Charles Thorpe: Νεκροφιλία και Καπιταλισμός

Απόσπασμα από το βιβλίο Necroculture (Palgrave Mamillan, 2016). Ο Charles Thorpe είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Ντιέγκο. Μετάφραση Δημήτρης Πλαστήρας

Ο καπιταλισμός καταναλώνει την ανθρώπινη ζωή, και στην πορεία την μεταμορφώνει σε ζωντανό θάνατο, αλλά καθώς το κάνει αυτό, φέρνει στο προσκήνιο το εμπόρευμα ως αντικείμενο φετιχιστικής ταύτισης, προσφέροντας διαφυγή από αυτή τη ζωή-ως-θάνατο. Στην διερεύνηση της αποξένωσης από τον Marx, ο Fromm βρήκε μια δυναμική ψυχολογία της διαφυγής από τη ζωή ως ουσιαστικού χαρακτηριστικού της δομής του χαρακτήρα που τρέφει ο καπιταλισμός. Ο Fromm γράφει πως μια «βασική κατηγορία στην ψυχολογία του Marx είναι εκείνη της ζωής απέναντι στο θάνατο, όχι με βιολογική-ψυχολογική έννοια, αλλά με ψυχολογική… ίσως το πιο σημαντικό ερώτημα στην ψυχολογία του Marx είναι αν ένας άνθρωπος, τάξη, ή κοινωνία κινητοποιείται από τη συγγένεια στη ζωή ή στο θάνατο». Ο Fromm διάβασε τα Χειρόγραφα ως πηγές κοινωνικο-ψυχολογικής ανάλυσης του «ασκητικού, συσωρευτικού χαρακτήρα των αστών του 19ου αιώνα και του αυτάρεσκου χαρακτήρα εκείνων που μπορούσαν να έχουν πολυτελή ζωή». Ιδιαίτερα σημαντική για τον Fromm, είναι η διάκριση που κάνει ο Marx μεταξύ του έχειν και του είναι: «Όσο λιγότερο είσαι, τόσο περισσότερα έχεις». Ο καπιταλισμός ενθαρρύνει ένα προσανατολισμό προς το έχειν, μέσα στο οποίο το άτομο ταυτίζεται με την συσσώρευση αντικειμένων. Στην κατάσταση του έχειν, γράφει ο Fromm, «Η ιδιοκτησία μου αποτελεί εμένα και την ταυτότητα μου». Καθώς η ικανότητα των ατόμων να εκφράσουν ουσιώδεις κοινωνικές σχέσεις μέσα στο καπιταλισμό καταστρέφεται, οι άνθρωποι στρέφονται σε προσφερόμενα υποκατάστατα – τα αντικείμενα που παράγονται μέσα από την αποξενωμένη παραγωγή, που μοιάζουν τα ίδια να φέρουν ζωή και να περιέχουν την υπόσχεση της αποκατάστασης αυτού που κατά τα άλλα απουσιάζει.

Ο Fromm αναφέρει πως αυτή κτητική, συσωρευτική προσέγγιση στη ζωή απεικονίζει ένα ενδιαφέρον σε νεκρά πράγματα που πηγάζει από την εσωτερική νεκρότητα της αποξένωσης (αλλοτρίωσης). Ο συσωρευτικός χαρακτήρας έχει γίνει κατανοητός κλασικά στην ψυχανάλυση πως αναπαράγεται στην καταπίεση κατά την πρώτη περίοδο της ανατροφής του παιδιού και που εκφράζει ένα μανιακό ενδιαφέρον για κατοχή και έλεγχο. Ο Freud έλεγε πως ο χρυσός και το χρήμα είναι συμβολικά υποκατάστατα των κοπράνων, και η μίζερη συσσώρευση τους έχει γίνει κατανοητή ψυχαναλυτικά ως καίρια έκφραση της πρωκτικής λίμπιντο. Ο Fromm ωστόσο, στήριζε πως ο πρωκτικός χαρακτήρας ήταν άμεσα συνδεδεμένος με αυτό που ο Freud αποκαλούσε ένστικτο θανάτου, καθώς τα κόπρανα είναι τα απόβλητα του σώματος, νεκρή ύλη. Γράφει ο Fromm: «Ο πρωκτικός χαρακτήρας ελκύεται από τα κόπρανα, όπως ελκύεται από οτιδήποτε είναι άχρηστο για τη ζωή, όπως η βρωμιά, ο θάνατος, και η σήψη». Είναι το ενδιαφέρον προς αυτό που δεν είναι ζωντανό που εκφράζεται μέσα από τη συσσώρευση χρημάτων και υλικών πραγμάτων.

