Νίτσε, Ντελέζ: Μηδενισμός και μεταστοιχείωση

Μηδενισμός και μεταστοιχείωση

Ο Nietzsche αποκαλεί μεταστοιχείωση το σημείο όπου το αρνητικό μεταστρέφεται. Το αρνητικό χάνει τη δύναμή του και την ποιότητα του. Η άρνηση παύει να είναι μία αυτόνομη δύναμη,  δηλαδή μία ποιότητα της βούλησης για δύναμη. Η μεταστοιχείωση ανάγει το αρνητικό στην κατάφαση μέσα στη βούλησης για δύναμη, το μετατρέπει σε έναν απλό τρόπο του είναι των  δυνάμεων του καταφάσκειν. Δεν είναι πλέον διεργασία της αντίθεσης ούτε οδύνη του αρνητικού, αλλά πολεμικό παιχνίδι της διαφοράς, κατάφαση και χαρά της καταστροφής. Το όχι έχει  καθαιρεθεί από την εξουσία του, έχει περάσει στην αντίθετη ποιότητα, έχει γίνει το ίδιο καταφατικό και δημιουργικό : αυτό είναι μεταστοιχείωση. Αυτή η μεταστοιχείωση των αξιών έχει κυρίαρχη θέση στο έργο του Nietzsche. Ο Ζαρατούστρα περνά μέσα από το αρνητικό, όπως το μαρτυρούν οι απέχθειές του και οι πειρασμοί του, όχι για να το χρησιμοποιήσει ως κινητήρια δύναμη, ούτε για να επωμιστεί το φορτίο του ή το προϊόν του, αλλά για να φτάσει στο σημείο εκείνο, όπου η κινητήρια δύναμη αλλάζει, το προϊόν ξεπερνιέται, όλο το αρνητικό ηττάται ή μεταστοιχειώνεται.

 

Επομένως, μεταστοιχείωση σημαίνει αλλαγή ποιότητας στη βούληση για δύναμη. Οι αξίες και η αξία τους δεν απορρέουν πλέον από το αρνητικό, αλλά από την κατάφαση ως κατάφαση.  Επιβεβαιώνουν τη ζωή αντί να την υποτιμούν, άρα δεν υπάρχει πλέον θέση για έναν άλλο κόσμο. Το στοιχείο των αξιών αλλάζει θέση και φύση, η αξία των αξιών αλλάζει αρχή, όλη η  αξιολόγηση αλλάζει χαρακτήρα. Το αρνητικό στοιχείο μέσα στη βούληση για δύναμη γίνεται δύναμη του καταφάσκειν, δηλαδή υποτάσσεται στην κατάφαση, περνά στην υπηρεσία ενός πλεονάσματος ζωής. Η άρνηση δεν είναι πλέον η μορφή υπό την οποία η ζωή διατηρεί όλα όσα είναι αντενεργά εντός της αλλά, αντίθετα, η πράξη με την οποία θυσιάζει όλες τις αντενεργές μορφές της.

 

 

Μέσα στον άνθρωπο που θέλει να καταστραφεί, που θέλει να τον υπερβούν η άρνηση αλλάζει νόημα, γίνεται δύναμη του καταφάσκειν. Στον άνθρωπο που θέλει να καταστραφεί το αρνητικό ανήγγειλε το υπερανθρώπινο, όμως μόνο η κατάφαση παράγει αυτό που το αρνητικό αναγγέλλει. Η μεταστροφή από το βαρύ στο ανάλαφρο, από το χαμηλό στο υψηλό, από την οδύνη στην χαρά, αυτή η τριάδα του χορού, του παιχνιδιού και του γέλιου, σχηματίζει ταυτόχρονα, τη μετουσίωση του μηδενός, τη μεταστοιχείωση του αρνητικού, τη μεταξίωση ή αλλαγή δύναμης της άρνησης. Οι γνωστές μέχρι τότε αξίες χάνουν όλη την αξία τους. Η άρνηση επανεμφανίζεται εδώ, πάντα όμως υπό το έμβλημα μιας δύναμης του καταφάσκειν, ως η αχώριστη συνέπεια της κατάφασης και της μεταστοιχείωσης. Η κυρίαρχη κατάφαση δε διαχωρίζεται από την καταστροφή όλων των γνωστών αξιών, αλλά μετατρέπει αυτή την καταστροφή σε ολοκληρωτική  καταστροφή. Η κατάφαση συνιστά ένα γίγνεσθαι – ενεργό ως καθολικό γίγνεσθαι των δυνάμεων. Οι αντενεργές δυνάμεις γίνονται αντικείμενο άρνησης, όλες οι δυνάμεις γίνονται ενεργές. Η ανατροπή των αξιών, η υποτίμηση των αντενεργών δυνάμεων και η εγκαθίδρυση των ενεργών αξιών είναι εγχειρήματα που προϋποθέτουν την μεταστοιχείωση των αξιών, τη μεταστροφή του αρνητικού σε κατάφαση.

