«Η ποσοτική θεώρηση της εργασίας δεν ήταν δυνατό να εμφανιστεί παρά μόνον όταν η εργασία γενικεύτηκε, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα στην Ευρώπη… Πρωτύτερα, οι διάφορες μορφές δραστηριότητας δεν ήταν συγκρίσιμες σε όλο τους το εύρος… όλες οι εργασίες παρουσιάζονταν καταρχήνως ανόμοιες ποιότητες» (Naville, Le Nouveau Leviathan, σ. 371). Ποιοτική εργασία, διαφοροποιούμενη μέσα στη σχέση της με τη διαδικασία, το προϊόν της και τον προορισμό αυτού του προϊόντος. Ιστορικό στάδιο του χειροτεχνικού τρόπου παραγωγής, το οποίο διαδέχεται, στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, η εργασία υπό τη διπλή όψη που παρουσιάζει στην ανάλυση: «Ενώ η εργασία που δημιουργεί ανταλλακτική αξία είναι αφηρημένη, γενική και ίδια εργασία, η εργασία που δημιουργεί αξία χρήσης είναι συγκεκριμένη και ειδική εργασία, η οποία, ως προς τη μορφή και την ύλη, αναλύεται σε αναρίθμητους διαφορετικούς τρόπους εργασίας»[*]. Ξαναβρίσκουμε εδώ το δυναμικό στοιχείο [moment] της αξίας χρήσης: συγκεκριμένη,διαφοροποιημένη, μη συγκρίσιμη εργασία. Σε αντίθεση με το ποσοτικό μέτρο της εργατικής δύναμης, αυτή παραμένει, ως αξία χρήσης, μια ποιοτική δυνητικότητα [potentialite]. Δεν γνωρίζει ούτε συν ούτε μείον. Προσδιορίζεται από τον ιδιαίτερο σκοπό της, το υλικό που κατεργάζεται, ή απλώς επειδή είναι η ενεργειακή δαπάνη του τάδε υποκειμένου την τάδε στιγμή. Η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης είναι το δυναμικό στοιχείο της πραγμάτωσής της, της σχέσης του ανθρώπου με τη χρήσιμη δαπάνη που της κάνει —είναι κατά βάθος μια πράξη κατανάλωσης (παραγωγικής)— και το στοιχείο αυτό διατηρεί, μέσα στη γενική διαδικασία, όλη του τη μοναδικότητα. Στο επίπεδο αυτό, η εργατική δύναμη δεν είναι μετρήσιμη.
Εδώ, ωστόσο, υπάρχει ένα μεγάλο αίνιγμα στη συνάρθρωση της θεωρίας του Μαρξ: πώς γεννιέται η υπεραξία, πώς μπορεί να γεννηθεί το συν και το μείον από την πραγμάτωση —εξ ορισμού ποιοτική— της εργατικής δύναμης; Εκτός αν υποθέσουμε ότι η «διαλεκτική» αντίθεση του ποσοτικού και του ποιοτικού δεν ερμηνεύει κι αυτή παρά μια φαινομενική κίνηση.
