«Πριν μερικούς μήνες, έκοψα από ένα απ’ αυτά τα γυαλιστερά περιοδικά μερικές παραγράφους απ’ το άρθρο μιας δημοσιογράφου, στο οποίο περιέγραφε πώς θα είναι οι μελλοντικοί τόποι αναψυχής. Είχε πρόσφατα περάσει λίγο καιρό στη Χονολουλού, όπου καθώς φαίνεται η φρίκη του πολέμου δεν είχε γίνει ιδιαίτερα αισθητή. Παρ’ όλα αυτά, ένας ντόπιος είπε σε μια στιγμή πως ‘‘είναι κρίμα που όλη η εφευρετικότητα αναλώθηκε σ’ αυτό τον πόλεμο και δεν βρέθηκε κανείς να επινοήσει τρόπους για να μπορεί ένας κουρασμένος και διψασμένος για ζωή άνθρωπος να χαλαρώνει, ν’ αναπαύεται, να παίζει πόκερ, να πίνει και να κάνει έρωτα, όλα αυτά πακέτο και 24 ώρες το 24ωρο, ώστε να φεύγει μετά νιώθοντας καλά, φρέσκος και πανέτοιμος να ξαναπέσει με τα μούτρα στη δουλειά’’.
Τα λόγια αυτά της θύμισαν, γράφει, ένα επιχειρηματία που είχε γνωρίσει πρόσφατα, ο οποίος σχεδίαζε να φτιάξει ένα ‘‘τόπο αναψυχής, που θα πιάσει όπως παλιότερα είχαν πιάσει οι κυνοδρομίες και οι αίθουσες χορού’’. […]
Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι σε ολόκληρο τον κόσμο σχεδιάζουν σήμερα τέτοιου είδους τόπους αναψυχής. Δεν αποκλείεται να έχουν κιόλας φτιάξει. Μπορεί βέβαια να μην ολοκληρωθούν –αυτό θα εξαρτηθεί από τα γεγονότα στον κόσμο–, ωστόσο το σημαντικό είναι ότι εκπροσωπούν στην εντέλεια την ιδέα που έχει ο σύγχρονος πολιτισμένος άνθρωπος για την αναψυχή. […]
Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτών των μελλοντικών παραδείσων είναι τα εξής:
- Ποτέ δεν είσαι μόνος σου.
- Ποτέ δεν κάνεις κάτι για σένα.
- Ποτέ δεν βλέπεις άγρια φύση ή φυσικά πράγματα.
- Το φως και η θερμοκρασία ρυθμίζονται τεχνητά.
- Η μουσική δεν σταματάει να παίζει.
Η μουσική –αν είναι μάλιστα δυνατόν, η ίδια μουσική για όλους– είναι το πιο σημαντικό από τα παραπάνω συστατικά. Λειτουργία της είναι να εμποδίζει τη σκέψη και τη συζήτηση, και να σκεπάζει κάθε φυσικό ήχο, όπως π.χ. το κελάηδημα των πουλιών ή το σφύριγμα του ανέμου. Ήδη σήμερα, άπειρος κόσμος χρησιμοποιεί συνειδητά το ραδιόφωνο γι’ αυτό το σκοπό. Στα περισσότερα εγγλέζικα σπίτια το ραδιόφωνο δεν κλείνει κυριολεκτικά ποτέ, απλώς ανά διαστήματα αλλάζουν σταθμούς ώστε να μην ακούν τίποτε άλλο παρά ελαφριά μουσική.
