Niger Lupus Negationis: Η εσωτερική εξέγερση, κατασπαράσσοντας την ιδεολογικοποίηση του Μηδενισμού

Ο Μηδενισμός, η διαρκής και καθαρή Άρνηση, δεν είναι ποτέ δυνατόν να μεταβληθεί από εργαλείο ερμηνείας της πραγματικότητας και σύμμαχο στο διαρκή πόλεμο ενάντια στο Κράτος και την Κοινωνία, σε ένα σύστημα, μια απονεκρωμένη ψευδοσυνείδηση. Μια τέτοια μεταβολή θα καθιστούσε ακαριαία την Άρνηση ανίσχυρη και αυτοαναιρούμενη, τον ίδιο το «Μηδενισμό» από εργαλείο, δυνάστη της συνείδησης. Το μείζον στην αναζήτηση κάθε αναρχικού συντρόφου στις πεδιάδες της Επίθεσης και του άγριου Χαοτικού χορού είναι η προσήλωση στη ίδια του τη συνείδηση. Μπορεί ποτέ το πρόσωπο να απαλλαγεί από τη συνείδησή του ; Φυσικά όχι. Είναι, όμως, πιθανό, εφόσον το πρόσωπο δε φέρει μια κλειστή, βαθιά προσωπική συνείδηση, να μετατρέψει το ίδιο το εργαλείο, τη μέθοδο της επίθεσης, σε εσωτερικευμένη αξία. Να μετατρέψει τον ανόθευτο Μηδενισμό σε μία καχεκτική μάζα ηθικών κανόνων και υποχρεώσεων.

Η Ιδεολογικοποίηση του Μηδενισμού

Η μηδενιστική σκέψη αναπτύσσεται έξω από προκαθορισμένες νόρμες και ιερότητες. Ο πόλεμος ενάντια στον κόσμο διέπεται μονάχα από μια «αρχή». Κάθε πράξη του προσώπου πρέπει να είναι σύμφυτη με το ορμέμφυτο, με την καθαρή του βούληση. Ο,τιδήποτε άλλο είναι συμβιβασμός, άτακτη υποχώρηση μπροστά σε συμβάσεις και «πρέπει». Μια τέτοια ιδεολογικοποίηση, μια ταύτιση του εργαλείου με τη βούληση, είναι επικίνδυνη και αποπροσανατολιστική. Όταν ο Μηδενισμός εκλαμβάνεται και αυτός ως σύστημα ιδεών, ως μια ιδεολογία με συγκεκριμένα όρια και στοχεύσεις, τότε το πρόσωπο παύει να αναζητεί στιγμές αυτοκυριότητας και Χάους, αλλά αναπτύσσει την προσωπικότητα, τις ιδέες και τις στοχεύσεις του ώστε να μετατραπεί σταδιακά σε «ολοκληρωμένο μηδενιστή».

Φυσικά, μια τέτοια προσπάθεια σύνδεσης του Μηδενισμού με κάποιο Ιδανικό, ακόμα και αν αυτό ονομάζεται Αναρχία ή μηδενιστική αυτοπλήρωση, οδηγεί σε «Ιερότητα». Ο Μηδενισμός μετατρέπεται σε Ιερό με τον ίδιο τρόπο που ο Θεός των παπάδων αποκαθηλώνεται για να πλασαριστεί κομψός πάνω από το πτώμα του, μα πάντα το ίδιο δουλικός και αδύναμος, ο «Άνθρωπος». Φτάνουμε, δηλαδή, σε ένα οξύμωρο κατ’αρχήν σχήμα ταύτισης του Αρνητή με το αντικείμενο της Άρνησης. Φυσικά, ένας τέτοιος «μηδενισμός» που αναφέρεται σε ιερά και όσια και προτάσσει ιδανικά που πρέπει να εκπληρώσει ο κοινωνός του, είναι και αυτός το ίδιο σηψαιμικός με την Ηθική και την Ιδεολογία και πρέπει να τσακιστεί χωρίς δεύτερη σκέψη.

