Ο Ένγκελς για τον Στίρνερ: Επιστολή Ένγκελς στον Μαρξ, 19 Νοεμβρίου 1844

Μεταφράσαμε την επιστολή απ’ την αγγλική μετάφραση στο MECW 38. Στην εικόνα, σκίτσο του Ένγκελς το 1842 με την ομάδα των «Ελεύθερων». Από τ’ αριστερά προς τα δεξιά: Άρνολντ Ρούγκε, Ludwig Bohr, Carnau-Werk, Μπρούνο Μπάουερ, Ott Vegant, Έτγκαρ Μπάουερ, Μαξ Στίρνερ, Eduardo Mayen, δύο μέλη τα ονόματα των οποίων δεν γνωρίζουμε και Carl Friedrich Kuppen. Ο σκίουρος πάνω αριστερά είναι ο Πρώσος υπουργός Παιδείας Johan Eichhorn (Eichhorn στα γερμανικά σημαίνει σκίουρος).

Για τον Κύριο Σαρλ Μαρξ
Οδός Vanneau 38
Faubourg Saint-Germain, Παρίσι

#2

Μπάρμεν, 19 Νοεμβρίου 1844

Αγαπητέ Μ.

Πριν από ένα 15ήμερο έλαβα μερικές γραμμές από εσένα και τον Buergers γραμμένες στις 8 Οκτωβρίου και ταχυδρομημένες στις 27 Οκτωβρίου[1]. Περίπου την ίδια περίοδο που έγραψες τη σημείωσή σου, σου έστειλα μια επιστολή με παραλήπτη τη σύζυγό σου, κι εμπιστεύομαι ότι έφτασε στα χέρια σας. Για να είμαι σίγουρος ότι στο μέλλον η αλληλογραφία μας δεν θα κλαπεί [απ’ τις αρχές], προτείνω ν’ αριθμούμε τις επιστολές μας [ώστε να ξέρουμε αν τελικά κάποια στην πορεία εξαφανίστηκε], οπότε η παρούσα επιστολή είναι η επιστολή #2. Όποτε μου γράφεις, λέγε μου μέχρι ποιον αριθμό έχεις λάβει κι αν υπάρχει κάποιος ενδιάμεσος αριθμός που λείπει.

Πριν από μερικές ημέρες ήμουν στην Κολωνία και τη Βόννη. Όλα πήγαν καλά στην Κολωνία. Ο Grun θα σου είπε για τις δραστηριότητες των ανθρώπων μας. Ο Hess σκέφτεται να πάει κι αυτός στο Παρίσι όπως εσύ, σε δύο-τρεις εβδομάδες, αν καταφέρει να βρει αρκετά χρήματα. Έχεις τώρα αρκετούς Πολίτες επίσης εκεί, αρκετούς για να στήσετε ένα συμβούλιο. Θα μ’ έχεις λιγότερη ανάγκη, κι εδώ μ’ έχουν όλο και περισσότερη. Προφανώς, δεν μπορώ να έρθω τώρα καθώς αυτό θα σήμαινε να έρθω σε ρήξη με όλη μου την οικογένεια. Επιπλέον, έχω έναν ερωτικό δεσμό τον οποίο πρέπει να ξεκαθαρίσω πρώτα, κι έπειτα πρέπει ένας από εμάς να βρίσκεται εδώ επειδή οι άνθρωποί μας χρειάζονται πίεση για να διατηρήσουν ένα επαρκές βαθμό δραστηριότητας και να μην εκπέσουν στην αδράνεια. O Jung, για παράδειγμα, καθώς και πολλοί άλλοι, δεν μπορούν να πειστούν ότι η διαφορά μας με τον Ρούγκε είναι ζήτημα αρχής[2], και συνεχιζουν να πιστεύουν ότι πρόκειται απλώς για μια προσωπική φιλονικία. Όταν τους λένε ότι ο Ρούγκε δεν είναι κομμουνιστής δεν το πιστεύουν και διαβεβαιώνουν ότι, εν πάση περιπτώσει, θα ήταν κρίμα ν’ απορριφθεί απερίσκεπτα μια «φιλολογική αυθεντία» όπως ο Ρούγκε. Τι να πει κανείς γι’ αυτό; Θα πρέπει να περιμένουμε να ξεφουρνίσει ξανά ο Ρούγκε καμιά κολοσσιαία ηλιθιότητα, ώστε ν’ αποδειχθεί δια γυμνού οφθαλμού σ’ αυτούς τους ανθρώπους το γεγονός ότι ο Ρούγκε δεν είναι κομμουνιστής. Δεν ξέρω, αλλά κάτι δεν πάει καλά με τον Jung· ο άνθρωπος δεν έχει αρκετή αποφασιστικότητα.

