιταλιστικού πνεύματος, τότε τι απάντηση μπορούμε να δώσουμε στο ζήτημα της επέκτασης, της διάδοσης και της υιοθέτησής του από το σύνολο του πληθυσμού; Μέσα από ποιες διαδικασίες, ένα ολόκληρο έθνος μπορεί να αλλάξει τις βαθιά ριζωμένες εργασιακές του συνήθειες και να αναπροσανατολίσει την παραγωγική του δραστηριότητα, σύμφωνα με τους κανόνες του οικονομικού ορθολογικού πνεύματος4;

Ο Βέμπερ θέτει το ζήτημα ως εξής:

«Ένας άνθρωπος δεν επιθυμεί “από τη φύση του” να κερδίζει όλο και πιο πολλά, αλλά απλούστατα να ζει όπως έχει συνηθίσει, να ζει και να κερδίζει τόσα όσα χρειάζονται γι’ αυτό το σκοπό. Οπουδήποτε ο σύγχρονος καπιταλισμός άρχισε το έργο του για την αύξηση της παραγωγικότητας της ανθρώπινης εργασίας με την αύξηση της εντατικότητάς, συνάντησε την πεισματωδέστατη αντίσταση αυτού του κυρίαρχου χαρακτηριστικού της προκαπιταλιστικής εργασίας5» (1980: 46).

Η βεμπεριανή ανάλυση καθιστά σαφές ότι η διαδικασία μετάβασης από τις παραδοσιακές προκαπιταλιστικές στις νεωτερικές καπιταλιστικές κοινωνίες δεν μπορεί να εξηγηθεί στη βάση μιας θεωρίας των οικονομικών κινήτρων. Η υπαγωγή του προκαπιταλιστικού ανθρώπου στην καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας απαιτεί την δράση μη οικονομικών δυνάμεων, απαιτεί δηλαδή όπως προείπαμε, μια μακροχρόνια και επίπονη αγωγή προκειμένου να αρθεί η αντίσταση που προβάλλει ο άνθρωπος της παράδοσης, με τις «αντιπαραγωγικές» του συνήθειες.

Ωστόσο, ο ίδιος ο Βέμπερ δεν εισέρχεται τόσο στο ζήτημα των μηχανισμών που θα αναλάβουν να ασκήσουν αυτή την αγωγή και θα επιβάλλουν αυτή τη νέα ηθική της εργασίας. Καθώς όμως η ηθική, όπως ισχυρίζεται ο Φουκώ, δεν είναι μια ιδέα που έρχεται και κάθεται στα κεφάλια των ανθρώπων, (Φουκώ 2016: 109), η ηθικοποίηση του πληθυσμού απαιτεί ένα σύνολο υλικών διαδικασιών και μηχανισμών, που δεν στοχεύουν μόνο στην μεταβολή των αντιλήψεων, που δεν ενεργούν μόνο στο επίπεδο των κατευθυντήριων ιδεών, αλλά ρυθμίζουν το ίδιο το ανθρώπινο σώμα και το εκγυμνάζουν οργανικά στις νόρμες της οικονομικής ορθολογικότητας και της βιομηχανικής εργασίας. Δεν αρκεί η ηθική εναρμόνιση με το σύστημα της μισθωτής εργασίας. Ένας τέτοιος πειθαρχικός μηχανισμός απαιτεί την εναρμόνιση και των βιολογικών λειτουργιών του ανθρώπου. Το γεγονός αυτό το έχει δείξει πολύ καλά ο Ιταλός φιλόσοφος, Αντόνιο Γκράμσι: «[…] δεν μπορεί να αναπτυχθεί ο νέος τύπος ανθρώπου που απαιτεί η ορθολογικοποίηση της παραγωγής και της εργασίας, όσο δεν ρυθμίζεται ανάλογα το σεξουαλικό ένστικτο, έως ότου δεν ορθολογικοποιηθεί κι αυτό» (Γκράμσι 1990: 48).

