Ενημέρωση για το δικαστήριο των Βαλαβάνη, Μιχαηλίδη, Αθανασοπούλου

Στην προτελευταία συνεδρία του δικαστηρίου εξετάστηκαν οι μάρτυρες υπεράσπισης των συντρόφου/συντροφισσών και ακολούθησαν οι τοποθετήσεις τους στο στάδιο των απολογιών.

Η πολιτική τοποθέτηση του Γιάννη έχει ήδη δημοσιευθεί (https://athens.indymedia.org/post/1613376/).

Εδώ ακολουθούν ορισμένα αποσπάσματα της πολιτικής τοποθέτησης της αναρχικής συντρόφισσας Δήμητρας Βαλαβάνη στο στάδιο των απολογιών. Λόγο του ότι η ανάπτυξη της τοποθέτησης ήταν κυρίως προφορική παραθέτουμε τα κυρίως μέρη της.

«Από τις 29/1/2020 βρίσκομαι φυλακισμένη στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού, ενώ σήμερα, μετά από 16 μήνες καλούμαι να απολογηθώ για βαρύτατες κατηγορίες. Κατηγορίες που σε καμία περίπτωση δε συνάδουν με τις πράξεις μου. Δεν αναζητώ μέσα από αυτή τη διαδικασία κάποιο είδος δικαιοσύνης, άλλωστε ως αναρχική έχω τελείως διαφορετική αντίληψη σε σχέση με εκείνη που έχουν οι κρατικοί μηχανισμοί για το πώς ορίζεται η έννοια αυτή. Βρίσκομαι σε μία δικαστική διαδικασία που τοποθετούμαι απέναντι της και η οποία δεν μπορώ να δεχτώ πως είναι εκείνη που θα κρίνει τις επιλογές μου. Παρόλα αυτά, με βάση τη σχετική δικογραφία έχει συντεθεί μία πραγματικότητα εις βάρος μου, εις βάρος μας, η οποία μετά το τέλος αυτής της διαδικασίας και της απόφασης για το αν ισχύει ή όχι μπορεί να με οδηγήσει ξανά πίσω στη φυλακή. Και ακριβώς επειδή δεν ισχύει αυτή η πραγματικότητα, θέλω να αναφερθώ σε συγκεκριμένα γεγονότα προς αποκατάσταση της. Σύμφωνα με τη δικογραφία προσωπικά έρχομαι σήμερα εδώ μεταξύ άλλων, ως μέλος εγκληματικής οργάνωσης που διέπραττε ληστείες και κλοπές και ως κάτοχος και μεταφορέας βαρύτατου οπλισμού. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ξανά τις κατηγορίες, όμως αυτό που θέλω να πω είναι πως τις αρνούμαι και η μόνη που αποδέχομαι είναι αυτή της χρήσης πλαστού εγγράφου.»

Στην συνέχεια η Δήμητρα κατήγγειλε τις ασφυκτικές παρακολουθήσεις της από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία καθώς και την παρενόχληση φίλων της, συγγενικών της προσώπων καθώς και την λήψη DNA από τον παππού της μετά την σύλληψη της από άντρες της αντιτρομοκρατικής.

«Θα ξεκινήσω και εγώ τη δική μου ιστορία λοιπόν, την περιγραφή βασικά της πραγματικότητας, από το σημείο που ξεκινάει και εις βάρος μας δικογραφία, από την απόδραση δηλαδή του Γιάννη. Το καλοκαίρι του 2019 ο Γιάννης αποφασίζει να φύγει από τις αγροτικές φυλακές Τίρυνθας όπου ήταν φυλακισμένος. Δεν έχω να πω κάτι για αυτή του την επιλογή καθώς ο καθένας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές του και ο μόνος που μπορεί να μιλήσει για τις πράξεις του.

Ο Γιάννης είναι πλέον καταζητούμενος. Εγώ συνεχίζω να μένω στο σπίτι μου στα Ιλίσια, να έχω όλες τις ασχολίες που είχα και πριν σκεπτόμενη όμως πως κάποια στιγμή θέλω να βρεθώ μαζί του. Σε αυτό το χρονικό σημείο είναι που ξεκινάει και το κυνηγητό μου από την αντιτρομοκρατική υπηρεσία. Μία υπηρεσία που έχει βάλει όσο πιο βαθιά γίνεται τα θεμέλια της στην παρανομία μιας και αφού έπρεπε να βρει τον Γιάννη θα το προσπαθούσε με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο. Και φυσικά αναφέρομαι στην πρακτική της παρακολούθησης των κοντινών του ανθρώπων εκ των οποίων ήμουν φυσικά και εγώ. Άσχετα αν η παρακολούθηση στην προκειμένη περίπτωση ήταν παράνομη.

