Λέσχη Φίλων Βορειοδυτικού Περάσματος: Γιατί να είμαστε μαζί

( Κείμενο της Λέσχης Φίλων Βορειοδυτικού Περάσματος  το οποίο δημοσιεύθηκε στο δεύτερο τεύχος τους De Bello Civili )

ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΑΖΙ

( Μήνυμα προς όσους γνωρίζουμε σαν φίλους μας, προς εκείνους που ίσως γνωρίσουμε και προς εκείνους που αρνούμαστε εκ των προτέρων να γνωρίσουμε.)

Έτσι ανήμποροι που παρατηρούμε ένα καταιγισμό συμφορών, τα χρόνια θα κυλήσουν, αν δεν κάνουμε κάτι, σαν τις άδειες μέρες μιας βδομάδας.

Σει τι μας χρησιμεύει να γνωριζόμαστε όταν ποτέ κανένα αποτέλεσμα δεν έρχεται να μας δείξει κάποια πρόοδο; Θα θέλαμε μήπως πάση θυσία να ζήσουμε τα όσα μοιραστήκαμε αυτά τα χρόνια; Ξαναβλέποντας τα όσα ζήσαμε μαζί, φανταζόμαστε άραγε με φόβο τι θα συνέβαινε αν κατά τύχη δεν είχαμε γνωριστεί; Είμαστε μήπως σήμερα καλύτερα εφοδιασμένοι για ν’ αντισταθούμε σε μια ουσιαστικά αφόρητη οργάνωση της ύπαρξης; Είμαστε άραγε πιο δυνατοί, πιο ευφυείς ή πιο ευτυχισμένοι; Ποιά ελπίδα, ποιο έστω και λίγο λογικό σχέδιο μπορούμε να κάνουμε για το μέλλον;

Τι είναι αυτά τα οικεία πρόσωπα που δεν ξαναφτιάχνουν καν τον κόσμο ή που ούτε καν τον έφτιαξαν ποτέ; Αυτά τα πρόωρα κουρασμένα μυαλά που παγιδευμένα μέσα στις ποντικοπαγίδες που άφησαν να τα πιάσουν, δεν έχουν να προσφέρουν στον εαυτό τους τίποταπ έρα από τη θλιβερή διαπίστωση ότι δεν έχουν φαντασία ούτε δύναμη;

Έχουμε να κάνουμε σύντροφοι με ένα κοινωνικό σύστημα που χρησιμοποιώντας μια ορθολογική στρατηγική κι ένα τεχνολογικό εξοπλισμό άνευ προηγουμένου, είναι αποφασισμένο να ξεριζώσει από τον άνθρωπο ακόμα και τα τελευταία ίχνη κρίσης και μνήμης, να καταργήσει τα τελευταία κενά όπου θα μπορούσε κάτι να παιχτεί από εκείνους που δεν εφησυχάζουν, να σβύσει την εμπειρία μιας δικής μας ιστορίας, μιας ιστορίας που την κερδίσαμε ενάντια σε όλους τους ντετερμινισμούς. Όταν, δίπλα σε όλα αυτά βλέπουμε την αποδοχή να εγκαθίσταται υπερβολικά εύκολα στην πλειοψηφία εκείνων στους οποίους δεν μπορούσαμε παρά να λογαριάζουμε πως είναι δυνατό να μην βλέπουμε ότι η αντικειμενική συμμαχία αυτών των παραγόντων μας καταδικάζει πρόωρα στα γηρατειά και τη διανοητική κατάπτωση;

Εκείνοι που μπήκαν στην προηγούμενη δεκαετία με κάποια όνειρα, είδαν να διαλύεται η ικανότητα που είχαν στο να μοιράζονται τα όνειρα τους – να διαλύεται αυτή η ικανότητα τους μάλλον παρά οι τυχαίες περιστάσεις-, και να εξανεμίζεται το μεγαλύτερο μέρος της νιότης τους. Τους κατέστρεψαν ό,τι από την πόλη εξακολουθούσαν ν’ αγαπούν, μεταμόρφωσαν τους χώρους στους οποίους ήξεραν ν’ αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους, μεταμόρφωσαν και τα τελευταία υπολείμματα φύσης έτσι ώστε να μην υπάρχει πουθενά ηρεμία. Τους αφέραισαν αυτό το γεμάτο θαυμασμό σεβασμό μέσα στον οποίο μπορούσαν να τρέφονται οι φιλίες όταν ήξεραν να χτίζονται ενάντια στους καταναγκασμούς και τη σκυθρωπή λογική που θα ήθελαν, χωρίς να υπάρξει κανένα άλλο σημαντικό συμβάν, να μας ακολουθήσουν μέχρι το θάνατο.

Ένας απίθανος εκχυδαϊσμός των γούστων, των επιθυμιών και των συλλογισμών, των χώρων και των ανθρώπων – ένας εκχυδαϊσμός που δεν καταφέραμε αληθινά να κρατήσουμε έξω από τα σπίτια μας και, ακόμα περισσότερο, να πολεμήσουμε έξω από αυτά – έκανε τα πάντα φρικιαστικά προβλέψιμα, τόσο προβλέψιμα όσο και αυτά που θα λένε ή θα κάνουν σε δέκα χρόνια εκείνοι που γνωρίζουμε, δηλαδή αυτά που από τώρα κιόλας μπορούμε να προβλέψουμε ότι δεν πρόκειται να κάνουν πια. Κι όλα αυτά είναι ανυπόφορα, όπως ανυπόφορο είναι και το συναίσθημα ότι δεν χάσαμε και τίποτα που δεν γνωρίσαμε άλλους.

Σύντροφοι, σας διαφεύγει λοιπόν τόσο πολύ το ότι, επειδή ακριβώς τα πάντα μας καταδίκαζαν από τα πριν να περάσουμε από το χωνευτήρι μιας αλόγιστης ζωής, και σε τέτοιο σημείο μάλιστα, που γι’ αυτό το σύστημα, περισσεύουμε σήμερα σαν φυσικές παρουσίες, σας διαφεύγει λοιπόν τόσο πολύ ότι, γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους, δεν είχαμε άλλο δρόμο από το ν’ αποκτήσουμε ευφυία και να τη χρησιμοποιήσουμε μέχρι την τελευταία στιγμή;

Αφήσατε όμως να σκοτώσουν το τυχαίο, χάσατε την αίσθηση της κατάπληξης. Ποιες δυνάμεις τόσο ισχυρές μπόρεσαν να σας εξαναγκάσουν να ζείτε εγκαταλειμμένοι στη σκυθρωπή ρουτίνα των υποχρεώσεων σας, μέσα σε ποταπές προλήψεις, δηλαδή εκεί ακριβώς που σαν την έχουν πάντα στημένη; και γιατί φτάσαμε σήμερα στο σημείο να σας βλέπουμε να φιγουράρετε μέσα στο παραιτημένο πλήθος, καταναλώνοντας τις εκάστοτε ψευδαισθήσεις που φτιάχνονται για τη διασκέδαση των σκλάβων;

