Η αβεβαιότητα της ύπαρξης και, κατά συνέπεια, η έμμονη ιδέα της απόδειξης της ύπαρξής μας στις μέρες μας αναμφίβολα υπερισχύει της επιθυμίας που είναι κατ’ εξοχήν σεξουαλική. Αν η σεξουαλικότητα αποτελεί ένα ρίσκο της ταυτότητάς μας (έως το γεγονός πως κάνουμε παιδιά), τότε πράγματι δεν είμαστε πια σε θέση να αφιερώσουμε τον εαυτό μας σ’ αυτόν τον σκοπό, επειδή είμαστε τόσο πολύ απασχολημένοι με το να σώσουμε την ταυτότητά μας, ώστε να μη μας περισσεύει δυναμικό για οτιδήποτε άλλο. Αυτό που ενδιαφέρει πάνω από οτιδήποτε άλλο είναι η απόδειξη της ταυτότητάς μας, ακόμη και αν αυτό αποτελεί τη μόνη της σημασία.
Αυτό μπορούμε να δούμε σε ένα σύγχρονο γκραφίτι στη Νέα Υόρκη ή στο Ρίο. Η προηγούμενη γενιά είπε: «Υπάρχω, με λένε Τάδε, ζω στη Νέα Υόρκη». Τα σημεία αυτά ήταν φορτισμένα με νόημα, αν και σχεδόν αλληγορικό: εκείνο του ονόματος. Τα πρόσφατα γκραφίτι δεν έχουν λέξεις, είναι καθαρά γραφικά, και δεν είναι δυνατό να αποκρυπτογραφηθούν. Υπονοείται πως εξακολουθούν να λένε: «Υπάρχω», αλλά ταυτόχρονα, «Δεν έχω όνομα, δεν έχω νόημα, δεν έχω τίποτα να πω». Η ανάγκη κάποιου να μιλήσει, ακόμη κι αν δεν έχει τίποτα να πει. Η ανάγκη αυτή καθεαυτή είναι ακόμη πιο πιεστική όταν δεν έχει κάποιος να πει κάτι, όπως ακριβώς η επιθυμία για ζωή γίνεται πιο επιτακτική όταν η ζωή έχει χάσει πλέον το νόημά της. Σαν αποτέλεσμα, η σεξουαλικότητα υποβιβάζεται σε μια θέση δευτερεύουσας σημασίας, όπως μιας ήδη πολυτελούς μορφής υπέρβασης, μιας σπατάλης της ύπαρξης, ενώ η απολύτως επείγουσα ανάγκη είναι απλώς να επαληθευτεί αυτή η ύπαρξη.
Έρχεται στο νου μου μια σκηνή από μια υπερρεαλιστική έκθεση στο Beaubourg: γλυπτά, ή μάλλον κούκλες-μανεκέν, εντελώς ρεαλιστικά, με το χρώμα της σάρκας, ολοκληρωτικά γυμνά σε μια στάση που δεν άφηνε καμία αμφιβολία, χυδαία. Το στιγμιότυπο ενός σώματος που δεν θέλει τίποτε να πει και το οποίο δεν έχει τίποτε να πει, το οποίο απλώς υπάρχει εκεί και ασκεί πάνω στους θεατές του μιαν αποχαυνωτική επίδραση. Η αντίδραση του κόσμου ήταν ενδιαφέρουσα: έσκυβαν για να δουν κάτι, να κοιτάξουν την υφή της επιδερμίδας, το τρίχωμα της ήβης, όλα, αλλά δεν υπήρχε τίποτε για να δουν. Μερικοί ήθελαν ακόμη και να αγγίξουν τα σώματα για να εξακριβώσουν την πραγματικότητά τους, αλλά φυσικά αυτό δεν είχε αποτέλεσμα, επειδή το καθετί ήδη βρισκόταν εκεί. Η έκθεση ούτε καν εξαπατούσε το μάτι. Όταν σε κάποιον προκαλείται οφθαλμαπάτη, αυτός καρπούται τη χαρά της εικασίας, και ακόμη και όταν δεν υπάρχει η πρόθεση της οφθαλμαπάτης η αισθητική και απτική απόλαυση που προκαλείται από ορισμένες μορφές συνεπάγεται ένα είδος μαντικής.
