David Whitehouse: Η Καταγωγή της Αστυνομίας

Προλογικό σημείωμα

Πολλά ακούστηκαν και γράφτηκαν τον τελευταίο καιρό για την αστυνομία και τον ρόλο της, με αφορμή τις αναταραχές που μαίνονται στις ΗΠΑ και τους στόχους τους, ή το μέχρι που θα πρέπει να το φτάσουν οι εξεγερμένοι.

Η είδηση ότι, στη Μινεάπολη μέλη του δημοτικού συμβουλίου υπόσχονται την κατάργηση του αστυνομικού τμήματος και την εύρεση ενός άλλου τρόπου… διατήρησης της δημόσιας ασφάλειας και τάξης (ένα άλλο σώμα ασφαλείας δηλαδή, ή ίσως ένα είδος αυτό-αστυνόμευσης;), χαιρετίζεται από διάφορους ως ένα μεγάλο βήμα. Άλλοι, επιμένουν να εγκλωβίζονται στην οπτική του «καλού» και του «κακού» μπάτσου, να μιλούν για κάποια θεμελιώδη προστατευτική λειτουργία της αστυνομίας και πως πρέπει, μόνο, να ελεγχθεί λίγο παραπάνω γιατί, απλώς, έχει «ξεφύγει»· οι πράξεις της, δηλαδή, δεν απορρέουν από την ίδια της τη δομή και λειτουργία, αλλά οφείλονται σε κάποιο «ξεστράτισμα» από αυτές. Άλλοι πάλι, βλέπουν με θετικό μάτι τα γονατίσματα μπάτσων σε ένδειξη υποστήριξης των διαδηλωτών· παρ’ όλο που παραμένουν μπάτσοι, παρ’ όλο που είναι γνωστό ότι κάποια στιγμή αργότερα θα χτυπήσουν αμείλικτα τις πορείες και τις διαδηλώσεις (όπως το έχουν ήδη κάνει). Άλλοι, θεωρούν πως όσο τα πλήθη δρουν βίαια, άλλο τόσο βίαια θα απαντούν οι μπάτσοι, επομένως πρέπει να βρεθεί μια πιο ειρηνική προσέγγιση.

Αυτές οι γνώμες και οπτικές συσκοτίζουν τον πραγματικό ρόλο της αστυνομίας, όπως αυτός εκδηλώνεται κάθε φορά που τα πλήθη γίνονται ανεξέλεγκτα, όπως πρόσφατα έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ανεξέλεγκτα από την κυρίαρχη τάξη, ανεξέλεγκτα κατά της δικής της ασφάλειας κι ευημερίας. Ο πραγματικός ρόλος της αστυνομίας είναι ν’ αποτελεί την ασπίδα της ελίτ, όταν ξεσπά η οργή των καταπιεσμένων. Είναι η πλέον αντί-κινηματική και αντεπαναστατική δύναμη· ίσως περισσότερο κι απ’ τον στρατό ακόμη, καθώς έχει δημιουργηθεί ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο: να καταστέλλει τις εξεγέρσεις πριν απειλήσουν σοβαρά το υπάρχον κοινωνικό καθεστώς.

Κάθε κίνημα, επομένως, που θέλει ν’ αλλάξει όντως τα πράγματα, να τ’ αλλάξει ριζικά δηλαδή, θα πρέπει σίγουρα, αφενός να καταστρέψει την αστυνομία – θεσμικά και φυσικά – πράγμα που σημαίνει, επίσης, να μην συγκροτήσει ένα άλλο σώμα ασφαλείας, ως ανεξάρτητη κοινωνική δύναμη, βάζοντας τρικλοποδιά στον εαυτό του. Αφετέρου, θα πρέπει να έχει συνείδηση του ότι, η κατάργηση της αστυνομίας δεν αποτελεί έναν τελικό στόχο, αλλά είναι στα πρώτα βήματα του αγώνα για την ριζική ανατροπή της υπάρχουσας κοινωνίας. Η αστυνομία είναι ένας κύριος εχθρός της τάξης μας και ως τέτοιος πρέπει να εξολοθρευτεί αμείλικτα, όμως ο δρόμος για την τελική νίκη παραμένει μακρύς.

Με αφορμή τη συγκυρία, μεταφράσαμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο του David Whitehouse που αποτελεί μία πολύ καλή μελέτη και παρουσίαση των αιτιών της γέννησης της αστυνομίας και του χαρακτήρα της.

Την μετάφραση και τον πρόλογο επιμελήθηκε ο Homo Negativus

pdf-Η-Καταγωγή-της-Αστυνομίας-David-Whitehouse

Στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αστυνομία δημιουργήθηκε σε διάστημα μερικών δεκαετιών – χοντρικά από το 1825 έως το 1855.i

Ο νέος θεσμός δεν ήταν μία αντίδραση σε κάποια αύξηση του εγκλήματος και δεν οδήγησε, πραγματικά, σε νέες μεθόδους διαχείρισης του εγκλήματος. Ο συνηθέστερος τρόπος να λύνουν οι αρχές ένα έγκλημα, πριν και μετά την δημιουργία της αστυνομίας, ήταν και είναι να τους πει κανείς ποιος το διέπραξε.

Εξάλλου, το έγκλημα έχει να κάνει με τις πράξεις ατόμων και οι άρχουσες ελίτ που δημιούργησαν την αστυνομία αντιδρούσαν σε προκλήσεις που ανέκυπταν από τη συλλογική δράση. Με λίγα λόγια: Οι αρχές έφτιαξαν την αστυνομία ως αντίδραση στα μεγάλα, επιθετικά πλήθη. Αυτά ήταν:

οι απεργίες στην Αγγλία,

οι εξεγέρσεις στις Βόρειες Ηνωμένες Πολιτείες,

και η απειλή ανταρσιών στις Νότιες Πολιτείες.

Η αστυνομία, άρα, αποτελεί μία αντίδραση στα πλήθη, όχι στο έγκλημα.

Θα εστιάσω ιδιαίτερα στο ποια ήταν τα πλήθη αυτά, πώς έγιναν τέτοια πρόκληση. Θα δούμε ότι μία δυσκολία για τους κυβερνώντες, πέραν της αύξησης της κοινωνικής πόλωσης στις πόλεις, ήταν η διάλυση των παλιών μεθόδων προσωπικής επιτήρησης του εργατικού πληθυσμού. Σε αυτές τις δεκαετίες, το κράτος επενέβη για να γεμίσει το κοινωνικό ρήγμα.

Θα δούμε ότι, στο Βορρά, η δημιουργία της αστυνομίας υπήρξε απλώς ένα μέρος μιας προσπάθειας του κράτους να διοικεί και να διαμορφώνει το εργατικό δυναμικό σε καθημερινή βάση. Οι κυβερνήσεις επέκτειναν, επίσης, τα συστήματά τους για την ανακούφιση των φτωχών, με σκοπό τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας και ανέπτυξαν το σύστημα της δημόσιας εκπαίδευσης για να ρυθμίζουν τα μυαλά των εργατών. Θα συνδέσω αυτά τα σημεία με την αστυνομική εργασία αργότερα, αλλά κυρίως θα επικεντρωθώ στο πώς η αστυνομία αναπτύχθηκε στο Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, το Τσάρλστον (Νότια Καρολίνα) και την Φιλαδέλφεια.

* * * *

Για να πάρουμε μια ιδέα της ιδιαιτερότητας της σύγχρονης αστυνομίας, θα βοηθούσε να μιλήσουμε για τις συνθήκες που ίσχυαν όταν ο καπιταλισμός βρισκόταν στο ξεκίνημά του. Συγκεκριμένα, ας αναλογιστούμε τις πόλεις-με-δικές-τους-αγορές της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου, περίπου 1.000 χρόνια πριν.

Η κυρίαρχη τάξη της εποχής δεν ήταν στις πόλεις. Οι φεουδάρχες γαιοκτήμονες εδράζονταν στην επαρχία. Δεν είχαν μπάτσους. Μπορούσαν να συγκεντρώσουν ένοπλα σώματα για την τρομοκράτηση των δουλοπάροικων – οι οποίοι ήταν ημι-δούλοι – ή μπορούσαν να πολεμήσουν εναντίον άλλων ευγενών. Τα σώματα, όμως, αυτά ούτε επαγγελματικά ήταν ούτε και μόνιμα.

Ο πληθυσμός των πόλεων αποτελούταν κυρίως από δουλοπάροικους που είχαν εξαγοράσει την ελευθερία τους, ή απλώς δραπετεύσει απ’ τους αφέντες τους. Ήταν γνωστοί ως αστοί, που σημαίνει κάτοικοι της πόλης. Η αστική τάξη εγκαινίασε τις οικονομικές σχέσεις που αργότερα έγιναν γνωστές ως καπιταλισμός.

Για τους σκοπούς της συζήτησής μας ας πούμε ότι, καπιταλιστής είναι κάποιος ο οποίος χρησιμοποιεί χρήματα για να βγάλει περισσότερα χρήματα. Στην αρχή, οι κυρίαρχοι καπιταλιστές ήταν έμποροι. Ένας έμπορος παίρνει χρήματα για ν’ αγοράσει αγαθά προκειμένου να τα πουλήσει για περισσότερα χρήματα. Υπάρχουν, επίσης, καπιταλιστές που ασχολούνται μόνο με τα χρήματα – οι τραπεζίτες – οι οποίοι δανείζουν ένα συγκεκριμένο ποσό προκειμένου να λάβουν πίσω περισσότερα.

Θα μπορούσες ακόμη να ήσουν ένας τεχνίτης που αγοράζει υλικά και φτιάχνει κάτι, όπως παπούτσια, με σκοπό να τα πουλήσει για περισσότερα χρήματα. Στο συντεχνιακό σύστημα, ένας μάστορας θα δούλευε μαζί με καλφάδεςii και μαθητευόμενους και επίσης θα τους επέβλεπε. Οι μάστορες επωφελούνταν απ’ τη δουλειά εκείνων, υφίστατο, επομένως, εκμετάλλευση, αλλά οι καλφάδες και οι μαθητευόμενοι είχαν εύλογες ελπίδες να γίνουν οι ίδιοι μάστορες κάποια μέρα. Έτσι, οι ταξικές σχέσεις στις πόλεις ήταν αρκετά ρευστές, ειδικά σε σύγκριση με τη σχέση ανάμεσα στον ευγενή και τον δουλοπάροικο. Εξάλλου, οι συντεχνίες λειτουργούσαν έτσι που έθεταν κάποια όρια στην εκμετάλλευση, συνεπώς οι έμποροι ήταν εκείνοι που πράγματι συσσώρευαν κεφάλαιο εκείνη την εποχή.

Στη Γαλλία, τον 11ο και 12ο αιώνα, αυτές οι πόλεις έγιναν γνωστές ως κομμούνες (communes, κοινότητες). Συμπεριλαμβάνονταν στις κοινότητες υπό διάφορες συνθήκες, ενίοτε με την άδεια κάποιου άρχοντα φεουδάρχη, γενικά, όμως, αντιμετωπίζονταν ως αυτοδιοικούμενες οντότητες ή ακόμη και ως πόλεις-κράτη.

Δεν είχαν, όμως, μπάτσους. Είχαν τα δικά τους δικαστήρια – και μικρά ένοπλα σώματα αποτελούμενα από τους ίδιους τους κατοίκους. Αυτά τα σώματα, γενικά, δεν ασχολούνταν με το να απαγγέλουν κατηγορίες σε ανθρώπους. Εάν σε λήστευαν ή σου επιτίθονταν, ή αν σε εξαπατούσουν σε μία επαγγελματική συμφωνία, τότε εσύ, ο πολίτης, υπέβαλες την μήνυση.

Ένα παράδειγμα αυτής της αυτενεργής (do–it–yourself) δικαιοσύνης, μία μέθοδος που κράτησε αιώνες, ήταν γνωστό ως κατακραυγή (hue and cry). Εάν ήσουν σε κάποια αγορά και έβλεπες έναν να κλέβει, υποτίθεται ότι έπρεπε να βάλεις τις φωνές, λέγοντας «Σταμάτα, κλέφτη!» και να κυνηγήσεις τον κλέφτη. Από κει και πέρα, υποτίθεται ότι, όποιος σε έβλεπε να το κάνεις αυτό θα συμμετείχε στην κατακραυγή και θα έτρεχε επίσης πίσω από τον κλέφτη.

