Την περασμένη εβδομάδα ο ημερήσιος τύπος αναφέρθηκε λεπτομερώς σε ένα τραγικό γεγονός του κοινωνικού αγώνα. Στα προάστια του Λονδίνου (στο Τότενναμ), δύο Ρώσσοι σύντροφοί μας επιτέθηκαν στο λογιστήριο ενός εργοστασίου και καταδιωκόμενοι από το πλήθος και την αστυνομία επιδόθηκαν σε έναν απεγνωσμένο αγώνα που ακόμα και η αφήγηση του φέρνει ανατριχίλα…
Μετά από σχεδόν δύο ώρες αντίστασης, έχοντας εξαντλήσει τα πυρομαχικά τους και έχοντας τραυματίσει 22 ανθρώπους, εκ των οποίων τους τρεις θανάσιμα, κράτησαν τις τελευταίες σφαίρες για τους εαυτούς τους**. Ο ένας, ο σύντροφος Ζοζέφ Λαπιντύ (αδελφός του τερροριστή Stryge, που σκοτώθηκε στο Παρίσι, στο δάσος Vincennes το 1906) αυτοκτόνησε· ο άλλος συνελήφθη βαριά τραυματισμένος.
Οι λέξεις φαίνονται ανίσχυρες να περιγράψουν το θαυμασμό ή την καταδίκη για τον άγριο ηρωισμό τους. Τα χείλια είναι σφραγισμένα, η πέννα δεν είναι αρκετά δυνατή, αρκετά βροντώδης.
Παρ’ όλα αυτά, θα υπάρξουν στις τάξεις***μας εκείνοι οι δειλοί και οι φοβητσιάρηδες που θα αποκηρύξουν την πράξη τους. Αλλά εμείς από τη μεριά μας, επιμένουμε να δηλώνουμε μεγαλόφωνα την αλληλεγγύη μας.
Είμαστε περήφανοι που υπάρχουν μεταξύ μας άνθρωποι όπως ο Ντυβάλ, ο Πινί και ο Ζακόμπ****. Εμείς σήμερα επιμένουμε να λέμε δυνατά και καθαρά: Οι “ληστές” του Λονδίνου ήταν ένα μαζί μας!
Ας γίνει γνωστό. Ας γίνει επιτέλους κατανοητό ότι στη σημερινή κοινωνία είμαστε η εμπροσθοφυλακή ενός βάρβαρου στρατού. Ότι δεν σεβόμαστε καθόλου όλα εκείνα που συνιστούν την αρετή, την ηθική, την τιμιότητα, ότι είμαστε έξω από νόμους και κανονισμούς. Μας καταπιέζουν, μας διώκουν, μας κυνηγούν. Οι εξεγερμένοι βρίσκουν συνεχώς τους εαυτούς τους προ μιας θλιβερής εναλλακτικής: να υποταχθούν, δηλαδή να καταργήσουν τη θέληση τους και να επιστρέψουν στο ελεεινό κοπάδι των εκμεταλλευομένων ή να δεχτούν τη μάχη ενάντια σε ολόκληρο τον κοινωνικό οργανισμό.
Προτιμούμε τη μάχη. Εναντίον μας , όλα τα όπλα είναι καλά· βρισκόμαστε σε ένα εχθρικό στρατόπεδο, περικυκλωμένοι, παρενοχλημένοι. Τα αφεντικά, οι δικαστές, οι στρατιώτες, οι μπάτσοι ενώνονται για να μας καταβάλλουν. Αμυνόμαστε – όχι με όλα τα μέσα γιατί η πιο ανένδοτη απάντηση που μπορούμε να τους δώσουμε είναι ότι είμαστε καλύτεροι από αυτούς – αλλά με μια βαθιά περιφρόνηση για τους κώδικες τους, τα ηθικά τους αξιώματα, τις προκαταλήψεις τους.
