Ανθρωπολογία της αξίας, ορμή του θανάτου και ποιητική λειτουργία – δεκατέσσερις σημειώσεις

Ο άνθρωπος δεν ανάγεται σε αφαίρεση από τη θεωρία
αλλά από την ίδια την οικονομική πραγματικότητα
Κάρελ Κόσικ, Η Διαλεκτική του Συγκεκριμένου

(1)

Τίποτε απολύτως δεν είναι “κομμάτι της λογικής του κεφαλαίου”. Το κοινωνικό ζήτημα και η λύση του δεν έχει τίποτε να κάνει με το αν “όλα τελικά είναι κομμάτια της λογικής του κεφαλαίου ή όχι”. Μια τέτοια θεματοποίηση του ζητήματος είναι αναγωγιστική και δυϊστική γιατί πολύ απλά προϋποθέτει το “κεφάλαιο” όπως αυτό φαίνεται στην ψευδή αμεσότητά του (Falsa Immediatezza): ως μια λίγο-πολύ εμπράγματη εξωτερικότητα που σε δεύτερο-μόνο-χρόνο καθορίζει τις “κοινωνικές κατηγορίες”, δηλαδή τις συγκεκριμένες μορφές της πρακτικής και της νόησης των ανθρώπων ως κοινωνικών όντων[1].

(2)

Αντίθετα, το κεφάλαιο αρθρώνεται ιστορικά (όχι χωρίς ρήξεις και ασυνέχειες) ως κοινωνική ολότητα εσωτερικά και λειτουργικά τεμαχισμένη σε σχιζοειδείς “σφαίρες/κελιά” αμοιβαίας προϋπόθεσης και αποκλεισμού (Πολιτική και Οικονομία, Κράτος και Αγορά, Δημόσιο και Ιδιωτικό, Λογική και Συναίσθημα, Άνθρωπος και Φύση, Ορθολογική Αρρενωπότητα και Ανορθολογική Θηλυκότητα κτλ κτλ ο κατάλογος είναι ενδεικτικός δεν έχει “τέλος”…) με την “απόλυτη” τάση να ορίζει τι είναι και τι δεν είναι “ανθρώπινο”, τι είναι και τι δεν είναι “άξιο ελπίδας και επιθυμίας” κτλ [2].

(3)

Ο αναγωγισμός κατά συνέπεια, ο δυϊσμός, τα νοητικά δίπολα κτλ δεν έχουν καθόλου να κάνουν με τη θεωρία ή με τη μέθοδο της σκέψης αυτή καθεαυτή όπως κι αν η τελευταία τιτλοφορεί πανηγυρικά τον εαυτό της, συνειδητά ή ασυνείδητα, κριτική θεωρία/απολογητική θεωρία/επιστημονική θεωρία/κοινός νους: ο αναγωγισμός συμβαίνει στην πραγματικότητα, είναι “αντικειμενικός” ο “διπλασιασμός του πραγματικού” και μπολιασμένος στη νοηματική πλευρά της δράσης των ανθρώπων ως αξιακών υποκειμενοτήτων αντι-μέτωπων με την “κοινωνία” στη μορφή ενός πραγμοποιημένου “Άλλου” που τους υπερβαίνει για να τους συνθλίψει.

(4)

Το “κεφάλαιο” δεν είναι ταυτόσημο με την εμπειρική του ύπαρξη, ως κατοχή χρήματος, εμπορευμάτων, μέσων παραγωγής κτλ, δεν είναι ένας “μορφοποιητικός παράγοντας” πλάι και δίπλα σε άλλους αμοιβαία αδιάφορους “μορφοποιητικούς παράγοντες”, ότι κι αν σημαίνει αυτή η κακιά απειρία των ατομιστικών “παραγόντων” χαρακτηριστική της επιστήμης της κοινωνιολογίας που περιγράφει κυνικά με χίλιους δυο τρόπους πώς λειτουργεί η αστική κοινωνία χωρίς να κατανοεί ποτέ το θανάσιμο μυστικό της. Η κατηγορία της αξίας, κεντρική για την απομυστικοποίηση του κεφαλαίου, όντας πρακτική και νοητική ταυτόχρονα, είναι ένα κοινωνικό a priori που μορφοποιεί τη σκέψη και τη δράση όλων των εμπλεκομένων σε αυτήν και υπάρχει εξακολουθητικά όσο κανείς/καμιά δεν την αμφισβητεί ως “φυσική” οργανωτική “αρχή” των κοινωνικών/ανθρώπινων σχέσεων.

