Eric Michaud: Οι εισβολές των βαρβάρων – Μια γενεαλογία της ιστορίας της τέχνης

Η ιστορία της τέχνης άρχισε με τις εισβολές των βαρβάρων. Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι γράφτηκε από την εποχή των εισβολών στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία τις οποίες πραγματοποίησαν, τον 4ο και τον 5ο αιώνα της χρονολογίας μας, οι αποκαλούμενοι βάρβαροι ή γερμανογενείς[i] λαοί. Και ακόμα λιγότερο ότι η τέχνη δεν είχε ιστορία πριν από αυτές τις «μεγάλες» εισβολές. Σημαίνει ότι μία πραγματική ιστορία της τέχνης κατέστη δυνατή μόνο απ’ τη στιγμή που, το 18ο και τον 19ο αιώνα, οι εισβολές των βαρβάρων έγιναν αντιληπτές ως το αποφασιστικό συμβάν με το οποίο η Δύση εισήλθε στη νεωτερικότητα, δηλαδή στη συνείδηση της δικής της ιστορικότητας. Όχι πλέον ως η καταστροφή που βύθισε την Ευρώπη στα σκοτάδια του Μεσαίωνα, αλλά αντιθέτως ως η σωτήρια έξοδος από μια μακρά περίοδο στασιμότητας που μπορούσε να ολοκληρωθεί μόνο μέσα στην αποσύνθεση. Μέχρι περίπου τα μέσα του 18ου αιώνα, η εμφάνιση των βαρβάρων εντός της αυτοκρατορίας θεωρούνταν ότι είχε την οδηγήσει στην παρακμή και την πτώση. Από τη δεκαετία του 1800, το νέο αίμα των φυλών του Βορρά άρχισε να σημαίνει την ανανέωση, τη φυσιολογική, πολιτιστική και πολιτική αναζωογόνηση των λαών της αυτοκρατορίας: «Κύματα Βαρβάρων ξεχύνονταν μέσα στα απισχνασμένα έθνη· η σταματημένη μέχρι τότε ζωή αναζωογονούνταν με νέο αίμα, και τα ξεραμένα κλαδιά ξανάνθιζαν»[1]. Μια τέτοια εικόνα των εισβολών εδραιώθηκε για καιρό στα μυαλά των ανθρώπων. Και αυτή η ισχυρή εικόνα κουβαλούσε μαζί της παραστάσεις ρωμαλέων λαών, που έσφυζαν από ένα δημιουργικό ένστικτο το οποίο στερούνταν οικτρά οι παρηκμασμένοι Ρωμαίοι καθώς και οι λαοί που ήταν υποταγμένοι σ’ αυτούς. Όταν λοιπόν διαδόθηκε εντός της αυτοκρατορίας, το νέο αίμα των Βαρβάρων δεν κατέστρεψε τίποτε: διατήρησε την αρχαία τέχνη, κομίζοντας όμως ταυτόχρονα και μία νέα, αναγκαία αντι-ρωμαϊκή και αντι-κλασική, της οποίας η κληρονομιά ήταν ακόμη έκδηλη σε όλη την Ευρώπη δεκαπέντε αιώνες αργότερα. Με αυτή τη φανταστική αφήγηση, τα καλλιτεχνικά ύφη περιήλθαν κάπως ξαφνικά υπό την πλήρη εξάρτηση του αίματος και της φυλής.

Αρκετοί ιστορικοί του 18ου και του 19ου αιώνα αρέσκονταν να φιλοτεχνούν για τους Βαρβάρους πορτραίτα λαών τόσο περισσότερο ισχυρών, καθόσον φέρονταν ως φυλετικά ή εθνοτικά ομοιογενείς. Η εθνογραφία της αρχαιότητας τους παρείχε πράγματι τα μοντέλα της, τα βασισμένα σε ένα διπλό αξίωμα περί ομοιογένειας και συνέχειας των «ξένων» λαών. Μήπως ο ίδιος ο Τάκιτος, από το τέλος του 1ου αιώνα, δεν είχε περιγράψει το πλήθος των λαών που ονόμαζε γερμανογενείς ως έναν μόνο πληθυσμό χωρίς προσμείξεις, φυλετικά καθαρό; Τα σωματικά τους χαρακτηριστικά είναι «παντού τα ίδια», διαβεβαίωνε. Ποικιλομορφία και πολυπλοκότητα σ’ εμάς, ομοιομορφία και απλότητα αλλού. Όπως σημείωνε μέχρι και ένας συνεργάτης της Εγκυκλοπαίδειας[2], οι άνθρωποι μοιάζουν ο ένας με τον άλλο πολύ περισσότερο στους άγριους παρά στους αστυνομευμένους λαούς. Πολλοί, όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, προσθέτουν σε αυτό μία αρχή συνέχειας των λαών, οι οποίοι υποτίθεται ότι δεν εξαφανίζονται ποτέ και διατηρούν πάντοτε τα ίδια φυσικά και ηθικά χαρακτηριστικά[3]. Πάνω σε τέτοια ανθρωπολογικά μοντέλα οικοδομήθηκε η ιστορία της τέχνης. Αναλαμβάνοντας ως καθήκον να περιγράψει τα αντικείμενα τα οποία παρήγαγαν λαοί που υποτίθεται ότι ήταν ομοιογενείς και παρέμειναν πάντοτε ταυτόσημοι με τον εαυτό τους από αιώνα σε αιώνα, θέλησε να κάνει τα αντικείμενα αυτά αδιάψευστες μαρτυρίες αυτής της ταυτότητας και αυτής της ομοιογένειας. Με αυτό το σκοπό κατασκεύασε τις έννοιές της, τα εργαλεία ανάγνωσης και ερμηνείας που επέζησαν ακόμη και αφού κατέρρευσαν οι προκείμενές τους.

Δημιούργημα σε μεγάλο βαθμό του ρομαντισμού, αδιαχώριστο από το σχηματισμό των εθνών κρατών και την άνοδο των εθνικισμών στην Ευρώπη, οι εισβολές των βαρβάρων δεν έπαψαν ποτέ να εξάπτουν τα πάθη και να διχάζουν τους ιστορικούς. Η αποσύνθεση της αυτοκρατορίας ήταν άραγε αναπόδραστη ή προκλήθηκε από την άφιξη των γερμανογενών λαών; Οι τελευταίοι είχαν άραγε συγκροτηθεί ξαφνικά σε συμπαγείς μάζες ή μήπως η είσοδός τους στην αυτοκρατορία πραγματοποιήθηκε αργά και με πρόσκληση των ίδιων των Ρωμαίων; Ήταν άραγε φιλειρηνικοί ή βάναυσοι, πολεμιστές ή γεωργοί; «Ο ρωμαϊκός πολιτισμός δεν πέθανε από φυσικό θάνατο. Δολοφονήθηκε»[4]. Γραμμένα υπό ναζιστική κατοχή, τα διάσημα αυτά λόγια ενός Γάλλου ιστορικού δημοσιεύθηκαν το 1947, την επαύριο ενός πολέμου με έναν εχθρό που γινόταν αντιληπτός ως κληρονομικός: λένε αρκετά για το πώς η θέση του παρατηρητή, στο χρόνο και στο χώρο, πάντοτε καθορίζει το πώς γράφεται η ιστορία.

