Ιταλία: Κείμενο του Nico, συλληφθέντα της επιχείρησης Bialystok

Όσον αφορά την επιχείρηση Bialystok

Αυτές οι σύντομες σημειώσεις, που προκύπτουν από μία πρώτη γρήγορη ανάγνωση της δικογραφίας που έχω στην κατοχή μου και που αφορούν την επονομαζόμενη επιχείρηση Bialystok, γράφονται με πρόθεση να προωθήσουν την κατανόηση, αν και επιφανειακή λόγω υποκειμενικής οπτικής, των βασικών στοιχείων που περιλαμβάνονται σε αυτήν την καινούργια αντιαναρχική έρευνα, και της ανάπτυξης της καταστολής που μπορεί να προκύψει από αυτήν. Τα κύματα καταστολής πάντα ακολουθούσαν τα κυκλικά κινήματα της κοινωνικής σύγκρουσης, τόσο που συχνά φτάνουμε να επιβεβαιώνουμε ότι δεν υπάρχει «τίποτα καινούργιο». Παρόλα αυτά η ανάλυση των αλλαγών των παραδειγμάτων και των εργαλείων που χρησιμοποιεί η καταστολή, μαζί με εκείνα που προκύπτουν μέσα στην κοινωνία συνολικά, μας επιτρέπει να τοποθετήσουμε την καταστολή σε ένα πλαίσιο, εντοπίζοντας τις αιτίες και τους συγκεκριμένους στόχους, και ως εκ τούτου να αναπτύξουμε τις στρατηγικές αντίστασης και τις απαραίτητες αντεπιθέσεις. Η καταστολή δεν είναι για την ακρίβεια πάντα η ίδια και η κατανόηση των αλλαγών της θα έπρεπε να ενδιαφέρει όποι* προτάσσει τη «βελτίωση» του αναρχικού αγώνα ενάντια σε κάθε εξουσία.

Στην συγκεκριμένη υπόθεση που με αφορά, το πιο ενδιαφέρον κομμάτι αποτελεί η αναφορά που έδωσε ο εισαγγελέας στον ανακριτή με αίτημα τα προληπτικά μέτρα φυλάκισης. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες γίνεται προφανής η «ευρεία οπτική» που επιδιώκει να έχει αυτή η έρευνα, της οποίας ανακηρυγμένος σκοπός είναι η κατανόηση της πρόσφατης εξέλιξης του ενεργού αναρχικού κινήματος στην ιταλική επικράτεια, και ,στην προκειμένη περίπτωση, εκείνου που από κάποι* αποκαλούν «Νέα Αναρχία».

Για το σκοπό αυτό θα καταφύγω στην ιστορική αναδόμηση που διαμορφώθηκε κατά την έρευνα Scripta Manent, ξεκινώντας από τον «διχασμό» του κινήματος ως επακόλουθο της έρευνας Marini[1], σε «κλίκα ένοπλου αγώνα» (υπέρ μίας σταθερής και αναγνωρίσιμης οργάνωσης) και σε «κλίκα υπέρ της ανωνυμίας», που επακολούθως κατέληξε στην ανάπτυξη των πλέον διάσημων τεσσάρων τάσεων του εξεγερσιακού αναρχισμού[2]: «κλασική», «ανεπίσημη[informale]»(άλλη ονομασία της τάσης «υπέρ του ένοπλου αγώνα»), «κοινωνική» και «οικολογική». Μετά τις ποινές πρώτου βαθμού ενάντια στη FAI, αποτέλεσμα που πέτυχε μετά από δεκαετίες ερευνών και αποτυχημένων διαδικασιών, οι ανακριτές φαίνεται σήμερα να θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτό που νομικά καθιερώθηκε από αυτή τη μακρά σειρά καταδικών. Και αυτό μοιάζει να αξίζει και σε ότι αφορά τις μεθόδους έρευνας. Όπως και στην επιχείρηση Scripta Manent, στην οποία η ανάλυση των στοιχείων έμοιαζε να επικεντρώνεται με διακριτικότητα στις έρευνες, η ROS[Μονάδα Ειδικών Επιχειρήσεων] συνεχίζει για την ακρίβεια να διακρίνεται για την στοχευμένη (και προνομιούχα) παρακολούθηση αναρχοεξεγερσιακών ατόμων μέσω μίας συστηματικής μελέτης του αναρχικού χώρου. Αυτή η μεθοδολογία είναι ίδια με αυτήν που διαμορφώθηκε στο εσωτερικό του αντιεγκλιματικού πυρήνα του δυστυχώς διάσημου στρατηγού Dalla Chiesa για τον περιορισμό των ένοπλων ανταρσιών το ’70 και ’80: ένα αχανές και χαοτικό πλαίσιο αναλύεται, κατατομείται, σχηματοποιείται και ανασυντίθεται για να δημιουργήσει μία αποκρυπτογραφήσιμη εικόνα της λογικής υπό τη μορφή νόμων διάφορων δικαστικών και ερευνητών.