Πραγματικά επί 3 ολόκληρους μήνες η αντιτρομοκρατική είχε γίνει η σκιά μου. Η πρώτη φορά που είδα ανθρώπους να με παρακολουθούν ήταν έξω από το σπίτι μου. Άλλωστε αυτό ήταν και το γνωστό σημείο αναφοράς. Έκτοτε καθημερινά βρισκόμουν υπό στενή παρακολούθηση. Καθημερινή παρουσία έξω από το σπίτι μου είτε μέσα σε όχημα είτε όχι, περιμένοντας κάποια έξοδο μου στο παρκάκι απέναντι από την είσοδο της πολυκατοικίας. Όταν κυκλοφορούσα με τα ΜΜΜ ή το ποδήλατό μου, τουλάχιστον δύο οχήματα ένα αυτοκίνητο και ένα δίκυκλο με ακολουθούσαν με δύο άντρες ανά όχημα. (…) Ήταν πάντα μαζί μου, όλη μέρα και όλη νύχτα ακόμη και εντός του χώρου του πανεπιστημίου όπου πήγαινα για να διαβάσω παραβιάζοντας έτσι το πανεπιστημιακό άσυλο όπου λίγο καιρό αργότερα καταργήθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Δεν περιορίστηκαν μόνο στο νομό Αττικής αλλά και στις πόλεις της Θεσσαλονίκης όπου είχα πάει να επισκεφτώ την αδελφή και τη μητέρα μου όπως και στην Πάτρα, την πόλη που σπούδαζα για 6 χρόνια και επισκεπτόμουν συχνά προκειμένου να δω τους φίλους μου. (…) Ήταν μαζί μου στους περιπάτους μου στο βουνό του Υμηττού που εβδομαδιαία συνήθιζα να κάνω, στις προπονήσεις μου με το ποδήλατο προς τη Μονή Καισαριανής, στις βραδινές βόλτες μου στο κέντρο της Αθήνας, έξω από τους χώρους εργασίας φίλων μου, μέχρι και μέσα στην αυλή του σπιτιού μου στα μέσα της νύχτας.

Και η απόδειξη της παρακολούθησης μου από την αντιτρομοκρατική αποτελεί το γεγονός ότι μετά τη σύλληψη μου δόθηκε εντολή να γίνει έρευνα σε δύο συγκεκριμένα σπίτια που είχαν σχέση με εμένα, καθώς η αντιτρομοκρατική με είχε δει να μεταφέρω προσωπικά μου αντικείμενα εντός τους.(…)

Αρνούμαι να συμμετέχω στο κοινό μυστικό της παρακολούθησης, στο αυτονόητο αυτής της πρακτικής. Και για να απαντήσω σε όλα αυτά τα αυτονόητα που περιτριγυρίζουν αυτή την υπηρεσία, που όλες της οι πρακτικές δικαιολογούνται αυτόματα, θα πω πως αυτοί οι άνθρωποι ήταν επιπλέον εκείνοι που ενώ τους ενημερώσαμε και εγώ και ο Γιάννης για το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζω με χτυπούσαν βίαια προκειμένου να μου αποσπάσουν γενετικό υλικό. Είναι εκείνοι που μπήκαν 2 φορές στο σπίτι του παππού μου και υπέβαλαν έναν μεγάλο άνθρωπο που ουδεμία σχέση έχει με την υπόθεση σε λήψη DNΑ. Εκείνοι που έδωσαν πάσα στους δημοσιογράφους να βαφτίσουν το σπίτι μου γιάφκα. Εκείνοι που κατά τη σύλληψη κλωτσούσαν όλοι μαζί τον Γιάννη και έχουν και το θράσος να έρχονται εδώ παίρνοντας όρκο στην τιμή και τη συνείδηση τους και σε μια προσπάθεια θυματοποίησης τους να μας κατηγορούν για αντίσταση. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα ούτε από τιμή ούτε από συνείδηση και εν κατακλείδι είναι εκείνοι που ευθύνονται για το ψέμα που μας θέλει εγκληματική οργάνωση. Αυτονόητα είναι όλα αυτά; Γιατί τα μόνα αυτονόητα που βλέπω εγώ είναι η συγκάλυψη όλων αυτών των πρακτικών από τους υπόλοιπους κρατικούς μηχανισμούς και πως η κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης αποτελεί πάγια τακτική προς παράταση της φυλάκισης μας »

