Ιστορία, ιστορικισμός και ιστορικός αναθεωρητισμός

Ιστορία, ιστορικισμός και ιστορικός αναθεωρητισμός: το έθνος κράτος ως αναδρομική μηχανή λόγου

Αντί εισαγωγής

Το ζήτημα της ιστορίας και της ιστορικότητας πλανάται πάντα πάνω από την κοινωνία, για όσο η «κοινωνία» όσο αφηρημένη κατηγορία και αν είναι από μόνη της(και αδύναμη αναλυτικά) παραμένει μια κοινωνία αλλοτριωμένων αντιθέσεων και εσωτερικών διαχωρισμών της ανθρώπινης κοινότητας. Και αυτό γιατί σε κάθε εποχή, η βαρβαρότητα και η ελπίδα της ουτοπίας και της αρνητικής χειραφέτησης-της χειραφέτησης που καταργεί και τον φορέα της- βαδίζουν χέρι-χέρι. Είναι διαλεκτικά δεμένες με όλη την έννοια της λέξης. Αντλούμε τα οράματα και τις ελπίδες μας από το σύνολο της μνήμης των στιγμών, που οριακά φάνηκε ότι μπορεί να αμφισβητηθεί το τετελεσμένο, αυτό που λογίζεται ως πραγματικό και αναπόφευκτο, ως πρακτικό και «φυσικό». Είναι εκείνες οι στιγμές που οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι κάθε εποχής οριακά φάνηκε να καταργούν εκείνες τις διαμεσολαβήσεις και τις σχέσεις που τους όριζαν σαν υποκείμενα κυριαρχίας, και ενεργητικά αποπειράθηκαν να ορίσουν τον κόσμο τους, να φτιάξουν διαμεσολαβήσεις νέες, δικές τους, που να έχουν ίσως ένα θραύσμα της απόλαυσης που υπέθεταν ότι υπάρχει πέρα από τον συμβολικό νόμο της «δεδομένης πραγματικότητας». Μια αρχή της απόλαυσης ως διαρκούς υπόσχεσης διατρέχει την κατακερματισμένη «ιστορία» της ανθρώπινης κοινότητας. Το έργο αυτό, τραγικό και αστείο συνάμα συνεχίζεται ακόμα. Είναι αναπόφευκτο συνεπώς αφού η ελπίδα-διαρκώς παρούσα- αντλεί την πρώτη ύλη της από στιγμές του παρελθόντος που μοιάζουν να είναι κομμάτια του μέλλοντος, η ελπίδα να γίνεται η ίδια αντικείμενο διεκδίκησης και ανταγωνισμού. Έτσι συγκροτείται η ιστορία. Η ιστορία δεν είναι τα γεγονότα όπως «έγιναν». Η ιστορία είναι από τον πολύπλευρο καθρέπτη του παρελθόντος, σε ποιες πλευρές των γεγονότων βλέπουμε να αντικατοπτρίζεται το «ιδεατό εγώ» μιας ανθρωπότητας-υποκείμενο in statu nascendi. Και «τι» βλέπουμε σε αυτόν τον καθρέπτη, ποιες από εκείνες της στιγμές μας μοιάζουν στιγμές του μέλλοντος και υπό ποιους όρους; Η ιστορία είναι η παρελθοντική διήγηση αυτού που θέλουμε να γίνουμε με βάση την τωρινή μας εμπειρία.

1

Η πρώτη ύλη για να γραφτεί το κείμενο είναι ο γενικός ιστορικός αναθεωρητισμός ο οποίος φαίνεται να αναδύεται στην Ευρώπη. «Λαμπρά» παραδείγματα αυτού του αναθεωρητισμού είναι διάφοροι ιστορικοί, άτομα μεμονωμένα ή κινήματα-οι οποίοι δεν πρέπει να αποκοπούν από το ιστορικό και κοινωνικό τους πλαίσιο-αλλά κυρίως, κοινωνίες, ολόκληρες, χώρες κτλ. Τα πρώτα παραδείγματα που μας έρχονται στο μυαλό είναι η Ουγγαρία, η Ουκρανία και η Πολωνία, χώρες με επίσημες πολιτικές «αποκομμουνιστικοποίησης» διαγραφής δηλαδή από τον δημόσιο χώρο, του σοβιετικού παρελθόντος. Παρόλα αυτά θα ήταν λάθος να περιορίσουμε την εστίαση μας στις εν λόγω χώρες, και σίγουρα το ζήτημα δεν είναι ζήτημα ¨πολιτικών της ΕΕ» από «τα πάνω» ή μόνο  ανατολικοευρωπαϊκό φαινόμενο. Η Ρωσία, οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Γερμανία σε διάφορα μήκη και πλάτη και προς διαφορετικές κατευθύνσεις εμφανίζουν τάσεις ιστορικού αναθεωρητισμού, είτε σε κρατικό επίπεδο, είτε σε επίπεδο κινημάτων (ένα αίτημα από τα κάτω) είτε και στα δύο. Η ιστορία «σκαλίζεται διαρκώς».[1]

