Ν ύ χ τ ε ς τ η ς Ο ρ γ ή ς: Για τις ταραχές στα γαλλικά προάστεια του 2005

Πρωτότυπος τίτλος: Le notti della collera: Sulle recenti sommosse di Francia ~ Filippo Argenti

Για την μετάφραση χρησιμοποιήθηκε κυρίως η αγγλική της Barbara Stefanelli: Nights of Rage: On the recent revolts in France (link)

Είναι κάτι που χτυπά και ξαναχτυπά αδημονώντας την πόρτα μας. Αργά ή γρήγορα θα πρέπει ν’ ανοίξουμε… Πολλοί κρύβονται σιωπηλοί, κι όχι μόνο οι δειλοί, αλλά κι εκείνοι που είναι πολύ ήσυχοι ή πολύ απασχολημένοι. Δεν επιθυμούν μπλεξίματα. Κι όμως εμπλέκονται καθώς η βοή τους συνεπαίρνει όλο και περισσότερο, κι οι ωτασπίδες τους είναι άχρηστες. Ακόμα κι αν ο λόγος αποτυγχάνει παταγωδώς, ο λόγος που κληρονομήθηκε απ’ τον παλιό κόσμο, με τις παλιές θυσίες του, τις παλιές απεικονίσεις και τον εξωραϊσμό μιας εποχής που πέρασε. Τίποτα δεν είναι όπως ήταν πριν. Οι παλιές λέξεις γκρεμίζονται η μια πάνω στην άλλη γιατί δεν έχουν πουθενά να κρατηθούν, προβάλουν ύψη που κανένα αστείο, καμμιά ειρωνία και καμμιά σοφία δεν μπορούν να αγγίξουν. Η εποχή της μπουρζουαζίας φτάνει στο τέλος της και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τί θα ‘ρθει. Πολλοί έχουν ένα σκοτεινό προαίσθημα και περιθωριοποιούνται. Όμως κι οι μάζες έχουν επίσης μια σκοτεινή διαίσθηση αλλλά είναι ανίκανες να εκφραστούν και καταπιέζονται. Το Παλιό και το Νέο, η αδιάλυτη αντίθεση μεταξύ αυτού που ήταν κι αυτού που θα είναι, δεν μονομαχούν μ’ ευγένεια, αλλά ρίχνονται στην μεταξύ τους μάχη οπλισμένα ως τα δόντια. Μια παλίρροια τραντάζει τη γη. Δεν είναι απλά οικονομικά: δεν είναι απλά το θέμα του να βρούμε να φάμε, να πιούμε και να κάνουμε λεφτά. Δεν είναι απλά ένα θέμα του πως θα κατανέμεται ο πλούτος, ποιοί θα εργάζονται και πώς θα τους εκμεταλλεύονται. Όχι, αυτό που παίζεται εδώ είναι κάτι άλλο: είναι τα πάντα. – Kurt Tucholsky, Weltbόhne, March 11 1920.

Πρόλογος του συγγραφέα

Αυτό το βιβλιαράκι είναι μια μικρή συνεισφορά στην κατανόηση των πρόσφατων (2005) ταραχών στη Γαλλία. Περιττό να το πούμε, δεν αποτελεί μια κοινωνιολογική ή, με μια πιο εξειδικευμένη έννοια, θεωρητική ματιά. Οι εξεγέρσεις μπορούν να κατανοηθούν μόνον απ’ αυτούς που μοιράζονται τις ίδιες ανάγκες με τους εξεγερμένους, δηλαδή μ’ αυτούς που νιώθουν ότι αποτελούν μέρος της εξέγερσης. Μετά από ένα σύντομο χρονολόγιο, στις σελίδες που ακολουθούν τίθεται το ερώτημα του πώς τα γεγονότα του Νοέμβρη στη Γαλλία μας αφορούν όλους, κι επιχειρείται να δωθεί μια πιθανή απάντηση.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ορισμένα σημεία σ’ αυτή τη σύντομη εισαγωγή.

Αν ρίξουμε μια ματιά στις διάφορες επαναστατικές θεωρίες που κυκλοφορούν στη Γαλλία, την Ιταλία και τις ΗΠΑ τα τελευταία χρόνια, θα δούμε ότι αυτού του είδους οι εξεγέρσεις δεν ήταν καθόλου απρόβλεπτες ούτε απρόσμενες. Κάποιοι σύντροφοι μίλησαν για εμφύλιο πόλεμο, για εκρήξεις που δύσκολα θα συμπίπτουν με τους χώρους όπου το κεφάλαιο συγκεντρώνει κι ελέγχει τους εκμεταλλευόμενους, για την ολοκληρωτική έκθεσή τους στο εμπόρευμα. Όχι τυχαία, οι θέσεις των τελών του 19ου αιώνα για τους βαρβάρους, την κατάρρευση κάθε κοινού λόγου μεταξύ των εκμεταλλευομένων, την αμφισημία της έννοιας του μηδενισμού κλπ, αναθεωρήθηκαν. Ορισμένες έννοιες εκφράζουν, ακόμα και με εμβρυακό και συγκεχυμένο τρόπο, ανάγκες που ξεπερνούν το άτομο. Μ’ αυτήν την έννοια, υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ των εξεγέρσεων αυτών και της επαναστατικής θεωρίας. Είναι ένα είδος διαλόγου εξ αποστάσεως. Σύμφωνα με γάλλους συντρόφους, κάθε απόπειρα άμεσης συνάντησης ως τα τώρα έχει αποτύχει, ενώ η κοινή εχθρότητα προς την αστυνομία ή μια πρακτική αλληλεγγύη προς τους συλληφθέντες δεν είναι αρκετή. Προφανώς, αυτές οι ταραχές αποτελούν καθ΄ εαυτόν θεωρητικές προτάσεις, ένα είδος κριτικής στον κόσμο. Όμως, τί μας λένε; Ασφαλώς όχι ότι οι εξεγερμένοι θέλουν να διαχειριστούν αυτόν τον κόσμο, να πάρουν υπό τον έλεγχό τους την παραγωγή και την τεχνολογία, από τα κάτω. Δεν πρόκειται για το συλλογικό εργατικό (και με τις δυο έννοιες) υποκείμενο, ούτε για τους διανοητικούς εργάτες των φιλοζαπατιστικών διαδηλώσεων για μια δημοκρατική Ευρώπη. Οι φλόγες στη Γαλλία έχουν καταστρέψει κάθε δημοκρατική ψευδαίσθηση ενσωμάτωσης των φτωχών στην κοινωνία του κεφαλαίου.

Ο Walter Benjamin έθετε το ερώτημα πώς στα 1830 οι εξεγερμένοι του Παρισιού πυροβολούσαν αυθόρμητα στα ρολόγια της πόλης, ταυτόχρονα σε διαφορετικά μέρη και χωρίς κάποιον συντονισμό γι’ αυτήν τους τη δράση. Από μεριάς μας, δεν μπορούμε παρά να διερωτηθούμε γιατί η άγρια νεολαία του σήμερα βάζει φωτιά στ’ αμάξια. Στην πραγματικότητα, τί αντιπροσωπεύει το αυτοκίνητο στη σύγχρονη κοινωνία; Ας αφήσουμε το ερώτημα ανοιχτό.
Καθώς η επιδίωξη παραγωγής μιας σπουδαίας επαναστατικής ανάλυσης που θα εξηγεί τα πάντα και την οποία οι προλετάριοι δε θα μένει παρά να την εφαρμόσουν έχει πια εξαφανιστεί, είναι καιρός η επαναστατική δραστηριότητα η ίδια να ειδωθεί μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο. Αντί να φέρνουμε τα πανώ και τις σημαίες στο σημείο που ξεσπά η πρώτη φωτιά και στήνεται το πρώτο οδόφραγμα, μπορούμε πλέον να στήσουμε οδοφράγματα ή να ξεκινήσουμε φωτιές αλλού, με σκοπό να επεκτείνουμε την εξέγερση, κι όχι να την κατευθύνουμε πολιτικά. Στην πραγματικότητα, ο καημός όσων απ’ την μεριά των εξεγερμένων παραπονιούνται για την έλλειψη κάποιου πολιτικού προγράμματος καταντά αξιοθρήνητος.

Να επεκτείνουμε την εξέγερση ωστόσο, δε σημαίνει να θέτουμε τον εαυτό μας στο επίπεδο των υπαρχουσών πρακτικών ώστε απλά να τις πολλαπλασιάσουμε (καίγονται αμάξια; ας πάμε να κάψουμε κι εμείς περισσότερα τότε!), αλλά στην ανίχνευση του τί πρέπει να χτυπηθεί και πώς, προκειμένου να ξεδιπλωθεί στην ολότητά του ο χαρακτήρας της εξέγερσης.