Γνωρίζω προσωπικά ανθρώπους που ακούνε ραδιόφωνο ακόμα και στο μεσημεριανό τραπέζι, μιλώντας ταυτόχρονα τόσο δυνατά ώστε στο τέλος δεν ακούγεται παρά μια βαβούρα. Αυτό γίνεται με συγκεκριμένο στόχο. Η μουσική εμποδίζει το να σοβαρέψει η συζήτηση, ή τελοσπάντων ν’ αποκτήσει ένα ειρμό, ενώ την ίδια στιγμή οι σκόρπιες κουβέντες σ’ εμποδίζουν ν’ ακούσεις προσεκτικά τη μουσική και επομένως να σκεφτείς. Η σκέψη τρομάζει:
Τα φώτα να σβήσουν δεν πρέπει ποτέ
Κι η μουσική να παίζει πάντοτε πρέπει
Γιατί φοβόμαστε ποιοι και πού είμαστε να δούμε
Χαμένοι σ’ ένα στοιχειωμένο δάσος
Παιδιά τρομαγμένα απ’ το σκοτάδι
Δίχως στιγμή ευτυχίας και δίχως καλοσύνη.*
Είναι δύσκολο να μη νοιώσεις ότι ο ασυνείδητος στόχος των τυπικών σύγχρονων τόπων αναψυχής είναι μια επιστροφή στη μήτρα. Διότι και εκεί, μόνοι μας δεν ήμασταν ποτέ, ούτε και βλέπαμε το φως της μέρας, η θερμοκρασία ήταν πάντοτε ρυθμισμένη, δεν μας απασχολούσε η δουλειά ή το φαγητό, κι οι σκέψεις μας, αν σκεφτόμασταν, πνίγονταν από ένα αδιάλειπτο ρυθμικό παλμό. […]
Μήπως όμως το να προτιμάει κανείς το κελάηδημα των πουλιών από τη μουσική σουίνγκ, και να θέλει ν’ απομείνουν εδώ κι εκεί έστω κάποιες νησίδες άγριας Φύσης πάνω στον πλανήτη αντί να σκεπαστεί ολόκληρος από αυτοκινητόδρομους με τον τεχνητό φωτισμό τους, κρύβει κάποιο συναισθηματισμό, κάτι το σκοταδιστικό;
Η ερώτηση αυτή προκύπτει αποκλειστικά και μόνο επειδή, ενώ εξερευνά το φυσικό σύμπαν, ο άνθρωπος δεν έχει καμιά διάθεση να ερευνήσει και τον εαυτό του. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτό που αποκαλούμε σήμερα ‘‘αναψυχή’’, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσπάθεια καταστροφής της συνείδησης. Αν αναρωτηθεί κανείς, τι είναι ο άνθρωπος, ποιες είναι οι ανάγκες του και πώς μπορεί να εκφράσει καλύτερα τον εαυτό του, θ’ ανακαλύψει ότι το να σταματήσει να κοπιάζει και να περάσει όλη του τη ζωή, από τη γέννησή του ίσαμε το θάνατό του, με φως από ηλεκτρικές λάμπες και κονσερβαρισμένη μουσική, δεν είναι ικανοποιητική απάντηση. Ο άνθρωπος χρειάζεται ζέστη, σχόλη, ανέσεις και ασφάλεια, όμως χρειάζεται και τη μοναξιά, τη δημιουργική εργασία και μια αίσθηση μυστηρίου.
Αν αυτό το συνειδητοποιήσει κανείς, τότε θα μπορούσε να χρησιμοποιεί τα προϊόντα της επιστήμης και της βιομηχανίας με τρόπο εκλεκτικό, υποβάλλοντάς τα πάντοτε στην ίδια δοκιμασία: αυτό ή εκείνο με κάνει περισσότερο ή λιγότερο ανθρώπινο; Θα μάθαινε τότε ότι η μεγαλύτερη ευτυχία δεν βρίσκεται στο άραγμα, την ανάπαυση, το πόκερ, το πιοτό και το να κάνεις έρωτα, όλα αυτά μαζί πακέτο και 24 ώρες το 24ωρο. Και θα καταλάβαινε πως ο ενστικτώδης τρόμος που νοιώθουν όλοι οι ευαίσθητοι άνθρωποι απέναντι στην καλπάζουσα εκμηχάνιση της ζωής, δεν προκύπτει από κάποιο συναισθηματικό αρχαϊσμό, αλλά είναι απόλυτα δικαιολογημένος. Διότι ο άνθρωπος παραμένει ανθρώπινος μόνο όταν καταφέρνει να βαστάει άφθονο χώρο για την απλότητα στη ζωή του, ενώ οι περισσότερες σύγχρονες εφευρέσεις –και ιδιαίτερα ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο και το αεροπλάνο– δεν κάνουν τίποτε άλλο απ’ το να αποδυναμώνουν τη συνείδησή του, να αμβλύνουν την περιέργειά του και γενικά να τον αποκτηνώνουν.»
Ε. Ά. Μπλαιρ (Τζόρτζ Όργουελ), Τόποι αναψυχής,
Tribune, 11 Ιανουαρίου 1946
Σημ. HS. Ο εφιάλτης δεν έρχεται ποτέ σαν ξένος κι αποτρόπαιος. Σφυρίζει γλυκά αυτά που μας χαϊδεύουν τ’ αυτιά. Το επιβεβαίωσε και ο Γκύντερ Στερν. Πριν λίγες μέρες έκλεισαν 70 χρόνια από τότε που ο Μπλαιρ έγραψε τις παραπάνω σκέψεις και σε δυο μέρες κλείνουν 65 χρόνια απ’ το θάνατό του. Είναι περίεργος μήνας ο Ιανουάριος.
* Στίχοι από το πανέμορφο ποίημα «1 Σεπτέμβρη 1939» του Ουίσταν Χιού Ώντεν. Μιλάει για το ξέσπασμα του 2ου παγκόσμιου πολέμου. Ο Μπλαιρ παρέλειψε τρεις στίχους μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου.
Πηγή: dangerfew
Leave a Reply