Γιατί, όμως, φτάνουν κάποιοι στο σημείο να θεωρούν το Μηδενισμό ένα άτυπο Ευαγγέλιο ; Γνώμη μου είναι πως για να απαντήσουμε, θα πρέπει να προχωρήσουμε καταρχάς σε μία σημαντική διάκριση. Η διάκριση αυτή αφορά τη σχέση ανάμεσα στο Μηδενισμό (που Εγώ προτάσσω) και το Ρώσικο Νιχιλισμό. Ας γίνει, λοιπόν, πλέον ξεκάθαρο. Ο ρώσικος νιχιλισμός και ο νετσαγιεφισμός δεν έχουν σχέση με το φιλοσοφικό ρεύμα του αναρχοατομικισμού, δεν έχουν σχέση με το Μηδενισμό και τους αναρχικούς της πράξης. Και αυτό διότι, ο ρώσικος νιχιλισμός, κραυγαλέα και χωρίς κανένα δισταγμό, προτάσσει την ευημερία της μάζας και προωθεί με κάθε μέσο, έστω και αν χρειαστεί να ασπαστεί μπλανκιστικές πρακτικές, την επανάσταση των μαζών.
Ο Μηδενισμός, δε φέρει καμία ιερότητα στον πυρήνα του. Αντίθετα, αρνείται να συνεργαστεί, πόσο μάλλον να εκθειάσει, με τις μάζες, αρνείται τη μαζικότητα και την κοινωνία. Ο Μηδενισμός στρέφεται θεωρητικά και πρακτικά, ενσαρκώνοντας την Άρνηση στην πιο όμορφη και καθαρή της μορφή, ενάντια στα ιδανικά και τα ιερά του νετσαγιεφισμού, την Ηθική και το Λαό. Δηλώνει σε όλους τους τόνους πως κινητροδοτείται από την απόλαυση και τη χαρά της Καταστροφής και δε μετατρέπει ποτέ το πρόσωπο σε καλόγερο της επανάστασης, αλλά αντίθετα, ο ίδιος ο μηδενιστής είναι κατ’ επιλογή «αντάρτης της απόλαυσης», όπως πολύ εύστοχα σημειώνουν οι σύντροφοι της ΣΠΦ.

Η διάκριση αυτή είναι απαραίτητη, τόσο για να απομακρυνθούν οι όποιες παρεξηγήσεις, όσο και για να εντοπιστούν τα αίτια της ιδεολογικοποίησης της Άρνησης.

Η δόμηση αντι-αξιών και η ανάπτυξη νέας Ηθικής

Ανεξάρτητα από την προέλευση της ιδεολογικοποίησης της μηδενιστικής σκέψης, είναι σαφές πως δεν αναφερόμαστε πλέον σε ουσιαστικό μηδενισμό, αλλά σε έναν κατ’ επίφαση τέτοιο, ο οποίος χρησιμοποιείται είτε από το άτομο (με το διαχωρισμό μεταξύ ατόμου και προσώπου που έχει γίνει σε προηγούμενα κείμενα να διατηρείται ως έννοια), είτε από την ίδια την κοινωνία ως ανάχωμα, διαφυλάσσοντας ιερά. Εάν η Άρνηση δεν είναι ισοπεδωτική και ολοκληρωτική ή εάν το άτομο προσκολληθεί σε αντι-αξίες και δομήσει μέσα του μια νέα Ηθική, ψευδομηδενιστική, με βάση τα ιερά αυτά, τότε οδηγούμαστε σε μία από τις πολλές αλλαγές «στο θρόνο» χωρίς κατάργηση της «μοναρχίας».

Έτσι, το άτομο, ενώ αρνείται την αστική ή εργατική Ηθική, αδύναμο να σκεφτεί, να δράσει και εν γένει να ζήσει χωρίς Ηθική, προσκολλάται στην ίδια την Άρνηση και ψάχνει αγωνιωδώς αντι-αξίες που στο φαντασιακό του πηγάζουν από αυτή, ώστε να γατζώσει την ύπαρξή του πάνω τους.

Παράδειγμα στα παραπάνω αποτελεί η αναρχική μηδενιστική εξέγερση. Εάν η εξέγερση καταστεί αυτοσκοπός ή ιερό, τότε μετατρέπεται σε αυτό που ο Μαξ Στίρνερ ονομάζει «έμμονη ιδέα», το άτομο ζει για την εξέγερση και όχι για τον εαυτό του, η ίδια η εξέγερση από μέσο για αναζήτηση στιγμών αυτοπραγμάτωσης, αυτοκυριότητας και Χάους, μετατρέπεται σε τελικό σκοπό, γεγονός που απονεκρώνει το νόημά της και τελικά οδηγεί σε αλλοτρίωση και «ψυχαναγκασμό».

Το ίδιο θεωρώ πως συμβαίνει με την Αναρχία, όπως γίνεται αντιληπτή από την πλειοψηφία των κοινωνικών αναρχικών. Η μετατροπή, δηλαδή, του μέσου σε σκοπό, στραγγαλίζει την ίδια την Αναρχία. Από αυτή την αφετηρία ξεπηδά ο σηψαιμικός και βαθιά ιδεολογικοποιημένος Αναρχισμός.