Την ίδια στιγμή, κάθε σκέψη για ανάδειξη των οργισμένων νεολαίων των προαστείων στο νέο επαναστατικό υποκείμενο θα ήταν εξίσου αξιοκαταφρόνητη. Θα ήταν υπέροχο αν οι φοιτητές στον αγώνα τους ενάντια στην επισφάλεια είχαν πάρει τη σκυτάλη απ’ τους εξεγερμένους του Νοέμβρη. Δεν είναι ακριβώς έτσι όμως. Ακόμη κι αν υπήρχαν αρκετά συνθήματα για απελευθέρωση των (κυρίως ανήλικων) προφυλακισμένων του Νοέμβρη στις διαδηλώσεις και τις συνελεύσεις του Μάρτη και του Απρίλη, οι πραγματικές συναντήσεις των δυο μερών υπήρξαν ελάχιστες. Κι εκεί εμφανίστηκαν αρκετά προβλήματα. Στη διαδήλωση της 23ης Μαρτίου στο Παρίσι, για παράδειγμα, μερικές εκατοντάδες νέοι απ’ τα προάστεια επιτέθηκαν σε φοιτητές, και τους ψείρισαν τα πορτοφόλια και τα κινητά τους τηλέφωνα, χτυπώντας και βρίζοντάς τους. Επιπλέον, χτύπησαν και κόσμο που έτρεχε να διαφύγει τη σύλληψη απ’ την αστυνομία, εν τω μέσω συγκρούσεων και αστυνομικών επιθέσεων. Αυτά τα γεγονότα δεν μπορούν να αποσιωπούνται. Εδαφικές ταυτότητες, προσκόλληση σε εμπορεύματα, περιφρόνηση για τους “προνομιούχους” φοιτητές κλπ, είναι όψεις των προβλημάτων που οι νέες κοινωνικές συγκρούσεις θα φέρουν εντός τους ως κληρονομιά μιας σάπιας κοινωνίας. Καμμιά εξεγερσιακή ιδεολογία δεν μπορεί να τις σβήσει ως δια μαγείας.

Προκειμένου να εξετάσουμε τη σχέση μεταξύ των ταραχών του Νοέμβρη και του κινήματος που κατέκλυσε τη Γαλλία ενάντια στο CPE (συμβόλαιο πρώτης εργασίας, για την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων και την εντονότερη εκμετάλλευση της φοιτητικής και νεανικής εργασίας), είναι ανάγκη να μελετήσουμε τις μνήμες, τις μαρτυρίες, τα κείμενα. Γι’ αυτόν τον λόγο αποφασίσαμε να ετοιμάσουμε δυο ξεχωριστές εκδόσεις. Αν επιθυμούμε ν’ αποφύγουμε τις δημοσιογραφικές απλουστεύσεις και την αμφίσημη ρητορική, πρέπει να συλλάβουμε το ζωντανό στοιχείο των εμπειριών του αγώνα.
Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μια κοινοτυπία: η έκφραση “νέοι των προαστείων” δεν σημαίνει ένα πράγμα. Πρώτον, γιατό τα Παρισινά προάστεια έχουν μόνα τους πάνω από 9 εκατομμύρια κατοίκους (και την μέρα που θα εξεγερθούν όλοι αυτοί, θα ναι μια εντελώς διαφορετική ιστορία), κι έπειτα γιατί τα cités (πολύ αδρά: τεράστια οικιστικά συγκροτήματα που προορίζονταν για φθηνές εργατικές κατοικίες, και πλέον σχηματίζουν ολόκληρες πόλεις, με τις πλατείες και τις αυλές τους), που βρίσκονται εντός των ορίων των μεγαλουπόλεων συμμετείχαν επίσης στις ταραχές.

Πολλοί “νέοι των προαστείων” φοιτούν στις πόλεις (είτε στα Lycées, τα γαλλικά γυμνάσια-λύκεια, είτε στα πανεπιστήμια, στα οποία φοιτούν περισσότεροι οι Γάλλοι, απ’ ό,τι οι Ιταλοί). Με την έννοια αυτή, ένας μεγάλος αριθμός νέων και όχι και τόσο νέων, που συμμετέιχαν στις διαδηλώσεις, τα μπλόκα και τις συγκορύσεις τον Μάρτη και τον Απρίλη ήταν οι ίδιοι άνθρωποι μ’ αυτούς που πυρπολούσαν τις γαλλικές νύχτες το προηγούμενο Φθινόπωρο. Σύμφωνα με αξιόπιστους υπολογισμούς, οι εξεγερμένοι του Νοέμβρη έφταναν τους 50.000, ενώ το “κίνημα ενάντια στο CPE” μετρούσε πάνω από ένα εκατομμύριο συμμετέχοντες. Πολλοί “προαστειακοί νεολαίοι” είχαν στην πραγματικότητα μια φιλήσυχη στάση, ενώ αρκετοί “πιο προνομιούχοι” έδρασαν καταλυτικά στο ανέβασμα του πήχη της σύγκρουσης. Οι στατιστικές που εξηγούν τις εξεγέρσεις βάσει του εισοδήματος γίνονται πλέον πιστευτές μόνο από κοινωνιολόγους. Σε ορισμένες επαρχιακές πόλεις (την Rennes για παράδειγμα) η συνάντηση μεταξύ φοιτητών και των λεγόμενων casseurs (κυριολεκτικά “σπάστες”) ήταν πολύ αποτελεσματική από στρατηγικής άποψης, κάτι που προκάλεσε ιδιαίτερη ανησυχία στον Σαρκοζύ και στα επιτελεία του. Στο Παρίσι πάλι, αρκετά λιγότερο. Προφανώς υπάρχουν ακριβείς λόγοι γι΄ αυτό. Για πολλούς “προαστειακούς νέους” είναι καταρχήν δύσκολο να προσεγγίσουν τις διαδηλώσεις στο κέντρο: αν δεν τους σταματήσουν ήδη πριν επιβιβαστούν στα τραίνα, ενώ ακόμα κι αν τα καταφέρουν, τα γαλλικά ΜΑΤ θα τους την πέσουν μόλις βγουν απ’ τον σταθμό. Αν παρολαυτά μπορέσουν να προσεγγίσουν, η περιφρούρηση των συνδικάτων θα τους κρατήσει έξω απ’ το κυρίως σώμα της πορείας, κάτι που μερικοί φοιτητές ακόμα επικροτούν. Είναι λάδι στη φωτιά. Επιπλέον, οι νεότεροι απ’ αυτούς, που δεν είναι τόσο έμπειροι σε ζητήματα άμεσης μάχης με την αστυνομία, εύκολα απομονώνονται απ’ την πορεία μεταξύ λεηλασιών και φωτιών, και κατά συνέπεια συλλαμβάνονται. Φυσικά, αυτό δε δικαιολογεί ένα αδιάκριτο μίσος προς τους άλλους διαδηλωτές, αλλά είναι ενδεικτικό των διαφορετικών κοινωνικών συνθηκών και τρόπων ζωής. Αυτοί που έχουν γευτεί τους ασφυκτικούς ελέγχους των ειδικών αστυνομικών μονάδων, που συχνά οδηγούν σε άγριους ξυλοδαρμούς στους δρόμους ή στα αστυνομικά τμήματα, το βρίσκουν ακατανόητο να βλέπουν πορείες να προχωρούν με αστυνομική συνοδεία σ’ όλο το μήκος τους.

Μ’ άλλα λόγια, χωρίς να πέφτουμε σε υπεραπλουστεύσεις και κρατώντας στο μυαλό ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις, μπορούμε να πούμε ότι προς το παρόν στη Γαλλία, ορισμένοι άγριοι νεολαίοι είναι στην πράξη ολομόναχοι σ’ έναν πρωτοφανή αγώνα (απ’ τον Νοέμβρη, παράλληλα με τις ταραχές, εκτυλίχθηκαν μια σειρά από βίαιες ληστείες, όπου παρέες νεολαίων επιτίθενται σε φορτηγάκια σεκιουριτάδων με μπαστούνια του μπέιζμπολ κλπ). Για τους επαναστάτες που ανοιχτά στέκονται με την μεριά της εξέγερσης, ενάντια στην μεριά του Κράτους, δεν είναι τόσο εύκολο να συμβαδίζουν πάντοτε με την κατάσταση, ακόμα κι όταν αφορά ένα αγωνιστικό κίνημα που αποδεικνύεται τόσο ριζοσπαστικό.

Ένα παράδειγμα θα το ξεκαθαρίσει αυτό. Στην αρχή, ο αγώνας είχε επικεντρωθεί στο CPE, αλλά σύντομα απέκτησε συνείδηση του ότι η επισφάλεια δεν εξαρτάται από ένα συγκεκριμένο νομοσχέδιο, αλλά αντίθετα, αυτό είναι μάλλον το προϊόν ενός ολόκληρου κοινωνικού συστήματος, που δεν μπορεί απλά να δεχτεί μερικές μεταρρυθμίσεις. Ακόμα κι αν το κίνημα κέρδιζε ως προς τον συγκεκριμένο στόχο του (όπως ξέρουμε η κυβέρνηση τελικά απέσυρε το αμφιλεγόμενο νομοσχέδιο), γνώριζε ότι ακόμη βρισκόταν καθηλωμένο στην άμυνα. Το να κάνει ένα βήμα παραπέρα δεν ήταν τόσο εύκολο. Το κύριο σύνθημα του κινήματος, που προτάθηκε στην αρχή δειλά, κι έπειτα σχεδόν επίσημα (δηλαδή με ψηφίσματα φοιτητικών συνελεύσεων) ήτανε: να μπλοκάρουμε τα πάντα. Κι αυτό ήταν. Σταθμοί, δρόμοι, πανεπιστήμια, συγκοινωνίες κι αυτοκινητόδρομοι: η κυκλοφορία ανθρώπων κι εμπορευμάτων διακόπηκε σε μγάλο βαθμό, μέσα σε μια ατμόσφαιρα λαϊκής συναίνεσης. Ακόμα κι όσοι δεν ήταν έτοιμοι να συγκρουστούν με την αστυνομία, βρήκαν έναν οικείο τρόπο δράσης στα οδοφράγματα, χάρη στην ευχάριστη πολυμορφία των δράσεων που χαρακτηρίζει όλα τα πραγματικά κινήματα. Οι πιο άγριοι, ωστόσο, αυτοί των οποίων η καθημερινή ύπαρξη είναι μια ισόβια ποινή μεταξύ αστυνομικών κυνηγιών και κελλιών κρατητηρίων, μεταξύ τσιμεντένιων κτιρίων κι εμπορικού κέντρου, γι’ αυτούς το θέμα δεν ήταν απλώς να τα μπλοκάρουν όλα, αλλά να τα γαμήσουν όλα! (tout niquer). Η επαναστατική ρητορεία, λειψή από θάρρος και οργανωτικές ικανότητες, στην πράξη τους άφησε μόνους τους. Έπρεπε να είχαμε πολύ περισσότερες εμπειρίες, πολύ περισσότερες φωτιές και λεηλασίες. Όμως ο δρόμος είναι ανοιχτός.