 

 

Η έλευση του μηδενισμού είναι αναγκαία, επειδή οι μέχρι τούδε αξίες μας έλκουν απ’ αυτόν τις έσχατες συνέπειές τους. Ο μηδενισμός είναι η έσχατη λογική κατάληξη των μεγάλων αξιών και ιδανικών μας. Πρέπει πρώτα να βιώσουμε το  μηδενισμό για να μπορέσουμε να ανακαλύψουμε ποια ήταν πραγματικά η αξία αυτών των «αξιών». Η ανάγκη για  καινούριες αξίες οδηγεί τον άνθρωπο που είναι οπλισμένος με τη θέληση για δύναμη στην επαναξιολόγηση/ μεταστοιχείωση όλων των αξιών.68 Ο Nietzsche παρουσιάζει τον στόχο της φιλοσοφίας του ως εξής : να απελευθερώσει την σκέψη από τον μηδενισμό και τις μορφές του. Όμως, αυτό συνεπάγεται ένα νέο τρόπο σκέψης, μία ανατροπή της αρχής από την οποία εξαρτάται η σκέψη, μία αποκατάσταση της ίδιας της γενεαλογικής αρχής, μία μεταστοιχείωση.

 

Ο ριζικός μηδενισμός είναι η πίστη σε μία απόλυτη αβασιμότητα της ενθαδικής ύπαρξης, όταν το θέμα είναι οι ύψιστες αξίες τις οποίες αναγνωρίζουμε, μαζί με τη διόραση ότι δεν έχουμε το παραμικρό δικαίωμα να θέτουμε ένα επέκεινα ή  ένα καθεαυτό των πραγμάτων που να είναι «θεϊκό» ή ενσαρκωμένη ηθική. Ο μηδενισμός είναι αμφίσημος. Μπορεί  να είναι σημάδι της αυξημένης δύναμης του πνεύματος : ως παθητικός μηδενισμός. Στην πρώτη περίπτωση φτάνει στο μέγιστο βαθμό της σχετικής ρώμης του ως βίαιη δύναμη καταστροφής, ενώ στη δεύτερη περίπτωση δεν επιτίθεται πια. Η ρώμη του πνεύματος έχει εξαντληθεί.

Ο μηδενισμός δεν σημαίνει πλέον βούληση αλλά αντίδραση. Αντίδραση εναντίον το υπέρ – αισθητού κόσμου και εναντίον των ανώτερων αξιών, άρνηση της ύπαρξής τους, άρνηση οποιασδήποτε εγκυρότητας. Δεν ισοδυναμεί πλέον με την υποτίμηση της ζωής εν ονόματι των ανώτερων αξιών, αλλά με την υποτίμηση των ίδιων των ανώτερων αξιών. Υποτίμηση δεν σημαίνει πλέον αξία μηδενός που λαμβάνει η ζωή, αλλά μηδέν των αξιών, των ανώτερων αξιών. Στην πρώτη μορφή του μηδενισμού οι άνθρωποι υποτιμούσαν την ζωή από το ύψος των ανώτερων αξιών, την αρνούνταν στο όνομα αυτών των αξιών. Τώρα, αντίθετα, παραμένουν μόνοι με τη ζωή, αυτή, όμως, η ζωή είναι πάλι υποτιμημένη ζωή, που συνεχίζεται τώρα σε έναν κόσμο χωρίς αξίες, χωρίς νόημα ούτε σκοπό, κυλώντας όλο και πιο μακριά προς τον δικό της εκμηδενισμό. Έτσι, ο μηδενιστής αρνείται τον θεό, το καλό, ακόμη και το αληθινό, όλες τις μορφές του υπέρ- αισθητού. Τίποτε δεν είναι αληθινό. Τίποτε δεν είναι καλό, ο θεός πέθανε. Το πρώτο νόημα του μηδενισμού είχε την αρχή του στη θέληση του αρνείσθαι ως θέληση για δύναμη. Το δεύτερο νόημα, έχει την αρχή του στην αντενεργό ζωή, ολομόναχη και ολόγυμνη, μέσα στις αντενεργές δυνάμεις που περιορίζονται στους εαυτούς τους. Το πρώτο νόημα είναι ένας αρνητικός μηδενισμός, το δεύτερο νόημα ένας μηδενισμός αντενεργός.

