Ο ”Ευρωπαικός Μηδενισμός” είναι το πρώτο από τα τέσσερα βιβλία που περιλαμβάνονταν στο έργο ”Η Θέληση της Δύναμης”. Τα άλλα τρία είναι: ”Κριτική πάνω στις ύψιστες αξίες”, ”Αρχή για νέες εκτιμήσεις” και ”Υπακοή και Επιλογή”. Το υλικό αυτό ο Nietsche δεν πρόλαβε να το ολοκληρώσει, γι’αυτό και ό,τι σώθηκε δημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του. Στενά συνδεδεμένος με τα υπόλοιπα τρία, ο ”Ευρωπαικός Μηδενισμός” πιθανόν να αποτελεί μια μορφή επιστεγάσματος του συνόλου.
Οι υπογραμμίσεις με έντονα γράμματα είναι δικές μου, όπως και ο σχολιασμός που ακολουθεί κάθε απόσπασμα.
Πιστεύω πως το κλειδί της κατανόησης του Nietzsche και της θέσης του στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος, είναι η σύλληψη της ιστορικής αναγκαιότητάς του και του μηδενισμού που πρεσβεύει. Ο νιτσεισμός αποτελεί όλο και περισσότερο ”πνεύμα της εποχής”, όσο βαθαίνουν οι καπιταλιστικές σχέσεις. Τα βιβλία του Nietsche είναι best-seller. Σε αυτό δεν πρέπει να δούμε απλώς την ”κυρίαρχη ιδεολογία”, πρέπει να εξηγήσουμε ποιοί δομικοί όροι επιτρέπουν την εξάπλωση του νιτσεισμού, και ποιά αλήθεια μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτόν. Έτσι λοιπόν, εύκολη επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία δεν αρμόζουν στην περίσταση, όπως δεν αρμόζουν σε καθετί λογικό και αναγκαίο.
ΠΡΟΠΛΑΣΜΑ ΓΙΑ ΠΡΟΛΟΓΟ (σελ 11-12)
2.
Όσα καταγράφω σε αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά η ιστορία των δύο αιώνων που έπονται. Κάνω την καταγραφή εκείνου που είναι αναπόφευκτο να έρθει, δηλαδή την κυριαρχία του μηδενισμού.
Και καθώς η ανάγκη είναι ήδη επιτακτική, μπορώ να γράψω από τώρα αυτή τη σελίδα στην ιστορία. Εκατοντάδες ενδείξεις και προμηνύματα μας προαγγέλλουν, κιόλας, αυτή τη μοιραία εξέλιξη που την μουσική της έχουν τεντωθεί να ακούσουν όλα τα αυτιά.
Ολόκληρος ο Ευρωπαικός πολιτισμός, εδώ και καιρό, έχει συγκλονιστεί από την αφόρητη πίεση που την εντείνει η αυξανόμενη δυσφορία, με τρόπο που θυμίζει καταστροφή.
Τούτος ο πολιτισμός μοιάζει με ορμητικό, παράφορο, άγριο ποτάμι που βιάζεται να συναντήσει το τέρμα προς το κύλισμά του.
Αυτός ο ποταμός δεν έχει πια το θάρρος να προβεί σε σκέψεις.
Ο Nietzsche πεθαίνει στις 25 Αυγούστου του 1900. Άρα πρέπει να υπολογίσουμε την κυριαρχία του μηδενισμού, βάσει της προφητείας του, στον 21ο αιώνα. Είναι αλήθεια πως κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ακόμα. Όμως περίτρανα αποδεικνύεται πως ο Nietzsche έχει πιάσει μια αντικειμενική τάση, αυτήν της εξάπλωσης του μηδενισμού. Η άρνηση των ”μεγάλων αφηγήσεων” και ιδεολογιών, είναι σύμπτωμα μιας τέτοιας κατάστασης. Η άρνηση αυτή εντοπίζεται συγκεκριμένα στον ευρωπαικό, και ευρύτερα στον δυτικό κόσμο. Δεν έχει επικρατήσει απόλυτα, έχει όμως κερδίσει αναμφισβήτητα έδαφος, από την εποχή που γράφει ο Nietzsche. Θρησκεία και Ηθική κλονίζονται, και χαρακτηριστικά της ιδιοσυγκρασίας του μηδενισμού, που θα δούμε παρακάτω, με γοργούς ρυθμούς αναπτύσσονται.