Το βιβλιαράκι αυτό, καθώς και το επόμενο (“Ημέρες της Άρνησης”) είναι μια μικρή συνεισφορά στη διάδοση, τη συζήτηση και την εμπέδωση αυτών των εμπειριών στην Ιταλία. Αυτό που συμβαίνει στη Γαλλία είναι ένα είδος αμονιού πάνω στο οποίο θα πρέπει να σφυρηλατήσουμε τις ιδέες και τις πρακτικές μας, νυχτερινές ή ημερίσιες.

Μάιος 2006

Τα αποβράσματα

Δεν είναι όλες οι εξεγέρσεις απρόβλεπτες. Φυσικά δεν υπάρχει κάποια μέθοδος για να προβλέψουμε σαν Νοστράδαμοι την ακριβή στιγμή κάθε έκρηξης, αλλά το γεγονός ότι μια εξέγερση συμβαίνει δεν εκπλήσει παρά μόνο όσους έχουν ελάχιστη ιδέα για τον αφόρητο κόσμο στον οποίο είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε. Κι όμως, μόνο έκπληξη δεν είναι, καθώς γνωρίζουμε πως τέτοιες εξεγέρσεις συμβαίνουν συχνά στη Γαλλία, ξαναπιάνοντας κάθε φορά τις ίδιες πρακτικές και τελετουργίες -εκατοντάδες αμάξια καίγονται κάθε χρόνο την παραμονή της πρωτοχρονιάς.
[σημείωση του συγγραφέα: Ακολουθώντας ένα διαδεδομένο παιχνίδι, μοναδικό στην Ευρώπη, την πρωτοχρονιά του 2005, 425 οχήματα πυρπολήθηκαν στη Γαλλία, το 2004 330, το 2003 324, το 2002 379. Το Clichy-sous-Bois, το Aulnay και η La Courneuve είναι οι πόλεις που συμμετέχουν πιο πολύ σ’ αυτό το φαινόμενο. Επίσης, την πρωτοχρονιά του 2004, το μπλακ-άουτ στο Sevran επέτρεψε στους ταραχοποιούς να στήσουν μια ενέδρα στην αστυνομία, που έφαγε αμέτρητες πέτρες από ταράτσες κτιρίων. Μπορούμε να πούμε ότι η πρωτοχρονιά έχει έναν πραγματικά εορταστικό χαρακτήρα στη Γαλλία…]
Οι εξεγέρσεις είναι ένα αναπόφευκτο προϊόν του παρόντος κοινωνικού συστήματος. Κι όταν μια εξέγερση ξεσπά, δεν έχει νόημα ν’ αναρωτιέται κανείς “γιατί γίνεται αυτό”, αλλά “γιατί δε γίνεται παντού, πάντοτε;”. Όμως, κάθε φορά που ξεσπά μια εξέγερση, ο πρώτος μηχανισμός που κινητοποιείται είναι μια προσπάθεια να εγκλειστεί σε μια κατηγορία. Ποιοί είναι οι εξεγερμένοι, από που έρχονται, τί θέλουν; Ξεκινά η έρευνα για ονόματα, ταυτότητες, για τις κατάλληλες κατηγορίες: ξένοι, μετανάστες… όχι, γάλλοι, ναι γάλλοι, αλλά γάλλοι δεύτερης γενιάς, δεύτερης κατηγορίας, γιοί ή εγγονοί μεταναστών, αποκλεισμένων, απόβλητων… Απογοήτευση, μάλλον η θεωρία του ισλαμικού φονταμενταλισμού δε δουλεύει: προφανώς οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι από κείνους που πάνε στο τζαμί -στην πράξη τόσο οι εκκλήσεις όσο και οι κατάρες των ιμάμηδων αποδείχθηκαν άχρηστες. Οι δεξιές εφημερίδες (πχ η Le Figaro) επιχειρούν να στιγματίσουν τους εξεγερμένους ως “μέλη μιας παλαιστηνιακού τύπου Ιντιφάντα”, “ισλαμικά φονταμενταλιστικά στοιχεία”, “τρομοκράτες” κλπ. Αυτές οι διαστρεβλώσεις, ωστόσο, δε φαίνεται να εμπεδώνονται, καθώς ο αγώνας καταφέρνει να επιδείξει τη δική του ασίγαστη ιδιαιτερότητα.

Οι κοινωνιολογικές κατηγορίες χρησιμοποιούνται για να οριστεί, να ταυτοποιηθεί και να εγκλειστεί η εξέγερση, με λίγα λόγια, εντός σαφών εννοιολογικών ορίων. Απ’ τη στιγμή που μια ταυτότητα έχει αποδωθεί στους εξεγερμένους -με πιο συχνή τέτοια, στην περίπτωσή μας, αυτή των κοινωνικών αποβλήτων, μια νέα λέξη για το “περιθώριο” (underclass). Το φάσμα των θεωριών για την διαχείρισή της κυμαίνεται κλασσικά από την αστυνομική καταστολή και τα μέτρα έκτακτης ανάγκης, στην κοινωνική πρόνοια και την παρέμβαση της πολιτείας, να προτάξει, με άλλα λόγια, χείρα τιμωρίας ή οίκτου, η καταστολή και η ενσωμάτωση, το μαστίγιο και το καρότο. Όλα αυτά δείχνουν ξεκάθαρα το γεγονός ότι άν η αναταραχή κι η εξέγερση είναι άμεσες συνέπειες του συστήματος της κυριαρχίας, το μόνο τέλος που μπορεί να έχουν είναι το τέλος της κυριαρχίας, η ανατροπή της.
Ωστόσο, το να ταυτοποιηθούν τα “αποβράσματα”, να τους δωθεί ενδεχομένως ένα πιο πολιτικά ορθός ορισμός, ενέχει ορισμένες προϋποθέσεις. Για να κατηγοριοποιηθεί ένα τέτοιο φαινόμενο με σχετική συνοχή, πρέπει πρώτα απ’ όλα να οριστεί, και για να οριστεί πρέπει να απομονωθεί. Απ’ την μια, τα όρια της εξέγερσης ορθώνονται για να αναπαραστήσουν τη δράση και τις αιτίες της σαν τυχαία έκτροπα, που παρήγαγε ένα σύστημα το οποίο (παρόλη τη φτώχεια, τον πόλεμο, την μόλυνση, την ολοκληρωτική υπαγωγή στο εμπόρευμα και την καταστροφή ολόκληρου του -έμβιου και μη- κόσμου, και των ζωών όλων) πρέπει να διατηρηθεί, ίσως ακόμα και με ορισμένες κοινωνικές παροχές ταυτόχρονα με την κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Όμως, όπως είναι γενικά γνωστό, αυτό που ήταν εξαίρεση γίνεται ο κανόνας, κατάσταση που συμπεριλαμβάνει τον αποκλεισμό, τη φτώχεια, την κοινωνική αποξένωση, τη γενικότερη υποτίμηση της ζωής.

Δεν πρόκειται ποτέ για μεμονωμένο φαινόμενο, είτε τοπικά ή παγκόσμια. Η φτώχεια, η ανασφάλεια της ζωής στη δυτική κοινωνία, η αστική πολεοδομία στις μητροπόλεις ολόκληρου του κόσμου (απ’ το Λος Άντζελες στην Μπογκοτά, κι απ’ το Αλγέρι στο Παρίσι), η περίφραξη των συνόρων της Ευρώπης-φρούριο, είναι μόνο ορισμένες εκδηλώσεις αυτής της δομικής περίφραξης. Το κόλπο του καρότου και του μαστιγίου, ο συνδυασμός αστυνομικής και δικονομικής καταστολής με την εξαγγελία κοινωνικών παροχών στα προάστεια, μπορεί να ξεγελάσουν μερικούς, αλλά σίγουρα όχι τους -όχι λίγους- που γεύονται την κοινωνική περιθωριοποίηση στο πετσί τους, που νιώθουν ότι νέες και μεγαλύτερες εκρήξεις συναρμολογούνται σε κάθε γωνία, και κυρίως, νιώθουν μια ακατάπαυστη θέληση για εξέγερση να πάλλεται μέσα τους. Και είναι ακριβώς αυτή η ελκυστική γοητεία της εξέγερσης που αποτελεί τον κύριο στόχο της διαδικασίας της κατηγοριοποίησής της.

