Αφιέρωμα: 3 Κείμενα ενάντια στους εθνικούς μύθους

Εντός του εθνικού παροξυσμού των ημερών για την συμπλήρωση 200 χρόνων από την Ελληνική επανάσταση επιλέξαμε να συγκεντρώσουμε και να αναδημοσιευσουμε 3 κείμενα αφιερωμένα στο ξεμπρόστιασμα και την κριτική εθνικών αφηγήσεων και μυθευμάτων.

Ο πόλεμος ενάντια στο υπάρχον διερχόταν και θα συνεχίσει να διέρχεται μέσα από την επίθεση στα φαντάσματα του αστικού κόσμου όπως το έθνος και η φυλή.

*

1821: Η Δημοκρατική Επανάσταση που δεν έγινε ποτέ

Φέτος κλείνουν 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 και η αστική τάξη αναζητά έναν τρόπο να σηκώσει το συναίσθημα εθνικής ενότητας. Μπορεί οι ρεφορμιστικές δυνάμεις να δίνουν τα ρέστα στη στήριξη της κυβέρνησης της ΝΔ ενάντια στον «αόρατο εχθρό του κορονοϊού» προσπαθώντας να αναστείλουν εδώ και ένα χρόνο τις μαζικές, λαϊκές κινητοποιήσεις, όμως είναι τέτοια η σφοδρότητα της αστικής αντεπανάστασης σε κάθε λαϊκή κατάκτηση των τελευταίων 45 χρόνων, που χρειάζεται ξανά ένα νέο «εθνικό όραμα» για να συσπειρωθεί η κοινωνική πλειοψηφία. Οι θεωρίες του «ανάδελφου έθνους» που βάλλεται από εξωτερικούς ή εσωτερικούς, ορατούς και αόρατους εχθρούς, είναι απαραίτητες για να αποδεχτούν οι πληβείες τάξεις την παραπέρα εξαθλίωσή τους. Η περιγραφή μιας ενιαίας πορείας του έθνους που προοδεύει κόντρα σε θεούς και δαίμονες, η αφήγηση της «ψωροκώσταινας» που επιβιώνει με σοφία σε μια μικρή λωρίδα γης με πολλαπλούς εχθρούς και τα προαιώνια «δίκαια» που «κακές δυνάμεις» του πλανήτη δεν αφήνουν να εκπληρωθούν, αποτελεί ένα συνεκτικό κρίκο που συσπειρώνει το αστικό μπλοκ. Είναι όμως έτσι; Υπάρχει κάτι να υπερασπίσουμε από την πολιτική ιστορία του ελληνικού αστισμού; Ας δοκιμάσουμε να δούμε κάποια ζητήματα.

Αστική δημοκρατία και καπιταλισμός: Μια σχέση περιστασιακή

Πολλές φορές γίνεται σύγχυση του πολιτεύματος και των ελευθεριών με την αλλαγή των οικονομικών σχέσεων και την τεχνολογική εξέλιξη που φέρνουν αυτές. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η αστική δημοκρατία έχει σαν προϋπόθεση την ύπαρξη των καπιταλιστικών σχέσεων αλλά το αντίστροφο δεν είναι απαραίτητο!

Ο άνθρωπος είναι κοινωνικό ον και καθορίζει κάθε περίοδο τους όρους συμβίωσης. Η προσπάθεια βελτίωσης των όρων αυτών για τις πληβείες τάξεις συγκροτεί τα διάφορα ανθρωπιστικά και δημοκρατικά κινήματα. Η μαρξιστική σχολή ανέδειξε με επιστημονικό τρόπο πως οι αλλαγές στο επίπεδο διαβίωσης δεν εξαρτώνται από ιδεολογικές – ηθικές σχέσεις αλλά από το οικονομικό επίπεδο που επιτρέπει την απελευθέρωση του συνόλου της ανθρωπότητας από την ανέχεια και την εξαθλίωση. Η ύπαρξη, λοιπόν, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, του homo economicus, επιτρέπει όχι μόνο να εκτιναχτεί η παγκόσμια παραγωγική ικανότητα αλλά και να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις συλλογικής συνύπαρξης της κοινωνίας.

Η αστική δημοκρατία από την άλλη, δεν είναι μια «παραχώρηση του ηγεμόνα» αλλά προκύπτει ως ανάγκη από την καπιταλιστική οικονομική οργάνωση. Ο συλλογικός εργάτης χρειάζεται να μορφώνεται για να είναι πιο επιδέξιος, χρειάζεται να γιατρεύεται για να επιστρέφει παραγωγικός στη δουλειά του και από την άλλη δημιουργεί δεσμούς κοινωνικούς και πολιτικούς στην πόλη, στη δουλειά, στο σχολείο. Ο αστισμός, λοιπόν, έχει ανάγκη την κοινωνική ειρήνη και την ταξική συνθηκολόγηση για να λειτουργεί εύρυθμα η οικονομία. Η ύπαρξη δημοκρατικών ελευθεριών υπάρχει ως κομμάτι της ταξικής πάλης των πληβείων τάξεων και γίνεται ανεκτή μόνο όσο δεν επιβαρύνει δυσανάλογα την κερδοφορία του κεφαλαίου. Αν οι αστοί μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους με την ελάχιστη διαπραγμάτευση με τις λαϊκές τάξεις επιλέγουν αυτή τη συνθήκη χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Για το αστικό μπλοκ η δημοκρατία είναι δαπάνη πολυτελείας και πραγματοποιείται μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης.

Για να δούμε, λοιπόν, τη σχέση του ελληνικού αστικού κινήματος του 1821 με τη δημοκρατία.

Η σχέση της ελληνικής επανάστασης του 1821 με το Διαφωτισμό

Στον ελλαδικό χώρο υπάρχει μια περίεργη σχέση με την έννοια «δημοκρατία». Το βαρύ ιστορικό παρελθόν του ελλαδικού χώρου την περίοδο της αρχαιότητας δημιουργεί μια τεράστια αίγλη αλλά και προσδοκία στη σύγχρονη πολιτική σκηνή. Παρ` όλα αυτά τα τελευταία διακόσια χρόνια εκπέμπονται εντελώς αντιθετικά σήματα που δημιουργούν συγχύσεις. Από τη μία οι αναφορές στην αρχαιοελληνική δημοκρατία αλλά και στο γεγονός πως πραγματοποιήθηκε μια από τις πρώτες αστικές επαναστάσεις στον πλανήτη, καθιστούν την Ελλάδα κάτι σαν κοιτίδα της Δημοκρατίας. Τυπικά, ο κοινοβουλευτισμός φτάνει τα 190 χρόνια αλλά ο σφικτός εναγκαλισμός του με το στρατό και την εκκλησία και η ύπαρξη βασιλιά για 150 χρόνια δημιουργούν τουλάχιστον προβληματισμό για το επίπεδο των δημοκρατικών θεσμών. Όμως ας μην είμαστε προκατειλημμένοι και άδικοι με την ιστορία.Η Επανάσταση του 1821 ήταν από τις πρώιμες αστικές επαναστάσεις. Μετά τις ΗΠΑ και τη Γαλλία (ή και κάποιες μικρές σαν της Αϊτής) η εξέγερση που ξεκίνησε στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γέννησε παγκόσμιες ελπίδες για το δημοκρατικό κίνημα.

Κείμενα γράφονται σε κάθε μεριά του πλανήτη που εξυμνούν τη φλόγα της επανάστασης, μεμονωμένοι αγωνιστές έρχονται να πολεμήσουν στο πλευρό των αντάρτικων δυνάμεων. Στα σπαθιά των επαναστατών έβλεπαν τη νίκη της Λογικής και τη Δημοκρατία να νικάει στο γεωγραφικό χώρο που εμφανίστηκε πρώτη φορά ως ιδέα. Αυτή δεν ήταν μια αυθαίρετη προβολή, μια φαντασίωση.

Ο ελληνικός αστισμός μεγαλουργούσε σε κάθε πόλη της Ευρώπης. Από τη Βιέννη και το Άμστερνταμ, το Βουκουρέστι και το Παρίσι, τον Εύξεινο Πόντο και τις Ιταλικές πόλεις, η ανερχόμενη αστική τάξη ήταν παρούσα. Το ανερχόμενο εφοπλιστικό κεφάλαιο και η σχέση του με το παγκόσμιο εμπόριο έφερνε τους έλληνες αστούς στο κέντρο της παγκόσμιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα παλιά απολυταρχικά καθεστώτα «έπνιγαν» τις δυνατότητες επέκτασης του κεφαλαίου. Η ανάγκη να υπάρχει μια σημαντική οικονομική – πολιτική αλλαγή έκαιγε τα μυαλά των αστών. Έχοντας δικτυωθεί στα μεγάλα εμπορευματικά κέντρα αλλά και στις πολιτικές λέσχες της τάξης του, ο ελληνικός αστισμός έρχεται σε επαφή με τις επαναστατικές θεωρίες του Διαφωτισμού αλλά και με τα κοσμοϊστορικά γεγονότα του 18ου αιώνα σε ΗΠΑ και Γαλλία που άλλαξαν το ρου της ιστορίας.

Η ελληνική διανόηση γρήγορα στρατεύεται σε αυτή την κατεύθυνση. Από τον Αδαμάντιο Κοραή ως τον Ρήγα Βελεστινλή και τον Δημήτριο Υψηλάντη, δημιουργείται το πρώτο πολιτικό ρεύμα που ανοίγει το δρόμο για την δημοκρατία στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στο «Θούριο» του Ρήγα Βελεστινλή περιγράφεται μια ομοσπονδία φυλών και εθνοτήτων στο χώρο των Βαλκανίων που αποτινάσσουν το ζυγό του Σουλτάνου. Όταν ο Ρήγας αναφέρεται σε «ελληνική» ομοσπονδία αυτή έχει την έννοια της Γαλλικής Επανάστασης του πολίτη. Ο «έλληνας» είναι ο πολίτης αυτής της ομοσπονδίας που κατοικεί σε αυτή και όχι η συγγένεια αίματος που κατοχυρώθηκε στην ελληνική ιστορική περιγραφή. Συλλαμβάνεται στην Τεργέστη και εκτελείται το 1798 στη Βιέννη μέσα στο κλίμα αντεπανάστασης που υπάρχει στην Ευρώπη.

Αυτές οι ιδέες δεν ήταν ένα αφηρημένο σχέδιο των ελλήνων της Κεντρικής Ευρώπης. Δεν ήταν ιδεοληψίες χωρίς ιστορική και κοινωνική βάση. Μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η ναυτιλία και η κρατική διοίκηση ήταν σε «ελληνικά» χέρια. Παράλληλα το κοινοτικό σύστημα στα χωριά δημιουργούσε χώρο συλλογικής συνύπαρξης και δυνατότητα εξάπλωσης των ιδεών της αστικής αναδιοργάνωσης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.

