Αποκέντρωση: Mια κρατική υπόθεση

Η αποκέντρωση: μια κρατική υπόθεση
του JeanPierre Garnier
μετάφραση: Τάσος Κυπριανίδης

Μυρτώ Βαλσαμίδου «Μια κοινωνία αντέχει τόσο καλύτερα στις θύελλες που την κλυδωνίζουν όσο ο πληθυσμός της όντας βαθιά ριζωμένος στις πόλεις και στην ύπαιθρο αισθάνεται υπεύθυνος για την καθημερινή του ζωή και κατ’ επέκταση παραμένει σχετικά αδιάφορος ως προς τα δράματα που ξετυλίγονται στην κορυφή».

Η απλοϊκή αφέλεια αυτής της μεταφοράς που διατύπωσε ένας εκπρόσωπος της καθεστηκυίας τάξης, διαθέτει παρ’ όλα αυτά το πλεονέκτημα να αντανακλά ωμά την προβληματική που ενέπνευσε την αποκέντρωση του κράτους στην Γαλλία. Στόχος ήταν να σταματήσει η κεντρική εξουσία να αποτελεί τον κύριο, αν όχι το μοναδικό στόχο της λαϊκής κατακραυγής, με τον κίνδυνο να αποσταθεροποιηθεί, σ’ αυτή την ταραγμένη περίοδο κρίσης, το πολιτικό σύστημα, και πολύ περισσότερο το κοινωνικό σύστημα στο σύνολο του.

Ελάχιστα ενδιαφέρει στην προκείμενη περίπτωση αν το δράμα που ξετυλίγεται στην κορυφή, αποτελείται κατά κανόνα από μια διαδοχή κωμικοτραγικών καταστάσεων και κωμειδύλιων, από το ρεπερτόριο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

Τα ενδιάμεσα διαστήματα χαρακτηρίζονται από συγκρούσεις ανάμεσα στις φατρίες των πολιτικών που διεκδικούν την εξουσία, στην κορυφή του κράτους, και είναι πράγματι πιθανό να έχουν δραματικές συνέπειες. Αλλά συνήθως είναι η βάση, δηλ. ο λαός που πληρώνει τα σπασμένα. Πάντως είναι γεγονός ότι η βούληση για αποκέντρωση υπακούει πάντοτε σε μια ανησυχία, η οποία αποτελεί κοινό τόπο όλων των κυβερνήσεων, είτε ανήκουν στη Δεξιά είτε στην Αριστερά: στην ειρηνική διευθέτηση των υποθέσεων της χώρας σε κεντρικό επίπεδο, προτρέποντας τους κυβερνώμενους να ασχοληθούν αν όχι με τις υποθέσεις τους, πράγμα που θα αποτελούσε την ιδανική περίπτωση, τουλάχιστον όμως με υποθέσεις αποκλειστικά τοπικής κλίμακας.

Η διατύπωση που παρατέθηκε προηγουμένως ανήκει στον Ρενέ Λενουάρ, ανώτατο στέλεχος της Κρατικής Διοίκησης και ορθώς σκεπτόμενο ιδεολόγο, στον οποίο οφείλουμε επίσης την αναγωγή σε επίπεδο «έννοιας» του ιδεολογικού όρου του αποκλεισμού. Κάποτε, συγκεκριμένα στην προεδρία του Ζισκάρ Ντεστέν, υπήρξε Γενικός Γραμματέας Κοινωνικών Υποθέσεων της κυβέρνησης του Ζακ Σιράκ. Την περίοδο αυτή λοιπόν, οι πλέον φωτισμένοι εκπρόσωποι της γαλλικής αστικής τάξης, οι οποίοι είχαν τρωθεί από την πολιτική και κοινωνική «θύελλα» που ξέσπασε στο τέλος της δεκαετίας του ’60 με τον πολλαπλασιασμό των κινημάτων «διαμαρτυρίας» που ξεπήδησαν μέσα από την δυναμική των εξελίξεων, δεν παραγνώριζαν πλέον τον κίνδυνο που διέτρεχε η ταξική κυριαρχία από τη διατήρηση ενός υπερβατικού συγκεντρωτικού κράτους. Η παντοδυναμία αυτού του κράτους είχε τελικά αποκαλυφθεί ως αδυναμία. Ακόμη, μόλις αποκαταστάθηκε η τάξη, η Δεξιά προσχώρησε χωρίς χρονοτριβή στη θεσμική μεταρρύθμιση με υποτιθέμενο στόχο τον «εκδημοκρατισμό» της κυβερνητικής δομής της Γαλλίας, μεταβιβάζοντας στις εκλεγμένες τοπικές βαθμίδες διοίκησης αρμοδιότητες που έως τότε ανήκαν αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των υψηλών κλιμακίων της κρατικής πυραμίδας.