Οι καιροί μας καταδικάζουν, Σύντροφοι, να ξυπνήσουμε κάποιο πρωϊνό στο κέντρο ενός εφιάλτη, που το περίγραμμα τους δεν μπορούμε ακόμα να το φανταστούμε. Με βάση αυτή τη βεβαιότητα, κι επειδή φταίμε και εμείς για τον ύπνο σας, θα τον κάνουμε ακόμα πιο πικρό αποχωρώντας. Δεν πρόκειται να δεχτούμε άλλο να συμμετάσχουμε μαζί σας στις διάφορες μορφές αυτού του ύπνου, σ’ αυτές τις μορφές μες από τις οποίες τα άτομα τείνουν συνήθως να κατασκευάζουν ένα πρόσκαιρο ηθικό βόλεμα που, άλλωστε προορίζεται περισσότερο στο να τους γεμίσει το χρόνο παρά να τα πείσει.

2

Στο επίκεντρο αυτόυ του ύπνου βρίσκεται η σχετική ευκολία που συναντάει ο καθένας προκειμένου να εκφράσει βιαστικά αυτοσχεδιαζόμενες γνώμες πάνω στ’ οτιδήποτε, γνώμες που τις κατασκευάζει ευκαιριακά και με μόνο στόχο να τις επιδεικνύει σαν επιφανειακές εκδηλώσεις ενός δραστήριου μυαλού. Άλλωστε, αυτές οι απομιμήσεις σχέψης βγαίνουν στην φόρα σχεδόν πάντοτε κατ’ ιδίαν, μέσα σε απομιμήσεις σχέσεων, μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουν μια ψόφια διανοητική υγιεινή που ποτέ καμμιά συνέπεια της δεν πρόκειται να φτάσει μέχρι την πράξη.

ΜΠΟΥΚΟΤΑΡΟΥΜΕ ΤΙΣ ΓΝΩΜΕΣ
Δηλαδή όλες τις μορφές ιδεών που εκφράζονται αρκετά άσκεφτα και αρκετά στο περιθώριο της ύπαρξης ώστε να μην έχουν ν’ αναζητούν επιστημονικά τα μέσα επαλήθευσης τους και να μην οδηγούνται ποτέ προς κάποια ζωτική χρήση ή προς συγκεκριμένες συνέπειες.

Μέσα σ’ αυτό το βασίλειο της γνώμης, που κατασκευάζεται με τόση ατέλεια ώστε γρήγορα να ξεχνιέται και ν’ αναιρείται την επόμενη στιγμή από αντιφατικές συμπεριφορές, συναντάμε προφανώς τη γνώμη και την αυτο-ανάλυση. Ο καθένας ισχυρίζεται ότι μπορεί να εκθέτει μπροστά σ’ ένα κοινό επιλεγμένων ”σχέσεων” ( ένα κοινό που θα το ήθελε συνένοχο σε μια κοινή ανυπαρξία ) άλλοτε τα διάφορα μη-γεγονότα και άλλοτε κάποιες κατά προσέγγιση ενδοσκοπήσεις μες από τις οποίες εκθέτει απλόχερα τον εαυτό του μια κι αυτές είναι το μοναδικό καταφύγιο μιας αίσθησης ζωής που δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Σ’ αυτή την παρωδία επικοινωνίας, όπου ο κθαένας παίζει με την σειρά του μια τον παρατηρητή και μια τον παρατηρούμενο ( άλλα μέσα σε μια απομόνωση και σε μια αδιαφορία που είναι δεδομένη εξαρχής και χωρίς τίποτα απ’ όσα λέγονται να επενδύεται ξανά ή να εμβαθύνεται μέσα σ’ ένα κοινό παιχνίδι ή μια κοινή στρατηγική ) , αναγνωρίζουμε εύκολα ένα γενικό στυλ της παραίτησης, τη σφραγίδα μιας εποχής στην οποία μοναδικό σημείο αναφοράς έγινε η ψευδαίσθηση του στιγμιαίου, μιας εποχής στην οποία ο άνθρωπος δεν θέλει πια να εξετάζει τι έχει να ζήσει αλλά μόνο το πως το έζησε, μιας εποχής όπου αυτό που πείθει τον άνθρωπο δεν είναι ο μετασχηματισμός του αντικειμένου αλλά μια αλλοίωση του βλέμματος, ο χρόνος που χρειάζεται μια ταινία για να ξετυλιχτεί μπροστά στο υπνωτισμένο κοινό της, ο χρόνος μιας βραδιάς μεταξύ φίλων.

ΜΠΟΥΚΟΤΑΡΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ!
Δηλαδή κάθε έκφραση συναισθημάτων, ή ανάλυση της συμπεριφοράς, που δεν εκτείνονται άμεσα προς μια κοινή αύξηση της χαράς της ζωής, προς μια διαύγαση της ζωής ή προς μια οποιαδήποτε μετρήσιμη πρόοδο για ένα σύνολο προσώπων.

Η αισθηματική βάση, δηλαδή η φύση των συναισθημάτων που μοιράζονται οι άνθρωποι σ’ αυτό το Βαθύ Υπνο, μοιάζει με ανάπαυση: κυρίως είναι απρόθυμοι να δεχτούν να λένε ευτελή ψέματα από κοινού και να συντηρούν από κοινού την ποταπή καθεστηκύια κατάσταση. Τα αισθήματα, οι ενθουσιασμοί και οι έρωτες κατασκευάζονται τόσο εύκολα όσο εύκολα αναιρούνται ή προδίδονται για χάρη των πιο ταπεινών καπρίτσιων. Μα θα μπορούσε να είναι διαφορετικά τη στιγμή που οι άνθρωποι αξιώνουν ν’ απομονώνονται σ΄έναν αμοιβαίο θαυμασμό όπου τα πάντα μπορούν να δένονται και να λύνονται αλόγιστα και χωρίς να τρέχει τίποτα; Θα μπορούσε ποτέ να είναι διαφορετικά σ’ αυτό το πανηγύρι προσωπέιων όπου υπάρχει αδιαφορία γι’ αυτό που είναι εκεί και σου δίνεται, και έλξη για ό,τι είναι μακρυνό και δεν σου κάθεται;

Σ’ αυτό το πανηγύρι, οι φιλίες υπάρχουν για να φιγουράρουν σ’ αυτό το αποκαρδιωτικό ντεκόρ και για να ενσαρκώνουν, μέσα σε μια αμοιβαία αυταπάτη, μια μη-καταναγκαστική σχέση που θεμελιώνεται στην αμοιβαία έλξη και μόνον. Αλλά καθώς αυτή η έλξη είναι εύθραυστη, και τις περισσότερες φορές υποκριτική, οι άνθρωποι προτιμούν τελικά να υπολογίζουν σε μια πολύ πιο βαθιά ριζωμένη και προστατευμένη από τη ροή των πραγμάτων υποκρισία: την οικογένεια και τις συζηγικές σχέσεις που απορρέουν απ’ αυτήν. Και μ’ ένα δειλό υπολογισμό, τις υφίστανται παραιτημένοι μέχρι το τέλος. Πουλώντας μια απατηλή στοργή, αγοράζουν φτηνά μια αυταπάτη προστασίας, και το αντίστροφο.