Με το να μας αρνείται την ελεύθερη εργασία, η κοινωνία μας δίνει το δικαίωμα να κλέβουμε. Με το να παίρνουν στην κατοχή τους τον πλούτο του κόσμου, οι αστοί μας δίνουν το δικαίωμα να παίρνουμε πίσω, με όποιο τρόπο μπορούμε, ότι χρειαζόμαστε για να ικανοποιήσουμε τις ανάγκες μας. Ως αντιεξουσιαστές, έχουμε τη φλογερή αποφασιστικότητα να ζήσουμε ελεύθεροι χωρίς να καταπιέζουμε κανέναν, χωρίς να μας καταπιέζει κανένας. Η τωρινή κοινωνία, βασισμένη στον παράλογο εγωισμό του δυνατότερου, στην ανισότητα και στην εκμετάλλευση, μας το αρνείται. Για να μην πεθάνουμε από την πείνα αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε διάφορα μέσα: να δεχτούμε την αποβλακωμένη και εξαχρειωμένη ύπαρξη του μισθωτού και να εργαστούμε ή την επικίνδυνη ύπαρξη του παρανόμου, δηλαδή να κλέβουμε, να ξεμπλέκουμε από το χάλι μέσω τρόπων που κινούνται στο περιθώριο του νόμου.
Ας γίνει γνωστό! Προκειμένου να υπάρχουμε, η εργασία – δηλαδή το να υποταχθούμε στη σκλαβιά του εργοστασίου – είναι όσο μέσο είναι και η κλοπή. Όσο δεν έχουμε κατακτήσει την άφθονη και μεγάλη ζωή για την οποία αγωνιζόμαστε, τα διάφορα μέσα τα οποία η κοινωνική οργάνωση θα μας αναγκάσει να καταφύγουμε δε θα είναι για εμάς τίποτα άλλο από ένα έσχατο καταφύγιο. Έτσι διαλέγουμε, ώστε να είμαστε σύμφωνοι με τις ιδιοσυγκρασίες μας και τις συγκυρίες, τα μέσα που είναι καταλληλότερα για μας.
Οι κώδικες σας, οι νόμοι σας, η “τιμιότητά” σας: δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο τα χλευάζουμε!
Γι’ αυτό, μπροστά στα μούτρα των οργισμένων αστών, αυτών που δικάζουν, των τίμιων κτηνών, των πόρνων της δημοσιογραφίας, εμείς επιμένουμε να φωνάζουμε: “Οι “ληστές” του Λονδίνου είναι δικοί μας!”
Είναι επίσης, παρεμπιπτόντως, ευγενείς ληστές και μπορούμε να είμαστε περήφανοι για αυτούς. Δε θα πούμε μάταια λόγια μετάνοιας, δε θα κλάψουμε μάταια για αυτούς. Όχι! Άλλα είθε οι θάνατοι τους να είναι παράδειγμα και να να χαραχτεί στις μνήμες μας το υψηλό σύνθημα των Ρώσων συντρόφων: ” Οι αναρχικοί δεν παραδίδονται ποτέ!”
Οι αναρχικοί δεν παραδίδονται! Ούτε κάτω από τους πυροβολισμούς των μπάτσων, ούτε μπροστά στις κραυγές του πλήθους ή στην καταδίκη αυτών που κρίνουν! Οι αναρχικοί δεν παραδίδονται!
Αποφασισμένοι να ζήσουν εξεγερμένοι να αμυνθούν ανηλεώς μέχρι το πικρό τέλος, ξέρουν. όταν είναι απαραίτητο, να δέχονται το χαρακτηρισμό των “ληστών”.
Μπορώ να μαντέψω, αγαπητέ αναγνώστη, τη συναισθηματική αντίρρηση που βρίσκεται στα χείλη σου: Μα οι 22 κακομοίρηδες που τραυματίστηκαν από τις σφαίρες των συντρόφων σας ήταν αθώοι! Δεν έχετε καμιά τύψη;
Όχι! Γιατί αυτοί που τους κατεδίωξαν δε θα μπορούσαν να είναι τίποτα άλλο από “τίμιοι” πολίτες πιστοί στο κράτος και την εξουσία. Ίσως καταπιεσμένοι, αλλά καταπιεσμένοι που με την εγκληματική αδυναμία τους, διαιωνίζουν την καταπίεση. Εχθροί!