Οι πόλεις δεν χρειάζονταν μπάτσους διότι είχαν έναν υψηλό βαθμό κοινωνικής ισότητας, που έδινε στους ανθρώπους μία αίσθηση αμοιβαίας ευθύνης. Με τα χρόνια, οι ταξικές συγκρούσεις εντάθηκαν εντός των πόλεων, μα ακόμα κι έτσι, οι πόλεις έμειναν ενωμένες – μέσω ενός κοινού ανταγωνισμού με την εξουσία των ευγενών και μέσω συνεχών δεσμών αμοιβαίας ευθύνης.

Για εκατοντάδες χρόνια, οι Γάλλοι έτρεφαν μία εξιδανικευμένη ανάμνηση αυτών των πρώιμων πόλεων-κομμουνών – ως αυτοδιοικούμενες κοινότητες ίσων. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη ότι το 1871, όταν οι εργάτες κατέλαβαν το Παρίσι, το ονόμασαν Κομμούνα. Όμως, τώρα πηδάμε λίγο πιο μπροστά απ’ ότι θα έπρεπε για την ώρα.

* * * *

Ο καπιταλισμός υπέστη σημαντικές αλλαγές όσο ωρίμαζε εντός της φεουδαρχικής κοινωνίας. Πρώτα απ’ όλα, αυξήθηκε το μέγεθος των κεφαλαίων (capital holdings). Θυμηθείτε, αυτό είναι το ζήτημα – η μετατροπή μικρών ποσών χρήματος σε μεγαλύτερα ποσά χρήματος. Το μέγεθος των κεφαλαίων άρχισε να αυξάνεται με αστρονομικούς ρυθμούς κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Αμερικής, με τη λεηλασία χρυσού και ασημιού από το Νέο Κόσμο και την απαγωγή Αφρικανών προκειμένου να δουλέψουν στις φυτείες.

Όλο και περισσότερα πράγματα παράγονταν προς πώληση στην αγορά. Οι ηττημένοι στον ανταγωνισμό της αγοράς άρχισαν να χάνουν την ανεξαρτησία τους ως παραγωγοί και έπρεπε να αναλάβουν δουλειές με μισθό. Σε μέρη, όμως, όπως η Αγγλία, η μεγαλύτερη δύναμη που ωθούσε τους ανθρώπους σε αναζήτηση μισθωτής εργασίας ήταν το, υποκινούμενο από το κράτος, κίνημα εκδίωξης των αγροτών από τη γη.

Οι πόλεις μεγάλωσαν, καθώς οι αγρότες έγιναν πρόσφυγες από την επαρχία, ενώ μεγάλωσε και η ανισότητα μέσα στις πόλεις. Η καπιταλιστική αστική τάξη έγινε, πλέον, ένα κοινωνικό στρώμα πιο διακριτό απ’ τους εργάτες, απ’ όσο ήταν πρωτύτερα. Η αγορά επέδρασε διαβρωτικά στην αλληλεγγύη των συντεχνιών – κάτι στο οποίο θα επανέλθω με περισσότερες λεπτομέρειες όταν μιλήσω για τη Νέα Υόρκη. Τα εργαστήρια έγιναν μεγαλύτερα από ποτέ, καθώς, ένα μόνο αφεντικό στην Αγγλία μπορούσε να έχει υπό την επίβλεψη του δεκάδες εργάτες. Εδώ αναφέρομαι στα μέσα του 1700, την περίοδο ακριβώς πριν ξεκινήσει η πραγματική εργοστασιακή βιομηχανοποίηση.

Ακόμη δεν υπήρχαν μπάτσοι, αλλά οι πλουσιότερες τάξεις άρχισαν να καταφεύγουν σε όλο και περισσότερη βία για την καταστολή του φτωχού πληθυσμού. Κάποιες φορές ο στρατός διαταζόταν να πυροβολήσει στα εξεγερμένα πλήθη και κάποιες φορές οι αστυφύλακες συλλάμβαναν τους ηγέτες και τους κρέμαγαν. Άρα, η ταξική πάλη άρχιζε να εντείνεται, όμως τα πράγματα άρχισαν όντως να αλλάζουν, όταν ξέσπασε στην Αγγλία η Βιομηχανική Επανάσταση.

* * * *

Την ίδια περίοδο οι Γάλλοι περνούσαν την δική τους πολιτική και κοινωνική επανάσταση, με αφετηρία το 1789. Η κυρίαρχη τάξη της Βρετανίας αντέδρασε πανικοβαλλόμενη στην πιθανότητα ν’ ακολουθήσουν οι Άγγλοι εργάτες το παράδειγμα των Γάλλων. Έθεσαν εκτός νόμου εργατικά σωματεία και συνελεύσεις άνω των 50 ατόμων.

Παρ’ όλα αυτά, οι Άγγλοι εργάτες οργάνωναν όλο και μεγαλύτερες διαδηλώσεις, περίπου από το 1792 έως το 1820. Η αντίδραση της κυρίαρχης τάξης ήταν να στέλνει τον στρατό. Όμως υπάρχουν πραγματικά μόνο δύο πράγματα που θα μπορούσε να κάνει ο στρατός και είναι αμφότερα προβληματικά. Θα μπορούσε ν’ αρνηθεί να πυροβολήσει και τότε το πλήθος θα την γλίτωνε με ό,τι κι αν έκανε. Ή, θα μπορούσε να πυροβολήσει το πλήθος και να δημιουργήσει μάρτυρες της εργατικής τάξης.

Ακριβώς αυτό συνέβη στο Μάντσεστερ το 1819. Στρατιώτες στάλθηκαν να επιτεθούν σε πλήθος 80.000, τραυματίζοντας εκατοντάδες και σκοτώνοντας έντεκα. Αντί να καταστείλει το πλήθος, η πράξη αυτή, γνωστή ως «Η Σφαγή του Πήτερλου» (Peterloo Massacre), προκάλεσε ένα κύμα απεργιών και διαδηλώσεων.

Ακόμη και η πατροπαράδοτη τακτική κρεμάσματος των αρχηγών του κινήματος άρχισε να έχει αντίθετα αποτελέσματα. Μία εκτέλεση θα ασκούσε εκφοβισμό σ’ ένα πλήθος των 100 ατόμων, όμως τα πλήθη, πλέον, έφταναν μέχρι και τους 50.000 υποστηρικτές των καταδικασμένων και οι εκτελέσεις τους έκαναν να θέλουν ν’ αγωνιστούν. Η ανάπτυξη των βρετανικών πόλεων και η αύξηση της κοινωνικής πόλωσης εντός τους – δύο ποσοτικές αλλαγές δηλαδή – είχαν αρχίσει να προκαλούν, ποιοτικά, νέα ξεσπάσματα αγώνων.

Η κυρίαρχη τάξη χρειαζόταν νέους θεσμούς για να θέσει την κατάσταση υπό έλεγχο. Ένας απ’ αυτούς ήταν η αστυνομία του Λονδίνου, ιδρυμένη το 1829, δέκα μόλις χρόνια μετά το Πήτερλου. Το νέο αστυνομικό σώμα σχεδιάστηκε συγκεκριμένα για να ασκεί μη θανατηφόρα βία στα πλήθη και να τα διαλύει ενώ εσκεμμένα προσπαθεί να αποφύγει την δημιουργία μαρτύρων. Βέβαια, κάθε σώμα που οργανώνεται για ν’ ασκεί βία σε καθημερινή βάση, θα σκοτώσει μερικούς ανθρώπους. Όμως, για κάθε φόνο της αστυνομίας, υπάρχουν εκατοντάδες ή χιλιάδες πράξεις αστυνομικής βίας που είναι μη θανατηφόρες – υπολογισμένες και σχεδιασμένες να προκαλέσουν φόβο, αποφεύγοντας παράλληλα μία οργισμένη συλλογική αντίδραση.

Όταν οι αστυνόμοι του Λονδίνου δεν συγκεντρώνονταν σε διμοιρίες για τον έλεγχο του πλήθους, διαχέονταν στην πόλη για να αστυνομεύουν την καθημερινή ζωή των φτωχών και της εργατικής τάξης. Αυτό συνοψίζει τη χαρακτηριστική διττή λειτουργία της σύγχρονης αστυνομίας: από τη μία, είναι η διάχυτη μορφή παρακολούθησης και εκφοβισμού που αποκαλείται καταπολέμηση του εγκλήματος· και από την άλλη, είναι η συγκεντρωμένη μορφή δραστηριότητας της αντιμετώπισης των απεργιών, των εξεγέρσεων και των μεγάλων διαδηλώσεων.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκαν – η αντιμετώπιση του πλήθους – όμως εκείνο που βλέπουμε τον περισσότερο καιρό είναι ο μπάτσος που περιπολεί την περιοχή του (cop on the beat)iii. Πριν μιλήσω για την εξέλιξη της αστυνομίας στην Νέα Υόρκη, θέλω να εξερευνήσω την σύνδεση ανάμεσα στις δύο αυτές λειτουργίες της αστυνομικής εργασίας.

* * * *

Θα ξεκινήσω με το γενικότερο θέμα της ταξικής πάλης για τον εξωτερικό χώρο.

Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα για τους εργάτες και τους φτωχούς. Οι εξωτερικοί χώροι έχουν σημασία για τους εργάτες

– για τη δουλειά

– για τον ελεύθερο χρόνο και τη διασκέδαση

– ως χώρος διαμονής, εάν δεν έχεις σπίτι

… και για την πολιτική

Αρχικά, όσον αφορά τη δουλειά. Ενώ οι επιτυχημένοι έμποροι μπορούσαν να χρησιμοποιούν εσωτερικούς χώρους, εκείνοι που δεν είχαν τα ίδια μέσα έπρεπε να εγκατασταθούν ως πωλητές στους δρόμους. Οι καταξιωμένοι έμποροι τους είδαν ως ανταγωνιστές και έβαλαν την αστυνομία να τους εκδιώξει.

Οι πωλητές του δρόμου είναι, επίσης, αποτελεσματικοί προμηθευτές κλεμμένων αγαθών, αφού μετακινούνται εύκολα και είναι ανώνυμοι. Δεν ήταν μόνο οι πορτοφολάδες και οι διαρρήκτες που χρησιμοποιούσαν μ’ αυτόν τον τρόπο τους πωλητές του δρόμου. Οι υπηρέτες και οι δούλοι της μεσαίας τάξης έκλεβαν κι αυτοί από τους αφέντες τους και έδιναν τα αγαθά στους τοπικούς πωλητές. (Παρεμπιπτόντως, η δουλεία στη Νέα Υόρκη υπήρχε μέχρι το 1827.) Η διαρροή πλούτου από τα άνετα και αναπαυτικά σπίτια της πόλης είναι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο η μεσαία τάξη απαίτησε τη κινητοποίηση κατά των πωλητών του δρόμου.

Ο δρόμος ήταν επίσης, απλά, εκεί όπου οι εργάτες περνούσαν τον ελεύθερό τους χρόνο – επειδή τα σπίτια τους δεν ήταν άνετα και αναπαυτικά. Ο δρόμος ήταν ένα μέρος όπου μπορούσαν ν’ αποκτήσουν φιλίες, ελεύθερη διασκέδαση και όπου, ανάλογα το μέρος και την ώρα, μπορεί να συμμετείχαν σε αντιφρονούντες θρησκευτικούς και πολιτικούς κύκλους. Ο Βρετανός μαρξιστής ιστορικός EP Thompson τα συνόψισε όλα αυτά όταν έγραψε ότι, η αγγλική αστυνομία του 19ου αιώνα ήταν «αμερόληπτη, καθώς επιχειρούσε να μαζέψει απ’ τους δρόμους, με μια κίνηση, εμπόρους του δρόμου, ζητιάνους, πόρνες, διασκεδαστές του δρόμου, διαδηλωτές, παιδιά που έπαιζαν ποδόσφαιρο και ελευθερόφρονες και σοσιαλιστές ομιλητές, εξίσου. Το πρόσχημα ήταν, πολύ συχνά, πως είχαν λάβει κάποιο παράπονο από έναν καταστηματάρχη για διατάραξη του εμπορίου».

Και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, οι περισσότερες συλλήψεις αφορούσαν εγκλήματα δίχως θύμα, ή εγκλήματα κατά της δημόσιας τάξης. Ένας άλλος μαρξιστής ιστορικός, ο Sidney Harring, παρατήρησε πως: «Ο ορισμός του εγκληματολόγου των εγκλημάτων δημόσιας τάξης πλησιάζει επικίνδυνα πολύ την περιγραφή του ιστορικού της δραστηριότητας της εργατικής τάξης κατά τον ελεύθερο χρόνο».