Στην πραγματικότητα, η διαδικασία της κατηγοριοποίησης, πέραν του να αναπαριστά τη φαινομενικότητα της παρούσας κοινωνικής τάξης σαν να ήταν ουδέτερη, στοχεύει στον διαχωρισμό και την απομόνωση των “αποβλήτων” από όλους τους υπόλοιπους -διαχωρίζοντας ταυτόχρονα όλους αυτούς απ’ τον ίδιο τον εαυτό τους, απ’ την επιθετική δυναμική τους. Μ’ άλλα λόγια, τα απόβλητα έχουν κάποιου είδους κληρονομικού δικαιώματος στην οργή, καθώς η απόγνωση και η αίσθηση της αδικίας είναι αποκλειστικά δικά τους προβλήματα. Όμως εμείς, οι προνομιούχοι αυτής της κοινωνίας, τί θέλουμε; Εντάξει στα γκέττο των σύγχρονων πόλεων, στα banlieues (προάστεια) του Παρισιού, η ζωή είναι διαλυμένη, κενή, κυνηγημένη από κάθε μπάντα της κοινωνικής, υλικής και υπαρξιακής αλλοτρίωσης, πνιγμένη στην απόγνωση και την μεταφυσική ανία. Αλλά η δική μας ζωή; είναι πλουσιοπάροχη και γεμάτη διασκεδάσεις, προοπτικές, πάθος… Η δική μας ζωή; Με συγχωρείτε, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς.

Εκ των πραγμάτων, το επίπεδο της καταπίεσης, και ταυτόχρονα τα ρήγματα που προκαλεί η εξέγερση, αφορούν τους πάντες. Η δυιστική λογική της συμπονετικής αντιπολίτευσης, μεταφράζει την πραγματικότητα με τόσο χονδροειδή τρόπο που αδυνατεί να αντιληφθεί τη δυναμική της εξέγερσης κι αυτών που θα ΄ρθουν. Η διάκριση των νέων απ’ τα προάστεια απ’ τους υπόλοιπους, έπειτα ο διαχωρισμός των βίαιων κι αδιόρθωτων που είναι αδύνατον να πειθαρχηθούν απ’ αυτούς που πρέπει να προστατευθούν απ’ την μόλυνσή τους, δεν είναι παρά μια προσπάθεια να ξεριζωθεί η δυνατότητα εξέγερσης από τα μέσα και το περιβάλλον που χρειάζεται για να εκραγεί. Αυτή είναι η κοινή λογική πίσω από κάθε έκτακτη διαχείριση. Επιπλέον, η εμπέδωση μιας τέτοιας ιδεολογικής διαίρεσης συνθλίβει κάθε πρακτική δυνατότητα. Όπως κάθε εξέγερση, ομοίως και της Γαλλίας απευθύνεται στον καθέναν. Το ξεδίπλωμά της αναπόφευκτα επιρρεάζει τις κινήσεις μας. Τελικά, το ποιο σημαντικό δεν είναι ποιοί είναι αυτοί, αλλά μάλλον ποιοί είμαστε εμείς, και τί θέλουμε να κάνουμε. Καθώς μια μόνιμη κατάσταση εξαίρεσης υφίσταται είτε διακυρήσσεται επίσημα είτε όχι, το πρώτο πρακτικό μάθημα αφορά την εφαρμογή μιας αποτελεσματικής κατάστασης εξαίρεσης απέναντι στην έκρηξη καταστροφικών πράξεων, τη γρήγορη διάδοσή τους και την άρνηση κάθε εκπροσώπησης.

Ορισμένοι γκρινιάζουν για την υποτιθέμενη έλλειψη σαφών ταξικών στόχων κι επαναστατικής συνείδησης, απενοχοποιώντας έτσι την αποστασιοποίησή τους, αδυνατώντας να βρουν κάποια πολιτική προοπτική ή αποτέλεσμα. Ακόμα, μιλούν για φαινόμενα “βαρβάρων” χωρίς κανένα σχέδιο, ως αποτέλεσμα της “παθητικής διάλυσης της παλιάς εργατικής τάξης”. Κάποιοι άλλοι ποζάρουν ως συνειδητοποιημένοι οργανωτές της εξέγερσης (της επερχόμενης, φυσικά). Ωστόσο, αντί να ασχολούμαστε με το να δείξουμε στους ταραχοποιούς της Γαλλίας τί να κάνουν, θα ήταν προτιμότερο να δούμε τί μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτούς. Υπάρχει μια πρακτική εγρήγορση στις τακτικές της εξέγερσης των “αποβρασμάτων” που λείπει επαίσχυντα ακόμα κι απ’ τους πιο εκλεπτυσμένους “συνειδητοποιημένους” των επαναστατικών χώρων, συχνά τόσο συνειδητοποιημένων που αδυνατούν να πράξουν. Εάν οι Γάλλοι ταραχοποιοί δεν κατάφεραν να “κάνουν ένα ακόμη βήμα για να γίνουν επαναστάτες” (πιθανόν, όμως ποιοί είναι τελικά επαναστάτες σήμερα;), τουλάχιστον με τον τρόπο τους εξέθεσαν τις ενεργητικές δυνατότητές τους στην πιο σκληρή δοκιμασία. Χωρίς να περιμένουν από κανέναν να τους διδάξει “τί να κάνουμε”, κατέθεσαν έμπρακτα τη δική τους εκδοχή για το πώς να το κάνουμε. Πραγματοποίησαν την εκρηκτική οργή τους ως μια εντυπωσιακή σειρά εμπρησμών, χωρίς να τους ενεχειρίζουν σε κανέναν εκπρόσωπο. Η ζωτική δύναμη που απελευθερώθηκε μετά από μακροχρόνια καταπίεση ήταν ταυτόχρονα μια άγρια πυρομανία που αγνοούσε κάθε μορφή αντιπροσώπευσης και απολογίας.

Φαινομενολογία του οργισμένου μηδενισμού

Η οργή είναι η έκφραση της δύναμης που έχει καταπιεστεί για πολύ καιρό, δέσμια και υποδουλωμένη, οργή που εμφανίζεται ως διαπίστωση πως “είμαστε πολύ νέοι για να πεθάνουμε”. Η πρώτη εκδήλωσή της ανοίγεται στον ορίζοντα που χαρακτηρίζεται από μια ολοκληρωτική καταστροφή. Η τυφλή οργή της αιχμαλωσίας δε διακρίνει γύρω της τί θα χτυπήσει, αν θα χτυπήσει στον τοίχο ή θα σπάσει τα χέρια της, το σώμα της μετασχηματίζεται σε πολιορκητικός κριός. Τα πάντα μπορεί να καταστραφούν! Η οργή, εκδηλώνεται στον ορίζοντα του μηδενισμού. Καθώς δε δικαιούνται να επιθυμούν τίποτα για δικό τους, αυτοί οι άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας επιθυμούν αυτό το τίποτα να γίνει πραγματικά τίποτα, να εκμηδενιστεί.

Όμως ο μηδενισμός, αυτός ο ενοχλητικός καλεσμένος, εμφανίζεται με διαφορετικές μορφές. Οι λιγότερο προφανείς είναι και οι πιο διαδεδομένες, κι επίσης οι πιο δημοφιλείς: είναι ο αυτονόητος μηδενισμός της εξουσιαστικής διαχείρισης της ύπαρξης, που διαβρώνει τα πάντα. Εκμηδενίζει τη ζωή και την αποξενώνει απ’ την ίδια τη δυναμική της, προκειμένου να την αναπαράγει εντός των κατεστημένων θεσμών της τάξης και της πειθαρχίας, της παραγωγής και κατανάλωσης, της παραίτησης και της κυνικής αδιαφορίας.

Το παρόν κοινωνικό σύστημα είναι τόσο μηδενιστικό όσο και οι υπήκοοί του που υποτάσσονται σ’ αυτό, αποδεχόμενοι τις διάφορες μορφές σκλαβιάς, σέρνοντας με απάθεια τα πόδια τους μέρα με την μέρα. Καθώς έχουν ενσωματώσει τα αυτονόητα της οικονομίας και τη φαντασιακή αξία των εμπορευμάτων, η ζωή τους βασίζεται στους υπολογισμούς μεταξύ κόστους και οφέλους, στον διαχωρισμό μεταξύ σκοπού και μέσων, στην εγκατάλειψη στην αθλιότητα του σήμερα και την παθητική προσμονή ενός καλύτερου αύριο. Η μηδενιστική παραγωγή της κυριαρχίας συνίσταται σε δυο συμπληρωματικές κινήσεις: απ’ την μια αποξενώνει, λεηλατεί και ξεγυμνώνει, απ’ την άλλη θαμπώνει, ξαναντύνει, και μασκαρεύει. Όμως η κενότητα στην οποία βασίζεται αυτή η διττή κίνηση και την οποία μετουσιώνει, γίνεται προφανής όταν το δεύτερο σκέλος της (η ψευδής ικανοποίηση των αυταπατών) υπολειτουργεί: όταν το σχολείο, η εργασία κι όλοι οι θεσμοί της πολιτισμένης κοινωνίας του θεάματος απαξιώνονται ως διαμορφωτές-διαχειριστές της ύπαρξης, που κατά συνέπεια, εξωθείται στην παρατεταμένη μετάσταση της αλλοτρίωσής της.