Παρ’ όλα αυτά, η αίσια ολοκλήρωση αυτού του εγχειρήματος χρειάστηκε να αναμένει την έλευση της Αριστεράς στην εξουσία στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Αλλά ο στόχος παρέμεινε ο ίδιος, μια συνέχεια που συμβολικά εκφράστηκε με την παραμονή του ίδιου ανθρώπου, του Πιέρ Ρισάρ, στη θέση κλειδί του Γενικού Διευθυντή των Τοπικών Ενώσεων στο Υπουργείο Εσωτερικών από το 1978 έως το 1982.

Ιθύνων νους της αποκέντρωσης, αυτός ο ειδήμων σε ζητήματα διοικητικής μεταρρύθμισης επιφορτίστηκε στη συνέχεια με την επίβλεψη της υλοποίησης αυτού του έργου κατά την επόμενη επταετία, ως σύμβουλος του Υπουργείου Εσωτερικών, του σοσιαλιστή Γκαστόν Ντεφέρ. Για να τονίσουν την σπουδαιότητα αυτού του εγχειρήματος, οι «σοσιαλιστές» προπαγανδιστές μίλησαν με αφορμή αυτό το γεγονός για «ήρεμη επανάσταση». Μια επανάσταση πράγματι ιδιαίτερα ήρεμη για τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα, αφού επρόκειτο να συμβάλει και αυτή στην ενίσχυση της αστικής ηγεμονίας, όπως προκύπτει και από τη σειρά μέτρων που λήφθηκαν επί μοναρχίας Μιτεράν.

Για το λόγο αυτό δε θα σταθούμε καθόλου στις επίσημες πολιτικές δηλώσεις, οι οποίες, ανεξαρτήτως πολιτικής χροιάς, αποβλέπουν στο να εγκωμιάσουν στο πλατύ κοινό την κρυφή γοητεία της αποκέντρωσης. Σύμφωνα με τους πανηγυρικούς, η αποκέντρωση αποτελεί πρωταρχικά το πλέον αποτελεσματικό μέσο που διασφαλίζει στον πολίτη τον έλεγχο των επιλογών που επηρεάζουν την καθημερινή του ζωή. Η προσέγγιση των κέντρων λήψης αποφάσεων στον πολίτη, θα επέτρεπε να ικανοποιηθούν τα αιτήματα αυτονομίας και συμμετοχής που διεκδικεί με τρόπο περισσότερο ή λιγότερο συγκεχυμένο το κοινωνικό σώμα. Η «τοπική εξουσία», που παρουσιάζεται από κάποιους σχολιαστές ως μια πραγματική «αντιεξουσία» απέναντι στην κυβέρνηση και στην τεχνοκρατία της κεντρικής διοίκησης, θα μπορούσε, σύμφωνα με αυτή την άποψη, να αποβεί η πιο σταθερή εγγύηση για τη δημοκρατία.

Από την άλλη πλευρά, η αποκέντρωση θεωρείται ότι διαθέτει το πλεονέκτημα να λαμβάνει υπόψη της την αύξουσα πολυπλοκότητα των κοινωνιών μας, η οποία δεν θα επιτρέπει μελλοντικά την ομοιόμορφη και μηχανική εφαρμογή στο σύνολο της επικράτειας διατάξεων που εκπονήθηκαν σε κεντρική κλίμακα.

Πράγματι οι διαφορετικές περιστάσεις απαιτούν κάθε φορά τη λήψη μέτρων που θα είναι κομμένα και ραμμένα στα… μέτρα τους.

Όντας σε άμεση επαφή με την «τοπική κοινωνία», οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των περιφερειών, των νομών και των κοινοτήτων θεωρείται ότι θα είναι ομοίως σε θέση να δώσουν τις απαντήσεις που αντιστοιχούν στις ανάγκες και τις προσδοκίες των κατοίκων. Η οικειότητα με το «περιβάλλον» θα τους επιτρέψει να λάβουν καλύτερα υπόψη την ιδιομορφία των τοπικών συνθηκών και ειδικότερα να μεριμνήσουν για τη δημιουργία νέων μορφών αλληλεγγύης που θα βασίζονται στη συνείδηση ότι όλοι ανήκουν στον ίδιο «χώρο», και τη συντήρηση κάθε είδους πολιτιστικής ταυτότητας που είναι συνδεδεμένη με την μνήμη ενός «τόπου».

Με λίγα λόγια, η αποκέντρωση έχει σύμφωνα με αυτή την άποψη το πλεονέκτημα ότι ενισχύει την αποτελεσματικότητα της ιδιότητας του πολίτη.