1.2: Η ηθική της εργασίας ως ηθική της πειθαρχίας

Μια τέτοιου είδους ανάλυση, όπου εστιάζει στον ρόλο των μη οικονομικών δυνάμεων στην οργάνωση μιας οικονομικοκεντρικής τάξης, η οποία θέτει την εργασία και την παραγωγή στο κέντρο της κοινωνικής ζωής, θεωρούμε ότι ξεκινά από τον Μαρξ και την θεωρία της πρωταρχικής συσσώρευσης, αναπτύσσεται και εμπλουτίζεται από τον Πολάνυι στο μεγαλειώδες έργο του Ο μεγάλος μετασχηματισμός και κορυφώνεται με τις μελέτες του Φουκώ για την πειθαρχική κοινωνία. Και οι τρεις μελετητές περιγράφουν και αναλύουν μέσω ποιων ιστορικών διαδικασιών έπεσε τελικά εκείνο το «πέτρινο τείχος της συνήθειας» (Βέμπερ 1980: 48) στο οποίο αναφέρεται ο Βέμπερ, δηλαδή η άρνηση του προνεωτερικού ανθρώπου να υπαχθεί στην πειθαρχία της μισθωτής εργασίας6 και να θέσει την παραγωγή ως κεντρική δραστηριότητα της ζωής του.

Το φαινόμενο της πρωταρχικής συσσώρευσης, στο οποίο ο Μαρξ αφιερώνει ένα σημαντικό μέρος της μελέτης του, υπονομεύει κάθε προσπάθεια να ερμηνευθεί η ιστορία ως μια διαδικασία διαδοχής των τρόπων παραγωγής, την οποία διακρίνει μια εσωτερική οικονομική λογική. Όπως για τον Βέμπερ, δεν είναι κάποιο έμφυτο οικονομικό κίνητρο που οδηγεί στην εμφάνιση του καπιταλιστικού πνεύματος, έτσι και για τον Μαρξ δεν υπάρχει κάποια οικονομική αναγκαιότητα που οδηγεί στην συγκρότηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο τελευταίος είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης δύο διαφορετικών τύπων ανθρώπου:

«[…] πρέπει ν’ αντικρυστούν και ν’ άρθουν σε επαφή δύο λογιών, πολύ διαφορετικοί ο ένας από τον άλλον, κάτοχοι εμπορευμάτων: από τη μία μεριά κάτοχοι χρήματος, μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης, που σκοπός τους είναι να αξιοποιήσουν το ποσό της αξίας που κατέχουν, αγοράζοντας ξένη εργατική δύναμη από την άλλη, ελεύθεροι εργάτες, πουλητές της δικής τους εργατικής δύναμης κι επομένως πουλητές εργασίας» (Μαρξ 1978: 739).

Ο δεύτερος όρος, ωστόσο, αυτής της κοινωνικής σχέσης, δηλαδή η εργασία, δεν υπάρχει ως πρωταρχικό δεδομένο, άμεσα διαθέσιμο, αλλά θα πρέπει να κατασκευαστεί. Οι παραγωγοί της υπαίθρου είναι απρόθυμοι να εγκαταλείψουν τη γη τους και να μετατραπούν σε βιομηχανικούς εργάτες. Θα πρέπει λοιπόν ο αγροτικός πληθυσμός να αποστερηθεί τα μέσα της ύπαρξής του και να βρεθεί σε μια κατάσταση όπου θα έχει να επιλέξει ανάμεσα στην υπαγωγή του στο εργοστασιακό σύστημα και στην πείνα και την εξαθλίωση. Το δίλλημα αυτό κατέστη δυνατό χάρη σε έναν συνδυασμό νομοθετικών διατάξεων και κατασταλτικών επεμβάσεων: ο Νόμος για τις Περιφράξεις και η μετατροπή των χωραφιών σε βοσκοτόπια, συνδυάστηκε με την βίαιη εκδίωξη των αγροτών από τη γη τους (1978: 743). Η ιστορική εμβάθυνση του Μαρξ σε αυτό το σημείο είναι χαρακτηριστική: «Καταστράφηκαν και κάηκαν όλα τους τα χωριά κι όλα τα χωράφια μετατράπηκαν σε βοσκές. Βρετανοί στρατιώτες στάλθηκαν για να εκτελέσουν την απόφαση και συγκρούστηκαν με τους αυτόχθονες. Μια γριά κάηκε στις φλόγες της καλύβας της που αρνήθηκε να την εγκαταλείψει» (1978: 755).