Και έτσι, ακολουθώντας την ίδια μέθοδο, αυτή η «Νέα Αναρχία» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σύμφωνα με τους ερευνητές για το ξεπέρασμα των πλέον παραδοσιακών αποκλίσεων πάνω στη χρήση ή όχι υπογραφών και αναλήψεων ευθύνης, για να οδεύσει προς μία θέση πιο «ρευστή» που προτιμάει την αντικατάσταση της χρήσης των παραπάνω με την ανωνυμία, με βάση αξιολογήσεις της στιγμής. Αυτό το βήμα υποτίθεται πως συνέβη ακολουθώντας τις «προσταγές» που ο Alfredo Cospito διακήρυσσε από την φυλακή μέσω διάφορων άρθρων που δημοσιεύτηκαν στα αναρχικά περιοδικά Vetriolo και Fenrir.

Στο πλαίσιο της έρευνας που με αφορά, τα άτομα που συγκατηγορούνται περιγράφονται άρα σαν ένα είδος «αίρεσης» της FAI που υποτίθεται ότι είχαν υιοθετήσει τις «οδηγίες» του Cospito. Όλο αυτό υπό το πρίσμα της συσχέτισης περιεχομένου μεταξύ του «παράνομου αρχείου» «Dire e Sedire» (γραμμένο όπως τους αποδίδεται), που μπορεί να ενσωματωθεί στην ανάληψη ευθύνης για την επίθεση στο τμήμα των carabinieri στο S. Giovanni της Ρώμης, και εκείνων που εκφράζονταν πιο γενικά από τη FAI (σύγκρουση σε αντίθεση με την αναμονή, απάντηση στην καταστολή με την πράξη, καμπάνιες αλληλεγγύης). Πρόσφατες αποδείξεις αποτελούν η εξεγερτική αλληλεγγύη στις ατομικότητες που φυλακίστηκαν μετά την επιχείρηση Scripta Manenet, με την συμμετοχή σε συνελεύσεις ή εκδηλώσεις και από μία αλληλογραφία με τον Alfredo στη φυλακή. Επίσης, διάφορες δράσεις που συνέβησαν, με ανάληψη ευθύνης ή όχι, αλλά πάντα συνδεδεμένες με την αλληλεγγύη, μαζί με κάποια περιεχόμενα που φανερώθηκαν χάρις την επιχείρηση Panico, υποτίθεται ότι αποτελούν μία «ξεκάθαρη ένδειξη» αυτής της αλλαγής στρατηγικής.