Εκείνοι που νιώθουν ότι δεν αντέχουν την πιο χυδαία μορφή καταπίεσης ενάντια στη νοημοσύνη, το θάρρος, την απόλαυση, τα δικαιώματα ζωής που ξέρουν να επιβάλλουν από μόνοι τους και τη διαρκή επικύρωση της αλήθειας, είναι καταδικασμένοι, εξαιτίας αυτής ακριβώς της στάσης τους, να μη γνωρίσουν ποτέ φιλίες. Όταν ισχυρίζονται το αντίθετο, είναι απατεώνες κι όταν απλά και σκέτα την αποδέχονται, είναι αξιολύπητα γέροι.

Επειδή όλα τα αισθηματικά κριτίρια που ισχυρίζονται ότι επιβάλλονται στο εντεύθεν ενός έρωτα ικανού να σαρώσει τα σύνορα μεταξύ των ανθρώπων και να φέρει, από την ίδια του την ύπαρξη, τα σχέδια μιας καινούριας ζωής, μπορούν να θεωρηθούν ύποπτα:
ΑΔΙΑΦΟΡΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΜΙΣΟ-ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΕΚΔΗΛΩΝΟΥΝ ΚΑΙ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΜΕ ΝΑ ΤΑ ΝΙΩΘΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ!

Τα υπολογισμένα και υποδουλωμένα συναισθήματα μας τη δίνουν, και τα νευρωτικά πάθη που καμιά φορά κάνουν την εμφάνιση τους μέσα στη ρουτίνα είναι γελοία και ελάχιστα πειστικά. Όταν θέλει να δει κανείς τους πραγματικούς λόγους των αισθηματικών ροπών ή των συναισθημάτων που παρατηρούνται σήμερα, εύκολα βρίσκει πάντοται ότι συνίσταται στην αναζήτηση κάποιου κέρδους: τις περισσότερες φορές πηγάζουν από έναν αξιοθρήνητο υπολογισμό.

Η αγάπη, η φιλία και όλα τ’ άλλα, σύντροφοι, ζουν μόνο μέσα στα μεγάλα σχέδια. Εκείνοι που ισχυρίζονται ότι εξακολουθούν να νιώθουν συναισθήματα αγάπης πλάϊ σε όλα όσα ανέχονται μες την παραίτηση τους – και που μ’ αυτό τον τρόπο κάνουν εν αγνοία τους την πιο σκανδαλώδη απολογία της σημερινής οργάνωσης της ζωής, φτάνονται μάλιστα καμμιά φορά στο σημείο να δηλώνουν χωρίς πρόβλημα ότι τα συναισθήματα αυτά είναι δυνατόν να συμβιβάζονται ήρεμα με τις πιο αξιοκατάκριτες συνθήκες ανυπαρξίας. Δηλαδή τα ωράρια εργασίας, το αλόγιστο ξόδεμα του χρόνου ζωής και της υγείας, το κοιμητήριο των οικογενειών και της συζυγικής ισορροπίας, τον κόσμο και τους χώρους στους οποίους κατοικούν – αυτοί οι άνθρωποι θα ‘θέλαν να μας κοροϊδέψουν ξετσίπωτα: γιατί είναι αδύνατον να έχουν διατηρήσει αρκετό σεβασμό για τον ίδιο τους τον εαυτό ώστε να μπορούν ν’ αναγνωρίζουν αλλού ό,τι είναι άξιο σεβασμού, και να το αγαπούν χωρίς μνησικακία.

Για να τελειώνω μ’ αυτήν την υπενθύμιση των κάποιων αναισθητικών συμπεριφορών και των προσποιητών απολαύσεων που συνήθως στολίζουν την αθλιότητα των πνευμάτων, αρκεί να προσθέσω πόσο θλιβερά είναι τα φαγοπότια και οι άλλες ψευτογιορτές, όπου μάταια προσπαθέι να πάρει σάρκα και οστά μια κάποια αίσθηση κοινότητας, που είναι άλλωστε τόσο ύποπτη όσο και τ’ άλλα μια και δεν τη τρέφει τίποτε άλλο πέρα από μια αφηρημένη και δίχως μέσα προσμονή, που μονίμως διαψεύδεται.

ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΞΑΝΑΠΛΗΞΟΥΜΕ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΘΟΥΜΕ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΨΟΦΙΕΣ ΦΙΛΟΦΡΟΝΗΣΕΙΣ ΑΥΤΩΝ ΤΩΝ ΓΕΥΜΑΤΩΝ ΟΠΟΥ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΙΠΟΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΓΙΟΡΤΑΣΤΕΙ!

Σ’ αυτά τα φαγοπότια το φαϊ καταντάτει τόσο άνοστο. Και θά ΄πρεπε να βρίσκει κανείς τη δική του ευχαρίστηση σ’ αυτό το τελετουργικό και κομφορμιστικό μοίαρασμα των μισοηδονών του φαγητού, που πολύ συχνά σταματούν στο περιεχόμενο του πιάτου και που δεν είναι παρά ένα θλιβερό αντιστάθμισμα των όσων δεν μπορούμε πια να προσφέρουμε ή να δεχτούμε αλλού.

3

Το ζήτημα του νοήματος της ζωής παραμένει προφανώς η δύναμη της ύπαρξης. Βρίσκεται στο επίκεντρο κάθε στεναχώριας και ταυτόχρονα είναι η κινητήρια δύναμη των ψεμμάτων και των προσποιήσεων.

Στην κλίμακα του ατόμου, το ζήτημα αυτό συνοψίζεται στο να βρει κανείς πως θα χρησιμοποιεί σύμφωνα με τη θέληση του και ποιες προτεραιότητες μπορούν να προσανατολίζουν το χρόνο της ανθρώπινης ζωής, καθώς και ποιους χώρους, ποιους συντρόφους και ποιο κοινωνικό πλαίσιο θα ήθελε να έχει στη διάθεση του γι’ αυτό.

