Πόσες και πόσες φορές διακηρύξαμε περίτρανα πως ”φτάνει”, πως ”δεν πάει άλλο”. Πόσες και πόσες φορές σιχτιρίσαμε για τον ρημαγμένο χρόνο, τα κατακερματισμένα πρωινά, τα καταρρακωμένα βράδια, το υπαρξιακό κενό του 24ώρου, και τον παγετό που αυτό κληροδοτούσε στα μάτια και τη συνείδηση. Πόσες και πόσες φορές ματώσανε τα σώματά μας και κυρίως τα μυαλά μας από την, κατ’ ουσίαν, άνευ όρων παράδοσή μας στον αυτοματισμό της παραγωγής. Απ’ τα σχολικά κάτεργα, τις πανεπιστημιακές νησίδες, τους χώρους εργασίας, ως τα γκρίζα ιδιωτικά κλουβιά που βαφτίσαμε σπίτια, και στα οποία στεγάσαμε κάθε φορά τις γοερές κραυγές μας για το μάταιο της ύπαρξής μας.
Κάθε μέρα και μια παραίτηση, κάθε μέρα κι ένας θάνατος, κάθε ύπνος και βάλσαμο για να συνεχίσουμε ν’ αναπνέουμε, κάθε αϋπνία και υπενθύμιση ότι το μάταιο είναι εκεί, κι εμείς, απογυμνωμένες και αδύναμοι, να δαγκώνουμε τα χείλη μας στη σκέψη των υφαρπαγμένων μας στιγμών.
Πόσες και πόσες φορές τελικά βγάλαμε την οργή και την απελπισία στους δρόμους. Δώσαμε ονόματα στους εχθρούς μας, ντύσαμε με βαρύγδουπα λόγια τις -ιστορικά σημαντικές ίσως- πράξεις μας, και πιστέψαμε στο συλλογικό μας φαντασιακό. Κατακτούσαμε έστω και στιγμιαία τον κλεμμένο χρόνο, χλευάζαμε το εμπόρευμα, φτύναμε την αξία.
Κάθε μας λεπτό και ζωή, κάθε μας ανταρσία και επανασύνδεση με την απολεσθείσα σωματικότητά μας, κάθε μικρή ή μεγάλη μας νίκη και βάλσαμο για να συνεχίσουμε ν’ αναπνέουμε, μα τελικά, τα χέρια που κινούν τα νήματα των σωμάτων μας έστεκαν ακόμα εκεί, αγέρωχα, με διαφορετικά ονόματα ανά ιστορική συγκυρία, μα πάντα ίδια επί της ουσίας. Παραχωρούσαν ένα για να κατακτήσουν δέκα.
Και κάπου εκεί, το μάταιο ξαναχτύπησε την πόρτα, κι εσύ, με πανίσχυρα πλέον αντισώματα, και με την απάθεια να σε κυριεύει, είπες να πεθάνεις. Τιθάσευσες κάθε πάθος, κάθε αξιοπρέπεια, αγόρασες ελπίδα απ’ τα ίδια χέρια που σου έσφιγγαν τον λαιμό, και όταν είδες ότι παρέμεινες ένας άχρηστος κρίκος στην αλυσίδα της παραγωγής, κάπου εκεί τα παράτησες όλα. Κούρνιασες στον μικρό οικιακό σου τάφο. ”Πάνε οι καλές οι μέρες”, είπες. Μα τέτοιες για εμάς δεν υπήρξαν ποτέ. Να τι παρέλειψες: σχεδόν τρεις αιώνες κυριαρχίας του κεφαλαίου, της αστικής δημοκρατίας και της τεχνοβιομηχανικής επέλασης, αλλά και αρκετές χιλιετίες εκμεταλλευτικών και ιεραρχικών οικονομικο-πολιτικών καθεστώτων, πατριαρχίας, και κυνηγιού για την ανάδειξη προνομίων, με ποικίλους ιστορικά τίτλους.