Η ζωή έξω απ’ το σπίτι ήταν – και είναι – ιδιαίτερα σημαντική για την πολιτική της εργατικής τάξης. Οι καταξιωμένοι πολιτικοί και διευθυντές επιχειρήσεων έχουν τη δυνατότητα να συναντώνται σε εσωτερικούς χώρους και να παίρνουν αποφάσεις με μεγάλες επιπτώσεις, επειδή αυτοί ελέγχουν τις διοικητικές υπηρεσίες και την εργατική δύναμη. Όταν, όμως, συναντώνται οι εργαζόμενοι άνθρωποι και λαμβάνουν αποφάσεις για το πώς ν’ αλλάξουν τα πράγματα, συνήθως δεν παίζει και πολύ ρόλο εκτός κι αν μπορούν να συγκεντρώσουν μερικούς υποστηρικτές στους δρόμους, είτε πρόκειται για απεργία είτε για διαδήλωση. Ο δρόμος είναι το πεδίο κρίσεως του μεγαλύτερου μέρους της πολιτικής της εργατικής τάξης και η κυρίαρχη τάξη το γνωρίζει πολύ καλά αυτό. Γι’ αυτό τοποθέτησαν την αστυνομία στον δρόμο ως αντίθετη δύναμη για κάθε φορά που η εργατική τάξη δείχνει τη δύναμή της.

Τώρα, μπορούμε να κοιτάξουμε τις συνδέσεις ανάμεσα στις δύο κύριες μορφές αστυνομικής δραστηριότητας – τις περιπολίες ρουτίνας και τον έλεγχο του πλήθους. Η καθημερινότητα της περιπολίας συνηθίζει την αστυνομία στη χρήση βίας και στην απειλή βίας. Αυτό τους προετοιμάζει να φέρουν εις πέρας τις κατασταλτικές δράσεις μεγάλης κλίμακας, που είναι αναγκαίες όταν οι εργάτες και οι καταπιεσμένοι εξεγείρονται σε μεγαλύτερες ομάδες. Δεν είναι απλώς ένα ζήτημα εξάσκησης στα όπλα και τις τακτικές. Η περιπολία ρουτίνας είναι κρίσιμη για την δημιουργία ενός τρόπου σκέψης μεταξύ των μπάτσων για το ότι η βία τους είναι για το γενικότερο καλό.

Η καθημερινή εργασία επιτρέπει, ακόμη, στους διοικητές ν’ ανακαλύψουν ποιοι μπάτσοι νοιώθουν πιο άνετα να προκαλούν πόνο – και τότε τους τοποθετούν στην πρώτη γραμμή, όταν έρχεται η ώρα για τη λήψη δραστικών μέτρων. Την ίδια στιγμή, ο «καλός μπάτσος» που μπορεί να συναντήσεις στην περιπολία προσφέρει σημαντική κάλυψη δημοσίων σχέσεων για την σκληρή δουλειά που πρέπει να κάνουν οι «κακοί μπάτσοι». Η δουλειά ρουτίνας μπορεί, επίσης, ν’ αποβεί χρήσιμη σε περιόδους πολιτικών αναταραχών, καθώς η αστυνομία έχει ήδη περάσει χρόνο στις γειτονιές προσπαθώντας να ταυτοποιήσει τους ηγέτες και τους ριζοσπαστικούς.

* * * *

Τώρα μπορούμε να γυρίσουμε πίσω στην ιστορική αφήγηση και να μιλήσουμε για τη Νέα Υόρκη.

Θα ξεκινήσω με δύο σημεία για τις παραδόσεις των μαζών πριν την επανάσταση. Κατά την αποικιοκρατική περίοδο οι άνθρωποι εξαγριώνονταν μερικές φορές, συχνά, όμως, ήταν επισημοποιημένο με τρόπους που θα ενέκρινε η αποικιοκρατική ελίτ ή έστω θα ανεχόταν. Υπήρχαν διάφορες γιορτές που ενέπιπταν στην κατηγορία της «αταξίας», στις οποίες αντιστρέφονταν οι κοινωνικές θέσεις και τα κατώτερα στρώματα μπορούσαν να προσποιηθούν πως βρίσκονταν στην κορυφή. Αυτός ήταν ένας τρόπος για τις υποτελείς τάξεις να εκτονωθούν σατιρίζοντας τους αφέντες τους – ένας τρόπος που αναγνώριζε το δικαίωμα της ελίτ να κρατά τα ηνία όλες τις υπόλοιπες μέρες τον χρόνο. Αυτή η παράδοση συμβολικής αταξίας ήταν ιδιαίτερα εμφανής την περίοδο των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Ακόμη και στους σκλάβους επιτρεπόταν να συμμετάσχουν.

Υπήρχε ακόμη μία ετήσια γιορτή της Ημέρας του Πάπα, στην οποία μέλη της προτεσταντικής πλειονότητας έκαναν παρέλαση με ομοιώματα, συμπεριλαμβανομένου ενός του Πάπα – μέχρι που στο τέλος τα έκαιγαν όλα. Μια μικρή θρησκευτική πρόκληση, «τελείως στην πλάκα», τελείως εγκεκριμένη από τους πατέρες της πόλης. Σ’ αυτό το στάδιο, η Ημέρα του Πάπα συνήθως δεν οδηγούσε σε βία έναντι των καθολικών, επειδή μόλις λίγες εκατοντάδες υπήρχαν στη Νέα Υόρκη και δεν υπήρχε ούτε μία καθολική εκκλησία πριν την επανάσταση.

Αυτές οι μαζικές παραδόσεις ήταν έντονες, ακόμη και ταραχώδεις, όμως έτειναν να ενισχύουν τη σύνδεση ανάμεσα στα κατώτερα στρώματα και την ελίτ, αντί να σπάνε αυτή τη σύνδεση.

Τα κατώτερα στρώματα ήταν επίσης δεμένα με την ελίτ μέσω της διαρκούς προσωπικής επίβλεψης. Αυτό, φυσικά, ίσχυε για τους δούλους και τους οικιακούς υπηρέτες, αλλά και οι μαθητευόμενοι με τους καλφάδες ζούσαν επίσης στο ίδιο σπίτι με τον μάστορα. Επομένως, δεν υπήρχαν και πολλοί από αυτούς τους υποτελείς να τριγυρνούν στους δρόμους όλες τις ώρες.

Αυτή η κατάσταση κατέστησε τους ναύτες και τους ημερομίσθιους εργάτες ανεπιτήρητα και δυνάμει ταραχοποιά στοιχεία. Ήδη μέχρι το 1638, όπως σημειώνει ο ιστορικός Selden Bacon, η ελίτ του Νέου Άμστερνταμ (η ολλανδική αποικία που έγινε αργότερα η Νέα Υόρκη) είχε διαβλέψει την ανάγκη να αποτρέψει την αναταραχή που θα μπορούσε να ανακύψει από τα παράλια: «Τα πρώτα διατάγματα αστυνομικής φύσης που μπορούν να βρεθούν, έχουν να κάνουν με τα σκάφη στα λιμάνια, περιορίζοντας τις επισκέψεις των κατοίκων, απαγορεύοντας στους ναύτες να παραμείνουν στη στεριά τη νύχτα, διατάζοντας τους καπετάνιους των πλοίων να επιβάλουν αυτούς τους κανόνες. Ο σκοπός αυτού ήταν να ασφαλιστούν μπροστά στο λαθρεμπόριο όσο και να κρατήσουν τους άτακτους ναύτες μακριά απ’ τους δρόμους τη νύχτα. Όλοι οι εργάτες διατάζονταν να πηγαινοέρχονται στη δουλειά τους σε καθορισμένες ώρες, ενώ οι μάστορες ξυλουργοί και οι επόπτες των εργαζομένων διατάζονταν να το επιβάλουν» (Τόμος 1, 16).

Αυτό, φυσικά, είναι ένα παράδειγμα αστυνόμευσης δίχως αστυνομικό οργανισμό. Η ελίτ του Νέου Άμστερνταμ διέταζε τους εργοδότες να επιβλέπουν τους εργάτες στα παράλια τις ώρες εκτός εργασίας, όπως επίσης οι μάστορες θα επέβλεπαν τους δούλους, υπηρέτες και μαθητευόμενούς τους. Οι αποικιοκρατικές αρχές μπορούσαν να δουν ότι οι αδέσμευτοι, ελεύθεροι μισθωτοί εργάτες – ακόμη και σε αρκετά μικρούς αριθμούς – ήταν ικανοί να διαρρήξουν τις νόρμες αυτής της αριστοκρατικής κοινωνίας. Η αντίδρασή τους ήταν να καταστήσουν αυτούς τους μισθωτούς εργάτες λιγότερο ελεύθερους, προσπαθώντας να τους «δεσμεύσουν» στα αφεντικά τους.

Κάτω από τέτοιες συνθήκες, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι στην αποικία ήδη επιτηρούνταν κατά τη διάρκεια της ημέρας, δεν υπήρχε καμία ανάγκη για τακτικό αστυνομικό σώμα. Υπήρχε μία νυχτερινή φρουρά (night watch), η οποία πρόσεχε για φωτιές, προσπαθούσε να προφυλάσσει από βανδαλισμούς και συλλάμβανε κάθε μαύρο/η που δεν μπορούσε ν’ αποδείξει ότι ήταν ελεύθερος/η. Η φρουρά δεν ήταν με κανέναν τρόπο επαγγελματική. Όλοι τους είχαν ημερήσιες δουλειές και αναλάμβαναν περιοδικά και προσωρινά το πόστο της φρουράς, έτσι που δεν περιπολούσαν τακτικά συγκεκριμένες περιοχές ο καθένας – και όλοι το απεχθάνονταν. Οι πλούσιοι το απέφευγαν, πληρώνοντας αντικαταστάτες.

Κατά τη διάρκεια της ημέρας, ένας μικρός αριθμός αστυφυλάκων ήταν εν ώρα καθήκοντος, όμως δεν περιπολούσαν. Ήταν εκπρόσωποι του δικαστηρίου που εκτελούσαν εντολές, όπως κλητεύσεις και εντάλματα σύλληψης. Δεν έκαναν αστυνομική έρευνα. Το 1700 και για μεγάλο μέρος του 1800, το σύστημα στηριζόταν σχεδόν αποκλειστικά σε πολίτες πληροφοριοδότες που τους υπόσχονταν μερίδιο από το όποιο πρόστιμο ίσως όφειλε να πληρώσει ο παραβάτης.

* * * *

Η επαναστατική περίοδος άλλαξε μερικά πράγματα σχετικά με τον ρόλο των πληθών και τη σχέση ανάμεσα στις τάξεις. Τη δεκαετία του 1760, αρχής γενομένης με την αναταραχή ενάντια στο Νόμο Χαρτοσήμου (Stamp Act), η ελίτ των εμπόρων και των κατόχων ατομικής ιδιοκτησίας ενέκρινε νέες μορφές λαϊκής κινητοποίησης. Επρόκειτο για νέες σφοδρές διαδηλώσεις και εξεγέρσεις που αντλούσαν από τις υφιστάμενες παραδόσεις, ολοφάνερα όσον αφορά τη χρήση ομοιωμάτων. Αντί να καίνε τον Πάπα, έκαιγαν τον κυβερνήτη ή τον Βασιλιά Γεώργιο.

Δεν έχω τον χρόνο να προβώ σε λεπτομέρειες σχετικά με το τι έκαναν, είναι όμως σημαντικό να επισημάνω την ταξική σύνθεση αυτών των πληθών. Ίσως μέλη της ελίτ να βρίσκονταν επίσης εκεί, όμως ο κορμός αυτών των πληθών ήταν οι ειδικευμένοι εργάτες, γνωστοί συλλογικά ως μηχανικοί. Αυτό σημαίνει ότι ένας μάστορας θα ήταν έξω στο πλήθος με τους καλφάδες του και τους μαθητευομένους του. Εκείνοι που ήταν ανώτερης κοινωνικής βαθμίδας έτειναν να βλέπουν τους μάστορες σαν τους αξιωματικούς τους για την κινητοποίηση των υπόλοιπων μηχανικών.

Καθώς εντεινόταν η σύγκρουση με την Βρετανία, οι μηχανικοί έγιναν πιο ριζοσπαστικοί και οργανώθηκαν ανεξάρτητα από την αποικιοκρατική ελίτ. Υπήρξε τριβή ανάμεσα στους μηχανικούς και την ελίτ, ποτέ όμως ολοκληρωτική ρήξη.