Το σημαντικό εδώ είναι πως ο Nietsche βλέπει μια αναγκαιότητα, μια μοίρα, ένα πεπρωμένο: ο μηδενισμός είναι αναπόφευκτος. Αξίζει εδώ να προσέξουμε την αντίφαση: ο μηδενισμός, που αρνείται κάθε προκαθορισμό των σκοπών, θεωρείται ο ίδιος ένας τέτοιος προκαθορισμός, ένα πεπρωμένο.
Η μεταφυσική του Nietzsche, η μεταφυσική του Μοιραίου της Αιώνιας Επιστροφής, είναι το εμμενές όριο κάθε μεταφυσικής. Είναι το μοιραίο του σαπίσματος, του εκφυλισμού, του Μηδενός. Είναι μια μεταφυσική που αρνείται τη μεταφυσική. Είναι η αναγκαιότητα του τυχαίου, η βεβαιότητα της αβεβαιότητας. Όλα αυτά τα παράδοξα κρύβουν την εσωτερική τους διαλεκτική, δεν είναι παρά διαλεκτικά παράδοξα, πραγματικές αντιφάσεις.
4.
Το μελλοντικό ευαγγέλιο με τίτλο ”Η Θέληση της Δύναμης”, δεν θα έπρεπε, σε καμιά περίπτωση, να παρανοηθεί. Όντας δοκίμιο μετατροπής κάθε παραδεκτής αξίας, εδώ εμφανίζεται ως ένα αντικίνημα, τόσο προς την αφετηρία όσο και προς το τέρμα.
Πρόκειται για ένα κίνημα που, κάποτε, σε ανύποπτη ώρα μέλλει να πάρει τη θέση αυτού του απόλυτου μηδενισμού. Όμως, την ίδια στιγμή, αναγνωρίζει την αναγκαιότητα αυτού του λογικού και ψυχολογικού μηδενισμού, καθώς, μόνο μέσα απ’αυτόν θα λάβει χώρα.
Και να γιατί υπάρχει η αναγκαιότητα του μηδενισμού για τούτο το κίνημα: οι ως τώρα καθορισμένες και αναγνωρισμένες αξίες είχαν ως τελική συνέπειά τους το μηδενισμό. Έτσι, ο μηδενισμός αποτελεί την έσχατη λογική κατάντια των αξιών και των ιδανικών μας, αφού μας χρειάστηκε να τον βιώσουμε για να αντιληφθούμε τη πραγματική αξία τούτων των ”αξιών”.
Ό,τι και να’ναι, όποιο και να είναι αυτό το κίνημα, δεν θα αργήσει η ώρα της εμφάνισης των καινούργιων ιδανικών!…
Οι παραδεκτές αξίες τείνουν προς τη διάλυσή τους, τον εκμηδενισμό τους. Σε αυτή την καμένη Γη αναπτύσσεται ο απόλυτος μηδενισμός, που βιώνεται και συνειδητοποιείται με την έκπτωση αυτή των αξιών. Ο Nietzsche καλωσορίζει αυτή την μοιραία εξέλιξη. Όχι απλώς γιατί είναι μοιραία, αλλά και γιατί διαμορφώνει τις κατάλληλες συνθήκες επικράτησης της Θέλησης για Δύναμη, που θα αποτελέσει ”το νέο ευαγγέλιο”. Το σάπισμα όλων των κυρίαρχων αξιών της παράδοσης θα δώσει χώρο στη Θέληση για Δύναμη να κυριαρχήσει, μια ”ανύποπτη ώρα”, δημιουργώντας ζωή από το 0, την ”έσχατη λογική κατάντια” των αξιών. Η (πραγματική) αξία των ίδιων των αξιών είναι μηδενική, αφού μέσα τους στερεύει η ζωή, η θέληση για δύναμη.
Πρέπει να δούμε στην ανάλυση των Nietsche όχι απλώς την αναγκαιότητα του μηδενισμού, την εντροπία (τάση προς αταξία) των συστημάτων αξιών, αλλά και την αναγκαιότητα της συνειδητοποίησης ή επίγνωσης του μηδενός που αποκρύπτουν αυτά τα συστήματα αξιών. Ο μηδενισμός, λέει ο Nietsche στο παραπάνω απόσπασμα, μας χρειάστηκε ως βίωμα για να αντιληφθούμε τη ”πραγματική αξία” (0) αυτών των αξιών. Το βίωμα (ψυχολογικός μηδενισμός) οδηγεί στην αντίστοιχη αντίληψη ή γνώση (λογικός μηδενισμός), σύμφωνα με τα λόγια του Nietzsche.