Όταν μια τέτοια μετάσταση εκδηλώνεται τυφλά, όταν έρχεται αντιμέτωπη μ’ έναν απάνθρωπο θάνατο, μπορεί να εκραγεί ως οργισμένος μηδενισμός: καθώς υποβάλλονται βίαια σε μια διάγνωση της κενότητας που περιβάλλει και διαβρώνει τις ζωές τους, αποφασίζουν ανώνυμα, σε επίπεδο προσωπικών σχέσεων, να παραδόσουν την κενότητα αυτή στο τίποτα. Ο οργισμένος μηδενισμός δε ζητά τίποτα, και διαθέτει μια διαυγή αντίληψη του ότι το μόνο που μπορεί να κάνει με όσα τον περιβάλλουν είναι να καταβροχθισθούν απ’ την κενότητά του. Η έκρηξη του οργισμένου μηδενισμού, απελευθερωτική για τα πιο άγρια πάθη, μπορεί να είναι επίσης μια άδολη χαρά γεννημένη από μια αφόρητη ναυτία για το σύνολο του υπάρχοντος κόσμου. Κι όμως είναι έτσι ακριβώς που εξελίσσεται σε μια αυθεντική καταστροφική ευφορία.

Μετά την εποχή της κυνικής αδιαφορίας, του καιροσκοπισμού και του φόβου, στην παρούσα φάση γενικευμένης προλεταριοποίησης της ζωής, τί είδους αγώνας θα μπορούσε να γίνει; Λυπούμαστε που θα απογοητεύσουμε τους ακούραστους θεματοφύλακες της προόδου, αλλά οι τρέχοντες αγώνες περιλαμβάνουν επίσης μια ολοκληρωτικά καταστροφική πλευρά. Είχε γραφτεί κάποτε: “Μηδενιστές… ακόμα ένα βήμα αν θέλετε να είστε επαναστάτες”. Το να θέλεις τα πάντα, είναι μόλις ένα βήμα απ’ το να μη θες τίποτα. Μπορούμε όμως ακόμα να πούμε: “Επαναστάτες… ακόμα ένα βήμα για να γίνεται μηδενιστές”: απαιτεί μεγάλο θάρρος να συμβαδίζει κανείς με την οργή του. Και πού θα μας πάει; Μα δεν ξέρετε; Δε θα μας πάει πουθενά, αλλά… πού νομίζετε ότι πηγαίνετε όλοι σας;
‘S’ io fossi foco arderei lo mondo’
(“Αν ήμουν φωτιά, θα έκαιγα τον κόσμο”, από σονέττο του Cecco Angiolieri, σύγχρονου του Δάντη)

Η καταστροφική ευφορία του οργισμένου μηδενισμού βρίσκει την κύρια μορφή έκφρασής της στο στοιχείο που αναπαριστά περισσότερο την οργή: τη φωτιά. Οι μολότωφ και οι εκρηκτικοί μηχανισμοί είναι σαν βέλη, με τα οποία σύμβολα και δομές της εξουσίας και του συστήματος στοχοποιούνται: αστυνομικά τμήματα, δημαρχεία, δικαστήρια, τράπεζες, εμπορικά κέντρα και καταστήματα, σχολεία και αυτοκίνητα.

Ορισμένοι απ’ τους στόχους αυτούς πληγώνουν την κοινωνική συνείδηση πολλών ανθρώπων. Γιατί να καίνε τα σχολεία, όταν αυτά θα φέρουν στους κοινωνικά αποκλεισμένους την μόρφωση και την ένταξη στην κοινωνία; Μήπως δεν ήταν η δημόσια εκπαίδευση μια σημαντική κατάκτηση για την ανθρωπότητα και την πρόοδο; Ίσως, αλλά την ίδια στιγμή, ποιός μπορεί να αρνηθεί πως τα σχολεία μοιάζουν ολοένα και περισσότερο με φυλακές, όντας και τα δύο στοιχεία μιας γενικότερης κοινωνίας-φυλακής, ποιός δεν μπορεί παρά να σιωπήσει μπρος στη φαινομενική ομορφιά ενός σχολείου που καίγεται; Το εκπαιδευτικό σύστημα βασίζεται σε μια αφαίρεση του νοήματος. Με άλλα λόγια, τα σχολεία, όντως μέσα για εισαγωγή στη ζωή, ή μάλλον στην εργασία, που παρέχει τα μέσα για τη ζωή, δεν έχουν άλλο νόημα καθ’ εαυτόν, παρά το νόημα αυτού για το οποίο προετοιμάζουν. Μ’ αυτήν την έννοια, καθώς κάθε μελλοντική προοπτική καταργείται, και το μέλλον συνίσταται σ’ έναν μακρόσυρτο σκοπό μεταξύ ανίας και απόγνωσης, τα σχολεία αδειάζουν απ’ το όποιο παιδαγωγικό τους περιεχόμενο. Όταν ένα μέσο χάνει τη χρησιμότητά του, η διατήρησή του σημαίνει τη φετιχοποίησή του, και τα φετίχ παραδίδονται στην πυρά, πιθανώς, όπως στην περίπτωσή, μας από παιδιά που φωνάζουν “αυτή η νύχτα είναι δική μας”.

Οι συνειδητοποιημένοι απορούν για τα καμμένα αυτοκίνητα: “γιατί να κάψεις το αυτοκίνητο του γείτονα”, λες και ο “γείτονας” αυτόματα αντιμετωπίζει την ίδια κατάσταση έκτακτης ανάγκης με τους ταραξίες. Πρώτον, τα περισσότερα απ’ τα πυρπολημένα αυτοκίνητα ανήκαν άμεσα ή έμμεσα σε θεσμούς. Δεύτερον, τα “αποβράσματα” δεν έρχονται απ’ το πουθενά, αλλά ζουν σ’ ένα συγκεκριμένο πεδίο, το οποίο σε καμμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει μια ομοιογενή ανθρώπινη πραγματικότητα. Απ’ την μία, οι ταραχοποιοί απ’ τα προάστεια ήξεραν ότι μπορούν να βασίζονται στην υποστήριξη και την πρακτική αλληλεγγύη πολλών κατοίκων των γειτονιών τους (χωρίς την οποία δε θα ήταν εφικτό να κρατήσουν είκοσι νύχτες οι ταραχές), απ’ την άλλη φαίνεται να γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τίνος το αμάξι πυρπολούν, και σίγουρα δεν ανήκουν σε άμεσους ή έμμεσους συνεργούς των εξεγερμένων. Στα προάστεια, όπως κι οπουδήποτε αλλού, υπάρχουν ζηλωτές της τάξης και του διαλόγου, ρουφιάνοι και κερδοσκόποι, συνεργάτες της αστυνομίας και κάθε είδους καθήκι, όπως επίσης κι αυτοί που δε συμμερίζονται στην πράξη την αταλάντευτη και σαφή στάση των ταραχοποιών. Οι νέοι των προαστείων δεν ανέχονται κανενός είδους ουδετερότητας, διαλόγους ή συμβιβασμού με τους θεσμούς -κάτι το οποίο εκδηλώθηκε με ιδιαίτερα προβληματικό τρόπο στο κίνημα ενάντια στο CPE τον Μάρτη και τον Απρίλη του 2006, ειδικά στο Παρίσι.

Οι γείτονες δηλαδή, δεν είναι πάντοτε φίλοι ή “συνένοχοι”. Επίσης, οι εξεγέρσεις δε διεξάγονται σ’ ένα συμβολικό επίπεδο, αλλά στο πραγματικό πεδίο της μάχης. Έτσι, οχήματα παραδίδονται στις φλόγες όχι μόνο επειδή είναι προφανώς μια ευχαρίστηση να βλέπει κανείς τις φωτιές να τα καταπίνουν, αλλά κυρίως ακολουθώντας μια στρατηγική αντίληψη επί του εδάφους, δηλαδή λόγω της θέσης τους στο πεδίο που εκτυλίσσεται ο αγώνας. Είναι μόνο σε μια τέτοια προοπτική πραγματική σύγκρουσης (κι όχι στην κοινωνιολογική μετάφραση ή την πολιτική αναπαράστασή της) που η αξία αυτής της πρακτικής μπορεί να εκτιμηθεί. Η πυρπόληση αυτοκινήτων μπορεί να γίνει ένα ιδιαίτερα παοτελεσματικό μέσο ταχύτατης δημιουργίας οδοφραγμάτων, και ταυτόχρονα είναι ένας εύχρηστος τρόπος να τραβηχθεί η αστυνομία σε μια συγκεκριμένη περιοχή, όπου στη συνέχεια συνήθως δέχεται επίθεση με πέτρες ή μολότωφ, ενώ οι ταραχοποιοί μπορούν να σπάσουν και να διαφύγουν εύκολα για να ξαναβρεθούν σε κάποιο προσυνεννοημένο μέρος και να ξαναπιάσουν το παιχνίδι απ’ την αρχή. Αυτή η τακτική εφαρμόστηκε και στο σαμποτάζ σταθμών ηλεκτρικής ενέργειας με το οποίο ξεκίνησαν μερικές απ’ τις νύχτες της οργής.