2

Η ιστορία είναι ένας λόγος (discourse), μια αφήγηση του τώρα, δηλαδή του πως φτάσαμε ως εδώ. Αυτό μπορεί να φαίνεται απλό αλλά δεν είναι. Ο λόγος του πως φτάσαμε ως εδώ εμπεριέχει την επινόηση της ιστορίας, μιας ιστορικής διαδρομής δηλαδή, μιας συνέχειας των γεγονότων, το «εδώ» δεν είναι μια ουδέτερη κατηγορία. Τα ιστορικά γεγονότα δεν έχουν από μόνα τους συνέχεια-κυρίως όταν συμβαίνουν, καμιά ποτέ δεν ήξερε τι θα συμβεί, ποιο θα είναι το Τέλος των πράξεων της. Ο μακρύς χρόνος της ιστορίας δεν είναι ορατός κατά την τέλεση της. Τα ιστορικά γεγονότα ως λόγος, αποκτούν συνέχεια και νόημα αναδρομικά ιδωμένα μόνο από μια ιστορική τωρινή στιγμή, η οποία είναι γεμάτη ανταγωνισμούς, συγκρούσεις, διαμεσολαβήσεις. Ο ίδιος ο λόγος,-και η ιστορία είναι λόγος- αποκτά νόημα από την πρώτη του λέξη αναδρομικά, μόνο όταν ειπωθεί και ακουστεί από την δέκτη η τελευταία λέξη του λόγου, όταν ολοκληρωθεί η εκφορά. Είναι αυτό που στην ψυχανάλυση λένε ponctuation και στην παραδοσιακή γλωσσολογία συντακτική λειτουργία. Τα ιστορικά γεγονότα αποκτούν νόημα-γίνονται δηλαδή γεγονότα- μόνο στα πλαίσια ενός αναδρομικού αλλά παροντικού λόγου, της διαμεσολάβησης της γλώσσας ως ζωντανής πράξης που φέρει το σήμερα αλλά και το δημιουργεί. «Η ιστορία δεν είναι το πα­ρελθόν. Η ιστορία είναι το παρελθόν εφόσον εξιστορείται από το παρόν»[2].

3

Τα έθνη-κράτη σήμερα, και οι εκάστοτε κοινωνικές εσωτερικές και εξωτερικές κοινωνικές σχέσεις που αυτά συμπυκνώνουν, είναι οι φορείς αυτού του αναδρομικού σημείου αφετηρίας από το οποίο μπορεί κάποια να φτιάξει μια αφήγηση. Συνεπώς η ιστορία υπάρχει πάντα μέσα στο κοινωνικό  πλαίσιο το οποίο την διηγείται. Με βάση αυτό το οποίο πιστεύομε τώρα ότι είμαστε, και θέλουμε να πράξουμε, κοιτάμε αναδρομικά στο παρελθόν και βλέπουμε την σειρά τον γεγονότων που οδήγησαν με θετικούς όρους στο τώρα. Πόλεμοι, στρατιωτικές νίκες, πνιγμένες επαναστάσεις ή  ηττημένες «ακραίες» τάσεις/πτυχές διάφορων επαναστάσεων είναι οι αγαπημένες πλευρές των εθνικών αφηγήσεων, γιατί σε εκείνες τις ιστορικές διαδικασίες, το κράτος, αλλά και οι κοινωνικές σχέσεις που το συγκροτούν και που συμπυκνώνει, βλέπουν κομμάτια του εαυτού τους. Βλέπουν τη συγκρότηση της «τάξης», της «νόρμας» και της κανονικότητας του τώρα. Η εθνική αφήγηση ως αναδρομικό discourse δεν είναι κρατική υπόθεση, δεν περιορίζεται δηλαδή στενά στο κρατικό apparatus, αλλά κοινωνική, γιατί το κράτος δεν είναι μια απομονωμένη οντότητα πάνω από την κοινωνία αλλά το σημείο πύκνωσης της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας και των ανταγωνισμών της. Η εθνική αφήγηση δεν είναι αναδρομικό παράγωγο του κράτους, αλλά αναδρομικό παράγωγο αυτών των κοινωνικών σχέσεων που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο συγκροτούν και αναπαράγουν την ενότητα του κράτους.