Εδώ, εκτός από την εκπληκτική τεχνική μέσω της οποίας ο καλλιτέχνης φτάνει στο σημείο να εξαλείψει όλα τα σήματα της μαντικής, δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Δεν απομένει πλέον ούτε η σκιά μιας ψευδαίσθησης πίσω από την αληθοφάνεια του τριχώματος. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει τίποτε για να δουν, οι άνθρωποι πλησιάζουν, σκύβουν και οσμίζονται αυτή την ψευδαισθησιακή υπερ-ομοιότητα, τη βασανιστική μέσα στη φιλικότητά της. Σκύβουν για να δουν ένα εκπληκτικό πράγμα: μιαν εικόνα στην οποία δεν υπάρχει τίποτα να δεις.
Το άσεμνο βρίσκεται στο γεγονός πως δεν υπάρχει τίποτα να δεις. Δεν είναι ένα σεξουαλικό άσεμνο, αλλά το άσεμνο του πραγματικού. Ο θεατής δεν σκύβει από σεξουαλική περιέργεια, αλλά για να πιστοποιήσει την υφή της επιδερμίδας, την άπειρη υφή του πραγματικού. Ίσως στις μέρες μας η αληθινή σεξουαλική πράξη μας συνίσταται σ’ αυτό: στην μέχρις ιλίγγου πιστοποίηση της άσκοπης αντικειμενικότητας των πραγμάτων.
Συχνά οι ερωτικές και πορνογραφικές εικόνες μας, αυτός ο εξοπλισμός από στήθη, γλουτούς και γεννητικά όργανα δεν έχει άλλο νόημα εκτός από αυτό: να εκφράσει την άσκοπη αντικειμενικότητα των πραγμάτων. Η γύμνια δεν αποτελεί παρά την απελπισμένη προσπάθεια να δοθεί έμφαση στην ύπαρξη κάποιου πράγματος. Τα γεννητικά όργανα δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ειδικό εφέ.
Η σεξουαλικότητα δεν είναι παρά μια τελετουργία της διαφάνειας. Εκεί όπου κάποτε έπρεπε να κρύβεται, η σεξουαλικότητα σήμερα κρύβει ό,τι λίγο παραμένει από την πραγματικότητα, και συμμετέχει επίσης, φυσικά, σε όλο αυτό το εξαϋλωμένο πάθος.
Από που προέρχεται αυτή η σαγήνη; Σίγουρα όχι από την αποπλάνηση (η αποπλάνηση αποτελεί πάντα μια πρόκληση σ’ αυτή την πορνογραφία, σ’ αυτή την άσκοπη αντικειμενικότητα των πραγμάτων). Μιλώντας κυριολεκτικά, ποτέ δεν κοιτάζουμε πραγματικά αυτές τις εικόνες. Το κοίταγμα συνεπάγεται το γεγονός πως το αντικείμενο που κοιτάζουμε καλύπτεται και αποκαλύπτεται, πως εξαφανίζεται σε κάθε στιγμή, γιατί το κοίταγμα συνεπάγεται ένα είδος αμφιταλάντευσης. Αυτές οι εικόνες, ωστόσο, δεν συλλαμβάνονται μέσα σε ένα παιχνίδι εμφάνισης και εξαφάνισης. Το σώμα είναι ήδη εκεί και χωρίς καν το πιο αμυδρό φως μιας πιθανής απουσίας, σε μια κατάσταση ριζικής απώλειας της ψευδαίσθησης, στην κατάσταση της καθαρής παρουσίας. Μέσα σε μια εικόνα μερικά μέρη είναι ορατά, ενώ άλλα δεν είναι· τα ορατά μέρη κάνουν τα άλλα αόρατα, και ένας ρυθμός εμφάνισης και απόκρυψης αναπτύσσεται και σταθεροποιείται, ένα είδος ίσαλου γραμμής του φανταστικού. Ενώ εδώ όλα είναι εξίσου ορατά, όλα μοιράζονται τον ίδιο ρηχό χώρο. Και η σαγήνη προέρχεται ακριβώς από αυτή την εξαΰλωση (η αισθητική της εξαΰλωσης για την οποία μιλά ο Octavio Paz). Η σαγήνη είναι αυτό το εξαϋλωμένο πάθος ενός βλέμματος χωρίς αντικείμενο, ενός βλέμματος χωρίς εικόνα. Έχει περάσει αρκετός καιρός που το μέσο θέαμα έχει περάσει το κατώφλι της αποχαύνωσης. Είναι εκείνο μιας εξαϋλωμένης παρόξυνσης του σώματος, μιας εξαϋλωμένης παρόξυνσης των γεννητικών οργάνων, μιας άδειας σκηνής όπου τίποτε δεν λαμβάνει χώρα, και η οποία παρ’ όλα αυτά γεμίζει το βλέμμα μας. Είναι επίσης εκείνο της πληροφόρησης, ή της πολιτικής στις οποίες τίποτε δεν λαμβάνει χώρα και από τις οποίες παρ’ όλα αυτά είμαστε κορεσμένοι.