Πραγματοποιούμε τώρα παντού δημόσιες συγκεντρώσεις με σκοπό να ιδρύσουμε ενώσεις για να προάγουμε την εργατική υπόθεση[3]· αυτό προκαλεί τρομερή αναστάτωση ανάμεσα στους Τεύτονες [Γερμανούς] και προσελκύει την προσοχή των φιλισταίων προς τα κοινωνικά προβλήματα. Οι συγκεντρώσεις αυτές συγκαλούνται αυθόρμητα και χωρίς να ζητηθεί η άδεια απ’ την αστυνομία. Προνοήσαμε ώστε τα μισά μέλη της επιτροπής που θα συντάξει το καταστατικό στη Κολωνία να είναι δικοί μας άνθρωποι· στο Έλμπερφελντ υπήρχε τουλάχιστον ένας δικός μας, και με την βοήθεια των ορθολογιστών[4] καταφέραμε σ’ αυτές τις δύο συναντήσεις να κατατροπώσουμε τους θρησκόληπτους· με μια συντριπτική πλειοψηφία, τα χριστιανικά στοιχεία αποκλείστηκαν απ’ τα καταστατικά[5]. Διασκέδασα ιδιαίτερα στο θέαμα βλέποντας αυτούς τους ορθολογιστές να γελοιοποιούνται ολοκληρωτικά με το θεωρητικό τους χριστιανισμό και τον πρακτικό τους αθεϊσμό. Κατ’ αρχήν, συμφωνούσαν πλήρως με τη χριστιανική αντιπολίτευση, παρότι στην πράξη, ο χριστιανισμός, ο οποίος σύμφωνα με τα δικά τους λόγια αποτελεί τη βάση της Ένωσης, δεν έπρεπε ν’ αναφερθεί πουθενά στο καταστατικό. Το καταστατικό μπορούσε να μιλάει για τα πάντα, εκτός απ’ τη καίρια αρχή της Ένωσης! Είχαν τόσο γαντζωθεί σ’ αυτή την παράλογη θέση που, χωρίς να χρειαστεί καν να ξεστομίσω ούτε μια λέξη, αποκτήσαμε καταστατικά τα οποία, υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν θα μπορούσαν να είναι καλύτερα. Την προσεχή Κυριακή θα γίνει άλλη μια συνάντηση, δεν θα μπορέσω όμως να παραβρεθώ επειδή φεύγω αύριο για τη Βεστφαλία.

Είμαι βυθισμένος ως τα φρύδια σ’ αγγλικές εφημερίδες και βιβλία, απ’ τα οποία αντλώ για το βιβλίο μου για τη συνθήκη των Άγγλων προλετάριων[6]. Υποθέτω ότι θα το ‘χω τελειώσει μέχρι τα μέσα ή το τέλος του Ιανουαρίου, επειδή εδώ και μια-δυο εβδομάδες έχω τελειώσει με την κουραστικότερη δουλειά, την κατάταξη του υλικού. Θα παρουσιάσω στους Άγγλους ένα υπέροχο κατηγορητήριο· καταγγέλω σ’ όλον τον κόσμο την αγγλική αστική τάξη για φόνους, ληστείες κι άλλα εγκλήματα σε μαζική κλίμακα, και γράφω μια εισαγωγή στ’ αγγλικά[7] την οποία θα τυπώσω ξεχωριστά και θα τη στείλω στους Άγγλους κομματικούς αρχηγούς, τους ανθρώπους των γραμμάτων και τα μέλη του κοινοβουλίου. Με το κατηγορητήριο αυτό θα έχουν κάτι να με θυμούνται. Είναι αυτονόητο ότι αν και στοχεύω στο σαμάρι απευθύνομαι ωστόσο στον γάιδαρο, δηλαδή στη γερμανική αστική τάξη, στην οποία καταστώ σαφές είναι οι κατηγορίες αυτές αφορούν και την ίδια, με τη διαφορά ότι οι δικές της μέθοδοι δεν είναι τόσο θρασείς, διεξοδικές κι ευφυείς. Μόλις ολοκληρώσω το βιβλίο, θα συνεχίσω με την ιστορία της κοινωνικής ανάπτυξης της Αγγλίας[8], ένα έργο που θα είναι λιγότερο κοπιαστικό επειδή έχω ήδη συλλέξει τη σχετική βιβλιογραφία, έχω φτιάξει ένα γενικό περίγραμμα στο μυαλό μου κι έχω κατασταλάξει επί του ζητήματος. Εν τω μεταξύ, ίσως γράψω μερικές μπροσούρες μόλις βρω χρόνο, ιδίως ενάντια στον Λιστ[9].

