Για την αποδόμηση των επαναστατικών υποκειμένων

Το παρακάτω κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από το έντυπο: Μηδενιστική Πορεία

 

Εισαγωγή

Η συζήτηση γύρω από το ζήτημα του επαναστατικού υποκειμένου, δηλαδή  του ποιον ή ποιους θεωρεί ο κάθε συζητητής ως φορέα της επαναστατικής αλλαγής, έχει έρθει στο προσκήνιο ξανά με φόντο την «κρίση». Δυστυχώς κοινός τόπος των αναλυτικών εργαλείων που πέφτουν στο τραπέζι είναι η προσκόλληση τους σε μαζικά υποκείμενα τα οποία βρισκόμενα εν υπνώσει πρέπει να αφυπνιστούν και να επαναστατήσουν. Επίσης, παρά τις επιμέρους διαφορές τους αυτά τα αναλυτικά εργαλεία αναπαράγουν την αντίληψη της ύπαρξης de facto επαναστατικών υποκειμένων Η επαναλήψεις θεωριών που χρονολογούνται στις απαρχές της αντικαπιταλιστικής ανάλυσης κουβαλούν μαζί τους και τις ψευδαισθήσεις τους. Πόσο δύσκολο είναι να διαλυθεί μία ψευδαίσθηση; Αν κρίνει κανείς από το αγωνιώδες σθένος με το οποίο κομμάτια του αναρχικού «κινήματος» παραμένουν γαντζωμένα στα δικά τους ψευδαισθητικά οράματα -και εξαρτημένα από αυτά-η απάντηση μοιάζει αυτονόητη.

Η θεώρηση κατά την οποία, η «οικονομική κρίση» αποτελεί ευκαιρία για τη διάδοση του αναρχικού κοινωνικού σχεδίου, χρειάζεται ένα target group για να απευθυνθεί. Έτσι βγαίνει από το σεντούκι, το μαρξιστικό απολίθωμα της εργατικής τάξης ως περιούσιος λαός, οι κοινωνικές μάζες ως βασικοί και «μοιραίοι» φορείς της απελευθέρωσης αλλά και άλλα θολά φαντάσματα όπως ο «λαός» και οι «από κάτω». Έτσι, αυτό που αποκαλείται σήμερα «αναρχικός κινηματικός λόγος» ως περιεχόμενο (πρωτίστως) αλλά και με τη μορφή που καταλήγει να προσλαμβάνει καθώς επιχειρείται η χρήση του ως εργαλείο κοινωνικής απεύθυνσης, θα συνεχίζει να αντηχεί στο απόλυτο κενό όσο προσπαθεί να αφυπνίσει ένα φαντασιακό ακροατήριο.

Ακολουθώντας τον παραπάνω συλλογισμό ο ρεαλισμός, ως εργαλείο ανάλυσης του υπάρχοντος όπως αυτό πραγματικά είναι και εξελίσσεται, υποκαθίσταται συστηματικά από αναλυτικά εργαλεία που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα και αποκαλύπτουν  τις μυωπικές προσκολλήσεις στη θεωρία και μάλιστα σε μερικές από τις πιο παρωχημένες εκδοχές της. Είναι τέτοια η έκταση της στρέβλωσης στην αντίληψη της πραγματικότητας, που –αναμενόμενα πια- οδηγεί στην παραγωγή πολιτικής σκέψης και στη διατύπωση κινηματικού λόγου με ολοένα και πιο θολή κατεύθυνση σχετικά με την καταστροφή του υπάρχοντος άλλα και στον ίδιο τον ορισμό του τελευταίου. Αντίθετα, όλο και πιο συχνά αναδύει μια υπόρρητη ροπή προς το μετασχηματισμό του υπάρχοντος επί το… αναρχικότερον. Δεδομένου λοιπόν ότι οποιαδήποτε πράξη στο σήμερα πρέπει να πατάει σε μια θεωρία του σήμερα, κρίνεται αναγκαία η αποδόμηση του αναλύσεων του χθες.