Στην κλίμακα των κοινωνιών ή μιας ιστορικής εποχής, το ζήτημα είναι να γνωρίζει κανείς αν η σύνθεση των δυνάμεων τους δημιουργεί ή όχι αυτό το κατάλληλο έδαφος στο οποίο μπορεί να προσδιοριστεί για τα άτομα μια εκούσια και μελετημένη από κοινού χρήση του χρόνου και του κοινωνικού προϊόντος.

Και όταν αυτό δεν συμβαίνει, όπως τις περισσότερες φορές στην περασμένη ιστορία και παντού σήμερα, τότε τα άτομα δεν έχουν άλλο ορθολογικό δρόμο από το να βαλθούν να γκρεμίσουν το παρασιτικό κοινωνικό οικοδόμημα, που στρέφει ενάντια τους τη δύναμη που αντλεί από την εκμετάλλευση των δυνάμεων τους χωρίς να προσφέρει την παραμικρή μορφή απάντησης στο πρωταρχικό ερώτημα τους.

Αυτό ακριβώς το ζήτημα του νοήματος της ζωής απειλεί και εξακολουθεί να καταδικάζει σήμερα μια κοινωνική οργάνωση που μοναδικό της μέσο για να διατηρηθεί είναι ν’ απωθεί όλο και πιο βαθιά αυτό το ζήτημα και να τελειοποιεί ασταμάτητα το οπλοστάσιο των μηχανισμών που έχει για να το σβύσει από τις συνειδήσεις.

Αυτό το οικοδόμημα όχι μόνο δεν πέτυχε να αποδείξει στα θυματά του ότι, αυτό που τους αναλογεί από την τεχνολογική δύναμη που με την εκμετάλλευση και τη βία αποσπά από την ελεύθερη δραστηριότητα των ανθρώπων, τους είναι κατά κάποιο τρόπο χρήσιμο, ή έστω συνεισφέρει στην ανάπτυξη ενός αποδεκτού κοινωνικού συμβολαίου, αλλά σήμερα αποδεικνύει το εντελώς αντίθετο καθώς γίνεται φανερό ότι αποτελεί μια θανάσιμη απειλή σε όλες τις συνέπειες του και ότι το μόνο που πέτυχε ήταν να φτάσει μέχρι το έπακρο της ωμότητας όλα όσα απειλούσαν ήδη φυσικά ( πάντα΄ομως σε μια περιορισμένη κλίμακα ) τη συνύπαρξη των ανθρώπων, την πρακτική ενεργοποίηση των δυνάμεων τους και του λογικού τους στην αναζήτηση ενός αποδεκτού κοινού αποτελέσματος.

Κάθε στιγμή, το οικοδόμημα αυτό συμπεριφέρεται λες και έχει την άνευ όρων συγκατάθεση μας, και αποσπά μια φαινομενικότητα συγκατάθεσης αποθαρρύνοντας το λογικό με την πλύση εγκεφάλου και, ακόμα περισσότερο, νοθεύοντας την έκταση της πραγματικότητας έτσι ώστε η αντίληψη μας, οι κρίσεις μας και τα όνειρα μας να ξεκινούν πάντοτε από τα πεδία όπου μας την έχει στημένη. Ο μόνος φυσικός δρόμος που αφήνει να δουν τα άτομα, είναι ο αυτοκαθορισμός τους μέσα από μια συνεργασία μαζί του ή μέρσα από μια αναποτελεσματική άρνηση.

Οι παραιτημένοι αλλά όχι κι ευτυχισμένοι σκλάβοι του έχτισαν και διαρκώς προσαρμόζουν σ’ αυτό το κοινωνικό οικοδόμημα τα ήθη τους, τις συνήθειες τους και τα γούστα τους, τις παραστάσεις τους και την κουλτούρα τους, δηλαδή μερικά τεχνάσματα με τα οποία προσπαθούν μάταια να ξεχάσουν την αφόρητη κατάσταση τους. Τα τεχνάσματα αυτά κατηγορούμε, και πρώτα-πρώτα τη χοντροκομμένη παρωδία επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, στην οποία επιζητούν πάντοτε να μας κάνουν να υπολογίζουμε.

Όταν αυτή η παρωδία επικοινωνίας δεν διακόπτεται πουθενά και σε καμμιά της όψη, ισοδυναμεί μ’ ένα κάλπικης λαϊκής υποστήριξης της κυρίαρχης οργάνωσης της ύπαρξης. Και μάλιστα είναι η απαραίτητη βάση της, χωρίς την οποία όλες οι μορφές εξάρτησης ή άμεσης καταπίεσης, που συνδέονται περισσότερο οργανικά με τα κέντρα της εξουσίας, δεν θα πετυχαιναν τ’ αποτελέσματα που επιθυμούν.

Αλλά ξεκινώντας απ’ αυτό ακριβώς το μολυσμένο έδαφος της τρέχουσας ζωής, ένα έδαφος που είμαστε υποχρεωμένοι να ανατρέψουμε προς όφελος μας στηριζόμενοι σ’ αυτό το κομμάτι της επικοινωνίας που άλλη δικαιολόγηση του δεν μπορεί να παρουσιάσει πέρα από την ευχαρίστηση του και τη δύναμη των δικών του λόγων – μπορούμε να οικοδομήσουμε μια απάντηση που θα προσανατολίζεται προς την πλήρη αυτού που μας έκλεψαν, ή να δεχτούμε να εξαφανιστούμε.

Ο Αντρέ Μπρετόν έλεγε ότι κατά την γνώμη του δεν υπάρχει πια γνήσια καλλιτεχνική δημιουργία που να μην την κατακτά κανείς βάζοντας σε κίνδυνο τη ζωή του. Προφανώς αξιλογούσε ανάποδα την σημασία των παραγόντων. Αυτό που συνέβαινε ήταν μάλλον τ’ ότι επειδή ο Μπρετόν έβλεπε ότι ένας θανάσιμος κίνδυνος γενικά απειλούσε την ύπαρξη, ένας κίνδυνος που άλλωστε βάλθηκε ο ίδιος να περιγράψει και να κατανοήσει, νόμισε ότι θα μπορούσε να προεκτείνει την καλλιτεχνική προσπάθεια ορίζοντας της ως αντικειμενικό στόχο την εξερεύνηση των οδών προς το ξεπέρασμα μιας ιστορικής μορφής ύπαρξης στερημένης από κάθε νόημα και συνεπώς επικίνδυνης τελικά για το ανθρώπινο πνεύμα και το είδος.