Είναι δελεαστικό να εξετάσει κανείς αυτά τα επιχειρήματα ένα προς ένα και να τα φέρει αντιμέτωπα με εμπειρικές παρατηρήσεις. Τότε θα φανεί, για παράδειγμα, ότι η πρόοδος που σημείωσε η δημοκρατία αποκαλύπεται εξαιρετικά περιορισμένη, αν κρίνουμε από τους ελάχιστα δημοκρατικούς όρους που μετά από 14 χρόνια αποκέντρωσης συχνά χρησιμοποιούνται στη Γαλλία για να χαρακτηρίσουν τους ηγέτες που βρίσκονται επικεφαλής των τοπικών συνελεύσεων: βαρόνοι, φεουδάρχες, πριγκιπίσκοι. Πράγματι, στα εκλογικά φέουδα που ελέγχουν δεν άργησαν να εγκαθιδρύσουν σε τοπική κλίμακα την κοινωνική απόσταση που χωρίζει κυβερνώντες και κυβερνώμενους παρ’ όλη τη γεωγραφική εγγύτητα ανάμεσα στους μεν και στους δε. Παρ’ όλο που στην επίσημη εκδοχή της, η αποκέντρωση ως έννοια αποσκοπούσε στο να «μεταβιβάσει την εξουσία στον πολίτη», συχνά την έδωσε σε άρχοντες νέου τύπου οι οποίοι, μόλις περάσουν οι εκλογές, ουδόλως συμβουλεύονται τους υποτακτικούς τους για τις αποφάσεις που πρόκειται να λάβουν.

Με άλλα λόγια, αν υπήρξε προσέγγιση πολιτών και εξουσίας, αυτή πραγματοποιήθηκε μονοσήμαντα σε όφελος των ουσιαστικών κατόχων της τελευταίας. Ιδιαίτερα μάλιστα, εφόσον η τεχνοκρατία, από την πλευρά της, αντί να παρακμάσει, εμφάνισε μάλλον τάσεις ανάπτυξης. Στους πανίσχυρους ανώτατους διοικητικούς υπαλλήλους, παρόντες όσο ποτέ άλλοτε στις υψηλές σφαίρες του Παρισιού  – για να μην αναφέρουμε εκείνους που κατοικοεδρεύουν στις βαθμίδες της Ευρωκρατίας των Βρυξελλών – προστίθεται τώρα και η κάστα των «συμβούλων», των «ειδημόνων» και άλλων «ειδικών» οι οποίοι περιστοιχίζουν τους δημάρχους και τους προέδρους των νομαρχιακών και περιφερειακών συμβουλίων. Το μόνο που κατορθώνουν είναι να θαμπώνουν ακόμα περισσότερο την οθόνη που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα κέντρα λήψεων των αποφάσεων και το λαό.

Απομένουν οι ενώσεις, ο πολλαπλασιασμός των οποίων υποτίθεται σι ι καταμαρτυρεί τη ζωτικότητα της δημοκρατικής ζωής της χώρας μας, αλλά πολλές απ’ αυτές επιδοτούνται και ελέγχονται για να μην πούμε τηλεκατευθύνονται από κοινοτικές, περιφερειακές και νομαρχιακές βαθμίδες στις οποίες χρησιμεύουν ως ιμάντες μεταβίβασης πληροφοριών, συνεννόησης, διαχείρισης ή εμψύχωσης. Οι υπόλοιποι παίζουν το ρόλο της δεξαμενής ιδεών για δευτερεύοντα προβλήματα στο πλαίσιο μιας επικοδομητικής αντιπολίτευσης που ισοδυναμεί με «εναλλακτικές» προτάσεις.

Άλλωστε, η τάση που παρουσιάζουν οι επικεφαλής αυτών των ενώσεων να ανελιχθούν σε αποκλειστικούς λαϊκούς αντιπροσώπους και σε προνομιούχους συνομιλητές των Αρχών, να κατοχυρώσουν δηλ. δϊ αυτής της οδού την ενσωμάτωση τους στην τοπική άρχουσα ελίτ, αντιτίθεται στο βάθαιμα της δημοκρατίας στο οποίο υποτίθεται ότι συνεισφέρουν αυτά τα «όργανα της λαϊκής έκφρασης». Τέλος, η παρέμβαση τους περιορίζεται ως επί το πλείστον σε δευτερεύοντες αν όχι σε ήσσονος σημασίας τομείς.

Πράγματι ο ρόλος τους φαίνεται να είναι αντιστρόφως ανάλογος της σπουδαιότητας των προβλημάτων που αντιμετωπίζονται, γεγονός που πιστοποιεί αν μη τι άλλο τον περιορισμένο χαρακτήρα της «τοπικής δημοκρατίας», η οποία, κατά τον ισχύονται ορισμό, θα πρέπει να αποβλέπει στη «συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις που τους αφορούν».

Σαν να μην τους αφορούν οι πλέον σημαντικές αποφάσεις που αγγίζουν τις βασικές πτυχές της ύπαρξης τους. Είναι γεγονός ότι οι πλέον καθοριστικές αποφάσεις για την τύχη του καθένα, δεν αποτελούν εδώ και καιρό αντικείμενο των τοπικών οντοτήτων ενώ και οι εθνικές οντότητες διαθέτουν ελευθερία κινήσεων που ολοένα περισσότερο δεσμεύεται από «εξωτερικούς περιορισμούς» που τους επιβάλλουν τόσο οι δημόσιες όσο και οι ιδιωτικές υπερεθνικές δυνάμεις. Αυτό ακριβώς το γεγονός οδήγησε την πολιτική ηγεσία της Γαλλίας να «τοπικοποιήσει» ένα τμήμα της κρατικής διαχείρισης της «κοινότητας των πολιτών».