Προλεταριάτο και εργατική τάξη

Σημαίνουσα θέση σε όλες της κομμουνιστικές αναλύσεις απολαμβάνει η περίφημη εργατική τάξη. Είναι γεγονός ότι το καπιταλιστικό σύστημα διαρθρώνει ταξικά την κοινωνία του. Είναι όμως επίσης γεγονός ότι η δομή της καπιταλιστικής κοινωνίας έχει αλλάξει από το 19ο αιώνα και ενώ η άντληση της υπεραξίας και η εκμετάλλευση της εργασίας παραμένει η βάση της καπιταλιστικής οικονομίας, οι δομές της κυριαρχίας  είναι εξαιρετικά πιο περίπλοκες και η εξουσία βασίζεται περισσότερο στη διαπλοκή των διάφορων ταυτοτήτων και ρόλων που έχουν τα «άτομα» στα πλαίσια της κοινωνίας (άρα και στο πεδίο της εργασίας). Οι αναλύσεις που θέλουν ως κεντρικό πολιτικό υποκείμενο την τάξη (ή εξίσου αφηρημένα σύνολα ατόμων, όπως ο «λαός» ή η «κοινωνία») αλλά ακόμα και οι προσεγγίσεις που ομαδοποιούν με βάση άλλα επιμέρους στοιχεία των ταυτοτήτων αυτού που προσδιορίζουν ως υποκείμενο (π.χ. το φύλο) είναι εξ ορισμού ακρωτηριασμένες. Πασχίζουν να εντοπίσουν μια μόνιμη συγκολλητική ουσία που να οδηγεί σε συλλογικοποίηση και στην προσπάθεια τους αυτή παραγνωρίζουν και ισοπεδώνουν βασικά συστατικά της μοναδικότητας κάθε ατόμου, επικεντρώνοντας την ανάλυση σε ένα ή σε μερικά μόνο εξ αυτών των συστατικών. Είναι επομένως αναλύσεις εγκλωβισμένες σε αγώνες κινηματικούς και ενδοσυστημικούς που,παρά τα όποια μεγαλόπνοα γενικά πολιτικά προτάγματα, αυτοπεριορίζονται (και συχνά εκφυλίζονται π.χ. αιτηματικοί αγώνες κοινωνικών και επαγγελματικών ομάδων) αφού αδυνατούν να λάβουν υπόψη τους την ολότητα των υποκειμένων. Ιεραρχούν αυθαίρετα τα επιμέρους χαρακτηριστικά και υποπίπτουν στο τεράστιο σφάλμα της a priori απόδοσης στο υποκείμενο τους ιδιοτήτων, που είτε δεν υφίστανται είτε, στην καλύτερη περίπτωση βρίσκονται σε βαθιά ύπνωση. Γι’ αυτό και αναλώνονται σε αξιολογήσεις οι οποίες έχουν ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο.

Οι ίδιες αναλύσεις δείχνουν να επιδιώκουν την αναγωγή της καταπίεσης και εκμετάλλευσης σε συγκολλητική ουσία μεταξύ των υποκειμένων που την υφίστανται. Με άλλα λόγια, θεωρούν ότι η καταπίεση από μόνη της αποτελεί ικανή συνθήκη όχι μόνο για τη συλλογικοποίηση, αλλά και την ενεργοποίηση εξεγερσιακών αντανακλαστικών. Τέτοιες προσεγγίσεις έχουν διαψευστεί και θα συνεχίσουν να διαψεύδονται, όσο θα βασίζονται στο μύθο της συλλογικής (ταξικής ή άλλου είδους) συνείδησης.

Ακόμα και αν μπορούσαμε  να βάλουμε την εργατική ταυτότητα αυθαίρετα πάνω από όλα, είμαστε πολύ μακριά από το στόχο μας. Είναι παραδεκτό πως η εργατική ταυτότητα είναι μια ταυτότητα μισθωτού σκλάβου. Επομένως είναι σχιζοφρενικό να αρνείσαι ένα ρόλο ως εξουσιαστικό και παράλληλα να τον προκρίνεις ως σημείο συγκρότησης συνείδησης.Η οικονομική εκμετάλλευση και η ιδία θέση στην παραγωγή δε μπορεί να αποτελέσει δεσμό μεταξύ των υποκειμένων καθώς υπάρχουν εκατοντάδες άλλες παράμετροι που διαχωρίζουν τα υποκείμενα, δημιουργούν σχέσεις ιεραρχίας και εκμετάλλευσης μεταξύ τους ή τα ενοποιούν πιο στιβαρά πάνω σε άλλες βάσεις. Μάλλον ακόμα και αν λειτουργεί ως δεσμός είναι ανεπαρκέστατος.Χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ελληνική εργατική τάξη είναι οι εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες που εκτός ότι έχουν μεταξύ τους τεράστιες διαφορές που δε μπορούμε να παραβλέπουμε για χάρη της ταξικής τους θέσης, φέρουν και αυτή όπως και το γηγενές εργατικό προλεταριάτο, δεκάδες ιδεολογήματα απολύτως εχθρικά με την αναρχική αντίληψη.