Απονέκρωση από την Πράξη

Εμείς είμαστε αναρχικοί της πράξης. Οι ιδέες και οι θεωρίες που δεν τολμούν να γίνουν πράξεις, παραμένουν δειλές φλυαρίες και τρέφονται με δικαιολογίες και αναστολές απραξίας. Εμείς δε διωκόμαστε απλά για κάποιες όμορφες αναρχικές ιδέες που αποτυπώσαμε σε κάποιο κομμάτι χαρτί, αλλά για την ΕΠΙΛΟΓΗ μας οι ιδέες μας να μιλήσουν και μέσα απ’ τη φλόγα που ανάβει το φιτίλι, απ’ το στουπί που αγκαλιάζει τη μολότοφ, απ’ την κάννη ενός όπλου που είναι ακόμα ζεστή…

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς

Η απομόνωση της σκέψης από την πράξη, η μη μετουσίωση της πέννας σε μαχαίρι απονεκρώνει επίσης το Μηδενισμό. Η σκέψη, παρότι πολύτιμο και πανίσχυρο εργαλείο λυσσασμένης επίθεσης στο Κράτος και την Κοινωνία, όταν δεν τροφοδοτεί την έμπρακτη αναρχική μηδενιστική δράση, φτάνει μόνο ως τα μισά του δρόμου.

Θα πρέπει, ωστόσο, να ποινικοποιηθεί η αδυναμία επίθεσης με όρους αντισυμβατικού πολέμου στα σύμβολα του υπάρχοντος. Φυσικά και όχι. Κάθε μηδενιστής θέτει μόνος του το όριο της δράσης του, δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να στραφεί στο ένοπλο. Αυτό που είναι, όμως, επιζήμιο για τον ίδιο το Μηδενισμό, την ίδια την Άρνηση και την επίθεση εν γένει, είναι το καλούπωμα της αδυναμίας σε ιδεολογικά πλαίσια.

Μια τέτοια προσπάθεια να εμφανιστεί ο Μηδενισμός ως μια μόνον φιλοσοφική τάση, αποκομμένη από την έμπρακτη δράση, τον περιορίζει και τον εξισώνει με τις συζητήσεις του καφέ στα μικροαστικά σαλονάκια. Ο Μηδενισμός είναι ό,τι ο μηδενιστής θέλει να είναι, είναι το μέσο το καθενός προκειμένου να απαλλαγεί από τις αλυσίδες της κοινωνίας και της ηθικής, δεν είναι ούτε αποκλειστικά θεωρητικό ζήτημα, ούτε και αποκομμένος από κάθε σκέψη.

Το τσάκισμα, λοιπόν, της ιδεολογικοποίησης του Μηδενισμού διέρχεται από το πεδίο του ίδιου του Μηδενισμού. Μόνο μέσω της άρρηκτης σύνδεσης θεωρίας και πράξης (στο βαθμό που μπορεί ο καθένας να την υποστηρίξει), μπορεί να νοείται Μηδενισμός, μόνο έτσι κατορθώνει η Λύσσα και το Μίσος προς το Κράτος και την Κοινωνία να μετουσιωθεί σε ουσιαστική απειλή.
Το σημείο αυτό προσφέρεται για μια ουσιαστική παρατήρηση. Η προσκόλληση στην ανάγκη για δράση, όσο απαραίτητη και αν εμφανίζεται η τελευταία, δεν μπορεί παρά να μεταβάλλεται σε φετιχισμό και να καταλήγει πολλές φορές σε θλιβερά αποτελέσματα, όπως η a priori αποδοχή και υποστήριξη του όποιου ενόπλου (χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ΕΛΑΣ), αλλά και η ταύτιση της μηδενιστικής βίας με οποιαδήποτε μορφή βίας ενάντια στο κράτος. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως οποιοσδήποτε εξεγείρεται εναντίον της κρατικής μηχανής δεν είναι αυτόματα σύντροφος, ούτε φυσικά θα πρέπει να θεωρείται τμήμα της αντικρατικής τάσης ή ακόμα και της μαύρης Αναρχίας.

Εάν, λοιπόν, τίθενται συγκεκριμένες προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά που αποδελτιώνουν τη μηδενιστική βία, μπορούμε να θεωρήσουμε πως συμβαίνει κάποιου είδους φιλτράρισμα όσον αφορά τα ίδια τα υποκείμενα ; Και αν, ναι, αποτελεί η θέση αυτή ολίσθηση προς τον ελιτισμό ; Για να έρθω στα λόγια των «συντρόφων» της Συσπείρωσης, οι οποίοι τόσο αβίαστα συνέρραψαν πρόσωπα και γεγονότα, αγιάζει ο σκοπός τα μέσα ή όχι ;

Για το ζήτημα της εργαλειακής χρησιμοποίησης

Κατ’ αρχάς, θεωρώ χρήσιμη την αποδόμηση της ίδιας της φράσης. «Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», λοιπόν. Έχει διατυπωθεί ήδη με κάθε τρόπο η θέση πως ο Μηδενισμός είναι ένα εργαλείο ερμηνείας και επίθεσης, την ίδια ώρα που η Αναρχία αποτελεί όχι ένα τελικό στάδιο ή μια κοινωνική πανούκλα, αλλά το μέσο για την πλήρη απαλλαγή από τις αλυσίδες που φορτώνει η κοινωνία και η εξουσία στη συνείδηση. Επομένως, η Αναρχία δεν είναι ο «σκοπός».

Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως με βάση την παραπάνω παραδοχή, η Αναρχία όντως δεν είναι ο τελικός σκοπός, θέτοντας όμως στη θέση της την ίδια την αυτοκυριότητα. Θα ούρλιαζε τότε στ’ αυτιά μας, «η Αυτοκυριότητα είναι ο σκοπός σας!». Τι είναι όμως η αυτοκυριότητα ;

To θεϊκό είναι υπόθεση του Θεού το ανθρώπινο, «του ανθρώπου». Η δική μου υπόθεση δεν είναι το θεϊκό ούτε το ανθρώπινο, δεν είναι το αληθινό, το καλό, το δίκαιο, το ελεύθερο κ.ο.κ.• είναι μόνο το δικό μου, και δεν είναι γενική, αλλά -μοναδική, όπως είμαι κι εγώ μοναδικός. Για μένα, τίποτε δεν βρίσκεται πάνω από μένα!

Μαξ Στίρνερ, Ο Μοναδικός και η Ιδιοκτησία του

Μια τοποθέτηση επάνω στην αυτοκυριότητα, θα πρέπει να ξεκινήσει από μια συγκεκριμένη για μένα παραδοχή. Η ουσία που εκφράζει ο όρος δεν πραγματώνεται στο απόλυτό του. Με άλλα λόγια, όπως συμβαίνει και με την ελευθερία, δεν υπάρχει απόλυτη αυτοκυριότητα, αλλά καταρχήν η έννοια αφορά τη συνείδηση και την απαλλαγή της από κάθε εσωτερικευμένη αξία, κάθε απότοκο της κοινωνίας που παρασιτεί σε βάρος του ενστίκτου του προσώπου.

Και στη βάση αυτή, καθίσταται ανούσια η εργαλειακή χρησιμοποίηση των υποκειμένων ώστε να εξυπηρετηθεί ο «σκοπός», επειδή πολύ απλά ο «σκοπός» δεν είναι ποτέ δυνατόν να πραγματωθεί στην ολότητά του. Δεν ορίζεται σκοπός. Χωρίς σκοπό όμως, δεν έχει νόημα η καθαγίαση του μέσου.

Τι σημαίνει όμως αυτό πρακτικά, πέρα από αοριστολογίες και θεωρητικές συζητήσεις ; Σε πρώτη φάση ποιος μπορεί να ονομάζεται σύντροφος ; Για μένα το ζήτημα είναι απλούστατο, σύντροφός μου είναι ο αντικοινωνικός, ο μηδενιστής αναρχικός της πράξης, ο χαοτικός και ο εγωιστής. Όλοι οι υπόλοιποι δεν είναι σύντροφοί μου, το εάν συμπράττω ή όχι μαζί τους, καθορίζεται από άλλους παράγοντες.

Οι παράγοντες αυτοί αφορούν τη στόχευση του μηδενιστή και είναι χρονικά προσδιορισμένοι. Η σύμπραξη με τον καθένα, εάν εξυπηρετεί κάποια βραχυπρόθεσμη επιδίωξη και φυσικά δε δρα επιβαρυντικά για το πρόσωπο σε συνειδησιακό και πρακτικό επίπεδο, δε θα πρέπει να δαιμονοποιείται. Αυτό δε σημαίνει σε καμία περίπτωση «επαφή» του Μηδενισμού με το Ρώσικο Νιχιλισμό, καθώς ο δεύτερος δρα στο όνομα της μάζας, ποδοπατά το προσωπικό συμφέρον και την παρόρμηση, θέτει ένα συγκεκριμένο πλαίσιο, ενώ ο Μηδενισμός, όντας εχθρικός προς τη θεωρητικοποίηση και τον προγραμματισμό όπως αυτός παρουσιάζεται από τους νιχιλιστές, πυροδοτεί ένα πρωτόγνωρο χαοτικό χορό., χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς δεσμεύσεις και ιερατεία, χωρίς επαναστατικά υποκείμενα και προφητείες που πρέπει να εκπληρωθούν.

Εν ολίγοις, ο Μηδενισμός απορρίπτει και φτύνει στο πρόσωπο κάθε ντετερμινισμό, ιστορικό, πολιτικό, κοινωνικό ή οικονομικό και παραδίδει το μηδενιστή στην τρελή πορεία προς το Τίποτα. Σε μια τέτοια πορεία, δεν υπάρχει σκοπός, δεν υπάρχει «πρέπει», αλλά ορμέμφυτο και «θέλω». Και σε αυτό το διεστραμμένο χαοτικό χορό, ο νιχιλισμός και η λατρεία του για την τελική στόχευση ασφυκτιά.