Η θέση περί εσωτερικής αποσύνθεσης της αυτοκρατορίας που κυριάρχησε μέχρι τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο δεν εξαφανίστηκε ποτέ τελείως, έστω και αν έγινε ιδιαίτερα δύσκολο να επικαλεστεί κανείς σήμερα την όποια ρωμαϊκή «παρακμή». Η δε εικόνα των βάναυσων και καταστροφικών βαρβαρικών ορδών, που φαινόταν προορισμένη να ανήκει εσαεί στο φαντασιακό των Ευρωπαίων, μετασχηματίστηκε ωστόσο μοναδικά στο γύρισμα από τον 20ό στον 21ο αιώνα, προσεγγίζοντας τις απόψεις που είχε υποστηρίξει ο Φυστέλ ντε Κουλάνζ στα τέλη του 19ου. Μπορούσαμε άραγε να μιλάμε πραγματικά για «γερμανικές εισβολές» τη στιγμή που αυτοί οι Βάρβαροι, που δεν ήταν καν νομάδες[5], είχανε κληθεί και προσελκυστεί από τη Ρώμη και που, επιπλέον, «κανείς απ’ αυτούς δεν ήταν ‘Γερμανός’»[6]; Σήμερα, οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν τουλάχιστον σε δύο σημεία: δεν είναι πλέον δυνατό να θεωρούμε τις ομάδες αυτές που διεισδύουν στα εδάφη της αυτοκρατορίας ως λαούς ομοιογενείς, και οι λαοί αυτοί που ανέκαθεν λέγαμε γερμανογενείς δεν περιλάμβαναν στην πραγματικότητα παρά ελάχιστους «Γερμανούς». Είναι η Γερμανία του Τάκιτου, που ξαναανακαλύφθηκε το 15ο αιώνα, η Ιστορία των Γότθων του Ιορδάνη και η Ιστορία των Λομβαρδών του Πωλ Ντιάκρ που επέτρεψαν σε κάποιους Γερμανούς ανθρωπιστές του 16ου αιώνα να φανταστούν ότι οι πολλαπλές βαρβαρικές λαότητες που κατοικούσαν πέρα από το Ρήνο και τον Δούναβη –Βουργουνδοί, Σάξονες, Αλαμανοί, Γότθοι, Βάνδαλοι, Φράγκοι, Έρουλοι, Βησιγότθοι, Αλανοί κ.λπ.- ήταν όλοι «γερμανογενή» φύλα [Stämme] και υπ’ αυτή τους την ιδιότητα συνιστούσαν τους πιο αυθεντικούς προγόνους των σημερινών Γερμανών[7]. Αυτή η αντίληψη περί μιας απόλυτης συνέχειας των «αρχαίων Γερμανών» με τους νεότερους[ii] παρέμεινε ζωντανή: ακόμα σήμερα, κάποιοι ιστορικοί διατείνονται ότι γράφουν «μια σύνθεση που περικλείει το γερμανικό παρελθόν από την έλευση των Γερμανών [Germains] στον δυτικό κόσμο μέχρι την επανένωση του 1990»[8], λες και είναι δυνατό να γράψει κανείς δύο χιλιάδες χρόνια ιστορίας ενός και του αυτού «γερμανικού λαού», πάντοτε ταυτόσημου με τον εαυτό του.

Αλλά απ’ τη στιγμή που θα δεχόμασταν, μαζί με τον Τάκιτο, το πλάσμα μιας γερμανικότητας κοινής σε αυτούς τους τόσο ετερογενείς πληθυσμούς, θα ήταν εύκολο να κάνουμε αυτούς τους «Γερμανούς» πηγή της μοντέρνας Ευρώπης. Ο γερμανικός και αντι-γαλλικός πατριωτισμός του 18ου αιώνα δεν θα χάσει την ευκαιρία. Ήταν όταν η ρωμαϊκή αυτοκρατορία φάνηκε εξαντλημένη, εκνευρισμένη, εξαρθρωμένη, έγραφε ο Χέρντερ[9], που «γεννήθηκε στο Βορρά ένας νέος άνθρωπος […]. Γότθοι, Βάνδαλοι, Βουργουνδοί, Άγγλοι, Ούνοι, Έρουλοι, Φράγκοι και Βούλγαροι, Σλάβοι και Λομβαρδοί έφθασαν, εγκαταστάθηκαν, και όλος ο καινούριος κόσμος, από τη Μεσόγειο μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα, από τον Ατλαντικό μέχρι τη Βόρεια Θάλασσα, είναι δικό τους έργο! δική τους φυλή! δική τους συγκρότηση!». Μερικά χρόνια αργότερα, βρίσκουμε έναν υπουργό τού Φρειδερίκου του 2ου να εναντιώνεται, όπως και ο Χέρντερ, στις «ρομανικές» απόψεις του ηγεμόνα: «Οι Γάλλοι, οι Βουργούνδιοι, οι Αγγλοσάξονες, οι Λογγοβάρδοι, οι Βάνδαλοι, οι Γότθοι, οι Ρούγιοι και οι Έρουλοι, οι κύριοι λαοί που κατέστρεψαν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και θεμελίωσαν τις τωρινές μοναρχίες της Ευρώπης, είναι όλοι γερμανογενείς»[10]. Τέτοιες μυθοπλασίες «φυλετικής» ενότητας επέτρεψαν τους δύο επόμενους αιώνες να μετατραπούν οι εισβολές των βαρβάρων σε ένα αποφασιστικό επεισόδιο του αιώνιου πολέμου των «γερμανογενών φυλών» ενάντια σε αυτές που σύντομα επρόκειτο να αποκληθούν «λατινικές φυλές»[11].