Και να μην το έχεις λάβει ακόμα, θα έχεις ακούσει για το βιβλίο του Στίρνερ, Ο Μοναδικός κι η Ιδιοκτήσια του[10]. Ο Wigand μου έστειλε τα τυπογραφικά φύλλα, τα οποία πήρα μαζί μου στην Κολωνία και τ’ άφησα στον Hess. Ο ευγενής Στίρνερ -θα θυμάσαι τον Σμιντ [το πραγματικό όνομα του Στίρνερ ήταν Γιόχαν Κάσπαρ Σμιντ] απ’ το Βερολίνο, είναι αυτός που έγραψε για τα Μυστήρια στο περιοδικό του Buhl[11]- παίρνει ως αρχή του τον εγωισμό του Μπένθαμ, μόνο που κατά μια έννοια τον φέρνει σε πέρας πιο λογικά, και κατά μια άλλη έννοια λιγότερο λογικά. Πιο λογικά με την έννοια ότι ο Στίρνερ, ως άθεος, θέτει το εγώ πάνω απ’ τον θεό, ή μάλλον απεικονίζει το εγώ να είναι το Α και το Ω, το παν, ενώ ο Μπένθαμ επιτρέπει στον θεό να παραμείνει απόμακρος και νεφωλώδης πάνω απ’ το εγώ· αυτός ο Στίρνερ, εν ολίγοις, καβαλά τον γερμανικό ιδεαλισμό, είναι ένας ιδεαλιστής που στράφηκε προς τον υλισμό και τον εμπειρισμό, ενώ ο Μπένθαμ είναι απλώς ένας εμπειριστής. Ο Στίρνερ είναι λιγότερο λογικός με την έννοια ότι θα ήθελε ν’ αποφύγει την ανακατασκευή, επηρεασμένη απ’ τον Μπένθαμ, μιας κοινωνίας που έχει αναχθεί σε άτομα, όμως δεν μπορεί να τ’ αποφύγει. Ο εγωισμός αυτός είναι απλώς η ουσία της παρούσας κοινωνίας και του παρόντος ανθρώπου που έχει αποκτήσει συνείδηση της ουσίας του, είναι το έσχατο που μπορεί να μας αντιπαραθέσει η παρούσα κοινωνία, η κορύφωση όλης της θεωρίας εγγενούς στην επικρατούσα ηλιθιότητα. Αυτό είναι όμως ακριβώς που κάνει τον Στίρνερ σημαντικό, σημαντικότερο απ’ ότι τον θεωρεί, πχ, ο Hess. Δεν πρέπει απλώς να τον απορρίψουμε. Πρέπει αντ’ αυτού να τον χρησιμοποιήσουμε ως τη τέλεια έκφραση της παρούσας ανοησίας και, αντιστρέφοντάς τον, να οικοδομήσουμε επάνω του. Ο εγωισμός αυτό φτάνει σε τέτοια οξύτητα, είναι τόσο ανόητος και συνάμα τόσο αυτοσυνείδητος, που δεν μπορεί να διατηρηθεί ούτε για μια στιγμή στην μονομέρειά του ώστε πρέπει άμεσα να μετατραπεί σε κομμουνισμό. Αρχικά, πρόκειται για το απλό ζήτημα ν’ αποδείξουμε στον Στίρνερ ότι ο εγωιστικός του άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να γίνει κομμουνιστής απ’ τον ίδιο του τον εγωισμό. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να του απαντήσουμε. Κατά δεύτερον, πρέπει να του πούμε ότι στον εγωισμό της η ανθρώπινη καρδιά είναι από μόνη της, εξ αρχής, ανιδιοτελής κι αυτοθυσιαστική, ώστε τελικά να καταλήξει μ’ αυτό που μάχεται. Αυτές οι λίγες κοινοτυπίες αρκούν για ν’ αρνηθούμε την μονομέρεια. Πρέπει όμως να υιοθετήσουμε ως αρχή αυτή την αλήθεια όπως έχει. Και είναι σίγουρα αλήθεια ότι πρέπει πρώτα να κάνουμε έναν σκοπό δικό μας, εγωιστικό σκοπό, πριν μπορέσουμε να κάνουμε οτιδήποτε για την προώθησή του – και συνεπώς, κατ’ αυτή την έννοια, ανεξαρτήτως από όποιες τελικές υλικές προσδοκίες, είμαστε επίσης κομμουνιστές από εγωισμό, και είναι απ’ τον εγωισμό μας που θέλουμε να γίνουμε ανθρώπινα όντα κι όχι απλώς άτομα. Ή, για να το θέσω διαφορετικά. Ο Στίρνερ έχει δίκιο που απορρίπτει τον «άνθρωπο» του Φώυερμπαχ, ή