Τα φαινόμενα αυτά θα βρεθούν στο επίκεντρο της ιστορικής ανάλυσης του Πολάνυι, σχεδόν έναν αιώνα μετά τον Μαρξ. Ο Ούγγρος ιστορικός με σπάνια θεωρητική δεξιοτεχνία, συνοδευόμενη από έναν πλούτο ανθρωπολογικού υλικού, αποδομεί ένα ένα αξιώματα του οικονομισμού, είτε φιλελεύθερων είτε μαρξιστικών καταβολών. Αποδεικνύει ότι η μετατροπή της οικονομίας σε μια ανεξάρτητη σφαίρα δραστηριοτήτων είναι ένα γεγονός που αποτελεί ιστορική ιδιομορφία της Δύσης και δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την συστηματική κρατική παρέμβαση (Πολάνυι 2007: 138).

Ο Πολάνυι ασκεί και αυτός κριτική στην ιδέα ότι το οικονομικό σύστημα της αγοράς θεμελιώθηκε πάνω στις φυσικές τάσεις του ανθρώπου για απόκτηση κέρδους, μεγιστοποίηση της παραγωγής κ.λ.π. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η αποδοχή ενός τέτοιου συστήματος δεν θα μπορούσε να είναι παρά «το αποτέλεσμα της χορήγησης τεχνητών διεγερτικών στο κοινωνικό σώμα» (2007:59). Μια οικονομία της αγοράς δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς να εμπορευματοποιεί διαρκώς τους βασικούς συντελεστές της παραγωγής, δηλαδή την εργασία, τη γη και το χρήμα, δημιουργώντας ξεχωριστές αγορές για το καθένα από αυτά. Ωστόσο το κρίσιμο σημείο για τον ίδιο, κατά την πορεία του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα είναι η δημιουργία μιας αγοράς εργασίας, η οποία θα τροφοδοτεί την βιομηχανική παραγωγή με φθηνό εργατικό δυναμικό.

Το πρώτο βήμα έγινε με το κίνημα των Περιφράξεων7 τον 18ο αιώνα και την δημιουργία ενός άκληρου πληθυσμού. Κανείς όμως δεν θα επέλεγε το «σατανικό εργοστάσιο» όπως το αποκαλεί ο Πολάνυι (2007: 37), αν διέθετε έστω και τους ελάχιστους πόρους για την επιβίωσή του. Το σύστημα της μισθωτής εργασίας και το δικαίωμα στην επιβίωση είναι δύο ασύμβατα μεταξύ τους φαινόμενα. Για να λειτουργήσει το πρώτο, θα έπρεπε να καταργηθεί το δεύτερο. Και αυτό ακριβώς σύμφωνα με τον Πολάνυι πραγματοποίησε η μεταρρύθμιση του νόμου της κοινωνικής πρόνοιας του 1834: κατήργησε το δικαίωμα στην επιβίωση:

«Η επιστημονική σκληρότητα αυτού του νομοθετήματος υπήρξε τόσο προκλητική στα μάτια των συγκαιρινών του, ώστε χαρακτηριστικό της περιόδου αυτής, όπως την αποτύπωσε η ιστορική μνήμη, παραμένουν οι βιαιότατες αναταραχές: πράγματι, πολλοί από τους φτωχότερους εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους, καθώς σταμάτησε η παροχή βοηθημάτων έξω από το πτωχοκομείο. Κύρια όμως θύματα υπήρξαν οι αξιοβοήθητοι φτωχοί, άτομα αρκετά αξιοπρεπή για να εισέλθουν στο πτωχοκομείο, που είχε ήδη καταστεί χώρος αίσχους. Ίσως ποτέ στην ιστορία δεν έχει γίνει τόσο ανελέητη μεταρρύθμιση. Συνέτριψε αμέτρητες ζωές, ενώ προσποιούνταν ότι απλώς σκόπευε να προσφέρει ένα κριτήριο γνήσιας φτώχειας, δια μέσου του ελέγχου του πτωχοκομείου. Ψυχολογικά βασανιστήρια εγκρίνονταν και εφαρμόζονταν από απρόθυμους φιλάνθρωπους, ως μέσον τόνωσης της αγοράς εργασίας» (2007: 83).