Επιθυμούμε αυτή τη σαγήνευση; Επιθυμούμε αυτή την πορνογραφική αντικειμενικότητα του κόσμου; Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε; Υπάρχει χωρίς αμφιβολία ένας συλλογικός ίλιγγος διαφυγής στο άσεμνο μιας καθαρής και άδειας μορφής που χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από το άμετρο του σεξουαλικού και από την έκπτωσή του, καθώς και από το άμετρο του ορατού και από τον ξεπεσμό του. Αυτή η σαγήνη αφορά επίσης και στη μοντέρνα τέχνη, που ο αντικειμενικός σκοπός της είναι κυριολεκτικά να μη προσφέρεται πια στο βλέμμα, να αντιστέκεται σε κάθε αποπλάνηση του βλέμματος. Η μοντέρνα τέχνη δεν ασκεί παρά τη μαγεία της εξαφάνισής της.
Παρ’ όλα αυτά, αυτό το άσεμνο και αυτή η αδιαφορία δεν οδηγούν υποχρεωτικά σε ένα αδιέξοδο. Μπορούν ξανά να γίνουν συλλογικές αξίες· βλέπουμε εξ άλλου να ανασυγκροτούνται γύρω από αυτά κάποιες νέες τελετουργίες, οι τελετουργίες της διαφάνειας. Αναμφίβολα δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να παίζουμε την κωμωδία του άσεμνου και της πορνογραφίας, ακριβώς όπως άλλοι παίζουν την κωμωδία της ιδεολογίας και της γραφειοκρατίας (αυτό αληθεύει συλλογικά για τις χώρες του Ανατολικού μπλοκ), ή όπως η ιταλική κοινωνία παίζει την κωμωδία της σύγχυσης και της τρομοκρατίας. Μες στη διαφήμιση παίζεται η κωμωδία του γυναικείου στριπτηζ (σ’ αυτό οφείλεται και η απλοϊκότητα κάθε φεμινιστικής κατηγορίας εναντίον αυτής της «πορνείας»). Αυτό είναι ακόμη μιας τελετουργία της διαφάνειας. Σεξουαλική απελευθέρωση, πανταχού παρούσα πορνογραφία, πληροφόρηση, συμμετοχή, ελεύθερη έκφραση – αν όλο αυτό ήταν αληθινό, θα ήταν σίγουρα ανυπόφορο. Αν όλο αυτό ήταν αληθινό, τότε πραγματικά θα ζούσαμε μέσα στο άσεμνο, μες στη γυμνή αλήθεια, μες στην παράφρονα αξίωση όλων των πραγμάτων να εκφράσουν την αλήθεια τους. Ευτυχώς το πεπρωμένο των πραγμάτων μάς προστατεύει, γιατί στο μεσουράνημά τους, καθώς αυτά είναι έτοιμα να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους, αυτά πάντα αυτοαναιρούνται και με τον τρόπο αυτό ξαναπέφτουν μέσα στο μυστικό.