Αυτό σημαίνει πως ο Nietzsche δεν περιγράφει στην ιστορία των (κοινωνικών) αξιών απλώς μια μοιραία πορεία σαπίσματος, αλλά και μια πορεία Γνώσης, ένα δρόμο προς την Αλήθεια του Μηδενισμού. Η αλήθεια του μηδενισμού μπορεί να οδηγήσει στην κατάφαση της ζωής, τη θέλησης για δύναμη: αν η αξία των παραδοσιακών αξιών είναι μηδενική, τότε απελευθερώνεται από αυτές και καταφάσκεται η ζωή η ίδια, δηλαδή η ζωτικότητα, η δύναμη, απαλλαγμένη από τον βραχνά των αξιακών αφαιρέσεων.
Μπορούμε άραγε να δούμε στον Nietzsche τον εκπρόσωπο μιας μοιραίας πορείας της Γνώσης στην ιστορία της ανθρωπότητας, μιας πορείας που τείνει προς την Αλήθεια του Μηδενός και στην Κατάφαση της Ζωής? Ή θα ήταν κάτι τέτοιο μια ανεπίτρεπτη ”εγελιανοποίηση” του Nietzsche; Δεν θυμίζουν όλα αυτά υπέρμετρα την πορεία του εγελιανού Απόλυτου Πνεύματος προς τη συνειδητοποίηση της ελευθερίας, που υπερβαίνει την αναγκαιότητα μέσα από τη γνώση της; Δεν μας θυμίζει το ”μοιραίο” του Nietsche μια κατευθυντικότητα στην ιστορία των ανθρώπων, προς τη συνειδητοποίηση της ενδεχομενικότητας;
1. ΣΧΕΔΙΟΓΡΑΜΜΑ (13-14)
[…] 2. Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε τη δοξασία του χριστιανισμού ισχύουσα, μια και η ίδια του η φιλοσοφία υπέστη ήττα. Οι ρήσεις: ”Ο θεός είναι αγάπη”, ”Θεός είναι αλήθεια” και ”ο Θεός είναι δικαιοσύνη”, ανταποκρίνονται στο ”ο Θεός πέθανε”, φράση που τη προαισθανόμαστε υπόκωφα.
[…] 5. Οι φυσικές επιστήμες κατακλύζονται από μηδενιστικές τάσεις όπως η αιτιοθεωρία ή μηχανικοθεωρία. Οι νόμοι της επιστήμης, όμως, ταυτίζουν τη ρύθμιση με ενδιάμεσες καταστάσεις.
6. Στο πολιτικό πεδίο δεν υφίσταται πίστη στη δικαιοσύνη ή στην αγνότητα. Τα πάντα υποκύπτουν στην απάτη και στη φιλοσοφία της στιγμής.
7. Η πολιτική οικονομία, εξ άλλου, που έχει καταργήσει τη δουλεία καθώς και την κυριαρχία της πατριαρχικής τάξης και προβάλλει τον τύπο του αναρχικού, είναι μηδενισμός.
8. Μηδενισμό αποτελεί και στην ιστορία ο δαρβινισμός, ή η θεωρία του μοιραίου. Η ύστατη προσπάθεια να του προσδώσει κανείς λογική έννοια ή ακόμη κι ένα θεικό ύφος, δεν συνάντησε καμιά επιτυχία. Όποτε αναφερόμαστε στο παρελθόν, πάντα αισθηματολογούμε.
[…] 10. Ο πιο μεγάλος κίνδυνος αυτή τη στιγμή είναι το ενδεχόμενο ενός καινούργιου βουδισμού, καθώς οι ανθρώπινες επιθυμίες που εξυψώνουν την ανθρώπινη φύση γίνονται αντιληπτές από το ευρωπαϊκό σύστημα, σε σχέση με τον ανέντιμο και παράλογο χαρακτήρα τους.