Ο εγκλεισμός του πρώην αγροτικού πληθυσμού στα πρώτα καπιταλιστικά εργοστάσια δεν ήταν από μόνος του αρκετός για να διαμορφώσει υποκείμενα αφοσιωμένα στις νόρμες της βιομηχανικής εργασίας. Για να καταστεί αυτό εφικτό χρειάστηκε η επινόηση και η εφαρμογή ενός κώδικα αυστηρής πειθαρχίας. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός, ότι ο Μαρξ σε αρκετά σημεία του έργου του περιγράφει την καπιταλιστική οργάνωση της εργασίας με στρατιωτικούς όρους: κάνει λόγο για πειθαρχία στρατοπέδου, που επιβάλλεται στους «φαντάρους της βιομηχανίας» από τους «υπαξιωματικούς της βιομηχανίας» (1978: 440).

Αυτές οι αναφορές του Μαρξ θα αποτελέσουν την αφορμή του Φουκώ προκειμένου να κάνει μια γενεαλογία των νεωτερικών θεσμών, ως χώρων άσκησης της πειθαρχικής εξουσίας8. Ο Γάλλος φιλόσοφος θεωρεί, ότι ειδοποιό γνώρισμα της νεωτερικής κοινωνίας είναι η οργάνωση μεγάλων χώρων εγκλεισμού. Το στρατόπεδο, το εργοστάσιο, η φυλακή, το σχολείο, το νοσοκομείο, το ψυχιατρικό άσυλο αποτελούν τους κατεξοχήν νεωτερικούς θεσμούς. Φαινομενικά, μπορεί να εκφράζουν εντελώς διαφορετικούς στόχους, ωστόσο όλοι τους έχουν να αντιμετωπίσουν ένα κοινό πρόβλημα: πώς να οργανώσουν, να ταξινομήσουν και να πειθαρχήσουν έναν πολυπληθή, ανομοιόμορφο και απειθάρχητο πληθυσμό, που άφησε πίσω της η αποδιάρθρωση των παραδοσιακών φεουδαλικών θεσμών9.

Τίθεται λοιπόν σε λειτουργία, στους συγκεκριμένους χώρους, μια νέα τεχνολογία της εξουσίας, η πειθαρχική εξουσία, η οποία έχει ως στόχο να κατασκευάσει σώματα «πειθήνια», αλλά και ταυτόχρονα «παραγωγικά»: «Η πειθαρχία αυξάνει τις δυνάμεις του σώματος (με οικονομικούς όρους χρησιμότητας) και συγχρόνως τις περιορίζει (με πολιτικούς όρους υπακοής)» (Φουκώ 2011: 158). Θα πρέπει ο προνεωτερικός άνθρωπος να ξεχάσει τις παραδοσιακές του εργασιακές συνήθειες (της σχόλης, της ανάπαυσης, της αυτάρκειας) και να υποταχθεί στην ηθική της εργασίας, να αφιερώσει δηλαδή όλες τις ζωτικές του δυνάμεις στην υπόθεση της παραγωγής.

Η εγκάθειρξη, σύμφωνα με τον Φουκώ, ως δεσπόζουσα πρακτική της νεωτερικής κοινωνίας, υπήρξε στενά συνυφασμένη με μια ορισμένη αντίληψη για την εργασία:

«Η εγκάθειρξη, πριν ακόμη αποκτήσει το ιατρικό νόημα της εισαγωγής σε ψυχιατρείο που της έδωσαν αργότερα, ή που τουλάχιστον μας αρέσει να της δίνουμε, είχε ελάχιστη σχέση με την φροντίδα της θεραπείας. Εκείνο που την επέβαλε ήταν η προσταγή της εργασίας10» (Φουκώ 2004: 51).

Η προσταγή αυτή απευθυνόταν σε εκείνες τις μερίδες του πληθυσμού που αποτελούσαν πραγματικές και συμβολικές ενσαρκώσεις μιας αντι – παραγωγικής, αντι – οικονομικής ζωής: οι αλήτες, οι ζητιάνοι, οι τρελοί, τα παιδιά, οι εγκληματίες, ο απαλλοτριωμένος χωρικός αποτελούσαν μια ζωντανή άρνηση της εργασίας. Αλλά και για όσους είχαν ήδη εγκλειστεί στο εργοστάσιο, δεν ήταν εύκολο να εγκαταλείψουν την παλιά τους εργασιακή ηθική. Η τεμπελιά, η αργοπορία, η εγκατάλειψη της δουλειάς, η κλοπή, το μεθύσι ήταν αρκετά συχνά φαινόμενα: «Ο κίνδυνος», λέει χαρακτηριστικά ο Φουκώ, «είναι ο εργάτης που δεν αφιερώνει όλες τις δυνάμεις του στην εργασία» (2016: 160).