4

Δεν υπάρχει η κυρίαρχη ιστορία και η αντί-ιστορία. Υπάρχουν οι κυρίαρχες ιστορίες και αντί-ιστορίες οι οποίες θα πρέπει να τις φανταστούμε ως τόσες όσοι και οι κοινωνικοί ανταγωνισμοί και διαμεσολαβήσεις. Οι ιστορίες και οι αντι-ιστορίες συγκροτούν ένα σύνολο «ενοτήτων των αντιθέσεων» ως προς το «τι έγινε». Eμφανίζονται έτσι αυτοί οι λόγοι ως αναθεωρητικοί ο ένας στα μάτια του άλλου, αλλά και ως αμοιβαίες προϋποθέσεις ο ένας του άλλου. Ακριβώς γιατί το «τώρα» δεν είναι ουδέτερη κατηγορία, είναι μια ενότητα των αντιθέσεων. Θα πρέπει να είμαστε εδώ προσεκτικοί λοιπόν: οι κοινωνικές σχέσεις που συγκροτούν και ιστορικοποιούν την ενότητα του κράτους και αυτές που την διασπούν δεν είναι πλήρως διαχωρισμένες σχέσεις, ανεξάρτητα συγκροτημένες ως μια τυπική κοινωνιολογία. Αντιθέτως είναι σχέσεις που προϋποθέτουν η μια την άλλη, στην καθημερινή τους αναπαραγωγή, σε σχέσεις έντασης και ενότητας. Έτσι είναι και η αναδρομική διήγηση της χειραφέτησης ή της ενότητας του κράτους. Όπως η ελπίδα και η βαρβαρότητα είναι τα ακραία-αμοιβαία-μνημεία της ανθρώπινης σκέψης, έτσι οι ιστορίες και οι αντί-ιστορίες δεν είναι ανεξάρτητα συγκροτημένες αφηγήσεις αλλά βρίσκονται διαρκώς σε μια σχέση σύγκρουσης αλλά αλληλοπροϋπόθεσης, αμοιβαίας φίμωσης αλλά διαλόγου. Διαρκώς οι φορείς τους προσπαθούν να μεταβάλλουν τη θέση τους μέσα στις ιεραρχίες του λόγου και του συμβολικού πεδίου αλλά το κάνουν ακριβώς μέσα σε ένα κοινό-έστω και αφηρημένο-νοηματικό πλαίσιο, ένα βασικό και ευρύτερο κοινό σημείο καθήλωσης των νοημάτων. Ένα πλαίσιο κανόνων το οποίο αν και μεταβαλλόμενο, κάθε στιγμή είναι κοινό. Αυτό το κοινό πλαίσιο, η «κοινή γλώσσα», αυτό το κοινό ίχνος νοήματος το οποίο συνέχει τις ιστορίες και τις αντί-ιστορίες είναι η κοινότητα του κεφαλαίου και της αξίας. Το σύνολο των αντιφατικών, συγκρουσιακών, πολύπλευρων αλλά κοινών εμπειριών. Αυτή είναι η ενότητα των αντιθέσεων τους. Και η κοινότητα της αξίας εμπεριέχει μια κεντρική αντίφαση η οποία αποτυπώνεται αμυδρά σε κάθε ιστορία και αντί-ιστορία εξίσου, σε κάθε λόγο, είναι η βάση του όποιου ανταγωνισμού: την υπόσχεση της ισότητας, της ελεύθερης εκδίπλωσης του όντος, και ταυτόχρονα την διαρκή αναπαραγωγή των πρακτικών διαψεύσεων αυτής της υπόσχεσης. Αυτή η αντίφαση είναι η ραχοκοκκαλιά κάθε λόγου, κυρίαρχου ή μη. Γιαυτό και ο ανταγωνισμός ενάντια στη κοινότητα της αξίας και στο κράτος της, διεξάγονται μέσα σε αυτή την ίδια κοινότητα.

5

Οι αναθεωρητές της ιστορίας δεν είναι αθώοι, όχι γιατί την παραχαράσσουν από την «πραγματικότητα της» ούτε γιατί έχουν «κακές ιδεολογικές προθέσεις» αλλά γιατί μεταχειρίζονται ένα αντικείμενο-τον ιστορικό λόγο-ο οποίος είναι sui generis μη-ουδέτερος. Παρόλα αυτά αυτό δεν τους κάνει εξ ορισμού ενόχους για κάτι. Είναι και αυτοί δρώντες μιας διαδικασίας χωρίς υποκείμενο. Το πρώτο ερώτημα που τίθεται συνεπώς είναι γιατί εμφανίζονται οι αναθεωρητές σήμερα ξανά; Θεωρούμε ότι υπάρχει αναθεωρητισμός γιατί πλέον η ποικιλία των αφηγήσεων όλο και μεγαλώνει. Όσο κατακερματίζεται το παρόν και ενιαίο «στιβαρό» συμβολικό πεδίο σε διάφορες τοπικές ταυτότητες, τόσο κατακερματίζεται και το παρελθόν σε διάφορες ιστορίες καθώς όλο και πιο διαφορετικές πλευρές του γίνονται ορατές αναδρομικά από τις διάφορες σημερινές τροπικότητες/συνθήκες. Η άμεση ερμηνεία αυτού, είναι ότι έχει αλλάξει το σημείο θέασης του παρελθόντος, γιατί οι κοινωνικές σχέσεις, η λογική τους-και οι συνεπαγόμενες ισορροπίες των [αντί]ιστοριών άλλαξαν. Το έθνος-κράτος άλλαξε λειτουργία, και οι κοινωνίες της Δύσης από κοινωνίες ανταγωνισμού εντός του σταθερού και δεδομένου κρατικού μηχανισμού και του καθεστώτος συσσώρευσης και κοινωνικής αναπαραγωγής που αυτό αντιπροσώπευε, ξαφνικά γίνονται κοινωνίες ρίσκου, και διαρκών μεταβολών, κατακερματισμού. Το κράτος ενώ εξακολουθεί να είναι το σημείο πύκνωσης συνολικά των κοινωνικών καπιταλιστικών σχέσεων, το κάνει πλέον με τέτοιο τρόπο που η αλλοτριωμένη όψη της κοινωνικής ολότητας ως προς τους κοινωνικούς δρώντες γίνεται εμφανής: το κράτος αποτελεί την βάση όλων, αλλά άμεσα φαίνεται να μην μπορεί να εκπροσωπήσει πλήρως καμία και κανέναν. Κανένα σταθερό σημείο δεν μπορεί να βρεθεί πλέον, κανένας ορίζοντας δεν μοιάζει ίσιος. Τα υποκείμενα σε πείσμα αυτής της διάλυσης του «μεγάλου Άλλου»  της στιβαρής κρατικής οντότητας και των σχετικά δεδομένων κανόνων, επιμένουν, για να διασφαλίσουν μια φανταστική αίσθηση ενότητας του εαυτού να τον ξαναεπινοήσουν, όμως ως κατακερματισμένο, τοπικό και κυρίως προσωρινό. Τοπικισμοί, μικροεθνικισμοί, στροφή στην παράδοση, στην στιβαρή ετεροφυλοφιλία ή την παραδοσιακή εργατική ταυτότητα, αντισημιτισμός, επιμονή σε θετική αξιολόγηση παλαιότερων μορφών οργάνωσης της κοινωνίας, ρομαντισμός και νοσταλγία, μια εμμονή στον ατομικό ή τοπικό/συλλογικό εαυτό. Τα άτομα της κοινωνίας του κινδύνου και του ρίσκου συγκροτούν πληθώρα συμβολικών πεδίων, μικρών τροπικοτήτων μόνο και μόνο για να υπάρξουν ως υποκείμενα, να σταθεροποιήσουν το νόημα της εμπειρίας τους κάπου, για να μην ζήσουν στο κενό μιας ζωής χωρίς νόημα. Αυτή η έλλειψη ταυτότητας του υποκειμένου είναι που ακριβώς ξαναβγάζει τους σκελετούς από την ντουλάπα, ντυμένους με νέα ρούχα και έτοιμους να πολεμήσουν μέχρι θανάτου. Όμως οι υλικές συνθήκες του σύγχρονου καπιταλισμού δεν αφήνουν κανένα περιθώριο κάποιας μεγάλης αφήγησης πέρα από την ηγεμονική κυνική παραδοχή ότι οι αφηγήσεις τελείωσαν. Καθώς στις κοινωνίες ρίσκου ο κοινωνικός ανταγωνισμός-από την άντληση υπεραξίας μέχρι την κοινωνική αναπαραγωγή-γίνεται ένας πόλεμος για το σταθερό μέλλον και την μορφή/οργάνωση αυτής της σταθερότητας, ο ανταγωνισμός περνάει στην αναθεώρηση της ιστορίας για τη διασφάλιση της ταυτότητας. Το ποιοι (θα) είμαστε είναι ζήτημα αφήγησης. Η κρίση (ως αναδιάρθρωση) του κράτους κόβει διαγώνια τις παραδοσιακές πολιτικές οριοθετήσεις και θέτει νέα ζητήματα, που κάνουν το όραμα της χειραφέτησης της ανθρώπινης κοινότητας να μοιάζει πιο μακρινό αλλά και κοντινό από ποτέ. Αν η ελπίδα εμφανίζεται σε στιγμές κινδύνου, σε μια κοινωνία κινδύνου εκλείπει και επανεμφανίζεται διαρκώς.