Η ύστερη αρχαιότητα όμως δεν μιλούσε για «μετανάστευση των λαών» (ούτε για Völkerverwanderung, ούτε για migratio gentium) και οι Βάρβαροι που εισέβαλλαν στην αυτοκρατορία αγνοούσαν ότι ανήκαν στους «γερμανογενείς λαούς»[12]. Από την άλλη, η αντιδιαστολή ανάμεσα σε έναν populus romanus, κάτοχο ιστορίας και πολιτειακής συγκρότησης, και στους λιγότερο ή περισσότερο αγριωπούς gentes που διέμεναν πέρα από το Ρήνο και τον Δούναβη, ήταν μια ρωμαϊκή πολιτική κατασκευή που διατηρήθηκε πολύ μετά τον 4ο και τον 5ο αιώνα, ενώ οι διακρίσεις μεταξύ Ρωμαίων και Βαρβάρων γίνονταν διαρκώς πιο αβέβαιες. Αυτή τώρα η αντιδιαστολή ανάμεσα σε «εμάς» και σε «αυτούς», που ποτέ δεν είχε σβήσει, επιβίωσε επίσης, αλλά με αντεστραμμένα πρόσημα, σε μια ορισμένη γερμανογενή και γερμανιστική παράδοση διαμέσου άλλων αντιθέσεων: εκείνης μεταξύ Kultur και Zivilisation φυσικά, αλλά επίσης εκείνης μεταξύ «συμπαθητικών πολιτισμών» και «πολιτικών πολιτισμών»[13]· και, ευρύτερα, των πληθυσμών που κρίνονταν φυλετικώς ομοιογενείς από όσους έμοιαζαν απλώς να σχηματίζουν μία «πολιτική» συνομάδωση χωρίς «οργανικό» θεμέλιο. Αυτές οι στοιχειώδεις ταξινομήσεις των νεωτέρων αγνοούσαν σκοπίμως όλους όσοι ήταν ταυτόχρονα Ρωμαίοι και βάρβαροι και, ευρύτερα, την τεράστια ρευστότητα των «εθνοτικών», κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων που θόλωνε τα όρια περισσότερο απ’ όσο θα μπορούσαν ποτέ να το κάνουν οι εισβολές ένοπλων ομάδων. Όσο γι’ αυτές τις τελευταίες, ο Φυστέλ ντε Κουλάνζ ήδη σημείωνε: «πολλοί από αυτούς τους Βησιγότθους, τους Βουργουνδούς, τους Βανδάλους, για τους οποίους μιλά η ιστορία, ήταν Ιταλοί, Γαλάτες, Ισπανοί, Αφρικανοί. Αναμιγμένοι με τους Γερμανούς, αξεχώριστοι απ’ αυτούς, έπειθαν τους πληθυσμούς της εποχής ότι οι εισβολείς ήταν πολυάριθμοι, και έτσι έπεισαν και τους μεταγενέστερους»[14].

Για να ολοκληρωθεί η σύγχυση, τα ονόματα που έδιναν οι Ρωμαίοι σε πληθυσμούς συχνά ετερόκλητους κάλυπταν σύνολα των οποίων το περιεχόμενο μπορούσε να διαφέρει αισθητά στην πορεία του χρόνου· και η συνέχεια του ονόματος δημιουργούσε την απατηλή εντύπωση μιας μεγάλης «εθνοτικής», δηλαδή βιολογικής, συνέχειας. Τα ονόματα αυτά όμως δεν περιέγραφαν «έθνη»: εξέφραζαν απλώς «μία μορφή ενότητας υπό την καθοδήγηση αρχηγών που ήλπιζαν να μονοπωλήσουν και να ενσαρκώσουν τις παραδόσεις που συνδέονταν με αυτά τα ονόματα. Ταυτόχρονα, οι αρχηγοί αυτοί ιδιοποιούνταν ετερογενείς παραδόσεις και επινοούσαν νέες»[15]. Η εθνοτική ομοιογένεια και συνέχεια επομένως ήταν κατ’ ουσίαν εξαιρετικά αναγωγιστικές ρομαντικές αναπαραστάσεις: η Ευρώπη προέβαλλε στο παρελθόν της το εθνικό και φυλετικό της πρόταγμα. Όπως σημείωνε και πάλι ο Φυστέλ ντε Κουλάνζ με τη μετριοπάθεια που τον διέκρινε, «το νεωτερικό πνεύμα είναι τόσο βυθισμένο σε εθνογραφικές θεωρίες, που μεταφέρει αυτή την πρόληψη και στη μελέτη της ιστορίας»[16].

Καθώς λοιπόν η ιστορία της τέχνης έκανε δικές της αυτές τις δύο θεμελιώδεις θέσεις περί εθνοτικής/ φυλετικής ομοιογένειας και συνέχειας, εγγράφηκε στο εσωτερικό του μεγάλου αφηγήματος περί πολέμου των φυλών. Και το αφήγημα αυτό, χάρη σ’ εκείνη, επρόκειτο να πάρει μια νέα πολιτιστική και πολιτική σημασία όταν το καλλιτεχνικό προϊόν θα καλούνταν να εκφράσει την ταυτότητα όχι του ενικού δημιουργού του, αλλά της εθνοτικής ομάδας –«λαού» ή «φυλής»- από την οποία προερχόταν. Επιδιώκοντας να δουν με ιστορική ματιά τα αντικείμενά τους, οι δύο μεγάλες ιδρυτικές φιγούρες του τομέα της ιστορίας της τέχνης, ο Τζόρτζιο Βαζάρι και ο Γιόχαν Γιόαχιμ Βίνκελμανν, σκέφτηκαν και ο ένας και ο άλλος, με δύο αιώνες διαφορά, την ανάπτυξη της τέχνης με βάση το μοντέλο της ζωής. Για τον Βαζάρι, η ιστορία των καλών τεχνών διακόπηκε με την άφιξη των Βαρβάρων και ξανάρχισε μόνο υπό τους Μεδίκους. Για τον Βίνκελμανν, η ιστορία της μεγάλης τέχνης είχε οριστικά σταματήσει με τις εισβολές των βαρβάρων. Ο πρώτος καταπιάστηκε να συντάξει βιογραφίες καλλιτεχνών σχηματίζοντας θολές τοπικές γενεαλογίες –ό,τι αργότερα θα προσδιοριζόταν με τον όρο «σχολές». Το διάσημο μνημειώδες έργο του Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων από τον Τσιμαμπούε μέχρι την εποχή μας, που δοξολογεί τη Φλωρεντία όσο και τον Μέγα Δούκα της Τοσκάνης, ασφαλώς ανέπτυσσε μία βιολογική σύλληψη της τέχνης: όπως το ύφος ενός καλλιτέχνη εξελισσόταν και ολοκληρωνόταν κατά τρόπο ανάλογο προς τον βίο του, έτσι και η εξέλιξη των τεχνών εν γένει περνούσε από όλα τα στάδια που οδηγούν από την παιδική ηλικία στο γήρας. Κατά τρόπο ώστε ο Βαζάρι θεωρούσε άλλοτε ότι η παρακμή της τέχνης υπό τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν εξίσου αναπόφευκτη με εκείνη της ζωής ενός ανθρώπου, και άλλοτε ότι οφειλόταν όχι σε εσωτερικές αιτίες αλλά στη χριστιανική εικονομαχία και στις καταστροφές των Βαρβάρων που είχαν εξαφανίσει τα πιο αξιοσημείωτα αρχαία μοντέλα. Δύο αιώνες αργότερα, η Ιστορία της τέχνης στην αρχαιότητα του Βίνκελμανν, η οποία ολοκληρωνόταν με την εξέταση της «παρακμής και του θανάτου αυτής της τέχνης», εγκαινίαζε μία καινούρια βιολογική σύλληψη του ύφους. Εκεί που αυτό στον Βαζάρι ήταν κατ’ ουσίαν ατομικό, εδώ γινόταν συλλογικό: καθένας από τους λαούς της αρχαιότητας επεξεργαζόταν ένα ιδιαίτερο ύφος που γεννιόταν, μεγάλωνε και πέθαινε μαζί του. Ο Βίνκελμανν, όμως, μολονότι διαβεβαίωνε ότι η ζωή ενός ύφους ταυτιζόταν εξ ολοκλήρου με τον βίο του λαού του, δεν έπαυε να υμνεί –κατά τρόπο τελείως αντιφατικό- τον άχρονο χαρακτήρα της κλασικής τέχνης, την οποία ανύψωνε σε κανόνα απέναντι στην τέχνη του καιρού του που την έκρινε παρακμιακή.