Αναπτύσσεται, εν προκειμένω, ένα σύνολο άτυπων ποινικών και τιμωρητικών πρακτικών στο εσωτερικό των χώρων εγκλεισμού, προκειμένου να καταπολεμηθούν όλες αυτές οι αρνήσεις της εργασίας. «Το ζεύγος επιτήρηση και τιμωρία εγκαθιδρύεται ως σχέση εξουσίας αναγκαία για την πρόσδεση των ατόμων στον μηχανισμό παραγωγής, για τη συγκρότηση παραγωγικών δυνάμεων, και χαρακτηρίζει αυτήν ακριβώς την κοινωνία που μπορούμε να αποκαλέσουμε πειθαρχική» (2016: 180).

Οι μελέτες του Φουκώ καταδεικνύουν το γεγονός, ότι η συγκρότηση του καπιταλιστικού παραγωγικού μηχανισμού δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την συνέργεια και την αδιάκοπη παρουσία μιας εξουσίας, εν προκειμένω, της πειθαρχικής εξουσίας. Η τελευταία για τον Φουκώ, δεν συγκροτείται εκ των υστέρων ως εποικοδόμημα πάνω σε ορισμένες σχέσεις παραγωγής. Η εξουσία είναι ήδη μέσα στην παραγωγή. Η παραγωγή είναι ήδη εξουσία. «Η εξουσία δεν είναι ένας τρόπος αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής, αλλά ένας τρόπος συγκρότησής τους» (2016: 200).

1.3: Η καπιταλιστική εργασία ως εξημέρωση

«Να φτάνει πρώτος στα εργαστήρια το πρωί και να βάζει τους εργάτες στη δουλειά τους μόλις έρχονται, να ενθαρρύνει αυτούς που έρχονται στη δουλειά τακτικά στην ώρα τους, δίνοντάς τους να καταλάβουν ότι η συνέπειά τους αναγνωρίζεται όπως το αξίζει, και διαχωρίζοντάς τους από τους λιγότερο πειθαρχικούς συναδέλφους τους, με επανειλημμένα δείγματα επιδοκιμασίας, με δώρα, ή με οτιδήποτε άλλο ταιριάζει στην ηλικία τους[…] (Τόμσον 1994: 45).

Το παραπάνω απόσπασμα παρατίθεται από τον μεγάλο Άγγλο ιστορικό, Έντουαρντ Πάλμερ Τόμσον και αναφέρεται στα καθήκοντα ενός Διευθυντή σε εργοστάσιο κεραμοποιείας περί τα μέσα του 18ου αιώνα στην Βρετανία. Η επιδοκιμασία των πιο πειθαρχημένων και ο διαχωρισμός τους από τους ανυπάκουους, ως τεχνική, παρουσιάζει προκλητικές ομοιότητες με τις τεχνικές εξημέρωσης των ζώων που εφάρμοσαν οι άνθρωποι κατά την περίοδο της αγροτικής επανάστασης. Ιδού η διαδικασία, όπως την περιγράφει ο Εβραίος ιστορικός, Yuval Noah Harari: «Τα πιο επιθετικά και ανυπάκουα πρόβατα σφάζονταν πρώτα. Τα πιο υπάκουα και πιο συμπαθητικά πρόβατα αφήνονταν να ζήσουν περισσότερο και αναπαράγονταν. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κοπάδι εξημερωμένα και πειθήνια πρόβατα» (Harari 2015: 104).