(5)

Υπάρχει λοιπόν μια συγκεκριμένη ιστορική ανθρωπολογία της αξίας με όλη τη σημασία και το εύρος της έννοιας που η λεγόμενη “κριτική θεωρία” πρέπει να τη λάβει υπόψιν της αν δε θέλει να ξεπέσει σε οντολογία, δηλαδή στον αναλλοίωτο καθαρό αιθέρα των “κριτικών εννοιών”, των διαχρονικών και ως εκ τούτου αφηρημένων “υποσχέσεων σωτηρίας”, των υπερβατολογικών “υπολειμμάτων Ελπίδας και Ελευθερίας”, είτε φορέας αυτής της φαντασμαγορικής λύτρωσης από την πραγματική οδύνη της ύπαρξης είναι το “υλικό” προλεταριάτο ως απόλυτο αντικείμενο/υποκείμενο του Εαυτού του, είτε η “θεωρητική συνείδηση” που απο-καλύπτει θαυμάσιες ταυτολογίες εξ’ ονόματός Του.

(6)

Το κοινωνικό a priori της αξίας ως γενική μορφή “πλούτου” εσωκλείει στον πυρήνα του έναν αδυσώπητο ορθολογικό ανορθολογισμό, μιαν εκκοσμικευμένη καταστροφική θεότητα ικανή-για-τα-πάντα. Όσο πιο γρήγορα και με σαφή διατυπωμένο αναλυτικό τρόπο προσδιορίσουμε την πολυπρόσωπη ορμή του θανάτου (Pulsione di Morte) που θεμελιώνει τις κοινωνικές σχέσεις της αξίας, τόσο πιο γρήγορα και με λελογισμένο πρακτικό πάθος και με φωτισμένη πρακτική συναίσθηση -ίσως- απαλλαγούμε από αυτή τη νεωτερική παθολογία.

(7)

Μπορεί όμως αυτό να συμβεί; Μπορούμε να απαλλαγούμε από τα μαγικά δεσμά της αξίας; Από την ίδια μας την ανθρωπολογία ως-έχει-τώρα; Το μόνο που μπορεί με σιγουριά να ειπωθεί είναι πως πρόκειται -ακόμα- για ένα στοίχημα ανοιχτό το οποίο όμως είναι βέβαιο πως θα χαθεί χωρίς επίμονες απόπειρες αποδόμησης, θεωρητικές και πρακτικές, της ίδιας της μορφής του υποκειμένου[3], χωρίς την αποταύτιση από “κάθε όνειρο, αρχή απόλαυσης και ελπίδας” που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εμπλέκονται με την “αντικειμενική λογική” της αξιοποίησης ως “μοναδικά έγκυρης” κοινωνικής πρακτικής.

(8)