Και, φυσικά, όταν ηττήθηκαν οι Βρετανοί και οι ελίτ έστησαν την δική τους κυβέρνηση, μπούχτισαν με όλη αυτή την αναταραχή στους δρόμους. Συνέχισαν να υπάρχουν ανταρσίες και εξεγέρσεις στις νέες ανεξάρτητες Ηνωμένες Πολιτείες, έπαιρναν όμως νέες μορφές – εν μέρει επειδή η οικονομική ανάπτυξη διαρρήγνυε την ενότητα των μηχανικών μεταξύ τους.

* * * *

Θα στραφώ τώρα στις εξελίξεις εκείνες που ακολούθησαν της επανάστασης – αλλαγές που δημιούργησαν μία νέα εργατική τάξη μες από ένα συγκρουόμενο συνονθύλευμα κοινωνικών στοιχείων.

Ας αρχίσουμε με τους ειδικευμένους εργάτες. Ακόμη και πριν την επανάσταση, η διάκριση ανάμεσα στους μάστορες και τους καλφάδες ήταν οξυμμένη. Για να το καταλάβουμε αυτό, πρέπει να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά την σταθερή επίδραση του συντεχνιακού συστήματος· δεν υπήρχαν επίσημες συντεχνίες στις Ηνωμένες Πολιτείες, μερικές όμως από τις παραδόσεις τους επιβίωναν μεταξύ των ειδικευμένων εργατών.

Οι παλιές συντεχνίες ήταν, επί της ουσίας, καρτέλ· ενώσεις εργατών οι οποίοι είχαν ένα μονοπώλιο μιας ορισμένης ειδίκευσης που τους επέτρεπε να ελέγχουν την αγορά. Μπορούσαν να ορίζουν πάγιες τιμές για τα προϊόντα τους, ακόμη και ν’ αποφασίζουν εκ των προτέρων πόσο μεγάλη θα ήταν η αγορά.

Η ελεγχόμενη αγορά επέτρεπε κάποια πάγια σταθερότητα των σχέσεων μεταξύ των εργατών του ίδιου επαγγέλματος. Ένας μάστορας αποκτούσε έναν μαθητευόμενο ως υπηρέτη με συμβόλαιο απ’ τους γονείς του με αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι θα του διδάξει μία ειδικότητα και θα του παρέχει τροφή και στέγη για επτά χρόνια. Οι μαθητευόμενοι εξελίσσονται και γίνονταν καλφάδες, όμως συχνά συνέχιζαν να δουλεύουν για τον ίδιο μάστορα, όσο δεν εμφανιζόταν κάποια ευκαιρία να γίνουν οι ίδιοι μάστορες. Οι καλφάδες έπαιρναν πάγιους μισθούς με μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Αυτό σήμαινε ότι θα συνέχιζαν να πληρώνονται ανεξάρτητα από τις εποχιακές διακυμάνσεις στον όγκο της δουλειάς. Αν και χωρίς την τυπική δομή των συντεχνιών, τα περισσότερα από αυτό το καθιερωμένο σύνολο σχέσεων ήταν ακόμη σε ισχύ κατά την προεπαναστατική περίοδο.

Ωστόσο, περίπου από το 1750 έως το 1850, αυτή η συντεχνιακή δομή στο εσωτερικό των ειδικευμένων επαγγελμάτων κατέρρεε επειδή η εξωτερική σχέση – ο έλεγχος των ειδικευμένων εργατών επί της αγοράς – είχε επίσης αρχίσει να διαλύεται. Τα εμπορεύματα που έρχονταν από άλλες πόλεις ή από το εξωτερικό, υπονόμευαν την δυνατότητα του μάστορα να ορίζει τις τιμές, επομένως τα εργαστήρια ρίχτηκαν στον μεταξύ τους ανταγωνισμό με έναν οικείο σε μας τρόπο.

Ο ανταγωνισμός ώθησε τους μάστορες να γίνουν περισσότερο σαν επιχειρηματίες, αναζητώντας καινοτομίες που εξοικονομούσαν εργασία και αντιμετωπίζοντας τους εργάτες τους περισσότερο ως αναλώσιμους μισθωτούς εργάτες. Οι επιχειρήσεις έγιναν μεγαλύτερες και πιο απρόσωπες – περισσότερο σαν εργοστάσια, με δεκάδες εργαζομένων.

Τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, οι εργαζόμενοι δεν έχαναν μόνο τα μακροπρόθεσμα συμβόλαιά τους, αλλά και το μέρος όπου ζούσαν στα σπίτια των μαστόρων τους. Οι μαθητευόμενοι το είδαν ως μία απελευθερωτική εμπειρία, καθώς οι νεαροί άντρες ξέφυγαν από την εξουσία των γονιών τους και των μαστόρων τους. Ελεύθεροι να πηγαινοέρχονται όπως επιθυμούσαν, μπορούσαν να γνωρίσουν νεαρές γυναίκες και να δημιουργήσουν την δική τους κοινωνική ζωή μεταξύ των ομοίων τους. Οι εργαζόμενες γυναίκες απασχολούνταν κυρίως σε διαφόρων ειδών οικιακές εργασίες, εκτός κι αν ήταν πόρνες.

Η δημόσια ζωή μεταμορφώθηκε καθώς αυτοί οι νέοι άνθρωποι ανακατεύτηκαν με τα υπόλοιπα μέρη του πληθυσμού που συγκροτούσε την αναπτυσσόμενη εργατική τάξη.

Το ανακάτεμα δεν ήταν πάντοτε ειρηνικό. Η μετανάστευση των Ιρλανδών καθολικών αυξήθηκε μετά το 1800. Μέχρι το 1829, υπήρχαν περίπου 25.000 καθολικοί στην πόλη – ένας στους οχτώ. Οι Ιρλανδοί απομονώνονταν από τη γειτονιά, συχνά ζώντας δίπλα στους μαύρους, οι οποίοι αποτελούσαν πλέον το 5 τοις εκατό του πληθυσμού. Το 1799, οι Προτεστάντες έκαψαν ένα ομοίωμα του Αγίου Πάτρικ και οι Ιρλανδοί αντεπιτέθηκαν. Αυτές οι μάχες επαναλήφθηκαν τα επόμενα χρόνια και ήταν ξεκάθαρο στους Ιρλανδούς ότι οι αστυφύλακες και η φρουρά είχαν εχθρική στάση απέναντί τους.

Άρα, πριν καν υπάρξουν τα σύγχρονα αστυνομικά σώματα, οι άνθρωποι του νόμου έκαναν ρατσιστική σκιαγράφηση του εγκληματολογικού προφίλ. Η ελίτ της πόλης πρόσεξε την έλλειψη σεβασμού των Ιρλανδών προς τη φρουρά – την ανοιχτή τους αντιπαλότητα – και αντέδρασε επεκτείνοντας τη φρουρά και καθιστώντας τις περιπολίες της πιο στοχευμένες. Αυτό έγινε σε συμφωνία με την αύξηση της αστυνομικής προσοχής στους Αφρικανούς, που ζούσαν στις ίδιες περιοχές και συχνά είχαν την ίδια στάση απέναντι στις αρχές.

Κάτω απ’ τις θρησκευτικές και φυλετικές διακρίσεις βρισκόταν ο οικονομικός ανταγωνισμός, εφόσον οι Ιρλανδοί εργάτες ήταν γενικώς λιγότερο ειδικευμένοι και έπαιρναν χαμηλότερους μισθούς από τους τεχνίτες εργάτες. Την ίδια στιγμή, οι μάστορες προσπαθούσαν να από-ειδικεύσουν τις δουλειές στα εργαστήρια. Με αυτόν τον τρόπο, οι λευκοί Αμερικάνοι μαθητευόμενοι έγιναν μέρος μιας αληθινής αγοράς εργασίας έχοντας χάσει τα μακροπρόθεσμα συμβόλαιά τους. Όταν συνέβη αυτό, βρέθηκαν να βρίσκονται ένα μόλις σκαλοπάτι πάνω απ’ τους Ιρλανδούς μετανάστες στην κλίμακα των μισθών. Οι μαύροι εργάτες, που εκτελούσαν οικιακή υπηρεσία ή δούλευαν ως γενικοί εργάτες, βρίσκονταν ένα ή δύο σκαλοπάτια ακόμη πιο κάτω απ’ τους Ιρλανδούς στην κλίμακα των μισθών.

Την ίδια στιγμή, το παλιότερο ανειδίκευτο κομμάτι τις μισθωτής εργατικής τάξης, περιστρεφόμενο γύρω από τις αποβάθρες και την ανοικοδόμηση κτιρίων, αυξανόταν, καθώς αμφότερα το εμπόριο και η ανοικοδόμηση αυξάνονταν μετά την Επανάσταση.

Γενικά, ο πληθυσμός αυξήθηκε ραγδαία. Η Νέα Υόρκη είχε 60.000 κατοίκους το 1800, αλλά διπλασιάστηκε μέχρι το 1820. Το 1830, η Νέα Υόρκη είχε παραπάνω από 200.000 ανθρώπους – και 312.000 μέχρι το 1840.

* * * *

Αυτή είναι μία αδρομερής σκιαγράφηση της εργατικής τάξης της Νέας Υόρκης

Σ’ αυτές τις δεκαετίες, κάθε τμήμα της εργατικής τάξης προέβη σε συλλογική δράση για λογαριασμό της.

Είναι μία ιδιαίτερα περίπλοκη ιστορία, εξαιτίας του αριθμού των δράσεων και του κατακερματισμού της τάξης. Θα μπορούσαμε, όμως, να ξεκινήσουμε με μία γενίκευση πως η συνηθέστερη μορφή πάλης ήταν επίσης η πιο στοιχειώδης – η εξέγερση.

Κάποιες λεπτομέρειες τώρα. Απ’ το 1801 έως το 1832, οι μαύροι Νεοϋορκέζοι εξεγέρθηκαν τέσσερις φορές για ν’ αποτρέψουν να σταλούν πρώην δούλοι πίσω στους αφέντες τους από άλλες περιοχές. Αυτές οι προσπάθειες γενικά απέτυχαν, η φρουρά αντέδρασε βίαια και οι συμμετέχοντες δέχτηκαν ασυνήθιστα σκληρές ποινές. Λευκοί πολέμιοι της δουλείας πήραν μέρος στις αποδοκιμασίας αυτών των εξεγέρσεων. Άρα, αυτές οι εξεγέρσεις απεικονίζουν μία λαϊκή αυτενέργεια παρά την αποδοκιμασία της ελίτ – καθώς και τη φυλετική διάκριση στην εφαρμογή του νόμου.

Ακόμη, λευκοί βανδάλιζαν εκκλησίες και θέατρα των μαύρων, μερικές φορές φτάνοντας στο επίπεδο αναταραχών. Σ’ αυτό εμπλέκονταν φτωχοί μετανάστες, αλλά μερικές φορές πλούσιοι λευκοί και οι αστυφύλακες λάμβαναν κι οι ίδιοι μέρος. Το 1826, μία εξέγερση κατά των μαύρων μαινόταν για τρεις μέρες, προκαλώντας ζημιές σε σπίτια και εκκλησίες μαύρων – μαζί με σπίτια κι εκκλησίες λευκών υπουργών κατά της δουλείας.

Δεν υπήρχε όμως μόνο σύγκρουση μεταξύ των μαύρων και των λευκών εργατών. Το 1802, λευκοί και μαύροι ναύτες απέργησαν για υψηλότερους μισθούς. Όπως και με τις περισσότερες απεργίες εκείνης της περιόδου, η μέθοδος ήταν αυτό που ο ιστορικός Eric Hobsbawm αποκαλούσε «συλλογική διαπραγμάτευση μέσω εξέγερσης». Στην περίπτωση αυττή, οι απεργοί ακινητοποίησαν τα πλοία που προσλαμβάνονταν με τους χαμηλότερους μισθούς. Οι λιμενεργάτες, επίσης, ενώθηκαν προσπερνώντας φυλετικά και θρησκευτικά όρια σε μαχητικές απεργίες το 1825 και το 1828.

