Ήταν 8 χρόνια πριν, τις πρώτες πρωινές ώρες του Μάη, όταν ο σύντροφος MAURICIO MORALES DUARTE χάθηκε με τρόπο αντάξιο ενός εραστή της ζωής, του κινδύνου, της κίνησης και της περιπετιώδους αναζήτησης ευφάνταστων τρόπων εκδίπλωσης των άναρχων παθών. Χάθηκε προτιμώντας την διασπάθιση του αίματός του από τη νηνεμία της επελαύνουσας κοινωνικής σήψης. Όχι σαν άνθρωπος, αλλά σα δυναμίτης. Όχι με το τρέμουλο και τη διστακτικότητα των αναποφάσιστων, αλλά με ψυχρό χαμόγελο και σταθερό, ακλόνητο βάδισμα, πορεύτηκε στις ακρώρειες της ύπαρξης και στις αβύσσους του κοινωνικού πολέμου. Αψηφώντας τον θάνατο και τη συμφωνία που αυτός έχει συνάψει με την επιβίωση, υπερφαλάγγισε ακατάβλητος προσκόμματα και αντιστάσεις, ωθώντας την περιφρόνησή του στα άκρα, σε μια προσπάθεια εξύψωσης.
“Ανόητε αναρχικέ”, μουρμούρισαν και συνεχίζουν να μουρμουρίζουν χαιρέκακα οι στωμύλοι θεατές, αφού η δική τους ζωή έχει καταντήσει ανάξια σχολιασμού, με απότοκο ο θάνατος των ζωντανών να λειτουργεί ως αναμνηστικό της χαμένης κυριότητάς τους. Ο Mauri ποτέ δεν περίμενε ο πάταγος της ύστατης αναπνοής του να δωρίσει οξυγόνο στην αποπνικτική τους ρουτίνα. Ποτέ δεν αναζήτησε ευτράπελα αφιερώματα ως κουστωδία στην προσωπική του πτώση. Δεν ενδιαφέρθηκε για ό,τι οι συνθήκες, οι ναπολέοντες της πολιτικής και οι μετέπειτα αφηγήσεις, ενδεχομένως, θα όριζαν ως σωστό και λάθος. Μία ενιαία ορμή είχε συντονίσει το σώμα του, τις αισθήσεις του και την ηθική του. Όλα τα άλλα -8 χρόνια πριν- ήταν περιττά, καθώς ο Punki Mauri, πλησιάζοντας μια σχολή δεσμοφυλάκων, χάθηκε αστραπιαία λόγω προώρης έκρηξης της βόμβας που μετέφερε στην πλάτη.
8 χρόνια πέρασαν με ενός ακόμα συντρόφου το έργο να καίει αμείωτα στις ακονισμένες αναμνήσεις μας.
8 χρόνια με την απώλεια ενός σύντροφου να πολλαπλασιάζει καθημερινά τα κίνητρά μας για συνέχιση των εχθροπραξιών ενάντια στην κοινωνία της παραίτησης.
8 χρόνια αγόγγυστα υπομένουμε την κανονικότητα, αδημονώντας διαρκώς για την πραγματοποίηση νέων μηδενιστικών επιθέσεων.
Ο Mauricio Morales πολέμησε με τους δικούς του όρους, φεύγοντας νικητής. Περιφρονώντας τον θάνατο, τον φόβο και την κούραση των υποτελών. Η ζωή του, σαν αερόλιθος, έσχισε τη σιγαλιά των αστικών δειλινών, λάμποντας εκθαμβωτικά μέσα στον μητροπολιτικό ζόφο. Από τότε, για πολλούς από εμάς, καμιά νύχτα δεν επέστρεψε στην κάρωση του αδιατάραχου ύπνου. Δε θα μπορούσε άλλωστε, γιατί για εμάς ο Μauricio, όπως και πολλοί άλλοι σύντροφοι, ποτέ δεν ξέπεσαν στο επίπεδο των ηρώων. Για εμάς οι σύντροφοι αυτοί είναι ένα βαθιά προσωπικό ποίημα. Μια έμπνευση κι ένας βόρειος άνεμος που μας συνοδεύουν σε κάθε δευτερόλεπτο σύγκρουσης με την αδρανοποίηση και την αναποφασιστικότητα, θυμίζοντάς μας την εμβρίθεια της ατομικής πράξης. Κι αν η μνήμη τους παραμένει ζωντανή, είναι γιατί τα δικά μας στόματα δε δέχτηκαν να σιωπήσουν.
”Κάποιοι πεθαίνουν πολύ αργά και κάποιοι πεθαίνουν πολύ νωρίς.