Κάπου εκεί είναι όπου δε βγήκε η εξίσωση, κάπου εκεί χαώθηκε το βάθος της ψυχοσύνθεσής σου. Ήθελες να είσαι με τους προνομιούχους των εξουσιών ή τους μη προνομιούχους αυτού του κόσμου; Μήπως ήθελες απλώς να αυξήσεις ή να διατηρήσεις τα ήδη υπάρχοντα προνόμιά σου; Ή μήπως ήθελες να σπάσουν τα δίπολα προνομιούχων και μη, να καούν στη φωτιά τα κριτήρια των διαχωρισμών αυτών;
Εμείς κάναμε τις επιλογές μας.
Ο κόσμος κινείται αλλεπάλληλα. Κάθε άτομο, κάθε μόριο, κάθε μορφή ζωής. Έτσι κινούμαστε κι εμείς. Εκεί που όλα ρέουν ομαλά, μέσα στο σκοτάδι, παίρνουμε τις αιρετικές και καταραμένες ψυχές μας, και κινούμαστε ανάστροφα στη ροή του χρόνου. Χαλάμε την ησυχία της νύχτας, γεμίζουμε ρωγμές τα τσιμεντένια καταγώγια της επιτήρησης, της τάξης και της ασφάλειας, για μια στιγμή ηδονής, για μια στιγμή ξέφρενης ανάσας στην καθημερινή σήψη. Κάνουμε ό,τι είχαν απαγορεύσει οι γονείς αυτού του κόσμου. Είμαστε τα ”άρρωστα” παιδιά του, που χαίρονται να παίζουν στα σκοτεινά στενά της μητρόπολης και να οργιάζουν με ό,τι έχει απαγορευτεί από τους άρχοντες της ηθικής και του ”σωστού”. Είμαστε ο σπόρος που θα ξεβράσει την άνομη, χωρίς κανόνες και όρια, ζωή, γιατί αυτό θέλουμε, γιατί μπορούμε, και απλά το κάνουμε.
Αβέβαιο το πώς θα κυλήσει η ύπαρξή μας. Χαμένες οντότητες, να πλανόμαστε στην ένταση της στιγμής, καθώς έχουμε κηρύξει τον ασύμμετρό μας πόλεμο στο σήμερα. Aυτό το σήμερα με τους μεγάλους άρχοντες, τους γεμάτους μιζέρια αναρριχώμενους δουλευταράδες, που απλά συντηρούνται και συντηρούν τον χλωμό και ουδέτερο κόσμο που οι πρόγονοί τους επιμελώς ετοίμασαν γι’ αυτούς. Έναν κόσμο εθνών, περηφάνιας και πίστης, έναν κόσμο αντιδιαμετρικό σε κάθε δική μας επιθυμία και διεκδίκηση ζωτικού χώρου. Φώτισαν καλά την εύθραυστη βιτρίνα του, για να θρέψουν στους πάντες προσδοκίες και ελπίδες κάποια στιγμή ν’ αγγίξουν το επίπλαστο μεγαλείο του, την ετερόφωτη λάμψη του. Τον οχύρωσαν με νόμους και κανόνες, φυλακές και δικαστήρια, επιτήρηση και παρακολούθηση, και τσουτσέκια με στολές πού ‘χουν χαραγμένα όλα τα παραπάνω, και παρέχουν την ασφάλεια.
Μα όσο αναπνέουμε εμείς, θα προσπαθούμε κάθε μέρα αυτή η ασφάλεια να βάλλεται. Είμαστε οι σκιές αυτών που υποφέρουν, μα έχουν την ”τρέλα” να ριχτούν αντιμέτωποι σε κάθε εξουσιαστική δομή. Ακόμα κι αν η υλική ήττα μας -ο θάνατος ή η φυλάκισή μας- είναι ένα σενάριο τόσο ρεαλιστικό και πιθανό, δε θέλουμε να δώσουμε κανένα κομμάτι των αγνών και τρυφερών μας συναισθημάτων στον κόσμο της επιβολής και της καταπίεσης. Γι’ αυτό ετοιμάζουμε το ψυχρό μας μίσος και την περίτρανή μας απέχθεια σε δοχεία με μπαρούτι, κι ένα ρολόι που μετράει ανάποδα απ’ ότι ο χρόνος σας.