Αυτή η βούληση για «αποκέντρωση» δεν είναι παρά η συνέπεια μιας αδυναμίας και ή μιας άρνησης για δράση ενάντια στους θεμελιώδεις επικαθορισμούς που βρίσκονται στη ρίζα των «κοινωνικών» προβλημάτων. Αυτή η αδυναμία ή η άρνηση να αντιμετωπισθούν οι δομικές αιτίες των αντιφάσεων που διαπερνούν την κοινωνία, είχε ως αποτέλεσμα την προσπάθεια ρύθμισης των αποτελεσμάτων σε τοπική κλίμακα. Αλλά γιατί αυτή η προτίμηση σήμερα του «τοπικού» ως χώρου κοινωνικής ρύθμισης; Για να κατανοήσουμε αυτήν την επιλογή θα αναφερθούμε σ’ έναν άλλο διαπρεπή εκπρόσωπο της «πεφωτισμένης Δεξιάς». Διαδεχόμενος τον Ζακ Σιράκ στο πρωθυπουργικό αξίωμα πριν την ανάληψη της εξουσίας από την Αριστερά, ο Ρεϋμόν Μπαρ είχε παρουσιάσει όλο το βάθος της σκέψης του γύρω από την προβληματική της αποκέντρωσης, της οποίας επίσης υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής. «Η επιλογή πόλης δεν είναι απαραίτητα και επιλογή κοινωνίας». Σε αντίθεση με την τελευταία όπου ελοχεύει πάντα ο κίνδυνος να αναβιώσει το παλιό σχίσμα Αριστεράς   Δεξιάς, δηλ. ανάμεσα σε κυρίαρχους και κυριαρχούμενους, που μπορεί να διχάσει τους Γάλλους, η επιλογή πόλης έχει το πλεονέκτημα να τους εγκαλεί ως κατοίκους πολίτες και ως εκ τούτου τελικά να τους ενώνει. Άλλωστε, πολλαπλασιάζοντας τις «επιλογές κοινωνίας», με θεμελιακές συζητήσεις, άρα και με ιδεολογικοπολιτικές αντιπαραθέσεις που συχνά αυτές έχουν ως επακόλουθο, μακροπρόθεσμα μπορεί και αυτή η ίδια η κοινωνία να γίνει με τη σειρά της αντικείμενο μιας τέτοιας επιλογής ή πιθανά και μιας άρνησης. Αντίθετα τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται με τις «επιλογές πόλης» που εγγράφονται πάντα, λόγω του τοπικού χαρακτήρα των επίδικων αντικειμένων τους, στο πλαίσιο της υφιστάμενης τάξης πραγμάτων.

Όπως σημείωνε ένας κοινωνιολόγος της εποχής εκείνης, αν υπάρχει ένας τρόπος διαχείρισης των συγκρούσεων σε τοπική κλίμακα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι υπάρχει συναίνεση σε τοπική κλίμακα ενώ δεν υπάρχει σε άλλη κλίμακα. Σε εθνικό επίπεδο, για παράδειγμα, πριν οι Γάλλοι «σοσιαλιστές» γίνουν «ρεαλιστές» και αποδώσουν την επιδείνωση της ανεργίας στον εκσυγχρονισμό της βιομηχανίας ή στις τεχνολογικές μεταλλάξεις  – διαδικασίες «αναπόφευκτες» όπως γνωρίζουμε όλοι – αυτό που στην αρχή ονομάζαμε καπιταλιστική «αναδιάταξη» και αργότερα καπιταλιστική «αναδιάρθρωση» κινδύνευε να αναζωπυρώσει την πάλη των τάξεων. Όμως, σε τοπικό επίπεδο, αυτή θα παραχωρήσει τη θέση της στην «αλληλέγγυα» πάλη μιας πόλης, ενός νομού ή μιας περιφέρειας με επικεφαλής εκλεγμένους τοπικούς παράγοντες, ανεξαρτήτως πολιτικής χροιάς, μια πάλη «υπέρ της απασχόλησης», και όχι ενάντια σε εταιρείες και ομίλους που «αποεντοπίζουν» την παραγωγή τους ή «μειώνουν το δυναμικό τους».

Ακόμα και στην περίπτωση που οι εργαζόμενοι δεν ξεγελαστούν απ’ αυτήν την εικονική ομοφωνία ενάντια σε μια αντιπαλότητα χωρίς αντιπάλους και αντιπαρατεθούν ανοικτά στις επιχειρήσεις που ευθύνονται για το κλείσιμο των μονάδων παραγωγής και την κατάργηση θέσεων εργασίας, η αντιπαράθεση αυτή επειδή είναι «εντοπισμένη» θα παραμείνει εντός συγκεκριμένων ορίων και δεν πρόκειται να κλυδωνίσει το κοινωνικό σύστημα στο σύνολο του.