Αφού η κρίση του κράτους και της αστικής κοινωνίας επαναπροσδιορίζουν τους πολίτικους διαχωρισμούς με βάση νέα οράματα και διακυβεύματα, ο ιστορικός αναθεωρητισμός όχι απλά είναι δεδομένος, αλλά ο αναθεωρητισμός που αναπαράγει το κράτος ως σχέση θα εμφανιστεί και μέσα στους πολιτικούς χώρους που μέχρι τώρα τον αντιστρατεύονταν. Γιατί πολλοί μπροστά στην αποδόμηση του παραδοσιακού φορντικού κράτους και του «μεγάλου Άλλου» θα τα επινοήσουν εκ νέου, θα τα διεκδικήσουν εκ νέου, θα πιαστούν από διάφορων αποχρώσεων μικρο-τοπικότητες, φαντασιώσεις του παρελθόντος στο σήμερα. Το habitus είναι το σημείο σύγκλισης της συμβολικής και της φανταστικής λειτουργίας, είναι δημιουργικό ή νοσταλγικό[3]. Θραύσματα του παρελθόντος καλούνται να συντεθούν εκ νέου για να κάνουν το ακατάληπτο παρόν λίγο πιο γνώριμο με μικρή όμως επιτυχία. Οι κόκκινοι και μπλε θιασώτες της ανάπτυξης και του κράτους για παράδειγμα, νομίζουν ότι με την φανταστική ταυτότητα που (ξανά)οικοδομούν αντιστέκονται στη μεταμοντέρνα λογική του σύγχρονου καπιταλισμού. Όμως η ανάδυση όλου αυτού του μωσαϊκού των αφηγήσεων και αναθεωρήσεων του παρελθόντος είναι ακριβώς η επιτέλεση της συνθήκης του σήμερα. Καμιά αίσθηση υποκειμένου, συνέχειας και ταυτότητας δεν τους έχει μείνει στο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, τώρα που ο μεγάλος Άλλος και οι μεγάλες αφηγήσεις που καθιστούσε δυνατές η ύπαρξη του, ρευστοποιούνται. Η λύση όμως δεν είναι η επιστροφή σε κανέναν παρελθόν ή η αναθεώρηση του εκ νέου προς τα «πίσω». Πρώτον γιατί σε επίπεδο πολιτικής, καμία επιστροφή στο παρελθόν έτσι όπως το φαντάζονται οι οι σημερινοί θιασώτες του δεν μπορεί να γίνει. Το φορντικό μοντέλο όλων των αποχρώσεων τέλειωσε. Δεύτερον, οι αναθεωρητές της ιστορίας, προσπαθώντας να συγκροτήσουν και ανασκευάσουν από το παρελθόν μια επιθυμητή ταυτότητα για το μέλλον, ξεχνούν αυτό που έχει ήδη διδαχτεί η ανθρώπινη κοινότητα από την αποτυχία και τον κοινωνικό ανταγωνισμό του παρελθόντος: κάθε στιγμή πολιτισμού ήταν και μια στιγμή βαρβαρότητας. Ποια θα ήθελε να επαναλάβει τη βαρβαρότητα ως φάρσα;[4]