Πράγματι έχουμε να κάνουμε εδώ, γι’ άλλη μια φορά, μαζί με την εντύπωση [effet] της ποιότητας και της μη συγκρισιμότητας, με τη φαινομενική κίνηση της πολιτικής οικονομίας. Αυτό που η γενίκευση της εργασίας παράγει τον 18ο αιώνα και αυτό που αναπαράγει εν συνεχεία, δεν είναι η περιστολή [reduction] της συγκεκριμένης ποιοτικής εργασίας από την αφηρημένη ποσοτική εργασία, αλλά διαμιάς η δομική συνάρθρωση των δύο όρων. Με βάση αυτήν ακριβώς την «ψαλίδα» γενικεύεται πραγματικά η εργασία ως αξία όχι μόνον εμπορευματική αλλά και ανθρώπινη. Η ιδεολογία πάντοτε έτσι αναπτύσσεται, με δυαδική δομική διχοτόμηση, λειτουργία της οποίας είναι, στην προκειμένη περίπτωση, να γενικεύσει τη διάσταση της εργασίας. Η ποσοτική εργασία, διχοτομούμενη (ή μάλλον αναδιπλασιαζόμενη στο αποτέλεσμα του ποιοτικού δομικού παιχνιδιού, που είναι αποτέλεσμα κώδικα), περιβάλλει όλο το πεδίο του δυνατού: από δω και στο εξής υπάρχει μόνο εργασία — ποιοτική ή ποσοτική. Το ποσοτικό δεν σημαίνει πάλι παρά τη συγκρισιμότητα όλων των εργασιών σε αφηρημένη αξία– ενώ το ποιοτικό, υπό το έμβλημα της μη συγκρισιμότητας, πηγαίνει πολύ πιο μακριά: σημαίνει τη συγκρισιμότητα κάθε ανθρώπινης πρακτικής με όρους παραγωγής και εργασίας. Ή ακόμη: η αφηρημένη και τυπική καθολικότητα της εργατικής δύναμης/εμπορεύματος υποβαστάζεται από τη «συγκεκριμένη» καθολικότητα της ποιοτικής εργασίας.
Αλλά βλέπουμε ότι αυτό το «συγκεκριμένο» αποτελεί κατάχρηση νοήματος: στο εσωτερικό της ψαλίδας φαίνεται να αντιτίθεται προς το αφηρημένο, ενώ στην πραγματικότητα είναι η ίδια η ψαλίδα που θεμελιώνει την αφαίρεση. Εδώ ακριβώς, στο παιχνίδι από το ένα στο άλλο —από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο, από το ποιοτικό στο ποσοτικό,από την ανταλλακτική αξία στην αξία χρήσης της εργασίας—επισφραγίζεται η αυτονόμηση της εργασίας. Σε αυτό το στρουκτουραλιστικής χροιάς παιχνίδι των σημαινόντων αποκρυσταλλώνεται ο φετιχισμός της εργασίας και της παραγωγικότητας2.
Τι είναι άλλωστε αυτό το συγκεκριμένο της εργασίας; Μαρξ (Grundrisse, Εισαγωγή): «Η αδιαφορία απέναντι σε κάθε καθορισμένο είδος εργασίας προϋποθέτει μια πολύ αναπτυγμένη ολότητα από πραγματικά είδη εργασίας που κανένατους δεν κυριαρχεί πια πάνω σε όλα. Ετσι πάντα οι πιο γενικές αφαιρέσεις γεννιούνται μονάχα εκεί που υπάρχει η πιο πλούσια συγκεκριμένη ανάπτυξη, εκεί όπου εμφανίζεται ένα πράγμα κοινό σε πολλά, κοινό σε όλα»[†]. Αλλά αν καμιά εργασία δεν κυριαρχεί πια πάνω στις άλλες είναι επειδή η εργασία γενικώς κυριαρχεί σ’ όλα τ’ άλλα πεδία, επειδή υποκατέστησε όλες τις άλλες μορφές πλούτου και ανταλλαγής. Η αδιαφορία απέναντι στην καθορισμένη εργασία αντιστοιχεί σε έναν ακόμη πληρέστερο καθορισμό του κοινωνικού πλούτου από την εργασία. Και πώς νοείται αυτός ο κοινωνικός πλούτος που έχει τεθεί καθ’ ολοκληρίαν υπό την αιγίδα της εργασίας, αν όχι ως αξία χρήσης; Η «πιο πλούσια συγκεκριμένη ανάπτυξη» είναι ακριβώς ο ποιοτικός και ποσοτικός πολλαπλασιασμός των αξιών χρήσης. « Όσο περισσότερο οι ιστορικές ανάγκες, αυτές δηλαδή που δημιουργούνται από την κοινωνική παραγωγή και εξαρτώνται απ’ αυτήν, εμφανίζονται ως αναγκαίες, τόσο αναπτύσσεται ο πραγματικός πλούτος. Η ουσία του τελευταίου συγκροτείται αποκλειστικά από την ποικιλία των αναγκών» {Grundrisse, Τετράδιο V).