τουλάχιστον τον «άνθρωπο» της Ουσίας του Χριστιανισμού. Ο Φώυερμπαχ συνάγει τον «άνθρωπό» του απ’ τον θεό, είναι απ’ τον θεό που καταλήγει στον «άνθρωπο», και συνεπώς ο «άνθρωπος» στέφεται μ’ ένα θεολογικό φωτοστέφανο αφαίρεσης. Ο αληθινός τρόπος να καταλήξουμε στον «άνθρωπο» είναι ο αντίθετος. Πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ το Εγώ, το εμπειρικό άτομο με σάρκα και οστά, αν δεν θέλουμε, όπως ο Στίρνερ, να κολλήσουμε σ’ αυτό το σημείο αλλά να προχωρήσουμε στο ν’ ανυψώσουμε τους εαυτούς μας σε «άνθρωπο». Ο «άνθρωπος» θα παραμένει ένα φάντασμα όσο δεν παίρνουμε για βάση του τον εμπειρικό άνθρωπο. Εν ολίγοις, πρέπει να ξεκινήσουμε απ’ τον εμπειρισμό και τον υλισμό αν θέλουμε οι έννοιες μας, και ιδίως ο «άνθρωπός» μας, να είναι κάτι πραγματικό· πρέπει να συνάγουμε το γενικό απ’ το συγκεκριμένο, όχι απ’ τον εαυτό του ούτε, όπως ο Χέγκελ, από αέρα κοπανιστό. Όλα αυτά είναι κοινοτοπίες που δεν χρειάζονται εξήγηση· έχουν ήδη γραφτεί απ’ τον Φώυερμπαχ και δεν θα τα επαναλάμβανα αν ο Hess -πιθανότατα λόγω της πρότερης ιδεαλιστικής του κλίσης- δεν είχε δυσφημίσει τόσο τρομερά τον εμπειρισμό, ειδικά τον Φώυερμπαχ και τώρα στον Στίρνερ. Ο Hess έχει δίκιο για πολλά απ’ όσα λέει για τον Φώυερμπαχ· απ’ την άλλη όμως φαίνεται ότι ακόμη υποφέρει από μια σειρά ιδεαλιστικών παρεκκλίσεων – όποτε ξεκινάει να μιλήσει για θεωρητικά ζητήματα πάντα προχωρά μέσω της αλληλουχίας των κατηγοριών, και συνεπώς δεν μπορεί να γράψει μ’ έναν λαϊκό τρόπο επειδή είναι υπερβολικά αφηρημένος. Οπότε, μισεί επίσης κάθε είδος εγωισμού και κηρύττει την αγάπη για την ανθρωπότητα, κλπ, τα οποία τελικά συμπυκνώνονται στη χριστιανική αυτοθυσία. Αν, ωστόσο, το άτομο με σάρκα και οστά αποτελεί την αληθινή βάση, το αληθινό σημείο αφετηρίας, για τον «άνθρωπό» μας, έπεται ότι ο εγωισμός -όχι φυσικά μόνο ο πνευματικός εγωισμός του Στίρνερ, μα επίσης ο εγωισμός της καρδιάς– αποτελεί την αφετηρία για την αγάπη μας για την ανθρωπότητα, και χωρίς αυτόν τον εγωισμό η αγάπη για την ανθρωπότητα κρέμεται στον αέρα, χωρίς καμία βάση. Καθώς σύντομα ο Hess θα έρθει να σε βρει θα μπορέσετε να τα συζητήσετε αυτά κατ’ ιδίαν. Παρεμπιπτόντως, ημέρα με τ’ ημέρα βρίσκω αυτές τις θεωρητικές μπουρδολογίες όλο και πιο κουραστικές και τσαντίζομαι με κάθε λέξη που ξοδεύεται για το ζήτημα του «ανθρώπου», με κάθε πρόταση που πρέπει να διαβάσουμε ή να γράψουμε ενάντια στη θεολογία και την αφαίρεση καθώς κι ενάντια στον χυδαίο υλισμό. Είναι όμως τελείως διαφορετικό ζήτημα όταν, αντί να καταπιανόμαστε μ’ όλα αυτά τα φαντάσματα -επειδή ακόμη κι ο άνθρωπος που δεν έχει πραγματωθεί παραμένει ένα φάντασμα μέχρι τη στιγμή της πραγμάτωσής του- στρεφόμαστε στο πραγματικά, ζωντάνα πράγματα, σε ιστορικές εξελίξεις και συνέπειες. Αυτά, τουλάχιστον, είναι τα καλύτερα που μπορούμε ν’ αναμένουμε όσο παραμένουμε περιορισμένοι αποκλειστικά στο να γράφουμε και δεν μπορούμε να πραγματώσουμε τις σκέψεις άμεσα με τα ίδια μας τα χέρια ή, αν χρειαστεί, με τις γροθιές μας.

