Η νέα εποχή της εμπορευματικής αφθονίας που εγκαινιάστηκε στις χώρες του προχωρημένου καπιταλισμού μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο, κάνει έκδηλη την εμφάνιση της στον Ελληνικό χώρο κυρίως την τελευταία δεκαετία λόγω της πιο αργοπορημένης ανάπτυξης της οικονομίας σ’ αυτό τον τόπο.
Η πραγματικότητα αυτής της ανάπτυξης το περιεχόμενο της εμφανίζεται με μια αλλαγή τόσο στην δομή των παραδοσιακών κοινωνικών σχέσεων και συμπεριφορών, όσο και στην αντίληψη των ίδιων των ανθρώπων που σχηματίζουν γι’ αυτή την πραγματικότητα.
Πρόκειται στην ουσία για την συγκεκριμένη φάση ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που επιβάλλει μια τεράστια συσσώρευση εμπορευμάτων και κατ’ επέκταση θεαμάτων, στον βαθμό που η αξία χρήσης υποβιβάστηκε σε αξία αναπαράστασης. Η αλήθεια αυτής της πραγματικότητας βρίσκεται στο γεγονός ότι η οικονομία καθυπόταξε ολοκληρωτικά την κοινωνική δράση μέσα στην αυτόνομη κίνηση της αναπτυξής της, υποταγή που βρίσκει την προϋπόθεση της στον διαχωρισμό που υφίσταται τόσο μεταξύ των παραγωγών, όσο με το συνολικό προϊόν της εργασίας τους, μετατρέποντας τον προορισμό του εργαζόμενου, σαν παθητικού θεατή του κοινωνικού γίγνεσθαι σε γενικό προορισμό ολόκληρης της κοινωνίας. Η ανάδυση του ανθρώπου της οικονομίας είναι η πραγματική συνθήκη που κυβερνά τον κόσμο. Η απουσία της ποιότητας σε κάθε όψη της καθημερινής ζωής, η πραγμοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων και η ανυπαρξία κάθε αίσθησης κοινότητας είναι τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα της προλεταριοποίησης του πληθυσμού. Η αντιστροφή της αλήθειας που επιχειρείται όμως από τη μη-κριτική σκέψη του θεάματος μέσω της έμμεσης αναπαράστασης της πραγματικότητας θέλει να επιβάλλει τις δικές της κατηγορίες αντίληψης για την κοινωνία, σαν εκείνη την σκέψη που αγγίζει μόνο την επιφάνεια αυτού του κόσμου, ενώ στο βάθος του παραμένει απρόσιτος, αφού η προβολή της θετικιστικής επιβεβαίωσης του ”ό,τι φαίνεται είναι καλό” στοχεύει στην de facto αποδοχή της φαινομενικής ζωής σ’ όλο της το βάθος, μέσα από την εικόνα της ευτυχισμένης κοινότητας και στην αφθονίας στον ”ελεύθερο χρόνο”.
Οι απεσταλμένοι αυτής της σκέψης δίχως λογική, ειδικευμένοι υπηρέτες της οικονομίας ( πολιτικοί, οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι…) αφομοιωμένοι ήδη μες στην λογική των πραγμάτων, υπακούοντας στις αυξανόμενες απαιτήσεις της οικονομίας, αναλαμβάνουν με την σειρά τους να εντάξουν στις οικονομικές επιταγές το πιο ευαίσθητο και επικίνδυνο γι’ αυτούς στρώμα του πληθυσμού, την νεολαία.
Μπροστά λοιπόν στην ανάπτυξη αυτού του συστήματος που θέτει νέα προβλήματα, η εξειδικευμένη σκέψη του επιβάλλει έναν νέο καταμερισμό των καθηκόντων. Εμφανίζονται νέα στρώματα ειδικών σε θέματα της νεολαίας που αναλαμβάνουν να οργανώσουν τον χρόνο της, καθένας στον τομέα που έχει ειδικευτεί, πραγματοποιώντας έτσι τον πλήρη έλεγχο της σε όλους τους τομείς συνολικά. Σαν οι καινούριοι παπάδες με το ράσο του ορθολογισμού, ρυθμιστές της προσφοράς και της ζήτησης, βρίσκονται μπροστά στη νεολαία για να της χαράξουν τον δρόμο που οδηγεί στο σύγχρονο ”κράτος ευημερίας”, στην δικτατορία του καταναλώσιμου.