Κι αν αναρωτηθούμε ποιές σχέσεις υπάρχουν ανάμεσα στην αγάπη, στη δικαιοσύνη και στον πραγματικό κόσμο, θα διαπιστώσουμε ότι παρόμοιες σχέσεις είναι ανύπαρκτες!
Συνοψίζοντας τα παραπάνω αποσπάσματα, έχουμε να πούμε τα εξής: Ο Nietzsche ισχυρίζεται ότι οι ισοδυναμίες Θεός=αγάπη, Θεός=δικαιοσύνη, Θεός=αλήθεια, δεν αποτελούν απόδειξη της επιβίωσης του Θεού στη σημερινή εποχή, αλλά το αντίθετο, αποτελούν απόδειξη του θανάτου του, και της τελικής ήττας του χριστιανισμού, παρά την, κατά τα φαινόμενα, επικράτησή του. Οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν ακόμη περισσότερο σήμερα. Στις ΗΠΑ όλο και πληθαίνουν οι μικρές εκκλησιαστικές κοινότητες που ερμηνεύουν το Θεό σύμφωνα με αρχές όπως η αγάπη (αυτή η τάση είναι και η πιο δημοφιλής). Όμως τέτοιες ερμηνείες στη πραγματικότητα καταστρέφουν το ”Θεό”, καταστρέφοντας την υπερβατικότητά του σε σχέση με την ανθρώπινη κατάσταση. Ο χριστιανισμός, τυπικά κυρίαρχος στον κόσμο, δεν κυριαρχεί ως τέτοιος αλλά μέσω της συμπληρωματικότητάς του με τον αστικό ανθρωπισμό, τα αφηρημένα ανθρώπινα δικαιώματα, κ.α.
Ποιοί είναι όμως για τον Nietzsche οι φορείς του μηδενισμού; Πολύ συγκεκριμένα, είναι α) οι φυσικές επιστήμες β) η ασκούμενη πολιτική γ) η πολιτική οικονομία δ) ο δαρβινισμός.
Οι φυσικές επιστήμες, με την θεώρησή τους περί των αιτιακών σχέσεων και τη μηχανική των σωμάτων, συλλαμβάνουν τον κόσμο ως γίγνεσθαι, από μια δυναμική σκοπιά που κλονίζει την αιώνια σταθερότητα υπέρ της αλλαγής που σταθεροποιείται και της απροσδιοριστίας που προσδιορίζεται με την ενεργό συμβολή του παρατηρητή. Όσο προχωρούν τα χρόνια, τόσο επιβεβαιώνεται ο Nietsche ως προς αυτό. Τα μη γραμμικά συστήματα, οι θεωρίες της πολυπλοκότητας, της πληροφορίας και του χάους, τα δυναμικά οικοσυστήματα, η θεωρία της σχετικότητας, η θεωρία των δικτύων,η πολυπαραγοντική αιτιακή σχέση που υπερβαίνει την αντίληψη της μονοσήμαντης αιτιότητας, όλες αυτές οι τάσεις, άλλες επικρατούσες και άλλες όχι, είναι πράγματι υπό μία έννοια ”μηδενιστικές”. Επικυρώνουν το θρίαμβο στην επιστημονική γνώση της θέσης, πως η στατικότητα και η σταθερότητα, είναι παράγωγα της κίνησης και της αστάθειας, όχι το αντίστροφο. Έτσι εκμηδενίζονται δογματικές σταθερές και αξίες, μέσα από τη νέα σύλληψη του νόμου (μέσω της κατασκευής αποτελεσματικών μοντέλων) και των αξιωμάτων (ως όχι αυταπόδεικτων αληθειών, αλλά ως αποδοτικών αποφάνσεων βάσης).
Η ασκούμενη πολιτική προάγει σύμφωνα με τον Nietzsche μηδενιστικές τάσεις, αποδεικνύοντας πως η τακτική, οι συσχετισμοί δυνάμεων, η μάχη για την εξουσία και τη δύναμη, υπερβαίνουν την αφηρημένη ηθικολογία, τα ιερά και τα όσια. Δικαιοσύνη και αγνότητα δεν φαίνεται να υπάρχουν, μπροστά στο ”κρατικό συμφέρον”, δηλαδή το συμφέρον των ισχυρών μεταμφιεσμένο ως το συμφέρον όλων. Ανεξάρτητα από την πολιτική τοποθέτηση του Nietzsche, βλέπουμε στη σημερινή εποχή όλο και περισσότερο να επικρατούν μηδενιστικές αντιλήψεις της πολιτικής, όπως ”όλοι ίδιοι είναι”, ”σκατά στα κόμματα”, ”όλοι είναι λαμόγια”, κ.ο.κ. Το 0 της πολιτικής, αυτό που προϋποθέτει και οδηγεί στην άρνησή της, σήμερα είναι περισσότερο ορατό από ποτέ. Η απαξίωση της πολιτικής δεν είναι τίποτα άλλο από τον εκμηδενισμό της ως μία από τις κυρίαρχες αξίες.