6

Οι ιστορικοί αναθεωρητές δεν είναι a priori κακοί. Ο αναθεωρητισμός εμφανίζεται ως τέτοιος μόνο από την πλευρά κάποιου άλλου λόγου, κάποιας άλλης αφήγησης. Πόσες φορές τα κινήματα αναθεώρησαν την δικιά τους αφήγηση, τις συνέχειες και τις ασυνέχειες που τα ορίζουν στο τώρα με βάση πχ, την εμπειρία της ΕΣΣΔ, της κομμούνας ή του Ολοκαυτώματος. Αυτός ο αναθεωρητισμός τα έστειλε μπροστά μερικές φορές. Αυτό που μένει να απαντηθεί τότε, είναι το ποιος αναθεωρητισμός είναι κακός. Σαφώς έχουμε τον αναθεωρητισμό που σημειώνεται στην σημείωση 4. Εδώ όμως θα σταθούμε σε κάτι άλλο, συγγενές, το οποίο κάνει μια μικρή μετατόπιση.

Το κράτος ως κοινωνική σχέση είναι η λογική της αστικής κοινωνίας, και των συσχετισμών δύναμης που αναπτύσσονται εντός αυτής της λογικής. Έτσι μέσα του κυριαρχούν, το συγκροτούν αλλά και αναπαράγονται από αυτό διάφορες αφηγήσεις ή λόγοι, οι οποίοι σχηματίζουν ένα φάσμα. Παρόλα αυτά όπως τονίστηκε και παραπάνω εδώ δεν μιλάμε αυστηρά για το κρατικό apparatus αλλά για τις ευρύτερες σχέσεις που εξωτερικεύονται ως τέτοιες. Κοινή συνισταμένη αυτών των λόγων και των αφηγήσεων είναι η ίδια η έννοια του κράτους, η άμεση παραδοχή ότι το κράτος είναι αναπόφευκτη κοινωνική σχέση. Το πρόβλημα με την επιστροφή της Ουκρανίας ή της Πολωνίας στον αντί-κομμουνισμό δεν είναι ότι μας αποκλείει από την πρόσβαση σε ένα όντως ένδοξο και υπέροχο παρελθόν της ΕΣΣΔ. Κάθε άλλο, γνωρίζουμε από τις αντιστάσεις που αναδύθηκαν εντός της ότι η ελπίδα για χειραφέτηση και άρα η βαρβαρότητα συνέχιζαν. Το πρόβλημα είναι ότι θεωρούν αυτές οι κοινωνίες-καθώς οι συγκεκριμένοι νόμοι χαίρουν υποστήριξης μεγάλης μερίδας του κόσμου- ότι δεν έχουν καμία ιστορική συνέχεια με αυτό το παρελθόν, τίποτα από εκείνη την περίοδο δεν οδήγησε στην δημιουργία του σήμερα εκτός από όσους-ανεξαιρέτως και με οποιονδήποτε τρόπο-αντιστάθηκαν σε εκείνο το παρελθόν. Αυτές οι ιστορικές αναθεωρήσεις ως αφηγήσεις  χαρακτηρίζονται από σχέσεις απόλυτης νίκης επί του-και ρήξης με το όποιο «σοβιετικό αυταρχικό παρελθόν»(sic) .Έτσι ότι και αν έκανε κάποιος στην Πολωνία του 1970 ή στην Ουκρανία του 1917 ή του 1945, είτε ήταν εθνικιστής, φασίστας αντιστασιακός, ελευθεριακός, απεργός εργάτης κτλ οι πράξεις του ήταν σημείο ρήξης με το ‘σοβιετικό κατεστημένο’ άρα συνεπώς ήταν ένα κομμάτι του «σήμερα» αυτών των κοινωνιών, ως τωρινού συλλογικού «ιδεατού εγώ» που προβάλει και ανακαλύπτει στοιχεία στο παρελθόν, γιατί αυτές οι κοινωνίες θεωρούν ότι σήμερα υποστασιοποιούν τη ρήξη με την σοβιετική πλευρά του παρελθόντος. Μια πτυχή του παρελθόντος δαιμονοποιείται και όλες οι άλλες αυτόματα ωραιοποιούνται και ομογενοποιούνται, καθώς διαλεκτικά ωραιοποιείται η σχέση των υποκειμένων με την τωρινή στιγμή, η οποία θεωρείται εξ αρχής «νικηφόρα, λυτρωμένη» . Το πρόβλημα είναι όταν ένας ιστορικός αναθεωρητισμός, ως ιστορική αφήγηση επαναφέρει και αναπαράγει την ενότητα του κράτους και της κοινωνίας της αξίας, γυρνώντας νοσταλγικά σε παρελθοντικές στιγμές που θεωρείται ότι υποστασιοποιούσαν την ρήξη του «σήμερα» ήδη από στο «τότε». Ο αντικομουνιστικός λόγος της Ουκρανίας και της Πολωνίας δεν αναπαράγει απλά αυτήν την ενότητα του κράτους ως απαραίτητης και αναπόφευκτης προϋπόθεσης της κοινωνικής αναπαραγωγής. Ενσωματώνει κάθε ρήξη, κάθε ελπίδα που αρθρώθηκε στο παρελθόν, σαν να έχει ήδη πραγματωθεί στο σήμερα. Ο σημερινός λόγος δεν αποκρύπτει ούτε την ελευθερία του παρελθόντος ολικά, ούτε την καταπίεση και τη βαρβαρότητα. Αντιθέτως τις υπερεκθέτει αμφότερες και τις αντιπαραβάλει ώστε να πει αναδρομικά-με κοινή συνισταμένη την υποτιθέμενη πραγματωμένη «ρήξη»-ότι όλοι όσοι αγωνίστηκαν ενάντια σε οτιδήποτε σοβιετικό, ακόμα και αν δεν το ήξεραν έφεραν το πλήρωμα του χρόνου σε «Εμάς, εδώ, τώρα και σήμερα»[5]. Ο λόγος και η αφήγηση εδώ έχουν κλείσει και το τέλος της ιστορίας υπονοείται ρητά. Η γνωστή ρητορική του «τέλους των ιδεολογιών» έχει στον πυρήνα της αυτή ακριβώς τη παραδοχή, γιαυτό και είναι τόσο διαδεδομένη. Ο σημερινός αντί-κομμουνιστικός λόγος ισχυρίζεται ότι είναι ότι πιο κοντινό στην στιγμή της ελευθερίας που υποστασιοποιούσαν ως ελπίδα όλοι οι αγωνιζόμενοι του παρελθόντος. Η μεγάλη αφήγηση που επιστρέφει εδώ είναι του προαιώνιου έθνους,(σε μια περίοδο κρίσης του έθνους κράτους) το οποίο έρχεται σε ρήξη με το «ξένο» σοβιετικό παρελθόν. Αν ο κακός αναθεωρητισμός είναι αυτός που επαναδημιουργεί την ενότητα του κράτους και της κοινωνίας της αξίας, μέσω της νοσταλγίας του παρελθόντος και των μεγάλων αφηγήσεων, τότε αυτός ο αντί-κομμουνισμός τέτοιου τύπου είναι η πεμπτουσία αυτού του λόγου. Οι χώρες αυτές χτίζουν μια «υποδειγματική» εθνική αναδρομική αφήγηση. Το πόσο απωθητική και κυριαρχική μας φαίνεται αυτή η διαδικασία είναι μάθημα ότι όλα τα κράτη έχουν στον πυρήνα τους την ίδια αυτή λογική. Το κράτος και η εθνική αφήγηση δεν παραποιούν. Παραγνωρίζουν τον εαυτό τους στον καθρέπτη της ιστορίας .