Κανείς δεν μπορεί να πει εάν το σεξ έχει απελευθερωθεί ή όχι, ή εάν η αναλογία της σεξουαλικής απόλαυσης έχει αυξηθεί ή όχι. Στη σεξουαλικότητα, όπως και στην τέχνη, η ιδέα της προόδου είναι παράλογη. Αντίθετα, το άσεμνο και η διαφάνεια εξελίσσονται αναπόφευκτα, επειδή δεν συμμετέχουν πια στην τάξη της επιθυμίας, αλλά στην τάξη της φρενίτιδας της εικόνας. Η ικεσία και η αδηφαγία για εικόνες αυξάνεται με υπέρμετρη αναλογία. Οι εικόνες έχουν γίνει το πραγματικό μας σεξουαλικό αντικείμενο, το αντικείμενο της επιθυμίας μας. Το άσεμνο του πολιτισμού μας εδρεύει στη σύγχυση της επιθυμίας και του ισοδύναμού της του υλοποιημένου μες στην εικόνα· όχι μόνο της σεξουαλικής επιθυμίας, αλλά και της επιθυμίας για γνώση και του ισοδύναμού της του υλοποιημένου μες στην «πληροφορία», της επιθυμίας για όνειρο και του ισοδύναμού της του υλοποιημένου στις Ντίσνεϋλαντς όλου του κόσμου, της επιθυμίας για χώρο και του ισοδύναμού της του προγραμματισμένου στις περιηγήσεις κατά τη διάρκεια των διακοπών, της επιθυμίας για παιχνίδι και του ισοδύναμού του μέσα στην ιδιωτική τηλερυθμιστική, κ.λπ. Αυτό το συμφυρματικό και αυτή η πανταχού παρουσία των εικόνων, αυτή η ιογενής μόλυνση των πραγμάτων από τις εικόνες, αυτά ακριβώς αποτελούν τα μοιραία χαρακτηριστικά του πολιτισμού μας. Και αυτό δεν γνωρίζει σύνορα, διότι αντίθετα από τα ζωικά είδη που διακρίνονται σε δύο φύλα και πολλαπλασιάζονται με ζευγάρωμα, τα οποία ζωικά είδη προστατεύονται από ένα είδος εσωτερικού ρυθμιστικού συστήματος, οι εικόνες δεν είναι δυνατό να αποτραπούν από μιαν απεριόριστη αναπαραγωγή, εφόσον αυτές δεν πολλαπλασιάζονται οργανικά και δεν γνωρίζουν ούτε φύλο ούτε θάνατο. Και αυτός είναι ο λόγος που αυτές μας διακατέχουν σ’ αυτή την περίοδο της υποχώρησης της σεξουαλικότητας και του θανάτου: μέσω εικόνων ονειρευόμαστε την αθανασία των πρωτόζωων που πολλαπλασιάζονται επ’ άπειρον μόνο με μιαν απλή επαφή μέσα σε μια ασεξουαλική προοδευτική αλληλουχία.
***
Στις τελετουργίες της διαφάνειας πρέπει να συμπεριλάβουμε και όλο το προσθετικό και το προστατευτικό περιβάλλον, ως υποκατάσταση των φυσικών βιολογικών αμυνών του ανθρώπινου σώματος. Όλοι μας είμαστε παιδιά της κούφιας γυάλινης σφαίρας, σαν το αγόρι που πέθανε πρόσφατα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Έζησε μέσα στη σφαίρα του, μέσα στο ιατρικό διάστημα της διαστημικής στολής της NASA, προστατευμένος από κάθε μόλυνση μέσω του τεχνητά ανοσοποιημένου διαστήματος· η μητέρα του τον χάιδευε δια μέσου του γυαλιού με ελαστικά γάντια, κι αυτός γελούσε και μεγάλωνε μέσα στην εξωγήινη ατμόσφαιρά του κάτω από την παρακολούθηση της επιστήμης (αυτός είναι ο πειραματικός αδελφός του παιδιού-λύκου, του παιδιού που ζούσε σε άγρια φυσική κατάσταση και που το μεγάλωσαν λύκοι – σήμερα οι υπολογιστές φροντίζουν το ανάπηρο παιδί). Αυτό το παιδί της γυάλινης σφαίρας αποτελεί την προεικόνιση του μέλλοντος, της ολικής ασηψίας, της εξάλειψης όλων των μικροβίων, η οποία είναι η βιολογική μορφή της διαφάνειας. Αυτό το παιδί είναι το σύμβολο της ύπαρξης μέσα σε κενό, που έως τώρα υπήρχε αποκλειστικά για τα βακτηρίδια και τα μόρια μέσα στα εργαστήρια, αλλά το οποίο όλο και περισσότερο θα γίνεται δικός μας: συμπιεσμένοι εν κενώ όπως οι δίσκοι, διατηρημένοι εν κενώ όπως οι κατεψυγμένες τροφές, πεθαίνοντας εν κενώ όπως τα θύματα μιας ανελέητης θεραπείας. Θα σκεπτόμαστε και θα στοχαζόμαστε εν κενώ, ακολουθώντας το παράδειγμα που παντού μας δίνει η τεχνητή νοημοσύνη.