Οι στάσεις εργασίας των ειδικευμένων εργατών, όπως οι καλφάδες, συνήθως δεν χρειαζόταν να καταφύγουν σε τέτοιου είδους φυσική επιβολή, γιατί κατείχαν ένα μονοπώλιο στις σχετικές ειδικότητες. Παρ’ όλα αυτά, οι καλφάδες έγιναν πιο μαχητικοί αυτά τα χρόνια. Οι απεργίες στα ειδικευμένα επαγγέλματα έγιναν σε τρία κύματα, ξεκινώντας το 1809 κι έπειτα το 1822 και το 1829. Κάθε κύμα ήταν μαχητικότερο και πιο επιβλητικό απ’ το προηγούμενο – καθώς στρέφονταν εναντίον άλλων ειδικευμένων εργατών που πρόδιδαν την αλληλεγγύη. Το 1829, οι καλφάδες ηγήθηκαν ενός κινήματος για τη μείωση της εργάσιμης ημέρας στις δέκα ώρες και δημιούργησαν το Κόμμα των Εργαζομένων (Workingmen’s Party). Το κόμμα διαλύθηκε την ίδια χρονιά, οδήγησε όμως στην ίδρυση της Γενικής Ένωσης Εργατών (General Trade Union) το 1833.

Ενώ οι εργάτες αποκτούσαν περισσότερη συνείδηση των εαυτών τους ως μιας τάξης, άρχισαν επίσης να εμπλέκονται όλο και περισσότερο σε «συνηθισμένες» εξεγέρσεις κάθε φορά που τα πλήθη μαζεύονταν, στις ταβέρνες, στα θέατρα ή στον δρόμο. Τέτοιες εξεγέρσεις μπορεί να μην είχαν σαφή οικονομικό ή πολιτικό στόχο, ήταν, όμως, περιπτώσεις συλλογικής αυτοπεποίθησης της εργατικής τάξης – ή εθνικών και φυλετικών μερίδων της τάξης. Τις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, γινόταν μια τέτοια εξέγερση περίπου τέσσερις φορές τον χρόνο, όμως στην περίοδο απ’ το 1825 έως το 1830, οι Νεοϋορκέζοι εξεγείρονταν μία φορά τον μήνα.

Συγκεκριμένα μία απ’ αυτές τις εξεγέρσεις ανησύχησε την ελίτ. Την Πρωτοχρονιά, ένα θορυβώδες πλήθος περίπου 4.000 νεαρών λευκών Αμερικάνων εργατών έβγαλαν έξω τα τύμπανα και τις ροκάνες τους και κατευθύνθηκαν προς το Broadway όπου ζούσαν οι πλούσιοι. «Προμηθεύτηκαν μία τεράστια κλειστή άμαξα» και την έσυραν με «ένα μεγάλο σκοινί αρκετά μέτρα μακρύ», σύμφωνα με μία ανώνυμη αναφορά στην Evening Post. Στον δρόμο τους έκαναν έφοδο σε μια Αφρικανική εκκλησία και χτύπησαν τα μέλη της. Η φρουρά συνέλαβε αρκετούς απ’ τους ταραξίες, αλλά το πλήθος τους ελευθέρωσε και έκανε την φρουρά να το βάλει στα πόδια.

Το πλήθος προσέλκυσε περισσότερους γλεντοκόπους και στράφηκε προς την εμπορική συνοικία, όπου έκαναν έφοδο στα μαγαζιά. Στο Πάρκο Battery, έσπασαν τα παράθυρα σε μερικά από τα πλουσιότερα σπίτια της πόλης. Έπειτα κατευθύνθηκαν πάλι προς το Broadway όπου οι πλούσιοι είχαν τη δική τους γιορτή στο City Hotel.

«Ο δρόμος, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, αποκλείστηκε από ένα αδιαπέραστο πλήθος και τα μόνιππα αμαξάκια που μετέφεραν στα σπίτια τους τις κυρίες και τους κυρίους, εμποδίστηκαν και δεν μπορούσαν να περάσουν. Το πρόβλημα έγινε τόσο μεγάλο, που ένα δυνατό απόσπασμα νυχτοφυλάκων συγκεντρώθηκε με την πρόθεση να συλλάβει τους ηγέτες και να διαλύσει τους υπόλοιπους». Οι ηγέτες του πλήθους ζήτησαν μία πεντάλεπτη ανακωχή. Αυτό επέτρεψε στη φρουρά ν’ αναλογιστεί τη μάχη στην οποίο επρόκειτο να εμπλακεί. Μέχρι τότε, το πλήθος έκοβε το μεγάλο σκοινί της άμαξας και όπλιζε τις πρώτες γραμμές με «κομμάτια μήκους περίπου ενός μέτρου». Όταν πέρασαν τα πέντε λεπτά, η φρουρά παραμέρισε «και το πλήθος πέρασε θορυβώδες και θριαμβευτικό προς το Broadway».

Αυτό το θέαμα ανυπακοής της εργατικής τάξης συνέβη μπροστά στα μάτια των οικογενειών που διοικούσαν τη Νέα Υόρκη. Η εξέγερση του 1828 – κι ένας χρόνος σημαντικών εξεγέρσεων το 1834 – επιτάχυναν μια σειρά σταδιακά αυξανόμενων μεταρρυθμίσεων που οδήγησαν, εν τέλει, στην δημιουργία του Αστυνομικούς Τμήματος της Νέας Υόρκης, το 1845.

Οι μεταρρυθμίσεις του 1845 μεγάλωσαν το αστυνομικό σώμα, του έδωσαν επαγγελματικό χαρακτήρα και το συγκεντρωποίησαν με μία πιο στρατιωτική ιεραρχία. Η βάρδια επεκτάθηκε στις 24 ώρες και απαγορεύτηκε στους αστυνόμους να έχουν δεύτερη δουλειά. Ο μισθός αυξήθηκε και η αστυνομία σταμάτησε να λαμβάνει πλέον ένα μέρος των προστίμων που αποσπώνταν απ’ τους παραβάτες.

Αυτό σήμαινε ότι οι μπάτσοι δεν έβγαιναν πλέον στις περιπολίες σκεπτόμενοι πώς να βγάλουν τα προς το ζην, μία διαδικασία που θα μπορούσε να οδηγήσει σε περίεργες επιλογές διώξεων. Η εξάλειψη του συστήματος των χρηματικών ποινών έδωσε στους διευθυντές μία μεγαλύτερη ελευθερία για τον καθορισμό της πολιτικής και των προτεραιοτήτων – κι έτσι, κατέστησε το τμήμα πιο γρήγορο στις αντιδράσεις του απέναντι στις μεταβαλλόμενες ανάγκες της οικονομικής ελίτ.

Έτσι ξεκίνησε η αστυνομία της Νέας Υόρκης.

* * * *

Η ιστορία της αστυνομίας στο Νότο είναι λίγο διαφορετική, όπως θα περίμενε κανείς.

Ένα από τα πρώτα αστυνομικά σώματα σύγχρονου τύπου, παγκοσμίως, αναπτύχθηκε στο Τσάρλστον, στη Νότια Καρολίνα, τα χρόνια πριν η αστυνομία της Νέας Υόρκης γίνει πλήρως επαγγελματική. Ο προκάτοχος του αστυνομικού σώματος του Τσάρλστον δεν ήταν μια ομάδα νυχτοφυλάκων, αλλά φρουροί δούλων που δρούσαν στην ύπαιθρο. Όπως το έθεσε ένας ιστορικός, «σε όλες τις [Νότιες] πολιτείες [πριν τον Εμφύλιο Πόλεμο], περιπλανώμενες οπλισμένες αστυνομικές περιπολίες χτένιζαν την ύπαιθρο μέρα νύχτα, εκφοβίζοντας, τρομοκρατώντας και κακοποιώντας δούλους για να τους κάνουν υποταγμένους κι υπάκουους.».

Αυτά ήταν, γενικά, εθελοντικά σώματα λευκών πολιτών (συχνά απρόθυμων εθελοντών) που είχαν τα δικά τους όπλα. Σταδιακά, οι ιδιοκτήτες δούλων προσάρμοσαν το σύστημα της υπαίθρου στην αστική ζωή. Ο πληθυσμός του Τσάρλστον δεν εκτοξεύτηκε όπως της Νέας Υόρκης. Το 1820 είχε ακόμη λιγότερους από 20.000 κατοίκους – απ’ αυτούς, όμως, περισσότεροι απ’ τους μισούς ήταν Αφροαμερικάνοι.

Το Τσάρλστον ήταν εμπορικό κέντρο, ξεκινώντας στους αποικιοκρατικούς καιρούς ως η κύρια τοποθεσία της Νότιας Καρολίνα για την εξαγωγή λουλακιού (indigo) και ρυζιού. Η πόλη ήταν, επίσης, ένα μεγάλο λιμάνι για την άφιξη των Αφρικανών προς πώληση – είτε απευθείας από την Αφρική, είτε από τις αποικίες σκλάβων στην Καραϊβική.

Όταν το Κογκρέσο απαγόρεψε την εισαγωγή δούλων το 1808, το Τσάρλεστον εξελίχθηκε σε μείζον κέντρο μεταφορτώσεων και πωλήσεων δούλων με κατεύθυνση, απ’ την Βιρτζίνια και τη Νότια και Βόρεια Καρολίνα, στην Αλαμπάμα, το Μισισίπι και τη Λουιζιάνα. Αυτές οι τρεις πολιτείες του «Βαθύ Νότου» χρειάζονταν μια σταθερή εισροή σκλάβων εργατών ώστε να ανταπεξέλθουν στην ζήτηση για βαμβάκι του 19ου αιώνα. Τα κλωστοϋφαντουργία στη Βρετανία και τη Νέα Αγγλία ωθούσαν την Βιομηχανική Επανάσταση και η εργασία των δούλων του Βαθύ Νότου ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της οικονομικής άνθισης.

Το Τσάρλστον δεν βρισκόταν στον κεντρικό άξονα αυτής της άνθισης, ο οποίος στερεωνόταν από αναπτυσσόμενες πόλεις όπως η Νέα Ορλεάνη και το Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας. Παρ’ όλα αυτά, η αστική ζωή του Τσάρλστον – τόσο η οικονομική όσο και η κοινωνική – ήταν συνδεδεμένη με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομικών σχέσεων σε άλλες πόλεις-λιμάνια και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Πολλοί από τους μεγαλοϊδιοκτήτες φυτειών της Νότιας Καρολίνα διατηρούσαν ένα σπίτι στο Τσάρλστον, έτσι οι μείζονες ιδιοκτήτες δούλων της πολιτείας κυριαρχούσαν επίσης στην πολιτική της μείζονος πόλης της πολιτείας. Όπως οι άρχουσες τάξεις άλλων εμπορικών πόλεων του Ατλαντικού, η ελίτ του Τσάρλστον χρειαζόταν ένα εργατικό δυναμικό που θα μπορούσε να διευρυνθεί, να συσταλεί και να προσαρμοσθεί ανάλογα με τα σκαμπανεβάσματα της αγοράς. Η δουλεία, ωστόσο, είναι ένας άκαμπτος τρόπο οργάνωσης των εργατών, καθώς οι δούλοι χρειάζονται τροφή και ένδυση ανεξαρτήτως του αν έχουν ή δεν έχουν να επιτελέσουν εργασία· στις περιόδους απραξίας, οι δούλοι γίνονται απλώς ένα έξοδο για τον αφέντη.

Γι’ αυτόν τον λόγο, οι αφέντες στο Τσάρλστον και σε άλλες πόλεις που είχαν δουλεία άρχισαν – ήδη από την αποικιοκρατική εποχή – να βάζουν τους δούλους να εργάζονται σε μισθωτές δουλειές. Κάποιοι σκλάβοι ήταν άμεση ιδιοκτησία των εργοστασιαρχών, ιδιαίτερα στην πιο βιομηχανική πόλη του Νότου, το Ρίτσμοντ. Ωστόσο, οι περισσότεροι από τους δούλους του Τσάρλστον, ήταν ιδιοκτησία λευκών αστών που τους χρησιμοποιούσαν για προσωπική υπηρεσία και «νοίκιαζαν» τους υπόλοιπους σε εργοδότες που πλήρωναν μισθούς. Δύο μύλοι ρυζιού του Τσάρλστον κατείχαν τους δούλους που χρησιμοποιούσαν, αλλά νοίκιαζαν επίσης τους δούλους τους σε άλλους, όταν οι μύλοι δεν λειτουργούσαν στη μέγιστη ισχύ.

Στην αρχή, οι αφέντες έβρισκαν δουλειά για τους δούλους τους και κρατούσαν όλους τους μισθούς για τον εαυτό τους. Όμως, πολύ αφέντες γρήγορα βρήκαν βολικότερο ν’ αφήνουν τους δούλους τους να βρίσκουν οι ίδιοι τις δουλειές τους, ενώ εισέπρατταν ένα σταθερό ποσό απ’ τον δούλο για τον χρόνο που περνούσε μακριά απ’ τον αφέντη. Ο αφέντης μπορούσε να λαμβάνει μία ετήσια επιστροφή του 10 με 15 τοις εκατό της τιμής αγοράς ενός/μιας δούλου/ας νοικιάζοντάς τον/την.