Τέλος

Εδώ πρέπει να ειπωθεί κάτι τελευταίο. Το κράτος σε όλο το παραπάνω κείμενο πρέπει να ιδωθεί και ως σχέση και ως μηχανισμός. Ως σχέση με την οποία αλληλοσχετίζονται τα αστικά υποκείμενα στις δραστηριότητες τους, και ως τέτοια σχέση παίρνει τη μορφή εξωτερικευμένου μηχανισμού που αναπαραγάγει αυτές τις σχέσεις. Το κράτος είναι μηχανισμός ιστορικής αφήγησης γιατί οργανώνει τη σημερινή συνθήκη, την κοινωνική εμπειρία με βάση την οποία αναδρομικά και αμοιβαία δομείται η σχέση παρελθόντος και παρόντος. Η ταξική πάλη-με την ευρεία έννοια- απλώνεται σε όλη τη γλώσσα, σε όλο το χρόνο. Αυτό εννοούσε ο Μπένγιαμιν όταν έλεγε ότι «Το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας στο παρελθόν έχει εκείνος μόνο ο ιστορικός που είναι απόλυτα πεισμένος ότι ούτε ακόμη και οι νεκροί δεν θα ‘ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει». Η μόνη ιστορία που μπορούμε να ασκήσουμε με συνέπεια συνεπώς είναι αυτή η ιστορία που διαλέγεται αποσταθεροποιητικά ως προς όλες τις αφηγήσεις, «παλιές και νέες» που θεωρούν το κράτος και την αξία (όχι το δικό μας κράτος, αλλά το κράτος ως οντότητα γενικά) ως αναπόφευκτες συνθήκες, φυσικές κτλ. Και αυτές οι αντί-ιστορίες θα αναμετρηθούν αλλά και θα συνδιαλλαγούν εξίσου με τους κυρίαρχους λόγους του σήμερα, θα ενσωματώσουν και θα αντιστρέψουν στοιχεία και νοήματα. Αυτό που δεν μπορούν όμως να ξεχνούν, σαν το δικό τους ιδιαίτερο ίχνος νοήματος είναι η αρνητική υπόσχεση: το σήμερα είναι μια οργανική ολότητα. Οτιδήποτε το θυμίζει δεν (θα) μας ανήκει, εκτός από την ίδια την άρνηση.

Σημειώσεις.