Δεν έχουμε εδώ το πρόγραμμα μιας εξελιγμένης καπιταλιστικής κοινωνίας; Αδυνατώντας να συλλάβει έναν άλλο τύπο κοινωνικού πλούτου απ’ αυτόν που θεμελιώνεται στην εργασία και την παραγωγή, ο μαρξισμός δεν παρέχει πλέον, μακροπρόθεσμα, πραγματική εναλλακτική προς τον καπιταλισμό προοπτική. Στην υιοθέτηση του διαγενικού σχήματος της παραγωγής και των αναγκών ενυπάρχει μια θαυμαστή απλοποίηση της κοινωνικής ανταλλαγής μέσω του νόμου της αξίας. Μια πρόταση φανταστική, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυθαίρετη και φανταστική όσον αφορά το στάτους του ανθρώπου στην κοινωνία, την οποία διαψεύδει η ανάλυση όλων των πρωτόγονων και αρχαϊκών μορφών οργάνωσης, αλλά και της φεουδαλικής συμβολικής τάξης καθώς κι εκείνη των δικών μας κοινωνιών, εφόσον είναι φανερό ότι όλες οι προοπτικές που διανοίγονται με αφετηρία τις αντιφάσεις του τρόπου παραγωγής μας βυθίζουν απελπιστικά μέσα στην πολιτική οικονομία.
Κάθε διαλεκτική της παραγωγής δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναλαμβάνει την αφαίρεση, το διαχωρισμό της πολιτικής οικονομίας. Και τούτο οδηγεί στη θεμελιακή αμφισβήτηση του μαρξιστικού θεωρητικού λόγου. Όταν η διαλεκτική σχέση συγκεκριμένου/αφηρημένου ορίζεται σε τελευταία ανάλυση από τον Μαρξ ως σχέση μεταξύ «επιστημονικής αναπαράστασης και πραγματικής κίνησης» (αυτό ακριβώς που ο Αλτουσέρ θα το αναλύσει ως παραγωγή ενός θεωρητικού αντικειμένου), γίνεται σαφές ότι αυτή η θεωρητική παραγωγή, παγιδευμένη και η ίδια στην αφαίρεση της αναπαράστασης, δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναδιπλασιάζει το αντικείμενό της, στην προκειμένη περίπτωση, τη λογική και την κίνηση της πολιτικής οικονομίας. Μεταξύ θεωρίας και αντικειμένου (αυτό δεν ισχύει μόνο για το μαρξισμό, ισχύει όμως και γι’ αυτόν), υπάρχει πράγματι μια διαλεκτική σχέση, υπό τη μοιραία μάλλον έννοια ότι και τα δύο εγκλωβίζονται σ’ έναν ανυπέρβλητο αντικατοπτρισμό [specularite]3. Το πέραν της μορφής της παραγωγής, το πέραν της μορφής της αναπαράστασης καθίσταται τότε αδιανόητο.
Η «διαγενική» διπροσωπία του ανθρώπου
Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει αξία χρήσης της εργατικής δύναμης, περισσότερο απ’ όσο υπάρχει αξία χρήσης των προϊόντων, απ’ όσο υπάρχουν αυτόνομα το σημαινόμενο και το αναφερόμενο [referent] — ο ίδιος μύθος δεσπόζει και στις τρεις τάξεις της παραγωγής, της κατανάλωσης και της σημασίας. Η ανταλλακτική αξία είναι αυτή που αναδεικνύει την αξία χρήσης των προϊόντων ως ανθρωπολογικό της ορίζοντα, η ανταλλακτική αξία της εργατικής δύναμης είναι αυτή που αναδεικνύει την αξία χρήσης της, την πρωτοτυπία και τη συγκεκριμένη τελικότητα της πράξης της εργασίας, ως «διαγενικό» της άλλοθι —η λογική των σημαινόντων είναι αυτή που παράγει το «προφανές» της «πραγματικότητας» του σημαινομένου και του αναφερομένου. Παντού, η ανταλλακτική αξία κινείται έτσι ώστε να μην εμφανίζεται παρά ως η αφαίρεση, η αφηρημένη παραμόρφωση ενός «συγκεκριμένου» παραγωγής, ενός συγκεκριμένου κατανάλωσης, ενός συγκεκριμένου σημασιοδότησης. Αλλά είναι η ίδια που υποθάλπει αυτό το συγκεκριμένο ως ιδεολογικό εκτόπλασμά της, ως φάντασμα προέλευσης κι υπέρβασης. Κατ’ αυτή την έννοια, η ανάγκη, η αξία χρήσης, το αναφερόμενο, «δεν υπάρχουν»: δεν είναι δηλαδή παρά έννοιες που έχουν παραχθεί και προβληθεί σε μια διαγενική διάσταση από την ίδια την ανάπτυξη του συστήματος της ανταλλακτικής αξίας4.