Αυτό το νέο σύνολο ρυθμίσεων άλλαξε ριζικά τη σχέση ανάμεσα στους δούλους και τους αφέντες τους, καθώς και ανάμεσα στους δούλους τους ίδιους. Οι δούλοι ξέφευγαν από την άμεση επίβλεψη των αφεντών τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα και πολύ σκλάβοι μπορούσαν να βγάζουν μόνοι τους πολύ περισσότερα χρήματα από το ποσό που πλήρωναν στους αφέντες τους. Οι μαύροι κάτοικοι του Τσάρλεστον άρχισαν ν’ αναφέρονται στα ποσά αυτά ως «αντίτιμα ελευθερίας».

Πολύ Αφροαμερικάνοι είχαν ακόμη και την οικονομική δυνατότητα να «ζουν έξω» – να βρίσκουν στέγαση εκτός των σπιτιών των αφεντών τους. Δούλοι μπορούσαν να παντρευτούν και να συζούν ανεξάρτητα. Κάποιοι ειδικευμένοι δούλοι τεχνίτες άρχισαν ακόμη και να προσλαμβάνουν οι ίδιοι μισθωτούς εργάτες. Αυτό συμπεριλάμβανε μερικές γυναίκες, που δούλευαν ως ράφτρες και κυριαρχούσαν στο εμπόριο ρουχισμού της πόλης. Ωστόσο, οι περισσότεροι σκλάβοι που μπήκαν στη μισθωτή εργασία ήταν άντρες, που δούλευαν σε κάμποσα ειδικευμένα επαγγέλματα, βραχυπρόθεσμη ανειδίκευτη εργασία και στην μεταφορά αγαθών. Οι γυναίκες, που αποτελούσαν την πλειονότητα των μαύρων κατοίκων του Τσάρλστον, εργάστηκαν κυρίως ως οικιακές σκλάβες.

Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, το Τσάρλστον είχε ένα προάστιο, κατά κύριο λόγο μαύρων, γνωστό ως «Charleston Neck» («Ο Αυχένας του Τσάρλστον»), κατοικούμενο κυρίως από δούλους μαζί με κάποιους ελεύθερους έγχρωμους. Το Τσάρλστον είναι χτισμένο στο νότιο άκρο μιας χερσονήσου ανάμεσα σε δύο ποταμούς και οι κάτοικοι αναφέρονταν στο μη-ενσωματωμένο βόρειο κομμάτι της χερσονήσου ως «The Neck» («Ο Αυχένας»). Το 1850, και σχεδόν σίγουρα πρωτύτερα, περισσότερο απ’ το ένα τέταρτο των μαύρων του Τσάρλστον στεγάζονταν δίχως την επίβλεψη κάποιου λευκού: Ήταν είτε ελεύθεροι είτε σκλάβοι που «ζούσαν έξω». Έξω από την δικαιοδοσία της πόλης, οι ιδιοκτήτες μπαρ στον Αυχένα αγνοούσαν διάφορους νόμους και σέρβιραν μία πολυφυλετική πελατεία.

Ο λευκός πληθυσμός του Νότου, τόσο στην πόλη όσο και στην εξοχή, ζούσε υπό τον διαρκή φόβο της ανταρσίας των δούλων. Στην ύπαιθρο, ωστόσο, οι μαύροι βρίσκονταν υπό διαρκή παρακολούθηση και υπήρχαν λίγες ευκαιρίες για τους σκλάβους, μες στο εξουθενωτικό καθεστώς εργασίας, να αναπτύξουν ευρείες κοινωνικές σχέσεις. Όμως, στο Τσάρλστον, όπως συχνά παρατηρούσαν οι λευκοί με δυσαρέσκεια ή ανησυχία, οι μαύροι εγκαθίδρυσαν μία δική τους συλλογική ζωή. Το 1818, περισσότεροι από τέσσερις χιλιάδες ελεύθεροι μαύροι και δούλοι αποσχίστηκαν από τις, φυλετικά μικτές, Μεθοδιστικές εκκλησίες της πόλης και έχτισαν ένα παράρτημα της νέας Αφρικανικής Μεθοδιστικής Επισκοπικής (ΑΜΕ) εκκλησίας στο Charleston Neck.

* * * *

Επειδή οι συνθήκες στις πόλεις του Νότου ήταν δραματικά πιο ελεύθερες από εκείνες στις φυτείες, το κράτος έπρεπε να επέμβει και να αναλάβει τη δουλειά της καταστολής που οι ιδιοκτήτες δούλων αναλάμβαναν συνήθως οι ίδιοι.

H Πολιτοφυλακή και η Νυχτερινή Φρουρά του Τσάρλστον αναπτύχθηκε μέσω μιας διαδικασίας πειραματισμού και σφάλματος σε μία, εμφανώς, σύγχρονη αστική αστυνομία μέχρι την δεκαετία του 1820, πραγματοποιώντας τόσο καθημερινή παρενόχληση κατά του μαύρου πληθυσμού όσο και παραμένοντας σε ετοιμότητα αστραπιαίας κινητοποίησης για τον έλεγχο του πλήθους. Οι μαύροι, ακόμη κι οι ελεύθεροι μαύροι, που πιάνονταν έξω μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας χωρίς μία ικανοποιητική δικαιολογία, υπόκεινταν σε ολονύχτια κράτηση από την Φρουρά και μέχρι 39 βουρδουλιές αφότου ένας ειρηνοδίκης κοίταζε την υπόθεση το πρωί. Αυτή η πρακτική έφτανε πίσω στις αποικιοκρατικές μέρες και αντανακλούσε τις μεθόδους των υπαίθριων περιπόλων των δούλων. Η πρώτη μεγάλη διαφορά, απ’ τις αρχές ακόμη, ήταν ότι η Φρουρά αποτελούσε έμμισθο σώμα, αντί μιας ομάδας κληρωτών πολιτών.

Η Φρουρά της Πόλης επιτελούσε, επίσης, ημερήσιο καθήκον στις διακοπές και τις Κυριακές, όταν αστυνόμευε τις εβδομαδιαίες αγορές, τις οποίες λειτουργούσαν, σε μεγάλο βαθμό, μαύρες γυναίκες σκλάβες. Τα πλήθη των μαύρων, ειδικά την ημέρα της αγοράς, μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα θορυβώδη, όπως σημειώνει ο ιστορικός Bernard Powers: Ένας λευκός πολίτης έγραψε στα 1840 ότι ήταν «συνεχώς ενοχλημένος, ειδικά τις Κυριακές, από τους πιο απείθαρχους και χυδαίους όχλους· αμφισβητούν κάθε νόμο και, εάν σκορπίζονται απ’ τη μία περιοχή, ανασυγκροτούνται, με αυξημένους αριθμούς, σε μία άλλη».

Οι αρχές της πόλης είδαν την ΑΜΕ εκκλησία ως μια ενοχλητική έκφραση της αυτονομίας των μαύρων. Τον πρώτο χρόνο της εκκλησίας, το 1818, η Φρουρά της Πόλης εισέβαλε στην εκκλησία και συνέλαβε 140 μέλη, αναφέροντας έναν σπάνια χρησιμοποιούμενο νόμο που απαγόρευε την συγκέντρωση επτά ή παραπάνω μαύρων δίχως την παρουσία λευκών. Τόσο στις πολιτείες που απαγόρευαν τη δουλεία όσο και στις πολιτείες με δουλεία, η ΑΜΕ εκκλησία έγινε γρήγορα ένα σημαντικό κέντρο των συζητήσεων των μαύρων για την κατάργηση της δουλείας, αν και οι συναθροίσεις απείχαν πολύ από μια ενιαία γραμμή για το ποια βήματα ν’ ακολουθήσουν προς την ελευθερία.

Ο David Walker, μέλος της ΑΜΕ στη Βοστώνη και ο συγγραφέας, το 1829, της μαχητικής Έκκλησης στους Έγχρωμους Πολίτες του Κόσμου (Appeal to the Colored Citizens of the World), ήταν πιθανώς μέλος της ΑΜΕ του Τσάρλστον από τις αρχές του 1820. Πολλές από τις απόψεις του Walker, συμπεριλαμβανομένων βιβλικών επιχειρημάτων για τα δικαιώματα των δούλων να εξεγερθούν και να αποκτήσουν την ελευθερία τους, συμφωνούν με τις απόψεις που αποδίδονται στον Denmark Vesey, ένα ελεύθερο μαύρο ξυλουργό του Τσάρλστον, που κατηγορήθηκε για το σχεδιασμό μιας μαζικής ανταρσίας το 1822.

Η απειλή της επανάστασης πανικόβαλε τους λευκούς του Τσάρλστον. Η ελίτ της πόλης, καθοδηγούμενη απ’ τον δήμαρχο, διέταξε τον βασανισμό των ύποπτων συνωμοτών, οι οποίοι τότε παρείχαν ομολογίες που ενέπλεκαν αρκετούς ακόμη. Στις επόμενες εβδομάδες, μία δεύτερη σειρά βασανισμένων υπόπτων ενέπλεξε δεκάδες ακόμη. Ένοχοι ή μη – ικανοί ιστορικοί διαφωνούν σχετικά με το αν υπήρχε καν κάποια συνωμοσία – ο Vesey και 34 ακόμη μαύροι κρεμάστηκαν, ενώ 27 εξορίστηκαν.

Ο Vesey και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι συνωμότες είχαν υπάρξει ηγέτες της (εργατικής) τάξης στην ΑΜΕ εκκλησία. Μετά την εκτέλεσή τους, ένας όχλος λευκών πολιτών έκαψε την εκκλησία. Μέλη της συνάθροισης συνέχισαν να συναντιούνται κρυφά καθ’ όλο τον Εμφύλιο Πόλεμο. (Ύστερα από την χειραφέτηση το 1865, ο γιος του Denmark Vesey, επίσης ξυλουργός, σχεδίασε το πρώτο καινούργιο κτίριο της ΑΜΕ εκκλησίας).

Εν μέσω του πανικού του 1822, λευκοί πολίτες κατηγόρησαν την Φρουρά της Πόλης για ολιγωρία και ζήτησαν την επαγγελματοποίηση και μεγέθυνση του σώματος. Η Φρουρά πέρασε σε 24ωρη υπηρεσία και συγκεντρωποιήθηκε υπό την άμεση εξουσία του δημάρχου. Καθώς ο πανικός υποχωρούσε, οι νομοθέτες κατάργησαν τα δύο αυτά μέτρα μέσα σε λίγους μήνες, αν και ενέκριναν τη μεγέθυνση του σώματος.

Επιπλέον, η πολιτεία της Νότιας Καρολίνα αντέδρασε στην υπόθεση Vesey χτίζοντας ένα φρούριο και οπλοστάσιο στα σύνορα του Τσάρλστον με το Charleston Neck. Αυτό το κτίριο, αφιερωμένο στην καταπίεση του μαύρου πληθυσμού, έγινε γνωστό ως Η Ακρόπολη – και μέχρι το 1842 στέγαζε την στρατιωτική ακαδημία που ακόμη φέρει αυτό το όνομα. Το στράτευμα της Ακρόπολης μπορούσε να δρα στο Τσάρλστον, αλλά μαζί με μία πολιτοφυλακή της πολιτείας γνωστή ως «Neck Rangers», υπήρχε για να κρατά υπό έλεγχο τον Αυχένα.

Στα μέσα του 1820, οι λευκοί κατηγόρησαν τους μαύρους για μία σειρά πυρκαγιών και το συμβούλιο της πόλης αντέδρασε επαναφέροντας ένα μικρό ημερήσιο σώμα, παρέχοντας ταυτόχρονα έξι άλογα για την επιτάχυνση των επικοινωνιών και κινητοποιήσεων. Έτσι, λοιπόν, το Τσάρλστον δημιούργησε 24ωρες αστυνομικές περιπόλους, τρία χρόνια πριν την ίδρυση της λονδρέζικης αστυνομίας το 1829.