Ένας μαρξιστής, μπορεί να δει στο γεγονός αυτό, όχι την ασημαντότητα κάθε ”πολιτικής” παρέμβασης, αλλά την αναγκαιότητα που δείχνει η εποχή για μία άλλου είδους παρέμβαση, όπου πολιτική, οικονομία, ηθική, δικαιοσύνη, εκπαίδευση και άλλες διαστάσεις θα είναι αξεδιάλυτα δεμένες και απλές εκφράσεις της πάλης υπέρ του ταξικού συμφέροντος των μισθωτών και της ανθρώπινης χειραφέτησης των πολλών. Η πολιτική είναι μηδενικής αξίας, όταν είναι απλώς ”πολιτική”, αποκομμένη από τις άλλες σφαίρες της κοινωνίας, καλούμενη έτσι σε μια απλή διαχείριση των οικονομικών και άλλων καταστάσεων. Οι υποτελείς απαξιώνουν την πολιτική, συχνά νομίζοντας ότι η πολιτική είναι ζήτημα ηθικής (να είσαι τίμιος, όχι λαμόγιο, δίκαιος κ.α) και όχι ζήτημα σύγκρουσης ταξικών συμφερόντων. Άρα, στην αποκάλυψη από τον Nietzsche της ”Θέλησης για Δύναμη” ως πραγματικό κινητήρα της ιστορίας, πρέπει να εμμείνουμε στη θέληση για δύναμη ανατροπής του ταξικού καθεστώτος, στη θέληση για δύναμη που θα υπερβαίνει εκείνη των καπιταλιστών. Η άρνηση της πολιτικής δεν πρέπει να οδηγήσει, όπως εξηγεί ο Nietsche παρακάτω, σε έναν παθητικό μηδενισμό-βουδισμό (όπως ακριβώς συμβαίνει κατά κανόνα σήμερα!).
Η πολιτική οικονομία είναι σίγουρα η σφοδρότερη δύναμη μηδενισμού στην καπιταλιστική εποχή. Εδώ ο Nietzsche συμφωνεί απόλυτα με τον Marx: το Κεφάλαιο αποιεροποιεί ότι είναι ιερό, ρευστοποιεί ότι είναι στερεό, αυτό οι Marx-Engels το περιέγραψαν ήδη από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Όταν μέτρο των πραγμάτων είναι το χρήμα, που ενσαρκώνει την αγοραστική δύναμη, η θέληση για αγοραστική δύναμη (χρήμα) εκμηδενίζει το κύρος αξιών όπως η Ηθική, η Παιδεία, η Θρησκεία, η Δικαιοσύνη. Η εμπορευματοποίηση των πάντων καθιστά το χρήμα μέσο ικανοποίησης των επιθυμιών και μοχλό συσσώρευσης ισχύος. Το χρήμα και η συσσώρευση κεφαλαίου είναι τόσο ισχυρά μεγέθη, τόσο αποτελεσματικά, τόσο ηγεμονικά, που πείθουν κάθε μέρα για την αναλήθεια των αφηρημένων Αξιών. Το χρήμα είναι και αυτό Αξία, διαφορετική από τις άλλες, ένα αξιακό μέγεθος, που ενσαρκώνει την κοινωνικά αναγκαία αφηρημένη ανθρώπινη εργασία. Είναι ποσοτική αξίαπου κρύβει μέσα της δυναμισμό, μοιάζει να μπορεί να επαυξηθεί συνεχώς, να απειροποιηθεί, σε αντίθεση με όλες τις άλλες ποιοτικές κοινωνικές αξίες.