Το βιβλίο του Στίρνερ όμως επιδεικνύει γι’ άλλη μια φορά πόσο βαθά είναι ριζωμένη η αφαίρεση στη φύση των Βερολινέζων. Ξεκάθαρα, ο Στίρνερ είναι ο πιο ταλαντούχος, ανεξάρτητος κι εργατικός απ’ τους «Ελεύθερους»[12], πέφτει όμως απ’ την ιδεαλιστική στην υλιστική αφαίρεση και καταλήγει μετέωρος στο κενό. Απ’ όλη τη Γερμανία συρρέουν ειδήσεις αναφορικά με την ανάπτυξη του σοσιαλισμού, απ’ το Βερολίνο όμως τίποτα. Όταν καταργηθεί η ιδιοκτησία στη Γερμανία, αυτοί οι εξυπνάκηδες Βερολινέζοι θα στήσουν μια δική τους La Democratie pacifique[13] στο Hasenheide – σίγουρα όμως δεν θα πάνε μακρυά. Προσοχή! Ένας νέος μεσσίας θα εγερθεί στην Uckermark, ένας μεσσίας ο οποίος θα φέρει τον Φουριέρ στα μέτρα του Χέγκελ· θα ορθώσει ένα phalanstère[14] επί των αιώνιων κατηγοριών και θα το θέσει ως έναν αιώνιο νόμο της αυτοαναπτυσσόμενης ιδέας ότι το κεφάλαιο, το ταλέντο κι η εργασία πρέπει να λάβουν ένα ορισμένο μερίδιο του προϊόντος. Αυτό θ’ αποτελέσει τη Καινή Διαθήκη του εγελιανισμού, ο γερο-Χέγκελ θα είναι η Παλαιά Διαθήκη, και το «κράτος», το δίκαιο, «[ο] νόμος θα γίνει παιδαγωγός μας, οδηγώντας μας στον Χριστό»[15]. Και το phalanstère, στο οποίο θα βρίσκονται οι γνώστες σύμφωνα με τη λογική αναγκαιότητα, θα είναι ο «νέος παράδεισος» και η «νέα γη», η νέα Ιερουσαλήμ που κατέρχεται απ’ τον παράδεισο στολισμένη σαν νύφη[16]. Κι όλα αυτά ο αναγνώστη θα μπορεί να τα βρει να εκτείθονται επί μακρόν στη νέα Αποκάλυψη. Κι όταν όλα αυτά ολοκληρωθούν, θα προκύψει η Κριτική Κριτική, θ’ ανακηρύξει ότι είναι τα πάντα, ότι συνδυάζει στο κεφάλι της το κεφάλαιο, το ταλέντο και την εργασία, ότι όλα όσα παράγονται παράγονται απ’ αυτή κι όχι απ’ τις αδύναμες μάζες – και θα κατασχέσει τα πάντα για πάρτη της. Αυτή θα είναι η κατάληξη της βερολινέζικης εγελιανής ειρηνικής δημοκρατίας.