Η συμμόρφωση με το εργοστασιακό σύστημα, η αποδοχή της ηθικής της εργασίας και η εναρμόνιση με τις νόρμες της βιομηχανικής εργασίας, αποτέλεσαν για μια ορισμένη περίοδο αναγκαίο όρο επιβίωσης για τους ανθρώπους. Το δίλημμα που κατασκευάστηκε ήταν αμείλικτο: εργασία ή αφανισμός (Μπάουμαν 2004: 45). Ωστόσο, το ζήτημα δεν ήταν μόνο να αλλάξουν οι ηθικές στάσεις των ανθρώπων σχετικά με την εργασία. Η προσαρμογή του ανθρώπου στον βιομηχανισμό κατέστη δυνατή μέσω μιας διαρκούς πάλης με το ζωώδες στοιχείο του ανθρώπου, μέσω μιας διαρκούς ορθολογικοποίησης των φυσικών ενορμήσεων (Γκράμσι 1990: 65). Όσοι δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν σε αυτή τη νέα οργάνωση, απλά οδηγήθηκαν στον αφανισμό. Για τις επόμενες γενιές η αφοσίωση στην εργασία ήταν κάτι το «φυσικό».

Η «εργασιακή εξημέρωση» είχε συντελεστεί. Διαμορφώθηκε ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος, που με ενεργητικό τρόπο πλέον, συμμετέχει στην παραγωγή. Μήπως και η εξημέρωση του βοδιού ή του αλόγου, δεν έγινε και αυτή για να χρησιμοποιηθούν στην συνέχεια ως μηχανές στην παραγωγή; Και το εξημερωμένο άλογο και ο ορθολογικοποιημένος άνθρωπος μοιράζονται μια κοινή συνθήκη: συμμετέχουν σε έναν μηχανισμό, ο σκοπός και το νόημα του οποίου, έχουν προκαθοριστεί από άλλους και όχι από τους ίδιους.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

«Απομονώστε οποιοδήποτε κίνητρο επιθυμείτε, οργανώστε έπειτα την παραγωγή με τέτοιο τρόπο ώστε το κίνητρο αυτό να καθίσταται η ώθηση του ατόμου για την παραγωγή, και θα έχετε δημιουργήσει μια εικόνα για τον άνθρωπο ως συνολικά απορροφημένο από αυτό το συγκεκριμένο κίνητρο» Καρλ Πολάνυι (2014: 23)

Στην αυγή της νεωτερικής εποχής η εργασία παρουσιάστηκε ως μια εγκόσμια μορφή λύτρωσης. Για όσους δεν πίστεψαν στην αξία της εργασίας, η νεωτερική κοινωνία φρόντισε να συστήσει μηχανισμούς εργασιακού σωφρονισμού: οίκοι εργασίας, εργοστάσια, άσυλα, πτωχοκομεία. Η ιστορική τους παρουσία μας προφυλάσσει από τις πλάνες ενός αφελούς οικονομισμού και μας υπενθυμίζει την ανάγκη να εξετάσουμε τον ρόλο των μη οικονομικών δυνάμεων στην διαμόρφωση μιας οικονομικής κοινωνίας. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όσοι στοχαστές μελέτησαν τις ιστορικές προϋποθέσεις του καπιταλισμού, άφησαν στην άκρη τις κατηγορίες της πολιτικής οικονομίας και καταπιάστηκαν με παράγοντες που δεν είχαν τίποτα το «οικονομικό».

Περισσότερο με το σπαθί, και λιγότερο με το μολύβι, η οικονομική ορθολογικότητα αποικιοποίησε το φαντασιακό του νεωτερικού ανθρώπου. Έγινε το υποκατάστατο των ιδεολογιών που έχαναν σιγά σιγά το κοινωνικό τους κύρος. Ο μύθος τώρα βρίσκεται μέσα στην ίδια την παραγωγή. Υπάρχει μια υπόσχεση στην νεωτερική οικονομία: η υπόσχεση της χειραφέτησης, της σωτηρίας. Όπως και στα παράγωγά της: σχεδόν όλες οι σημερινές ουτοπίες τοποθετούνται μέσα στον ορίζοντα της τεχνικής και της επιστήμης. Τι άλλο όμως διακρίνει μια ιδεολογία, αν όχι η διαρκής παρουσία μιας υπόσχεσης για το μέλλον;

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Βέμπερ Μ. (1980) Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα: Κάλβος

Gorz A. (1989) Critique of economic reason, London: Verso Books

Γκράμσι Α. (1990) Αμερικανισμός και φορντισμός, Αθήνα: Α/συνέχεια

Harari Y.N. (2015) Sapiens. Μια σύντομη ιστορία του ανθρώπου, Αθήνα: Αλεξάνδρεια

Μαρξ Κ. (1978) Το Κεφάλαιο, τ. Α΄, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή

Μπάουμαν Ζ. (2004) Η εργασία, ο καταναλωτισμός και οι νεόπτωχοι, Αθήνα: Μεταίχμιο

Πολάνυι Κ. (2007) Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Θεσσαλονίκη: Νησίδες

Πολάνυι Κ. (2014) Η απαρχαιωμένη αγοραία νοοτροπία μας, Αθήνα: Στάσει Εκπίπτοντες

Τόμσον Ε. Π. (1994) Χρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός,

Θεσσαλονίκη: Νησίδες

Φουκώ Μ. (2004) Η ιστορία της τρέλας, Αθήνα: Ηριδανός

Φουκώ Μ. (2011) Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Αθήνα: Πλέθρον

Φουκώ Μ. (2013) Σκέψεις γύρω από τον μαρξισμό, τη φαινομενολογία και την εξουσία, Αθήνα: Futura

Φουκώ Μ. (2016) Η τιμωρητική κοινωνία, Αθήνα: Πλέθρον

 

1# Οι εμφάσεις δικές μας.

2# Όπως αναφέρει και ο Andre Gorz, αναλύοντας το έργο του Βέμπερ, η αρχική εγκράτεια των πρώτων καπιταλιστών, προϋπόθεση για την συσσώρευση κεφαλαίου και σημείο εκκίνησης της καπιταλιστικής παραγωγής, δεν έχει να κάνει με τεχνικούς ή οικονομικούς λόγους, αλλά καθαρά με ιδεολογικούς και πολιτισμικούς (Gorz 1989: 18).
3# «[…] καθένας από αυτούς τους τομείς μπορεί να ορθολογοποιηθεί με βάση πολύ διαφορετικές αξίες και σκοπούς, κι ό, τι είναι ορθολογικό απ’ τη μια άποψη, μπορεί κάλλιστα να είναι ανορθολογικό από μια άλλη» (1980: 20).
4# «Γιατί μόλο που η εξέλιξη του οικονομικού ορθολογισμού εξαρτάται εν μέρει από την ορθολογική τεχνική και το ορθολογικό δίκαιο, καθορίζεται ταυτόχρονα και από την δεκτικότητα και τη διάθεση των ανθρώπων να υιοθετήσουν ορισμένους τύπους πρακτικής ορθολογικής συμπεριφοράς» (1980: 21).

5# Η έμφαση δική μας.

6# «[…] η μισθωτή εργασία όχι μόνο αποτελούσε την τελευταία επιλογή των φτωχών, αλλά είχε και την ηθική περιφρόνηση των ανθρώπων της εποχής: ο Άνταμ Σμιθ περιέγραφε τον βιομηχανικό εργάτη ως διανοητικά υποδεέστερο του φτωχότερου γεωργού», μας πληροφορεί ο Πολωνός κοινωνιολόγος, Ζίγκμουντ Μπάουμαν (Μπάουμαν 2007: 93).
7# Ο Πολάνυι χαρακτηρίζει τις Περιφράξεις ως «επανάσταση των πλουσίων εναντίων των φτωχών» (2007: 38).
8# Η μαρξική επιρροή στο έργο του Φουκώ δεν είναι δική μας ερμηνεία, αλλά παραδοχή του ίδιου του Γάλλου φιλοσόφου: «προσωπικά, τοποθετώ το έργο μου στη γενεαλογική γραμμή που εκκινεί από το δεύτερο Βιβλίο του Κεφαλαίου […] θα ισχυριζόμουν ότι μέσω του δεύτερου Βιβλίου, και για παράδειγμα σε ό,τι έγραψα γύρω από την πειθαρχία, το έργο μου είναι […] εγγενώς συνδεδεμένο με αυτό που γράφει ο Μαρξ» (Φουκώ 2013: 21-22).
9# «Τι το περίεργο αν η φυλακή μοιάζει με τα εργοστάσια, με τα σχολεία, τους στρατώνες, τα νοσοκομεία, που όλα μοιάζουν με φυλακές;», αναρωτιέται ο Φουκώ (2011: 258)

10# Η έμφαση δική μας.

Πηγή: ResPublica

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.