Επίσης η εργατική ταυτότητα, ακριβώς επειδή είναι εξουσιαστική ταυτότητα, εμπεριέχει μέσα της στοιχεία που δεν έχουν καμιά σχέση με την ελευθερία και που συνοπτικά ονομάζουμε ηθική της εργασίας. Ο σεβασμός στην ιεραρχία, η πειθαρχία, η ίδια η θέληση για εργασία, η αμιγώς υλιστική αντίληψη της ζωής ως αλληλουχία κάλυψης των σωματικών αναγκών κλπ. Επίσης η εργασία είναι μια διαδικασία άκρως αλλοτριωτική και τα παράγωγά της (οι εργάτες) είναι ακατάλληλα για την σφαιρική αντίληψη της Αναρχίας ειδικά όταν δεν αμφισβητούν την ίδια τους την κατάσταση.

Εδώ έγκειται το λάθος της ταξικής συνείδησης και περηφάνιας. Πρώτον η συνείδηση των εξεγερμένων ατόμων είναι αταξική, επομένως ακόμα και αν ενισχύει κανείς την ταξική συνείδηση τακτικά μέχρι την επανάσταση είναι αδύνατον να πείσεις το ίδιο άτομο στη συνέχεια να την αποβάλλει. Όσο για την περηφάνια, ίσως έχει να κάνει με το τι ορίζει κανείς ως περηφάνια. Πάντως για μια ελεύθερη συνείδηση το να είσαι υποζύγιο δεν συνοδεύεται με αισθήματα περηφάνιας.

Συνεχίζοντας το παραπάνω σκεπτικό, η ταξική εμμονή μπορεί να ειδωθεί ως ορθή μόνο αν οι υποστηρικτές της ονειρεύονται μεγα-κοινωνίες εργατών, δηλαδή μια αναρχίζουσα εκδοχή του μαρξιστικού εργατικού κράτους με την απουσία του τελευταίου. Δηλαδή μια ακόμα μαζική εξουσιαστική θέσμιση που επικεντρώνεται στην παραγωγή (έστω αυτοδιαχειριζόμενη) και βλέπει το άτομο ως οικονομική μονάδα. Σε αυτό το σημείο περιπλέκεται το ζήτημα καθώς μπαίνουν και οι παράμετροι του τεχνοβιομηχανικού συμπλέγματος αλλά για να μη μπερδέψουμε την κουβέντα σταματάμε εδώ για τώρα. Μπορούμε να πούμε προς το παρών πως οι μαρξιστές τουλάχιστον, αντιλαμβάνονται το παραπάνω παράδοξο γι’ αυτό και διατηρούν τον κρατικό μηχανισμό στη θεώρηση τους.

Μπορεί επίσης να παρατηρήσει κανείς την πλήρη μετατόπιση του αναρχικού λόγου περί εργασίας αφού απουσιάζει, σχεδόν συνολικά, το πρόταγμα της άρνησης εργασίας. Η άρνηση εργασίας παρουσιάζεται ως μια περιθωριακή λύση, ως καπρίτσιο ή ως συνώνυμη της παραβατικότητας. Η άρνηση της εργασίας δεν έχει να κάνει απλά με το να αρνείται κάποιος να μπει στον κύκλο της αγοραπωλησίας της εργατικής δύναμης. Το άτομο είναι ολοκληρωμένη προσωπικότητα και δεν είναι η εργατική του δύναμη το μόνο που έχει όπως διατείνονται οι μαρξιστές. Η άρνηση εργασίας είναι άρνηση όλου του οικονομικού συστήματος. Είναι άρνηση του ρόλου του καταναλωτή, άρνηση της χρηματοκεντρικής αντίληψης της ζωής, είναι επανοικιοποίηση του χρόνου και του χώρου, άρνηση των εμπορευματικών σχέσεων, άρνηση γενικά όλων των σχέσεων του κεφαλαίου οι οποίες δεν περιορίζονται μόνο στο  ζεύγος αφεντικό/εργάτης. Είναι συνοπτικά η άρνηση της αντίληψης που θέλει τον άνθρωπο πρώτα εργάτη-καταναλωτή και μετά όλα τα άλλα.