Οι αυξανόμενες εγκεφαλικές ικανότητες των μηχανών κανονικά πρέπει να οδηγήσουν σε μια τεχνολογική αποκάθαρση του σώματος. Το ανθρώπινο σώμα θα είναι ικανό να βασίζεται όλο και λιγότερο στα αντισώματά του, και θα πρέπει να προστατεύεται από το εξωτερικό περιβάλλον. Η τεχνητή αποκάθαρση όλων των χώρων, των ατμοσφαιρών και των περιβαλλόντων θα αντικαθιστά τα εξασθενημένα και ανεπαρκή εσωτερικά ανοσοποιητικά συστήματα. Εάν αυτά τα ανοσοποιητικά συστήματα καταρρέουν, αυτό οφείλεται στο γεγονός πως μια αναπότρεπτη ροπή που ονομάζεται πρόοδος ωθεί το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα να εγκαταλείψει τα συστήματα άμυνας και αυτοπροσδιορισμού, για να τα αντικαταστήσει με κατασκευάσματα της τεχνικής. Απογυμνωμένος από τις άμυνές του, ο άνθρωπος γίνεται εξαιρετικά ευάλωτος στην επιστήμη. Απογυμνωμένος από τις φαντασιώσεις του γίνεται εξαιρετικά ευάλωτος στην ψυχολογία. Απελευθερωμένος από τα μικρόβιά του γίνεται εξαιρετικά ευάλωτος στην ιατρική.
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως η εξολόθρευση του ανθρώπινου είδους αρχίζει με την εξολόθρευση των μικροβίων. Ο άνθρωπος, με τους χυμούς του, με τα πάθη του, με το γέλιο του, με τα γεννητικά του όργανα, με τις εκκρίσεις του, πραγματικά δεν είναι τίποτε περισσότερο από έναν βρωμερό ελάχιστο παράλογο ιό που διαταράσσει το σύμπαν της διαφάνειας. Εφόσον όλα θα πρέπει να αποκαθαρθούν, εφόσον ένα τέλος θα πρέπει να μπει σε όλες τις διεργασίες και εξελίξεις ιών, καθώς και σε κάθε κοινωνική και βακτηριακή μόλυνση, τότε μόνο ο ιός της θλίψης θα παραμείνει μέσα σ’ αυτό το σύμπαν της φονικής καθαρότητας και εκζήτησης.
Εφόσον η σκέψη με τον δικό της τρόπο είναι ένα είδος δικτύου αντισωμάτων και ένα φυσικό σύστημα ανοσοποίησης, απειλείται επίσης και αυτή σοβαρά. Η σκέψη θα αντικατασταθεί αισιώς από ένα καλύτερο σύστημα, μιαν εγκεφαλο-νωτιαία φυσαλίδα, απελευθερωμένη από κάθε ζωικό και μεταφυσικό αντανακλαστικό. Ο ίδιος μας ο εγκέφαλος, τα ίδια μας τα σώματα έχουν γίνει αυτή η φυσαλίδα, αυτή η αποστειρωμένη σφαίρα, ένα διαφανές περίβλημα μέσα στο οποίο ζητούμε καταφύγιο, στερημένοι και υπερπροστατευμένοι, όπως εκείνο το άγνωστο παιδί το καταδικασμένο στην τεχνητή ανοσοποίηση και τις διηνεκείς μεταγγίσεις, το καταδικασμένο να πεθάνει αμέσως μόλις φιλήσει τη μητέρα του.