Απερίσκεπτοι, θα απαντήσετε. Ναι, αλλά και οι άγριοι αστοί είναι απερίσκεπτοι. Για μας, εχθρός είναι όποιος μας εμποδίζει να ζήσουμε. Δεχόμαστε επίθεση και θα αμυνθούμε.
Και δεν έχουμε να πούμε λόγια καταδίκης για τους τολμηρούς συντρόφους μας που έπεσαν στο Τότενναμ, αλλά θαυμασμό για την απαράμιλλη ανδρεία τους και μεγάλη θλίψη γιατί απόψε χάσαμε, πάνω στο άνθος της ρώμης τους, άνδρες με εξαιρετικό κουράγιο και ενέργεια.
Υποσημειώσεις:
1. Στο αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη “bandits” που διαφέρει από π.χ. τη λέξη “robbers” ακριβώς επειδή αποτυπώνει μια γενικότερα ιλλεγκαλιστική θεώρηση των υποκειμένων που περιγράφει.
2. Κάποιες πληροφορίες του άρθρου που θα διαβάσετε παρακάτω, είναι ανακριβείς. Το κείμενο αναφέρεται στους συντρόφους Πωλ “Ελέφαντας” Χέφελντ και Ζακόμπ Λεπιντύ, ναύτες από τη Ρίγα της Λιθουανίας, οι οποίοι ανήκαν σε έναν πυρήνα του παράνομου επαναστατικού δικτύου ¨Φλόγα”. Είχαν απαλλοτριώσει τα χρήματα της μισθοδοσία από μια εταιρία στο Τόττεναμ και στο κυνηγητό που ακολούθησε για πολλά μίλια, πυροβόλησαν 22 από τους διώκτες τους, εκ των οποίων τρεις πέθαναν (μεταξύ των οποίων και ένα δεκάχρονο αγόρι). Οι δύο άνδρες αυτοκτόνησαν, αφού όμως κατάφεραν να δώσουν τα λάφυρα τους σε ένα συνεργάτη τους που τους περίμενε ο οποίος δε συνελήφθη ποτέ.
3. Εννοεί στους αναρχικούς κύκλους.
4. Κλεμάν Ντυβάλ (1850-1935): Αναρχικός ιλλεγκαλιστής, μέλος της διαβόητης ομάδας “Οι Πάνθηρες του Μπατινιόλ”, Πινί: Αναρχικός ιλλεγκαλιστής, οπαδός της ” ατομικής επανάκτησης”, Μαριούς Ζακόμπ: (1879-1954): Αναρχικός ιλλεγκαλιστής, μέλος της επίσης διαβόητης αναρχικής ομάδας ληστών “Οι Εργάτες της Νύχτας”.
Το κείμενο είναι ένα άρθρο του Βίκτορ-Ναπολεόν Λβόβιτς Κιμπάλτσις , που αργότερα έγινε ο γνωστός φιλομπολσεβίκος και αντισταλινικός Βίκτορ Σερζ, από τα νεανικά χρόνια του φλογερού αναρχοατομικισμού του. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Le Révolté (ο Εξεγερμένος) στο τεύχος 36, στις 6 Φλεβάρη του 1909.
Βιβλιογραφία: “Η συμμορία Μπονό, η ιστορία των Γάλλων ιλλεγκαλιστών”, εκδόσεις Ελεύθερος τύπος και “οι εργάτες της νύχτας”, εκδόσεις Δαίμων του Τυπογραφείου.
Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum
Η μετάφραση αυτού του κειμένου είχε αφιερωθεί στον Θεόφιλο Μαυρόπουλο
Leave a Reply