[1]Ενδεικτικά και μόνο παραθέτουμε τα άρθρα Poland’s War on Historical Memory και Should Kiev erase its Soviet past or learn to live with history. Το pegida, οι εθνικιστικές τάσεις στην Ευρώπη, η αναζωπύρωση του slave debate στις ΗΠΑ, ο αναθεωρητισμός στην Ρωσία για την ενοποίηση της τσαρικής Ρωσίας και της ΕΣΣΔ σε ένα ενιαίο λόγο είναι κομμάτια αυτού του φαινομένου που θα αναλυθεί παρακάτω.

[2]]Η ιστορία δεν είναι το πα­ρελθόν. Η ιστορία είναι το παρελθόν εφόσον εξιστορείται από το παρόν» Ζ.Λακάν lacan séminaire 1,Leçon 19. Σχολιάζοντας περαιτέρω την εν λόγω θέση θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι μπορεί τα φαινόμενα της αφήγησης της ιστορίας, και της αντιπαλότητας των λόγων να αναλύονται ψυχαναλυτικά-και μια τέτοια προσέγγιση να είναι δόκιμη και χρήσιμη αλλά δεν μπορεί να εξαντληθεί η ανάλυση και η κριτική εκεί. Γιατί κάθε ανάλυση πρέπει να έχει σαν σκοπό το ξεπέρασμα. Μπορεί το άτομο να έρχεται μέσω της ανάλυσης σε επαφή με άφατα κομμάτια του ασυνείδητου, και η σύγκρουση των λόγων στην προσπάθεια τους να αρθρωθούν να δημιουργεί μια νέα ενότητα στο άτομο, ενότητας των «κρυφών» και πολύπλευρων συγκρούσεων που υπάρχουν μέσα του και επηρεάζουν τον λόγο του, όμως αυτή η ενότητα για την αστική κοινωνία δεν είναι δυνατή. Μπορεί μέσω της διαλογής, της διαλεκτικής και των συγκρούσεων των ιστορικών [αντί] λόγων η κοινωνία να αποκαλύπτει κάθε φορά άφατες και απωθημένες πλευρές της ιστορικής μνήμης με βάση το «τώρα», και αυτό να αναδιοργανώνει το εκάστοτε συμβολικό πεδίο, αλλά η ενότητα που θα βασιστεί και θα αγκαλιάσει κάθε πτυχή των ιστορικών αντιθέσεων, στο σύνολο τους δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με αυτή τη διαλογή. Όσο θα υπάρχει η εμπορευματική κοινωνία η οποία με αλλοτριωμένο τρόπο θα αναπαράγει τους ανταγωνισμούς στην πιο οξεία και ακατάληπτη μορφή τους, κανένας συμβιβασμός με ότι έγινε δεν μπορεί να υπάρξει. Οι εσωτερικές συγκρούσεις μέσα στην αστική κοινωνία δεν είναι απλά διαφορετικές αφηγήσεις αλλά προσπάθειες εκλογίκευσης υλικών διαχωρισμών που δουλεύουν πίσω από την «πλάτη των υποκειμένων». Στην αστική κοινωνία, η ιδιαιτερότητα, η διαφορά δεν γίνεται βάση εκδίπλωσης του υποκειμένου της «ελεύθερης» μη-ταυτότητας, του «αρμονικού ποικίλου»  αλλά το απλό πεδίο της σύγκρουσης, του ανταγωνισμού και της δυναμικής της αξιακής σχέσης. Ένας ανταγωνισμός τόσο αφηρημένος, κρυφός, «πραγματικός» αλλά και βαθιά υλικός και δομημένος

[3] Ενδεικτικά για την σύγκληση του λακανικού συμβολικού και φανταστικού με το habitus και το πεδίο στον Bourdieu, βλέπε Bourdieu’s Disavowal of Lacan: Psychoanalytic Theory and the Concepts of “Habitus” and “Symbolic Capital”. George Steinmetz.-2006.