***
Αυτός είναι σήμερα ο νόμος: για τον καθένα η δική του γυάλινη σφαίρα. Ακριβώς επειδή έχουμε φτάσει στα όρια του γεωγραφικού χώρου και έχουμε εξερευνήσει όλες τις παρυφές του πλανήτη, αυτό που μας απομένει είναι να καταρρεύσουμε προς τα μέσα, σε ένα διάστημα που περιστέλλεται καθημερινά εξαιτίας της αυξανόμενης κινητικότητας μας που γίνεται δυνατή με τα αεροπλάνα και τα μαζικά μέσα, μέχρι το σημείο εκείνο όπου όλα τα ταξίδια να έχουν ήδη γίνει· όπου η πιο ακαθόριστη επιθυμία για διασπορά, διαφυγή και κίνηση συγκεντρώνονται σε ένα σταθερό σημείο, σε μιαν ακινησία που έχει πάψει να είναι μια ακινησία της μη-κίνησης και έχει γίνει η ακινησία μιας εν δυνάμει πανταχού παρουσίας, μιας κινητικότητας απόλυτης, η οποία αδειάζει τον ίδιο της τον χώρο διαπερνώντας τον ασταμάτητα και χωρίς να καταβάλει προσπάθεια. Με τον τρόπο αυτό η διαφάνεια εκρήγνυται σε χιλιάδες κομμάτια, που μοιάζουν με τα σπασμένα κομμάτια ενός καθρέφτη όπου ακόμη βλέπουμε να αντανακλάται φευγαλέα η εικόνα μας, λίγο πριν αυτή εξαφανιστεί Όπως τα κομμάτια ενός ολογράμματος, το κάθε κομμάτι περιέχει το όλο σύμπαν. Είναι επίσης χαρακτηριστικό του κομματιαστού να περιέχεται εξ ολοκλήρου μέσα στα πιο μικροσκοπικά του μέρη. Από αυτή την άποψη μπορεί κάποιος να κάνει λόγο για το κομματιαστό υποκείμενο, το οποίο – αντί να αρθεί σε μια τελικότητα πέρα από το ίδιο– θρυμματίζεται σε ένα πλήθος από μικροσκοπικοποιημένα εγώ, που το κάθε ένα από αυτά είναι ομοίωμα των άλλων, πολλαπλασιασμένο με έναν εμβρυακό τρόπο όπως μέσα σε έναν πολιτισμό βιολογικό, και γεμίζοντας εντελώς το περιβάλλον του μέσω μιας διηνεκούς διαδικασίας σχάσης. Ενώ το κομματιαστό αντικείμενο είναι ταυτόσημο με κάθε ένα από τα στοιχειακά μέρη του, το κομματιαστό υποκείμενο δεν ονειρεύεται παρά να μοιάσει με αυτό το ίδιο μέσα σε κάθε ένα από τα κομμάτια του. Με άλλα λόγια, το όνειρό του αναπτύσσεται κάθω από κάθε αναπαράσταση, προς την κατεύθυνση του πιο μικρού μοριακού κομματιού του εαυτού του· ένας παράξενος Νάρκισσος που δεν ονειρεύεται πια την ιδανική του εικόνα, αλλά μια φόρμουλα με την οποία θα αναπαράγει γενετικά τον εαυτό του επ’ άπειρον.