Ο αμερικανός κοινωνιολόγος Ντανιέλ Μπελ έχει εδώ και καιρό εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους η αποκέντρωση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων του κράτους είναι όχι μόνο ευκταία αλλά και απόλυτα απαραίτητη. «Το κράτος είναι πολύ μεγάλο για να επιλύσει τα μικρά προβλήματα και πολύ μικρό για να επιλύσει τα μεγάλα». Τα «μεγάλα προβλήματα» εστιάζονται στις απαιτήσεις της πολιτικοοικονομικής αναδιοργάνωσης του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού που απαιτούν κατά προτεραιότητα την παρέμβαση του κεντρικού κράτους στο επίπεδο αυτό, όπως μαρτυρεί η σχετική δυσκολία να δρομολογηθεί η Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Αλλά αυτές οι στρατηγικές αναγκαιότητες σε διεθνή κλίμακα καθιστούν ταυτόχρονα αναγκαία τη σχετική απεμπλοκή των κεντρικών βαθμίδων των κρατικών μηχανισμών για τη διαχείριση των «μικρών προβλημάτων». (Εκπαίδευση, κοινωνική μέριμνα, πολεοδομικός σχεδιασμός, περιβάλλον, πολιτισμός κλπ.). Ως εκ τούτου η διαχείριση αυτή θα εναποτεθεί σε αποκεντρωμένες βαθμίδες. Το γεγονός ότι τα «μικρά» προβλήματα μπορεί συχνά να απορρέουν από τα «μεγάλα» συνιστά προφάνεια την οποία, όπως στην περίπτωση της ανεργίας και της αύξησης των δαπανών κοινωνικής μέριμνας που με τη σειρά τους αποτελούν συνέπεια της νεοφιλελεύθερης πολιτικής η οποία σφραγίζει την «οικοδόμηση της Ευρώπης», η πολιτική της «τοπικοποίησης» και η ιδεολογία που της αντιστοιχεί, ο τοπικισμός, τείνουν ακριβώς να εξαλείψουν.

Οι κοινωνικές κρίσεις, μερικές μεν αλλά χρόνιες (εκπαίδευση, κοινωνική προστασία, στέγη, εγκληματικότητα στα αστικά κέντρα κλπ.) που δεν παύουν να συνταράσσουν τις καπιταλιστικές κοινωνίες απορρέουν όλες, μέσω διαφορετικών διαμεσολαβήσεων, από την προοδευτική υποταγή της κοινωνικής πρακτικής στους «νόμους της οικονομίας της αγοράς». Κατ’ επέκταση αυτό θα σήμαινε ότι επιλέγει κανείς να οδηγηθεί σε αδιέξοδο αντί να προσπαθήσει, όπως γινόταν για πολύ καιρό στη Γαλλία, να δώσει δια μέσου παρεμβάσεων της κεντρικής διοίκησης μια σαφή πολιτική απάντηση στα «κοινωνικά» προβλήματα που δεν παύουν να πολλαπλασιάζονται.

Η κεντρική διοίκηση του κράτους, αναγκασμένη να αντιμετωπίσει μια συνεχή απαίτηση για λήψη προωθητικών και συνοδευτικών μέτρων, όντας ταυτόχρονα εκτεθειμένη στην κριτική, λόγω του ανεπαρκούς και αναποτελεσματικού χαρακτήρα των πολιτικών που υλοποιούσε, είχε γίνει στόχος κάθε είδους διαμαρτυρίας ή αντιπολίτευσης. Η συσσώρευση των εντάσεων ακόμη και στο εσωτερικό της προκαλούσε ρωγμές στην ίδια της τη συνοχή, τη στιγμή που αποτελούσε τον έσχατο εγγυητή της «κοινωνικής συνοχής», δηλ. της αναπαραγωγής των σχέσεων παραγωγής. Η διαχείριση της «κοινωνίας των πολιτών» είχε τόσο απορροφήσει, πλημμυρίσει και κατακλύσει το κράτος, ώστε αυτό μπορούσε μόλις και μετά βίας να εκπληρώσει την κύρια αποστολή του: να οργανώσει την ενσωμάτωση του εθνικού κοινωνικού σχηματισμού σε μια παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία σε πλήρη αναδιάρθρωση. Στα παραπάνω προστίθεται το γεγονός ότι τα λαϊκά στρώματα, τα οποία έχουν κουραστεί να επιφορτίζονται το κόστος της ενσωμάτωσης σε κάτι που εμφανιζόταν ως νέα παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων, θα μπορούσαν κάλλιστα να αρνηθούν να υποταχθούν στις επιταγές του κεφαλαίου και να επαναστατήσουν ενάντια στην πολιτική ηγεσία που θα επιχειρούσε να τις επιβάλλει. Χάρη στην «τοπικοποίηση» των συνοδευτικών μέτρων «κοινωνικής» πολιτικής, η κεντρική διοίκηση του κράτους θα μπορεί να αφοσιωθεί πλήρως στην κύρια λειτουργία της, και ταυτόχρονα να επαγρυπνεί ώστε οι εξουσίες που εκχωρήθηκαν σε αποκεντρωμένους κλάδους να μη θέτουν σε κίνδυνο το κύρος της. Η «τοπική εξουσία», από τη στιγμή που αναγνωρίζεται, καταξιώνεται, διαθέτει εγγυήσεις και νομιμοποίηση, κωδικοποιείται και χρηματοδοτείται, με λίγα λόγια από τη στιγμή που αποκτά θεσμική υπόσταση ως σημαντικό γρανάζι της ανανεωμένης κρατικής μηχανής, δεν θα έχει κανένα λόγο να ορθώσει το ανάστημα της ως «δεύτερη εξουσία» απέναντι στην κεντρική εξουσία.