[4]Επί όλης της παραγράφου 5. Το επιχείρημα εδώ πρέπει να γίνει σαφέστερο, βάσει και της προηγούμενης αναφοράς στον Bourdieu. Ενώ η διαδικασία του habitus να ανακαλεί προηγούμενες μορφές εκκοινωνισμού και εμπειρίας για να (ανά)συνθέσει μια ταυτότητα σε νέες συνθήκες το καθιστά ένα διαχρονικό και δημιουργικό μηχανισμό κίνησης της εμπειρίας και της αίσθησης της ενότητας του εαυτού στη σημερινή συνθήκη υπάρχει μια διαφορά που πρέπει να την κάνουμε σαφή: Το ζήτημα δεν είναι αν τα υποκείμενα ανακαλούν εικόνες του παρελθόντος, για να το αναθεωρήσουν ιστορικά με σκοπό τη περαιτέρω συγκρότηση της «τωρινής στιγμής». Αντιθέτως αυτή ακριβώς η «επιτυχημένη» αναθεώρηση και ανασύνθεση της προϊούσας γνώσης που να δίνει μια αίσθηση του εαυτού, καθίσταται στις συνθήκες του σύγχρονου, καπιταλισμού-του καπιταλισμού του ρίσκου και του κινδύνου-αδύνατο να σταθεροποιηθεί. Οι διαρκείς αλλαγές, οι νέες τεχνολογίες, η υπερέκθεση κάθε ταυτότητας στο συμβολικό της αποκείμενο ή στην έμπρακτη διάψευση της, είναι που κάνει αδύνατη τη συγκρότηση ενός ενιαίου πλαισίου κανόνων, τοπικότητας και χρονικότητας, κοινών εμπειριών ως ελάχιστων σημείων καθήλωσης του νοήματος. Αυτή η αίσθηση απώλειας και ο κατακερματισμός της εμπειρίας είναι που α) δίνει το έναυσμα για την δημιουργία πολλών μικρο-ταυτοτήτων, συμβολικών πεδίων και συνεπώς «αναθεωρήσεων» β) κανένα από αυτά δεν μπορεί να σταθεροποιηθεί, με αποτέλεσμα το habitus κάποιων κοινωνικών κομματιών να οδηγείται σε διαρκείς κοινωνικούς πειραματισμούς-το μόνο ελπιδοφόρο- οι οποίοι όμως δεν έχουν δώσει ακόμα κάτι ουσιαστικό πέρα από την κοινωνία του κεφαλαίου, οι προλετάριες/οι δεν έχουν οικοδομήσει ακόμα αποτελεσματικές κομμουνισμού, είναι κολλημένες στο «τώρα». Πέρα όμως από τους κοινωνικούς πειραματισμούς ένα άλλο κομμάτι γυρνάει στο habitus, και στο παρελθόν του με όρους νοσταλγίας δηλαδή μιας ωραιοποίησης και αποθέωσης προηγούμενων μορφών κοινωνικής οργάνωσης, στην προσπάθεια του να καταστήσει το παρόν περισσότερο κατανοητό. Αυτός ο αναθεωρητισμός δεν βλέπει απλά μια δικιά του ωραιοποιημένη και επιθυμητή όψη σε κομμάτια του παρελθόντος, αλλά με βάση την ταυτότητα που έχει συγκροτήσει στο τώρα, θέλει εμμονικά να το επαναλάβει. Η ελπίδα για αλλαγή και ταυτόχρονα η αδυναμία εύρεσης σταθερότητας, γυρνά στην νοσταλγία, στην επανάληψη του παρελθόντος ως σημείου συγκρότησης σταθερής ταυτότητας. Στους πολιτικούς «επαναστατικούς» χώρους, στην καλύτερη περίπτωση αυτή η νοσταλγία, συνοδεύεται και από μια λογική μετατόπιση καθώς αποδρά από την ανασφάλεια του παρόντος στο παρελθόν και γυρνά από εκεί ξανά στο «τώρα»: η ιστορία δεν κινείται στα μάτια τους μέσω της διαλεκτικής ιδεών, ουτοπίας, επιθυμίας και υλικών συνθηκών και προϋποθέσεων αλλά από μια «καθαρή δράση» της βούλησης, των ιδεών και των πιστεύω, ο δε εαυτός ξαναγίνεται Καρτεσιανός και ενοποιημένος. Από τον Μαρξ οπισθοχωρούν στον Comte, το μόνο που αρκεί είναι να «επιμείνουμε στην ιδέα, οι ιδέες και οι πρωτοβουλίες κινούν την ιστορία». Οι επιπτώσεις αυτής της μετατόπισης είναι διάσπαρτες: από την επιστροφή του πατριωτισμού, του εθνικισμού, του σταλινισμού, στους αδιάφορους και κυνικούς ή υπερρομαντικούς χίπστερ, τους αγανακτισμένους και τους φαντασμένους λάτρεις της σοσιαλδημοκρατίας. Όλους τους συνέχει-παρά τις τεράστιες διαφορές τους- η νοσταλγία του παρελθόντος ως στιβαρού «μεγάλου Άλλου» ως μεγάλη αφήγηση η οποία θα πρέπει να επαναληφθεί για να βρούμε κάπου εκεί τον εαυτό μας μέσα. Κοιτάνε προς τα πίσω, και προσπαθούν να ντύσουν την δεδηλωμένη γύμνια της εποχής σκίζοντας τα σάβανα των νεκρών, οι οποίοι παρά την μνήμη, πρέπει να θαφτούν οριστικά.

Για μια μαρξιστική-αν και όχι συστηματική-ανάπτυξη αυτής της επιχειρηματολογίας περί νοσταλγίας δες Fredric Jameson-Nostalgia for the present Ch 9..Postmodernism, or, The Cultural Logic of Late Capitalism-1991

[5] Το αμεσότερα κατανοητό παράδειγμα τέτοιου τύπου το οποίο λόγω άγνοιας περνά απαρατήρητο είναι η εθνική αφήγηση της σύγχρονης Βουλγαρίας. Μεγάλο μέρος των εθνικών ηρώων της χώρας υπήρξαν αναρχικοί ή «αναρχίζοντες». Όμως η Βουλγαρία δεν παραχαράσσει καμία ιστορία. Όντως οι ενέργειές τους αναδρομικά ιδωμένες μπορούν να ενταχθούν υπο όρους σε μια εθνική αφήγηση καθώς μια πλευρά των ενεργειών τους ήταν και αποσταθεροποίηση της Οθ.Αυτοκρατορίας, που όπως αποδείχτηκε αποτέλεσε αναγκαία προϋπόθεση για τη συγκρότηση του βουλγαρικού-και όχι μόνο-κράτους

Πηγή: aruthlesscritique

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.