Η κρατούσα οικονομική θεωρία παρουσιάζει έναν κόσμο όπου ορθολογιστικά, ”μηδενιστικά” υποκείμενα, που δεν πιστεύουν σε τίποτα άλλο πέρα από το ίδιον όφελος, πωλούν και ανταλλάσσουν για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Ο Nietsche βλέπει μια ”αναρχική” τάση εννοώντας την αθεία, τον αμοραλισμό και πάνω από όλα τον ”αντικρατισμό” της αστικής πολιτικής οικονομίας, που θέλει και υπόσχεται την ”αυτορρύθμιση των αγορών”, απουσία του Κράτους. Όταν όμως η καπιταλιστική οικονομία διάγει τη δική της εποχή (εκ)μηδενισμού, τη δική της Κρίση (οικονομικών) Αξιών, τότε αποκαλύπτεται πως μόνο τα αστικά Κράτη, με την ενεργό παρέμβασή τους, μπορούν να βοηθήσουν την άρχουσα τάξη να γλιτώσει από την οργή των εκμεταλλευόμενων.
Ο δαρβινισμός, σύμφωνα άλλωστε και με τον Marx, συνετέλεσε τα μέγιστα στην κυριαρχία μιας υλιστικής κοσμοαντίληψης που προώθησε την εκμηδένισε του Θεού και τον μύθο της δημιουργίας του Ανθρώπου κατ’εικόνα και ομοίωσή Του. Κατέδειξε την εξελικτική συνέχεια των ανθρώπων από τα ζώα, εξήγησε την πορεία αυτή μέσα από έναν λειτουργικό μηχανισμό (τη φυσική επιλογή) και όχι κάποια ανώτερη βούληση. Είναι αλήθεια πως το θέμα μέχρι σήμερα δεν έχει απολύτως κλείσει. Εκτός από τον (νεο)δαρβινισμό, υπάρχουν και άλλες θεωρήσεις, που τείνουν περισσότερο σε μια μεταφυσική αντίληψη. Παρ’όλα αυτά, είναι αναμφισβήτητο πως ο δαρβινισμός ήταν ένα από τα πιο ισχυρά πλήγματα πάνω στην Εκκλησία αλλά και στον ανθρωποκεντρισμό. Μαζί με την ανακάλυψη του α-συνειδήτου και του ηλιοκεντρικού συστήματος, υπήρξε ένα άλμα της ανθρώπινης γνώσης με κατεξοχήν μηδενιστικά αποτελέσματα.
Ο Nietzsche κλείνει τη σειρά αυτή σχολίων λέγοντας πως ο πιο μεγάλος κίνδυνος είναι ο μηδενισμός να πάρει τη μορφή ενός καινούργιου βουδισμού, μιας και το ευρωπαικό σύστημα ερμηνεύει, ασφαλώς, τις ανερχόμενες μηδενιστικές τάσεις ως ανέντιμες και παράλογες απειλές ενάντια στην αυθεντία του. Μέχρι στιγμής, κάτι τέτοιο συμβαίνει. Αντί της ενεργητικής, και στη πράξη, εκμηδένισης των αστικών και κυριαρχικών ταξικών αξιών, βλέπουμε μια παθητική αφομοίωση των ανθρώπων στο Σύστημα, τον εκμηδενισμό της θέλησης για δύναμη και της οδυνηρή παρακολούθηση του αποξενωμένου θεάματος των πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.
2. Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ (15-16)
Αν θέλουμε να δώσουμε έναν ορισμό στο μηδενισμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η θεωρία από την οποία λείπει ο σκοπός. Κι αν ερωτηθούμε γιατί ή τί σημαίνει ο μηδενισμός, θα αποκριθούμε ότι σημαίνει την πτώση κάθε υψηλής αξίας.
Το παραπάνω ίσως να φανέρωνε ένα σθένος του πνεύματος που ανυψώθηκε σε τέτοιο σημείο ώστε να φαντάζουν μάταιοι, πια, οι σκοποί στους οποίους στόχευε, σκοποί όπως πίστεις και πεποιθήσεις, αφού ανάλογοι σκοποί σημαίνουν αναγκαιότητα όρων ζωής ή συμμόρφωση με εκείνη την τάξη πραγμάτων που αποδίδουν δύναμη σε ένα πλάσμα.