Και αυτό ακόμα λιγότερο στο βαθμό που οι κατέχοντες την τοπική εξουσία στρατολογούνται στη μεγάλη τους πλειοψηφία από τα παραδοσιακά ή νέα μικροαστικά στρώματα. Όντας υπεργολάβοι που φιλοδοξούν να αποκτήσουν εξουσία σε τοπική κλίμακα, δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση να μετατρέψουν τα δημοτικά, νομαρχιακά και περιφερειακά συμβούλια σε νέα σοβιέτ!

Ένα γεγονός είναι πασιφανές. Αυτή η «μείωση» του κράτους στην κορυφή δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση το προοίμιο του μαρασμού του. Αντίθετα ο καλύτερος τρόπος προστασίας του κράτους έγκειται στην αποφόρτιση των κεντρικών οργάνων από τα καθήκοντα εκείνα, τα οποία μπορούν να υλοποιηθούν καλύτερα από τις αποκεντρωμένες βαθμίδες του. Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε το εξής: αντίθετα σ’ έναν μυστικισμό που είναι ευρέως διαδεδομένος για λόγους που μπορούμε εύκολα να μαντέψουμε, τα τοπικά συλλογικά όργανα αποτελούν τους τοπικοποιημένονς κλάδους του κρατικού μηχανισμού και όχι κάποια αποστασιοποιημένα και ανεξάρτητα απ’ αυτόν όργανα, άμεσες εκφράσεις της «κοινωνίας των πολιτών». Η αύξηση των αρμοδιοτήτων και των πόρων τους μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση της εξάλειψης του κράτους, ενώ στην ουσία η διαδικασία της αποκέντρωσης δεν κάνει τίποτα άλλο από το να σκηνοθετεί την ίδια του την αποκρατικοποίηση. Αντί να προσπαθεί μάταια να ελέγχει τα πάντα ελέγχοντας τα πάντα, σύμφωνα με μια ξεπερασμένη αντίληψη κυριαρχίας που έχουν φανεί τα όρια της, τώρα κατά κάποιο τρόπο θα ελέγχει τα πάντα χωρίς να χρειάζεται να ελέγχει τα πάντα.

Βεβαίως, η κυβέρνηση θα συνεχίσει να παραμένει η κινητήρια δύναμη μέσω της νομοθετικής, ρυθμιστικής και διοικητικής εξουσίας. Όμως, ο περιορισμός και η πειθάρχηση του λαού θα γίνεται «επιτοπίως», κατά περίπτωση και σταδιακά, με πρωτοβουλία των τοπικών συλλογικών μορφών διοίκησης που συνεπικουρούνται κατά περίπτωση από τις τοπικές ενώσεις. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η κεντρική εξουσία, εκμεταλλεύεται πλήρως τα εκτελεστικά όργανα της. Σε τελευταία ανάλυση, η διαφορά ανάμεσα στο «παρεμβατικό» κράτος, (το οποίο έχει γίνει συχνά αντικείμενο κριτικής για την ακαμψία του, τη βαρύτητα του και τον αυταρχισμό του από γάλλους υποστηρικτές του «εκσυγχρονισμού» των θεσμών), και το κράτος «εμψυχωτή» στο οποίο αποβλέπουν με προσδοκία ως αντικαταστάτη του προηγούμενου, συνίσταται στην δημιουργία αυτού του «soft» ολοκληρωτισμού που περιγράψαμε πιο πάνω.

Διακρίνουμε τώρα τα πολλαπλά πλεονεκτήματα που διαθέτει αυτό το καινοτόμο μοντέλο κρατικής διαχείρισης, που με το πρόσχημα της αποκέντρωσης των υπευθυνοτήτων, προκειμένου «να επιτρέψει στους πολίτες να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους», καταλήγει στην «αυτοδιαχείριση» της κυριαρχίας.