Ενάντια σε αυτό το άχρονο του κλασικισμού, ενάντια σε αυτή την κήρυξη ενός αιώνιου κανόνα, άρχισαν κάποιοι να επαινούν ακριβώς αυτούς τους τύπους μορφών που ο κανόνας μέχρι τότε απέρριπτε ή απλώς αγνοούσε. Η ιστορία της τέχνης γεννήθηκε έτσι υπό το ζώδιο του αντι-κλασικισμού, επικαλούμενη ρητά τους Βαρβάρους και τις τέχνες τους. Υπήρξε λοιπόν ένα πολιτικό όπλο, που ύψωνε το λάβαρο των ιστορικών και τοπικών ενικοτήτων ενάντια στον οικουμενισμό τον οποίο το κλασικό ισχυριζόταν ότι ενσαρκώνει. Και αν έλαβε πρώτα ως αντικείμενα τις παράξενες και δυσανάλογες μορφές τού «γοτθικού γούστου», αυτό έγινε διότι, σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, αυτό το γοτθικό σύντομα έγινε αντιληπτό ως ένα ύφος κάθε φορά «εθνικό», που υποτίθεται ότι επεδείκνυε αξεχώριστα τη φυσική του έμπνευση και τις βαρβαρικές καταβολές του. Διότι οι επιμήκεις μορφές των καθεδρικών, που υψώνονταν σαν δέντρα ριζωμένα στο εθνικό έδαφος με τις διακοσμήσεις τους που απομιμούνταν τα αυτόχθονα φυτά, μόλις τις συγκρίνανε με τις στήλες και τα κιονόκρανα που διατυμπάνιζαν την «ελληνορωμαϊκή» τους προέλευση, μαρτυρούσαν την προφάνεια μίας άλλης καταγωγής. Κατά τρόπο ώστε αυτή η γοτθική μανιέρα, την οποία άλλοτε ο Βαζάρι απέρριπτε ως άτεχνη, ήδη από το τέλος του 18ου αιώνα γινόταν αντικείμενο εθνικής υπερηφάνειας πρώτα στη Μεγάλη Βρετανία[17], έπειτα στη Γερμανία[18] και στη Γαλλία –τρεις χώρες που διεκδικούσαν όλο και πιο έντονα τη βαρβαρική κληρονομιά και καταγωγή τους. Η νεωτερική θεωρία των φυλών θα καθιερωνόταν απ’ τη στιγμή εκείνη ως θεωρία περί του φυλετικού καθορισμού των πολιτιστικών μορφών: το νέο αίμα που έφεραν οι γερμανικές εισβολές δεν είχε μόνο επιταχύνει το τέλος του αρχαίου κλασικισμού· είχε επίσης δημιουργήσει τη νέα χριστιανική τέχνη, αντιπαραθέτοντας έτσι για τους επόμενους αιώνες το «πνεύμα του βορρά» προς τη «λατινικότητα». Κατά τη σύλληψη αυτή, η έγχυση νέου αίματος είχε κάνει ολόκληρη την ιστορία της Δύσης να στραφεί από μια κουλτούρα μεσογειακή, αρχαία και ειδωλολατρική, προς μια τελείως μοντέρνα κουλτούρα του Βορρά, βαθιά χριστιανική. Η σκέψη του Χέγκελ έφερε το σημάδι αυτής της νέας κατάτμησης της ιστορίας. Χωρίς πάντως να υποκύπτει στον φυλετισμό κάποιων συγχρόνων του, ο Χέγκελ έδειχνε στις παραδόσεις του για τη φιλοσοφία της ιστορίας το εξαιρετικό πεπρωμένο των «γερμανογενών λαών»: σε αυτούς οφείλεται η έλευση του χριστιανισμού, οπότε το πνεύμα του γερμανογενούς κόσμου ταυτίζεται πλήρως με το χριστιανικό πνεύμα του σύγχρονου κόσμου «μέχρι και τις μέρες μας».

Από το τέλος του 18ου αιώνα, όλο και περισσότερες φωνές άρχισαν να υψώνονται για να διακηρύξουν ότι η ιστορία αυτής της κρίσιμης στιγμής για την Ευρώπη δεν πρέπει πλέον να γράφεται με βάση ρωμαϊκές πηγές, αλλά από την οπτική των «Γερμανογενών». Εφόσον «βαρβαρικά» κείμενα δεν υπήρχαν, η μελέτη των «βαρβαρικών αρχαιοτήτων», έλεγαν[19], έπρεπε να παράσχει μια γνώση που θα φώτιζε με καινούριο φως τη ρωμαϊκή ιστορία, η οποία μέχρι τότε είχε γραφεί «από Ρωμαίους με σκοπό να επιβληθούν, και από Έλληνες με σκοπό να κολακεύσουν». Μόνο με αυτή την προϋπόθεση θα ήταν επιτέλους δυνατό να ξεφύγουμε από τον αποκλειστικό θαυμασμό προς τους Ρωμαίους, όπως και από τη στείρα, αν όχι ολέθρια, μίμησή τους[20]. Με δυο λόγια, το ζητούμενο ήταν να εγγραφούμε σε μία άλλη γενεαλογία, να κάνουμε επιτέλους την πολιτιστική κληρονομιά να συμπέσει με τη βιολογική. Το 1805, ενώ η Ρηνανία βρισκόταν υπό την κατοχή των στρατευμάτων του Ναπολέοντα, ο Γκαίτε θεωρούσε προφανές ότι μετά από τόσους αιώνες κανείς δεν μπορούσε πλέον να απαιτεί από τους Γερμανούς ούτε να θαυμάζουν, ούτε να μιμούνται τα ελληνικά και ρωμαϊκά «θεία πρότυπα»:

 

Η καταγωγή μας δεν είναι καθόλου ίδια· εμείς έχουμε άλλη γενεαλογία· λιγότερο κολακευτική ίσως, μας δίνει για προγόνους πρώτα τους άγριους Γερμανούς [Germains] των παλαιών χρόνων, έπειτα τους βάρβαρους Γερμανούς [Allemands] του Μεσαίωνα. Το αρχέγονο χρώμα αντανακλάται σε όλες μας τις τέχνες· αυτές κρατούν το ρομαντικό αποτύπωμα των αιώνων της ιπποσύνης. Τα ήθη μας ήταν πάντοτε διαφορετικά από εκείνα των λαών του ευρωπαϊκού νότου, όπως και οι εκάστοτε θρησκείες μας, πρώτα εκείνη των Κελτών και των Σκανδιναβών, έπειτα ο χριστιανισμός που τη διαδέχτηκε, πάντοτε διέφεραν ουσιωδώς από την ειδωλολατρία. Από κάθε άποψη είμαστε ένοικοι ενός άλλου σύμπαντος. Η όψη του είναι ίσως άγρια και σκοτεινή· η λογοτεχνία μας γεννήθηκε μέσα από τους κόλπους της βαρβαρότητας, όπως το σύμπαν αναδύθηκε από το χάος[21].