Για να πούμε τα ίδια πράγματα με άλλους όρους. Το κοινωνικό a priori της αξίας είναι το Απόλυτο του Σπινόζα, δομώντας τον κόσμο δομεί τον εαυτό του. Είναι το ασυνείδητο του Φρόυντ, θεμελιώνει τον ανθρώπινο ψυχισμό παραμένοντας το ίδιο Ασύλληπτο. Η αξία ως “πραγματική αφαίρεση” είναι μια πρακτική κοινωνική μεταφυσική, ή πιο απλουστευμένα, μια καθημερινή θρησκεία με πιστούς, λάτρεις, αποδιοπομπαίους τράγους και καθημερινές τελετουργίες χωρίς κεντρικό θεό ή με τον θεό απών[4]. Σαν “αιώνια/ασύλληπτη/βιταλιστική δύναμη” ο αφηρημένος κοινωνικός “πλούτος” (Marx) υπερβαίνει τα πραγματικά, τα ζώντα κοινωνικά άτομα καταστρέφοντας τη δυνατότητα του ανθρώπινου πράττειν και νοείν με την “ελεύθερη” καταβαράθρωση αυτής της δυνατότητας στους “βέβαιους αβέβαιους” κόλπους της “αξιοποίησης της αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” όπου το χρήμα και η-πρόσβαση-σε-αυτό ορίζει και επαναορίζει ταυτολογικά τις “μόνες βεβαιότητες” που αξίζουν να υπάρχουν και να εννοηθούν τσακίζοντας καθετί “ζωντανό και άλλο” εν τη γενέσει του.

(9)

Οι άνθρωποι όπως είναι-έτσι-και-σκέφτονται και μιλούν. Δεν υπάρχει καμία διχοτόμηση μεταξύ του τρόπου του “πνεύματος” και του τρόπου της ενσώματης “ύπαρξης”. Η κοινωνική συνθήκη που ακρωτηριάζει την δεύτερη δημιουργεί στο πρώτο την αντικειμενική αυταπάτη της αυτονομίας του καθώς και το ντελίριο της “παντοδυναμίας του Πνεύματος”. Μέσω της γλώσσας και των συμβόλων που αυτή εκφέρει μπορούμε να επιτύχουμε τόσο την καθολική “μυστικοποίηση” όσο και την καθολική απόρριψή της. Κακά τα ψέμματα όμως, η μυστικοποίηση και το αντίθετό της είναι ζεύγη συμβολικών και πρακτικών κατηγοριών που ορίζουν το σύνολο της εμπειρίας μας “εδώ” και “τώρα”.

(10)

Τα σώματά μας είναι φτιαγμένα-από-αξία (μας αρέσει ή όχι) και τα βιώνουμε και τα γνωρίζουμε μέσα από την αυτο-ακύρωσή τους. Είναι, φέρ’ ειπείν, σαν να γεννηθήκαμε πεθαμένοι και για το υπόλοιπο των αναπνοών μας ανακαλύπτουμε τους τρόπους της επαναλαμβανόμενης θανάτωσής μας. Το μόνο ζητούμενο είναι η βαθιά συνειδητοποίηση αυτής της ριζικής απώλειας-του-σώματος (με την ευρεία έννοια), μια διαδικασία δραματική και επώδυνη, αλλά ίσως ικανή να γεννήσει την ανάγκη μιας άλλης γέννας.

(11)

Αγαπώ την ποίηση, αγαπώ την δημιουργία (με την ευρεία έννοια κι εδώ) σημαίνει πως δε θα μπορούσα να συνεχίζω να ζω-χωρίς-αυτές. Και εδώ η αντίφαση της ποίησης ως δημιουργικής δραστηριότητας, η αντίφαση της δημιουργίας ως ποιητικής έρχεται στο προσκήνιο με την άμεση ταύτιση των αντιθέσεων. Τίποτε το οξύμωρο δεν υπάρχει εδώ. Η ποίηση πια μπορεί να υπάρξει ως δημιουργική λειτουργία μόνο όταν απογοητεύεται, μόνο όσο στρέφεται ενάντια στο ίδιο το όνειρο της ολοκλήρωσής της, όσο εγκαταλείπει κάθε ελπίδα μπροστά στο δικό της οραματικό αδιέξοδο γράφοντας και ξαναγράφοντας τη διαθήκη της λίγο πριν τινάξει τα μυαλά της στον αέρα. Όπως έγραφε και ο Βύρων Λεοντάρης στο άπιαστο δοκίμιό του για τον Κώστα Καρυωτάκη, η ποίηση είναι τελικά για να πεθαίνει και ο άνθρωπος για να ζει ολόκληρος, χωρίς δηλαδή την αλλοκοτιά και το δεκανίκι της “κοινωνικής αποστολής της ποιήσεως” μέσα σε έναν στοιχειωμένο και αντι-κοινωνικό κόσμο ανθρώπινων ομοιωμάτων.