 

Οι περίοδοι του ευρωπαϊκού μηδενισμού, σύμφωνα με τον Nietzsche, είναι οι εξής :

Α) Η περίοδος της ασάφειας, των κάθε λογής διστακτικών ανθρώπων, που συντηρούν το παλιό και δεν αφήνουν να προσχωρήσει το καινούριο.
Β) Η περίοδος της σαφήνειας : κατανοούν ότι το παλιό και το καινούριο είναι θεμελιωδώς αντίθετα, ότι οι παλιές αξίες έχουν γεννηθεί από την παρακμάζουσα ζωή και οι καινούριες από την ανερχόμενη – ότι όλα τα παλιά ιδεώδη είναι εχθρικά προς τη ζωή (γεννημένα από την παρακμή και καθορίζονται από την παρακμή, έστω και με το λαμπρό κυριακάτικο ένδυμα της ηθικής). Κατανοούμε το παλιό και απέχουμε πολύ από το να είμαστε αρκετά δυνατοί για κάτι καινούριο.
Γ) Η περίοδος των τριών μεγάλων αισθημάτων : της περιφρόνησης, του οίκτου, της καταστροφής.
Δ) Η περίοδος της καταστροφής : η έλευση μιας διδασκαλίας που περνά από κόσκινο τους ανθρώπους, που εξωθεί τους αδύναμους να πάρουν αποφάσεις, όπως και τους δυνατούς.

Ο μηδενισμός ως φυσιολογικό φαινόμενο μπορεί να είναι σύμπτωμα αυξανόμενης δύναμης ή αυξανόμενης αδυναμίας : εν μέρει επειδή η δύναμη να δημιουργείς, να θέλεις, έχει αυξηθεί τόσο, πουδεν απαιτεί πια αυτές τις συνολικές ερμηνείες και εισαγωγές νοήματος,  εν μέρει επειδή ακόμη και η δημιουργική δύναμη να δημιουργείς νόημα έχειμειωθεί και η απογοήτευση γίνεται η κυρίαρχη κατάσταση. Η  ανικανότητα ναπιστεύεις σε ένα «νόημα», η « έλλειψη πίστης».

 