Ο Μπρετόν έκανε το σφάλμα να νομίζει ότι, εξαιτίας της ιδιαίτερης δρασητριότητας του, ο καλλιτέχνης που αφιερώνεται στη διάλυση των κυρίαρχων ιδεών και γούστων μεγαλώνει σε εξαιρετικά σημαντικό βαθμό τους θανάσιμους κινδύνους που τον απειλούν. Του δόθηκε στη συνέχεια να παρατηρήσει το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Χιροσίμα, που τους έπεσε ο κλήρος να εγκαινιάσουν την είσοδο σε μια καινούρια εποχή της τεχνολογικά εξοπλισμένης βαρβαρότητας, δεν υπήρξαν όλοι νεωτεριστές καλλιτέχνες ειδικά ώστε ν’ αξίζουν μιας τέτοιας μοίρας. Επειδή αντίθετα, ένας συνολικός θανάσιμος κίνδυνος απειλεί ατομικά όλους στη ζωή μας σε όλο και περισσότερο στενά περιθώρια χρόνου, γι’ αυτό και πιεζόμαστε να φροντίσουμε για μια ριζική λύση, και όχι το αντίστροφο.

4

Τον πόλεμο μας ενάντια σ’ ένα κοινωνικό οικοδόμημα και μια κοινωνική οργάνωση της ζωής, και πρώτα πρώτα για να κατανοήσουμε την φύση, τα αίτια και το ακριβές εύρος της αδικίας που μας γίνεται, δεν τον ξεκινήσαμε προφανώς χτες. Συνεπώς μέσα από αυτά τα γράμματα δεν σκοπευουμε να σας αποκαλύψουμε την ύπαρξη και τους λόγους αυτού του πολέμου, ούτε τ’ ότι πρόκειται να τον αναλάβουμε και πάλι έπειτα από μια περίοδο κάμψης, αλλά να σας πούμε την αντίδραση μας πάνω σ’ ένα κοινό αγαθό που βλέπουμε να καταρρέει έπειτα απο όλα τ’ άλλα μέτωπα, την άμεση σχέση μεταξύ των ανθρώπων δηλαδή, επειδή είναι ο τελευταίος χώρος που μπορούμε να κατοικήσουμε με βάση τις δικές μας συνθήκες. Kαι αυτό μας βάζει, εμάς προσωπικά, μπροστά σε ένα απλό διάζευγμα: είτε οι φιλίες μας θα συμμετέχουν με κάποιον τρόπο, που στο χέρι τους είναι να βρουν, στην οργάνωση της άμυνας μας, είτε θα μας συμπαρασέρνουν στην κίνηση αδράνειας τους προς την αποδιάρθρωση κάθε αντίστασης, οπότε και μας βλάφτουν.

Εδώ και πολύ καιρό αποφασίσαμε να πιστεύουμε ότι η δυσφορία που αισθανόμαστε τόσο έντονα, και που κάποιοι άλλοι προτιμούν να συντηρούν σαν την υπόγεια κακή πλευρά των προσαρμοσμένων συμπεριφορών, δεν οφείλεται σε μας αλλά δε μια θεμελιώδη ατέλεια, εντελώς εξωτερική από μας, των δυνατών τρόπων ζωής που μας παρουσιάζουν. Από τότε, το μόνο που κάναμε ήταν ν’ ακολουθούμε αυτή την υποψία εκεί που μας πάει. Ο χρόνος που πέρασε, δεν μας έκανε να δεχτούμε ότι αυτοί οι τρόποι είναι περισσότερο αποδεκτοί. Αυτό το χρόνο τον σπαταλήσαμε στους δικούς μας πειραματισμούς.

Αυτούς τους πειραματισμούς τους χρησιμοποιήσαμε πρώτα πρώτα, κάθε φορά που ήταν δυνατόν να συγκεντρώσουμε και να εμπλουτίσμουμε το βιωμένο χρόνο, για να εξερευνήσουμε τα αποτελέσματα ορισμένων εκούσιων τροποποιήσεων των συμπεριφορών και της επικοινωνίας αξιοποιώντας ό,τι μας πρόσφερε η τύχη. Δεν αφήσαμε να χαθεί καμμιά ευκαιρία που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει αυτό το στόχο, και μάλιστα χάσαμε πολύ χρόνο με ευκαιρίες που δεν κατάφεραν να τον εξυπηρετήσουν. Κι όταν ήταν μάται να ελπίζουμε, αφήσαμε τον κενό χρόνο να απλώνεται έτσι όπως όταν διασχίζεις χωρίς σκοπό μαι έρημη έκταση. Δεν ααφιερώσαμε σχεδόν τίποτα απ’ αυτό το χρόνο σε όσα είναι κοινά παραδεδεγμένα σαν χρήσιμο ή λογικό να κάνει κανείς, κι ελάχιστα περισσότερο σ’ αυτά που γενικά θεωρούνται σαν ευχάριστα. Απ’ όλες τις κοινωνικές επιταγές που θέλησαν να μας επιβληθούν, το μόνο που κάναμε ήταν να εξασφαλίσουμε μ’ ένα ελάχιστο τρόπο, και μάλιστα κάπως τυχοδιωκτικό, το φαϊ που χρειαζόμαστε για να επιβιώσουμε. Ενώ οι περισσότεροι άνθρωποι ασχολούνταν πυρετωδώς με τις καριέρες τους και με τους ρόλους τους, ή μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν όλα εκείνα τα σημεία που απαιτούνται για μια υποθετική σύνταξη, εμείς τη βγάζαμε πολύ συχνά στο κρεβάτι ή πηγαίναμε στα δάση.

Προχωρώντας, οικοδομήσαμε για να τους χρησιμοποιήσουμε, συλλογισμούς και περισσότερο πειστικές θεωρίες, ξεκινώντας από αποθαρρυντικές ή εντελώς δυσάρεστες υποθέσεις. Στο μεταξύ εφεύραμε μια ψυχολογία που, αντίθετα από εκείνες που διδάσκονται, στου επιτρέπει να διαβάζεις αυτό που είναι μέσα στα κεφάλια και ακριβώς εκεί που νομίζουν ότι είναι απόρθητα. Αυτό μας έδωσε τη δύναμη να μας φοβούνται οι δειλοί και ταυτόχρονα ξεσήκωσε το μάται αποτροποιασμό των ηλιθίων. Άπειρες φορές διασκεδάσαμε μπερδέυοντας το συμπέρασμα των άθλιων υπολογισμών τους.

Αυτά που είπαμε, εξαιτίας της δύναμης πειθούς τους και μόνον, διέσχισαν τους ωκεανούς. Δεν επιζητήσαμε ποτέ ν’ αντλήσουμε κανένα όφελος απ’ αυτό αλλά αντίθετα καταστρέψαμε οτιδήποτε θα μπορούσε να μας εξασφαλίσει την οποιαδήποτε επιτυχία μέσα στα πλαίσια τους σημερινού συστήματος διαίρεσης των όντων και της παραπαίουσας επικοινωνίας. Ο λόγος της ελευθεριότητας μας είναι απλός: επειδή καταδικάζουμε το σημερινό κοινωνικό οικοδόμημα στο σύνολο του, και συνεπώς και όλα τα πολιτιστικά φαινόμενα που απορρέουν από αυτό, δεν θέλαμε να συντηρήσουμε τίποτα που να μοιάζει περισσότερο ή λιγότερο μ’ αυτό που θα μπορούσαμε να κερδίσουμε ακολουθώντας μια κανονική οδό.