(12)

Η ανθρωπολογία του κεφαλαίου είναι – πάνω από όλα – μια ψυχαναγκαστική οντολογία της Ελπίδας ως διαρκούς υπόσχεσης μελλοντικής κερδοφορίας “για όλους” και “αιώνιας” δικαιωματικής πρόσβασης στη λυτρωτική Εδέμ-της-αξίας και των σχιζοειδών υποκειμένων της που “έρχονται κοντά” εν μέσω του αλληλο-αποκλεισμού και της αλληλο-εξόντωσής τους. Δε θα μπορούσε λοιπόν να διατυπωθεί φαινομενολογικά με καλύτερο τρόπο η κοινωνική οντολογία της αξίας παρά ως εκκοσμικευμένη Μεσσιανική Ελπίδα Σωτηρίας, δηλαδή ως διαρκής υπόσχεση Ελευθερίας-που-διαψεύδεται και επιστρέφει αέναα στον εαυτό της για να τον ολοκληρώσει μέσω-της-ακατάσχετης διάψευσης. Η Ελπίδα για-αυτό-που-δεν-υπάρχει παρά ως διαρκής υπόσχεση και primum movens όλων των “διεκδικήσεων” και των “ανταγωνισμών”[5] είναι η πρακτική χυδαία αλήθεια του αναπόφευκτου ψεύτικου κόσμου-της-αξίας και της γυάλινης ιστορίας της, είναι η επιζητούμενη αίσθηση της Πλήρωσης μέσα στο Κενό και στη Βαναυσότητα με τη μνήμη του παρελθόντος και του παρόντος να αποσβένονται τη-στιγμή-που-ανακαλούνται “χωρίς τέλος” υπό το πρίσμα της “δικαιωματικής τους αξιοποίησης”.

(13)

Επιθετική και φυγόκεντρος Αναπόληση-του-Παρελθόντος και κεντρομόλος Έφοδος-στο-Μέλλον συνθέτουν τις συμπληρωματικές μορφές αντίληψης των υποκειμένων-της-αξίας. Το Παρελθόν και το Μέλλον ως τέτοια φαντασμαγορικά Πεπρωμένα Μεγαλείου “αιωνίως απειλούνται” από υπεραισθητούς και παντοδύναμους “Άλλους” και η νοητική συσπείρωση Γύρω-από-τα-Φαντάσματα εκλογικεύει την πρακτική καθημερινή διαδικασία ερείπωσης του τρέχοντος παρόντος, του παρόντος που αδιαλείπτως μεταβαίνει-αντιμετατίθεται-και-αιωρείται πάνω από τα κεφάλια των ζωντανών ανθρώπων ως βουβή “πρώτη ύλη” στην τυφλή διαδικασία αξιοποίησης του “ανθρώπινου κεφαλαίου”. Το “κεφάλαιο” είναι εκείνη η ιστορικά ιδιαίτερη κοινωνική σχέση που στην πορεία της φετιχιστικής εδραίωσής της ως “φυσικής” ανθρωπολογίας επιτυγχάνει αυτό που ο τυπικός ορθολογισμός της συνεχώς αρνείται: το Μυστικιστικό της “υλικής” και “ελεύθερης” περιστροφής του κεφαλαίου ως αυτο-αξιοποιούμενης Αξίας γύρω από τον “αντικειμενικά ιδεατό εαυτό του” και το Θαύμα της κυριαρχίας της νεκρής, “αφηρημένης εργασίας” πάνω στους ζωντανούς ανθρώπους. H “συσσώρευση του κεφαλαίου” τόσο ως συμβολική όσο κι ως πρακτική μορφή κοινωνικής ζωής είναι ταυτόχρονα η απειλή και η εγγύηση του Μέλλοντος μέσω του διαρκώς αναπαραγόμενου αναχρονισμού της “αφηρημένης εργασίας”. Τα πάντα πρέπει ιλιγγιωδώς να επι-ταχύνονται, να εκ-συγχρονίζονται εφορμώντας-στο-Μέλλον για να επιβιώνει και να φυσικοποιείται ο αναχρονισμός του Ανόργανου και του Νεκρού.