Στην συνέχεια επιχειρηματολόγησε εκτενώς για τους λόγους για τους οποίους επέλεξε να πραγματοποιεί ταξίδια με την χρήση πλαστών εγγράφων από την Αθήνα προς την Γερμανία και το αντίστροφο πριν την σύλληψη της.

«Αρχές Αυγούστου ταξίδεψα νόμιμα στο Βερολίνο προκειμένου να είμαι με τη μητέρα μου η οποία επίσης ήταν σε πολύ άσχημη ψυχολογική και σωματική κατάσταση. Δύο αγαπημένοι μου άνθρωποι, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους ζούσαν εξαιρετικά δύσκολες καταστάσεις. Και εγώ ήθελα όσο μπορώ να είμαι και να στηρίζω και τους δύο. Αυτός είναι και ο λόγος όπου ταξίδευα τόσο συχνά προκειμένου να μπορώ να είμαι στην Αθήνα για να βρίσκομαι όταν τα καταφέρναμε με ασφάλεια με τον Γιάννη, ενώ παράλληλα να βρίσκομαι και με τη μητέρα μου σίγουρα μία φορά τον μήνα, ειδικά τις μέρες που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο για την φαρμακευτική της αγωγή. Φυσικά δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο γεγονός ότι πίστευα με αυτό τον τρόπο πως θα με αφήσει ήσυχη η αντιτρομοκρατική. Το γεγονός ότι επέλεξα να κάνω αυτά τα παράνομα ταξίδια από και προς την Γερμανία απορρέει ξεκάθαρα από την ασφυκτική παρακολούθηση της αντιτρομοκρατικής και από την θέλησή μου να βρίσκομαι με τον Γιάννη. Ήταν μία διέξοδος από αυτή τη συγκυρία, τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.»

Κλείνοντας η Δήμητρα τοποθετήθηκε τόσο για τα γεγονότα την ημέρα της σύλληψης της, τον ξυλοδαρμό της και βασανισμό της μέσα στα κελιά της αντιτρομοκρατικής όταν αρνήθηκε να δώσει DNA. Ενώ κατέρριψε τα αστυνομικά σενάρια περί ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης και αναφέρθηκε στις τραγικές ελλείψεις και τα προβλήματα που δημιουργούν οι συνθήκες κράτησης εντός των φυλακών.

«Κάποια στιγμή τέλη Γενάρη ο Γιάννης με ενημερώνει πως έχει αντιληφθεί ύποπτες κινήσεις παρακολούθησης. Πιο συγκεκριμένα, ξημερώματα 29/1 έρχεται απροειδοποίητα στο σπίτι μου και με ενημερώνει για την πιθανή παρακολούθηση του από την αντιτρομοκρατική καθώς και για την πρόθεσή του να εξαφανιστεί άμεσα προς αποφυγή της σύλληψης του. Εξαιρετικά ανήσυχη για την καινούργια κατάσταση αντιλήφθηκα πως μπορεί να χάσω κάθε επαφή μαζί του. Το ίδιο θεωρούσε και εκείνος.(…) Μάζεψα γρήγορα κάποια από τα προσωπικά μου αντικείμενα και φύγαμε βιαστικά από το σπίτι όπου μας περίμενε το ταξί με το οποίο είχε έρθει ο Γιάννης. Φτάσαμε σε ένα σημείο της περιοχής του Βύρωνα όπου συναντήσαμε την Κωνσταντίνα. Και οι τρεις μαζί οδηγηθήκαμε στο σημείο όπου ήταν το αυτοκίνητο όπου ενημερώθηκα τότε πως ήταν κλεμμένο. Τα πράγματα ήταν ήδη τοποθετημένα σε αυτό σε προγενέστερο χρόνο ενώ για το γεγονός ότι υπήρχαν όπλα εντός ενημερώθηκα αφού ξεκινήσαμε. Μπροστά στη σημαντικότητα του να φύγουμε από τον πιθανό κλοιό και να γλυτώσουμε τη σύλληψη, το γεγονός αυτό είχε για μένα μικρή σημασία. Καθώς ο Γιάννης ήταν κουρασμένος και εκείνος που αναζητούσε η αντιτρομοκρατική ενώ η Κωνσταντίνα δεν γνωρίζει οδήγηση αποφασίσαμε να οδηγήσω εγώ το αυτοκίνητο. Ξεκινήσαμε με κατεύθυνση του βουνού του Υμηττού. Αφού βγήκαμε από το βουνό στην έξοδο της Αγίας Παρασκευής και στρίψαμε προς την Αγίου Ιωάννου μετά από λίγο όπως όλοι γνωρίζουμε έγινε και η σύλληψη. Η ιστορία από εδώ και πέρα είναι γνωστή.(…)