Όταν ολοκληρώσεις την Κριτική Κριτική[17] στείλε μου μερικά σφραγισμένα αντίτυπα μέσω των βιβλιοπώλων – ίσως κατασχεθούν [απ’ τις αρχές]. Σε περιπτώση που δεν έλαβες την προηγούμενη επιστολή μου, να επαναλάβω ότι μπορείς να μου γράψεις είτε βάζοντας ως στοιχεία παραλήπτη Φ. Ε. ο νεώτερος, Μπάρμεν, είτε με σφραγισμένη επιστολή στη F. W. Struecker and Co., Έλμπερφελντ. Την παρούσα επιστολή στη στέλνω μ’ έμμεσο τρόπο.

Γράψε μου σύντομα -έχουν περάσει περισσότεροι από δύο μήνες απ’ τη τελευταία φορά που μου έγραψε- για όσα συμβαίνουν στη Vorwärts!. Δώσε σ’ όλους τα χαιρετίσματά μου.

Δικός σου,
[υπογραφή του Ένγκελς]

Σημειώσεις:
1. Επιστολή των Μαρξ και Buergers στον Ένγκελς στις 8 Οκτωβρίου 1844 δεν έχει βρεθεί.
2. Η διαφωνία μεταξύ του Μαρξ, του Ένγκελς και του Άρνολντ Ρούγκε χρονολογείται απ’ την περίοδο της έκδοσης των Γαλλογερμανικών Χρονικών, σε σύνταξη του Μαρξ και του Ρούγκε. Οι διαφωνίες αυτές οφείλονταν στην αρνητική στάση του Ρούγκε προς τον κομμουνισμό και το επαναστατικό προλεταριακό κίνημα. Αυτή ήταν η θεμελιώδης διαφορά μεταξύ του Μαρξ και του Νεαρού Εγελιανού Ρούγκε, ο οποίος ήταν υποστηρικτής του φιλοσοφικού ιδεαλισμού. Η τελική ρήξη μεταξύ του Μαρξ και του Ρούγκε συνέβη τον Μάρτιο του 1844. Η καταδίκη της εξέγερσης των σιλεσιανών υφαντών τον Ιούνιο του 1844 απ’ τον Ρούγκε ώθησε τον Μαρξ να τον κατακρίνει στο άρθρο του «Κριτικές Περιθωριακές Σημειώσεις για το Άρθρο: “Ο Βασιλιάς της Πρωσίας και η Κοινωνική Μεταρρύθμιση. Από έναν Πρώσο”» [Σ.τ.Μ: το ανώνυμο άρθρο με την απλή υπογραφή «ένας Πρώσος» ήταν γραμμένο απ’ τον Ρούγκε, και ο Μαρξ το γνώριζε αυτό].
3. Αναφέρεται στις Ενώσεις προς Όφελος των Εργατικών Τάξεων που σχηματίστηκαν σε μια σειρά πρωσικών πόλεων το 1844 και το 1845 με πρωτοβουλία της γερμανικής φιλελεύθερης αστικής τάξης, οι οποίες ανησυχήσαν απ’ την εξέγερση των Σιλεσιανών υφαντών το καλοκαίρι του 1844, ελπίζοντας ότι οι ενώσεις αυτές θ’ αποτρέπαν τους εργάτες από μαχητικούς αγώνες. Παρά τις προσπάθειες της αστικής τάξης και των κυβερνητικών αρχών να δωθεί στις ενώσεις αυτές ένας ακίνδυνος φιλανθρωπικός χαρακτήρας, συνεισφέραν στην αναπτυσσόμενη πολιτική δραστηριότητα των μητροπολιτικών μαζών και τραβήξαν την προσοχή ευρύων τμημάτων της γερμανικής κοινωνίας προς κοινωνικά ζητήματα. Το κίνημα ίδρυσης τέτοιων ενώσεων υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένο στις πόλεις της βιομηχανικής επαρχίας της Ρηνανίας. Με τις ενώσεις να έχουν πάρει μια τέτοια απρόβλεπτη κατεύθυνση, η πρωσική κυβέρνηση έκοψε βιαστικά τις δραστηριότητές τους την άνοιξη του 1845, αρνούμενη να εγκρίνει τα καταστατικά τους κι απαγορεύοντάς τους να συνεχίσουν το έργο τους.
4. Οι ορθολογιστές ήταν εκπρόσωποι μιας προτεσταντική τάση η οποία προσπαθούσε να συνδυάσει τη θεολογία με τη φιλοσοφία και ν’ αποδείξει ότι οι «θείες αλήθειες» μπορούν να ερμηνευτούν με τη λογική. Ο ορθολογισμός αντιτίθονταν στον πιετισμό [αλλιώς κι ευσεβισμό], μια ακραία μυστικιστική τάση του λουθηρανισμού.