Το γεγονός ότι αυτές οι απλές παρατηρήσεις έχουν περάσει απαρατήρητες από τόσο πολλούς “ειδικούς” είναι εντυπωσιακό. Το πιο σημαντικό σημείο πάντως, είναι η σημασία που παίρνει το μητροπολιτικό πεδίο ως πεδίο μάχης για τους τρέχοντες αγώνες κι αυτούς που θα ‘ρθουν. Σε μια κοινωνία που βασίζεται στην κυκλοφορία του χρήματος, της πληροφορίας, των ανθρώπων και των εμπορευμάτων, ο έλεγχος επί του εδάφους είναι μια απ’ τις σημαντικότερες λειτουργίες της εξουσίας. Για παράδειγμα, στις αστικές συγκοινωνίες που μας δολοφονούν αργά, καθημερινά, με το δηλητήριό τους στις μητροπολιτικές ζώνες, οι ελεύθεροι χώροι περιορίζονται στους αποξενωτικούς χώρους μεταβίβασης και εξυπηρέτησης. Πρόκειται για μια ασύμμετρη, απάνθρωπη και δολοφονική πραγματικότητα που εξορίσει τη ζωή, όπου το έδαφος γίνεται ολοένα και πιο άγονο και απαράβατο γι’ αυτούς που, είτε από συστηματικό αποκλεισμό, είτε από προσωπικές τους επιλογές, αδυνατούν να αναπαραχθούν ως εμπορεύματα, και κατ’ επέκταση περιθωριοποιούνται, φυλακίζονται, απελαύνονται.

Την ίδια στιγμή, το έδαφος και η μετακίνηση σ’ αυτό γίνονται στρατηγικοί παράγοντες των αγώνων, με τηην εξάπλωση πρακτικών όπως τα μπλόκα και το σαμποτάζ, η εύρεση νέων τρόπων ζωής και χρήσης του χώρου, και η καταστροφή του κάθε τί που δεν μπορεί να οικειοποιηθεί. Δε γνωρίζουμε ασφαλώς αν αυτό είχαν στο μυαλό τους οι εμπρηστές αυτοκινήτων. Δε γνωρίζουμε αν υπερεκτιμούμε την οργή τους. Αυτό που είναι βέβαιο όμως είναι ότι πίσω απ’ την αρνητική, καταστροφική τους στάση ορθώνεται μια θετική στάση, που αφορά τον τρόπο ζωής τους, τον τρόπο σύναψης ανθρώπινων σχέσεων, που πέρα απ’ την συνεχή εφευρετικότητα λέξεων και χειρονομιών, οικοδομεί μια συνενοχή κι αλληλεγγύη στις ταραχές.

Μια θετική στάση που δε χωράει στην αναπαράσταση που προβάλλουν οι δυνάμεις του εχθρού, για τις οποίες δεν πρόκειται παρά για βάνδαλους, ανόητους και παράλογους μανιακούς. Δεν μας ενδιαφέρει να πλέξουμε ένα νεο-ρεαλιστικό εγκώμιο του περιθωρίου. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να αναρωτηθούμε ξανά, αν είναι εφικτό να ζήσουμε σε χώρους μ’ έναν διαφορετικό τρόπο ούτως ώστε να συναντήσουμε νέους “συνενόχους” και νέες πιθανότητες αγώνα που θα ξεσπά ριζοσπαστικά, χαρμόσυνα κι εφευρετικά.

Μάρτης 2006

———————-

Διάχυτη εξουσία, διάχυτη επίθεση

Η εξουσία δε διαμένει σε κάποια Χειμερινά Ανάκτορα που μπορούν να καταληφθούν απ’ τους επαναστάτες, ούτε βασίζεται στα διάφορα κέντρα παραγωγής που μπορούν να καταλάβουν οι εργάτες. Δε συμπεριλαμβάνει απλώς τις πολιτικές, αστυνομικές και νομικές λειτουργίες, αλλά διαθέτει ένα τριχοειδές σύστημα σχέσεων που, μιας και επεκτείνεται στο σύνολο της κοινωνίας, διαμορφώνοντας τις ατομικές και συλλογικές πράξεις. Η εξουσία παράγει και ευνοεί την αναπαραγωγή μορφών ζωής που η διατροφή, η επικοινωνία, η κίνηση, η σκέψη κλπ προσαρμόζονται ευκολότερα στις απαιτήσεις της. Η εξουσία μοιάζει να έχει κυριαρχήσει παντού, μα για τον ίδιο είναι επίσης εκτεθειμένη παντού -προφανώς σε διαφορετικό βάθος στρατηγικής επίθεσης. Όλο αυτό δεν είναι παρά κοινοτοπίες που θα διδάσκονταν ακόμα και σε κάποιο γαλλικό κολλέγιο, όμως αν είναι έτσι, τότε δε θα ‘πρεπε να παραπονιέται κανείς στα σοβαρά για τη ζημιά που προκαλούν οι ταραχοποιοί προς “άσχετους ανθρώπους”. Είτε πρόκειται για ιδιοκτήτες αυτοκινήτων που πυρπολήθηκαν απ’ τους γάλλους αυτοκινητομάχους, είτε για τους απογοητευμένους πελάτες κάποιας κατεστραμμένης τράπεζας, ή για τους αργοπορημένους οδηγούς λόγω ενός οδοφράγματς, κάθε ισχυρισμός ότι αποτελούν έναν τρίτο, άσχετο μ’ όλο αυτό, ισοδυναμεί μ’ έναν ισχυρισμό ουδετερότητας: μια υπόθεση προς κατάρριψη.

Ασφαλώς, κάποιος θα μπορούσε να παρατηρήσει ότι η καταστροφή μιας τράπεζας, μιας φυλακής ή ενός δικαστηρίου είναι κάτι διαφορετικό ποιοτικά απ’ την πυρπόληση ενός αυτοκινήτου στα προάστεια, κάτι που ισχύει αλλά μέχρι ενός σημείου. Για να το αντιληφθούμε καλύτερα, θα μπορούσε κάποιος να διεξάγει το ακόλουθο υποθετικό πείραμα. Ας πάρουμε ως δεδομένο ότι κριτήριο για την ευκρίνεια μιας πρακτικής στην εξέγερση είναι η πιθανότητα γενίκευσής της, οπότε ας υποθέσουμε ότι μια πρακτική θα ακολουθούταν παντού: για παράδειγμα, αν όλες οι τράπεζες καταστρέφονταν, σίγουρα, θα προκαλούνταν ένα χάος αλλά βέβαια θα απείχε ακόμα απ’ το να επιφέρει μια επανάσταση. Ας επαναλάβουμε το πείραμα, με όλα τα αυτοκίνητα αυτή τη φορά να καταστρέφονται. Δε θα ήταν οι συνέπειες το ίδιο, αν όχι και περισσότερο επαναστατικές; Δε θα επέφερε μια ριζική μεταμόρφωση ολόκληρης της κοινωνικής ζωής; Μια υπόθεση που δεν μπορούμε να αρνηθούμε.

~
“Θέλω να πω σ’ όλα τα παιδιά που ζουν σε δύσκολες περιοχές ότι δεν έχει σημασία από που κατάγονται, όλα είναι παιδιά της (Γαλλικής) Δημοκρατίας” -J. Chirac, 14 Νοέμβρη 2005.

“Δημοκρατία είναι μια μορφή διακυβέρνησης που τίθεται πάνω απ’ το λαό, τον χειραγωγεί, τον εκπαιδεύει και τον κάνει ό,τι θέλει. Με τον στρατό της υποχρεώνει τους πιο απείθαρχους να υποταχθούν στους νόμους της. Κι όπως κάθε άλλη διακυβέρνηση, τα μόνα εμπόδια που βρίσκει είναι η αντίσταση των υπηκόων της κι ο φόβος για μια πιθανή εξέγερση” -E. Malatesta

Η ιδεολογία του νομοταγούς πολίτη

“Παιδιά της Δημοκρατίας”: έτσι απευθύνθηκε ο Chirac στους κατοίκους των προαστείων προκειμένου να τους εξευμενίσει -σε μια προσπάθεια να αντισταθμιστούν οι υβριστικές προσβολές του Σαρκοζύ. Όσοι απ’ αυτούς γνωρίζουν πώς λειτουργούν οι δημοκρατικοί θεσμοί, σαν χρυσοποίκιλτες πόρνες, έχουν αρκετούς λόγους να θίγονται: όπως το Κράτος ονομάζεται Πατρίδα όταν είναι έτοιμο να σκοτώσει, αποκαλεί τους υπηκόους του “πολίτες” όταν επιθυμεί τη συνενοχή τους στο νόμιμο έγκλημα.

Η ιδεολογία του πολίτη, βέβαια, έχει δεχθεί κριτική εδώ και πολύ καιρό ως ιδεολογική αντανάκλαση μιας ψευδούς ισότητας που συγκαλύπτει την κοινωνική ιεραρχία, έχει ειπωθεί ότι ο πολίτης δεν είναι παρά η αστική εκδοχή της κοινωνικής ιεραρχίας. Στην υποχώρησή της, η κατάσταση του πολίτη έχει αποκαλύψει τη γυμνή ζωή που ισχυριζόταν ότι έκρυβε. Αυτή ήταν η φρικτή διαπίστωση των δυο παγκοσμίων πολέμων του εικοστού αιώνα: πίσω απ’ τους πολίτες δεν υπήρχε παρά η αστική αντίληψη κοινωνικής ζωής, όμως βαθύτερα, κρυβόταν η γυμνή ζωή που μόλις απαλλάχθηκε απ’ το περιτύλιγμά της, έχασε κάθε αξία, κάθε δικαίωμα, κάθε σεβασμό.