Κάτι ακόμη στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούμε και πάνω στο οποίο περιστρέφεται η έρευνα είναι κάτι ξεκάθαρα νομικό. Το πρόβλημα που προσπαθούν να λύσουν μέσω των πολυάριθμων ερευνών και επιχειρήσεων που αλλεπάλληλα χτυπούν τις αναρχικές πραγματικότητες, αποτελείται, όπως ομολογήθηκε από τους ίδιους τους ερευνητές, από την δυσκολία να γίνει αντιστοίχηση των σχετικών εγκλημάτων στους αναρχικούς τρόπους οργάνωσης. Εν προκειμένω, η εισαγγελία αναφέρεται στην καταδίκη από το δικαστήριο Επανεξέτασης της Φλωρεντίας σχετικά με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης στην υπόθεση Panico και στις υποθέσεις της FAI ,σαν να πρόκειται για νέα νομολογία. Στην πρώτη περίπτωση εκφράζεται υπό τη φύση συγγενικών σχέσεων, υποδεικνύοντας ότι αυτές «δεν πρέπει απαραίτητα να έχουν συνέχεια στο χρόνο» αλλά αρκεί να ενεργοποιούνται με σκοπό την οργάνωση, ή καλύτερα την ενδυνάμωσή τους. Αφού η συμμετοχή σε μία αναρχική δράση γίνεται ουσιαστικά με «ελεύθερο τρόπο», άρα αυτή μπορεί να έχει διαφορετική «σύσταση». Όσον αφορά από την άλλη την οργάνωση FAI, είχε ήδη εκφραστεί το 2013 το ανώτατο δικαστήριο καθορίζοντας τον πραγματικό ανατρεπτικό χαρακτήρα της ως εξής:

  • Αποτελείται από μία πληθώρα αυτόνομων πυρήνων που μοιράζονται μία καθορισμένη ιδεολογική αντίληψη
  • Εμψυχώνεται από μία εσωτερική συζήτηση την οποία κατευθύνει το έργο της
  • Προβλέπει συγκεκριμένους ρόλους που μπορεί να είναι διαφορετικοί από εκείνους που διαμοιράζονται από κοινού σε μία οργάνωση, όντας και αυτή μία αναρχική οργάνωση, και άρα χωρίς αρχηγούς
  • Έχει τον ανακηρυγμένο στόχο ότι θέλει να καταστρέψει την υπάρχουσα θεσμική και οικονομική διάρθρωση
  • Αποδέχεται το ρίσκο των παράπλευρων απωλειών

Αυτές οι πλευρές, μαζί με άλλες πιο γενικές όπως για παράδειγμα εκείνες που υποδείχθηκαν πρόσφατα(σύγκρουση, αλληλεγγύη, …), χρησιμοποιούνται για να τοποθετήσουν σε πλαίσιο τον σύγχρονο αναρχισμό και να συνδέσουν τα χαρακτηριστικά του με τη FAI παρουσιάζοντάς τα σαν «ανησυχητικές συσχετίσεις» και να μπορούν με αυτόν τον τρόπο να φορτώσουν το κακούργημα της εγκληματικής οργάνωσης στην επιχείρηση Bialystok. Έννοιες και εργαλεία που αποτελούν περιουσία του αναρχισμού εδώ και αιώνες παρουσιάζονται σαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μίας ανατρεπτικής οργάνωσης, και ως εκ τούτου κάθε έκφραση τους μπορεί να κατηγορηθεί για «ιδεολογική συγγένεια»:

  •  Η αμοιβαία υποστήριξη σε περίπτωση καταστολής και η «συγκρουσιακή αλληλεγγύη» υποτίθεται ότι είναι ένα εργαλείο τρομοκρατίας δεδομένου ότι είναι μέθοδος που χρησιμοποιεί η FAI (βλέπε «καμπάνιες αλληλεγγύης»)
  • Η έκδηλη θέληση για αντίθεση στις διάφορες μορφές εξουσίας και καπιταλισμού(όπως η αντίθεση στην τεχνολογική κυριαρχία) γίνεται ένα «ανατρεπτικό πρότζεκτ»
  • Η φυσική δυναμικότητα του αναρχικού κινήματος που εκφράζεται μέσω εσωτερικών συζητήσεων υποτίθεται ότι έχει τη λειτουργία της σύγκλισης των διάφορων συστατικών σε κοινούς στόχους («υποκίνηση και σχεδιασμός βίαιων δράσεων»)
  • Το ενδιαφέρον για θεματικές στο διεθνές πεδίο και περιστατικά καταστολής στο εξωτερικό αποτελούν «μία ανώνυμη έκφραση του σχεδίου της FAI»