 

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, άλλοι ασφαλώς διεκδικούσαν διαφορετικά τους Βαρβάρους. Ο μύθος της φραγκικής προέλευσης των Γάλλων ευγενών, που καθιέρωσε ο Μπουλαινβιλιέ, παρουσίαζε σαφή σχέση πολιτικής και κοινωνικής κυριάρχησης μιας «φυλής» από μία άλλη, μιας γαλλορωμαϊκής «Τρίτης Τάξης» από μία αριστοκρατία φραγκική, δηλαδή γερμανογενή. Είναι γνωστές οι διατυπώσεις του βαρόνου ντε Μοντεσκιέ[22]: «οι πατέρες μας οι Γερμανοί [Germains]», «οι πατέρες μας που κατέκτησαν τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». Οι διατυπώσεις αυτές δεν αποτελούσαν εξαίρεση στην Ευρώπη. Μετά τη διαδοχική έλευση των Σουηβών, των Βανδάλων και των Αλανών, η Ισπανία είχε γνωρίσει και εκείνη των Βησιγότθων, των οποίων το βασίλειο είναι αλήθεια ότι δεν άντεξε στη μουσουλμανική κατάκτηση του 711. Αλλά αυτό δεν εμπόδισε τη δημιουργία ενός «γοτθικού μύθου» στην Ισπανία, της οποίας η γλώσσα φέρει ακόμα αυτό το σημάδι. Το Diccionario de la Real Academia Española διευκρινίζει, στο λήμμα “Godo”: «hacerse de los godos: καυχιέμαι ότι είμαι ευγενής· ser godo: ανήκω στους παλαιούς ευγενείς»[23]. Στην Αγγλία ή τη Σκοτία, πολλοί ήταν εκείνοι που προέβαλλαν ότι έχουν αίμα Άγγλων, Σαξόνων, Γότθων και κυρίως Νορμανδών –λαότητες θεωρούμενες «γερμανογενείς» που οι διαδοχικές κατακτήσεις τους μαρτυρούσαν προφανώς ότι ήταν ανώτερες των «Κελτών» ιθαγενών. Μόνο οι τελευταίοι Βάρβαροι που εισήλθαν στην αυτοκρατορία, οι Λογγοβάρδοι ή Λομβαρδοί που εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ιταλία, δεν φαίνεται να έχουν εμπνεύσει (τουλάχιστο μέχρι τη Λέγκα του Βορρά) καμία αξίωση τίτλων ανωτερότητας και ευγένειας[24].

Ωστόσο, το είδος του ενδιαφέροντος που επιδεικνυόταν για τους Βαρβάρους άρχισε να αλλάζει κατά τον 19ο αιώνα. Οι ιστορικοί είχαν διογκώσει τόσο τον αριθμό και την ισχύ τους, που εμφανίζονταν όχι τόσο σαν μία κατακτητική ελίτ αλλά ως μια τεράστια μάζα, που μετακινούνταν από την νεφελώδη απεραντοσύνη μιας Σκυθίας χωρίς σύνορα και ερχόταν να γονιμοποιήσει τους αυτόχθονες πληθυσμούς της δυτικής Ευρώπης. Η ιδέα μίας τέτοιας μετανάστευσης δεν ήταν βεβαίως καινούρια. Ήδη ο Λάιμπνιτς, ψάχνοντας στην αυγή του 18ου αιώνα μια εξήγηση για τις πολυάριθμες «κοινές ρίζες» ορισμένων ευρωπαϊκών γλωσσών, είκαζε ότι «αυτό οφείλεται στην κοινή προέλευση όλων αυτών των λαών που κατάγονται από τους Σκύθες, οι οποίοι ήρθαν από τη Μαύρη Θάλασσα, πέρασαν τον Δούναβη και τον Βιστούλα, ένα μέρος τους ίσως πήγε στην Ελλάδα, και το υπόλοιπο κατέκλυσε τη Γερμανία και τις Γαλατίες· πράγμα που αποτελεί συνέχεια της υπόθεσης ότι οι Ευρωπαίοι ήρθαν από την Ασία»[25]. Ενθυμούμενοι ίσως τον Ιορδάνη που εμφάνιζε τη Σκανδιναβία ως «το εργαστήρι των λαών», οι ρομαντικοί θα προσθέσουν σε αυτόν τον μακρό περίπλου μία τεράστια παράκαμψη των μετακινούμενων μέσω του Βορρά. Και η ίδια φαντασίωση καταγωγικότητας που είχε συγκινήσει τον Γκαίτε επρόκειτο τώρα να θρέψει, μέσω ενός νέου οριενταλισμού, τον αντικλασσικισμό τού Πιερ Λερού:

 

Εμείς, οι άνθρωποι του Βορρά, που είχαμε εγκαταλείψει τα γενέθλια δάση μας, και αφήσαμε εκεί, μαζί με τα οστά των πατέρων μας, την ποίηση των πατέρων μας, που είχαμε ξεχάσει τα οσσιανικά μας άσματα και τα αρχαία μας έπη, φτιαγμένα πάνω σε παραδόσεις που ήταν οι ίδιες δανεισμένες από την Ανατολή, αλλά που οι πρόγονοί μας τις μετασχημάτισαν, στο μακρύ προσκύνημα που τους οδήγησε από τα υψίπεδα της Ασίας στους πάγους του βορρά, για να τους διασπείρει στη συνέχεια, σαν μια γόνιμη σπορά, στη Γερμανία, την Αγγλία, την Ισπανία και τη Γαλλία.

Όλα αυτά τα είχαμε ξεχάσει, είχαμε εγκαταλείψει την κληρονομιά μας, απαρνηθεί την προίκα που μας είχε δώσει η φύση, και καταλήξαμε, ούτως ειπείν σαν μικρά νήπια που δεν ξέρουν ακόμη να μιλούν, να προβάλλουμε ως κληρονόμοι και μαθητές των Ρωμαίων και των Ελλήνων[26].