Όλη η ιστορία του Ζαρατούστρα συνίσταται στις σχέσεις του με το μηδενισμό, δηλαδή με το δαίμονα. Ο δαίμονας είναι το πνεύμα του αρνητικού, η δύναμη του αρνείσθαι που παίζει διάφορους ρόλους, φαινομενικά αντίθετους. Άλλοτε βάζει να τον κουβαλά ο άνθρωπος, υποβάλλοντας του ότι το βάρος με το οποίο τον φορτώνει είναι η ίδια η θετικότητα.  Άλλοτε, αντίθετα, πηδά πάνω από τον άνθρωπο, αφαιρώντας όλες του τις δυνάμεις και κάθε βούληση. Η αντίφαση είναι μόνο φαινομενική : στην πρώτη περίπτωση, ο άνθρωπος είναι το αντενεργό ον που θέλει να ιδιοποιηθεί τη δύναμη, να υποκαταστήσει με τις δικές του δυνάμεις τη δύναμη που δέσποζε πάνω του. Όμως, στην πραγματικότητα, ο δαίμονας βρίσκει εδώ την ευκαιρία να τον κουβαλήσουν άλλοι, να τον επωμιστούν, να συνεχίσει το έργο του,  μεταμφιεσμένος κάτω από μία ψεύτικη θετικότητα. Στην δεύτερη περίπτωση, ο άνθρωπος είναι ο τελευταίος των ανθρώπων : αντενεργό ον ακόμη, δεν έχει πλέον τη δύναμη να ιδιοποιηθεί το βούλεσθαι. Ο δαίμονας είναι που αφαιρεί από τον άνθρωπο όλες του τις δυνάμεις, που τον αφήνει χωρίς δύναμη και χωρίς βούλεσθαι. Και στις δύο περιπτώσεις ο δαίμονας εμφανίζεται ως το πνεύμα του αρνητικού, το οποίο, διαμέσου όλων των μεταμορφώσεων του ανθρώπου, διατηρεί την ισχύ του και διαφυλάσσει την ποιότητά του. Σημαίνει τη βούληση του μηδενός που χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως ένα αντενεργό ον, που τον υποχρεώνει να τον κουβαλά ακόμα, που όμως, επίσης, δεν συγχέεται με αυτόν και « πηδά πάνω από εκείνον». Από όλες αυτές τις σκοπιές η μεταστοιχείωση διαφέρει από τη βούληση του μηδενός, όπως και ο Ζαρατούστρα από το δαίμονά του. Με το Ζαρατούστρα η άρνηση χάνει την ισχύ της και την ποιότητά της : πέραν του αντενεργού ανθρώπου, ο καταστροφέας των γνωστών αξιών. Πέραν του τελευταίου των ανθρώπων, ο άνθρωπος που θέλει να καταστραφεί ή να τον υπερβούν. Ο Ζαρατούστρα σημαίνει την κατάφαση, το πνεύμα της κατάφασης ως δύναμης που μετατρέπει το αρνητικό σε έναν τρόπο και τον άνθρωπο σε ένα ενεργό ον που θέλει να τον υπερβούν.

 