Γράφει ο Φ. Νίτσε στο «Τάδε Έφη Ζαρατούστρα»:

«Δε λέτε, ότι ο καλός σκοπός αγιάζει κάθε πόλεμο ; Κι εγώ σας λέω, ο καλός πόλεμος αγιάζει κάθε σκοπό.»

Ακόμα, όμως, και η αυτοκυριότητα δεν είναι παρά ένα τμήμα του διαρκούς πολέμου κατά του υπάρχοντος. Ας γίνει ξεκάθαρο. Δεν υπάρχει κάποιο σημείο παύσης του Πολέμου, ο πόλεμος είναι διαρκής και δεν αφορά μόνο την παρούσα κοινωνία, αλλά επεκτείνεται σε κάθε μελλοντική. Από τη στιγμή που το φάντασμα δεν καρατομείται, αλλά απλώς αντικαθίσταται από ένα άλλο, η επίθεση συνεχίζεται. Έτσι είναι και έτσι θα είναι για όσο υπάρχουν Κοινωνίες και Κράτη. Είναι όμως αυτοσκοπός ο Πόλεμος και κατ’ επέκταση, είναι οι μηδενιστές καλόγεροι του πολέμου ; Αυτό είναι ένα ερώτημα που έχει απαντηθεί πολλές φορές, ωστόσο εάν χρειαζόταν να επανέλθω συνοπτικά, θα έλεγα πως ο μηδενιστής δεν αντιλαμβάνεται τον πόλεμο ενάντια στο υπάρχον ως αυτοσκοπό, αλλά ως ένα τμήμα της δραστηριότητάς του. Ο πόλεμος, δηλαδή, ως ιδέα και πρακτική δεν αυτονομείται στη συνείδηση του δρώντος και δε μετατρέπεται σε «έμμονη ιδέα», αλλά διεξάγεται όσο το πρόσωπο έχει συμφέρον και επιθυμεί να δράσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ο,τιδήποτε άλλο είναι τυφλή πίστη.

Το ιδανικό του ήρωα

Η ζωή μου είναι δική μου και μόνο και δε θυσιάζεται σε κανένα βωμό καμιάς αξίας. Ας γίνει κατανοητό πως ο μηδενιστής είναι πρωτίστως βαθιά Εγωιστής (για μένα τουλάχιστον). Ως εκ τούτου, ο θάνατος είναι ήττα, το ζήτημα είναι να ζήσεις για να πολεμήσεις. Γιατί, λοιπόν, να θυσιάσω τη Ζωή για την αφύπνιση της κοινωνίας ; Γι’ αυτό για μένα μπροστά στο θάνατο ο μηδενιστής επιλέγει τη Ζωή του, την επιβίωσή του, όχι τον ηρωικό θάνατο. Το ιδανικό του μάρτυρα είναι κοινωνικό ιδανικό και ο μηδενιστής, ως βαθιά αντικοινωνικός δε θα μπορούσε να το ενσαρκώσει. Είναι λάθος της εξουσίας που μου δίνει τη δυνατότητα να ζήσω, συμβιβάζομαι πρόθυμα, υπογράφω όσες μετάνοιες χρειαστούν και μετά επιτίθεμαι ξανά εναντίον της. Μπορείς να πεις το ίδιο ; Μπορείς να πεις ότι προτιμάς τη Ζωή από την κοινωνική εξύψωση ;

Το ιδανικό του ηρωικού θανάτου, το κυνήγι της υστεροφημίας, παρότι μπορεί να φαντάζει επιθυμητό και παρότι υιοθετείται συχνά ακόμα και από μηδενιστές συντρόφους, είναι πέρα για πέρα κοινωνική κατασκευή. Ο Θάνατος, είτε σε βρει μισοσαπισμένο σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, είτε με μια σφαίρα μπάτσου στον κρόταφο είναι Ήττα. Ο Θάνατος είναι πάντα Ήττα.
Το ιδανικό του Ήρωα, η ανάγκη για προσφορά στο κοινωνικό σύνολο, μια προσφορά που συχνά μετουσιώνεται σε αυτόβουλη ανθρωποθυσία, είναι κατασκεύασμα του κοινωνικού βάλτου, της ίδιας της αγέλης των αδύναμων γλειφτών, των περιφρονητών της Επίθεσης και των δηλητηριοποτών. Μια παγίδα είναι λοιπόν ο ηρωικός θάνατος, ένα βολικό ξεπάστρεμα συντρόφων προς όφελος του Κράτους και του κοινωνικού Κτήνους. Η μάζα είναι ανίκανη να πολεμήσει, ανίκανη να σταθεί εμπρός στους πολεμιστές και να τους κοιτάξει στα μάτια. Και αυτή η αναβλύζουσα δυσωδία αγέλη, κατεχόμενη από αυτήν της την κατωτερότητα επιδιώκει να εξαλείψει τους πολεμιστές. Και το καταφέρνει με τον «Ηρωικό Θάνατο».