Αυτή η φλόγα ήταν που άναψε φωτιές σε όλη την Ευρώπη, αλλά για λίγο!

1821: Η Δημοκρατία μας τελειώνει πολύ γρήγορα

Η Φιλική Εταιρεία και ο Υψηλάντης ήταν η πρώτη προσπάθεια υλοποίησης της αστικής, δημοκρατικής επανάστασης.

Λειτουργούσε στο χώρο της Ρωσίας – Ρουμανίας μετά το 1814 εκμεταλλευόμενη την αντίθεση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Πολλοί ιστορικοί στέκονται στον τρόπο οργάνωσης της εξέγερσης. Η ίδρυση ενός τακτικού στρατού που απελευθερώνει εδάφη, πράγματι, φαίνεται πιο αναποτελεσματική από το αντάρτικο που στήθηκε στον ελλαδικό χώρο. Στην πραγματικότητα, όμως, το πρόβλημα ήταν καθαρά πολιτικό.

Από τα πρώτα βήματά της η Ελληνική Επανάσταση αντιμετώπισε ένα συντεταγμένο συντηρητικό ρεύμα. Όπως είδαμε προηγουμένως, η αστική τάξη είχε αγαστή σχέση με το καθεστώς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Γι` αυτό και τη διαδικασία της εξέγερσης την αντιμετωπίζει με διστακτικότητα. Γενικά, περισσότερο βλέπει μια αναβάθμιση της θέσης κι ένα παζάρι με την Πύλη για περισσότερα κέρδη παρά μια τυχοδιωκτική αποσταθεροποίηση του καθεστώτος που θα δημιουργούσε προβλήματα στην οικονομία.

Παράλληλα στο εξωτερικό έχει επικρατήσει ο Βοναπαρτίστικος συμβιβασμός της Γαλλικής επανάστασης και έχει συνταχτεί η Ιερή Συμμαχία των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης ενάντια στα επαναστατικά ρεύματα. Η ελληνική επανάσταση στην αρχή θα στιγματιστεί από τις καθεστωτικές δυνάμεις ως «καρμπονάρικη1». Τρομαχτικές πιέσεις δημιουργούνται στους επαναστάτες ώστε να απορρίψουν τα κοινωνικά διακυβεύματά τους. Ο Βλαντιμιρέσκου στη Ρουμανία είναι κεντρικός πολιτικός και στρατιωτικός σύμμαχος με τη Φιλική Εταιρεία αλλά προτάσσει την ανατροπή της δουλοπαροικίας. Ο Υψηλάντης μέσα από πιέσεις τον παραδίδει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία τον εκτελεί τον Μάη του 1821.

Αργά αλλά σταθερά εξαφανίζεται η κοινωνική χροιά της Επανάστασης και αναδεικνύεται μονομερώς η εθνική πλευρά της. Η «Άλωση της Τριπολιτσάς2» δημιουργεί ένα παγκόσμιο σοκ για την αγριότητα που επεφύλαξαν οι επαναστατημένοι έλληνες σε κάθε αλλοεθνή που δεν εγκατέλειψε έγκαιρα την πόλη.

Η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου το 1822 σφραγίζει το τέλος του δημοκρατικού χαρακτήρα της ελληνικής επανάστασης. Η φιλική Εταιρεία παύει να υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό και κυριαρχούν οι κοτζαμπάσηδες3. Φυσικά δεν υπάρχει καμιά συζήτηση για αναδιανομή της γης στους φτωχούς αγρότες, ενώ κατοχυρώνεται η οργανική σχέση του νέου κράτους με την Ορθόδοξη Εκκλησία.

Το ελληνικό 1848: μια ύστατη προσπάθεια για τη Δημοκρατία

Οι πολλαπλές ήττες σε στρατιωτικό και πολιτικό επίπεδο έφτασαν στο παρά πέντε να συντριφτεί η ελληνική επανάσταση. Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου και η επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων εμπόδισε την καταστροφή. Μέσα από τη συνθηκολόγηση παράχτηκε ένα πολιτικό προσωπικό που τέλειωσε στη γέννησή τους όποια ερωτηματικά για κοινωνικές – δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις.

Προφανώς και δημιουργήθηκε μια κρατική διοίκηση και μια κοινοβουλευτική διαδικασία όπου, μάλιστα, κατοχυρώθηκε η καθολική συμμετοχή όλων των (αντρών) πολιτών. Δίνεται έμφαση στην καταπολέμηση της πειρατείας και του τοπικιστικού ανταγωνισμού προωθώντας την ιδέα του ενιαίου κράτους. Όμως αυτό γινόταν μέσα από τις θεσμικές εγγυήσεις του Ηγεμόνα δηλ του Βασιλιά, εγκαθιδρύοντας τη Βασιλευόμενη Δημοκρατία με 1ο Βασιλιά τον Όθωνα. Ο στρατός είναι επί της ουσίας μισθοφορικός αποφεύγοντας επικίνδυνες πολιτικές σαν τη συγκρότηση «εθνικού στρατού». Παράλληλα δεν αγγίζεται καμιά εκκλησιαστική περιουσία και δεν προχωρά καμιά οικονομική μεταρρύθμιση.

Όμως ακόμα υπάρχουν τα περιθώρια «προοδευτικότητας» της αστικής δημοκρατίας ως όραμα. Από τα μέσα του 19ου αιώνα ξεκινά ένας νέος παγκόσμιος γύρος αστικών επαναστάσεων που θα βάλει οριστικά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας τις φεουδαρχικές σχέσεις. Σε αυτό το κλίμα εκδηλώνεται η Επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη όπου δημοκρατικά στοιχεία σαν τον Μακρυγιάννη και τον Καλλέργη με κομμάτια του στρατού ξαναφέρουν την έννοια της σύνταξης Δημοκρατικού Συντάγματος κόντρα στη Βασιλεία. Ένας νέος συμβιβασμός φέρνει τη Συνταγματική Μοναρχία σε μια προσπάθεια δημοκρατικού ελέγχου του Βασιλιά.

Για δεκαπέντε χρόνια δίνονται σημαντικές πολιτικές μάχες για αυτά τα ζητήματα με αποκορύφωμα τα «Σκιαδικά4» γεγονότα του 1859. Οι συγκρούσεις φοιτητών – μαθητών για την υποστήριξη του πανεπιστημιακού ασύλου, οδήγησε σε μαζικές συγκρούσεις με την αστυνομία και την άρνηση του βασιλιά να δεχτεί αντιπροσωπεία. Τρία χρόνια μετά εκδιώκεται αλλά ποτέ δεν εφαρμόζεται η Αβασίλευτη Δημοκρατία. Αντίθετα ξεκινά η περίοδος των Γλύξμπουργκ με τον Γεώργιο των Α` που τελειώνει 110 χρόνια αργότερα, το 1974.

Από εδώ και πέρα το παιχνίδι για την αστική τάξη έχει χαθεί. Οριστικά εγκαταλείπεται κάθε προοδευτική μεταρρύθμιση. Στο δημοψήφισμα του 1863 η «Αβασίλευτη Δημοκρατία» παίρνει 93 ψήφους, την ώρα που όλες οι πολιτικές δυνάμεις ρίχνουν 240.000 ψήφους στη Βασιλευόμενη.

Πλέον το ελληνικό κράτος έχει χάσει κάθε ελπίδα δημοκρατικής μεταρρύθμισης από την αστική πλευρά κι αυτό φαίνεται με κραυγαλέο τρόπο στα εθνικά θέματα.

Από την απελευθέρωση στη Μεγάλη Ιδέα

Προφανώς και κάθε επανάσταση αναζητεί την εδαφικοποίησής της. Όμως μέσα στο 19ο αιώνα η Ελληνική Επανάσταση δημιουργεί ένα κράτος όχι ως χώρο απελευθέρωσης των σκλαβωμένων αλλά κέντρο εξόρμησης των καπιταλιστών.

Η πλήρης εγκατάλειψη των κοινωνικών αιτημάτων και ο περιορισμός στο «εθνικό πρόταγμα» καθιστούσε προβληματική από την αρχή την όποια συζήτηση. Προφανώς σε ένα πρώτο στάδιο η επέκταση στη Θεσσαλία απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία φαίνεται σα μια προοδευτική εξέλιξη. Η σταδιακή, όμως, ενσωμάτωση αυτόνομων περιοχών όπως των Ιονίων Νήσων και της Κρήτης αρχίζει να θολώνει τους λόγους σκοπιμότητας.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έχουν αρχίσει να εμφανίζονται πολλά νέα αστικά κράτη από τις ενοποιήσεις της Ιταλίας και Γερμανίας ως τις βαλκανικές χώρες. Το ελληνικό κράτος έχει πάψει να εμπνέει τα επαναστατικά κινήματα και οι λαοί δεν βλέπουν ένα όραμα για μια Πολιτεία ισότιμων πολιτών αλλά έναν κρατικό μηχανισμό υποστήριξης του ελληνικού κεφαλαίου.

Η Μεγάλη Ιδέα ξεκινά σε αυτή την περίοδο και συμπυκνώνει τις ιμπεριαλιστικές ελπίδες του ελληνικού κεφαλαίου να αντικαταστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία σε «δύο ηπείρους και πέντε θάλασσες» και να αναρριχηθεί σαν κεντρικός παίχτης στην παγκόσμια σκακιέρα.

Αυτή η εθνική στρατηγική έχει ξεχωριστή θέση στη «Μαύρη Βίβλο» του ελληνικού καπιταλισμού και θα ασχοληθούμε εκτενέστερα σε επόμενο μέρος του αφιερώματος.

Γιατί το ελληνικό αστικό μπλοκ ήταν και είναι τόσο αντιδραστικό;

Η Δημοκρατία για τους έλληνες καπιταλιστές είναι μια «σπατάλη» και μάλιστα επικίνδυνη! Και αυτό κληρονομήθηκε από το 19ο αιώνα.Αν σε ένα πρώιμο στάδιο η «διεθνοποίηση» των καπιταλιστών τους έφερε πιο κοντά στις ιδέες του Διαφωτισμού, η δικτύωση τους με τις υπάρχουσες Μοναρχίες τους εξωθούσε στη διατήρηση αυτών των μηχανισμών. Ο έλληνας αστός δεν ήθελε το ξήλωμα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας ή της Αυστροουγγαρίας, γιατί έκανε μια χαρά δουλειές. Αυτό που επιζητούσε ήταν ένας αναβαθμισμένος οικονομικά ρόλος κι όχι τη διάλυση του πολιτικού συστήματος.