Κατά τον ίδιο τρόπο, η διπλή δυνητικότητα του ανθρώπου, αυτή των αναγκών και της εργατικής δύναμης, αυτή η«διαγενική» διπροσωπία του καθολικού ανθρώπου [homme universel], δεν είναι παρά η δυνητικότητα του ανθρώπου έτσι όπως αυτός παράγεται από το σύστημα της πολιτικής οικονομίας. Και η παραγωγικότητα δεν προϋπάρχει ως διαγενική διάσταση, ως ο ανθρώπινος και κοινωνικός πυρήνας κάθε πλούτου, τον οποίο πρέπει να αποσπάσουμε από το περίβλημα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (η αιώνια χίμαιρα των εμπειριστών), πρέπει να τα ανατρέψουμε όλα αυτά και να δούμε ότι είναι η ανάπτυξη ακριβώς της αφηρημένης και γενικευμένης παραγωγικότητας (η ανεπτυγμένη μορφή της πολιτικής οικονομίας) που φέρνει στο φως την ίδια την έννοια της παραγωγής ως διαγενικού σκοπού και κίνησης του ανθρώπου (ή ακόμη την έννοια του ανθρώπου ως παραγωγού).
Μ’ άλλα λόγια, το σύστημα της πολιτικής οικονομίας δεν παράγει μόνο το άτομο ως εργατική δύναμη που πωλείται και ανταλλάσσεται, παράγει την ίδια την αντίληψη της εργατικής δύναμης ως θεμελιώδους ανθρώπινης δυνητικότητας. Το σύστημα απλώνει τις ρίζες του πιο βαθιά απ’ ό,τι στο μύθο του ατόμου που είναι ελεύθερο να ανταλλάσσει την εργατική του δύναμη στην αγορά, φτάνει μέχρι την ταύτιση του ατόμου με την εργατική του δύναμη και με την πράξη «μετασχηματισμού της φύσης σύμφωνα με τους σκοπούς του ανθρώπου». Με μια λέξη, δεν υπάρχει μονάχα ποσοτική εκμετάλλευση του ανθρώπου ως εργατικής δύναμης από το σύστημα της καπιταλιστικής πολιτικής οικονομίας, αλλά και μεταφυσικός υπερκαθορισμός του ανθρώπου ως παραγωγού από τον κώδικα της πολιτικής οικονομίας5. Εδώ σε τελευταία ανάλυση το σύστημα εκλογικεύει την ισχύ του —και ο μαρξισμός κατά τούτο συμβάλλει στην πανουργία του κεφαλαίου, ότι πείθει τους ανθρώπους πως αλλοτριώνονται από την πώληση της εργατικής τους δύναμης, λογοκρίνοντας έτσι την πολύ πιο ριζική υπόθεση ότι μπορεί να αλλοτριώνονται ως εργατική δύναμη, ως «αναπαλλοτρίωτη» δύναμη δημιουργίας αξίας μέσ ’ από την εργασία τους.