Είναι πράγματι πολύ εύκολο να αποθεώσει η πλέμπα το νεκρό, να κλάψει μέρες και νύχτες για το χαμό του, να πέσει σε βαθιά περισυλλογή και κατάθλιψη. Μα πόσο βαθιά ανακούφιση και εμετικό γέλιο κρύβει αυτός ο θρήνος ; Πόσοι και πόσοι σύντροφοι, πόσοι και πόσοι πολεμιστές και εικονοκλάστες χάθηκαν ανούσια και ηλίθια, υπηρετώντας αυτό το φάντασμα ; Πόσοι δεν επέλεξαν άραγε τον ηρωικό θάνατο από την «ατίμωση» ;

Ε λοιπόν, αρνούμαι να παραδοθώ στους κήρυκες του Θανάτου, αρνούμαι να θυσιαστώ για Ιδανικά και Κοινωνίες, αρνούμαι να πεθάνω για να καταλάβω μια θέση στο «πάνθεον» των κοινωνικών φιόγκων – ηρώων. Ας είμαι Εγώ και κάθε σύντροφος δέκτης της κοινωνικής απαξίωσης, ας είμαστε εμείς οι «δηλωσίες» του σύγχρονου υπάρχοντος, το ζήτημα είναι να ζήσεις αυτό που είσαι και όχι να πεθάνεις γι’ αυτό που είσαι.

Σηκώνουμε τα όπλα ενάντια στο Κράτος και την Κοινωνία ως αντάρτες της απόλαυσης και κινητροδοτούμαστε από τη δική μας λύσσα για καταστροφή αυτού του κόσμου. Εάν ο Θάνατος είναι βέβαιος, θα χαμογελάσουμε για μια τελευταία φορά και θα δοθούμε με όση δύναμη μας έχει απομείνει στο Χαοτικό χορό, αγκαλιάζοντας το μαύρο άγγελο. Όμως, εάν συμβεί και πέσουμε στα χέρια του εχθρού, γονατισμένοι μπροστά στους διώκτες μας θα υπογράψουμε κάθε χαρτί, θα μετανιώσουμε χίλιες κι ακόμα μία φορές εάν μας δοθεί η ευκαιρία, θα ποδοπατήσουμε κάθε σύμβολο και θα κάψουμε μπροστά τους κάθε κείμενό μας. Όταν η παγωμένη κάννη τους βρεθεί στον κρόταφό μας θα δηλώσουμε, αν είναι τόσο ηλίθιοι και δε μας εκτελέσουν αμέσως, αν είναι τόσο ηλίθιοι και μας δώσουν την ευκαιρία να ξεφύγουμε, πιστοί στην κοινωνία και θα αποκηρύξουμε κάθε σύντροφο και οργάνωση.

Έχοντας, λοιπόν, υπογράψει τη «δήλωση μετανοίας» μας, θα αφεθούμε ελεύθεροι, βαθιά περιφρονημένοι από τον κοινωνικό πολτό, μισημένοι από τους ηλίθιους «συντρόφους» μας που θα προτιμούσαν να μας νεκροφιλήσουν από το να περπατάμε δίπλα τους δηλωμένοι νομιμόφρονες. Αλλά πόσο γελοία μας φαίνονται όλα αυτά ! Πόσο δυνατά γελάμε, ω αγαπημένοι μου σύντροφοι με τις αντιδράσεις του.

Ελευθερωμένοι, λοιπόν, θα βαδίσουμε ξανά στα ίδια μονοπάτια της Άρνησης, θα σηκώσουμε και πάλι τα όπλα ενάντια στο υπάρχον και θα ριχτούμε με το ίδιο καταστρεπτικό πάθος στον Πόλεμο εναντίον Όλων. Γιατί δεν είμαστε εμείς και δε θα γίνουμε, σύντροφοι, οι οσιομάρτυρες του Λαού και της Μάζας, γιατί δε θα γίνουμε επαναστατικό εικόνισμα, αλλά θα συνεχίσουμε τον πόλεμο. Γιατί ο Θάνατος είναι ήττα, το ζήτημα είναι να ζήσεις. Και όσες φορές πάλι μας φέρουν εμπρός στην κάννη του όπλου και αν είναι ακόμη το ίδιο ηλίθιοι να μας δώσουν την επιλογή, το ίδιο θα πράξουμε.