(14)

Le mort saisit le vif! και κάθε μέρα εμφανίζεται σαν μια καινούργια μέρα μέσα στον παγωμένο “συλλογικό νου των ανθρώπων”, των ανθρώπων που όσο ζουν ως μαγεμένοι αντικειμενικοί “φορείς” της αξιακής μορφής αποβάλλουν από το σώμα τους τη μνήμη-της-καταστροφής και του αφανισμού-της-ζωής.

Υποσημειώσεις

[1] Όπως γράφει και ο Μαρξ στο “Κεφάλαιο”, οι κατηγορίες της Πολιτικής Οικονομίας (κέρδος, μισθός, τιμές, εμπόρευμα, χρήμα, αξία, εργασία, κεφάλαιο, γεωπρόσοδος κτλ) είναι κοινωνικά “έγκυρες” και ως τέτοιες είναι αντικειμενικές και πρακτικές μορφές της νόησης των ανθρώπων υπό τους ιδιαίτερους ιστορικούς όρους της καπιταλιστικής αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής. Στις κοινωνίες του κεφαλαίου όπου η εμπορευματική (αξιακή) μορφή του κοινωνικού προϊόντος είναι η καθολική μορφή της κοινωνικής (ανα)παραγωγής οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο όχι σαν συγκεκριμένα, ιδιαίτερα και διαφορετικά κοινωνικά άτομα αλλά σαν αφηρημένους αγοραστές και πωλητές εμπορευμάτων όπου η ex post facto “ατομική εργασία” τους αναπαρίσταται μέσω του χρήματος ως αφηρημένη και αδιαφοροποίητη “ίση ανθρώπινη εργασία γενικά” μετρήσιμη σε αφηρημένο κοινωνικό χρόνο εργασίας, ποιοτικά ομογενοποιημένο και ποσοτικά δυναμοποιημένο. Η “συσσώρευση του κεφαλαίου” καθίσταται δυνατή με την πρακτική αναγωγή της συγκεκριμένης κοινωνικής δραστηριότητας σε αφηρημένη εργασία, σε εργασία γενικά, σε μισθωτή και ανταγωνιστικά ατομικοποιημένη εργασία που μετριέται με-το-ρολόι σε ομοιογενής μονάδες χρόνου. Το πρακτικό μεταφυσικό τέρας της αφηρημένης εργασίας αντικειμενοποιείται πραγμωδός, μηχανιστικά και αθροιστικά, ως “στοιχειώδης” και “απλούστατη δαπάνη εργασιακής δύναμης”, ως ομοιογενής “φορέας” μιας αφηρημένης και αδιαφοροποίητης “ουσίας”, της “αξίας”, που όταν “καταναλώνεται παραγωγικά” (όσο “καίγεται” και “αναλώνεται”) παράγει νέα αφηρημένη αξία αξιοποιώντας τη νεκρή παρελθοντική αφηρημένη “γνώση και εργασία” που ενσωματώνονται και συσσωρεύονται σαν αλλότριες και “αισθητά υπεραισθητές δυνάμεις” στις μηχανές.