Σήμερα δεν είναι καλύτερα, καθώς οικουμενικά οι πολίτες δεν είναι παρά οι καθημερινοί εκείνοι άνθρωποι που οι συμπεριφορές και τα συναισθήματά τους έχουν ενσωματώσει κάθε κυρίαρχο πρότυπο. Ένας άχρωμος, θλιβερός συμβιβασμός, βασισμένος στην αναισθησία, συγκολλημένος απ’ τον φόβο. Τα τρία συστατικά του σύγχρονου πολίτη είναι η ανικανότητα άρνησης, η αδυναμία αποτελεσματικής δράσης και η ενσωμάτωση της αδυναμίας, ενισχυμένα απ’ την ιλιγγιώδη μείξη τεχνολογικής ανάπτυξης και θεάματος που παράγουν σε πληθώρα κάθε υποκατάστατο ώστε να αποφεύγεται το πανταχού παρόν ενδεχόμενο ψυχολογικής κατάρρευσης, παραίτησης κι απόσυρσης απ’ τον κόσμο. Προκειμένου να εξακολουθεί να ισχυρίζεται κανείς ότι διάγει μια ζωή ήσυχη και “κανονική” στις παρούσες συνθήκες, οφείλει πρώτα να απολέσει την όραση και την ακοή του, κι έπειτα, καθώς τα ανησυχητικά γεγονότα εμφανίζονται παντού και δεν μπορούν πια να αγνοούνται, να εγκαταλείψει τη δυνατότητά του να αντιδρά: εξ ου και η γενικευμένη παραίτηση που αν δεν μετατρέπεται ανοιχτά σε γενική κατάθλιψη είναι γιατί υποστηρίζεται από μια εκτεταμένη χρήση του φόβου, όχι μόνο των άλλων αλλά και του φόβου για το παρόν και το μέλλον του καθενός, και απ’ τις αμέτρητες τεχνοκρατικές μεθόδους του “να ξεφεύγεις”.

Πέρα απ’ την κατάσταση του πολίτη ωστόσο, αναπτύσσονται και διαδίδονται διαφορετικές μορφές ζωής. Όσοι απ’ αυτούς διατηρούν την αίσθηση του ανικανοποίητου απ’ αυτόν τον κόσμο, και επιστρατεύουν τη δύναμη και τη φαντασία τους για να επινοήσουν μορφές αντίδρασης κι επίθεσης ενάντια στην απάνθρωπη κοινοτοπία του, αλλά και το αναγκαίο θάρρος για να τις κάνουν πράξη, τίθενται εκ των πραγμάτων εκτός της ιδιότητας του πολίτη. Διατηρούν τη ζωή τους, τη ζωτικότητα που δεν μπορεί να περιοριστεί απλά στην μια ή την άλλη μορφή επιβίωσης. Απ’ την μια, ανεπιθύμητα προϊόντα αυτής της κοινωνίας, κατακάθια, που διαρκώς επιστρέφουν για να ταράξουν τον ήσυχο ύπνο της, και την ίδια στιγμή λογικά και παθιασμένα όντα της εξέγερσης, παράνομες και βαρβαρικές μορφές ζωής που ακατάπαυστα εμποδίζουν, επιτίθενται και πυρπολούν μέχρι κάθε ίχνος της αδικίας να εκλείψει. Όχι κύριε πρόεδρε, οι εξεγερμένοι της Γαλλίας δεν είναι παιδιά της αιματοβαμμένης δημοκρατίας σας, είναι παιδιά της ίδιας λύσσας που σας περιμένει σε κάθε γωνιά του δρόμου να σας αποδώσει τον λογαριασμό.

~
“Είναι ένα μέτρο ασφάλειας που πάρθηκε για να αποδώσει στην αστυνομία όποια δυνατότητα χρειαστεί προκειμένου να αποκαταστήσει οριστικά την ειρήνη” -J. Chirac

Κατάσταση εξαίρεσης

Η κατάσταση εξαίρεσης είναι ο κανόνας: είναι δύσκολο να βρούμε μια πιο κοινή έκφραση στη σύγχρονη θεωρητική-κριτική παραγωγή λόγου. Είναι εξίσου δύσκολο να βρούμε μια κριτική και πρακτική ανάλυση που να μπορεί να στηρίξει μια τέτοια δήλωση. Η ίδια η έννοια είναι εξαρχής αμφίσημη, καθώς φαίνεται να υπονοεί ότι, ιστορικά ή λόγικά, πίσω απ’ την κατάσταση εξαίρεσης υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρξει κάποιου είδους αγνής εξουσίας που θα μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά, χωρίς καταπίεση, βία κι αδικία. Είναι βέβαια γεγονός ότι είναι η εξουσία καθ’ εαυτόν που είναι καταπιεστική, βίαια κι άδικη. Έχοντας αποσαφηνίσει αυτό, είναι η δύναμη των γεγονότων που μας τραβά να αναζητήσουμε τί υπάρχει πίσω απ’ την κήρυξη έκτακτης ανάγκης.

Επισήμως, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης είναι η συρρίκνωση της νομιμότητας (κι επομένως όλων των δικαιωμάτων κι ελευθεριών που υποτίθεται ότι εγγυάται) προκειμένου να υπερασπιστεί η ίδια η νομιμότητα. Αυτή η διαδικασία, που είναι φαινομενικά παράδοξη, δικαιολογείται τυπικά βάσει μιας οποιασδήποτε απειλής. Το γέγονος ότι γίνεται ο κανόνας, σημαίνει ότι η κατάσταση εξαίρεσης εφαρμόζεται τόσο συχνά, ανεξάρτητα απ’ τις επίσημες διακηρύξεις: απ’ την διαχείριση της μετανάστευσης (που όχι απλά εμπεριέχει εξοντωτικούς περιορισμούς στο “δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης”, αλλά βασίζεται στην ίδια την αρχή των στρατοπέδων συγκέντρωσης, με τα “κέντρα κράτησης”), στην επετειακή ανακήρυξη κόκκινων ζωνών (όπου οι όποιες πολιτικές ελευθερίες πρακτικά καταργούνται), στην διόγκωση του κατασταλτικού μηχανισμού (που πλέον εισβάλει σε κάθε όψη της προσωπικής ζωής των ατόμων, παρά τις δημοκρατικές διακηρύξεις για την “προστασία της ιδιωτικής ζωής”), στην καθημερινότητα της αστυνομικής βίας (η “κακοποίηση” τείνει να είναι ευφημισμός για ό,τι συμβαίνει στους δρόμους ή σε τμήματα), και η λίστα των κανονικών καταστάσεων εξαίρεσης θα μπορούσε να συνεχίζεται για ολόκληρες σελίδες. Είναι προφανές ότι οι νεολαίοι των προαστείων γνωρίζουν πολύ καλά ότι όλα αυτά αποτελούν την “ομαλότητα” καθώς όχι μόνο ζουν οι ίδιοι σε μια χωροταξική κατάσταση εξαίρεσης αλλά και δέχονται την αστυνομική καταστολή σε καθημερινή βάση, σ’ όλο το φάσμα των εξευτελισμών, της κακοποίησης και της ανοιχτής βίας που συνοδεύει μια τυπική εξακρίβωση στοιχείων ή έναν έλεγχο.
Η κήρυξη της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στη Γαλλία δε θα ήταν τόσο σκανδαλώδης στην πραγματικότητα, αν δε στιγματιζόταν από έναν συμβολικό χαρακτήρα: η επαναφορά ενός νόμου του 1955 που εισήχθηκε στη διάρκεια της πολεμικής επέμβασης στην Αλγερία, αποκαλύπτει την οσμή της αποικιακής διαχείρισης στην εσωτερική πολιτική: με άλλα λόγια, ήταν μια επιβεβαίωση απ’ την μεριά της κυβέρνησης ότι στο εσωτερικό της χώρας διεξάγεται ένας εμφύλιος πόλεμος.

Η ομαλότητα της κατάστασης εξαίρεσης, λοιπόν, αναπόφευκτα αποκαλύπτει τη βία που το Κράτος και η νομιμότητά του βασίζονται: βία που σκοπεύει στην πάσει θυσία διασφάλιση του Κράτους (κυρίως με την μορφή του κρατικού μονοπωλίου της βίας: αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές), και βία που σκοπεύει στην εξάπλωση του Κράτους (πόλεμοι, εμπάργκο, φυλακές υψίστης ασφαλείας κλπ). Όμως αυτή η ομαλότητα δείχνει επίσης το πώς η εξουσία είναι διαρκώς σε επιφυλακή για κάποια άμεση απειλή, για τη διάδοση μιας εξεγερτικής δυναμικής που θα ήταν δύσκολο να διαχειριστεί και να καταστείλει, εάν εξαπλωνόταν αποτελεσματικά. Εξ ου και η λήψη αναρίθμητων αποτρεπτικών μέτρων, όπως η ασταμάτητη προπαγάνδα περί τρομοκρατίας, μια διαρκώς επανερχόμενη κρίση και η διάδοση της ανασφάλειας, που μεταμορφώνει τους φόβους μιας σαθρής εξουσίας σε κοινές φοβίες των υπηκόων της.