Ξημερώματα Σαββάτου 24 Μαρτίου 2018.
Τοποθετήσαμε σε φυλάκιο στην πίσω πλευρά των δικαστηρίων της Ευελπίδων, ωρολογιακό εκρηκτικό μηχανισμό χαμηλής έντασης, με σχεδόν μισό κιλό μαύρο μπαρούτι.
Γνωρίζουμε πως ο μηχανισμός μας λειτούργησε επιτυχώς, καθώς, ενώ ήδη είχαμε απομακρυνθεί αρκετά απ’ το σημείο, ακούσαμε τον ήχο της έκρηξης, ακριβώς στον χρόνο όπου είχαμε ρυθμίσει το ρολόι και την είχαμε υπολογίσει να πραγματοποιηθεί. Δε γνωρίζουμε όμως τα υλικά της αποτελέσματα, καθώς η ενέργειά μας αποσιωπήθηκε από τα καθεστωτικά.
Στέλνουμε σινιάλα δύναμης και αλληλεγγύης στον αιχμάλωτο πολέμου Ντίνο Γιαγτζόγλου, ο οποίος πραγματοποίησε πολύ πρόσφατα απεργία πείνας και δίψας, με αίτημα τη μεταγωγή του απ’ τις φυλακές Λάρισας στις φυλακές Κορυδαλλού, ώστε να έχει άμεση επαφή με τα συντρόφια, την οικογένεια και τους φίλους του, και να έχει ευκολότερη πρόσβαση στη δικηγορική του υπεράσπιση.
Την έμπρακτη αλληλεγγύη και τη δύναμη μας στέλνουμε επίσης στα έγκλειστα συντρόφια Ντάλιο, Ρωμανό, Πολίτη, Χαρίση, Γ. Τσάκαλο, στο εφετείο των οποίων παρουσιάστηκε μια δικαστική πρωτοτυπία, εισάγοντας στον τρομονόμο την κατηγορία της ”ατομικής τρομοκρατίας”. Ένα νομικό παραθυράκι, που ουσιαστικά εγκαθιδρύει την προοπτική να κατηγορούνται με τον 187A και όσα συντρόφια δεν εντάσσονται σε οργανώσεις αντάρτικου πόλης, στρώνοντας έτσι με ροδοπέταλα τον δρόμο για μεγαλύτερες ποινές, οικονομική εξόντωση, και πιο σκληρό καθεστώς αιχμαλωσίας.
Η παρούσα ενέργεια αποτελεί και μια υλική απάντηση απέναντι στο κατασταλτικό καθεστώς του ελληνικού κράτους, το οποίο, εν έτει 2018, αρχικά προχώρησε στην εκκένωση και την κατεδάφιση της κατάληψης Τερμίτα στον Βόλο, έπειτα, σε αρμονικότατη συνύπαρξη -όπως μας έχει συνηθίσει- με φασιστικά μορφώματα, και τη συνέργεια του πατριωτικού βόθρου, πυρπόλησε ολοσχερώς την κατάληψη Libertatia στη Θεσσαλονίκη, και τέλος, πιο πρόσφατα, εκκένωσε 3 καταλήψεις στην Αθήνα, τη Ματρόζου 45, την Gare και τη Ζαΐμη 11, εκ των οποίων οι δύο τελευταίες επανακατελήφθησαν άμεσα.