[2] Ο Μαρξ διαχωρίζει τόσο λογικά όσο και ιστορικά την τυπική από την ουσιαστική (πραγματική) υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο. Με την τυπική υπαγωγή η καπιταλιστική κοινωνική σχέση υπάρχει και ταυτόχρονα δεν υπάρχει, δηλαδή ο καπιταλιστικός τρόπος (ανα)παραγωγής της κοινωνικής ζωής δεν υφίσταται ως ένα ενιαίο, συγκεκριμένο και εσωτερικά διαφοροποιημένο/λειτουργικά τεμαχισμένο/σχιζοειδές όλον αλλά βρίσκεται στη “φάση” της διαμόρφωσής του χρησιμοποιώντας ως δεκανίκια του προγενέστερους τρόπους/μορφές κοινωνικής (ανα)παραγωγής. Με την ουσιαστική υπαγωγή η καπιταλιστική κοινωνική σχέση “αυτο-προϋποτίθεται” δημιουργώντας η ίδια όλες τις προϋποθέσεις της ως αποτελέσματα της δικής της δράσης. Με άλλα λόγια με την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο η ολότητα της κοινωνικής ζωής δημιουργείται και αναπαράγεται σαν κοινότητα του κεφαλαίου.

[3] Το κεφάλαιο της πραγματικής και της μετέπειτα ολοκληρωτικής υπαγωγής (Ανθρωπομορφοποίηση του Κεφαλαίου με όρους του Jacques Camatte) ορίζει τις ίδιες τις μορφές της αστικής υποκειμενοποίησης που είναι κοινές τόσο στους “καπιταλιστές” όσο και στους “εργάτες”. Κόντρα στις χυδαίες μαρξιστικές και εν δυνάμει αντισημιτικές αντιλήψεις, η “σχέση κεφάλαιο” της πραγματικής και ολοκληρωτικής υπαγωγής δεν είναι μια αιώνια μανιχαϊστική διαμάχη και μια αδιαμεσολάβητη ουσιοκρατική ταξική αντιδικία μεταξύ “καπιταλιστών-αστών” από τη μια και “εργατών-προλετάριων” από την άλλη με τους πρώτους να “κλέβουν” με νομικά τερτίπια την “παραγώμενη αξία” από τους δεύτερους. Η σχιζοειδής διάκριση του κεφαλαίου σε “συγκεκριμένη, ζωντανή” και “αφηρημένη, νεκρή εργασία” (“μέσα παραγωγής”, “πρώτες ύλες” κτλ) δεν αποτελούν αντιθετικές και αδιαμεσολάβητες κατηγορίες της “Τίμιας Εργασίας” των εργατών ενάντια στο “Μοχθηρό Κεφάλαιο” των καπιταλιστών που ιδιοποιούνται νομικά την υπεραξία ως ένα κοινωνικά ουδέτερο και αδιάφορο “υπερπροϊόν”. Η διάκριση αυτή είναι χαρακτηριστική του “κοινωνικά αντικοινωνικού” υποκειμένου της αξίας ως αντικειμένου-για-το-κεφάλαιο, δηλαδή της ταυτολογικής κοινωνικής διαδικασίας συσσώρευσης του κεφαλαίου ως γενικού αυτο-σκοπού μέσα από τις διάφορες μορφές μεταμόρφωσης της αξίας ως πρακτικής/πραγματικής κοινωνικής μεταφυσικής: από την Ιερή “παραγωγική” μορφή του χρήματος και της “παραγωγικής κατανάλωσης” του εμπορεύματος “εργασιακή δύναμη” στη “μη παραγωγική” κυκλοφορία/κατανάλωση των εμπορευμάτων που πραγματοποιεί το Κοσμικό Θαύμα και Μυστήριο, την “παραγμένη υπεραξία”, την “αέναη αυτο-αξιοποίηση της αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” της οποίας ο μόνος πραγματικός προσδιορισμός είναι ακριβώς αυτή η καθολική αφαιρετικοποίησή της από κάθε συγκεκριμένο, ζωντανό, ιδιαίτερο περιεχόμενο. Η συγκεκριμένη θεωρητική έννοια του “κεφαλαίου” λοιπόν αναφέρεται στη μυστικοποιημένη/πραγμοποιημένη κοινωνική σχέση των ανθρώπων (σ.σ. “χρήμα που τίκτει χρήμα”, “αξία που αυτο-αξιοποιείται” αλέθοντας “αφηρημένη εργασία”) δομημένης ως ιστορικής ολότητας που οικοδομείται και αναπαράγεται από ιδιαίτερες νοητικές και πρακτικές κατηγορίες του κοινωνικού Είναι μέσα από τις οποίες συγκροτείται και η ίδια η αντίληψη του “πραγματικού” τόσο υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά.