Ο Fromm αναγνώρισε πως η καπιταλιστική προσωπικότητα του 20ου αιώνα ήταν διαφορετική από εκείνη του ασκητικού επιχειρηματία του 19ου αιώνα που επικρίθηκε από τον Marx (και, αργότερα, με αμφίσημο τρόπο θαύμασε ο Weber). Η νέα ηδονιστική ηθική του καταναλωτικού καπιταλισμού, ωστόσο δεν υποκαθιστά, αλλά συμπληρώνει, τον ασκητισμό της εργασίας και της συσσώρευσης. Γράφει ο Fromm:

«Η εμμονική εργασία από μόνη της θα μπορούσε να οδηγήσει τους ανθρώπους στη τρέλα, όπως και η απόλυτη τεμπελιά. Με το συνδυασμό τους μπορούν να ζήσουν. Πέρα από αυτό, και ΄τα δύο αντιφατικά χαρακτηριστικά αντιστοιχούν σε μια οικονομική αναγκαιότητα: ο καπιταλισμός του 20ου αιώνα βασίζεται στη μέγιστη κατανάλωση των αγαθών και των υπηρεσιών που παράγονται, όπως και στην τυποποιημένη ομαδική εργασία»

Η καταναλωτική κουλτούρα έχει μεταφέρει την αποξένωση βαθύτερα στο πυρήνα του ατόμου, παράγοντας αυτό που ο Fromm ονομάζει, «αγοραίο προσανατολισμό» στον οποίο το άτομο ταυτίζεται με τον εαυτό του ή της «ως ένα αντικείμενο που μπορεί να προσληφθεί με επιτυχία στην αγορά». Η ματιά του Fromm είναι ακόμη πιο σημαντική σήμερα καθώς η εργασία παροχής υπηρεσιών όλο και περισσότερο μετατρέπει σε εμπόρευμα το συναίσθημα και την αυτοπαρουσίαση και καθώς οι κοινωνικές σχέσεις (οι οποίες, στερημένες ανθρώπινου περιεχομένου, γίνονται «κοινωνικά δίκτυα») καταναλώνονται μέσα στο μάρκετινγκ.