Τέλος, και επειδή η εξεγερτική μνήμη αποτελεί ακόμη ένα όπλο στη φαρέτρα μας, δεν ξεχνάμε τον αντάρτη πόλης και μέλος του Επαναστατικού Αγώνα, Λάμπρο Φούντα, ο οποίος, στις 10 Μαρτίου του 2010, έπεσε μαχόμενος ενάντια στα κατασταλτικά σκουπίδια, στη διάρκεια προπαρασκευαστικής δράσης για ενέργεια του E.A. Στις 10 του Μάρτη κανένας δεν πεθαίνει. Η 10 του Μάρτη αντάρτες γεννά.
Για εμάς, οι βεβαιότητες υπάρχουν για να κλονίζονται.
Άλλη μια βεβαιότητα επιλέξαμε να διαρρήξουμε το βραδυ εκείνο. Τη βεβαιότητα άλλης μιας ήσυχης νύχτας, τη βεβαιότητα άλλης μιας σιωπής, ακόμα ενός αδιατάραχτου ύπνου. Κι αν αναρωτήθηκε κανείς τι ήταν ο θόρυβος αυτός, ήταν το ξέσπασμα των ανθρώπων που βάδισαν στους διαδρόμους και τις αίθουσες των δικαστηρίων της Ευελπίδων, περιμένοντας να δεχτούν το τσεκούρι του νόμου. Ήταν ο ιδρώτας, τη στιγμή όπου χάνεις τις αισθήσεις σου, έχοντας δεθεί πισθάγκωνα για ώρες απ’ τους ρουφιάνους του κράτους. Ήταν οι λιποθυμίες από το άγχος για την εισαγγελική απόφαση. Ήταν οι κραυγές φίλων, συντρόφων/ισσών και συγγενών, όταν άκουγαν την καταδίκη. Ήταν όλες αυτές οι ενοχές νεαρών ατόμων που τόλμησαν να αμφισβητήσουν τον νόμο, και δέχθηκαν τα επικριτικά βλέμματα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Ήταν τα ματωμένα βλέμματα γυναικών, στην προσμονή της καταδίκης τους για την έμπρακτη αυτοάμυνά τους απέναντι σε βιαστές. Ήταν οι μώλωπες και οι μόνιμες βλάβες σε σώματα μεταναστών/ριών μέσα στις κλούβες που τους/τις μετέφεραν στα εδώλια, μπροστά στους λευκούς, ευυπόληπτους εισαγγελείς και ανακριτές. Ήταν όλα αυτά τα φαντάσματα που στοίχειωσαν και θα συνεχίσουν να στοιχειώνουν τους μητροπολιτικούς τάφους.
Ο πόνος, οι αρνήσεις και οι καταφάσεις μας οπλίζονται, περνούν στην αντεπίθεση, γίνονται πείσμα και θράσος, γίνονται ψυχρός υπολογισμός πιθανοτήτων, γίνονται άτυπη οργάνωση και συλλογικοποιούνται. Παύουμε να μοιρολογούμε, σκοτώνουμε κάθε δισταγμό, κι έχουμε ως μόνο οδηγό την επιθυμία μας να ζήσουμε αυτόν τον πόλεμο για τον οποίο τόσοι και τόσοι έχουνε πει πολλά. Τον αναρχικό πόλεμο απέναντι σε κράτη, οικονομία, εμπόρευμα, έθνη, πατριαρχία, και κάθε επιβολή και εκμετάλλευση.
Είμαστε άνθη, μα και καλοακονισμένα μαχαίρια.
Είμαστε σελίδες βιβλίου, μα και μπαρούτι.
Είμαστε σιωπές, μα και κραυγές.
Και η λύσσα μας οργανώνεται.
Όλα συνεχίζονται…
Κύκλος Ασύμμετρου Μητροπολιτικού Πολέμου
Άτυπη Αναρχική Ομοσπονδία – Διεθνές Επαναστατικό Μέτωπο / FAI-FRI
Πηγή: ΑthensIndymedia
Leave a Reply