Το χτίσιμο του ελληνικού κράτους χρειαζόταν όχι σαν ορμητήριο καρμπονάρικης αποσταθεροποίησης αλλά σαν εγγυητής και διαπραγματευτής του ελληνικού αστισμού. Μάλιστα, σύντομα έγινε υμνητής της αντεπανάστασης! Κάθε αστική επανάσταση σε μια χώρα έφερνε το ξήλωμα της ελληνικής παροικίας! Η ιταλική ενοποίηση έδιωξε τους έλληνες εμπόρους και η πτώση των αυτοκρατοριών στην Αυστροουγαρία και Ρωσία μετέτρεψε τους έλληνες σε εμιγκρέδες. Πλέον το ελληνικό κράτος έγινε ο χωροφύλακας της τάξης για την παγκόσμια αντίδραση, τρομοκρατώντας τα αστικά επαναστατικά κινήματα από τη Σερβία ως το κίνημα των Νεότουρκων και την Άγκυρα.

Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας στις αρχές του 20ου αιώνα αφήνει μια αίσθηση ανεκπλήρωτου πόιθου που διαπερνά τον ελληνικό αστισμό μέχρι σήμερα. Οι έλληνες καπιταλιστές πάντα έβλεπαν τον εαυτό τους σαν ένα παγκόσμιο συστημικό πυλώνα και αυτή η εθνική «ταπείνωση» αποτελεί καύσιμο που συντηρεί τον μιλιταριστικό, επεκτατικό εθνικισμό του σκληρού πυρήνα του αστισμού αναπαράγοντας τις πιο συντηρητικές αντιλήψεις του Κράτους.

Η δόμηση του ελληνικού κράτους στηρίχτηκε σε κάθε αντιδραστικό κοινωνικό μπλοκ. Ο στρατός και η εκκλησία αποτελούν κορυφαίο παράγοντα για το σύστημα. Έτσι κι αλλιώς μόλις το 1975 άρχισε να χτίζεται ένα πολίτευμα χωρίς εγγυήσεις στρατού ή βασιλιά. Οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις γίνονται με το σταγονόμετρο. Για την κατοχύρωση της αγροτικής ιδιοκτησίας στον μικρό ακτήμονα έπρεπε να μπει για τα καλά ο 20ος αιώνας. Αλλά και σε επίπεδο πολιτισμό διατηρήθηκαν τρομαχτικές αντιδραστικές αγκυλώσεις. Μέχρι το 1975 το ελληνικό κράτος ήταν «δίγλωσσο» μιας και υπήρχαν δύο γλώσσες με ταξικό προσδιορισμό: η επίσημη κρατική και των «αρίστων» των πανεπιστημίων ήταν η αρχαΐζουσα – καθαρεύουσα και για την καθημερινότητα των πληβείων τάξεων και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης η δημοτική.

Αυτή η συντηρητική, αντιδραστική τοποθέτηση του αστισμού έφερε και σύγχυση στο εργατικό, σοσιαλιστικό κίνημα. Για δεκαετίες μεγάλα τμήματα της αριστεράς έβλεπαν την ανάγκη ενός «σταδίου» που θα γινόταν αστική δημοκρατική επανάσταση για να υλοποιηθούν τα «άλυτα, καθυστερημένα αστικά καθήκοντα». Μέσα από αυτή την οπτική πρότασσαν συμμαχίες με δημοκράτες αστούς, αναβάλλοντας τα αντικαπιταλιστικά καθήκοντα.

Όμως ούτε τότε, ούτε και τώρα χρειαζόμαστε «δημοκράτες, αστούς δεξιούς» να συγκυβερνήσουμε. Έχει δείξει ο καπιταλισμός πως δεν μπορεί να προσφέρει παραπάνω δημοκρατία και ανθρωπισμό από αυτά των ιμπεριαλιστικών πολέμων και των οικονομικών κρίσεων που ξαναφέρνουν εξαθλίωση.

Η ελληνική αστική τάξη, ιδιαίτερα, θα έχει μια ξεχωριστή καταγραφή στην αθλιότητα του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος.

Σημειώσεις

1. Οι Καρμπονάροι σημάδεψαν μια ολόκληρη επαναστατική εποχή και μέλη τους πήραν μέρος σε σημαντικότατα γεγονότα, όπως την ιταλική επανένωση (το λεγόμενο Ριζορτζιμέντο), την επανάσταση του 1820 στην Ισπανία, στην Πορτογαλία και πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων.

2. Δεν είναι τυχαίο που κατοχυρώθηκε ιστορικά ως «άλωση» κι όχι «απελευθέρωση». Ήταν τόσο μεγάλη και αποτρόπαια η σφαγή που δεν μπορούσε να καλυφθεί με κανένα τρόπο. Δείχνει και την αναλγησία των καθεστωτικών ιστορικών που ένιωσαν περήφανοι με αυτή την περιγραφή.

3. Επικεφαλής σε επίπεδο επαρχίας των ελληνικών χριστιανικών κοινοτήτων, επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

4. Σκιάδια: ψάθινα καπέλα. Φοιτητές φορούσαν αυτά ως πολιτική πράξη.

Άρθρο από το 34ο τεύχος Αντιφασιστική Φρουρά, Αλέξανδρος Γανδής

Πηγή: Athens Indymedia

*

200 χρόνια χωρίς επανάσταση

Την Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021 το ελληνικό κράτος εορτάζει επίσημα τα 200 χρόνια από την έναρξη της αποκαλούμενης Ελληνικής Επανάστασης. Αυτή η επέτειος είναι ένα γνωστό ψεύδος, καθώς δεν ξεκίνησε η επανάσταση την 25η Μαρτίου 1821. Η μοναρχία του Όθωνα καθιέρωσε την επετειακή ημερομηνία για ρητούς λόγους θρησκευτικού συμβολισμού. Το συναφές διάγγελμα είναι σαφές:

«Θεωρήσαντες ότι η ημέρα της 25 Μαρτίου, λαμπρά καθ’ εαυτήν εις πάντα Έλληνα διά την εν αυτή τελουμένην εορτήν του Ευαγγελισμού της Υπεραγίας Θεοτόκου, είναι προσέτι λαμπρά και χαρμόσυνος δια την κατ’ αυτήν την ημέραν έναρξιν του υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του Ελληνικού Εθνους, καθιερούμεν την ημέραν ταύτην εις το διηνεκές ως ημέραν ΕΘΝΙΚΗΣ ΕΟΡΤΗΣ». (Εν Αθήναις την 15 Μαρτίου 1838, Όθων)

Στον ελλαδικό χώρο η επανάσταση δεν άρχισε ούτε στην Αγία Λαύρα, ούτε την 25η Μαρτίου. Ξέσπασε την 21η Μαρτίου με την επίθεση στα Καλάβρυτα. Όπως παρατηρούν οι συγγραφείς της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους: «Ούτε στις 25 Μαρτίου αλλά ούτε και στις 21, που έγινε η πρώτη πολεμική επιχείρηση, βρισκόταν κανείς στην Άγια Λαύρα».

Λείπει ακόμη μια πραγματική κοινωνικο-ιστορική μελέτη της σημασίας του Εικοσιένα. Η σημασία αυτή παραμένει εξάλλου, ένα διαρκές διακύβευμα. Θα έπρεπε να μετασχηματίζεται αναλόγως με τους κοινωνικο-ιστορικούς μετασχηματισμούς της νεοελληνικής κοινωνίας. Αντιθέτως, το ελληνικό κράτος, έχει επιβάλλει, εξ ιδρύσεώς του, έναν απολιθωμένο ιδρυτικό μύθο παλικαριών που πίνουν κρασί και μονιασμένα χορεύουν με τα καριοφίλια στα χέρια. Το 1821 παραμένει το πιο άγνωστο ιστορικό γεγονός και ο πιο  επιφανειακός ιδρυτικός μύθος για τους νεοέλληνες.

Δεν μπορούμε βέβαια εδώ να προχωρήσουμε σε μια εις βάθος ανάλυση. Απλώς, για χάρη της συζήτησης και της επετείου, θα αναφέρουμε κάποια σκόρπια στοιχεία.

Ο Δημήτρης Φωτιάδης κάνει λόγο για «δύο Εικοσιένα»: «Το ένα του λαού και των πιο προοδευτικών ανθρώπων εκείνου του καιρού, το άλλο των κοτζαμπάσηδων και των πολιτικάντηδων».

Από κοντά, ο Γιάννης Σκαρίμπας φωνάζει:

«Ο κατά μόνον το γένος και το θρήσκευμα του διαφέρων είναι ένας άγιος, μπρος στον κατά μόνο το “κατεστημένο” του διαφέροντα. – Οι Τούρκοι δεν ήταν οι χειρότεροι. Ο ελληνικός λαός δεν θα ‘κανε την επανάσταση για ν’ αποκαταστήσει και πολιτικά τους κοτζαμπάσηδες. Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνο Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι ή δεν μας λένε την αλήθεια. Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει το σύμμαχο των κοτζαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αυτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους. Το ότι σ’ αυτό η Επανάσταση γελάστηκε, δεν παναπεί διόλου ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας. Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό, αυτό την έφαγε… Η Επανάσταση απότυχε».[i]

Αν υπήρχαν πράγματι δύο Εικοσιένα, μπορούμε να πούμε ότι συμπλέχθηκαν και το ένα κατάπιε το άλλο. Μάλλον υπήρχαν πολλαπλά Εικοσιένα, πολλαπλές όψεις μίας επανάστασης που διαμόρφωσε μια νέα πραγματικότητα στη Βαλκανική και εν πολλοίς επέβαλλε νέα ιδεολογικά σχήματα κυριαρχίας, δηλαδή το φαντασιακό του Έθνους και της λαϊκής αντιπροσώπευσης, μετασχηματίζοντας ριζικά τις οθωμανικές διοικητικές, κοινοτικές και ταξινομητικές δομές σύμφωνα με το δυτικό πρότυπο του ορθολογιστικού κρατικού μηχανισμού. Αυτός ο μετασχηματισμός δεν υπήρξε ούτε ομόθυμος, ούτε ενιαίος, ούτε ολοκληρωμένος αλλά μάλλον δημιούργησε ένα νέο πολιτικό πεδίο συγκρούσεων, την εθνική πολιτική σκηνή, όπου ομάδες ολιγαρχικών συμφερόντων αντιμάχονται για τη διοίκηση του κράτους, άλλοτε ως παράγοντα διασφάλισης των προσβάσεων στο διεθνές κεφάλαιο, άλλοτε ως μέγιστο παράγοντα ενός παλαιού πελατειακού παιχνιδιού κοινωνικών σχέσεων, πάντοτε ως μηχανισμού καταστολής.