Ο «ηδονισμός» της καταναλωτικής κουλτούρας απέχει από το να είναι έκφραση ζωντάνιας. Αντίθετα ο Fromm παρατήρησε, η μετατροπή της απόλαυσης σε εμπόρευμα ελαχιστοποιεί την εμπειρία σε όλο και απλούστερο ερέθισμα: «Αυτό που ερεθίζεται είναι ορμές όπως η σεξουαλική επιθυμία, η απληστία, ο σαδισμός, η καταστροφικότητα, ο ναρκισσισμός· τα ερεθίσματα αυτά επικοινωνούνται μέσω των ταινιών, της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου, των εφημερίδων, των περιοδικών, και της καταναλωτικής αγοράς». Σήμερα, μπορούμε να προσθέσουμε και το Διαδίκτυο σε αυτή τη λίστα. Κάτω από την εμφάνιση του ηδονισμού, υπάρχει μια διάχυτη και χρόνια ανία. Αυτή συχνά συνδυάζεται με κατάθλιψη, η οποία μπορεί να καμουφλάρεται ή ακόμη και να είναι υποσυνείδητη.  Τα ερεθίσματα της καταναλωτικής κουλτούρας υπόσχονται ευχαρίστηση και διαφυγή, αλλά δεν μπορούν να τα προσφέρουν αυτά, παρά μόνο φευγαλέα: «Το άτομο συνεχίζει να αισθάνεται ‘άδειο’ και ασυγκίνητο σε ένα βαθύτερο επίπεδο. ‘Αναισθητοποιεί’ το άβολο συναίσθημα με χρηματική ικανοποίηση, ‘συγκίνηση’, ‘διασκέδαση’, αλκοόλ, ή σεξ – αλλά ασυνείδητα συνεχίζει να βαριέται». Οι άνθρωποι που βαριούνται περνάν τις φάσεις της ζωής δίχως να συμμετέχουν και είναι παρόν στις ζωές τους.  Αυτοί, για τον Fromm, είναι «ζόμπι… άνθρωποι που οι η ψυχή τους είναι νεκρή, αν και το σώμα τους είναι ζωντανό… που φλυαρούν αντί να μιλούν, και που εκφέρουν τυποποιημένες απόψεις αντί να σκέφτονται». Σημειώνει πως το άτομο που βαριέται συχνά αναζητά ερέθισμα «σε αναφορές εγκλημάτων, θανατηφόρων ατυχημάτων, και άλλων σκηνών αιματοχυσίας και βαναυσότητας που είναι η σταθερή δίαιτα που προσφέρεται στο κοινό από τον τύπο, το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση». Για να ικανοποιήσουν την ανία τους, οι άνθρωποι στρέφονται σε μια μιντιακή κουλτούρα σαδιστικού-νεκρόφιλου ενθουσιασμού και την ευχαρίστηση της βίας, της κατακρεούργησης, και του θανάτου. Επιπλέον στην παθητική κατανάλωσης της σεξουαλικοποιημένης βίας του Χόλυγουντ, υπάρχει επίσης η υπόσχεση πιο ενεργής συμμετοχής στη βία μέσα από βιντεοπαιχνίδια που επικεντρώνονται στη σφαγή των όπλων και των διαμελισμένων και ανατιναγμένων σωμάτων.

Το «μηχανικό παράδειγμα» προσφέρει μια απομάκρυνση από το ζωντανό κόσμο. Η άμεση εμπειρία προσανατολίζεται προς τα τεχνολογικά αγαθά, που προπαρασκευάζουν και απλοποιούν τις εμπειρίες μας. «Σε μια συσκευή», λέει ο Borgmann, «η σχέση με το κόσμο αντικαθίσταται από ένα μηχανισμό, αλλά ο μηχανισμός είναι καλυμμένος». Η συσκευή απελευθερώνει τον χρήστη από «το βάρος ή την επαφή με ένα πλαίσιο». Ένα βασικό χαρακτηριστικό του «σύγχρονου βιομηχανικού ανθρώπου», γράφει ο Fromm, είναι «το πνίξιμο του ενδιαφέροντος του για τους ανθρώπους, τη φύση, τις ζωντανές δομές, μαζί με την αυξανόμενη έλξη του προς μηχανικά, μη έμβια αντικείμενα». Ο Fromm περιγράφει το πρόσωπο για το οποίο «η λήψη φωτογραφιών έχει γίνει υποκατάστατο του να βλέπει», «τον λάτρη της τεχνολογίας… που είναι αποφασισμένος να αντικαταστήσει κάθε εφαρμογή ανθρώπινης προσπάθειας με ένα ‘βολικό’, ‘ξεκούραστο’ κατασκεύασμα», ή ανθρώπους που χρησιμοποιούν αυτόματα για κάθε ταξίδι το αυτοκίνητο, ανεξάρτητα πόσο κοντά είναι ο προορισμός τους, για τέτοιου είδους ανθρώπους, η τεχνολογία «γίνεται υποκατάστατο για το ενδιαφέρον για ζωή».