 

Από τη δεκαετία τού 1840 και μετά, όταν τα ιστορικά μυθιστορήματα του Ουώλτερ Σκοτ είχαν ήδη κατακτήσει την Ευρώπη, ανασκαφές που ξεκίνησαν σχεδόν ταυτόχρονα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες σηματοδοτούσαν, από την Ισπανία μέχρι την Ουγγαρία, ένα αύξον ενδιαφέρον για τους τάφους των λεγόμενων γερμανογενών φυλών που υποτίθεται ότι τις είχαν κατακλύσει. Στην ίδια τη Γαλλία, παρά την ύπαρξη της Κελτικής Ακαδημίας που ιδρύθηκε το 1804 για να ξεθάψει τα μνημεία της γαλατικής αρχαιότητας ενάντια στην παντοδυναμία του ελληνορωμαϊκού μοντέλου[27], η ιστορία της τέχνης μόνο για ένα πολύ σύντομο διάστημα επιδίωξε να δώσει κάποια υπόσταση στον γαλατικό μύθο των ιστορικών και των πολιτικών, σε αντίθεση με την αρχαιολογία και την ανθρωπολογία[28]. Και αυτό επειδή η Γαλλία της Παλινόρθωσης, όπως θα γράψει ο Ρενάν, ήταν έξοχα προετοιμασμένη ώστε να δεχθεί από τη Γερμανία μία «έγχυση νέου πνεύματος» –καθότι η «γαλατική ράτσα» είχε ανάγκη περιοδικά να «γονιμοποιείται από τη γερμανογενή ράτσα[29]». Όπως λοιπόν η Γερμανία, η Ελβετία, το Βέλγιο ή η Αγγλία, και η Γαλλία βάλθηκε να σκάβει το έδαφος αναζητώντας αντικείμενα από τα οποία περίμενε να διηγηθούν, ενάντια στο αφήγημα του κλασικισμού, τη μεγάλη «βαρβαρική» –δηλαδή ουσιαστικά γερμανογενή- χειρονομία.

«Όλοι οι αιώνες, όλοι οι λαοί είναι λοιπόν κρυμμένοι μέσα στη γη. Ο Γαλάτης βρίσκεται εκεί ξαπλωμένος δίπλα στον Ρωμαίο, και ο Ρωμαίος κοιμάται δίπλα στον Βάρβαρο. Το όλο ζήτημα είναι πλέον να κάνουμε τους ανθρώπους αυτούς να μιλήσουνε και να καταλάβουμε καλά την απάντησή τους: αλλά γι’ αυτό θα πρέπει να μην μπερδέψουμε τις γλώσσες. Πρέπει να μπορούμε να ξεχωρίσουμε καλά τους τόνους, τις αποχρώσεις, τα χρώματα, τις φυσιογνωμίες κάθε λαού και κάθε πολιτισμού»[30]. Όμως, ούτε τα οστά, ούτε τα αντικείμενα που ανακαλύπτονταν στις νεκροπόλεις έδιναν ποτέ μια απερίφραστη απάντηση. Τόσο που το «φραγκικό ζήτημα» ήγειρε, κατά το τέλος του 19ου αιώνα, βίαιες αντιδικίες μεταξύ Βαλλόνων και Φλαμανδών αρχαιολόγων, που είχαν συγκλονιστεί βαθιά ως προς το δικό τους αίσθημα ταυτότητας: οι Βαλλόνοι ήταν άραγε πραγματικά Γαλλο-ρωμαίοι και οι Φλαμανδοί Φράγκοι; Το ότι κάποιοι νεκροί πολεμιστές ήταν ντυμένοι α λα φράγκα αρκούσε να για να συμπεράνουμε ότι ήταν Φράγκοι; Όχι, εφόσον οι Γαλλο-ρωμαίοι της μεροβιγγιανής εποχής ντύνονταν α λα φράγκα όταν σχετίζονταν με τους κατόχους της εξουσίας. Μέλη στρατευμάτων όπως οι Φράγκοι πολεμιστές, έφεραν φυσικά φραγκικά όπλα, αποκτούσαν τα ίδια στρατιωτικά αξιώματα με τους Φράγκους, γίνονταν και αυτοί κόμητες, δούκες κ.λπ.[31]

Η ιστορία της τέχνης και η αρχαιολογία αναλάμβαναν λοιπόν το ίδιο καθήκον: έπρεπε να καθορίσουν την ορθή «εθνοτική» προέλευση των αντικειμένων τους –ταφικών ευρημάτων ή έργων τέχνης. Ως καθαρά περιγραφική επιστήμη παρατήρησης, η ιστορία της τέχνης επίσης συνέδεε τα αντικείμενά της προς φυλετικές ομάδες, βασισμένη σε κάποια ορατά σημεία. Κάποτε, ήταν οι «απτικές» ή «οπτικές» τους ιδιότητες που τα κατέδιδαν ως «λατινικά» ή «γερμανογενή»· και άλλοτε ήταν η κυριαρχία γραμμικών στοιχείων που πρόδιδε λατινική ή μεσημβρινή προέλευση, ενώ το «εικονογραφικό» στοιχείο έδειχνε σαφώς μια προέλευση γερμανογενή ή βόρεια. Όσο για τα μουσεία, αυτά επιδίωκαν, από τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, να ομαδοποιούν τα προϊόντα των καλών τεχνών ανάλογα με τη γεωγραφική τους προέλευση και την «εθνοτική» ένταξη των δημιουργών τους. Αλλά όπως ένας τύμβος που έκρυβε φραγκικά όπλα μπορούσε κάλλιστα να στεγάζει γαλλο-ρωμαϊκούς σκελετούς, έτσι και στις αίθουσες που τα μουσεία επιφύλασσαν στους καλλιτέχνες των «Σχολών του Βορρά» μπορούσαν και να εκτίθενται απολύτως «γραμμικά» έργα. Η λογική προϋπόθεση αυτών των ταξινομιών ήταν ότι μία συλλογική «μανιέρα» ή «ύφος» δεν μπορούσε να είναι αντικείμενο ανταλλαγής ή απόκτησης, ότι δεν μεταδιδόταν κοινωνικά αλλά ήταν κατ’ ανάγκη έμφυτη. Θα ήταν τελείως μάταιο να επιδιώξει κανείς να αποδείξει ότι η ιστορία της τέχνης υπήρξε –ή είναι ακόμα- ρατσιστική ως κλάδος. Δεν ήταν ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο απ’ ό,τι οι άλλες κοινωνικές επιστήμες οι οποίες, όλες, δέχθηκαν το άγγιγμα, ή τον προσανατολισμό, της φυλετικής σκέψης, με αποτέλεσμα να ταξινομούν και να ιεραρχούν τους ανθρώπους σε συνάρτηση με ορισμένα σωματικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά που τους αποδίδονταν. Αλλά αν παραμένει σημαντικό να κατανοήσουμε τη φύση των δεσμών που εγκαθίδρυσε ανάμεσα στους ανθρώπους και τα καλλιτεχνήματά τους, είναι διότι οι δεσμοί αυτοί δεν έχουν ακόμη διαρρηχθεί, επειδή τους αποδίδουμε μία επίφαση πραγματικότητας κάθε φορά που διερευνούμε αυτά τα αντικείμενα για να βρούμε εκεί τα σημάδια της «εθνοτικής», δηλαδή της συλλογικής, προέλευσής τους. Διότι η άποψη περί τέχνης που παραμένει η πλέον διαδεδομένη είναι ότι αυτή ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο τη διάνοια των λαών.