Μια εκπληκτική λογική της ανυπαρξίας, που εκδηλώνει παντού τα ίδια αποτελέσματα, θέλησε να γίνουμε περισσότερο γνωστοί και να συζητηθούμε με πιο πολλή ζέση – όχι όμως και πιο σοβαρά – σε κάποια γαλλικά λύκεια, σε ομάδες του Ντισελντρόφ και στα χαμένα παιδιά των προαστείων της Ρώμας παρά μεταξύ των δικών μας φίλων. Πριν καν βρούμε το χρόνο για ν’ αποδείξουμε κάτι, και μάλιστα χωρίς να το επιδιώκυμε ( και ακριβώς γι’ αυτό ), διάφοροι αμαθείς υπάλληλοι, που έψαχναν για καινούργια πεδία, μας ταξινόμησαν στις εγκυκλοπαίδειες τους.

Αυτή την εξαιρετικά πρόωρη και οπωσδήποτε ύποπτη διασημότητα, αυτη τη γελοία κατάχρηση ενδιαφέροντος που δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά από απόσταση, την αφήσαμε να σβύσει μέσα στην αδιαφορία. Γιατί ποτέ δεν νιώσαμε ότι θα οφελούσε την υπόθεση της αληθινής ζωής και ποτέ δεν είδαμε να γεννάει πιο άμεσες και πιο αυθεντικές ικανοποιήσεις.

Δεν εξοικονομήσαμε στο παραμικρό τις δυνάμεις ή τα μέσα μας για χάρη κάποιου άλλου σκοπού. Και δεν λυπούμαστε γι’ αυτό, για τί δεν μας φαίνεται ότι σήμερα είμαστε, έστι και στο παραμικρό, σε χειρότερη θέση ή πιο δυστυχησμένοι απ’ όλους εκείνους που την ίδια στιγμή προτίμησαν πρώτα πρώτα, ή και αρκετά αργά ακόμα, να ποντάρουν πάνω στις επιστασία κάποιας γελοίας πνευματικής ή και υλικής άνεσης, την οποία κατάκτησαν με τόση φροντίδα μόνο και μόνο για να τη δουν να σκάει σε εκατομμύρια κομμάτια, και από την οποία δεν θα τους μείνει τίποτα.

Μας άρεσε να βλέπουμε όλη την παρατηρήσιμη ζωή κάτω από το φως των αμφιβολιών μας και να εμπιστευόμαστε περισσότερο τις αμφιβολίες μας παρά την παρατηρήσιμη ζωή.

Αλλά αυτό το κάναμε σχεδόν πάντα ολομόναχοι και με τις δικές μας δυνάμεις και μόνο: κανείς δεν το μοιράστηκε μαζί μας ακόμα κι εκεί που περιμέναμε μια μη-υπολογισμένη συμμετοχή. Όλα σχεδόν όσα οφείλουμε σε άλλα άτομα, μας δόθηκαν μέσα από τυχαίες συναντήσεις, σε περιστάσεις εφήμερες, στο χρόνο που διαλύεται ένα όνειρο, ή μια παρεξήγηση.

Πόσους από σας, σύντροφοι, είδαμε για κάμποσο καιρό σ’ αυτό το δρόμο; Γνωριστήκαμε μόνο για να στοχαστούμε ενάντια στον εχθρό τα σχέδια ενός φρουρίου της ζωής;

Εικοσιτέσσερεις ώρες δραστηριότητας τη μέρα δεν θα έφταναν για ναμ πορέσουμε να είμαστε παρόντες εκεί που πρέπει στο μέτωπο του ψέμματος: το ψέμμα τα καταφέρνει όλο και καλύτερα κάθε μέρα στο ν’ απελπίζει και να εξετελίζει τα θύματα του. Ποιο ελάχιστο σχέδιο μάχης θυμόμαστε να έχουμε εκπονήσει μαζί; Σε ποιες κοινές χαρές αφεθήκαμε τις ζοφερές μέρες; Τι μάθαμε που ν’ αφήνει τη σφραγίδα του επάνω μας;

5

Εκτός από αυτούς στους οποίους απευθύνουμε αυτά τα γράμματα τη στιγμή αυτή, είναι πολύ πιθανόν ότι και άλλοι θα γνωρίσουν αυτό το κείμενο. Ο καθένας θα το εκτίμησει με βάση το τι θέλει. Εκείνοι που έχουν οχυρωθεί περισσότερο μέσα στην ηλιθιότητα – την ηληθιότητα που τους πιέζει να καμώνονται ότι καταλαβαίνουν πάντα και τα πάντα με την πρώτη ματιά, λες και τίποτα πια δεν θα μπορούσε να τους εκπλήξει, και να έχουν μια έτοιμη θέση πάνω σε όλα τα ερωτήματα που οι ίδιοι κατασκευάζουν ώστε να είναι σίγουροι ότι μπορούν να τους απαντήσουν – δεν θα θελήσουν, όπως κάνουν συνήθως, να υποχρεωθούν σε μια λαθεμένη εξήγηση που θα τους καθησυχάσει και στην οποία θα υποκρίνονται ότι ανησυχούν μάλλον για μας.

Ξέρω λοιπόν από τα πριν ότι ορισμένοι θα θελήσουν πρώτα πρώτα να δουν αυτό το κείμενο σαν μια έκφραση μιας αβανγκαρίστικης απόφασης, που πιθανότατα θα θεωρήσουν πρόωρη για την εποχή. Έτσι θα σφάλουν ολοκληρωτικά πάνω στα κίνητρα μας καθώς και πάνω στο περιθώριο εκτίμησης που νομίζουν ότι εξακολουθούν να έχουν για να μπορούν να το συλλάβουν. Η πραγματικότητα δεν τους άφησε την χρήση μιας τέτοιας ελευθερίας επιλογής ώστε να μπορούν να στοχάζονται αποστασιοποιημένα πάνω στο βαθμό διανοητικού και άλλου θράσους που θα ήταν διατεθειμένοι ν’ αποδεχτούν να επενδύσουν ή ν’ αναγνωρίζουν αλλού, ή αν θα προτιμήσουν να καταφύγουν μάλλον σε θέσεις που τις θεωρούν πιο μετριοπαθείς μεν αλλά και πιο βιώσιμες, θα τους αρέσει, χωρίς να μπορούν να την εκγρίνουν αληθινά, η ”υπερβολική διακδίκηση” αυτού του κειμένου, ή θα την απορρίψουν προβάλλοντας όλη την αβεβαιότητα, που αυτή η ”υπερβολική διεκδίκηση” δεν θα τα καταφέρει να τους εξαλείψει.