Έτσι, αν ο Μαρξ αφοσιώνεται στο απώτερο πεπρωμένο της εργατικής δύναμης που αντικειμενοποιείται μέσα στη διαδικασία παραγωγής, ως αφηρημένη κοινωνική εργασία, δηλαδή στην οπτική της ανταλλακτικής της αξίας — αντίθετα, η ύπαρξη αυτής της ανθρώπινης (ενεργειακής, φυσικής, διανοητικής) ικανότητας παραγωγής, αυτής της παραγωγικής δυνητικότητας που χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο, σε κάθε κοινωνία, και τον ωθεί «να μετασχηματίζει αυτά που τον περιβάλλουν, με σκοπό την ωφέλεια του ατόμου ή της κοινωνίας», αυτού του «Arbeitsvermogen» [δυνατότητας προς εργασία], δεν αμφισβητείται ποτέ από τη μαρξιστική θεωρία: η κριτική και η ιστορία σταματούν κατά παράδοξο τρόπο μπροστά σ’ αυτό το ανθρωπολογικό αξίωμα. Περίεργο πεπρωμένο για μια μαρξιστική έννοια.
Όμοια εμφανίζεται επίσης η έννοια της ανάγκης στη σημερινή λειτουργία της (κατανάλωση της αξίας χρήσης): παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά της μοναδικότητας, της διαφοροποίησης, της μη συγκρισιμότητας, με μια λέξη του «ποιοτικού», όπως και η συγκεκριμένη ικανότητα εργασίας. Αν η μια μπορεί να οριστεί ως «ιδιαίτερος τύπος δράσης που παράγει το δικό της έργο», η άλλη ορίζεται εξίσου καλά ως «ιδιαίτερος τύπος τάσης (ή άλλου κινήτρου, ψυχολογίζοντος φυσικά, διότι όλα τούτα δεν είναι παρά κακή ψυχολογία) που αναζητεί τη δική της ικανοποίηση». Κι αυτή επίσης «αναλύεται, ως προς την ύλη και τη μορφή… σε αναρίθμητους διαφορετικούς τρόπους κατανάλωσης». Με τη μια ο άνθρωπος δίνει ένα χρήσιμο αντικειμενικό σκοπό στη φύση, με την άλλη ένα χρήσιμο υποκειμενικό σκοπό στα προϊόντα. Ανάγκες και εργασία: διπλή δυνητικότητα, διπλή διαγενική ιδιότητα του ανθρώπου, ίδια ανθρωπολογική σφαίρα στην οποία διαγράφεται η έννοια της παραγωγής ως «θεμελιώδους κίνησης της ανθρώπινης ύπαρξης», σαν να ορίζει κάποια ιδιαίτερη ορθολογικότητα και κοινωνικότητα του ανθρώπου. Τις βρίσκουμε άλλωστε λογικά συνδεδεμένες σε ένα είδος τελικής προοπτικής: «Σε μια ανώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας… όταν η εργασία δεν θα είναι μονάχα ένα μέσο επιβίωσης, αλλά θα γίνει, αυτή η ίδια, η πρώτη ζωτική ανάγκη» {Χειρόγραφα του ’44).
Η μαρξιστική θεωρία, ριζοσπαστική όσον αφορά τη λογική ανάλυση του κεφαλαίου, στηρίζεται αντίθετα σε μια ανθρωπολογική συναίνεση με τις εκδοχές του δυτικού ορθολογισμού, στην οριστική μορφή που αυτός έλαβε με την αστική σκέψη του 18ου αιώνα. Επιστήμη, τεχνική, πρόοδος, ιστορία — ένας ολόκληρος πολιτισμός ανασυντάσσεται λοιπόν ως παραγωγός της ίδιας του της ανάπτυξης και ωθείται με διαλεκτική ορμή προς την ολοκλήρωση της ανθρωπότητας, σχεδιασμένη με όρους ολότητας και ευτυχίας. Γένεση, ανάπτυξη, τελικότητα: ο Μαρξ δεν εφηύρε τίποτε απ’ όλα αυτά ούτε αλλάζει τίποτε ως προς την ουσία, ως προς την ιδεατού ανθρώπου που παράγει τον εαυτό του σύμφωνα μ’ έναν ατέρμονο καθορισμό και αενάως ξεπερνάει τον εαυτό του κατευθυνόμενος προς το ίδιο του το τέλος.