5. Στο συνέδριο που έγινε στην Κολωνία στις 10 Νοεμβρίου του 1844 παρεβρίσκονταν πρώην μέτοχοι κι αρθογράφοι της Εφημερίδας του Ρήνου, οι φιλελεύθεροι Ludolf Camphausen και Gustav Mevissen, ριζοσπάστες μεταξύ των οποίων οι Georg Jung, Karl d’Ester και Franz Raveaux, και άλλοι. Δημιουργήθηκε μια Γενική Ένωση Αρωγής κι Εκπαίδευσης με σκοπό τη βελτίωση της συνθήκης των εργατών (τα μέτρα που λήφθησαν συμπεριλάμβαναν την αύξηση των ταμείων για αλληλοβοήθεια, κλπ). Παρά τις διαφωνίες των φιλελεύθερων, το συνέδριο υιοθέτησε δημοκρατικούς κανόνες οι οποίοι επιτρέπαν την ενεργή συμμετοχή των εργατών στην Ένωση. Στη συνέχεια υπήρξε μια οριστική ρήξη μεταξύ των ριζοσπαστικών-δημοκρατικών στοιχείων και των φιλελεύθερων. Οι φιλελεύθεροι, με ηγέτη τον Camphausen, αποχωρήσαν απ’ την Ένωση, η οποία λίγο αργότερα κρίθηκε παράνομη απ’ τις αρχές. Τον Νοέμβριο του 1844, δημιουργήθηκε μια Εκπαιδευτική Ένωση στο Έλμπερφελντ. Οι ιδρυτές της απ’ την αρχή αντιμάχονταν τον τοπικό κλήρο, ο οποίος προσπαθούσε να θέσει την Ένωση υπό την επιρροή του και να δώσει στη δραστηριότητά της έναν θρησκευτικό χαρακτήρα. Ο Ένγκελς κι οι φίλοι του ήθελαν να χρησιμοποιήσουν τις συναντήσεις και την επιτροπή της Ένωσης για τη διάδοση κομμουνιστικών αντιλήψεων. Όπως περίμενε ο Ένγκελς, το καταστατικό της Ένωσης δεν εγκρίθηκε απ’ τις αρχές, και η Ένωση διαλύθηκε την άνοιξη του 1845.
6. Αναφέρεται στο βιβλίο του Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία.
7. Αναφέρεται στο κείμενό του «Στις Εργαζόμενες Τάξεις της Μεγάλης Βρετανίας», το οποίο παρατίθεται ως εισαγωγή στο Φρίντριχ Ένγκελς, Η Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία, μέρος Α’, εκδόσεις Μπάυρον, 1974.
8. Αρχικά ο Ένγκελς σχεδίαζε να γράψει ένα βιβλίο και την κοινωνική ιστορία της Αγγλίας και ν’ αφιερώσει ένα απ’ τα κεφάλαι του βιβλίου αυτού στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία. Όμως, συνειδητοποιώντας τον ειδικό ρόλο που έπαιζε το προλεταριάτο στην αστική κοινωνία, αποφάσισε να καταπιαστεί με την εργατική τάξη σ’ ένα ξεχωριστό βιβλίο, το οποίο έγραψε όταν επέστρεψε στη Γερμανία απ’ την Αγγλία, μεταξύ του Σεπτεμβρίου του 1844 και του Μαρτίου του 1845. Αποσπάσματα από χειρόγραφα του Ένγκελς τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1845, καθώς κι οι επιστολές του εκδότη Leske στον Μαρξ στις 14 Μαΐου και 7 Ιουνίου του 1845, δείχνουν ότι την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1845 ο Ένγκελς συνέχισε να δουλεύει το βιβλίο του για την κοινωνική ιστορία στην Αγγλία. Παρότι δεν εγκατέλειψε αυτό το πλάνο του μέχρι και τα τέλη του 1847 -όπως αποδεικνύεται από ένα άρθρο του στη Deutsche-Brusseler-Zeitung, no. 91, 14 Νοεμβρίου 1847- τελικά απέτυχε να το ολοκληρώσει.
9. Ο Ένγκελς δεν έγραψε μπροσούρα για το βιβλίο του Φρίντριχ Λιστ, Das nationale System der politischen ökonomie, παρότει αργότερα συνέχισε να συζητά αυτή την ιδέα με τον Μαρξ, ο οποίος με τη σειρά του σκόπευε να δημοσιεύσει μια κριτική ανάλυση των απόψεων του Λιστ. Ο Ένγκελς επέκρινε τους Γερμανούς υπερμάχους του προστατευτισμού, και πάνω απ’ όλα τον Λιστ, στην ομιλία του στο Έλμπερφελντ [Σ.τ.Μ: για τ’ αδημοσιεύτα χειρόγραφα με την κριτική του Μαρξ στον Λιστ βλέπε Καρλ Μαρξ, Η Αυταπάτη της Εθνικής Οικονομίας, εκδόσεις Κοροντζής, 1990, στο οποίο περιλαμβάνεται και η δεύτερη ομιλία του Ένγκελς στο Έλμπερφελντ υπό τον τίτλο «Γιατί ο Κομμουνισμός Είναι Αναγκαιότητα για τη Γερμανία»].