Αλλά το που κατάντησε η ίδια τους η ζωή κι αυτά που εξακολουθούν να θεωρούν σαν δικές τους γνώμες – αυτή η αδόκιμη αυταπάτη λογικού που συντηρούν με εμμονή μέσα στην καρδιά της αυθόρμητης έλλειψης της αίσθησης της πραγματικότητας και της εξίσσου αυθόρμητης συναίνεσης – δεν ήταν ποτέ καρπός του δικού του λογισμού, ή της δικής τους επιλογής: ήταν μια αντανακλαστική στάση συναίνεσης, που την έμαθαν με πλύση εγκεφάλου και που τους παρασέρνει όλο και πιο βαθιά σε μια σειρά άσχημων υπολογισμών.

Αντίθετα απ’ αυτά που θέλουν εκεί που βρίσκονται και απ’ όσα μαγειρεύουν, κανένας συλλογισμός δεν μπορεί να τους πείσει κι ακόμα λιγότερο να τους ανοίξει μια μετάβαση προς μια καλύτερη μοίρα.

Προφανώς δεν θέλουμε ποτέ να πείσουμε και να σαγηνέψουμε συνομιλητές που ψάχνουμε χωρίς να βρ΄σικουμε κάτι σ’ αυτούς που να δημιουργεί πάνω μας το ίδιο αποτέλεσμα. Ούτε θα επιχειρήσουμε να τους εκθέσουμε, παιδαγωγικά, τα οφέλη που θα αποκόμιζαν αν επέμεναν σε ορισμένες απαιτήσεις. Σ’ αυτόν που αποδεικνύεται στείρος, δεν αξίζει να σπαταλάς το χρόνο σου για να τους αποδείξεις υπομονετικά που είναι στείρος. Απ’ αυτή τη γεμάτη σεβασμό υπομονή, θα του αφήσουμε τις υποκρισίες που του αξίζουν, τις υποκρισίες των θεραπευτών, των οικογενειών του ή των ψευτοφίλων του. Τις υποκρισίες των γελωτοποιών της κουλτούρας και της πολιτικής, που χοροπηδούν για να κερδίσουν την ακίνητη επιδοκιμασία του.

Ο πίνακας της πραγματικότητας δεν είναι καθησυχαστικός για κανέναν. Δεν μιλάμε ξεκινώντας από κάποιο προχωρημένο μέτωπο, αλλά οργανώνουμε την άμυνα μας ενάντια στην περικύκλωση των οπισθογραμών μας. Δεν είμαστε εμείς που θ’ αποδείξουμε στον οποιονδήποτε αυτό που το σύνολο της ζωής, οι στενοχώριες της κι αυτές οι χειρονομίες στραγγαλισμού φανερώνουν αρκετά καλά από μόνες τους. Δεν πρόκειται να ξεκινήσουμε την εκστρατείας μας αύριο, ή ακόμα ίσως και την επόμενη ώτα, όπως με τόσο θόρυβο το διαλαλούν όλου αυτοί οι ψεύτες, που καλούν τον κόσμο αναχρονικά να πολεμήσει, κάτω από τη δική του σημαία, κάποιο δευτερεύον αποτέλεσμα της σημερινής κοινωνικής οργάνωσης, την πτώχευση κάποιου εργοστασίου, την ανισότητα των γυναικών στη σκλαβιά ή ακόμα και την κατάχρηση του καπνού. Στην πραγματικότητα, έχουμε κιόλας καθυστερήσει να θεραπεύσουμε το πιο επείγον: να υπερασπιστούμε αυτό το υπόλοιπο ζωής που θα έχουμε για λίγο καιρό ακόμα. Στο σημείο αυτό, δεν θα υπάρξει πια ανακωχή.

Οι αφελείς πολίτες της πόλης του ολέθρου θα πρέπει να ξέρουν ότι αυτό που είναι κάθε φορά έτοιμοι, καμώνοντας τους εκστασιασμένου, να θεωρήσουν σαν προοπτική ανοίγματος προς ένα καλύτερο χρόνο ή σαν μια περισσότερο ολοκληρωμένη γνώση του τι είναι οι ίδιοι και τις τους περιμένει, δεν είναι παρά πλαστογραφημένα – και φθαερμένα μέχρι του σημείου που να μην βγάζουν νόημα – αντίγραφα παλιών περιπετειών, που έχουν σβύσει εδώ και πάρα πολλές γενιές και που τα μεταφράζουν όπως τους γουστάρει σ’ αυτή τη γλώσα της αποδοχής που προκαθορίζει τη νόηση τους.

Αυτές οι παλιές περιπέτειες σε πεδία που συνδέονται με την πολιτιστική δημιουργία, τις επιστήμες και την κοινωνική οργάνωση, διακυβεύτηκαν πάνω σε προοπτικές που, όντας της εποχής τους, υπήρξαν πράγματι πρωτοποριακές: προβλήθηκαν επάνω στην κοινή συνείδηση και πέτυχαν, για ένα διάστημα, να τη διαφωτλισουν πειστικά πάνω στη φύση εκείνου που έλειπε και πάνω σε ότι κατά συνέπεια, έπρεπε να μετασχηματιστεί.

Παρ’ όλο που από τότε που πραγματοποιήθηκαν κανείς δεν μπόρεσε να τις φτάσει – σε σημείο μάλιστα που να μοιάζουν χαμένες σε μια φανταστική απόσταση αν συγκριθούν με την κοινή συνείδηση και ασχολίες ( και πολύ περισσότερο αν τις συγκρίνει κανείς με την αντίθετης φοράς παγίωση του κοινωνικού οικοδομήματος) – αυτές οι παλιές προοπτικές όχι μόνο δεν γέρασαν αλλά, αντίθετα, αυτές που ξεχαρβαλώθηκαν στην προσπάθεια τους να τις αποκρούσουν είναι όλες οι παραλλαγές της υπάρχουσας κοινωνίας.

Η αυθεντική πρωτοπορεία και καινοτομία δεν παίρνουν μέρος ούτε στις χαρές ούτε στα ατού μια ιστορικής εποχής που είναι κιόλας, από μόνη της, μια αναδίπλωση στο παρελθόν της και που μας προσφέρει σήμερα να ζήσουμε στην επιταχυνόμενη παρακμή της. Και πάλι, το παρελθόν αυτό, έτσι ανολοκλήρωτο όπως έμεινες, εξακολουθεί να πρωτοπορεί αυτής της εποχής και να της φανερώνει τη δυστηχή της συνείδηση.