Αναφερόμαστε στον ενεργητικό μηδενισμό, ως μια βίαιη ή καταστροφική δύναμη στην ύψιστη μορφή του. Το αντίθετο αυτού μπορεί να ονομαστεί παθητικός μηδενισμός: πρόκειται για τον μηδενισμό που δεν είναι, πλέον, επιθετικός. Η τελειότερη μορφή αυτού του μηδενισμού είναι ο βουδισμός. Γνωρίζουμε τα συμπτώματα αδράνειας, εξάντλησης και αδυναμίας που εκπροσωπεί ο βουδισμός. Σ’αυτόν, οι διάφοροι στόχοι και οι αξίες μοιάζουν μάταια, αν δεν μάχονται μεταξύ τους.Υπάρχει μια αίσθηση αυτάρκειας, καθώς όλα όσα μπορούν να απαλύνουν και να θεραπεύσουν, να κατευνάσουν ή να αποχαυνώσουν, εμφανίζονται με τη μορφή θρησκευτικών, ηθικών ή πολιτικών αξιών.
Με το μηδενισμό εκφράζουμε μια κατάσταση ενδιάμεση, μια και οι παραγωγικές δυνάμεις δεν έχουν ακόμη τη σταθερότητα να τον καθιερώσουν.
Γι’αυτό λέμε και παθολογική αυτή την κατάσταση, αν και αυτός ο όρος είναι γενικός.
Στον μηδενισμό και μάλιστα στον ακραίο μηδενισμό, δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια ούτε απόλυτος ρυθμιστής των καταστάσεων, δεν υπάρχει τίποτα ”καθ’αυτό”.
Κι αυτή η ίδια η άποψη αποτελεί μια ακραία μορφή μηδενισμού. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι οι αξίες που επικρατούν δεν ανταποκρίνονται σε καμιά πραγματικότητα και αποτελούν απλή ένδειξη ισχύος όσων τις δημιούργησαν, προκειμένου να απλοποιήσουν τη ζωή τους.
Μηδενισμός=έλλειψη σκοπού+έκπτωση υψηλών αξιών.
Αυτή η έλλειψη σκοπού όμως, δεν σημαίνει για τον Nietzsche έλλειψη ”κατευθυντικότητας” στην ιστορία. Είδαμε στην αρχή πως ο Nietsche θεωρεί τον μηδενισμό αναπόφευκτο, μοιραία εξέλιξη. Τί αφορά αυτή η κατευθυντικότητα; Kατά την ερμηνεία μας, την πορεία του ανθρώπινου πνεύματος, που ”ανυψώθηκε σε τέτοιο σημείο ώστε φαντάζουν μάταιοι, πια, οι σκοποί στους οποίους στόχευε”. Όπως φαίνεται, ο Nietsche περιγράφει μια ανυψωτική πορεία του Πνεύματος προς την Επίγνωση της έλλειψης προκαθορισμένου
Αυτή η πορεία είναι κοινή, όπως είδαμε, στις φυσικές επιστήμες, στην πολιτική επιστήμη, στην πολιτική οικονομία, στη βιολογία, δηλαδή σε όλους τους βασικούς κλάδους της γνώσης, σε διαφορετικές επιστημονικές εκφράσεις του ανθρώπινου Πνεύματος. Στο επίπεδο του κόσμου, δεν υπάρχει κατευθυντικότητα. Στο ”μετα-επίπεδο” όμως της γνωστικής προσοικείωσης του εαυτού και του κόσμου, φαίνεται να υπάρχει για τον Nietsche μια πορεία αύξουσας επίγνωσης και πραγματικής επικράτησης του μηδενισμού. Αυτή η πορεία δεν έχει ”σκοπό”, πράγμα που θα σήμαινε ανθρωπομορφισμό θεολογικής φύσης και συνειδητότητα, είναι μοιραία, τουλάχιστον από τους τελευταίους αιώνες και ύστερα. Η πίστη των ανθρώπων σε προκαθορισμένους σκοπούς σήμαινε πάντα την υποταγή τους σε μια ορισμένη κοινωνική διάταξη, την υποταγή τους σε μια ορισμένη δεοντολογική αναγκαιότητα επιβεβλημένη στους όρους ζωής τους.