10. Το βιβλίο του Στίρνερ κυκλοφόρησε στα τέλη Οκτωβρίου του 1844, παρότι το copyright της έκδοσης αναγράφει 1845.
11. Πρόκειται για το άρθρο «Review of Les Mysteres de Paris by Eugene Sue» που εκδόθηκε στο Berliner Monatsschrift.
12. Οι «Ελεύθεροι» ήταν μια βερολινέζικη ομάδα Νεαρών Εγελιανών που σχηματίστηκε στις αρχές του 1842. Το πιο γνωστά μέλη τους ήταν ο Edgar Bauer, ο Eduard Meven, ο Ludwig Buhl κι ο Μαξ Στίρνερ. Η κριτική τους προς τις επικρατούσες συνθήκες ήταν αφηρημένη και στερούνταν πραγματικού επαναστατικού περιεχομένου παρότι η μορφή της ήταν υπερριζοσπαστική. Το γεγονός ότι οι «Ελεύθεροι» εκλείπονταν οποιουδήποτε θετικού προγράμματος και παραμελούσαν τις πραγματικότητες της πολιτικής πάλης σύντομα επέφερε διαφωνίες μεταξύ των «Ελεύθερων» και των εκπροσώπων της επαναστατικής-δημοκρατικής πτέρυγας του γερμανικού αντιπολιτευτικού κινήματος. Μια οξεία σύγκρουση μεταξύ των «Ελεύθερων» και του Μαρξ έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 1842, όταν ο Μαρξ έγινε συντάκτης της Εφημερίδας του Ρήνου. Τα επόμενα δύο χρόνια (1843-1844), η διαφωνία του Μαρξ και του Ένγκελς με τους Νεαρούς Εγελιανούς αναφορικά με ζητήματα θεωρίας και πολιτικής βάθυνε περαιτέρω. Αυτό δεν εξηγεί μόνο την μετάβασή τους προς τον υλισμό και τον κομμουνισμό, μα επίσης την εξέλιξη των ιδεών των αδερφών Μπάουερ και των φίλων τους. Στην Allgemeine Literatur-Zeitung, ο Μπάουερ κι η ομάδα του αποκηρύξαν τον πρότερό τους «ριζοσπαστισμό του 1842» και, πέρα απ’ την έκφραση υποκειμενικών ιδεαλιστικών απόψεων κι αντιπαράθεσης επιλέκτων προσωπικοτήτων, οι φορείς της «καθαρής Κριτικής», ως βρισκόμενοι σ’ αντίθεση με τις υποτιθέμενα νωθρές κι αδρανείς μάζες, ξεκίνησαν να διαδίδουν τις ιδέες της μετριοπαθούς φιλελεύθερης φιλανθρωπίας. Ο λόγος που ο Μαρξ κι ο Ένγκελς αποφάσισαν να γράψουν το πρώτο κοινό τους έργο, την Αγία Οικογένεια, ήταν να εκθέσουν την μορφή που έλαβαν το 1844 οι απόψεις των Νεαρών Εγελιανών και να υπερασπιστούν τη δική τους καινούρια υλιστική και κομμουνιστική αντίληψη.
13. Ειρωνική αναφορά στη φουριεριστική εφημερίδα La Democratie pacifique, γνωστή για τον σεκταρισμό και τον δογματισμό της.
14. [Σ.τ.Μ.]: Το phalanstère ήταν είδος κτηρίου σχεδιασμένο να στεγάσει τις ουτοπικές σοσιαλιστικές κοινότητες του Φουριέ. Το όνομά του προέρχεται απ’ τον συνδυασμό της phalange [η γνωστή αρχαιοελληνική φάλαγγα, στρατιωτική μονάδα] και του monastère [μοναστήρι].
15. «νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν» (Επιστολή Απόστολου Παύλου προς Γαλάτας, 3: 24).
16. «Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι. Καὶ τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἱερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς» (Αποκάλυψις Ιωάννου, 21: 1-2).
17. Αναφέρεται στο κοινό βιβλίο τους Αγία Οικογένεια, ή η Κριτική της Κριτικής Κριτικής. Ενάντια στους Μπρούνο Μπάουερ και Σια.

Πηγή: theshadesmag