Ξεκινάει έτσι να δημιουργείται το σκαρίφημα εκείνου που έμοιαζε να ελλοχεύει σαν ένα είδος ιδεολογικού εγκλήματος: η πρόθεση της επιθυμίας ισοπέδωσης του Κράτους και των διάφορων μορφών εξουσίας, η πρακτική της αμοιβαίας υποστήριξης, η αλληλεγγύη και η στήριξη των φυλακισμένων ατόμων, εν ολίγοις ό, τι χαρακτηρίζει τον αναρχισμό σαν πιο ευρεία έννοια, αποτελεί πιθανή σύνδεση με την τρομοκρατία. Μπορούμε να το πούμε κι εδώ, τίποτα το καινούργιο. Όμως θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στο γεγονός ότι τέτοια στοιχεία δεν αντλούνται από μία γενική αναρχική σκέψη, αλλά εντοπίζονται στις απόψεις μίας «φημισμένης» τρομοκρατικής οργάνωσης. Η διαφορά είναι προφανής.

Ωστόσο λείπει ακόμη ένα βήμα για να δοθεί το τελειωτικό χτύπημα στο προκείμενο πλαίσιο. Όπως έχει προβλεφθεί από το νόμο για να δικαιολογείται η τρομοκρατία σε σχέση με μία οργάνωση, πρέπει να έχει υπάρξει πραγματική πιθανότητα ότι η τελευταία είναι ικανή για πράξεις που μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο την δημοκρατία, την κανονική δραστηριότητα των θεσμών, ή τουλάχιστον να δημιουργεί «πανικό και τρόμο στον πληθυσμό». Και σε αυτό ακριβώς το σημείο αποκαλύπτεται η τελευταία ιδέα που ενισχύει την αρχιτεκτονική του κατηγορητηρίου. Αν η επαναφορά στοιχείων όμοιων μεταξύ διάφορων αναλήψεων ευθύνης ή μεταξύ των σχετικών συγκεκριμένων δράσεων(όπως για παράδειγμα να υποδεικνύει κανείς τον ρόλο της ENI στην εκμετάλλευση της Γης, οι σχέσεις μεταξύ Λιβύης και Ιταλίας σχετικά με τη μετανάστευση ή το ενδιαφέρον για κάποια φυλακισμένα άτομα ή κατασταλτικές επιχειρήσεις όπως η επιχείρηση Scintilla ή η απεργία πείνας των αναρχικών κρατουμένων στην Aquila) αποτελούν «προφανείς ενδείξεις» ενός ίδιου εγκληματικού σχεδίου, και αν οι «ρευστές σχέσεις» στο εσωτερικό ενός περιβάλλοντος που μοιράζεται τις παραδοχές του αναρχικού αγώνα διαμορφώνονται εξίσου σαν «οργανωτικές σχέσεις», άρα είναι ακριβώς αυτό το τελευταίο που δημιουργεί την πραγματική πιθανότητα μίας αληθινής απειλής στην σταθερότητα της εξουσίας, και που συνεπώς συνιστά λόγο επαγρύπνησης για τους θεσμούς. Όπως εκφράστηκε για την ακρίβεια και στην καταδικαστική απόφαση της Επανεξέτασης της υπόθεσης της Ρώμης (την επιχείρηση Bialystok) όπου επιβεβαιώθηκαν τα προληπτικά μέτρα φυλάκισης, αυτό που υποτίθεται ότι υπονοεί τον λειτουργικό κίνδυνο της οργάνωσης αποτελεί ακριβώς «το πλαίσιο» μέσα στο οποίο λειτουργεί αυτή η οργάνωση. Με άλλα λόγια υπάρχει ένας «κύκλος» ικανός να μυήσει τις «λειτουργικές προτάσεις» και να τις κάνει πράξη, και άρα δεν είναι απαραίτητο τα άτομα που βρίσκονται υπό έρευνα να έχουν περάσει στην πράξη για να υποδειχθούν ως παράγοντες κινητοποίησης ενός «ανατρεπτικού» σχεδίου και ως εκ τούτου να υποδειχθεί η συμμετοχή τους σε μία τρομοκρατική οργάνωση. Χρησιμοποιείται λοιπόν η φόρμουλα που γενικά συγκεκριμενοποιεί το περιβάλλον στο οποίο πρέπει να εκφραστεί η υποκίνηση για διάπραξη εγκλήματος (για να σχηματιστεί η υποκίνηση πρέπει απαραιτήτως να υπάρχει ένα «ευαίσθητο» πλαίσιο που να αποδέχεται την πρόσκληση για διάπραξη εγκλήματος) για να στηριχθεί η κατηγορία της τρομοκρατίας. Βρισκόμαστε μπροστά από ένα είδος αντιστροφής της αιτίας με το αποτέλεσμα. Το γεγονός ότι υπάρχει μία ανατρεπτική οργάνωση δεν σημαίνει ότι κατά συνέπεια διαπράττονται δράσεις επικίνδυνες για την καθεστηκυία τάξη. Αντιθέτως δομείται ένας ταυτολογικός διάλογος σύμφωνα με τον οποίο επειδή υπάρχει ένας «κύκλος», στην προκειμένη περίπτωση ο αναρχισμός, στου οποίου το εσωτερικό κυκλοφορούν έννοιες όπως η αλληλεγγύη και η επιθυμία για καταστροφή του Κράτους, του Κεφαλαίου και των εκφράσεών τους, και επειδή παράλληλα καταγράφονται γεγονότα που αποτελούν απόπειρες να γίνουν πράξη αυτές οι έννοιες, πρέπει κατά συνέπεια να υπάρχει απαραιτήτως μία τρομοκρατική/ανατρεπτική οργάνωση που σχεδιάζει αυτές τις πράξεις.