Η βασιλεία του μηδενισμού είναι ισχυρότατη. Εκφράζεται στις ανώτερες από τη ζωή αξίες που παίρνουν την θέση τους, και ακόμη στο χωρίς αξίες κόσμο του τελευταίου των ανθρώπων. Πάντα το στοιχείο της υποτίμησης είναι που  βασιλεύει, το αρνητικό ως βούληση για δύναμη, η βούληση ως βούληση του μηδενός. Καθόλου βούληση, είναι ακόμα η τελευταία περιπέτεια της βούλησης του μηδενός. Υπό την επήρεια του αρνητικού πάντα το σύνολο της ζωής είναι που υποτιμάται και η αντενεργός ζωή που θριαμβεύει ιδιαιτέρως. Η δραστηριότητα δεν μπορεί τίποτα, παρά την ανωτερότητά της επί των αντενεργών δυνάμεων, δεν έχει άλλη διέξοδο από το να στραφεί εναντίον του ίδιου του εαυτού της. Χωρισμένη από αυτό που μπορεί, γίνεται και η ίδια αντενεργός, χρησιμεύει πλέον μόνο ως τροφή στο γίγνεσθαι- αντενεργό των δυνάμεων, που είναι ασφαλώς το αρνητικό ως ποιότητα της βούλησης για δύναμη. Η μακρά ιστορία του μηδενισμού, όμως, έχει την περάτωσή της. Ένα τελικό σημείο, όπου η άρνηση στρέφεται εναντίον των ίδιων των αντενεργών δυνάμεων. Αυτό το σημείο ορίζει τη μεταστοιχείωση ή τη μεταξίωση. Η άρνηση χάνει τη δική της δύναμη, γίνεται ενεργός, είναι πλέον ο τρόπος του είναι των δυνάμεων του καταφάσκειν. Το αρνητικό αλλάζει ποιότητα, περνά στην υπηρεσία της κατάφασης. Το γίγνεσθαι- ενεργό εμφανίζεται στο σύμπαν, αλλά ταυτόσημο με την κατάφαση ως βούληση για δύναμη. Ο μηδενισμός ηττάται από τον ίδιο του τον εαυτό. Η μεταστοιχείωση είναι η μόνη πλήρης και   ολοκληρωμένη μορφή του ίδιου του μηδενισμού. Μόνο αλλάζοντας το στοιχείο των αξιών καταστρέφουμε όλες εκείνες τις αξίες, οι οποίες εξαρτώνται από το παλιό στοιχείο. Η κριτική των γνωστών ως εκείνη τη στιγμή αξιών αποτελεί μία ριζική και απόλυτη κριτική μόνο αν διεξάγεται εν ονόματι μιας μεταστοιχείωσης, με βάση μια μεταστοιχείωση. Η μεταστοιχείωση θα είναι συνεπώς ένας περαιωμένος μηδενισμός, διότι θα δώσει στην κριτική των αξιών μία ολοκληρωμένη μορφή. Οι αξίες που εξαρτώνται από αυτό το παλιό στοιχείο του αρνητικού, οι αξίες που γίνονται στόχος ριζικής κριτικής, είναι όλες οι γνωστές ή αυτές που μπορούν να γίνουν γνωστές ως εκείνη τη στιγμή, εννοώντας τη στιγμή της μεταστοιχείωσης. Ο μηδενισμός είναι η άρνηση ως ποιότητα της βούλησης για δύναμη. Ωστόσο, αυτός ο ορισμός παραμένει ανεπαρκής, εάν δε λάβουμε υπ’ όψιν το ρόλο και τη λειτουργία του μηδενισμού : η βούληση για δύναμη εμφανίζεται στον άνθρωπο και γίνεται γνωστή, εντός του, ως βούληση του μηδενός. Αν ο  μηδενισμός μας κάνει να γνωρίσουμε τη βούληση για δύναμη, αντίστροφα, η βούληση για δύναμη μας μαθαίνει ότι μας είναι γνωστός υπό μία μόνη μορφή, υπό τη μορφή του αρνητικού, που δε συνιστά παρά μία μόνο όψη, μία ποιότητα. Μία άλλη όψη της βούλησης για δύναμη είναι η κατάφαση. Από την κατάφαση απορρέουν νέες αξίες, που ήταν άγνωστες μέχρι τη στιγμή της μεταστοιχείωσης. Ο μηδενισμός και η μεταστοιχείωση έχουν μία βαθιά σχέση. Ο μηδενισμός εκφράζει την ποιότητα του αρνητικού, αλλά δεν ολοκληρώνεται χωρίς να μεταστοιχειωθεί στην αντίθετη ποιότητα, στην κατάφαση.

 

Οι αντενεργές δυνάμεις οφείλουν το θρίαμβο τους στη βούληση του μηδενός. Αφού εξασφαλίσουν το θρίαμβό τους,  ιαλύουν τη συμμαχία τους με αυτή τη βούληση, θέλουν εντελώς μόνες να εξουσιοδοτήσουν τις δικές τους αξίες. Επειδή, οι αντενεργές δυνάμεις διαλύουν τη συμμαχία τους με τη βούληση του μηδενός, η βούληση του μηδενός, με τη σειρά της, διαλύει τη συμμαχία της με τις αντενεργές δυνάμεις. Εμπνέει στον άνθρωπο μία νέα διάθεση : να αυτοκαταστραφεί, αλλά να αυτοκαταστραφεί ενεργητικά. Δε θα πρέπει να συγχέουμε αυτό που ο Nietzsche αποκαλεί αυτοκαταστροφή, καταστροφή ενεργό, με το παθητικό σβήσιμο του τελευταίου των ανθρώπων. Δε θα πρέπει να συγχέουμε στην ορολογία του Nietzsche «τον τελευταίο των ανθρώπων» με « τον άνθρωπο που θέλει να καταστραφεί». Ο ένας είναι το τελευταίο προϊόν του αντενεργού γίγνεσθαι, ο τελευταίος τρόπος με τον οποίο συντηρείται ο αντενεργός άνθρωπος έχοντας κουραστεί να θέλει. Ο άλλος είναι το προϊόν μιας επιλογής που περνά ασφαλώς μέσω των τελευταίων ανθρώπων, αλλά δεν σταματάει εκεί. Ο Ζαρατούστρα υμνεί τον άνθρωπο της ενεργούς καταστροφής : θέλει να τον υπερβούν, πηγαίνει πέραν του ανθρώπινου, ήδη στο δρόμο του υπεράνθρωπου, « διαβαίνοντας τη γέφυρα», πατέρας και πρόγονος του υπέρ- ανθρώπινου.« Αγαπώ εκείνον που ζει για να γνωρίζει και που θέλει να  γνωρίσει έτσι ώστε μία μέρα να ζήσει ο υπεράνθρωπος. Γι’ αυτό και θέλει τη δική του καταστροφή».