Γιατί τι άλλο παρά εξόφθαλμος χριστιανισμός είναι η θυσία για κάτι που δε θα γνωρίσει το Εγώ ; Ας γίνει ξεκάθαρο. Ο Μηδενισμός είναι τόσο επικίνδυνος επειδή δεν υπακούει σε θεωρητικές αρχές, δε διέπεται από Ιερότητες, δεν έχει στεγανά. Η υποταγή στη βούληση και τις αξίες της μάζας είναι Ήττα, είναι ακρωτηριασμός του Μηδενισμού, είναι δεύτερος Θάνατος.

Το τι είσαι ή τι δεν είσαι είναι και μένει πάντα ολότελα άσχετο με το τι θα υποχρεωθείς να πεις ή να πράξεις. Με καμιάς λογής υποχώρηση στη βία δεν αλλάζει ποτέ αυτό που ‘σαι αν εσύ έχεις την επίγνωση και ξέρεις πόσο αδύναμο είναι το πρόσωπο κατέναντι των όπλων. Εκτός αν μέσα σου έχει οργανωθεί το σύμπλεγμα εκείνο της συνέπειας. Και σ’ αυτό βασίζονται οι άλλοι, στο να ‘χει μέσα σου οργανωθεί το καθαρά ψυχωτικό αυτό σύμπλεγμα οπότε με την ελάχιστη υποχώρησή σου στο βάσανο ή στη βία ή στην απειλή του θανάτου όλο το πυρινωμένο πάνω στη συνέπεια Εγώ σου συντρίβεται, καταλύεται, καταργείται. Ε λοιπόν, όχι. Το σκευώρημα, κύριοι, είναι πολύ φτηνό, πολύ άτεχνο. Θρυμματίζεται ,να. Στηρίξετέ μου όσες κάννες θέλετε στους κροτάφους, αφού το πρόβλημα το καταντήσατε εκεί. Εγώ τη χάρη δε θα σας την κάνω να πεθάνω σαν ήρωας, πολύ φτηνά απαλλάσσοντάς σας έτσι από την παρουσία μου.

Η απολογία ενός κυνικού, «Πυραμίδα 67», Ρένος Αποστολίδης

Οπαδοί κανενός

Θεωρώ χρήσιμο να ξεκινήσω την τοποθέτησή μου αυτή με την παράθεση ενός αποσπάσματος στα πλαίσια της κοινωνιστικής πολεμικής:

Αφού έχουμε να κάνουμε με τη λατρεία ενός συγκεκριμένου προσώπου, του Νίτσε, μπορούμε να μιλήσουμε καθαρά για νιτσεϊσμό και όχι για μηδενισμό ή αναρχομηδενισμό ή τι άλλο έχουν κατασκευάσει ορισμένοι στο μυαλό τους.

Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει αλλά τουλάχιστον μη μπερδεύουμε άσχετα μεταξύ τους πράγματα. Θέλουν κάποιοι να έχουν για ίνδαλμα τον Νίτσε, ας τον έχουν, στο βαθμό που εμάς δε μας ενοχλεί σε κάτι, ας κάνουν το κομμάτι τους.

Βρισκόμαστε, λοιπόν, μπροστά σε μια προσπάθεια να φορτωθεί επάνω μας ο ετεροκαθορισμός της οπαδικής λατρείας. Ας είμαστε όλοι ειλικρινείς. Τέτοιου τύπου πολεμική είναι γελοία και παντελώς αθεμελίωτη. Θα έπρεπε, όμως, να μας ανησυχεί ένα ενδεχόμενο μετατροπής της καθαρά προσωπικής σκέψης και κατ’ επέκταση συνείδησης σε όργανο αναπαραγωγής λόγων τρίτων ; Η απάντηση είναι προφανής.

Είναι θεωρώ απόλυτα σαφές πως ούτε νιτσεϊκοί, ούτε στιρνερικοί είμαστε, είμαστε αναρχικοί μηδενιστές, όχι ακολουθούντες κάποια αρχή ή δόγμα, αλλά ελεύθερα διαμορφώνοντες τη σκέψη και τη δράση μας. Ο χαρακτηρισμός της σκέψης, παρότι μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να φαντάζει ασήμαντος ή και δικαιολογημένος, είναι και αυτός ετεροκαθορισμός, είναι και αυτός αλυσίδα την οποία πρέπει, αν θέλουμε να μην κοροϊδευόμαστε, να αποτινάξουμε.

Σαφώς επηρεάζομαι από τη σκέψη των μεγάλων Γερμανών εξεγερμένων, του Φ. Νίτσε και του Μ. Στίρνερ και από την ποίηση και τη δράση των μηδενιστών των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, αλλά είναι αυτό το ίδιο με το να τοποθετήσω πάνω από μένα έναν τέτοιο χαρακτηρισμό (ο οποίος μάλιστα προέρχεται από το ίδιο το όνομα του Στίρνερ, έχει και αυτό τη σημασία του) ; Όχι.