Η επανάσταση του λαού, οι λαϊκές εξεγέρσεις και τα κινήματα της κοινωνικής βάσης, παρότι συγκέντρωσαν το απαραίτητο κοινωνικό δυναμικό που εξαπολύθηκε ενάντια στην οθωμανική κυριαρχία, δεν έλαβαν ποτέ την πρωτοβουλία του Αγώνα παρά μόνο τοπικά –όπως στην Ύδρα το 1821– και παροδικά.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στην εξέγερση των αγροτών της Άνδρου τον Απρίλιο του 1822 με επικεφαλής τον Δημήτριο Μπαλή, που στη Διακήρυξή της ανέφερε:

«Η νήσος Άνδρος είναι και αυτή δημιούργημα της φύσεως, καθώς και όλος ο κόσμος. Αλλά όταν εδημιουργήθη ο κόσμος, δεν υπήρχαν πλούσιοι και πτωχοί, μεγαλοκτήμονες και κολλίγοι. Η ανισότης, η ανέχεια, η δυστυχία, είναι δημιουργήματα όχι του Υπερτάτου Όντος, αλλά των κρατούντων. Εις την αρχαίαν Ελλάδα και εις τον άλλον κόσμον και προ ολίγων χρόνων εις την Γαλλίαν, εχύθη πολύ αίμα δια να καταργηθούν τα προνόμια των αρχόντων και η ιεραρχική διατήρησις της κοινωνίας. Διατί και ημείς κατά την παρούσαν στιγμήν να μην αποτινάξωμεν όχι μόνον τον ζυγόν των Τούρκων, αλλά και των αρχόντων; Ομιλούν διαρκώς οι τουρκοκοτζαμπάσηδες ότι έχουν δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας των και των εαυτών μας, τα οποία τάχα βγαίνουν από έγγραφα απαρασάλευτα. Αυτό δεν είναι σωστόν. […] Η ένωσις φέρει την δύναμιν και θα μας δώσει την εξουσίαν να εκτελέσωμεν την απόφασίν μας. Η κοινοκτημοσύνη δεν είναι ζορμπαλίκι, αλλά έργον δικαιοσύνης. Πρέπει να παύσωμεν να είμεθα κολλιγάδες, όπως επαύσαμεν να είμεθα ραγιάδες. Θα δουλεύωμεν εις το εξής τα φέουδα όλοι μαζί και θα απολαμβάνει τον καρπόν των η κομμούνα μας και θα γίνεται δικαία μοιρασιά της σοδειάς εις όλους τους δουλευτάδες, ανάλογα με τον κόπον και την δούλευσίν τους. Δι’ όλα αυτά θα γίνει σύναξις εις την Μεσαριάν, δια να λάβωμεν από κοινού αποφάσεις.»[ii]

Αυτή η λαϊκή εξέγερση κατεστάλη βίαια από την ελληνική “Κεντρική Διοίκηση” της επανάστασης και τον “αρμοστή των νήσων” Κ. Μεταξά τον Μάιο του 1822 μετά από αίτημα των προκρίτων του νησιού.

Άνωθεν, λοιπόν, σχεδιάστηκε και επιβλήθηκε μια διαχείριση των γεγονότων από ένα σύμπλεγμα εκπροσώπων των ανώτερων ελίτ που ζήτησαν ενεργά και ρητά την απόσχισή τους από την οθωμανική διοίκηση.

Το γεγονός ότι οι πλειοψηφίες των παραδοσιακών ελίτ συχνά αντιστάθηκαν στα επαναστατικά κελεύσματα διαμόρφωσε ενδότερες συγκρούσεις μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών. Οι παραδοσιακές ελίτ των κοτζαμπάσηδων κινητοποιούσαν ένα πλέγμα ευρύτερων εξαρτήσεων και συμφερόντων που βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε οικογενειακούς και φατριαστικούς δεσμούς, περιορισμένου βεληνεκούς, ενώ οι νεόπλουτες ελίτ των εφοπλιστών, των λογίων και των εμπόρων διαμόρφωναν πιο οικονομοκεντρικές και ταξικές συνομαδώσεις, ευρέως βεληνεκούς. Από την άλλη, οι λόγιοι και οι έμποροι είχαν διεθνή εμπειρία και ευρωκεντρική αντίληψη, ενώ οι εφοπλιστές μαζί με τους γαιοκτήμονες και κοτζαμπάσηδες στηρίζονταν στις τοπικές ρίζες και τα γενεαλογικά προνόμια.

Η επανάσταση άρχισε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο της Μολδαβίας (σημερινή Ρουμανία) την 24η Φεβρουαρίου 1821: «Η ΩΡΑ ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες!» έγραφε η προκήρυξη που απευθυνόταν αποκλειστικά στους ελληνόφωνους, ενώ είχε εκδοθεί διαφορετική, καθησυχαστική διακήρυξη «προς το έθνος της Μολδαυϊας» με διαβεβαιώσεις για την τάξη και την ασφάλεια της περιοχής. Η διακήρυξη προς τους Έλληνες εμπεριέχει πρόταση και για την πολιτική οργάνωση της χώρας: «Το έθνος συναθροιζόμενον θέλει εκλέξει τους Δημογέροντάς του, και την υψίστην αυτή Βουλήν θέλουσιν υπείκει όλαι μας αι πράξεις».

Ήδη στην διακήρυξη της επανάστασης προβάλλεται ως αιώνια αλήθεια η νεότευκτη ιδέα του εθνισμού, κατονομάζοντας τους εξεγερμένους μόνο ως Έλληνες ως εάν να υπήρχε ήδη καθορισμένο και διακριτό ελληνικό έθνος. Αλλά αυτό απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όπου κυριαρχούσε το θρησκευτικό και το τοπικιστικό κριτήριο. Αν υπήρχε κάποιο κριτήριο καταγωγής που λαμβανόταν υπόψιν αυτό αφορούσε αποκλειστικά την τοπικότητα και όχι κάποια «εθνική» κοινότητα. Όπως παρατήρησε ορθώς ο Κολοκοτρώνης στη Διήγησιν Συμβάντων χρόνια αργότερα: «δεν είναι παρά η επανάστασίς μας οπού εσχέτισε όλους τους Έλληνας. Ευρίσκοντο άνθρωποι οπού δεν εγνώριζαν άλλο χωριό μακριά μίαν ώραν από το εδικό τους…»

Η επανάσταση κηρύχθηκε από έναν ελληνόφωνο πρίγκηπα της Ρωσικής Αυλής, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, σε μία οθωμανική επαρχία, τη Μολδαβία, την οποία είχε στο παρελθόν διοικήσει ο πατέρας του, Κωνσταντίνος Υψηλάντης, μακριά από τον ελλαδικό χώρο αλλά δίπλα στα σύνορα της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα οργανωμένο σχέδιο μιας συνομωτικής ομάδας, της Φιλικής Εταιρείας, εμπνευσμένης από τις συνομωτικές αρχές του καρμποναρισμού, των μυστικών οργανώσεων της Ιταλίας. Σύμφωνα με τον Έρικ Χομπσμπάουμ οι αδελφότητες του καρμποναρισμού, που είχαν σχέσεις και με τις τεκτονικές στοές (ο Ξάνθος, εκ των τριών ιδρυτών της Φ.Ε. ήταν μύστης της Τεκτονικής Στοάς της Λευκάδας) θεωρούσαν εαυτές «προοδευτικές και χειραφετημένες ελίτ που έπρεπε να δράσουν στους κόλπους και προς όφελος μιας τεράστιας και αδρανούς μάζας αδαών και πλανημένων, οι οποίοι αναμφίβολα θα επιδοκίμαζαν την απελευθέρωση, όταν θα ερχόταν, αλλά κανείς δεν περίμενε να συμμετάσχουν ιδιαίτερα στην προετοιμασία της.»[iii]

Από τις πολλαπλές επαναστατικές ιδέες που διαδόθηκαν από τη μήτρα της Γαλλικής Επανάστασης, οι Φιλικοί προώθησαν καταρχήν την ιδέα του εθνικού αυτοκαθορισμού και διόλου την ιδέα της κοινωνικής ισότητας. Εξαρχής η Φ.Ε. απευθυνόταν μόνο «προς Έλληνας φιλοπάτριδας και τους εκλεκτούς και ανδρείους των ομογενών», αποκλείοντας ρητά τους αλλοεθνείς και τις γυναίκες. Το κυρίαρχο ιδεολόγημα ήταν η φαντασιακή σημασία του έθνους, ενώ η προετοιμασία της επανάστασης αναλήφθηκε από μέλη των καθιερωμένων ελληνόφωνων ελίτ, περιλαμβάνοντας πλούσιους εμπόρους, εφοπλιστές, προκρίτους, Φαναριώτες λόγιους και ιερωμένους. Χωρίς δηλαδή να θιγεί η κοινωνική διαστρωμάτωση των ελληνόφωνων κοινοτήτων και το προνομιακό καθεστώς της ντόπιας ολιγαρχίας.

Ωστόσο, η ιδέα της πολιτικής ισότητας φαίνεται να περνά σαν ίσκιος ίσκιος πίσω από την υπόσχεση πως οι δημογέροντες θα εκλεγούν από το «Έθνος συναθροιζόμενον». Αυτή είναι μια υπόσχεση που περιλαμβάνει εν δυνάμει ολόκληρο τον πληθυσμό που μέλλεται να ονομαστεί «Έθνος». Όμως επίσης φέρει το, απαραίτητο στο φαντασιακό του έθνους, συμπλήρωμα, δηλαδή την πολιτική αντιπροσώπευση, δηλαδή το φαντασιακό του κράτους και της διοικητικής ιεραρχίας. Το ποιος ανήκει στο έθνος έμελλε να είναι ένα ανοιχτό ερώτημα άνωθεν διεκδικούμενο, πηγή πολλών τραγωδιών για τους κατοίκους της χώρας.

Το «Έθνος» προβάλλεται ως η θεμελιώδης αρχή κυριαρχίας με φυσικά και καθορισμένα δικαιώματα που δικαιώνουν την απόφαση της απόσχισης από την Οθωμανική Αυτοκρατορία – μα αυτό είναι μια εντελώς καινοφανής ιδέα. Η ίδια η Αυτοκρατορία, πολυεθνοτική και πολύγλωσση, δεν βασιζόταν στην αρχή της εθνικής κυριαρχίας αλλά στο απόλυτο της κυριαρχίας του Σουλτάνου που έχει θρησκευτική και ιστορική – ως δίκαιο της κατακτήσεως- βάση και διαμορφώνει πλέγματα βαθμιδωτών δεσμών από την απόλυτη υποταγή (πολιτική κυριαρχία) έως την απλή υποτέλεια (φορολογική κυριαρχία). Εξάλλου και στο παρελθόν και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, πολλοί Οθωμανοί αξιωματούχοι, όπως ο επονομαζόμενος Κιουταχής, ήταν Έλληνες στη γλώσσα και την καταγωγή. Μα δεν ήταν χριστιανοί, που ήταν η πρωτεύουσα θρησκευτική διάκριση. Μετά το 1830 πολλοί ελληνόφωνοι Μουσουλμάνοι θα εξοριστούν λόγω της όψιμης ταύτισης της ελληνικής και της χριστιανικής ταυτότητας.