• Καλύτερος εντοπισμός των προβλημάτων και καλύτερη προσαρμογή των λύσεων τους χάρη σε μια λεπτομερέστερη και βαθύτερη γνώση της κατάστασης σε τοπικό επίπεδο.

• Προσαρμογή των παρεμβάσεων που θα λάβουν κατευθυντικό, ειδικό και διαφοροποιημένο χαρακτήρα για να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα των προβλημάτων και του τοπικού συσχετισμού δυνάμεων.

• Συνολικοποίηση της δράσης συνδυάζοντας τις παρεμβάσεις στην οικονομία, την εκπαίδευση, τη δικαιοσύνη και την αστυνομία, την αρχιτεκτονική και πολεοδομία του αστικού χώρου, καθώς και στον κοινωνικοπολιτιστικό τομέα. Έτσι η «πολιτική της πόλης» θα ασκείται για να ομαλοποιήσει τον αστικό χώρο στις «δύσκολες» συνοικίες: η ολοκληρωμένη αντιμετώπιση των διαφόρων δεδομένων, η διατύπωση των διαφόρων μέτρων και η συνδυασμένη δράση πολλαπλών παρεμβάσεων καταλήγουν δημιουργώντας ένα πλέγμα γύρω από το οικιστικό περιβάλλον, το οποίο αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της καθημερινής ζωής των κατοίκων.

• Μείωση των δημοσίων δαπανών, κυρίως με την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων και των δράσεων, με τον «εξορθολογισμό» της διαχείρισης αντί της αύξησης των επενδύσεων.

• Διορθωτικά μέτρα χωρίς αυτοματισμούς, πραγματοποιώντας με την υλοποίηση τους ορθοθετήσεις με τον πλέον πραγματιστικό τρόπο, μέρα με τη μέρα, ανάλογα με την εξέλιξη της κατάστασης. Αντίθετα με τις κλασικές γραφειοκρατικές διαδικασίες ομαλοποίησης, με χαρακτήρα άκαμπτο και ομοιόμορφο, που καθορίζονται από τις ανώτατες διοικητικές σφαίρες, η ευελιξία της «αποκεντρωμένης» διαχείρισης επιτρέπει να διαμορφώνεται η δράση των Δημοσίων Αρχών σε συνάρτηση με τους μετασχηματισμούς και τα γεγονότα που προκύπτουν στην περιοχή της παρέμβασης.

• Κινητοποίηση των «τοπικών πρωταγωνιστών» οι οποίοι από τώρα και στο εξής θα μπορούν να θέσουν στην υπηρεσία του κράτους τις πρωτοβουλίες και φιλοδοξίες τους, που εδώ και καιρό περιόριζε ένας γραφειοκρατικός συγκεντρωτισμός. Πράγματι, σ’ αυτούς εναπόκειται να αναλάβουν πρωτοβουλία, να πειραματισθούν και να εφαρμόσουν καινοτομίες στους τομείς αρμοδιότητας τους, που τους παραχωρήθηκαν στο πλαίσιο της αποκέντρωσης. Στα προαναφερθέντα πλεονεκτήματα «τεχνικού» τύπου, που ο κατάλογος τους θα μπορούσε να συμπληρωθεί, προστίθενται και κέρδη πολιτικοϊδεολογικού χαρακτήρα:

• Τελειοποίηση του ελέγχου τον πληθυσμού ενθαρρύνοντας, με την πρόφαση της «συμμετοχής» της «αυτοδιοίκησης», ή της «αυτοδιαχείρισης» μια αυτορρύθμιση των συγκρούσεων και μια αυτεπίβλεψη των κατοίκων (πρβλ. τη ρήση «η ασφάλεια είναι υπόθεση όλων»), που θα είναι ακόμα πιο αποτελεσματική στο βαθμό που θα υποταχθεί στο «τοπικό». Η λειτουργία των εκλεγμένων αντιπροσώπων, οι υπάλληλοι των αποκεντρωμένων υπηρεσιών του κράτους, οι εμψυχωτές εκπαιδευτές και οι ειδικοί της κατάρτισης, καθώς και οι άλλοι κοινωνικοί λειτουργοί, δεν έχουν ως αντικείμενο πλέον την εκπροσώπηση του κράτους, αλλά μάλλον τη ρητοποίηση της παρουσίας τους στη συνείδηση των πολιτών. Έχοντας γίνει εν αγνοία τους αφιλοκερδείς διαμεσολαβητές και ζηλωτές των κρατικών σκοπιμοτήτων, θα συμβάλλουν στο μετασχηματισμό της κοινωνίας των πολιτών σε μια «πολιτική κοινωνία».