Τέλος, η αλλαγή του υποκειμένου από «εργατική τάξη» στο πιο γενικό «προλεταριάτο», δεν απαντάει στα παραπάνω αλλά προσθέτει και άλλες προβληματικές, καθώς συσπειρώνει και υποκείμενα που είναι αποκλεισμένα από την παραγωγή και την εργασία ή που επειδή ακριβώς η αλλοτρίωση και η κατατεμάχιση της προσωπικότητας είναι πολύ συνολικότερη από την στείρα οικονομική ανάλυση, παρ’ όλο που είναι κομμάτι του προλεταριάτου η απλή οικονομική ανάλυση δε μας λέει από μόνη της τίποτα για αυτά (πχ. λούμπεν).

Η Κοινωνία ενάντια στο Άτομο

Εκείνοι που κατανοούν ότι η παλαιάς κοπής ταξική ανάλυση αδυνατεί να περιγράψει τη σύγχρονη πραγματικότητα, αντικαθιστούν το εργατικό/προλεταριακό υποκείμενο με το κοινωνικό σώμα.

Κατά τη γνώμη μας, αυτό συμβαίνει για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή υπάρχει η ψυχολογική ανάγκη του επαναστατικού υποκειμένου ως εφαλτήριο. Δεύτερον, επειδή υπάρχει μια στρεβλή αντίληψη του τι εστί κοινωνία.

Η Αναρχία, αλλά και οποιαδήποτε άλλη θεώρηση, λαμβάνει υπόσταση όταν υπάρχουν υποκείμενα που φέρουν τις αντιλήψεις της και πράττουν ανάλογα. Αυτό είναι κάτι δεδομένο και δεν αμφισβητείται, αν δε θέλουμε να το ρίξουμε στον (ακραίο) ιδεαλισμό. Το πρόβλημα είναι ότι οι αναρχικοί διαχρονικά (με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις) προσδοκούσαν και απευθύνονταν σε μαζικά υποκείμενα. Αυτός ο «εθισμός», λοιπόν, φτάνει και στις μέρες μας, οδηγώντας στην αντικατάσταση ή εναλλαγή των επαναστατικών υποκειμένων με ακλόνητη πάντα σταθερά τη μάζα. Σε μια συγκυρία όπως η σημερινή, που εντείνονται οι μαζικές αυταπάτες απελευθέρωσης, λόγω της προαναφερθείσας ντετερμινιστικής θεώρησης σύμφωνα με την οποία η οικονομική εξαθλίωση των περισσότερων ανθρώπων θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην εξέγερση, οι περισσότεροι αναρχικοί σφιχταγκαλιάζουν τις μάζες ως τη μοναδική ελπίδα και ευκαιρία.

Να σημειώσουμε εδώ περιεκτικά πως πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και το ιδεολόγημα του ανθρωπισμού, από το οποίο δυστυχώς δε ξέφυγαν ούτε οι αναρχικοί ως γνήσια τέκνα του Διαφωτισμού. Μιλάμε για την φαντασιακή αντίληψη ότι όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη συγκροτούν μια κοινότητα. (ανθρωπότητα) τα μέλη της οποίας έχουν λίγο πολύ βασικές ομοιότητες και ανάγκες και άρα πρέπει να συνεργαστούν. Αυτή η στρεβλή αντίληψη αποκόπτει τους ανθρώπους από φυσικό τους περιβάλλον αφού θεωρούν πως αποτελούν κάτι ξεχωριστό και ανώτερο και ανάγει την ανθρώπινη ζωή σε αυταξία. Είναι επίσης η πηγή μια μεγάλης σειράς αλυσίδων για το άτομο που περιέχονται στην ανθρωπιστική Ηθική, στα Δικαιώματα του ανθρώπου, στην αναγκαστική ή φυσική αλληλεγγύη μεταξύ των ατόμων και ένα σωρό άλλους καταναγκασμούς που βρίσκονται στον πολιτισμικό πυρήνα των κοινωνιών τον οποίο θα δούμε παρακάτω.

Η δεύτερη και σημαντικότερη προβληματική σχετίζεται με τον ορισμό της κοινωνίας. Η συχνότερη ερμηνεία θεωρεί την κοινωνία ως απλά ένα σύνολο ανθρώπων που ζουν στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος. Πρόκειται για μια αφαιρετική και επιφανειακή προσέγγιση που αφενός, τσουβαλιάζει όλες τις ανθρώπινες ομαδοποιήσεις διαχρονικά ως κοινωνίες και αφετέρου, αφήνει εκτός περιεχομένου όλα εκείνα τα στοιχεία που είναι απαραίτητα για την ύπαρξη κοινωνιών όπως η εξουσία, η καταστροφή της φύσης, η αποατομίκευση και η μαζοποίηση των ανθρώπων, η δημιουργία νορμών συμπεριφοράς κ.α.