Ασφαλώς, όπως μας επιβεβαιώνουν τα ιστορικά αρχεία υπήρχαν τεράστιες λαϊκές αντιδράσεις και αντιστάσεις ενάντια στην κατεστημένη κοινωνική ανισότητα και τα εμφωλευμένα κοινά συμφέροντα κοτζαμπάσηδων και Πύλης. Πάνω από εκατό εξεγέρσεις ξέσπασαν στα Βαλκάνια κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η κλεφτουριά ήταν μια τέτοια μορφή αντίδρασης και αντίστασης. Μα αυτές οι αντάρτικες μορφές πάλης και παραβατικές μορφές διαβίωσης, όπως και η πειρατεία, δεν εμπεριέκλειαν ουδεμία μορφή πολιτικής διεκδίκησης, κανένα ίχνος πολιτικού προτάγματος.

Όπως συνέβη και με τον νεοελληνικό Διαφωτισμό, τα στοιχεία του δημοκρατικού προτάγματος και τα ιδεώδη της ισονομίας, της πολιτικής ελευθερίας και των αναφαίρετων ατομικών δικαιωμάτων προήλθαν έξωθεν και άνωθεν, από προοδευτικά άτομα των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων που είχαν επαφή με το ευρωπαϊκό επαναστατικό κίνημα και πολλές φορές το πλήρωσαν με τη ζωή τους. Ήρθαν διαθλασμένα και καχεκτικά, χωρίς τον έντονο αντικληρικισμό και τους αναρχικούς ορίζοντες της Δύσεως. Ο Δ. Μπαλής της Άνδρου είχε γαλουχηθεί με κείμενα Γάλλων επαναστατών (όπως του Γράκχου Μπαμπέφ) που προμηθεύτηκε από τον διαφωτιστή Θεόφιλο Καΐρη. Οι πιο ειλικρινείς ελληνόφωνοι Διαφωτιστές διώχθηκαν από τις επίσημες εκκλησιαστικές αρχές με κάθε τρόπο προκειμένου να εμποδιστεί η διασπορά των ιδεών τους. Το όραμα του Ρήγα, που μιλούσε για κοινή επανάσταση των βαλκανικών λαών είχε ήδη στενέψει από την προσαρμογή του στα συμφέροντα των ηγεμονικών ομάδων.

Όσο όμως καχεκτικό και παραφρασμένο κι αν ήταν, το πνεύμα του Διαφωτισμού διαπότισε τις διακηρύξεις για ισονομία και ελευθερία των εξεγερμένων – όπως και την αντάρτικη κοινωνική αναπαράσταση και αυτοεικόνα της επανάστασης του 1821, διαμορφώνοντας μία ρομαντική αφήγηση και ένα ανώνυμο λαϊκό ρεύμα πίεσης και διεκδίκησης που, από τη μία, δεν έλεγξε ποτέ απολύτως η νεόδμητη κεντρική κρατική αρχή αλλά από την άλλη παρέμεινε χειραγωγήσιμο.

Η Ελληνική Επανάσταση είχε μακρά χρονική διάρκεια. Διήρκησε κοντά δέκα χρόνια, μέχρι την ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, μα ο εξεγερμένος πληθυσμός δεν δημιούργησε δικούς του, αυτόνομους θεσμούς αυτοκυβέρνησης πουθενά.

Εξαρχής, το πνεύμα της Φιλικής Εταιρείας, η διαρκώς επαναλαμβανόμενη εξάρτηση από μία ‘Αόρατη Αρχή’, ο αφηρημένος, αποκλειστικός, μονοδιάστατος και αντιπροσωπευτικός χαρακτήρας της φαντασιακής σημασίας του έθνους, οι άνωθεν προσπάθειες χαλιναγώγησης, και η άγρια καταστολή καθόρισαν την, κατά Σκαρίμπα, αποτυχία της επανάστασης στο εσωτερικό. Γιατί όμως «γελάστηκε»; Κατά τη γνώμη μου, επειδή εξαρχής ήταν χειραγωγημένη από προϋπάρχοντα ολιγαρχικά συμφέροντα και ηγεμονικές ομάδες.

Διαβάζοντας την επίσημη, συντηρητική και εθνοκεντρική Ιστορία του Ελληνικού Έθνους προκαλούν εντύπωση οι αγεφύρωτες και εκρηκτικές διαιρέσεις που χαρακτηρίζουν τα «χρόνια δοξασμένα» μετά το 1821. Οι κοινωνικές ανισότητες, οι τοπικές αντιμαχίες και τα αντίπαλα και διακριτά συμφέροντα των κυρίαρχων ηγεμονικών ελίτ δεν μπόρεσαν να καλυφθούν υπό τον μανδύα του Έθνους καθώς όριζαν βαθιές και ιστορικές διαιρέσεις.

Σε κάποια μέρη υπήρχε ισχυρή παράδοση τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως στον Μοριά, όπου είχαν αναδειχθεί ισχυρά τζάκια γαιοκτημόνων που μονοπωλούσαν τις κοινοτικές διοικητικές δομές, σε άλλα, όπως στην Κρήτη, υπήρχε έντονη Οθωμανική παρουσία και άμεση τουρκόφωνη διοίκηση. Στα τρία ναυτικά νησιά, την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά, υπήρχε καθεστώς ημι-αυτονομίας, και κυβερνούνταν από πανίσχυρες εφοπλιστικές οικογένειες όπως τους Κουντουριώτηδες. Στη Ρούμελη και την Ήπειρο υπήρχαν αρματολίκια, άτακτα τάγματα ενόπλων υπό οθωμανική διοίκηση και οι τοπικές διαμάχες μεταξύ των Οθωμανών πασάδων, όπως του Αλή Πασά των Ιωάννίνων. Υπήρχαν και αυτοδιοικούμενα χωριά, όπως το αλβανόφωνο Σούλι και τα Ζαγόρια. Ο κυρίαρχος τοπικισμός εκδηλώθηκε κατά περιστάσεις και στις ταλαιπωρίες που υπέστησαν σε διάφορες περιοχές οι πρόσφυγες από τα πολεμικά μέτωπα.

Όπως μας διηγείται στα Απομνημονεύματα ο Μακρυγιάννης, οι Αρτινοί πρόσφυγες έγιναν θύματα σκληρής εκμετάλλευσης στον Βάλτο:

“Τότε πήγα εις την Αγιά,οπού ‘χα τα ειδίσµατά µου στείλη, κ’ εκεί ηύρα τους δυστυχείς Αρτηνούς οπού έρχονταν ξυπόλυτοι και γυµνοί και νηστικοί. Και µό’ ‘πεσαν όλοι εις τονλαιµό µου να τους σώσω. […] Και τους συνάξαµεν ξύλα και τους περιποιηθήκαµεν. Τα µεσάνυχτα έρχονται κάτι Βαλτηνοί κι’ άλλοι και ρίχνουν ντουφέκια. […] Τότε ντουφεκιστήκαµεν κ’ εµείς µ’ αυτούς και τους γνωρίσαμε. Και ήρθαν να τους πάρουν και τα πουκάµισα, ότι άλλο τίποτας δεν τους αφήσαµεν, µόνον ό,τι φορούσαν. […] Κι’ από τότε βλέποντας αυτείνη την αρετή, σιχάθηκα το Ρωµαίικον, ότ’ είµαστε ανθρωποφάγοι.”

Κατά τη διάρκεια της επανάστασης αντί να γεφυρωθούν, αποκαλύφθηκαν μία σειρά από τεμνόμενες διαιρέσεις.

Διαιρέσεις ανάμεσα σε Φιλικούς και κοτζαμπάσηδες, Φαναριώτες και δημογέροντες, λόγιους και ιεράρχες, “πολιτικούς” και “στρατιωτικούς”, Ρουμελιώτες και Μωραϊτες, εφοπλιστές και γαιοκτήμονες, νησιώτες και στεριανούς, “αυτόχθονες” και “ετερόχθονες”, τακτικούς αξιωματικούς και οπλαρχηγούς, προκρίτους και λαϊκούς, Καποδιστριακούς και Αντικαποδιστριακούς, “κυβερνητικούς” και “συνταγματικούς” – διαιρέσεις που οδήγησαν σε δύο ανοιχτούς εμφυλίους το 1824, σε παράλληλες διπλές κυβερνήσεις το 1824 και το 1832, σε δύο εισβολές Ρουμελιωτών στην Πελοπόννησο το 1824 και το 1832, στη δολοφονία του Ανδρούτσου το 1825, στη φυλάκιση του φιλόδοξου Κολοκοτρώνη το 1825 και το 1833, στην πυρπόληση του ελληνικού στόλου από τον Μιαούλη το 1831, στην εξέγερση της Μάνης το 1831, στη δολοφονία του αυταρχικού κυβερνήτη Καποδίστρια την ίδια χρονιά – και πίσω από όλα αυτά, τα συνωμοτικά παιχνίδια υποταγής στις Μεγάλες Δυνάμεις, τα δύο μεγάλα ληστρικά δάνεια, η συγκρότηση πελατειακών μηχανισμών, οι προσπάθειες υπερίσχυσης των τριών κομμάτων, του αγγλικού, του γαλλικού και του ρωσικού.

Όλες οι μερίδες, για να προφυλάξουν τα ίδια ολιγαρχικά τους συμφέροντα, κραδαίνουν διακηρύξεις δημοκρατίας προς τους εξεγερμένους, ενώ προσβλέπουν στην εύνοια της ξενόφερτης μοναρχίας του Όθωνα. Και στο βάθος, ταλαίπωρος, αγωνιστής και διαρκώς εξαπατημένος ο ανώνυμος και πολύφωνος λαός ίσα που ακούγεται – ενώ αρχίζουν οι εθνοκαθαρτικές διώξεις ενός πολυεθνοτικού πληθυσμού.