Η ιστορία της τέχνης διαμορφώθηκε αρχικά πάνω στο πρότυπο των επιστημών της ζωής: επέτρεπε να ονομάσουμε, να περιγράψουμε και να ταξινομήσουμε τα αντικείμενά της ως ζωντανά όντα, εξομοιώνοντας την καλλιτεχνική δημιουργία με μια φυσική διαδικασία, την οποία ήθελε να κατανοήσει στην εξέλιξή της. Κοιτάζοντας τα έργα τέχνης ως φυτά, ζώα ή ανθρώπους, ομαδοποιώντας τα ανάλογα με διάφορες διατάξεις διαφορών ή ομοιοτήτων, η ιστορία της τέχνης πίστεψε ότι μπορούσε να φέρει στο φως σταθερές και συνέχειες, να καθιερώσει γενεαλογίες μορφών, να κατασκευάσει «υφολογικές οικογένειες» και να αποκαλύψει συγγένειες. Μία από τις μεγάλες ανακαλύψεις του 19ου αιώνα υπήρξε το ότι «η φυσιολογική κληρονομικότητα μας εγγυάται την ψυχολογική κληρονομικότητα». Αυτό, για τον Ιππολύτ Ταιν, σήμαινε ότι ένα άτομο δεν κληρονομούσε μόνο από τον πατέρα του ή τη μητέρα του, αλλά από μία τεράστια «αποθήκη» που περιείχε όλους τους ανιόντες του «μέχρι το άπειρο». Οι συνέπειες, προσέθετε, ήταν αξιοσημείωτες, και επέτρεπαν μία οπτική μεγάλου βεληνεκούς στην ανθρώπινη ιστορία, καθότι ξέραμε πλέον ότι «η εμμονή κληροδοτημένων ικανοτήτων και τάσεων» έπαιζε σε αυτή βαρύνοντα ρόλο: «Η αντοχή του κληρονομικού και μεταβιβάσιμου χαρακτήρα εξηγεί τα εμπόδια που κωλύουν τον τάδε πολιτισμό, την τάδε θρησκεία, την τάδε ομάδα νοητικών και ηθικών συνηθειών να εμφυτευθεί σε ένα διαφορετικό ή άγριο στέλεχος[32]». Έτσι εξηγούνταν ότι τα ύφη δεν ήταν μεταδόσιμα παρά μόνο μέσα από την αναπαραγωγή τους στο εσωτερικό του ίδιου «στελέχους». Έτσι εξηγούνταν ακόμη η αρχή του αδιαπέραστου των πολιτισμών που είχε ήδη υποστηρίξει ο Χέρντερ· και αν, όπως θα πρόσθετε ο 19ος αιώνας, κάθε κουλτούρα ήταν απότοκο μίας ράτσας, οι συγκρούσεις πολιτισμών ήταν αναγκαία συγκρούσεις φυλών[33]. Είναι αλήθεια ότι η έννοια της φυλής δεν ήταν τότε πιο καθορισμένη σημασιολογικά απ’ όσο ήταν σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή της ιστορίας, ή απ’ όσο είναι σήμερα. Πάντοτε όμως χρησίμευε στο να εντάσσει και να αποκλείει, να επιβεβαιώνει αυτό το αδιαπέραστο που οδήγησε τον Μωρίς Μπαρρές να πει ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει αυτά τα ελληνικά αγάλματα, αρχιτεκτονήματα και τοπία: «Θα έπρεπε να είχα το αίμα των Ελλήνων εκείνων. Το αίμα των κοιλάδων του Ρήνου δεν μου επιτρέπει να μετάσχω στην βαθιά ζωή των έργων που με περιβάλλουν … Όλα είναι υπερβολικά σαφή, δυστυχώς! Είμαστε από δύο ράτσες[34]».

Ο λόγος περί αίματος, όπως σήμερα και εκείνος περί γονιδιώματος, βασίζεται σε μία θεμελιώδη αθεατότητα: είτε εφαρμόζονται στους ανθρώπους, είτε στα καλλιτεχνικά αντικείμενα, παραπέμπουν πάντοτε τις ορατές διαφορές μεταξύ των σωμάτων σε φυσικές αιτίες που παραμένουν κρυμμένες, αλλά που μπορούν να εγγυηθούν ανελλιπώς τη μεταβίβαση των διαφορών. Κατά τρόπο ώστε οι λόγοι αυτοί βεβαιώνουν όχι ότι η κουλτούρα είναι μέσα στη φύση, αλλά ότι πηγάζει από τη φύση[35]. Κατασκευάζουν έτσι έναν κόσμο που θεωρούν λίγο-πολύ σταθερό, όπου οι τέχνες υποτίθεται ότι μοιάζουν απείρως με τους λαούς τους –και το αντίστροφο.

———————————————————————————-

[1] Joseph von Goerres, L’Allemagne et la Révolution [Η Γερμανία και η επανάσταση], γαλ. μετ. Α. Scheffer, Παρίσι, Brissot-Thivars 1819, σ. 148.

[2] Pierre-Jacques Changeux, Traité des extrêmes ou éléments de la science de la réalité, Amsterdam, Darkstee & Merkus, 1767, t. 1, σ. 375-376.

[3] Patrick J. Geary, Quand les nations refont l’histoire. L’invention des origines médiévales de l’Europe (The Myth of Nations: The Medieval Origins of Europe), Παρίσι, Flammarion 2004, σ. 75.

[4] André Piganiol, L’Empire chrétien (325-395), Παρίσι, PUF, 1947, σ. 422.

[5] Lawrence Nees (επιμ.), Approaches to Early-Medieval ArtSpeculum, vol. 72, no 4, oct. 1997, σ. 960.

[6] Walter Goffart, “None of Them Were Germans: Northern Barbarians in Late Antiquity”, Barbarian Tides.

The Migration Age and the Later Roman Empire, Philadelphia, University of Pennsylvania Press 2006, σ. 187-229.

[7] Tάκιτου, Γερμανία, ca. 98· Ιορδάνη, Γετικά, 551· Paul Diacre, Historia Langobardorum, ca. 788· Beatus Rhenanus (1485-1547), Rerum Germanicarum libri tres, Bασιλεία 1531. Πρβλ. Klaus von See, “Der Germane als Barbar” και “Vom edlen Wilden zum Volk der Dichter und Denker, die Anfänge der Germanen-Ideologie”, 31-82. Barbar, Germane, Arier. Die Suche nach der Identität der Deutschen, Heidelberg, Winter, 1994.

[8] Henry Bogdan, Histoire de l’Allemagne de la Germanie à nos jours, Perrin, Παρίσι 2003.

[9] Johann Gottfried von Herder, Une autre philosophie de l’histoire (1774), μετ. Max Rouché, Παρίσι, Aubier 1943, σ. 197.

[10] Kόμης de Hertzberg, “Dissertation tendant à expliquer les causes de la superiorité des Germains sur les Romains et prouver, que le nord de la Germanie ou Toutonie entre le Rhin et la Vistule et principelement le presente monarchie Russienne est la patrie originaire des ces nations héroiques, qui dans la famuese migration des peuples ont détruit l’empire romain et qui ont fondé et peuplé les principales monarchies de l’Europe”, Huit dissertations …, Bερολίνο, Decker & υιός, 1787, σ. 28-29.