• Απαλλαγή του κράτους από τις ευθύνες του, και μετάθεση τους στους τοπικούς υπεύθυνους σε περίπτωση συγκρούσεων ή αποτυχίας. Η «τοπική εξουσία» ως αποδιοπομπαίος τράγος θα κάνει να ξεχαστούν οι ευθύνες της κεντρικής εξουσίας και ακόμα περισσότερο η αδυναμία της, αν όχι οι «αδυναμίες» (συνενοχές) απέναντι στην εξουσία του κεφαλαίου.

• Η προσπάθεια να επανακτήσει το δημοκρατικό ιδεώδες τη φερεγγυότητα του, η οποία φαίνεται πως έχει σαφώς απαξιωθεί λόγω της μεγάλης «απόστασης των βαθμίδων που λαμβάνουν τις αποφάσεις» και της «αφαιρετικής λειτουργίας της εθνικής πολιτικής ζωής». Το πλεονέκτημα της αποκέντρωσης έγκειται, υποτίθεται, στην καλύτερη σύνδεση των πολιτών με τα δημόσια ζητήματα στο μέτρο που αυτά αφορούν «οικείους και συγκεκριμένους τομείς».

• Αποπολιτικοποίηση των επίδικων αντικειμένων μεταθέτοντας τα σε μια σκηνή  – την «τοπική κοινωνία» – που είναι αυτονομημένη από τα εθνικής εμβέλειας επίδικα αντικείμενα. Οι συγκρούσεις που προκαλούνται από τα τελευταία μετριάζονται, αμβλύνονται, μετατοπίζονται και χειραγωγούνται στη σκηνή αυτή, επειδή παρουσιάζονται ως «τοπικές».

• Φτιασίδωμα τον ταξικού ανταγωνισμού με τη θεσμοθέτιση μιας «συνεννόησης ανάμεσα στους τοπικούς πρωταγωνιστές». Με γνώμονα την «προάσπιση του γενικού συμφέροντος και την επιδίωξη του γενικού καλού» της πόλης, του νομού ή της περιφέρειας, οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι, οι υπάλληλοι, οι εργοδότες, οι συνδικαλιστές και τα ενεργά στελέχη των ενώσεων, θα παλέψουν από κοινού για την επίλυση των προβλημάτων «πέρα από ιδεολογικές διαφορές». Η εμπέδωση αυτής της τακτικής συνεργασίας που βασίζεται στην «τοπική αλληλεγγύη», μετασχηματίζει σιγά σιγά, με τη βοήθεια μιας «παιδαγωγικής της συναίνεσης», τους πολιτικούς αντιπάλους σε κοινωνικούς εταίρους.

• Δννατότητα για την αστική τάξη να συνάψει έναν «ντε φάκτο ιστορικό συμβιβασμό» με την μικροαστική τάξη των διανοουμένων και των τεχνικών, που έχει επενδύσει από καιρό στις «αποκεντρωμένες» βαθμίδες. Με τον όρο ότι οι ηγέτες της «Αριστεράς» θα οργανώσουν σε τοπική κλίμακα την αποδοχή από τις κυριαρχούμενες τάξεις του συνολικού στάτους κβο του καπιταλιστικού συστήματος, με τη βοήθεια «αυτοδιαχειριζομένων» θεσμών κοινωνικού ελέγχου και ιδεολογικού καταναγκασμού.

• Γεωγραφική αποκοπή των κοινωνικών πρακτικών, ιδιαίτερα των λαϊκών αγώνων, εμποδίζοντας την οριζόντια σύνδεση μεταξύ «κατοίκων», «χρηστών» ή «εργαζομένων» που είναι όλοι διασκορπισμένοι στο σύνολο της εθνικής επικράτειας. Σύμφωνα με την κλασική αρχή του «διαίρει και βασίλευε» η κορυφή του κράτους θα ενορχηστρώσει αυτήν την απομόνωση με την υποστήριξη του χορού των τοπικών παραγόντων, οι οποίοι θέτοντας τελετουργικά σε πρωταρχική θέση την τοπική αλληλεγγύη σε αντικατάσταση της ταξικής, κατέληξαν να ξεχάσουν την δημοκρατική ισότητα.

Παρ’ όλα αυτά δεν σημαίνει ότι το «τοπικό» είναι καταδικασμένο να αποτελεί απλά ένα στρατηγικό χώρο αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας. Η ιστορική εμπειρία κατέδειξε μάλιστα ότι θα μπορούσε να γίνει και χώρος της υπονόμευσης τους, δηλ. της αυτοδιαχείρισης μιας περιοχής και της άμεσης δημοκρατίας, όπου οι εργαζόμενοι, για να κατακτήσουν τον έλεγχο των συνθηκών ύπαρξης τους, χειραφετούνται από την κηδεμονία των έξωθεν εξουσιών, τοπικών ή όχι.

Μα αυτό είναι μια άλλη ιστορία που μένει ακόμη και σήμερα άγραφη και που στόχος της δεν θα είναι να «τοπικοποιήσει το κοινωνικό» αλλά να «κοινωνικοποιήσει το τοπικό».

Πηγη: theseis

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.