Ήδη από το 1821 η κατάληψη πόλεων και χωριών συνοδεύονταν με (αποσιωπημένα) πογκρόμ απέναντι στις εβραϊκές κοινότητες, όπως έγινε στο Βραχώρι (Αγρίνιο) και στην Τριπολιτσά (Τρίπολη). Μα επίσης αρχίζει και η κρατική τρομοκρατία απέναντι σε ντόπιους αντιφρονούντες:

“Οι καταπιέσεις, οι ληστείες, οι κακοποιήσεις, οι βασανισμοί και οι συλλήψεις των κατοίκων από τους στρατιώτες με το πρόσχημα ότι αναζητούν και τιμωρούν τους αντάρτες ήταν πολύ συνηθισμένο φαινόμενο [….] Η επιβολή της κυβερνήσεως έδωσε μεγάλο βάρος στους οπαδούς της και πολλούς ασταθείς και επιπόλαιους τους έσπρωξε, όπως γίνεται συνήθως, ως την αμετροέπεια και την αδιαλλαξία […] Δεν ήταν λοιπόν παράξενο, αν η κυβέρνηση, επηρεασμένη από το πνεύμα αυτών των φίλων της καταστάσεως, καταπάτησε τις υποσχέσεις της και περιόρισε στο Άργος, και κατόπιν στο Ναύπλιο, τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους Πελοποννήσιους αρχηγούς [….] Η σύλληψή τους προκάλεσε “μέγαν φόβον εις όλον τον λαόν”, γράφει ο Κασομούλης. Η επιβολή της κεντρικής αρχής είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή.”[iv]

Έτσι είχαν τα πράγματα το 1825, αμέσως μετά τον δεύτερο εμφύλιο που ξέσπασε, κατά τη διάρκεια της επανάστασης, για τη νομή και επιβολή της κρατικής εξουσίας, προτού καν υπάρξει ανεξάρτητο κράτος. Κυρίαρχη είχε αναδειχθεί η πλευρά των νησιωτών εφοπλιστών και της κυβέρνησης Κουντουριώτη. Η βία εναντίον των πολιτικών αντιπάλων αλλά και η τρομοκράτηση του πληθυσμού ήταν εξαρχής τα πολιτικά εργαλεία που χρησιμοποίησε ο κρατικός μηχανισμός για να επιβληθεί στην κοινωνία.

Παρά τον καραμπελικό μύθο, δεν υπήρχαν πραγματικά αυτόνομες κοινότητες στην οθωμανική αυτοκρατορία, ούτε στον ελλαδικό χώρο ούτε αλλού, με την ουσιαστική και πολιτική έννοια. Κοινότητες που να αυτοκυβερνώνται με ρητό τρόπο και ισότιμη συμμετοχή όλων των μελών τους.  Υπήρχαν κοινότητες με διαφορετικούς βαθμούς αυτοδιοίκησης που απολάμβαναν κάποιες φορές μέχρι και ατέλεια – δηλαδή φορολογική απαλλαγή – αλλά πάντοτε ενσωματωμένες στο οθωμανικό σύστημα διοίκησης και με αναγνωρισμένη την κυριαρχία της Υψηλής Πύλης. Εντός των κοινοτήτων οι καθιερωμένες ολιγαρχίες αναπαράγονταν με τον θεσμό των δημογερόντων που μονοπωλούσαν οι ηγεμονεύουσες οικογένειες, τα τζάκια.

Επιπλέον, δεν υπήρξε ουσιαστική αμφισβήτηση της θρησκευτικής αυθεντίας και της εκκλησιαστικής εξουσίας, ασχέτως με τις ενέργειες της τελευταίας. Εξάλλου ήδη από την εποχή του Μεχμέτ του Πορθητή το Πατριαρχείο είχε διευρυμένες διοικητικές και δικαστικές εξουσίες επί του χριστιανικού πληθυσμού. Την 20η ή, κατ’ άλλους, την 23η Μαρτίου 1821, (δηλαδή πριν τη μυθική 25η Μαρτίου) μεγάλη σύνοδος των αρχιερεών και των λαϊκών προυχόντων της Κων/πολης με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’ αφορίζει την επανάσταση που ξέσπασε. Οι εξεγερμένοι αποκαλούνται “κατηραμένοι και ασυγχώρητοι, και μετά θάνατον άλυτοι” ενώ υμνείται η “καλοκαγαθία του σουλτάνου”. Οι επαναστάτες αφορίζονται ακόμη και μετά θάνατον (!) ως “θέλοντες να διαταράξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας”.

Παρόλο που η ανώτατη ιεραρχία πήρε θέση ενάντια στην επανάσταση, ουδείς αμφισβήτησε την πνευματική πρωτοκαθεδρία της ορθόδοξης εκκλησίας έως την επόμενη γενεά. Αυτή εξάλλου η ταύτιση των εξεγερμένων με την εκκλησία ενισχύθηκε και από τις διώξεις των Οθωμανών με κριτήριο την θρησκευτική ταυτότητα – ο Πατριάρχης που αφόρισε την Επανάσταση απαγχονίστηκε ως αντίποινα για τις επαναστατικές κινητοποιήσεις.

Στο τέλος, το παραδοσιακό, θρησκευτικό κριτήριο ταύτισης, του χριστιανού, θα συμπλεκόταν με την καινούργια εθνοτική ταξινόμηση, του Έλληνα, δημιουργώντας τον τραγέλαφο του ελληνοχριστιανισμού και χρησιμοποιώντας το δυναμικό του εθνικού φαντασιακού για την ενδυνάμωση και στερέωση του παραδοσιακού συντηρητικού και αντι-διαφωτιστικού ρεύματος. Οι παραδοσιακές μορφές θρησκευτικής ετερονομίας συνέχισαν να συνεργούν με τις νέες μορφές πολιτικής ετερονομίας.

Τελικά, όταν, με το πρωτόκολλο του Λονδίνου επήλθε, την 3η Φεβρουαρίου 1830 η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, οι όροι ήταν σαφείς και συνοδεύονταν από την εγκαθίδρυση της απόλυτης μοναρχίας, δηλαδή τη ρητή ακύρωση κάθε υπόσχεσης λαϊκής κυριαρχίας.

“Η Ελλάς οφείλει την ύπαρξίν της εις τα παντοία διαβήματα, τα οποία επεδαψίλευσαν εις αυτήν αι τρεις Δυνάμεις. Ελευθερώσαται αυτήν έλαβον υπό την άμεσον προστασίαν των και την διέσωσαν από τον αναπόδραστον όλεθρον. Δια τούτους τους λόγους προσεκτήσαντο θετικά δικαιώματα εις την εκ μέρους των Ελλήνων τελείαν και πρόθυμον προσχώρησιν εις τα δεδογμένα.”

Με αυτά τα λόγια, τον Μάρτιο του 1830 οι αντιπρέσβεις της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας κοινοποιούν στις ελληνικές αρχές πώς κέρδισαν την πολιτική ανεξαρτησία τους τυπικά μόνο εφόσον την εγκαταλείψουν ουσιαστικά. Έτσι η εθνική ανεξαρτησία συνδέθηκε αναπόδραστα και με την αποικιοκρατικού τύπου εξάρτηση στο εξωτερικό. Αυτές οι πολλαπλές εξαρτήσεις, εσωτερικά από τις εγχώριες αντίπαλες ομάδες ολιγαρχικών συμφερόντων και εξωτερικά από τις μεγάλες Δυνάμεις, μαζί με την αγεφύρωτη αντίθεση προς την κοινωνία καθόρισαν το χαρακτήρα του νεοελληνικού κράτους. Όπως έγραψε ο Κοραής τότε:

“Η ταλαίπωρος Ελλάς δεν ανεστάθη αληθώς, αλλά τάφον μόνον ήλλαξε.”[v]

Η εικόνα του νεοελληνικού κράτους συμπληρώνεται με την ίδρυση της Βασιλικής Χωροφυλακής τον Ιούνιο του 1833, με εκπεφρασμένο στόχο την «διαφύλαξιν της ασφαλείας, την τήρησιν της κοινής ησυχίας, και την διώξην του εγκλήματος». Ποιο έγκλημα διώκεται; Οι λαϊκές μορφές αντίδρασης και αντίστασης στη βαυαρική απολυταρχία, δηλαδή οι διαδηλώσεις και ακόμη η ορεινή ληστεία, η οποία ήταν άμεση συνέχεια της κλέφτικης παράδοσης. Στα όρη κατέφευγαν ως ληστές οι απογοητευμένοι αγωνιστές της επανάστασης («σώματα πειναλέων αγωνιστών διατρεχόντων πάσαν την χώραν») και πολλοί ακτήμονες αγρότες που είδαν την ελπίδα της δίκαιης ανακατανομής των οθωμανικών κτημάτων να καταρρέει μπροστά στην εξουσία των γαιοκτημόνων και της Εκκλησίας. Οι κοινωνικοί αγώνες ενάντια στη νέα απολυταρχική εξουσία συνεχίστηκαν με νέες μορφές. Κατά μία έννοια, δεν σταμάτησε ποτέ η ανολοκλήρωτη μάχη για την κοινωνική χειραφέτηση.

Αυτές είναι όψεις του ιστορικού κυκεώνα που δεν κρύβει ούτε η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» –αλλά τις κρύβουν οι εθνικές εορτές.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[i]  Γ. Σκαρίμπας, Η αλήθεια για το ’21, εκδ. Κάκτος, 1995.

[ii] Γιώργος Δαρδανός, «Θεόφιλος Καΐρης – Δημήτριος Μπαλής. Δυο αγωνιστές για κοινωνική απελευθέρωση», στο «Θεόφιλος Καΐρης», Αθήνα, 1988

[iii] Ε. Χομπσμπάουμ, Η Εποχή των Επαναστάσεων, σελ. 157.

[iv] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. ΙΒ, σελ. 374.

[v] A. Κοραής, Τι συμφέρει εις την ελευθερωμένην από Τούρκους Ελλάδα να πράξη εις τας παρούσας περιστάσεις, δια να μη δουλωθή εις χριστιανούς τουρκίζοντας: διάλογος δύο Γραικών, Παρίσι 1830, σ. 14.

Πηγή: Αυτολεξεί

*

Εισήγηση του Shades: Συζητώντας για τον ελληνικό εθνικό σχηματισμό από τη σκοπιά της θεωρίας, της ιστορίας και της υλιστικής κριτικής

Η εισήγηση της Συντακτικής Ομάδας του περιοδικού στην εκδήλωση με το Γιάννη Μηλιό, 24 Μαρτίου 2021.

Φίλες και φίλοι. Εκ μέρους της Συντακτικής Ομάδας του Shades Magazine θα ήθελα να σας καλωσορίσω και να σας ευχαριστήσω που ανταποκριθήκατε στο κάλεσμα μας για την σημερινή εκδήλωση. Έχουμε τη χαρά να φιλοξενούμε σε αυτό τον πάνελ τον Γιάννη Μηλιό από το περιοδικό Θέσεις, που έχει κάνει μια εξαιρετική μελέτη πάνω στο θέμα που εξετάζουμε, και τον Βαγγέλη Μπαντέκα μέλος της αντιεθνικιστικής πρωτοβουλίας για το 1821 και διδάκτορα φιλοσοφίας στο τεχνικό πανεπιστήμιο του Βερολίνου.