Προηγουμένως κατατρυχόμασταν από τον φόβο μήπως μοιάσουμε στους άλλους, μήπως χάσουμε τον εαυτό μας μέσα στο πλήθος· ήμασταν φοβισμένοι από την ομοιομορφία, και κατεχόμασταν από την έμμονη ιδέα της διαφοράς. Χρειαζόμασταν μια λύση για να αποδεσμεύσουμε τους εαυτούς μας από την εξομοίωση με τους άλλους. Σήμερα, αυτό που έχει σημασία είναι να μοιάσει κάποιος με τον εαυτό του, να βρίσκει τον εαυτό του παντού, πολλαπλασιασμένο μεν αλλά πιστό στην προσωπική του φόρμουλα –παντού ο ίδιος κατάλογος συμμετεχόντων, και να βρίσκεται σε όλες τις οθόνες ταυτόχρονα. Η ομοιότητα δεν αφορά πλέον στους άλλους, αλλά μάλλον στο άτομο μές στην ασαφή ομοιότητα με τον εαυτό του· μια ομοιότητα που γεννιέται από την αναγωγή του ατόμου στα απλά στοιχεία του. Η διαφορά, συνακόλουθα, αποκτά μια νέα σημασία. Δεν είναι πλέον η διαφορά ανάμεσα στο ένα υποκείμενο και στο άλλο, αλλά μια εσωτερική, άπειρη διαφοροποίηση του ίδιου του υποκειμένου. Η μοίρα στις μέρες μας ανήκει στην τάξη ενός ιλίγγου εσωτερικού, μιας έκρηξης μες στο ταυτόσημο, της «ναρκισσιστικής» πιστότητας στο ίδιο μας το «σημείο», στην ίδια μας τη φόρμουλα. Ο άνθρωπος είναι αποξενωμένος από τον εαυτό του, από τους πολλαπλούς κλώνους του, από όλα αυτά τα μικρά ισομορφικά «εγώ»…
Από τη στιγμή που κάθε άτομο περιέχεται και συνοψίζεται μέσα σε ένα δυνάμει υπερυπάρχον σημείο, οι άλλοι έχουν κατ’ ουσίαν πάψει πια να υπάρχουν. Είναι δύσκολο να το φανταστούμε, και ανώφελο εξάλλου, όπως ακριβώς είναι δύσκολο και ανώφελο να φανταστεί κάποιος έναν χώρο που μπορεί να τον διασχίσει μέσα σε μια στιγμή. Το να φανταστείς τις χώρες της Αυστραλίας και ό,τι παρεμβάλλεται ανάμεσα σε σένα και σε αυτές είναι μάταιο από τη στιγμή που το αεροπλάνο σε πηγαίνει απ’ ευθείας εκεί μέσα σε είκοσι ώρες. Το να φανταστείς τους άλλους και ό,τι σε φέρνει πιο κοντά τους είναι άσκοπο από τη στιγμή που η «επικοινωνία» μπορεί να κάνει την παρουσία τους άμεση. Το να φαντάζεσαι τον χρόνο, τη διάρκειά του και την περιπλοκότητά του, είναι άσκοπο από τη στιγμή που κάθε σχέδιο επιδέχεται την άμεση εκτέλεσή του. Για έναν πρωτόγονο ή έναν χωρικό ήταν αδύνατο να φαντάζεται κάτι που θα μπορούσε να υπάρχει πέρα από τον χώρο της ιδιαίτερης πατρίδας του, επειδή ποτέ δεν είχαν ούτε καν ένα προαίσθημα πως κάτι άλλο να μπορούσε να υπάρξει – ο ορίζοντας ήταν διανοητικά αδιάβατος. Αν η φαντασία είναι σήμερα αδύνατη, αυτό συμβαίνει για τον αντίστροφο λόγο: επειδή όλοι οι ορίζοντες έχουν ήδη διασχιστεί, επειδή εκ των προτέρων έχεις έρθει αντιμέτωπος με όλα τα «αλλού», και ό,τι πια σου απομένει είναι να εκστασιαστείς (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης) με – ή να αποσυρθείς από – αυτή την απάνθρωπη παρέκταση.
Αυτή η απόσυρση, που την γνωρίζουμε καλά, είναι εκείνη του υποκειμένου για το οποίο ο σεξουαλικός και κοινωνικός ορίζοντας των άλλων έχει εξαφανιστεί, και του οποίου ο διανοητικός ορίζοντας έχει συρρικνωθεί στον χειρισμό των εικόνων του και των οθονών του. Έχει αυτός οτιδήποτε του χρειάζεται. Γιατί θα έπρεπε να ανησυχεί για το σεξ και την επιθυμία; Σ’ αυτό ακριβώς το δίκτυο οφείλεται το χάσιμο της στοργής κάποιου για τον εαυτό του και για τους άλλους, και αυτό συμβαίνει ταυτόχρονα με την ερημώδη μορφή του χώρου που δημιουργήθηκε από την ταχύτητα, με την ερημώδη μορφή του κοινωνικού που δημιουργήθηκε από την επικοινωνία και την πληροφόρηση1.