Ως επακόλουθο τώρα όσων προανέφερα έρχεται και η κατάρριψη των δύο βασικών κατηγοριών που με κάνουν να βρίσκομαι στη φυλακή. Ειδικά η κατηγορία περί ύπαρξης εγκληματικής οργάνωσης δεν μπορεί να στηριχθεί κατά τη γνώμη μου από τα υπάρχοντα στοιχεία. Αρχικά και βασικά δεν νοείται μία τέτοια κατηγορία να χαρακτηρίζει τις σχέσεις μας. Εγκληματική οργάνωση αποτελούν άνθρωποι που έχουν εγκληματική δράση και που κινούνται με βάση ιεραρχικές δομές, ανθρώπους εγκεφάλους και ανθρώπους εκτελεστές. Κάτι τέτοιο είναι κάτι παραπάνω από προσβλητικό να ταυτίζεται με μας και τις σχέσεις μας. Πόσο μάλλον με τη συγκεκριμένη περίπτωση της σύλληψης μας. Και αν ήμασταν οργάνωση τότε ποια είναι η εγκληματική μας δράση; Υπάρχει ένα συγκεκριμένο συμβάν και μία συγκεκριμένη ερμηνεία: η σύλληψη μας και το γεγονός ότι εγώ ήθελα να στηρίξω το σύντροφό μου σε μία δύσκολη κατάσταση που αντιμετώπιζε, όπως και το να βοηθήσω όσο μπορώ να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη σύλληψη. Η μόνη άλλωστε κοινή παράνομη ενέργεια που αφορά και τα τρία άτομα που κατηγορούμαστε για οργάνωση είναι ότι έχει σχέση με τη σύλληψη.(…)

Η φυλακή είναι κατασκευασμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να σε αποκόβει όσο γίνεται περισσότερο από τον κόσμο έξω από αυτή και να δημιουργεί συνεχή εμπόδια στις όποιες προσπάθειες σου. Έτσι κι εγώ αντιμετώπισα σοβαρά προβλήματα σχετικά με το ζήτημα των σπουδών μου και κυρίως σχετικά με το ζήτημα της υγείας μου, μιας και από την πρώτη στιγμή της σύλληψης μου μέχρι σήμερα δεν έχω την παραμικρή ιατρική παρακολούθηση που απαιτείται.»

Στην τελευταία συνεδρία, έπειτα και από τις τοποθετήσεις των δικηγόρων το δικαστήριο αποφάσισε την αθώωση όλων για την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης και την κατηγορία της αντίστασης και βίας κατά υπαλλήλων.

Πιο αναλυτικά οι ποινές έχουν ως εξής:

Ο Γιάννης καταδικάστηκε συνολικά σε 26 χρόνια για τις κατηγορίες της ληστείας στην Τράπεζα Πειραιώς Ερυμάνθειας, ληστείας-αρπαγής αστυνομικού στη Χαλκιδική, οπλοκατοχής, πλαστογραφίας, κλοπές αυτοκινήτων, απόδρασης ενώ αθωώθηκε για την κατηγορία της οπλοχρησίας. Η Κωνσταντίνα σε 3 χρόνια με αναστολή για οπλοκατοχή (του πιστολιού που βρέθηκε πάνω της), πλαστογραφία και χρήση πλαστού. Η Δήμητρα, όπου και αποφυλακίστηκε, σε 2 χρόνια και 6 μήνες με αναστολή για μεταφορά οπλισμού και χρήση πλαστού.

Πηγή: Athens Indymedia

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.