Στη συνέχεια, ο Nietzsche διακρίνει δύο είδη μηδενισμού. Τον ενεργητικό, καταστροφικό και βίαιο μηδενισμό, και τον παθητικό μηδενισμό. Ύψιστη έκφραση του τελευταίου είναι ο βουδισμός, η θρησκεία της αδράνειας, της εξάντλησης, της οδύνης, της αδυναμίας.
Σε μια εκπληκτικά μαρξιστική του απόφανση, ο Nietzsche γράφει πως δεν έχουμε μια ολοκληρωτική επικράτηση του μηδενισμού, παρά μια ενδιάμεση, παθολογική κατάσταση (ανάμεσα στον παλιό αξιακό κόσμο και στον νέο μηδενιστικό), αφού η επικράτηση του μηδενισμού απαιτεί ανώτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων (!). Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε το εξής. Ο μηδενισμός συνδέεται άρρηκτα όχι απλώς με το Κεφάλαιο, αλλά και με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ειδικά της τεχνικής. Και αυτό γιατί η αύξηση της πραγματικής δύναμης των ανθρώπων να μετασχηματίζουν τη φύση με τεχνικά μέσα, αποδεικνύει πως οι άνθρωποι, οργανωμένοι παραγωγικά σε μια κοινωνία, είναι οι πραγματικοί κύριοι της φύσης, και κανείς άλλος (Θεός). Η συνειδητοποίηση αυτή ήρθε στον Διαφωτισμό, όχιμόνο ως αποκάλυψη αυτού που ίσχυε πάντα, αλλά και ως αποτέλεσμα της πραγματικής, ιστορικά καθορισμένης αύξησης της τεχνικής μετασχηματιστικής δύναμης της ανθρωπότητας. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί στη σύλληψη του Κόσμου ως μετασχηματίσιμου και μεταμορφώσιμου, δηλαδή σε μια δυναμική σύλληψη, όπου ο άνθρωπος επιλέγει μεταξύ διαφορετικών δυνατοτήτων, δίνει αυτός μορφή και οργάνωση στην ύλη αλλά και στην ίδια του τη ζωή (οι Αξίες δεν είναι παρά ταξιθετικές αρχές οργάνωσης της κοινωνικής ζωής). Έτσι, οι παραδοσιακές, παγιωμένες Αξίες κλονίζονται, γιατί πια, με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, συνειδητοποιείται η ενδεχομενικότητα κάθε φυσικοκοινωνικής διάταξης, η δυνατότητάς της να οργανωθεί αλλιώς, με άλλες αξίες. Οι αξίες είναι ομοιώματα, ζωτικά ψέματα για την απλοποίηση της ζωής, όπως μας λέει ο Nietsche.
Ο Nietzsche, διατυπώνοντας τη θέση του ”ακραίου” (ολοκληρωτικού) μηδενισμού, καταλήγει πως δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια, απόλυτος σκοπός στη ζωή. Ισχυριστήκαμε όμως ότι σε ένα μετα-επίπεδο, ο ίδιος ο ακραίος και ενεργητικός μηδενισμός αποτελεί για τον Nietzsche απόλυτη αλήθεια και επίγνωση. Όχι απλά αλήθεια, αλλά μοιραία εξέλιξη, αναγκαιότητα. Πρόκειται για το κλασικό παράδοξο του σκεπτικισμού. Το δόγμα της αποδόμησης των δογμάτων. Πιστεύουμε πως το παράδοξο αυτό είναι, όπως το διατυπώσαμε, πραγματικό παράδοξο, αληθινή διαλεκτική αντίφαση. Αξίωση απόλυτης αλήθειας προβάλλει ο Nietzsche, και όταν εκφράζει τη δογματική θέση, πως όσες αξίες επικρατούσαν ως σήμερα δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα, και αποτελούν απλώς ενδείξεις της ισχύος αυτών που τις επέβαλλαν, για να απλοποίησουν τη ζωή τους (εξασφαλίζοντας τη συναίνεση των υποτελών, στερεώνοντας την κυριαρχία τους).
Θεωρούμε ότι κάπου εδώ τελειώνει ο Nietzsche και αρχίζει ο Hegel. Αλλά, ακούγοντας τις θορυβώδεις κραυγές αυτών που συκοφαντούν την εγελιανή διαλεκτική και τον επαναστατικό της πυρήνα, όπως θα έλεγαν οι Marx και Engels, θα συνεχίσουμε με τον Nietzsche.
Leave a Reply