[4] Η πραγματική αφαίρεση της αξίας ως γενική και αντικειμενική κοινωνικότητα (“πρέπει να βγάζουμε/να κερδίζουμε/να ξοδεύουμε λεφτά δουλεύοντας/παράγοντας/καταναλώνοντας εμπορεύματα”) είναι η εκκοσμικευμένη Θεότητα των κοινωνιών του κεφαλαίου, σε αυτήν υποκλίνονται άπαντες (“καπιταλιστές και εργάτες”) και άπαντες είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμοι τα-πάντα-να-θυσιάζουν για να έχουν εξασφαλισμένη την πρόσβαση σε Αυτήν. Εδώ ερείδεται και η (αυτο)καταστροφική τάση του αστικού πολιτισμού, η βαθύτερη ουσία του μηδενισμού που τον προσδιορίζει εξολοκλήρου. Αυτό είναι το “κεφάλαιο”: η καθολική νεκροποίηση των κοινωνικών σχέσεων και, εν μέσω αυτής της γενικευμένης νεκροποίησης, τότε και μόνον τότε, αποκτά πραγματική κοινωνικότητα το φάντασμα της αξιακής μορφής.

[5] Η έννοια και η πραγματικότητα της “ταξικής πάλης” ως “αέναου Αγώνα και Ανταγωνισμού” για την παραγωγή και την αναδιανομή του κοινωνικού φετίχ της “αξίας” περιλαμβάνει και περιλαμβάνεται στην έννοια και στην πραγματικότητα του κεφαλαίου. Δεν υπάρχει “νίκη” της εργατικής τάξης που να μην είναι ταυτόχρονα και “ήττα”: η “Πάλη και ο Ανταγωνισμός των Τάξεων” δεν είναι κάποια οντολογική/υπερϊστορική και αναπόδραστη συνθήκη των ανθρώπινων, κοινωνικών σχέσεων εν γένει αλλά μια συγκεκριμένη πρακτικο-νοητική κατηγορία της ιδιαίτερης ιστορικής ανθρωπολογίας του κεφαλαίου. Η εργατική τάξη ως τάξη που παράγει/καταναλώνει εμπορεύματα, κερδίζει/ξοδεύει χρήματα δεν μπορεί παρά να εννοεί τον εαυτό της σύμφωνα με την Έννοιά της (για να εκφραστούμε λίγο όπως ο Χέγκελ), δηλαδή ως Εθνική Τάξη που ως τέτοια δεν είναι τίποτε άλλο παρά προσωποποιημένο, αισθητικοποιημένο και ανταγωνιστικά ατομικοποιημένο μεταβλητό κεφάλαιο που πασχίζει με κάθε τρόπο να “αξιοποιηθεί”. Με την ολοκληρωτική υπαγωγή της κοινωνικής ζωής στις πρακτικές και νοητικές κατηγορίες του κεφαλαίου και την πλήρη κατάρρευση της συλλογικής εργατικής ταυτότητας ως γενική μορφή της ανθρώπινης δραστηριότητας στις κοινωνίες του κεφαλαίου, η διαφοροποίηση μεταξύ “καπιταλιστή και εργάτη” ως αστικών υποκειμένων (σ.