Πιστεύουμε στ’ αλήθεια ότι μια τέτοια εκδήλωση είναι ιδιαίτερα σημαντική. Δεν είναι μόνο τα συνταρακτικά γεγονότα που βιώνουμε τον τελευταίο χρόνο, είναι η διαχρονική πορεία του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού που πρέπει να δούμε διεξοδικά εάν και εφόσον θέλουμε να ανοίξουμε ένα νέο δρόμο για παραγωγή κριτικής και πρακτικής στον 21ο αιώνα ― μια περίοδος όπου ο κύκλος του ιστορικού εργατικού κινήματος έχει κλείσει με μια συντριπτική ήττα εις βάρος του. Να ανοίξουμε νέες θεωρητικές δυνατότητες στην υλιστική κριτική, να δώσουμε νέες ανταγωνιστικές ερμηνείες στην ιστορία κόντρα στην κυρίαρχη εθνική αφήγηση. Αυτός είναι με απλά λόγια και ο δικός μας στόχος από τη σημερινή εκδήλωση. Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε να βάλω μερικές εισαγωγικές θέσεις πιο αναλυτικά για το πως βλέπουμε και εμείς το λεγόμενο εθνικό ζήτημα.

Ο εθνικισμός είναι η χαρακτηριστική μορφή της παράλογης αντίληψης. Με επιδημικότητα συνεχίζει να μολύνει ολόκληρο τον αστικό κόσμο, σε μια ιστορική περίοδο μάλιστα όπου, εξαιτίας της ανάπτυξης των τεχνικών δυνάμεων παραγωγής και του δυνητικού ορισμού της γης ως ενιαίου πλανήτη, ο εθνικισμός θα έπρεπε να έχει χάσει την ρεαλιστική του βάση και να έχει βρει την θέση του στο μουσείο της ιστορίας. Ωστόσο, ο εθνικισμός όχι μόνο επιβιώνει αλλά αποτελεί το κύριο συστατικό κάθε κυρίαρχης ιδεολογίας, ζει και αναπαράγεται όσο θα υπάρχει εκμετάλλευση ακόμα και μέσα από φαινομενικά αντίθετους πολιτικούς χώρους.

Πάγια θέση του εγχειρήματος μας είναι ότι πίσω από την κυρίαρχη εθνική αφήγηση συντάσσεται και ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορικής αριστεράς, και μάλιστα βρίσκεται αφομοιωμένη ολοκληρωτικά στους κυρίαρχους εθνικούς μύθους. Δεν είναι βέβαια μόνο οι μύθοι γύρω από τα γεγονότα του 1821. Ολόκληρη η ιδεολογία του ελληνικού αστικού κράτους έχει παγιδεύσει μέσα στη πορεία του χρόνου, μεγάλη μερίδα αυτής της ιδεολογικής αριστεράς ακόμα και ευρύτερα τμήματα του αντιφασιστικού και ανταγωνιστικού χώρου. Δεύτερη πάγια θέση μας, είναι ότι η κυρίαρχη ιστορική ερμηνεία στον ελλαδικό χώρο, έχει γραφτεί από τους νικητές του εμφυλίου πολέμου 1946-49, καθώς και από τους επίσημους ιστοριογράφους του ελληνικού κράτους που συχνά εναρμονίζουν την έρευνά τους με την επίσημη εθνική αφήγηση. Επιχειρούμε λοιπόν να δημιουργήσουμε ένα ρήγμα σε αυτήν την ιστοριογραφία προσπαθώντας να την επανεξετάσουμε από υλιστική σκοπιά. Δεν μπορεί να υπάρχει χειραφετική κριτική, δίχως μια συνολική κριτική του έθνους και της εθνικής ιδεολογίας.

Ο 19ος αιώνας είναι ο αιώνας της μαζικής επικράτησης των αστικών επαναστάσεων, της γέννησης των περισσότερων εθνικών κρατικών σχηματισμών και της συγκρότησης των εθνικών ταυτοτήτων. Αν και αυτή η διαδικασία δεν ξεκίνησε τον 19αι, ωστόσο, εδώ φαίνεται να παίρνει την μορφή που στις περισσότερες περιπτώσεις γνωρίζουμε σήμερα. Η λεγόμενη, λοιπόν, εποχή των επαναστάσεων φέρει μαζί της την εποχή της κατασκευής των εθνών και τον διαμελισμό του κόσμου σε έθνη-κράτη. Η διαδικασία εθνοποίησης των μαζών συνδέεται άμεσα με ένα ελευθεριακό πρόταγμα το οποίο εκδηλώνεται με μια ροή αγώνων που κορυφώνεται και αποκρυσταλλώνεται με τη συγκρότηση του αστικού κράτους. «Τα Έθνη, ως φυσικός, θεόσταλτος τρόπος ταξινόμησης των ανθρώπων, ως ένα εγγενές, καίτοι πολύ αργοπορημένο πολιτικό πεπρωμένο, είναι μύθος». Δεν είναι τα έθνη που συγκροτούν τον εθνικισμό αλλά ο εθνικισμός που συγκροτεί τα έθνη. Δεν υπάρχει ιστορική εξαίρεση όπου η διαδικασία εθνογέννεσης δεν συμπίπτει ή δεν έπεται από τη καπιταλιστικοποίηση του κοινωνικού σχηματισμού, είτε αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο ανάδυσης είτε της κυριαρχίας των κεφαλαιακών σχέσεων παραγωγής. Η συγκρότηση του ελληνικού έθνους-κράτους, για παράδειγμα, δεν αποτελεί εξαίρεση καθώς μεταξύ των μεγάλων αλλαγών που πραγματοποιούνται στον ασιατικό κοινωνικό σχηματισμό της Α. Μεσογείου είναι: 1ον η ιδιοποίηση των τιμαρίων από τους τιμαριώτες καθώς αυτά μετατρέπονται σε ιδιωτική ιδιοκτησία και αυτοί σε τσιφλικάδες. 2ον η αγροτική παραγωγή στις αγροτικές κοινότητες της σύγχρονης νότιας Ελλάδας υπάγεται σταδιακά στον έλεγχο του εμπορικού κεφαλαίου, από τα τέλη του 18ου αιώνα. Και 3ον η κυριαρχία καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στις αρχές του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη του εμπορικού και εφοπλιστικού κεφαλαίου στα νησιά του Αιγαίου αλλά και η δημιουργία καπιταλιστικών κοινοτήτων στην ενδοχώρα με την ανάπτυξη της μανιφακτούρας.

Το Βασικό ιδεολογικό συνεκτικό στοιχείο των νεοκατασκευασμένων εθνικών αστικών κρατών ήταν το γνωστό ψέμα της ισονομίας, ανεξαρτήτως τάξης και κοινωνικού στρώματος. Το εθνικό κράτος εμφανίζεται ως ο υπερασπιστής όλων των μελών της Εθνικής Λαϊκής Κοινότητας, ενώ αποτελεί ρυθμιστή, το κέντρο άσκησης της ταξικής εξουσίας του κεφαλαίου πάνω στην πολυεθνική εργατική τάξη. Εμφανίζεται, λοιπόν, ως η ενσάρκωση του λαϊκού πνεύματος, ως η μεταφορά της μορφής-οικογένεια στο επίπεδο του πολιτικού (Χέγκελ). Επιβάλλει τον εαυτό του ως μια οργανικά ενοποιημένη κοινότητα λειτουργώντας στο πλαίσιο του «κοινού συμφέροντος» και της «εθνικής αδελφοσύνης» – καθώς βρισκόμαστε-όλοι-στην-ίδια-βάρκα – σε όλα τα σημεία εσωτερικά της κοινωνικής ολότητας, ενώ εξωτερικά εμφανίζεται και λειτουργεί ως πολιτικό υποκείμενο που αναγνωρίζεται ως τέτοιο από άλλα όμοιά του μέσα από το πλέγμα των παγκόσμιων σχέσεων εξουσίας. Έτσι, συγκαλύπτει τις συγκεκριμένες ταξικές σχέσεις εμφανίζοντάς τες ως αφηρημένες εθνικές, κάτι που αποτυπώνεται υλικά στο κάθε σημείο των ιστορικών κοινωνικών σχηματισμών, αλλά και στις προσωπικότητες, στην-κάθε-στιγμή των υποκειμένων που κατοικούν εκεί. Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού των ταξικών ανταγωνιστικών σχέσεων σε εθνικές, καθιστά το έθνος-κράτος θεμελιώδες στοιχείο της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας και της αναπαραγωγής της αξίας. Η διαδικασία γέννησης των αστικών εθνικών κρατών – και του δικού μας ελληνικού – ήταν επίπονη, βίαιη και αιματηρή. Έτσι εδώ βλέπουμε, ότι η τύχη για παράδειγμα του «Διαχρονικού Άλλου», του Εβραίου που δεν κατάφερε ποτέ ιστορικά να αφομοιωθεί στην εθνική κοινότητα του Λαού, δεν ήταν ανεξάρτητη από αυτή την πορεία με αποτέλεσμα την τραγική κορύφωσή της στο τέλεια οργανωμένο εργοστάσιο θανάτου του Άουσβιτς. Εδώ δεν θα μπορούσε παρά να τεθεί το ερώτημα: τι μπορεί να σημαίνει πρόοδος και πως αυτή παλινορθώνεται σε οπισθοδρόμηση; Το έθνος, λοιπόν, δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη συσπείρωσή του γύρω από ένα μαζικά διαδεδομένο ψέμα. Για να μπορέσει να υπάρξει η κοινότητα του Λαού πρέπει να παρανοηθεί η θέση του υποτελή μέσα στην ομίχλη της εθνικής ιδεολογίας. Όσο μεγαλύτερο είναι το εθνικό ψέμα, τόσο περισσότερο κινητοποιούνται οι μάζες, κάτι που ιστορικά βρίσκουμε στον ίδιο τον εθνικοσοσιαλισμό.