Οι άνθρωποι χάνουν τους εαυτούς τους σε κινητές συσκευές, δεν είναι ποτέ πλήρως παρόντες στη στιγμή με τους ανθρώπους και το φυσικό περιβάλλον γύρω τους. Ο Fromm περιγράφει τον τύπο του ατόμου για το οποίο «οι μηχανές του είναι εξίσου το αντικείμενο του ναρκισσισμού του όσο και ο ίδιος». Οι άνθρωποι σήμερα στρατολογούν τις συσκευές τους στην ναρκισσιστική τους αυτό-εμμονή – το «selfie-stick» για την λήψη αυτοπορτραίτων που στη συνέχεια μπορούν να επιδειχτούν στα κοινωνικά μέσα. Το κεφάλαιο τοποθετεί αγαθά ανάμεσα μας, και οι διαφημιστές χαιρετίζουν αυτά τα τεχνολογικά παιχνίδια ή εφαρμογές ως κάτι που μας φέρνει πιο κοντά. Η κοινωνία γίνεται «το δίκτυο», αλλά η εικόνα της κοινωνικής δικτύωσης κρύβει όλο και περισσότερο την αυξανόμενη αποκοπή και αποστασιοποίηση.

Οι εταιρείες τεχνολογίας εξερευνούν τεχνολογίες ώστε να ενσωματώσουν ανεμπόδιστα τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στη καθημερινή ζωή, να τα κάνουν αναγκαίο όχημα για τη καθημερινή ζωή (όπως το αυτοκίνητο στα φορντικά αμερικάνικα προάστια). Τα «Google Glass» (γυαλιά συνδεδεμένα με το διαδίκτυο) συγχωνεύουν τον φυσικό κόσμο με τον εικονικό κόσμο προσφέροντας «δεδομένα» στο άτομο που τα φοράει για την τοποθεσία που βρίσκεται (πχ. καταστήματα και εστιατόρια). Αλλά αυτό περιλαμβάνει την τοποθέτηση μιας οθόνης δεδομένων μεταξύ του ατόμου και του κόσμου. Το άτομο που τα φοράει δεν μπορεί ποτέ να είναι εντελώς παρόν, αλλά αντίθετα πάντοτε ένας νοητικά απομακρυσμένος παρατηρητής. Η τεχνολογική «συνδεσιμότητα» αντιπροσωπεύει την αποσύνδεση από την αμεσότητα της εμπειρίας. Επίσης αντιπροσωπεύει το διαχωρισμό του ατόμου από το ίδιο, το διαχωρισμό της νοητικής δραστηριότητας από το ίδιο του το μυαλό, καθώς η συνείδηση ενσωματώνεται όλο και περισσότερο απρόσκοπτα στο δίκτυο.

Η τεχνολογική μεσολάβηση της εμπειρίας είναι ένα όχημα για απόλυτη εμπορευματοποίηση. Το 2014, η Amazon.com κυκλοφόρησε ένα νέο τηλέφωνο που, σύμφωνα με τον The Economist, θα μπορούσε

«προσφέρει στο χρήστη με πληροφορίες για οτιδήποτε λίγο πολύ βλέπει και ακούει το τηλέφωνο, είτε είναι ένα τραγούδι, μια τηλεοπτική εκπομπή, ένα μπουκάλι κρασί, ή ένα παιδικό παιχνίδι – περιλαμβανόμενου πως να το αγοράσει από το Amazon. Αν λειτουργεί όπως υπόσχεται, θα μετατρέψει το κόσμο σε μια βιτρίνα».

Η τεχνολογία προσφέρει τα μέσα για την κατανάλωση της ανθρώπινης ύπαρξης, τώρα όχι μόνο σε παραγωγή, αλλά και σε κατανάλωση. Το κεφάλαιο είναι πάντοτε παρόν, σε κάθε μικρολεπτομέρεια της καθημερινής ζωής.