Κατά τη γνώμη μου είναι ξεκάθαρο σε αυτό το σημείο ότι ένα από τα στοιχεία που θέλουν να χτυπήσουν με αυτήν την ακόμη μία επιχείρηση, είναι ο αναρχικός διάλογος, και πιο συγκεκριμένα, η «επικοινωνία μέσω της πράξης». Όντως αναφέρονται, ανάμεσα στις σελίδες της έρευνας, διάφορες «αλληλεπιδράσεις» που έχουν συμβεί μέσω αναλήψεων ευθύνης, ακόμη και διεθνώς, με παραπομπές σε άλλες δράσεις, με ανακλήσεις σε έννοιες που έχουν εκφραστεί κάπου αλλού, εκφράσεις αλληλεγγύης σε αναρχικ* φυλακισμέν* σε άλλα κράτη κτλ. Αυτό γίνεται για να σκιαγραφηθούν τα χαρακτηριστικά ενός περιβάλλοντος δεκτικού στην ακολούθηση του «νήματος» των διαδρομών ή των σκέψεων που προπαγανδίζονται από συγκεκριμένες ομάδες ή άτομα, μέσω μίας ανάληψης ευθύνης ή ενός απλού σπρέι. Μία προτεινόμενη παρέμβαση, ή μία συγκεκριμένη σκέψη, για να μπορεί να κατανοηθεί πρέπει να είναι ευδιάκριτη, ξεκάθαρη, αναγνωρίσιμη. Πρέπει επομένως να «εμφανίζεται» στο εσωτερικό ενός πλαισίου, και οι αναλήψεις ευθύνης και οτιδήποτε γραπτό, πέρα από το ότι αποτελούν μέσα διάχυσης, έχουν ακριβώς αυτό το σκοπό.

Πέρα από αυτές τις υποθέσεις, το σχετικό έγκλημα μπορεί εύκολα να γίνει ένα νεφελώδες κάλυμμα που να μπορεί να ρίξει αδιακρίτως όποι* αναφέρεται με κάποιο τρόπο σε έννοιες και πρακτικές που θεωρούνται κατά καιρούς αίτια ανησυχίας για τους θεσμούς, όπως για παράδειγμα το σαμποτάρισμα αυτοκινήτων απέλασης, η αντίθεση στον πόλεμο ή σε ένα συγκεκριμένο κύμα καταστολής.