Αν παρ’όλα αυτά οι φτωχο΄θ συμπολίτες μας συμβαίνει να διατηρούν την εντύπωση ότι εξακολουθεί, με το χρόνο, να υπάρχει πρόοδος και καινοτομίες, αυτό συμβαίνει επειδή τους ακρωτηρίασαν τη μνήμη και τα αναγκαία κριτήρια για να τις αποτιμήσουν χωρίς να σφάλουν.

Δεν μας αφορά ούτε η μωροφιλοδοξία της συμμετοχής στο καινούριο, ούτε η υπερβολή. Αυτό που, αντίθετα, μας αφορά, είναι ο ανίσχυρος ψυχαναγκασμός ενός καταδικασμένου κόσμου κι ενός υποταγμένου πληθυσμού που αποδέχεται τη λειτουργία του.

Η μόνη πρόοδος που είμαστε σε θέση να καταγράψουμε είναι η πρόοδος αυτού του αγώνα τρέλλας, η πρόοδος της αυτόνομης λειτουργίας της βαρβαρότητας, που έγινε τόσο ισχυρή ώστε να μην έχει ανάγκη να πείσει κανένα και να μην αφήσει στον πλανήτη που διαχειρίζεται, στου πληθυσμούς πάνω στους οποίους βασιλεύει, ούτε μια ψευδαίσθηση ζωής έστω, είναι η πρόοδος της εσωτερικής αποδιάρθρωσης της ζωής σ’ εκείνους ακριβώς που υποφέρουν αυτή την τυραννία χωρίς να την φοβούνται, η πρόοδος της γενικευμένη και καταπιεστικής βλακείας που απορρέει από αυτή την αποδθάρθρωση, η πρόοδος της τηλεκατευθυνόμενης και νευρωτικής ομοιμορφίας των αντανακλαστικών που μάταια ψάχνουν τις συνταγές μιας αδύνατης προσαρμογής.

Η τελική κατάληξη αυτή της μυθικής ευτυχίας, που η σημερινή κοινωνική οργάνωση νόμιζε ότι θα μπορούσε να επιβάλλει σαν αντίτιμο για τις εξουσίες που κατάσχεσε – και που τις μακάβριες εικόνες και ποταπές προσκλήσεις της εκθέτει κυνικάπ αντού, τη στιγμή που ομολογεί σήμερα ότι δεν ανταποκρίνονται σε τίποτα – φανερώνεται στην εντέλεια από τη μαζική και ανεξέλεγκτη βύθιση των θυμάτων της σε παθολογίες που δεν είναι γνωστές και που δεν έχουν γιατρειά. Επειδή θέλησαν να μασκαρέψουν αυτό τον αντικατροπτρισμό ευτυχίας μέχρι την πλήρη αποδιάρθρωση των ίδιων τους των εαυτών και κάθε εξωτερικής αλήθειας, σήμερα οι καρκίνοι τους, η οξεία κατάθλιψη τους – αρρώστιες από τις οποίες πεθαίνουν ξαφνικά κατά λεγεώνες – αποκαλύπτουν στη θέση τους, και πολύ αργά, ότι δεν υπήρχε τίποτα το βιώσιμο σ’ αυτούς τους αντικατοπτρισμούς, τους οποίους παρ’ όλα αυτά προσποιούνταν ότι εξελίσσονταν σαν να ήταν ο πιο οικείος τους χώρος.

6

γνωρίσαμε αρκετά νωρίς μέσα στη ζωή την ποιότητα και τη φύση αυτού που μας έδιναν να ζήσουμε, κι έτσι είχαμε στη διάθεση μας αρκετό χρόνο ώστε να μελετήσουμε τις άμυνες μας. Οι πρόωρες υποψίες μας φωτίστηκαν από τις φλόγες των εξεγέρσεων, κι επειδή μπορέσαμε να γνωρίσουμε με τι μοιάζει μια πόλη όταν είναι πραγματικά στα χέρια του λαού.

Επειδή και οι κλίσει μας μας πήγαιναν προς αυτή τη μεριά, δεν μας ήταν δύσκολο να παραμείνουμε αδιάφοροι για το σύνολο της πολιτιστικής έκφρασης που υπακούει στους νόμους αυτών των καιρών, αδιάφοροι για τις μανιέρες της και τα γούστα της, αδιάφοροι για τη δυνατότητα μιας σταδιοδρομίες στον οποιοδήποτε χώρο που αυτή παράγει, αδιάφοροι για τις παθητικές δραστηριότητες της που ρίχνονται στους ανθρώπους στις κακές ευκαιρίες που έχουν να είναι μαζί. Ακόμα κι αν στη συνέχεια φάνηκε πως ήταν όλο και πιο δύσκολο να υποστηρίξουμε αυτή την περιφρόνηση μας, νομίζω ότι λίγο παρεκκλίναμε από αυτή τη γραμμή.

Όμως αυτή η συμπεριφορά δεν μπορεί πραγματικά να υποστηριχτεί παρά κατακτώντας μια ανώετερη διάσταση της ζωής που, εξασφαλίζοντας την ικανοποίηση μας, θα καταδίκαζε με το παράδειγμα της και θα γελοιοποιούσε αυτό που διαλέξαμε να πολεμήσουμε.

Ενώνοντας έτσι τη μοίρα μας με τη μοίρα των προλετάριων, όπως τους εννοεί ο Μαρξ ( και όχι οι κοινωνιολόγοι ή οι σταλινικοί ), οδηγηθήκαμε στο να εξασφαλίζουμε στη σκιά την οικονομική μας επιβίωση, μες από δραστηριότητες όχι και τόσο εμφανέις και με τρόπους που δεν είχαν τίποτα το μεγαλόπρεπο. Πολλοί που δεν είχαν περισσότερες φιλοδοξίες έκαναν το ίδιο, αλλά, ικανοποιημένοι φαίνεται από τη μηδαμινή παρηγορία ότι ξέφυγαν από κάποιους πολύ άμεσους συμβιβασμούς, μοιάζουν ν’ αρκούνται τώρα σ’ αυτό. Αυτό που για μας δεν ήταν παρά μια στρατηγική κίνηση, είναι απ’ό,τι φαίνεται γι’ αυτούς ο στόχος και το τέρμα του ταξιδιού, και θα ‘θελαν να μας δουν να επαναπαυόμαστε μαζί τους σ’αυτή την κούφια τιμιότητα.

Αυτό το θλιβερό θάψιμο το περιφρονούμε όπως και όλα τ’ άλλα. Επειδή επιμένουμε να θέλουμε να το αποφύγουμε, την επιτυχία που, για όλους τους λόγους που εξέθεσα, μας διέφυγε να πετύχουμε σε συνηθισμένα πεδία, είμαστε τώρα υποχρεωμένοι να την βρούμε σε μια τελειώς άλλη κλίμακα, και να παλεύουμε πάντοτε γι’ αυτό.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.