Μέχρι τα μέσα στου 1830, το νομοθετικό σώμα επανέφερε τα μέτρα που πρώτα είχε περάσει εν μέσω πανικού το 1822 – τον συγκεντρωτισμό της διοίκησης της πόλης (και της Φρουράς) υπό έναν δήμαρχο με πλήρες ωράριο. Ύστερα από τις μεταρρυθμίσεις του 1836 η πόλη ανέπτυξε ένα σώμα Φρουράς των 118 ατόμων, συμπεριλαμβανομένων 94 «στρατιωτών» (private) και τεσσάρων μουσικών.

Η ελίτ πέτυχε τον επιπλέον συγκεντρωτισμό προσαρτώντας το Charleston Neck το 1849, θέτοντάς το, έτσι, υπό την δικαιοδοσία της Φρουράς της Πόλης. Πρωτύτερα, οι στρατιώτες των Rangers και της Ακρόπολης που αστυνόμευαν τον Αυχένα, αντιπροσώπευαν το πέρασμα από της υπαίθριες περιπόλους των σκλάβων στη σύγχρονη αστυνομία. Βάζοντας τον Αυχένα υπό την δικαιοδοσία της Φρουράς, προετοιμάστηκε το έδαφος για την ολοκληρωτική αντικατάσταση των τελευταίων πολιτοφυλάκων από ένστολες περιπόλους μισθωτών εργαζομένων της πόλης.

Ακόμη και πριν το 1820, το Νότιο αστυνομικό σώμα ήταν περισσότερο στρατιωτικοποιημένο από την αστυνομία στον Βορρά. Οι Φρουροί λειτουργούσαν σύμφωνα με μία στρατιωτική ιεραρχία πολλών βαθμίδων και, αντίθετα με την πρώτη Βόρεια αστυνομία, έφερα όπλα – με ξιφολόγχες. Στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, η νυχτερινή φρουρά της Νέας Υόρκης δεν έβγαινε σε συνεχή περιπολία, αλλά του Τσάρλστον το έκανε, συνήθως σε διμοιρίες των πέντε ή περισσότερων. Τα χρόνια πριν τον Εμφύλιο Πόλεμο, καθ’ όλη τη διάρκεια, επισκέπτες έγραφαν συχνά για την μοναδικά απειλητική παρουσία της Φρουράς.

Η ακριβής ιστορία των αστυνομικών σωμάτων διαφέρει από τη μία αμερικανική πόλη στην άλλη, αλλά όλες έτειναν να συμπέσουν σε παρόμοιες θεσμικές λύσεις. Η φύση της αστυνομίας προκύπτει από τη φύση του «προβλήματος»: ένας αστικός εργατικός πληθυσμός που έχει αναπτύξει κάποια οικονομική αυτονομία ως μισθωτοί εργάτες και τεχνίτες και έτσι έχει μπορέσει να δημιουργήσει μία δική του συλλογική ζωή με αυτοπεποίθηση. Η εμπειρία του Νότου ενισχύει, επίσης, την θέση που ήταν ήδη εμφανής στον Βορρά: ο ρατσισμός κατά των μαύρων ενσωματώθηκε στην δράση της αμερικανικής αστυνομίας από την πρώτη κιόλας μέρα.

* * * *

Προς το τέλος θα πω λίγα πράγματα για τη Φιλαδέλφεια, όμως πριν απ’ αυτό, θα εξάγω μερικά βασικά θέματα που ισχύουν για όλες αυτές τις περιπτώσεις.

Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να θέσουμε την αστυνόμευση στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου της άρχουσας τάξης να ελέγχει και να διαμορφώνει την εργατική τάξη. Είπα στην αρχή ότι η ανάδυση των εργατικών ξεσηκωμών συνέπεσε με την κατάρρευση των παλιών μεθόδων διαρκούς προσωπικής επίβλεψης του εργατικού δυναμικού. Το κράτος παρενέβη για να παράσχει την επίβλεψη. Οι μπάτσοι ήταν μέρος αυτής της προσπάθειας, όμως στον Βορρά το κράτος διεύρυνε, επίσης, τα προγράμματά του για την ανακούφιση των φτωχών και τη δημόσια εκπαίδευση.

Η δουλειά της αστυνομίας εντάχθηκε στο σύστημα ανακούφισης των φτωχών, καθώς οι αστυφύλακες εργάζονταν στην καταγραφή των φτωχών και την εγκατάστασή τους σε πτωχοκομεία. Αυτό συνέβαινε πριν ακόμη επαγγελματοποιηθεί η αστυνομία – οι αστυφύλακες ξεσκαρτάριζαν τους «δικαιούντες φτωχούς» απ’ τους «μη-δικαιούντες φτωχούς». Εάν ήταν ανεπάγγελτοι και ανήμποροι να δουλέψουν, οι αστυφύλακες θα τους έστελναν σε φιλανθρωπικές οργανώσεις της εκκλησίας ή της πόλης της ίδιας. Εάν, όμως, τα παλικάρια ήταν ικανά για δουλειά, τότε χαρακτηρίζονταν «αργόσχολοι» και στέλνονταν στη φρίκη των πτωχοκομείων.

Το σύστημα ανακούφισης των φτωχών παρείχε μία αποφασιστική συνεισφορά στη δημιουργία της αγοράς μισθωτής εργασίας. Η κύρια λειτουργία του συστήματος ανακούφισης ήταν να καταστήσει την ανεργία τόσο δυσάρεστη και ταπεινωτική, ώστε οι άνθρωποι προθυμοποιούνταν ν’ αναλάβουν συνηθισμένες δουλειές με πολύ χαμηλούς μισθούς απλώς για ν’ αποφύγουν την ανεργία. Τιμωρώντας τους φτωχότερους ανθρώπους, ο καπιταλισμός δημιουργεί μία χαμηλή βάση στην κλίμακα των μισθών και τραβά προς τα κάτω όλη την κλίμακα.

Η αστυνομία δεν παίζει, πλέον, έναν τόσο άμεσο ρόλο στην επιλογή ανθρώπων για ανακούφιση, τιμωρούν όμως και με το παραπάνω. Όπως ξέρουμε, ένα μεγάλο μέρος της δουλειάς της αστυνομίας είναι το να κάνουν δυσάρεστη τη ζωή των άνεργων ανθρώπων στον δρόμο.

Η εξέλιξη της σύγχρονης αστυνομίας συμπίπτει, επίσης, με την εξέλιξη της δημόσιας εκπαίδευσης. Τα δημόσια σχολείο συνηθίζουν τα παιδιά στην πειθαρχία του καπιταλιστικού χώρου εργασίας· τα παιδιά χωρίζονται από τις οικογένειές τους προκειμένου να εκτελέσουν μία σειρά καθηκόντων μαζί με άλλους, υπό την καθοδήγηση ενός προσώπου εξουσίας, σύμφωνα μ’ ένα πρόγραμμα καθοριζόμενο από ένα ρολόι. Το κίνημα της σχολικής μεταρρύθμισης των δεκαετιών του 1830 και 1840 είχε, επίσης, ως στόχο την διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα των μαθητών. Το αποτέλεσμα υποτίθεται θα ήταν ότι οι μαθητές θα υποτάσσονταν οικειοθελώς στην εξουσία, θα ήταν ικανοί να δουλέψουν σκληρά, να ασκούν αυτό-έλεγχο και να καθυστερούν την ικανοποίηση.

Στην πραγματικότητα, οι έννοιες της καλής αγωγής που προέκυψαν απ’ το κίνημα της σχολικής μεταρρύθμισης βρίσκονταν σε πλήρη συμφωνία με τις έννοιες της εγκληματολογίας που εφευρίσκονταν για την κατηγοριοποίηση των ανθρώπων στους δρόμους. Η αστυνομία δεν έπρεπε να επικεντρωθεί απλώς στο έγκλημα, αλλά σε εγκληματολογικούς τύπους – μία μέθοδος σκιαγράφησης προφίλ στηριζόμενη, υποτίθεται, από επιστημονικά τεκμήρια. Η έννοια του «έφηβου εγκληματία», για παράδειγμα, είναι κοινή στην εκπαίδευση και την αστυνόμευση – και έχει συμβάλει να ενωθούν οι δύο δραστηριότητες στην πράξη.

Αυτή η ιδεολογία της καλής αγωγής υποτίθεται θα είχε μεγάλη επίδραση στα μυαλά των μαθητών, ενθαρρύνοντάς τους να σκέφτονται πως τα προβλήματα στην κοινωνία προέρχονται από τις πράξεις «κακών ανθρώπων». Κύριος στόχος της εκπαίδευσης, σύμφωνα με τον μεταρρυθμιστή Horace Mann, θα έπρεπε να είναι η εμφύτευση μιας συγκεκριμένης συνείδησης στους μαθητές – ούτως ώστε να ελέγχουν την ίδια τους την συμπεριφορά και ν’ αρχίσουν να αστυνομεύουν τους εαυτούς τους. Με τα λόγια του Mann, ο στόχος ήταν τα παιδιά να «σκέφτονται το καθήκον, αντί τον αστυνομικό».

Είναι αυτονόητο πως, ένα αναλυτικό σχήμα διαχωρισμού της κοινωνίας μεταξύ καλών και κακών είναι τέλειο για την αναγνώριση αποδιοπομπαίων τράγων, ιδίως φυλετικών. Ένα τέτοιο ηθικολογικό σχήμα ήταν (και είναι) επίσης άμεσος ανταγωνιστής μιας ταξικά συνειδητοποιημένης κοσμοθέασης, η οποία αναγνωρίζει τον βασικό ανταγωνισμό της κοινωνίας ως την σύγκρουση ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους. Η αστυνομική δραστηριότητα προχωράει, έτσι, πέραν της απλής καταστολής – «διδάσκει» μία ιδεολογία καλής και κακής διαγωγής που συνυφαίνεται με τα μαθήματα στην σχολική τάξη και στο πτωχοκομείο.

Η γενική θέση εδώ είναι ότι, η δημιουργία της αστυνομίας ήταν μέρος μιας ευρύτερης επέκτασης της κρατικής δραστηριότητας προκειμένου να κερδίσει τον έλεγχο της καθημερινής συμπεριφοράς της εργατικής τάξης. Η εκπαίδευση, η ανακούφιση των φτωχών και η δουλειά της αστυνομίας, όλα στόχευαν να διαμορφώσουν τους εργάτες ώστε να είναι χρήσιμοι – και πιστοί – στην τάξη των καπιταλιστών.

* * * *

Η επόμενη βασική θέση έχει να κάνει με κάτι που όλοι γνωρίζουμε και είναι το εξής:

Υπάρχει ο νόμος… και υπάρχει αυτό που κάνουν οι μπάτσοι.

Πρώτα, λίγα λόγια σχετικά με το νόμο: Ανεξαρτήτως του τι έχετε μάθει στα μαθήματα αγωγής του πολίτη, ο νόμος δεν είναι το πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργεί η κοινωνία. Ο νόμος είναι ένα παράγωγο του τρόπου με τον οποίο η κοινωνία λειτουργεί, αλλά δεν σου δείχνει πως πραγματικά λειτουργούν τα πράγματα. Ο νόμος δεν είναι, επίσης, πλαίσιο του τρόπου με το οποίο η κοινωνία θα έπρεπε να λειτουργεί, αν και μερικοί άνθρωποι τρέφουν αυτή την ελπίδα.

Ο νόμος είναι πραγματικά απλώς ένα εργαλείο μέσα στ’ άλλα, στα χέρια εκείνων που έχουν τη δύναμη να το χρησιμοποιήσουν για να επηρεάσουν την πορεία των γεγονότων. Η επιχειρήσεις έχουν τη δύναμη να χρησιμοποιούν αυτό το εργαλείο, επειδή μπορούν να προσλαμβάνουν ακριβούς δικηγόρους. Οι πολιτικοί, οι εισαγγελείς και η αστυνομία έχουν επίσης τη δύναμη να χρησιμοποιούν το νόμο.

Τώρα, συγκεκριμένα όσον αφορά τους μπάτσους και το νόμο. Ο νόμος παρέχει πολλά περισσότερα εφόδια από εκείνα που όντως χρησιμοποιούν, επομένως η επιβολή τους είναι πάντοτε επιλεκτική. Αυτό σημαίνει ότι πάντοτε σκιαγραφούν το προφίλ εκείνου του κομματιού του πληθυσμού που στοχοποιούν και επιλέγουν ποια είδη συμπεριφοράς θέλουν ν’ αλλάξουν. Σημαίνει, επίσης, ότι οι μπάτσοι έχουν μία μόνιμη δυνατότητα για διαφθορά. Εάν είναι στην κρίση τους το ποιος θα συλληφθεί για ένα έγκλημα, μπορούν να απαιτήσουν μία αμοιβή για να μην συλλάβουν κάποιον.

