«Τρόμαξα που βρέθηκα στη μέση του τίποτα, ένα τίποτα εγώ ο ίδιος. Ένιωσα πως ασφυκτιούσα, στη σκέψη κι αίσθηση ότι τα πάντα είναι τίποτα, ατόφιο τίποτα».
Τζάκομο Λεοπάρντι
Η μεταφορά της «ψυχικής ασθένειας» αποστερεί απ’ το άτομο οτιδήποτε είναι κατεξοχήν μοναδικό και προσωπικό στον τρόπο ζωής του, στη μέθοδο με την οποία αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και εντός της τον εαυτό του. Πρόκειται για μία απ’ τις πιο επικίνδυνες επιθέσεις κατά του ενικότροπου, γιατί διαμέσου αυτής το άτομο επανεισάγεται πάντοτε στο κοινωνικό, στο συλλογικό, στη μόνη «υγιή» διάσταση ύπαρξης.
Οι συμπεριφορικές νόρμες που ρυθμίζουν την ανθρώπινη μάζα γίνονται απόλυτες, η «αποκλίνουσα» πράξη που ακολουθεί μια διαφορετική λογική γίνεται ανεκτή μονάχα όταν απογυμνώνεται απ’ το ιδιάζον της «νόημα», απ’ την προκείμενη «λογικότητα» την οποία υποκρύπτει. Οι όποιες αιτιολογήσεις συνδέονται μόνο με συλλογικές πράξεις, που μπορούν να επανεισάγονται, αν όχι στους κωδικούς της κυρίαρχης κουλτούρας, τότε σ’ εκείνους των διαφόρων εθνοτικών, ανταγωνιστικών και ποινικών υποκουλτούρων οι οποίες υπάρχουν. Έτσι, η κατανομή νοημάτων, συμβόλων και ερμηνειών της πραγματικότητας εμφανίζεται ως το καλύτερο αντίδοτο στην τρέλα.
Άρα, όποιος ξαφνικά σκοτώνει την οικογένειά του είναι φρενοβλαβής, ή καλύτερα, ένα «τέρας», ενώ όποιος βάζει φωτιά σ’ ένα καταφύγιο αλλοδαπών παρουσιάζεται ως ξενόφοβος (εκ της μεθόδου, το πολύ να κριθεί λίγο βεβιασμένος, μα παραμένει εντός των ορίων της λογικής) κι όποιος σφαγιάζει σε κατάσταση κηρυγμένου πολέμου δεν είναι τίποτε άλλο παρά «καλός στρατιώτης».
Άρα, σύμφωνα με την ταξινομητική γενίκευση που βάζει τους πάντες στο ίδιο τσουβάλι, απαλλοτριώνοντας τη βιωμένη τους ενικότητα, οι φρενοβλαβείς είναι «επικίνδυνοι για την κοινωνία». Ειλικρινώς, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να συμφωνήσει μ’ αυτήν τη διαπίστωση, σίγουρα όχι λόγω της υποτιθέμενης και πρότερης επιθετικότητας και βίας που αποδίδεται σε όσους υπόκεινται σε ψυχιατρική διάγνωση (οι κάθε είδους ψυχίατροι και εκπαιδευτές είναι αναμφίβολα πολύ πιο επικίνδυνοι), αλλά επειδή εν γνώσει ή εν αγνοία τους έχουν παραβιάσει τους ουσιαστικώς ποσοτικούς κώδικες που συνιστούν ομαλότητα/κανονικότητα. Αυτό που εκπλήσσει είναι ότι, ύστερα από πολλά χρόνια εξημέρωσης, υπάρχει έστω και κάποιος που δεν ανταποκρίνεται σε πολιτιστικά ερεθίσματα, αν όχι εντελώς αυτόματα, τουλάχιστον μ’ έναν άκρως προβλέψιμο τρόπο. Η απροβλεψία είναι η πηγή της μεγαλύτερης αγωνίας για κάθε κοινωνία και τους φύλακές της, διότι συχνά πρόκειται περί της ποιότητας του ατόμου – κανένα κίνητρο, καμιά αξία, κανένας σκοπός που να είναι κοινωνικώς κατανοήσιμα, μονάχα μια ατομική λογική, κατ’ ανάγκην ανώμαλη/αντικανονική.
Η άμυνα έναντι αυτού του κινδύνου ανατίθεται στις διακηρύξεις της επιστήμης. Με άλλα λόγια, η «ανθυγιεινή» χειρονομία, της οποίας ο δημιουργός δεν φέρει ευθύνη, παραμένει συνέπεια μιας εξωγενούς αναποδιάς που θα μπορούσε να πλήξει και να δώσει έναυσμα σε χιλιάδες ανθρώπους σαν και του λόγου του. Ο μηχανισμός λοιπόν είναι καλά μελετημένος: μια χειρονομία στερούμενη νοήματος, στερούμενη μιας υποκρύπτουσας βούλησης γίνεται αβλαβής, κι έτσι είναι εύκολο να εξουδετερωθεί, μαζί με τον δημιουργό της, υπό το άλλοθι –που ’ναι κι αυτό «κοινωνικό»– της ίασης.