Θα ειπωθεί μία φορά και ας γίνει κατανοητό. Το ζήτημα είναι να κάψεις τη λατρεία των προσώπων, να κάψεις μέσα σου τα ίδια τα πρόσωπα. Δεν υπάρχουν άλλοι, είμαι Εγώ και Εγώ δρω και γράφω, απόλυτα συνειδητοποιημένος για τη Μοναδικότητα και την Ύπαρξή μου. Οι άλλοι, οι μάζες και οι λαοί, ας έχουν αλλότριους φάρους και πυξίδες. Εγώ έχω εμένα και εμένα μόνο. Κάψτε, λοιπόν, τα πορτραίτα των μεγάλων ψυχών εντός σας, είστε η μόνη ουσία που γνωρίζετε και θα γνωρίσετε ποτέ, εάν και εφόσον υπάρχει τέτοια.
Οπαδοί κανενός, λοιπόν, ούτε ακόλουθοι, ούτε διαφωτιστές. Ας πάνε στο διάολο όλα και ας αφεθεί ο καθένας στην παρανοϊκή τρέλα του. Βεβηλώστε τα ιερά και τα όσια, μόνο έτσι θα πιείτε από τις αρχαίες πηγές. Σκοτώστε τα σύμβολα, και ας είμαστε εμείς και Εγώ ανακόλουθοι, διακόψτε κάθε επαφή με το μαζισμό του κοινωνικού πτώματος αν δε θέλετε να σας δηλητηριάσουν οι τοξίνες του.

Ενεργητικός και Παθητικός Μηδενισμός

Ο Μηδενισμός των Μοναδικών διακρίνεται από τον παθητικό μηδενισμό της μάζας, ο οποίος είναι προϊόν ενός κοινωνικοπολιτικού συμπλέγματος, ενός συμπλέγματος που σχετίζεται με το Κράτος, με φορείς εκπαίδευσης υπηκόων όπως το σχολείο και η εκκλησία, αλλά και με την ίδια την Κοινωνία. Όταν μιλάμε για παθητικό μηδενισμό, δεν μπορούμε φυσικά να μιλήσουμε για πρόσωπα, αλλά μόνο για άτομα, για κοινωνικούς πυρήνες.

Ο παθητικός μηδενισμός είναι αποτέλεσμα είτε μαζισμού, είτε απογοήτευσης, μιας απογοήτευσης που μπορεί να συνδέεται με την αντίληψη της αποτυχίας των μαζικών κινημάτων ή ακόμα και με τη συνειδητή παραδοχή της προσωπικής αδυναμίας για σκέψη και δράση. Αυτού του είδους ο μηδενισμός προέρχεται από κυκλικές διαδικασίες (όπως η συμμετοχή στο μαζικό και η μετέπειτα απογοήτευση, από την άποψη ότι με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται ένας κύκλος μαζισμού που ξεκινά από τη συλλογική πίστη σε ένα φάντασμα, ας πούμε τον εργατισμό, και ολοκληρώνεται με το μαζισμό του παθητικού μηδενισμού) και είναι σώμα απ’ το σώμα της κοινωνίας.

Από τη στιγμή που το άτομο αισθάνεται μέρος ενός τέτοιου συνόλου – φαντάσματος όπως είναι η κοινωνία, είναι σχεδόν επόμενο πως η απογοήτευση από κάποια κοινωνική διεργασία θα έχει ως αποτέλεσμα μια συλλογική «έμμονη ιδέα» που ενσαρκώνεται με τη μορφή του παθητικού μηδενισμού. Για όσους έχουμε πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι από το Κράτος και την Κοινωνία ο Μηδενισμός είναι ξέρασμα της συνείδησης, είναι ένα εργαλείο στο οποίο φτάσαμε μετά από επίμονη αναζήτηση και εκφράζει πρώτα και κύρια την εσωτερική Εξέγερση. Ο μηδενισμός μας δεν είναι προϊόν απογοήτευσης, είναι ειλικρινής και μαχητικός.

Κλείνοντας

Το παρόν κείμενο δεν επιδιώκει να φωτίσει κάθε πτυχή της μηδενιστικής κριτικής στην ιδεολογικοποίηση του Μηδενισμού, ούτε φυσικά θα πρέπει να λαμβάνεται ως ευαγγέλιο σχετικά με τα ζητήματα που τέθηκαν. Εκφράζω εμένα και μόνον εμένα και απαιτώ οποιαδήποτε κριτική να αφορά το πρόσωπό μου και μόνο αυτό.

Niger Lupus Negationis

Κείμενο που δημοσιεύτηκε στο 2ο τεύχος του εντύπου “Μηδενιστική Πορεία για τη διάχυση της Φωτιάς και του Χάους”

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.