Η κοινωνία δεν είναι απλά η μάζα. Αν ήταν έτσι, θα ζούσαμε όπως τα κοπάδια των άλλων ζώων, όπου ούτε εκεί συχνά παρατηρούμε ανεξούσιες καταστάσεις. Για να υπάρξει κοινωνία, πρέπει τα μέλη της να δεθούν με διάφορους οικονομικούς, πνευματικούς, υλικούς, πολιτικούς δεσμούς, να σχηματίσουν, δηλαδή, πολιτισμό. Επομένως, δε γίνεται να αντιληφθούμε την κοινωνική μάζα ξεχωριστά. Εδώ θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει πως μια κοινωνική επανάσταση θα διαμορφώσει νέες πολιτισμικές συνθήκες και πως θα εγγυάται τον ατομικό αυτοκαθορισμό. Αυτή η αντίληψη είναι ανεδαφική. Οποιαδήποτε «νέα» κοινωνία είναι υποχρεωμένη να αναπτύξει κοινούς κώδικες συμπεριφοράς σε όλα τα επίπεδα, εάν θέλει να λειτουργήσει, επομένως, ο αυτοκαθορισμός πάει περίπατο καθώς ο πολιτισμός είναι συλλογικός και απρόσωπος. Ακόμα και σε εκείνες τις ανθρώπινες δραστηριότητες όπως η Τέχνη, όπου η ατομικότητα παίζει κεντρικότατο και πασιφανή ρόλο ως δημιουργός, τα παράγωγα (έργα τέχνης) χρεώνονται αυθαίρετα σε όλο το κοινωνικό σύνολο. Επίσης, οι αλλαγές που προτείνονται από όλο το αντικαπιταλιστικό φάσμα είναι απλά εναλλακτικές ρυθμίσεις στο ζήτημα της παραγωγής και της οικονομίας εν γένει. Και δε θα μπορούσε να είναι διαφορετικά εφόσον μιλάμε για κοινωνία. Οποιαδήποτε αλλαγή πατάει στη μαζοποίηση των ατόμων και στη διατήρηση του πολιτισμικού εκτρώματος είναι μια ενδοσυστημική αλλαγή. Οποιαδήποτε κοινωνία είναι Εξουσία και οποιοσδήποτε συλλογικός πολιτισμός εντός κοινωνικού πλαισίου είναι αλυσίδα για το άτομο.

Να συμπληρώσουμε εδώ πως οι μαζικές κοινωνίες δεν υπήρχαν από καταβολής κόσμου ούτε είναι λογικά επακόλουθα της ανθρώπινης εξέλιξης, όπως υπονοεί η κυρίαρχη αντίληψη. Οι κοινωνίες πήραν τη θέση των κοινοτήτων με την εμφάνιση των εξουσιαστικών, συγκεντρωτικών και εκμεταλλευτικών λογικών τόσο στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων όσο και στη σχέση με τη φύση. Δεν υιοθετούμε εδώ τις θέσεις των πρωτογονιστών περί επιστροφής στις πρωτόγονες κοινότητες αλλά δε μπορούμε να μην αναφέρουμε την ιστορική ανακολουθία που παρατηρούμε. Αυτή η οπτική, εάν διερευνηθεί σε διαφορετικούς ιστορικούς χωροχρόνους, δείχνει ανάγλυφα πως η εξουσία και η εκμετάλλευση των πρώτων κοινωνιών διογκώθηκε και εξελίχτηκε ώσπου να φτάσουμε στις σημερινές τεχνοβιομηχανικές καπιταλιστικές κοινωνίες – τέρατα και τις μυρμηγκοφωλιές των πλέμπων που τις «επανδρώνουν».