[11] Έτσι, ο ιστορικός Γκερβίνους έβλεπε στη Μεταρρύθμιση «την ανανέωση της αντιπαράθεσης λατινικών και γερμανογενών φυλών», η οποία ήταν επίσης ορατή στην κατανομή ανάμεσα σε μία «γερμανογενή» Βόρεια Αμερική και μία «λατινική» Νότια Αμερική (Georg Gottfried Gervinus, Ιntroduction à l’histoire du XIXème siècle, μετ. F. van Meenen, Βρυξέλλες – Λειψία, Flatau 1858 , σ. 29 κ.ε.).

[12] Walter Goffart, Barbarian Tides, ό.π. σ. 13.

[13] Viollet-le-Duc τo 1963.

[14] Fustel de Coulanges, L’invasion germanique et la fin de l’empire (1891), Παρίσι, Hachette 1904, σ. 552.

[15] Patrick J. Geary, Quand les nations refont l’histoire, ό.π. σ. 150 και 198-99.

[16] Fustel de Coulanges, L’invasion germanique et la fin de l’empire, ό.π. σ. xii.

[17] Michel Baridon, Arthur O. Lovejoy, Le gothique des Lumières, Παρίσι, G. Monfort 1993.

[18] Bλ. για παράδειγμα το έργο «Γερμανική αρχιτεκτονική» που ο Γκαίτε έγραψε το 1772 σχετικά με τον καθεδρικό του Στρασβούργου.

[19] O Λάιμπνιτς, ήδη από το 1691, είχε καλέσει τους συμπατριώτες του να εξερευνήσουν το έδαφος «για να αποκαταστήσουν την αρχαία ιστορία της Γερμανίας [Germanie]» (Alain Schnapp, La Conquêete du passé. Aux origines de I’archéologie, Παρίσι,  Carré, 1993, σ. 253).

[20] Kόμης Du Buat-Nançay, Histoire ancienne des peuples de l’Europe, Παρίσι, Desaint, 1772, t. 1, σ. vi-xv.

[21] Johann Wolfgang von Goethe, “Du gout”, Des hommes célèbres de France au dix-huitième siècle, et le l’état de la littérature et des arts à la même époque (1805), Παρίσι, Renouard, 1823, σ. 113-114.

[22] Montesquieu, De l’Esprit des loix, Γενεύη, Barrillot & υιός, 1748, t. 1, Livre VI, chap. XVIII, σ. 146· Livre X, chap. III (Du droit de conquête), σ. 222.

[23] Σε ηλεκτρονική μορφή: http://dle.rae.es/diccionario-de-la-lengua-espanola/la-23a-edicion-2014. Bλ. το κλασικό έργο του Λεόν Πολιακόβ από το οποίο δανείζομαι εδώ: Léon Poliakov, Le Mythe aryen, Essai sur les sources du racisme et des nationalismes, Bρυξέλλες, Complexe 1987, σ. 25 και, ευρύτερα, 23-122.

[24] Πράγμα που δεν εμπόδισε πολλούς Γερμανούς του 19ου και του 20ού αιώνα να συναγάγουν, αντιστρόφως, από όλες αυτές τις μετακινήσεις των βαρβάρων τον «γερμανογενή» χαρακτήρα της κουλτούρας και της τέχνης ολόκληρης της Ευρώπης, μαζί και της Ιταλίας.

[25] Leibniz, Nouveaux essais sur l’entendement humain (γραμμένα το 1705 αλλά δημοσιευμένα το 1765), in Oeuvres philosophiques de Leibniz, T. 1, Παρίσι, Ladrange 1866, σ. 268. Σχετικά με τον μύθο των Ινδοευρωπαίων, βλέπε την πρόσφατη σύνοψη του Jean-Paul Demoule, Mais où sont passés les Indo-Européens ? Mythe d’origine de l’Occident, Παρίσι, Seuil, 2014.

[26] Pierre Leroux, « De l’ influence philosophique des études orientales », Revue encyclopédique, 1832, σ. 69-82.

[27] Aux sources de l’ethnologie française. L’Académie celtique, επιμ. Nicole Belmont, Παρίσι, CTHS, 1995.

[28] Δύο αξιοπρόσεκτες εξαιρέσεις: ο Λουί Κουραζό, γερμανόφιλος, υποστήριζε στο τέλος του 19ουαιώνα την ιδέα μιας στενής βαρβαρικής συγγένειας των Κελτών και των Γερμανών· ο Ανρί Φοσιγιόν, γερμανόφοβος, στο έργο του  Les Pierres de France (1919) έψαχνε το «πνεύμα της ράτσας» από τα «κελτικά τοπία» μέχρι τους σιδηροδρομικούς σταθμούς του Παρισιού, ενώ κάποτε υπέγραφε τα γράμματά του «Ο παλιός Κέλτης». Βλ. Radu Ionesco (επιμ.), Lettres de Henri Focillon à Georges Opresco, préface, Revue Roumaine d’Histoire de l’Art (Βουκουρέστι), t. XXIX, 1992.

[29] Ernest Renan, Essais de morale et de critique, Παρίσι, M. Lévy Frères, 1861, σ. 59.

[30] Aββάς (Jean Benoît Désiré) Cochet, La Normandie souterraine: ou notices sur des cimetières Romains et des cimetières Francs explorés en Normandie, Παρίσι, Derache, 1855, σ. 4.

[31] Victor Tahon, Compte-Rendu Des Travaux Du Congrès Tenu a Charleroi, Société paléontologique & archéologique de Charleroi, ΒρυξέλλεςDeprez, 1889, σ. 85-87 και 120-125. Bλ. Hubert Fehr, Germanen und Romanen im Merowingerreich, Bερολίνο – Νέα Υόρκη, Walter de Gruyter 2010, σ. 243.

[32] Hippolyte Taine, « Études de psychologie, I : Th. Ribot, l’Heredité » (1873), Derniers essais de critique et d’histoire, Παρίσι, Hachette, 1923, σ. 185-193.

[33] Zeev Sternhell, Les anti-Lumières. Du XVIIIe siècle à la guerre froide, Παρίσι, Fayard, 2006· και Histoire et lumières – Changer le monde par la raison, συζητήσεις με τον Nicolas Weill, Παρίσι, Albin Michel, 2014.

[34] Maurice Barrès, Le Voyage de Sparte, Παρίσι, Plon, 1906, σ. 49.

[35] Stuart Hall, « La ‘race’, un signifiant flottant » (1997), in Maxime Cervulle, Identités et cultures 2. Politiques des différences, γαλλ, μετ. A. Blanchard και F. Voros, Παρίσι, Amsterdam, 2013, σ. 105.

 

[i] Στο πρωτότυπο: germaniques. Επέλεξα αυτόν τον νεολογισμό προκειμένου να αποδώσω τη διαφορά που υπάρχει στα γαλλικά ανάμεσα στους όρους Allemagne/ allemand (οι οποίοι δηλώνουν το σημερινό γερμανικό κράτος και τους πολίτες του) και το παραπάνω επίθετο που περιλαμβάνει όλους τους αρχαίους λαούς με (υποτιθέμενη) γερμανική καταγωγή.

[ii] Στο πρωτότυπο: des «Germains» aux Allemands.

Πηγή: nomadicuniversality.com

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.