Υπάρχει ένας κομματιαστός απο-πολλαπλασιασμός του σώματος (του σεξ, του αντικειμένου, της επιθυμίας): κοιταγμένα από πολύ μικρή απόσταση, όλα τα σώματα, όλα τα πρόσωπα μοιάζουν ίδια. Το κοντινό πλάνο ενός προσώπου είναι τόσο άσεμνο όσο ένα γεννητικό όργανο ιδώμενο από πολύ κοντά. Είναι ένα γεννητικό όργανο. Κάθε εικόνα, κάθε μορφή, κάθε μέρος του σώματος ιδώμενο από κοντά είναι ένα σεξουαλικό όργανο. Ο συμφυρμός της λεπτομέρειας, η μεγέθυνση και διόγκωση με το ζουμάρισμα: αυτό είναι που παίρνει αξία σεξουαλική. Η υπερβολή της κάθε λεπτομέρειας μας γοητεύει, παράλληλα με την υποδιαίρεση, τη σειραϊκή αναπαραγωγή της ίδιας λεπτομέρειας. Το άκρο αντίθετο της αποπλάνησης είναι ο ακραίος συμφυρμός της πορνογραφίας, η οποία αποσυνθέτει τα σώματα στα πιο μικρά στοιχεία τους, τις χειρονομίες στις πιο ελάχιστες κινήσεις τους. Η επιθυμία μας επιδιώκει αυτές τις νέες κινητικές, αριθμητικές, κομματιαστές, τεχνητές και συνθετικές εικόνες, επειδή αυτές διαθέτουν τον μικρότερο προσδιορισμό. Θα μπορούσε κάποιος σχεδόν να πει πως αυτές είναι ασεξουαλικές, όπως οι εικόνες του πορνό, μέσω μιας τεχνικής υπερβολής της καλής θέλησης. Παρ’ όλα αυτά, δεν αναζητούμε πια μέσα σ’ αυτές τις εικόνες ούτε τη σαφήνεια του περιγράμματος ούτε τον πλούτο της φαντασίας· αναζητούμε τον ίλιγγο της επιφανειακότητάς τους, την επινόηση της λεπτομέρειας, την οικειότητα της τεχνικής τους. Αυτό που πραγματικά επιθυμούμε είναι η τεχνική τους επινοητικότητα – δηλαδή η τεχνική τους προσποίηση και πλαστότητα–, και τίποτε περισσότερο.
Το ίδιο ισχύει και για το σεξ. Εξαίρουμε τη λεπτομέρεια της σεξουαλικής δραστηριότητας με τον ίδιο τρόπο που πάνω σε μιαν οθόνη ή κάτω από ένα μικροσκόπιο εξαίρουμε μια χημική δράση ή μια βιολογική λειτουργία. Αναζητούμε μιαν αναγωγή σε επιμέρους αντικείμενα και την ικανοποίηση της επιθυμίας στην τεχνική εκζήτηση και επιτήδευση του σώματος. Το σώμα, έτσι όπως το άλλαξε η σεξουαλική απελευθέρωση, έχει υποβιβαστεί σε μια κατανομή επιφανειών, σε ένα πολλαπλασιασμό πολλαπλών αντικειμένων όπου έχει χαθεί το πεπερασμένο του, η επιθυμητή του αναπαράσταση, η αποπλάνησή του. Είναι ένα σώμα μεταστατικό, ένα κομματιαστό σώμα που δεν μπορεί να ελπίζει πια σε καμιά ανάσταση.
* Jean Baudrillard, «Οι τελετουργίες της διαφάνειας», στο Η έκσταση της επικοινωνίας (μτφρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος), Αθήνα: Καρδαμίτσα, 1991, σσ. 41 – 62.
1 Βλ. Jean Baudrillard, A l’ombre des majorités silencieuses, Paris, Cahiers d’ Utopie, 1978.
Πηγή: ResPublica
Leave a Reply