Αλλά αυτά φτάνουν ακόμη παραπέρα, κατηγορώντας σαν τρομοκρατικές τις ίδιες τις θεωρητικές βάσεις και τις πιο στοιχειώδεις πρακτικές του αναρχισμού. Στο σήμερα είναι ακόμη απαραίτητα τα γεγονότα που γεννούν ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανησυχίας στους θεσμούς για να δικαιολογήσουν μία παρόμοια υπόθεση εγκλήματος. Και γι αυτό τον λόγο προστίθεται στην έρευνα η επίθεση στο S. Giovanni με υπογραφή της FAI και ο εμπρησμός κάποιων αυτοκινήτων car sharing “eni enjoy”, που αποδίδονται σε ένα άτομο το οποίο σύμφωνα με το κατηγορητήριο υποτίθεται ότι δεν αποτελεί καν μέρος της οργάνωσης ή το γεγονός ότι αναφέρονται οι διαμαρτυρίες για την μεταγωγή του Paska από την φυλακή La Spezia. Γεγονότα που υποτίθεται ότι «εμπόδισαν έναν θεσμό του Κράτους να διενεργήσει σωστά τις λειτουργίες του, υποστηρίζοντας την τρομοκρατική υπόθεση(μία θέση που έχει επιτρέψει στους ερευνητές να αποπειραθούν να συμπεριλάβουν τον Paska στην οργάνωση, μία απόπειρα που απέτυχε τελικά από ένα τεχνικό λάθος του ανακριτή). Ή το ότι γίνεται αναφορά σε διάφορες άλλες εμπρηστικές επιθέσεις που έλαβαν χώρο στην πρωτεύουσα που, ακόμη και αν δεν έχουν αποδοθεί σε κάποιο από τα άτομα που βρίσκονται υπό έρευνα, τελικά τους αποδίδονται επειδή είναι «όμοια όσον αφορά τον στόχο, την μεθοδολογία της δράσης και την αλληλέγγυα ανάληψη ευθύνης». Ή το ότι εκφράζεται ανησυχία λόγω κάποιων παγιδευμένων δεμάτων που στάλθηκαν τον Μάρτιο του 2020, κυρίως στα περίχωρα της Ρώμης, για να δικαιολογηθεί «η ρεαλιστικότητα του κινδύνου». Αυτά τα τελευταία αποτελούν μεταξύ των άλλων περιεχόμενα μίας συμπληρωματικής σημείωσης της αίτησης λήψης προληπτικών μέτρων, πράγμα το οποίο μου επιβεβαιώνει τον προληπτικό χαρακτήρα της εφαρμογής τους. Όπως και στην περίπτωση της επιχείρησης Ritrovo, και αυτή η αίτηση βρίσκεται πράγματι στο συρτάρι του ανακριτή εδώ και κάποιους μήνες, αλλά λόγω της εξαιρετικής κατάστασης που δημιουργήθηκε με την εξάπλωση του κορονωϊού, πρέπει να δημιουργήθηκε μία επείγουσα κατάσταση που πίεσε τον ανακριτή να την υπογράψει.

Πιστεύω ότι η επιτάχυνση κάποιων διαδικασιών της ανάπτυξης Κράτους-Κεφαλαίου που έχει προκληθεί από την κρίση του κορονωϊού αφορά επίσης και την καταστολή, την διαχείριση της εσωτερικής επίθεσης και της δημόσιας τάξης γενικά. Επίσης πιστεύω ότι θα ήταν καλό να ξεκινήσουμε ήδη από τώρα να αναπτύσσουμε σκέψεις που μπορούν να χρησιμεύσουν στην αντιμετώπισή του.

Ελπίζω αυτό το κείμενο να αποτελέσει μία συνεισφορά σε αυτήν την κατεύθυνση, προσκαλώ τ* οποι*δήποτε να απαντήσει και να διευρύνει αυτές τις σκέψεις που αναγκαστικά περιορίζονται από τις γνώσεις μου και επομένως αποτελούν σκέψεις μίας μερικής οπτικής.

Με την καρδιά, το νου, το χέρι.

Νίκο,

ένας από τ* 6 της Bialystok

[1] Άλλη αντιαναρχική επιχείρηση των ROS[Ομάδα Ειδικών Επιχειρήσεων] και του εισαγγελέα Marini τη δεκαετία του 90’.

[2] ΣτΜ: Στα ιταλικά: Anarchismo Insurrezionalista και στα αγγλικά Insurrectionalism. Πρόκειται για συγκεκριμένη τάση/στρατηγική.

Πηγή: Athens Indymedia

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.