Τη μετέφρασε απλώς στη λογική της υλικής παραγωγής και στην ιστορική διαλεκτική των τρόπων παραγωγής. Αλλά η εμμονή στη διαφοροποίηση των τρόπων παραγωγής σημαίνει ότι καθίσταται ανυπέρβλητο το προφανές της παραγωγής ως καθοριστικής βαθμίδας. Σημαίνει ότι γενικεύεται σε όλο το εύρος της ανθρώπινης ιστορίας ο τύπος ορθολογικότητας του οικονομικού ως διαγενικός τύπος του ανθρώπινου γίγνεσθαι. Σημαίνει ότι περικλείεται όλη η ιστορία του ανθρώπου μέσα σε κάτι το οποίο, χωρίς αμφιβολία, δεν είναι παρά ένα γιγαντιαίο μοντέλο προσομοίωσης. Σημαίνει κατά κάποιον τρόπο ότι στρεφόμαστε εναντίον της τάξεως του κεφαλαίου χρησιμοποιώντας ως εργαλείο ανάλυσης το πιο επιτήδειο ιδεολογικό φάντασμα που αυτή επεξεργάστηκε ποτέ. «Διαλεκτική» επιστροφή; Αναρωτιέται κανείς μήπως είναι το σύστημα που οδηγεί εδώ τη δική του διαλεκτική, εκείνη της καθολικής αναπαραγωγής του. Αν κάνουμε την υπόθεση ότι δεν υπήρξε ποτέ και δεν θα υπάρξει ποτέ, στην κυριολεξία, παρά ένας και μοναδικός τρόπος παραγωγής, αυτός που διέπεται από την καπιταλιστική πολιτική οικονομία —καθώς η έννοια αυτή έχει νόημα μόνο σε σχέση με τον οικονομικό σχηματισμό που την παράγει (και κυρίως με τη θεωρία που αναλύει αυτό τον οικονομικό σχηματισμό)— τότε η γενίκευση αυτής της έννοιας, ακόμη και «διαλεκτικά», δεν αποτελεί παρά ιδεολογική καθολίκευση των αξιωμάτων αυτού του συστήματος.
Ηθική της εργασίας — αισθητική του παιχνιδιού
Αυτή η λογική της υλικής παραγωγής, αυτή η διαλεκτική των τρόπων παραγωγής δεν παύει να παραπέμπει, πέρα από την ιστορία, σ’ ένα διαγενικό ορισμό του ανθρώπου ως διαλεκτικού όντος, που γίνεται κατανοητό απλώς και μόνο μέσ’ από τη διαδικασία αντικειμενοποίησης της φύσης. Τούτο έχει βαριές συνέπειες στο μέτρο που, έστω και μέσα από τις περιπέτειες της ιστορίας του, ο άνθρωπος (του οποίου κι αυτή άλλωστε αποτελεί «προϊόν») θα κυβερνηθεί απ’ αυτό τον ξεκάθαρο και οριστικό λόγο, απ’ αυτό το διαλεκτικό σχήμα που συμπεριφέρεται ως υπόρρητη φιλοσοφία. Ο Μαρξ το αναπτύσσει στα Χειρόγραφα του ’44, ο Μαρκούζε το ξαναπιάνει στην κριτική που ασκεί στην οικονομική έννοια της εργασίας («Για την έννοια της εργασίας»): «Η εργασία δεν είναι μια οικονομική έννοια, είναι μια έννοια οντολογική, που συλλαμβάνει δηλαδή το ίδιο το είναι της ανθρώπινης ύπαρξης ως τέτοιο». Παραθέτει από τον Lorenz: «Η εργασία είναι… από κάθε άποψη η πραγμάτωση των απεριόριστων καθορισμών του ανθρώπου μέσ’ από την αυτο-θέτηση της ατομικής προσωπικότητας… η οποία ιδιοποιείται το περιεχόμενο του εξωτερικού κόσμου κι έτσι αναγκάζει τον κόσμο να γίνει μέρος του δικού της εσωτερικού κόσμου». Μαρξ: «Η