σ. το εργατικό υποκείμενο που “δουλεύει/παράγει/καταναλώνει εμπορεύματα βγάζοντας/κερδίζοντας/ξοδεύοντας χρήματα” είναι ένα αστικό υποκείμενο) είναι απλά και μόνο νομικής/δικαιϊκής μορφής, δηλαδή διαφοροποιούνται και αντιδικούν “αέναα” ως προς τη σχέση με το Κράτος-Έθνος που πιστοποιεί τον “τίτλο ιδιοκτησίας” καθώς ο πρώτος κατέχει “μέσα παραγωγής” – ή οτιδήποτε άλλο νομικά “ισοδύναμο” – που αγοράζει το εμπόρευμα “εργασιακή δύναμη” και συσσωρεύει κεφάλαιο και ο δεύτερος είναι κάτοχος/πωλητής/ιδιοκτήτης αυτού του εμπορεύματος το οποίο και πουλά για να “αυτο-αξιοποιηθεί”. Η “υπερπροσφορά” του ανθρωπόμορφου εμπορεύματος “εργασιακή δύναμη” (Camatte) δημιουργεί ολόκληρες στρατιές αποκλεισμένων που δεν μπορούν να ενσωματωθούν/προσδεθούν σε καμία νομική/δικαιϊκή μορφή, όσο “ελαστική” και “μαύρη” αν γίνεται αυτή, για να οξύνει ορθολογικά (δηλαδή διαστροφικά) τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους αποκλεισμένους, εντός και εκτός της μισθωτής σχέσης. Δημιουργούνται έτσι από την ίδια τη μυστικοποιημένη Λογική της Ανθρωπομορφοποίησης του Κεφαλαίου και της τυφλής διαδικασίας “αξιοποίησης της αξίας” μέσω της “αφηρημένης εργασίας” που ενσωματώνει πετώντας εκτός “άνθρωποι και πληθυσμοί περιττοί, ανάξιοι για να ζουν”. Η υπονόμευση αυτής της νομικής μορφής (το “Απαράβατο Φυσικό Δικαίωμα” να “πουλάω/πουλιέμαι και να αγοράζω/αγοράζομαι”) γίνεται αντιληπτή ως “έλλειψη Δημοκρατίας” που πάει χέρι-χέρι με τη Μυθική “αρπαγή” ή και τη “διαφθορά” του Καλού Κράτους-Έθνους από το Κακό και “έξωθεν” χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Φαινομενολογικά αυτή η (τελική;) “κρίση της κοινωνικοποίησης μέσω της αξίας” μπορεί να αναγνωσθεί με διπλό τρόπο ως “εκφασισμός του Δημοκρατικού Κράτους” που είναι ταυτόχρονα “δημοκρατικοποίηση του Φασισμού” όπου ως δυσδιάκριτες πολιτικές μορφές (Φασισμός και Δημοκρατία) τσιμεντώνουν τον δυσώδη “πνευματικό αέρα” (το “Αντικειμενικό Πνεύμα” με χεγκελιανούς όρους) των κοινωνιών του Κεφαλαίου-της-Κρίσης. Φαινομενολογικά πάντα μιλώντας και η μία και η άλλη υπάρχουν μόνον “αρνητικά”: η μία / Δημοκρατία / δομείται τροφοδοτούμενη και νοηματοδοτούμενη αποκλειστικά μέσα στο ρευστό και μεταβαλλόμενο πεδίο αποκλεισμού της από την άλλη / Φασισμός / και το αντίστροφο. Στο ασταθές και ευμετάβλητο αλλά κοινό πεδίο αμοιβαίου αποκλεισμού τους παράγονται κάθε φορά “αρνητικά” οι “νέοι θετικοί” προσδιορισμοί και των δυο. Μέσα από αυτό το “διπλό δεσμό” λοιπόν εγγυάται η μία “αρνητικά” τη “θετική” ύπαρξη της άλλης, μέσα από τον “αέναο” εκφασισμό της Δημοκρατίας και τον “αέναο” εκδημοκρατισμό του Φασισμού.




Πηγή: shadesmagazine



Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.