Τα Google Glass και το τηλέφωνο της Amazon δημιουργούν ένα πληροφοριακό περιβάλλον που μεσολαβεί μεταξύ ανθρώπινου χρήστη της συσκευής και του κόσμου. Η ζωή συναντιέται τόσο σε χειροπιαστή πραγματικότητα και (την ίδια στιγμή) στον αφηρημένο πληροφοριακό κόσμο του δικτύου ή του «νέφους». Το πέρασμα αυτής της αφαιρετικότητας πάνω στην πραγματικότητα της καθημερινής εμπειρίας επιτρέπει στο να αντιμετωπίζεται ο κόσμος ως μια συλλογή εμπορευμάτων. Επιπρόσθετα στην υλική παρουσία των αντικειμένων μπροστά από το άτομο, τα πράγματα συναντιόνται άμεσα ως κοστολογημένα αντικείμενα, αντικείμενα με ανταλλακτική αξία στον αφηρημένο χώρο της αγοράς. Έτσι η ανθρώπινη οικειοποίηση του αληθινού κόσμου, με την έννοια του ότι γίνεται μια πραγματικότητα για ανθρώπινα όντα, είναι επίσης η οικειοποίηση του κόσμου και της ανθρώπινης εμπειρίας από το κεφάλαιο.  Με το τηλέφωνο της Amazon κάποιος, αυτό που αισθάνεται κάποιος είναι αυτό που κάποιος μπορεί να έχει, αγοράζοντάς το από τον πληροφοριακό αιθέρα. Ο κόσμος είναι εκεί για την απόκτηση του από κάποιον, μέσα από τη δύναμη των χρημάτων.

Η τεχνολογική μεσολάβηση επιτρέπει στο άτομο να πάρει αποστάσεις από την υλική πραγματικότητα, να την συναντά, αλλά να μην είναι παρόν μέσα της. Αυτή η μορφή τεχνολογικής απόσπασης του ατόμου από το κόσμο χρησιμεύει στο πόλεμο για να επιτρέψει την δίχως συναίσθημα εκτέλεση από απόσταση. Επιτρέπει στους εκτελεστές να αισθάνονται απαλλαγμένοι από την ευθύνη της πράξης στην οποία μετείχαν ως απλά γρανάζια σε ένα γραφειοκρατικό μηχανισμό. Γράφει ο Fromm, «Στο σύγχρονο εναέριο πόλεμο η καταστροφή έχει μεταμορφωθεί σε μια πράξη σύγχρονης τεχνικής παραγωγής, στην οποία τόσο ο εργάτης όσο και ο μηχανικός είναι εντελώς αποξενωμένοι από το προϊόν της εργασίας τους». Επιτομή σήμερα αυτού του είδους αποξενωμένης, τεχνολογικοποιημένης εκτέλεσης αποτελεί ο μηχανισμός της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) για τις επιθέσεις με drone. Αυτοί οι τεχνικοί του θανάτου είναι παραδείγματα αυτού που ο Fromm περιγράφει ως «απόλυτα αλλοτριωμένο άνθρωπο του οποίου ο κυρίαρχος προσανατολισμός είναι εγκεφαλικός, που αισθάνεται λίγη αγάπη αλλά επίσης και μικρή επιθυμία για καταστροφή», τουλάχιστον δηλαδή, συνειδητή επιθυμία. Ο μαζικός φόνος περιγράφεται κατ’ ευφημισμό και αποστειρωμένα ως «παράπλευρες απώλειες» από «χειρουργικής ακρίβειας χτυπήματα».