Η κατάσταση εξαίρεσης, ωστόσο, έχει μια άλλη δυναμική που σπάνια τονίζεται από τη θεωρητική κριτική. Ο Benjamin μίλησε για μια ρήξη του ιστορικού συνεχούς: ένα επαναστατικό ξέσπασμα συμπίπτει με τη διάρρηξη της ομαλότητας, και -με μια διαπίστωση ότι είναι αδύνατον να συνεχιστεί έτσι- θέτει σε κίνηση την καταστροφική του ικανότητα. Οπότε, δεν έχει νόημα να αναζητάμε το πολιτικό πρόγραμμα, τις προοπτικές ή τους στόχους της εξέγερσης. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν παρά μια αξιοθρήνητη οπισθοδρόμηση στο γνωστό “Τί να κάνουμε;”, ένα ζήτημα που μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα χαθεί τελικά στους σκουπιδοτενεκέδες της Ιστορίας. Μπορούμε απλούστερα να αναρωτηθούμε τί μπορεί ο καθένας μας να κάνει γι αυτό, κάθε τί άλλο δε θα ήταν παρά ένα placebo.

~
“Θέλω να ‘μαι αποδεκτή γι’ αυτό που είμαι”-μια 26χρονη αλγερινής καταγωγής

“Εργάτες προσέξτε! Μη στιγματίζετε τους αδερφούς σας, αυτούς που αποκαλούνε κλέφτες, δολοφόνους, πόρνες, επαναστάτες, φυλακισμένους, με το στίγμα της υποτίμησης. Μην τους βρίζετε, μην τους συκοφαντείτε, προστατεύστε τους από ένα τελειωτικό χτύπημα. Δε βλέπετε πώς σας αποδέχονται οι στρατιωτικοί, πώς σας καλούν για μάρτυρες οι δικαστές, πώς σας χαμογελούν οι τοκογλύφοι, πώς σας νουθετούν οι παπάδες και πως σας απειλούν οι μπάτσοι; –E. Coerderoy

Περί Ενσωμάτωσης

Δεν είναι εύκολο να παραμελεί κανείς την αιτία των ταραχών των γαλλικών banlieues: το γεγονός ότι ολόκληρη η ύπαρξή τους εξαρτάται απ’ την κοινωνική αλλοτρίωση είναι τόσο εκκωφαντικό που δεν μπορεί να λησμονηθεί. Όμως ελάχιστοι δείχνουν να κατανοούν τους λόγους αυτής της κατάστασης. Εξ ου και το αίτημα για κοινωνική ενσωμάτωση, για επαναφομοίωση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μια αιτιολογική διαύγεια διαδέχεται το πολιτικό ψέμμα. Όλοι όσοι ζητούν κοινωνική ενσωμάτωση καλή τη πίστει, είναι απλά έρμαια της ψευδαίσθησης ότι η κοινωνία μπορεί να υποστεί μερικές αλλαγές, προκειμένου να μη χρειαστεί ν’ αλλάξουμε κοινωνία. Τουλάχιστον όσοι δεν είναι και τόσο καλόπιστοι, είναι συνήθως πιο ειλικρινείς: έχουν συνείδηση της κοινωνικής πειθάρχησης που υπονοείται σε τέτοια αιτήματα πρόνοιας.

Ενσωμάτωση σημαίνει πρώτα απ’ όλα ένταξη στην εργασία. Όμως η εργασία, στοιχείο του Κεφαλαίου και κατά συνέπεια συνώνυμη της υποταγής και της εκμετάλλευσης, διακρίνεται ολοένα και περισσότερο σε υπερειδικευμένη τεχνοκρατική εργασία και ολοένα και πιο απαξιωμένο μηχανικό-χειρωνακτικό έργο. Αυτά είναι τα δυο πρόσωπα της σύγχρονης επισφαλούς εργασίας: ο αγχώδης μάνατζερ κι ο εξαντλημένος προλετάριος. Περιττό να πούμε ποιό ποιό από τα δύο προορίζεται για τους νέους των προαστείων, άλλωστε αποδεικνύεται απ’ το γεγονός ότι η ελάχιστη ηλικία για να πάει κάποιος βοηθός σε τεχνικές εργασίες είναι σύμφωνα με έναν νέο νόμο του πρωθυπουργού De Villepin τα 14 έτη, όταν η υποχρεωτική εκπαίδευση απ’ το 1959 κρατάει ως τα 16. Την ίδια στιγμή, το σύμφωνο πρώτης εργασίας (CPE), νομιμοποιεί την άμισθη εργασία για τα δυο πρώτα χρόνια απ’ την πρόσληψη.

Τελικά, λίγοι αντιλαμβάνονται ότι είναι το Κεφάλαιο (κι άρα η εργασία η ίδια) που έχει δημιουργήσει την κατάσταση απ’ την οποία τώρα πρέπει να ξεφύγει: κατά την ιμπεριαλιστική επέκτασή του πρωτοεφάρμοσε τις σκληρές συνθήκες που ανάγκασαν εκατομμύρια ανθρώπων να μεταναστεύσουν, καθώς τότε ήταν σε θέση να διαχειριστεί την εισαγωγή και την εκμετάλλευση της υποτιμημένης εργασίας τους στις βιομηχανικές ζώνες (μεταξύ άλλων -την ίδια περίοδο- δημιουργώντας, μέσω των τοπικών δημοτικών συμβουλίων, τις τεράστιες εργατουπόλεις στη θέση των παλιών γειτονιών που υπήρξαν δίκτυα εργατικής αλληλεγγύης). Μετά το δεύτερο μισό των ’70es, οπότε κι έλαβε χώρα η λεγόμενη βιομηχανική αναδιάρθρωση, δηλαδή η μετανάστευση των επενδύσεων προς μέρη του πλανήτη όπου η εργασία ήταν ακόμα φθηνότερη, ο πλεονασματικός πληθυσμός των προαστείων εγκαταλήφθηκε στις συνθήκες ζωής που υφίστανται και σήμερα, δημιουργώντας τις κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν μια έκρηξη του οργισμένου μηδενισμού. Θα δώσει το Κεφάλαιο τη δική του λύση στο πρόβλημα που έχει δημιουργήσει το ίδιο; Θα γίνουμε ξανά μάρτυρες της πιο ανισόρροπης διαλεκτικής μεταξύ Κεφαλαίου κι εργασίας;

Όσον αφορά την εκπαίδευση, τη συμπληρωματική μορφή της ενσωμάτωσης, τα σημαντικά έχουν ειπωθεί ήδη: καθήκον της δεν είναι παρά η προετοιμασία για την εργασία. Αφαιρουμένης -εκ των πραγμάτων- αυτής της λειτουργίας, δεν είναι παρά μια άχρηστη εξάσκηση -στην καλύτερη- και ένας μηχανισμός κοινωνικού ελέγχου -στη χειρότερη, κάτι που έγινε φανερό απ’ την θεσμοθέτηση των ZEP (Ζώνες Εκπαιδευτικής Προτεραιότητας) το 1981, που σήμερα περιλαμβάνουν 20% των μαθητών όλης της χώρας. Εν συντομία, κάθε αίτημα για ενσωμάτωση δεν είναι παρά μια απεγνωσμένη απόπειρα αναβίωσης του κοινωνικού πτώματος με περισσότερη φορμόλη.

Οι αντιφάσεις που περιέχει η λογική της ενσωμάτωσης αφορούν επίσης τους ταραχοποιούς, τουλάχιστον ένα μέρος τους, αυτούς που διεκδικούν το να μιλούν οι ίδιοι για λογαριασμό τους. Απ’ τη στιγμή που η εξέγερση έχει γίνει δεκτή με μεγάλη χαρά, είναι αναγκαίο να κατανοήσουμε αν το ξέσπασμά της αντιπροσωπεύει μια θέληση καταστροφής του συστήματος (όπως, σύμφωνα με την ανάλυση των καταστασιακών, συνέβη στην εξέγερση του Watts), ή απλά των ανισοτήτων του, των οποίων ο δομικός χαρακτήρας δεν γίνεται αντιληπτός. Ένα αξιοσημείωτο στοιχείο, πάντως, καθιστά την πρώτη υπόθεση εξαιρετικά πιθανή: το γεγονός ότι η νεολαία των banlieues θα μπορούσε κάλλιστα να επιβιώνει με άλλα μέσα, π.χ. μέσω του εμπορίου ναρκωτικών και της παράνομης οικονομίας. Ένα απ’ τα καθήκοντα της θεωρητικής κριτικής, ωστόσο, είναι ακριβώς να δείξει ότι μια γενική “ενσωμάτωση” είναι αδύνατη, κι ως εκ τούτου κάθε αίτημα πολιτικών προοπτικών που προέκυψε απ’ το ρήγμα που άνοιξε η εξέγερση, είναι μη-ρεαλιστικό. Με δυο λέξεις, να αρνηθεί τον μονόδρομο της κοινωνικής ενσωμάτωσης ως πανάκεια για την αναπόφευκτη αποσύνθεση του κοινωνικού συστήματος. Όπως είναι αρκετά γνωστό, η δημιουργία του νέου, μπορεί να έρθει μόνο απ’ τον θάνατο του παλιού.

Απρίλης 2006