εργασία είναι η διαδικασία με την οποία ο άνθρωπος γίνεται δΓ εαυτόν μέσω της εξωτερίκευσης… είναι η αυτοπαραγωγή, η αυτο-αντικειμενοποίηση του ανθρώπου». Ώς και στο Κεφάλαιο: «Το προτσές της εργασίας όπως το παραστήσαμε στα απλά και αφηρημένα στοιχεία του είναι σκόπιμη δραστηριότητα για την κατασκευή αξιών χρήσης, για την ιδιοποίηση του φυσικού στοιχείου για τις ανθρώπινες ανάγκες, γενικός όρος της ανταλλαγής της ύλης ανάμεσα στον άνθρωπο και τη φύση, αιώνιος φυσικός όρος της ζωής του ανθρώπου και γι’ αυτό ανεξάρτητος από κάθε μορφή αυτής της ζωής, πιο σωστά, είναι κάτι εξίσου κοινό για όλες τις κοινωνικές μορφές»[‡]. «Η εργασία είναι πρώτα ένα προτσές ανάμεσα στον άνθρωπο και στη φύση… Την ύλη της φύσης ο ίδιος ο άνθρωπος την αντιμετωπίζει σαν μια φυσική δύναμη. Τις φυσικές δυνάμεις που ανήκουν στο σώμα του, τα μπράτσα και τα πόδια, το κεφάλι και τα χέρια, τα βάζει σε κίνηση για να ιδιοποιηθεί τη φυσική ύλη με μια μορφή χρήσιμη για τη δική του ζωή»[§]. Ενώ το διαλεκτικό επιστέγασμα όλων αυτών είναι κατά κάποιο τρόπο η έννοια της φύσης ως «ανόργανου σώματος» του ανθρώπου» — φυσική εξομοίωση του ανθρώπου και εξανθρωπισμός της φύσης6.
Σ’ αυτή τη διαλεκτική βάση, η μαρξιστική φιλοσοφία ξεδιπλώνεται προς δύο κατευθύνσεις: μια ηθική της εργασίας, μια αισθητική της μη εργασίας. Η πρώτη διαπερνά ολόκληρη την αστική και σοσιαλιστική ιδεολογία: είναι η εξύψωση της εργασίας σε αξία, σε τέλος καθ’ εαυτό, σε κατηγορική προσταγή. Η εργασία εδώ χάνει την αρνητικότητά της και αναγορεύεται σε απόλυτη αξία. Όμως η «υλιστική» θέση της διαγενικής παραγωγικότητας του ανθρώπου απέχει άραγε πολύ απ’ αυτό τον «ιδεαλιστικό» καθαγιασμό της εργασίας; Είναι πάντως επικίνδυνα τρωτή. «Καμιά από τις οικονομικές θεωρίες», γράφει στο ίδιο άρθρο ο Μαρκούζε, «στο βαθμό που ξεκινούν από την έννοια της “ανάγκης” και της ικανοποίησής της μέσα στον κόσμο των αγαθών, δεν είναι ικανή να αντιληφθεί την εργασία στην πληρότητά της… η εργασία δεν εδράζεται στην έλλειψη αγαθών… αλλά σε μια ουσιαστική περίσσια της ανθρώπινης ύπαρξης έξω από οποιαδήποτε κατάσταση στην οποία βρίσκει τον εαυτό της και τον κόσμο».
Ζαν Μποντριγιάρ – Ο καθρέφτης της παραγωγής
[*] Μαρξ, Κριτική της πολιτικής οικονομίας, ελλ. έκδ.: Νέοι Στόχοι, σ. 35-36.
(σ.τ.μ.)
[†] Κ. Μαρξ, Βασικές γραμμές της κριτικής της πολιτικής οικονομίας, ελλ. έκδ.:
Στοχαστής, τόμος Α’, 1989, σελ. 69. (σ.τ.μ.)
[‡] Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, Βιβλίο I, κεφ. 5, ελλ. έκδ.: Σύγχρονη Σκέψη, 1975, τ.
1, σ. 197. (σ.τ.μ.)
[§] στο ίδιο, σ. 190. (σ.τ.μ.)
Αναδημοσιεύουμε από: Ταξικές Μηχανές
Leave a Reply