Η συμβουλή φαίνεται αλλόκοτη: «Να πεθαίνεις στην ώρα σου! »”
Φ. Νίτσε
Τιμή και δόξα στους πεσόντες συντρόφους
Δ.Ο. Ragnarok
*
«Οπλιστείτε και γίνετε βίαιοι, όμορφα βίαιοι, μέχρι όλα να ανατιναχτούν. Γιατί να θυμάστε ότι οποιαδήποτε βίαιη ενέργεια εναντίον των προωθητών της ανισότητας, είναι απολύτως δικαιολογημένη μέσα στους αιώνες ατελείωτης βίας που έχουμε δεχθεί απ’ αυτούς. Οπλιστείτε και πολεμήστε τη κρατική τρομοκρατία–κάψτε, συνωμοτήστε, σαμποτάρετε, και να είστε βίαιοι, όμορφα βίαιοι, φυσικά βίαιοι, ηθελημένα βίαιοι.»
*
«Πριν πέσω για ύπνο σκέφτομαι τη σύγχρονη εποχή και δεν συνηθίζω τις τεχνητές οσμές. Ούτε το πλαστικό που περιτυλίγει το νερό, ούτε τις μηχανές, ούτε τα στρατιωτικά κράνη, ούτε τις γραβάτες και τα κοστούμια.
Τα χέρια μου δεν συνηθίζουν την τεχνητή σύνδεση σε εικονικούς κόσμους.
Συνδεδεμένες ζωές σε ασύρματα δίκτυα, τα μάτια μου αναζητούν την αιώνια φωτιά της επανάστασης ανάμεσα στο πλήθος πτωμάτων και μόνο από κάποια απομονωμένα βλέμματα προκύπτει το συνειδητοποιημένο άτομο με μάτια στιλέτα που αντιστέκονται στο να πεθάνουν στο δημοκρατικό νεκροταφείο.
Πριν πέσω για ύπνο αγκαλιάζω το χάος ως μια ιδέα που απελευθερώνει το σώμα και τον νου μου. Γιατί παρόλα αυτά, με κάνει να νιώθω ζωντανός.
∆ε θέλω να αναζητήσω το δισκοπότηρο που θα απελευθερώσει μελλοντικές κοινωνίες. Τα δάχτυλά μου αναζητούν την αιματηρή πτήση της καταστροφής των αλυσίδων της ρυθμικής φωτιάς, τον εμπρησμό της εξουσίας και των αφεντάδων της.
Πάνω στον ύπνο μου, οι δράσεις μου είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε αύριο, αφότου ξυπνήσω, θα τσακίσω τη ρουτίνα ,και με μια ατομική δράση, με το στήθος μου σαν φουσκωτή πέτρα, με την καταστροφή αυτής και οποιασδήποτε κοινωνίας.
Κάντε μου μια χάρη: ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΤΕ ΝΑ ΖΗΣΕΙ Η ΑΝΑΡΧΙΑ…»
*
«Μη θυμώνεις γέρικο μολύβι που γράφεις τόση πολλή θλίψη, είναι μόνο ότι απλά σε γνώρισα μια μέρα με λίγη όρεξη …
Συγχώρεσέ με γηραιά βελανιδιά αν κλάψω με λυγμούς κάτω από τα κλαδιά σου, είναι μόνο που δεν αισθάνομαι πολύ καλά, έχω το στήθος μου ανοιχτό εδώ και δύο φεγγάρια τώρα .
Συγχώρεσέ με αγαπητό μου μολύβι που σε εξαναγκάζω στην πίκρα, λάβε υπ’ όψιν σου πως ίσως αύριο να γράψω για τη ζωή και τους αγώνες της και ίσως όλα να είναι πιο δυναμικά, και οι επιθυμίες μου μπορεί να επιστρέψουν, και εσύ μπορεί να μιλάς για πράγματα τόσο όμορφα όσο το γαλάζιο του ουρανού και το κόκκινο των φλεγόμενων οδοφραγμάτων.»
*
«Ο θάνατος με πλησιάζει, μου κλείνει το μάτι και με προσκαλεί για ένα ποτό.
Μου μιλάει για τη συλλογική υστερία, για σωρούς ηλίθιων ανθρώπων που κυβερνούν τον κόσμο και για την εγγύτητα που νιώθει για τη ζωή.
Καθόμαστε και γεμίζουμε τα ποτήρια, καπνίζουμε μερικά τσιγάρα και γελάμε.
Ο θάνατος με πλησιάζει και μου κόβει το δέρμα, γεμίζω το ποτήρι μου με το αίμα μου, το πίνει και το φτύνει, με φιλάει και παίρνω το αίμα μου από το στόμα του.
Ο θάνατος μου λέει πως μ’ αγαπάει, γιατί ξέρει πως είμαι ζωντανός
και πως εμείς, που δεν έχουμε αφέντες, είμαστε αγνοί.
Ο θάνατος με πλησιάζει, μου κλείνει το μάτι, ανοίγει τα πόδια του και με παρακαλά να διεισδύσω μέσα του, γιατί λέει πως θέλει την ουσία μου, γιατί δεν έχω αφέντες ούτε θεούς, ούτε πατρίδα, και γιατί ο θάνατος πιστεύει στην αναρχία, γιατί τον φίλησα και ήπιε το αίμα από το στόμα μου…»
Mauricio Morales
Leave a Reply