Μια ατομικιστική, αναρχομηδενιστική οπτική

Οφείλουμε να αναρωτηθούμε, σήμερα περισσότερο από ποτέ, αν το ζητούμενό μας είναι η αναζήτηση συγκολλητικών ουσιών στο συλλογικό επίπεδο ή αν, αντίθετα, είναι χρησιμότερο να λειτουργήσουμε, σε συλλογιστικό και πρακτικό επίπεδο, διαλυτικά. Αν θα συνεχίσουμε να απευθυνόμαστε με διαλεκτική διάθεση σε στρεβλές ομαδοποιήσεις, προσδοκώντας να πείσουμε ότι η ταυτότητά τους είναι αυτή που εμείς περιγράφουμε και όχι αυτή που οι ίδιες αντιλαμβάνονται ως τέτοια (και αναμένοντας ίσως ότι θα βρούμε μέσα σε αυτές… «συμμάχους» και «συμπαραστάτες») ή αν θα αποδομήσουμε την κοινωνία και όλα τα επιμέρους υποσύνολά της «στα εξ ων συνετέθησαν». Φτάνουμε, λοιπόν, αναπόφευκτα στο γνωστό «τέλμα» που υποτίθεται ότι μας οδηγεί αυτή η ατομικιστική, αντικοινωνική ανάλυση. Ποιο είναι, λοιπόν, το σημερινό υποκείμενο αγώνα και ποιο το πλάνο για το αύριο, την Αναρχία.

Ξεκινώντας ανάποδα, εμείς θεωρούμε πως το δεύτερο ερώτημα είναι κενό νοήματος, από τη στιγμή που δε θεωρούμε την Αναρχία ένα μελλοντικό σχέδιο κοινωνικής συγκρότησης. Συγκεκριμένα, η Αναρχία είναι μια κατάσταση συνειδητότητας του σήμερα, η οποία σπρώχνει το άτομο να βιώσει την αναρχική κατάσταση επίσης στο σήμερα, διαρρηγνύοντας τις σχέσεις του με το υπάρχον και κηρύσσοντας τους τον πόλεμο. Κοντολογίς, η αναρχία σήμερα είναι ένας πόλεμος μεταξύ της Εξεγερμένης ατομικότητας, η οποία έχει αποκτήσει συνείδηση του εαυτού της και του κόσμου της εξουσίας και της κοινωνίας του. Δεν είναι, λοιπόν, για εμάς ένας μελλοντικός παράδεισος που τάζεται στη μάζα και παρηγορεί τους επαναστάτες, δεν είναι μια ακόμα χριστιανική αίρεση που χρειάζεται παπάδες, καλόγερους και πιστούς. Είναι ένας πόλεμος σε όλα τα επίπεδα (υλικό, πνευματικό) με όλα τα μέσα. Είναι κάπως «περίεργο» να σχεδιάζει κάποιος μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια μια μελλοντική ουτοπία την οποία είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα ζήσει για να δει, απαιτώντας μάλιστα να κάνουν όλοι το ίδιο, ενώ ταυτόχρονα δέχεται στο σήμερα να φυτοζωεί και κάθεται άπραγος όσο ο πολυεπίπεδος πόλεμος μαίνεται. Για εμάς το ζήτημα δεν είναι πως θα είναι ο κόσμος σε 5, 50, 100 χρόνια αλλά πως είναι τώρα και ποια είναι η θέση μας σε αυτόν ως σκεπτόμενα και δρώντα υποκείμενα. Ακόμα και αν σκεφτόμαστε το μέλλον, δεν το τοποθετούμε σε κουτάκια γιατί θεωρούμε την Αναρχία μια μέθοδο και όχι ένα πρόγραμμα.

Τώρα, σχετικά με το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, αρνούμαστε κατηγορηματικά τα de facto επαναστατικά υποκείμενα. Είμαστε, όμως, πεπεισμένοι πως χωρίς την ατομική εξέγερση, τίποτα δεν έχει σημασία. Έγκειται στο ίδιο το άτομο να σπάσει τους δεσμούς με αυτόν τον κόσμο και να συγκροτήσει επαναστατική συνείδηση. Έγκειται στο ίδιο το άτομο να μπει στο διεξαγόμενο πόλεμο. Αυτή του η επιθυμία μπορεί, προφανώς, να συναντήσει συμμάχους, συντρόφους με τους οποίους το άτομο δημιουργεί ομάδες συγγένειας, ώστε να πολεμήσουν μαζί. Δεν είναι, όμως, οι φαντασιακοί ταξικοί ή κοινωνικοί δεσμοί που ενώνουν τους εξεγερμένους αλλά η κοινή συνείδηση, οι κοινές επιθυμίες και η κοινή θέληση για άνευ όρων ελευθερία και αξιοπρέπεια.

 

 Αντικοινωνικά στοιχεία

 

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.