Η ψυχιατρική διάγνωση πέφτει πάνω στο άτομο σαν τσεκούρι, ακρωτηριάζοντας τη γλώσσα του, το νόημά του, τα μονοπάτια που τράβηξε στη ζωή του. Υποστηρίζει πως όλα τούτα τα εξαλείφει ως παράλογα, αλόγιστα. Ενώπιόν τους ο ψυχίατρος συμπεριφέρεται τηρώντας την εξολοθρευτική στάση εκείνου που μεταμορφώνει τις εμπειρίες της ζωής σε δυσλειτουργίες της ψυχής, τα συναισθήματα σ’ έναν κακοήθη όγκο που πρέπει ν’ αφαιρεθεί.
Οι ψυχίατροι, ως τεχνικοί της βεβαιότητας, είναι η πιο αποτελεσματική αστυνομία της κοινωνικής τάξης. Η πραγματικότητα, σαν το νόημα της ύπαρξης, διαθέτει σαφή και κατηγορηματικά όρια σύμφωνα με αυτούς τους ιερείς που περιφέρονται με τις λευκές ρόμπες. Η αποστολή τους: να «επαναφέρουν» όσους έχουνε χαθεί αποτολμώντας να διαβούν τα στριφογυριστά μονοπάτια της ανοησίας «στα συγκαλά τους».
Μπορεί η αστυνομία να περιορίζεται, όπως λέγεται συνήθως, στο τσάκισμά σου, όμως ο ψυχίατρος απαιτεί κιόλας να σε ακούσει να λες: «Σας ευχαριστώ, είμαι καλά τώρα».
Το κομβικό σημείο στη συζήτηση δεν έγκειται στους τέσσερις τοίχους και στα σίδερα του ασύλου, ούτε στα ηλεκτροσόκ και στα κρεβάτια βίαιης καθήλωσης, μήτε σε μια κακή σε αντιδιαστολή με κάποια καλή ψυχιατρική, αλλά στην ίδια την «ψυχιατρική σκέψη», υπό την έννοια του να βάζουμε με τον νου μας οποιονδήποτε αντιμετωπίζει διαφορετικά υποκείμενα με την κλινική ματιά της διάγνωσης, πάντοτε γυρεύοντας τα συμπτώματα μιας παθολογίας σε αυτά, προκειμένου να ακυρώσει τη διαφορετικότητα με μια «θεραπεία», που τα επαναφέρει ώστε να είναι περισσότερο σαν εμάς.
Αν ο αληθινός σκοπός των «νέων δομών» ψυχιατρικής ήταν η διέγερση της δημιουργικότητας, της ατομικής ανάπτυξης, η απελευθέρωση της επικοινωνίας και η εξέλιξη της ικανότητας για σύναψη σχέσεων, δεν θα ’τανε «ψυχιατρικές» δομές ή τόποι «θεραπείας/αποκατάστασης», αλλά μάλλον ιδανικοί τόποι για τον καθέναν και την καθεμιά, τόποι ελευθερίας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι δομές δεν είναι τίποτε άλλο από γκέτο, στα οποία δεν συναντά κανείς άτομα που αλληλεπιδρούν στο επίπεδο της αμοιβαιότητας, αλλά, απεναντίας, δύο «κατηγορίες» προσώπων σε ασύμμετρες θέσεις: τους επαγγελματίες και τους πελάτες, τους υγιείς και τους νοσούντες, αυτούς που βοηθάνε κι αυτούς που βοηθιούνται. Σε αυτά τα μέρη οι υγιείς προσπαθούν να πείσουν τους νοσούντες ότι αυτό που έκαναν και σκέφτονταν ως εκείνη την ώρα ήτανε λάθος, ή μάλλον «ανθυγιεινό», και μέσω της «εύθυμης» μεθόδου της ομάδας συνάντησης, του χορού, του θεάτρου και της μουσικής… τους οδηγούν προς τις δυαδικότητες της ομαλότητας/κανονικότητας.
Η «αυτονομία» και «αυτοπραγμάτωση» περί τις οποίες πλαταγίζουν τις γλώσσες τους οι δημοκρατικοί αυτοί χειριστές είναι αποκλειστικά δικές τους, και κατ’ αυτούς είναι αναγκαίο να συμμορφώνεται κανείς, προκειμένου να ’ναι σε θέση να βγει απ’ τον περίβολο της επούλωσης. Τα ψυχιατρικά φάρμακα αυτά καθαυτά, ως αναλγητικά (αναισθητικά) για το μυαλό, σηματοδοτούν την απόπειρα παρεμπόδισης κάθε εξέλιξης, κάθε διόδου –όσο οδυνηρή κι αν είναι ώρες ώρες αυτή– που ένα άτομο βάζει μπροστά ως αντίδραση σε ό,τι το καταπιέζει. Χωρίς να δίνουμε έκταση στην όλη διαδικασία, σε τούτη τη στιγμή «κρίσης» –που δεν αποτελεί απαραιτήτως ένα πέρασμα προς την απελευθέρωση–, το γεγονός παραμένει ότι η απάντηση της εξουσίας είναι γενικευμένη νάρκωση, συλλογική αποβλάκωση, που μας καθιστά στάσιμους κι ήρεμους, αγκυροβολημένους στην ατάραχή μας μιζέρια.
Άρθρο του Μάρκο Μπεάκο [Marco Beaco], δημοσιευμένο στην ιταλική αναρχική εφημερίδα Canenero (1994/7)· η απόδοση στα ελληνικά βασίστηκε στην αγγλική μετάφραση του Βόλφι Λάντστράιχερ [Wolfi Landstreicher].
Πηγή: NegativeReviews
Leave a Reply