 

Η ενεργός καταστροφή σημαίνει : το σημείο, τη στιγμή της μεταστοιχείωσης στη βούληση του μηδενός. Η καταστροφή γίνεται ενεργός τη στιγμή που, ενώ διαλύεται η συμμαχία μεταξύ των αντενεργών δυνάμεων και της βούλησης του μηδενός, η τελευταία μεταστρέφεται και περνά στην πλευρά της κατάφασης, μεταφέρεται σε μία δύναμη του  καταφάσκειν, η οποία καταστρέφει τις ίδιες τις αντενεργές δυνάμεις. Η καταστροφή γίνεται ενεργός στο μέτρο που μεταστοιχειώνεται το αρνητικό, που μετατρέπεται σε δύναμη καταφατική : « αιώνια χαρά του γίγνεσθαι» που  δηλώνεται μέσα σε μία στιγμή, « χαρά του εκμηδενισμού», « κατάφαση του εκμηδενισμού και της καταστροφής». Βασικό για τη νιτσεϊκή σκέψη είναι το σημείο, όπου η άρνηση εκφράζει μία κατάφαση της ζωής, καταστρέφει τις αντενεργές δυνάμεις και αποκαθιστά τη δραστηριότητα εντός των δικαιωμάτων της. Η μεταστοιχείωση είναι ολοκληρωμένος μηδενισμός, διότι δεν πρόκειται για μια απλή υποκατάσταση αλλά για μία μεταστροφή, μεταστροφή του αρνητικού στο αντίθετό του. Διαβαίνοντας μέσα από τον τελευταίο των ανθρώπων, πηγαίνοντας όμως πέραν αυτού, ο μηδενισμός βρίσκει την ολοκλήρωσή του : στον άνθρωπο που θέλει να καταστραφεί. Στον άνθρωπο που θέλει να τον υπερβούν, η άρνηση διέρρηξε όλα όσα την συγκρατούσαν ακόμη, νίκησε τον ίδιο τον εαυτό της, έγινε δύναμη του καταφάσκειν, ήδη δύναμη του υπέρ – ανθρώπινου, δύναμη που προαναγγέλλει και προετοιμάζει τον υπεράνθρωπο. « θα μπορούσατε να μεταμορφωθείτε σε πατέρες και προγόνους του υπεράνθρωπου : αυτό ας είναι το καλύτερο από  όλο σας το έργο».

 

Ο μηδενισμός είναι η θέληση φθοράς, εξέγερσης, καταστροφής των παλιών πλακών αξιών, που είναι εγγενής στη  θέληση για κατασκευή καινούριων πλακών αξιών. Χρειάζεται μία ανασυγκρότηση της ιεραρχίας των αισθήσεων. Μετά την έλευση του μηδενισμού κυριαρχεί η άβυσσος. Ο « μεγάλος ακροβάτης», « μεγάλος χορευτής» λέει, για το Nietzsche, «Ναι» στην άβυσσο. Αυτό το μεσοδιάστημα, το πέρασμα από την άβυσσο, είναι ο μηδενισμός « Χτύπησέ τα όλα για να δημιουργήσεις!». Σήμερα ζούμε στην κατάσταση του μηδενισμού κατά το Nietzsche. Η φάση του μηδενισμού αποτελεί το στάδιο μετάβασης από τον άνθρωπο στον υπεράνθρωπο. Το υποκείμενο βρίσκεται ανάμεσα στον περατό εαυτό του και στο άπειρο που το υπερβαίνει. Ο μηδενισμός αρχίζει να υπερβαίνεται μόλις το παιδί αρχίσει  τον ορισμό νέων αξιών

 

Το κείμενο είναι απόσπασμα εντύπου που βρέθηκε σε μια τυχαία αναζήτηση στο διαδύκτυο δίχως να μας έχει γίνει γνωστός ο συγγραφέας του.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.