Γυρνώντας στο σήμερα, στην επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821. Όσο η σημερινή καπιταλιστική κρίση οξύνεται, τόσο οι ανορθολογικές και μισαλλόδοξες κραυγές στο εσωτερικό του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους θα πληθαίνουν όλο και περισσότερο. Αυτές οι κραυγές έρχονται πράγματι από πολύ μακριά, αποτελούν την σύγχρονη έκφραση του ελληνικού εθνικισμού, της βασικής ιδεολογίας που συνόδευσε τη διαμόρφωση, την εξέλιξη και την εκάστοτε διαχείριση του συγκεκριμένου κοινωνικού καθεστώτος σ’ αυτή τη γωνιά των Βαλκανίων: από τη ρομαντική κατασκευή του 19ουαι. περί διαχρονικής συνέχειας του ελληνικού έθνους και τον μεγαλοιδεατικό επεκτατισμό, ως τον «Γ ́ ελληνικό πολιτισμό» του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου ― από τη μετεμφυλιακή αντικομμουνιστική εθνικοφροσύνη μέχρι τις χουντικές και τις ολυμπιακές φιέστες με τις χλαμύδες και τις περικεφαλαίες στους σύγχρονους μακεδονομάχους. Είναι το ίδιο κοινωνικό καθεστώς που σήμερα, για ακόμα μια φορά, ανακαλύπτει την ιδεατή συγκολλητική του ουσία τη στιγμή ακριβώς που σε ύστερη φάση, πνίγεται στις αντιφάσεις της εσωτερικής του αποσύνθεσης: η πιο βαθιά καπιταλιστική κρίση εδώ και έναν αιώνα βρίσκει την Ψωροκώσταινα πληθυσμιακά, οικονομικά και κοινωνικά αποδεκατισμένη. Το βάπτισμα του νέου καθεστώτος καπιταλιστικής συσσώρευσης θα εμφυσήσει την αίσθηση της ιερότητας του γένους στους υποτελείς του, της φαντασιακής υπεροχής τους απέναντι σε Σλάβους, Βούλγαρους, Αλβανούς και Τούρκους.

Συγκεκριμένα τώρα, όσον αφορά την ελληνική εθνική κυρίαρχη ιδεολογία: στηρίζεται στο μύθευμα, του φυλετικά αδιάσπαστου γένους, δηλαδή σε μια υποτιθέμενη συνέχεια του ελληνικού έθνους από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα στη νεωτερική εποχή. Συνοπτικά, η πιο κλασική εκδοχή αυτού του εθνικού μύθου είναι η ύπαρξη ενός ενιαίου γλωσσικά, πολιτισμικά και φυλετικά υποκειμένου που, από την εποχή του χαλκού, ζει και αναπαράγεται στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το ελληνικό κράτος, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Ανεξάρτητα από τις οικονομικές και κοινωνικές βαθμίδες εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών, το ελληνικό έθνος φαντασιώνεται ότι παραμένει αναλλοίωτο και μη αναμεμιγμένο με άλλους λαούς. Πάνω στην αιώνια ιστορική συνέχεια του ελληνικού έθνους στηρίζεται στη πραγματικότητα ολόκληρη η εθνική ιδεολογία. Η διαστρέβλωση της ιστορίας είναι το βασικό συστατικό της. Σε αυτό το πλαίσιο η ιστορία λαμβάνει τον χαρακτήρα ενός φετίχ: συγκαλύπτει τις αντικειμενικές, αντιθετικές, εσωτερικές ταξικές σχέσεις που διέπουν τον κοινωνικό σχηματισμό και τον συγκροτούν ιστορικά, με μια πλασματική σχέση- φάντασμα, με μια ιστορία υποτιθέμενης απώθησης και επανεμφάνισης της εθνικής ιδέας και συνείδησης. Υφαρπάζοντας επιλεκτικά σπαράγματα της ιστορίας δομούν μια καλοφτιαγμένη ψευτο-αφήγηση. Η φετιχοποιημένη ιστορία είναι αυτή που βλέπει την ιστορία γραμμικά, εσχατολογικά, διακρίνοντας ξεκάθαρα μια πρωταρχική αγνή στιγμή του λαού αλλά και το τελικό του σημείο, την ολοκλήρωση του έθνους, την πραγμάτωση, δηλαδή, της Μεγάλης Ιδέας. Τα τέσσερα κατηγορήματα – όμαιμον, ομόγλωσσον, ομότροπον, ομόθρησκον – εμφανίζονται πάντα προσκολλημένα με μια τοπικότητα, αυτό είναι το υπεραιώνιο έδαφος, ο χώρος κίνησης της εθνικής ιστορίας. Γνωστό παράδειγμα αυτού του είδους ιστοριογραφίας είναι αυτό του Κωνσταντίνου Παπαρηγόπουλου όπου σε ένα μείζον πολιτικό εγχείρημα δομεί την ελληνική εθνική ιδέα, επινοεί τον ελληνισμό. Η ιδεολογική σφυρηλάτηση του έθνους, λοιπόν, είναι μια απαραίτητη συνθήκη για τις επιδιώξεις του ελληνικού καπιταλιστικού κράτους, στους ανταγωνισμούς του με αντίπαλα εθνικά καπιταλιστικά κρατικά στρατόπεδα και τα συμφέροντά τους όπως γίνεται σήμερα και με τους ανταγωνισμούς του με την Τουρκία.

Στα εκπαιδευτικά ιδρύματα του αστικού κράτους, η εθνική χειραγώγηση του πληθυσμού έχει κεντρικό χαρακτήρα. Το κουτσούρεμα της ιστορίας και η προσαρμογή της ώστε να υποστηρίζει τον εθνικό μύθο ανάλογα με τις ανάγκες κάθε εποχής έχει γίνει με διάφορους ευφάνταστους τρόπους. Εκεί, αποτυπώνεται με ξεκάθαρο τρόπο, πως το αστικό εθνικό κράτος βλέπει τον εαυτό του, πως αντιμετώπισε του εχθρούς του κατά την περίοδο της κατασκευής του και πως εφευρίσκει τους δικούς του ήρωες. Εκεί απεικονίζεται ολόκληρος ο εθνικός μύθος. Στα βιβλία της εθνικής ιστορίας του σχολείου, οι μαθητές και μαθήτριες “μαθαίνουν» για την υπεροχή του «ελληνικού πολιτισμού» από τα αρχαία χρόνια μέχρι και σήμερα. Αυτή η λατρεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού που παίρνει σχεδόν θρησκευτικό χαρακτήρα εξαλείφει όποια στοιχεία ψευτο-ορθολογικότητας είχαν απομείνει και παλινορθώνεται σε αυτό που είναι πραγματικά: τον απόλυτο μύθο. Η εικονοκλαστική ερμηνεία της αρχαιότητας που έφερε η Αναγέννηση γίνεται κομμάτι αυτής της θρησκευτικής αφοσίωσης. Οι υποτελείς του σύγχρονου ελληνικού καπιταλιστικού κράτους θεωρούνται από αυτήν την ιστορία απόγονοι των αρχαίων ελληνικών πόλεων, ενώ το Βυζάντιο, που ως γνωστό, ήταν και ο νεκροθάφτης της αρχαίας παγανιστικής θρησκείας και του ελληνιστικού στοιχείου γενικότερα, θεωρείται η ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Οι υποτελείς του εθνικού κράτους καλούνται να θυσιαστούν αν χρειαστεί, όπως και οι υποτιθέμενοι πρόγονοι τους, σε κάποιο μελλοντικό πόλεμο.

Είναι πραγματικά αξιοσημείωτο ότι κουβέντα δεν γίνεται σχεδόν ποτέ για εκείνα τα ιστορικά γεγονότα που ήταν καθοριστικά για να επιβιώσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος στον αγώνα του με τα αντίπαλα στρατόπεδα, ότι δηλαδή έπρεπε δώσει προτεραιότητα στην εθνική ομογενοποίηση του πληθυσμού. Μεγάλη μερίδα πληθυσμού μέσα σε αυτό νεοκατασκευασμένο κράτος δεν μιλούσε ελληνικά ούτε είχε κάποιου τύπου «ελληνική εθνική συνείδηση». Στον ελλαδικό χώρο ζούσε ένα μωσαϊκό διαφορετικών μειονοτήτων με διαφορετική γλώσσα και παράδοση. Στη γεωγραφική περιοχή που βρίσκεται σήμερα το ελληνικό κράτος, πριν την ελληνική αστική επανάσταση του 1821 και μετά, ζούσαν μειονότητες όπως οι Βλάχοι, οι Αρβανίτες, Μακεδόνες, Εβραίοι, Τσιγγάνοι και πάρα πολλοί άλλοι. Οι μειονότητες που ενσωματώθηκαν σταδιακά μέσα στο ελληνικό κράτος, σε μεγάλο βαθμό γνώρισαν τι σημαίνει βία και καταπίεση. Τους απαγορεύτηκε να μιλούν την γλώσσα τους, να αναπαράγουν τα έθιμα και τα τραγούδια τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και σήμερα η Ελλάδα είναι ένα κράτος που δεν αναγνωρίζει τις μειονότητες, γιαυτό και για μας ως Shades παραμένει ένα κεντρικό αίτημα.

Στο βιβλίο του 1821- ιχνηλατώντας το Έθνος, το Κράτος και τη Μεγάλη Ιδέα, (ο Γιάννης Μηλιός) επισημαίνει ότι η παραδοσιακή εθνοκεντρική προσέγγιση αντιλαμβάνεται το έθνος «ως μια κοινότητα που η ύπαρξή της δεν ανάγεται στο εκάστοτε κοινωνικό και πολιτικό σύστημα … και … αποτελεί πάντα ένα ‘‘δεδομένο’’ που προηγείται των μορφών οργάνωσης της κοινωνίας, τις οποίες εξετάζουν η ιστορική έρευνα και ευρύτερα οι κοινωνικές επιστήμες». Στο βιβλίο, λοιπόν, ακολουθείται η αντίστροφη πορεία. Στην αρχή ερευνώνται οι συνθήκες μέσα στις οποίες ωριμάζει το φαινόμενο της ευρείας εθνικής πολιτικοποίησης των μαζών στη βαλκανική χερσόνησο και μάλιστα κατά τη στιγμή που εκδηλώνεται με τη μορφή επαναστατικών επεισοδίων, τα πιο επιτυχή από τα οποία παρατηρούνται στις περιοχές του νότιου ελλαδικού χώρου και τα νησιά. Ζητούμενο εδώ είναι το περιεχόμενο και τα όρια του ελληνικού έθνους καθώς και οι παράγοντες που συνετέλεσαν στον μετασχηματισμό ενός τμήματος των χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε εθνικά πολιτικοποιημένη κοινότητα που με την επανάσταση έχει ως στόχο τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους.

Θα ήθελα να τελειώσω την εισήγηση μου με μια πρόσκληση. Καλούμε τις ελάχιστες αντιεθνικιστικές φωνές και όσες-ους βρίσκουν στις μέρες μας αναγκαίο να ανοίξουν δρόμοι διαλόγου και σύμπλευσης πάνω σε αυτά τα τόσο κομβικά ζητήματα να μην διστάσουν να έρθουν σε επαφή μαζί μας. Σε κάθε περίπτωση το εγχείρημα μας παραμένει ανοιχτό σε κάθε φίλο και φίλη να μας στείλει ερωτήσεις, κριτική ή και πρόσκληση για κοινούς αγώνες σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη εποχή. Το ανταγωνιστικό κίνημα λοιπόν ή θα είναι αντι-εθνικό ή καθόλου ανταγωνιστικό.

Πηγή: The Shades Mag

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.