Ένας άλλος τρόπος να δούμε το κενό ανάμεσα στο νόμο και το τι κάνουν οι μπάτσοι, είναι να εξετάσουμε την κοινή αντίληψη ότι η τιμωρία ξεκινάει μετά την καταδίκη στο δικαστήριο. Η αλήθεια είναι πως, οποιοσδήποτε είχε πάρε-δώσε με την αστυνομία θα σου πει ότι η τιμωρία ξεκινά την ώρα που θ’ ακουμπήσουν τα χέρια τους πάνω σου. Μπορούν να σε συλλάβουν και να σε ρίξουν στην φυλακή, χωρίς ποτέ να υποβάλλουν κατηγορίες. Αυτό είναι τιμωρία και το ξέρουν. Για να μην αναφέρουμε την σωματική κακοποίηση που μπορεί να δεχθείς, ή τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να σε ενοχλήσουν ακόμη κι αν δεν σε συλλάβουν.

Άρα, οι μπάτσοι το παίζουν αφεντικά στους ανθρώπους κάθε μέρα χωρίς εντολή δικαστηρίου και τιμωρούν ανθρώπους κάθε μέρα χωρίς την κρίση του δικαστηρίου. Ξεκάθαρα, λοιπόν, μερικές από τις κύριες κοινωνικές λειτουργίες της αστυνομίας δεν είναι γραμμένες στο νόμο. Είναι μέρος της αστυνομικής κουλτούρας που οι μπάτσοι μαθαίνουν ο ένας απ’ τον άλλον, με την ενθάρρυνση και καθοδήγηση των διευθυντών τους.

Αυτό μας επαναφέρει στο θέμα με το οποίο ξεκίνησα στην αρχή. Ο νόμος ασχολείται με το έγκλημα και άτομα κατηγορούνται για εγκλήματα. Όμως, η αστυνομία δημιουργήθηκε, πραγματικά, για να αντιμετωπίζει το τι είχαν γίνει οι εργάτες και οι φτωχοί στις συλλογικές τους εκφράσεις: Οι μπάτσοι ασχολούνται με τα πλήθη, τις γειτονιές, με στοχοποιημένα κομμάτια του πληθυσμού – όλες τους συλλογικές οντότητες.

Μπορεί να χρησιμοποιούν το νόμο καθώς το κάνουν αυτό, όμως οι γενικές οδηγίες τους τούς δίνονται ως κατευθυντήρια γραμμή, από τους διευθυντές τους ή από τα ίδια τους τα ένστικτα ως έμπειρων μπάτσων. Οι οδηγίες αυτές έχουν, συχνά, μία συλλογική φύση – ας πούμε, να αποκτήσουν το έλεγχο μιας απείθαρχης γειτονιάς. Πρώτα αποφασίζουν να κάνουν αυτό και ύστερα βρίσκουν ποιους νόμους να χρησιμοποιήσουν.

Αυτό είναι το νόημα των πολιτικών της «μηδενικής ανεκτικότητας» (zero tolerance), των «σπασμένων παραθύρων» (broken windows) – πολιτικές που, στο παρελθόν, μπορεί να είχαν ονομαστεί, με ειλικρίνεια, πολιτικές του «φαντασμένου νέγρου» (uppity nigger)iv. Ο στόχος είναι να εκφοβίζουν και να διεκδικούν των έλεγχο μιας μάζας ανθρώπων, δρώντας πάνω σε λίγους ανθρώπους. Τέτοιες τακτικές έχουν ενσωματωθεί στην δουλειά της αστυνομίας από την πολύ αρχή. Ο νόμος είναι ένα εργαλείο να χρησιμοποιούν εναντίον ατόμων, ο πραγματικός στόχος όμως, είναι ο έλεγχος της συμπεριφοράς των μεγαλύτερων μαζών.

* * * *

Θα χρησιμοποιήσω τα τελευταία μου λεπτά για να μιλήσω όσον αφορά κάποιες εναλλακτικές.

Μία από αυτές είναι ένα σύστημα δικαιοσύνης που υπήρξε στις Ηνωμένες Πολιτείες πριν την εμφάνιση της αστυνομίας. Είναι πολύ καλά καταγεγραμμένο για τη Φιλαδέλφεια, επομένως θα μιλήσω γι’ αυτήν. Η αποικιοκρατική Φιλαδέλφεια ανέπτυξε ένα σύστημα, τα λεγόμενα ελάσσονα δικαστήρια (minor courts) στα οποία λάμβαναν μέρος οι περισσότερες διώξεις εγκληματιών. Ο δήμαρχος και οι δημοτικοί σύμβουλοι δρούσαν ως δικαστές – ειρηνοδίκες. Οι φτωχοί έκαναν οικονομίες ώστε να μπορέσουν να πληρώσουν ένα αντίτιμο στον ειρηνοδίκη και να παρακολουθήσουν μία υπόθεση.

Τότε, όπως και τώρα, τα περισσότερα εγκλήματα διαπράττονταν από φτωχούς έναντι φτωχών. Σ’ αυτά τα δικαστήρια, το θύμα επίθεσης, κλοπής ή συκοφαντίας δρούσε ως εισαγγελέας. Κάποιος αστυφύλακας μπορεί να εμπλεκόταν ώστε να προσαγάγει τον κατηγορούμενο, όμως αυτό δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον μπάτσο που κάνει μία σύλληψη. Η όλη διαδικασία ωθούνταν από τις επιθυμίες του θύματος, όχι απ’ τους στόχους του κράτους. Ο κατηγορούμενος μπορούσε, επίσης, να αντιμηνύσει.

Κανείς δικηγόρος δεν εμπλεκόταν σε καμία απ’ τις δύο πλευρές, επομένως το μόνο έξοδο ήταν το αντίτιμο στον ειρηνοδίκη. Το σύστημα δεν ήταν τέλειο, αφού ο δικαστής μπορούσε να διαφθαρεί και η ζωή των φτωχών δεν έπαυε να είναι μίζερη όταν κέρδιζαν μια υπόθεση. Όμως ήταν αρκετά δημοφιλές και συνέχισε να λειτουργεί για κάποιον καιρό, ακόμη και αφού η σύγχρονη αστυνομία και οι κρατικοί εισαγγελείς αναπτύχθηκαν παράλληλα.

Η εμφάνιση της αστυνομίας, που συνέβη μαζί με την εμφάνιση των εισαγγελέων, σήμαινε ότι το κράτος προσπαθούσε να επηρεάσει προς όφελός του την δικαιοσύνη. Στο δικαστήριο, μπορεί να ελπίζεις να σου φερθούν ως αθώο μέχρι αποδείξεως του εναντίου. Πριν, όμως, φτάσεις στο δικαστήριο, πρέπει να περάσεις από τα χέρια των μπάτσων και των εισαγγελέων, οι οποίοι σίγουρα δεν σου φέρονται ως αθώο. Έχουν μια ευκαιρία να σε πιέσουν ή να σε βασανίσουν για να σου αποσπάσουν ομολογία – ή, στις μέρες μας, μία ομολογία με τη μορφή δικαστικού διακανονισμού – πριν καν φτάσεις στο δικαστήριο.

Όσο άδικο κι αν κατέληξε να είναι το σύστημα, καθώς κυριαρχούταν από τους μπάτσους και τους εισαγγελείς, τα ελάσσονα δικαστήρια είχαν δείξει στους κατοίκους της Φιλαδέλφειας ότι μία εναλλακτική ήταν δυνατή, η οποία έμοιαζε περισσότερο σαν την επίλυση μιας φιλονικίας μεταξύ ίσων.

Αυτό είναι το κλειδί – μπορούμε να ξανακάνουμε προσιτή μια εναλλακτική, αν καταργήσουμε τις άνισες κοινωνικές σχέσεις που η αστυνομία δημιουργήθηκε για να υπερασπίζεται. Όταν οι εργάτες του Παρισιού κατέλαβαν την πόλη για δύο μήνες το 1871, εγκαθίδρυσαν μία κυβέρνηση με το παλιό όνομα της Κομμούνας. Η απαρχές της κοινωνικής ισότητας στο Παρίσι υπέσκαψαν την ανάγκη για καταστολή και επέτρεψαν στου Κομμουνάριους να πειραματιστούν με την κατάργηση της αστυνομίας ως ξεχωριστό κρατικό σώμα, αποκομμένο απ’ τους πολίτες. Οι άνθρωποι εξέλεγαν οι ίδιοι τους αξιωματικούς δημόσιας ασφάλειας, που λογοδοτούσαν στους εκλέκτορες και ήταν ανακλητοί ανά πάσα στιγμή.

Αυτό δεν έγινε ποτέ μια καθιερωμένη ρουτίνα, γιατί η πόλη βρισκόταν υπό πολιορκία απ’ την πρώτη μέρα, αλλά οι Κομμουνάριοι είχαν τη σωστή ιδέα. Προκειμένου να υπερβούν το καθεστώς της αστυνομικής καταστολής, το κρίσιμο έργο ήταν να ανταποκριθούν στο όνομα της Κομμούνας – δηλαδή, να χτίσουν μία αυτοδιοικούμενη κοινότητα ίσων. Πάνω κάτω ακόμη αυτό είναι που πρέπει κι εμείς να κάνουμε.

——————————————————————-

https://worxintheory.wordpress.com/2014/12/07/origins–of–the–police/

i Το κείμενο αυτό αποτελεί μία επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που έδωσε ο David Whitehouse στο Σικάγο στα τέλη του Ιούνη το 2012.

ii Ως μάστορας, κάλφας και μαθητευόμενος, αποδίδονται οι όροι master, journeyman και apprentice. Αντί των δύο πρώτων, θα μπορούσαν να είχαν επιλεχθεί οι όροι αρχιτεχνίτης και τεχνίτης, όμως προτιμήθηκαν οι όροι μάστορας και κάλφας καθώς χρησιμοποιούνταν ήδη στα ελληνικά στο αντίστοιχο συντεχνιακό σύστημα που ίσχυε στον ελλαδικό χώρο. Στο συντεχνιακό σύστημα της μεσαιωνικής Ευρώπης ο κάλφας (journeyman) ήταν ο βοηθός του μάστορα, πιο πάνω από τον μαθητευόμενο, όντας ειδικευμένος τεχνίτης μεν, δίχως να έχει φτάσει στο επίπεδο ενός μάστορα δε.

iii Ένα «beat», στην αγγλική αστυνομική ορολογία, είναι η συγκεκριμένη περιοχή και ο συγκεκριμένος χρόνος που ένας μπάτσος περιπολεί. Σε αυτό το σύστημα περιπόλησης, ένας μπάτσος αναλαμβάνει σταθερά ένα συγκεκριμένο τομέα της πόλης, και για συγκεκριμένα ωράρια, με στόχο την εξοικείωση των κατοίκων με την αστυνομία ώστε να την εμπιστευτούν πιο εύκολα, να είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν κλπ. Εφαρμόζεται κυρίως στην Αγγλία και τις ΗΠΑ. Συνήθως, σε αυτό το σύστημα, ο μπάτσος (cop on the beat) περιπολεί πεζός, ή σε ποδήλατο, προκειμένου να είναι πιο εύκολο να έρθει σε επαφή με τους κατοίκους της περιοχής.

iv Zero tolerance, ονομάζεται η αστυνομική (και δικαϊκή) πολιτική που προωθεί την επιβολή αυστηρών, προκαθορισμένων και άκαμπτων ποινών σε όποιον εγκληματεί ανεξαρτήτως των ιδιαίτερων συνθηκών στις οποίες συνέβη το συγκεκριμένο έγκλημα.

Συνδέεται με την εγκληματολογική «θεωρία των σπασμένων παραθύρων» (broken windows theory), σύμφωνα με την οποία, οποιαδήποτε εμφανή σημάδια εγκλήματος, αντικοινωνικής συμπεριφοράς, δημόσιας αναταραχής κλπ, δημιουργούν ένα αστικό περιβάλλον που ενθαρρύνει περαιτέρω το έγκλημα και την αταξία, συμπεριλαμβανομένων σοβαρών εγκλημάτων. Από την θεωρία αυτή έπεται μία πολιτική αστυνόμευσης που στοχοποιεί, δυναμικά και επιθετικά, ακόμη και ελάσσονα εγκλήματα προκειμένου να δημιουργείται ένα κλίμα τάξης και νομιμότητας.

 

Πηγή: theshadesmag

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.