Η κυριαρχία των ουσιαστικών μέσων, και η ανικανότητα της έκφρασης στόχων σε κάτι περισσότερο από απλουστευτικούς όρους, καλύπτει τους καταστροφικούς σκοπούς στους οποίους εφαρμόζει σήμερα τις παραγωγικές δυνατότητες της κοινωνίας ο καπιταλισμός. Αυτός ο ουσιαστικός προσανατολισμός προκύπτει από οργανικά από το χαρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων στις οποίες ο εργάτης δεν έχει λόγο για τα καθήκοντα στα οποία αυτός ή αυτή τοποθετείται, και οι στόχοι της παραγωγής παραδίνονται στο «κρυφό χέρι» της αγοράς. Η κυριαρχία της ανταλλακτικής αξίας πάνω από τη χρηστική αξία, και της ποσότητας πάνω στην ποιότητα, εμπεριέχει την υποταγή της σκέψης και της δραστηριότητας σε αυτό που ο Fromm αποκαλεί «διαδικασία ποσοτικοποίησης και αφαιροποίησης». Η αφαιροποίηση είναι εγγενής στην μεταμόρφωση των πραγμάτων σε χρήματα και η της εκτίμησης τους με όρους ισολογισμού κέρδους και ζημίας. Ο Fromm γράφει πως η συμπεριφορά της αφαίρεσης έχει εξαπλωθεί πέρα από τους απόλυτα οικονομικούς υπολογισμούς και έχει φτάσει να ορίζει τη σχέση των ανθρώπινων όντων με το κόσμο και τους εαυτούς τους: «Η χειροπιαστή πραγματικότητα των ανθρώπων και των πραγμάτων στα οποία μπορούμε να συσχετίσουμε με την αλήθεια του προσώπου μας, αντικαθίσταται από αφαιρέσεις, από φαντάσματα, που ενσαρκώνουν διαφορετικές ποσότητες, αλλά όχι διαφορετικές ποιότητες». Ένας κόσμος αποξενωμένων αντικειμένων και πράξεων από τις οποίες ο δράστης αισθάνεται ηθικά διαχωρισμένος, είναι ένας κόσμος στον οποίο «τίποτα δεν είναι αληθινό». Η βιωμένη πραγματικότητα αποκόπτεται από τη δραστηριότητα ζωής, παίρνοντας την εμπορευματοποιημένη μορφή που ο Debord ονόμασε «θέαμα». Τα αποξενωμένα προϊόντα της ανθρώπινης δραστηριότητας κυκλοφορούν ως δελεαστικές εικόνες. Αυτή η μεγάλη ψευδαίσθηση γίνεται όλο και περισσότερο εκλεπτυσμένη και ζωντανή την ίδια ώρα που η φύση αδειάζει από ζωντάνια και πλούτο.

Η τεχνολογία υπό το καπιταλισμό αναπτύσσεται και χρησιμοποιείται σε μια εκμεταλλευτική σχέση με τη φύση, όπως χρησιμοποιείται στην εκμετάλλευση των ανθρώπινων όντων. Η ελαχιστοποίηση της παραγωγικότητας της φύσης σε ένα απόθεμα πόρων προς εκμετάλλευση βρίσκει το παράλληλο της στην ελαχιστοποίηση της ανθρώπινης παραγωγικότητας σε ενέργεια στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Η ανθρώπινη ανάγκη, επιθυμία, και κουλτούρα ελαχιστοποιείται σε «ζήτηση», προς παρακολούθηση, ποσοτικοποίηση, επεξεργασία, και χειραγώγηση μέσα στο μηχανισμό του εταιρικού μάρκετινγκ, της διαφήμισης και των δημόσιων σχέσεων. Η ζωντανή ποικιλία ελαχιστοποιείται σε τυποποιημένες, διαχειρίσιμες ποσότητες. Καθώς αντιμετωπίζεται σαν ποσότητα νεκρής ύλης, ο κόσμος γίνεται τέτοια. Ο Fromm παρατηρεί:

«Ο θάνατος δεν εκφράζεται πλέον συμβολικά από δυσάρεστα στην οσμή κόπρανα ή κουφάρια. Τα σύμβολά του τώρα είναι καθαρές, αστραφτερές μηχανές· οι άνθρωποι δεν έλκονται από δύσοσμες τουαλέτες, αλλά από δομές από αλουμίνιο και γυαλί. Η πραγματικότητα όμως πίσω από αυτό το αποστειρωμένο προσωπείο γίνεται όλο και πιο ορατό. Ο άνθρωπος, στο όνομα της προόδου, μεταμορφώνει το κόσμο σε ένα βρωμερό και δηλητηριώδες μέρος (και αυτό δεν είναι συμβολικό). Μολύνει τον αέρα, το νερό, το έδαφος, τα ζώα – και τον ίδιο. Το κάνει αυτό σε ένα βαθμό που έχει κάνει αμφίβολο το αν η γη θα είναι ακόμη βιώσιμη σε εκατό χρόνια από τώρα».

Ο τεχνολογικά επεξεργασμένος και τυποποιημένος κόσμος του καπιταλισμού αποκαλύπτεται ως «απλά ακόμη μια μορφή του κόσμου του θανάτου και της σήψης».

Πηγή: geniusloci

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.