Αν και κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει μόνο στα στρώματα των νέων αλλά αγκαλιάζει το σύνολο των ανθρώπων, εν τούτοις επιδεικνύεται ιδιαίτερη φροντίδα για τη νεολαία τόσο από ιστορική άποψη όσο και από άποψη αναγκαιότητας διεύρυνσης της κυριαρχίας της οικονομίας σ’ ένα στρώμα του πληθυσμού που μπορεί να προσαρμοστεί σε ένα πλήθος από ρόλους και καταναλώσιμα ”αγαθά”, λόγω της ιδιαίτερης ”φύσης” της, διατηρώντας έτσι την δυνατότητα της συνεχούς επανάληψης της παραγωγικής διαδικασίας. Όσον αφορά την ιστορική άποψη, το μαρτυρά η ιστορική εμπειρία – κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες – με την εμφάνιση μιας στρατιάς δυσαρεστημένων νέων που χλευάζουν την παλιά τάξη πραγμάτων και ό,τι την συντηρεί, από την οικογένεια και το σχολείο μέχρι τους αρχηγούς και το κράτος. Τα συμπτώματα χουλιγκανισμού και απείθειας – τόσο έντονα τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα – όταν μάλιστα κερδίζουν ολοένα έδαφος στους νεαρούς εργάτες, δημιουργούν μια αγιάτρευτη πληγή που τείνει να εξαπλωθεί στο σύνολο της αλλοτρίωσης, προαναγγέλοντας τον οριστικό χαμό της μπουρζουαζίας και των διευθυντών της.
Αν όμως η σύγχρονη ιστορία είναι πλούσια σε εξεγέρσεις της νεολαίας είναι συγχρόνως και η ιστορία της αποτυχίας τους. Όπως κάθε φορά που αποτύχαινε μια προλεταριακή επανάσταση έτσι και τώρα η αποτυχία των εξεγέρσεων οφείλεται κύρια στην εγκατάλειψη της αρχικής ριζοσπαστικότητας και της θέλησης για ολόπλευρη αλλαγή, που υποβιβάζεται σε μια ρεφορμιστική αναζήτηση της και που ξεπέφτει σ’έναν γελοίο κομφορμισμό μέσα στις σύγχρονες συνθήκες της αφθονίας.
Όμως αυτή η παραίτηση της νεολαίας από την θέληση για ζωή συναντά ακριβώς σ’ αυτό το σημείο την θέληση των ειδικών αυτής της παραίτησης που τόσο απλόχερα της παραχωρούν το προνόμιο να γεράσει πρόωρα.
Έχοντας εγκαταλείψει προ πολλού όλοι αυτοί οι ηλίθιοι κάθε αυτόνομη κίνηση και κάθε αυθεντική επιθυμία, φετιχιστές των τμηματικών τους γνώσεων, καμώνοντας πως κατέχουν την απόλυτη γνώση γύρω από κάποιο ζήτημα – στο οποίο έχουν ειδικευτεί – ενώ στην πραγματικότητα αγνοούν τα πάντα, θέλοντας λοιπόν να φανούν αντάξιοι της εμπιστοσύνης των αφεντικών τους, άρα και της συγκεκριμένης κοινωνικής οργάνωσης που τους εξασφαλίζει ένα επάγγελμα και ένα τεμάχιο εξουσίας μέσα στην ιεραρχία του θεάματος, δεν μπορούν παρά να περιχύνουν με δηλητήριο οτιδήποτε ανθρώπινο ή ζωντανό αγγίζουν, αντικαθιστώντας το με τα ιδεολογικά τους καλούπια.
Αρνούμενοι την ίδια την ζωή κι έχοντας σαν μέτρο την αποδοτικότητα τους, την ποσότητα των ρόλων που θα πετύχουν στην ζωή τους των άλλων, γίνονται οι σύγχρονοι μυητές της άρνησης της ζωής όλων.
Και όσο η νεολαία δεν τους αρνείται συνολικά καθώς και όλες τις συνθήκες που τους παράγουν, τόσο θα αναγνωρίζει την ύπαρξη της μέσα στην αποδοχή του θεαματικού και της εικόνας της ευτυχίας που φορώντας της καταναλώσιμη ενδυμασία της γίνεται προσιτή στον καθένα για να την ”ζήσει”, δηλαδή να την καταναλώσει.
Και η αναζήτηση της περιπέτεια θα εξαφανιστεί μέσα στην απατηλή αποδοχή της νευρωτικής ικανοποίησης των προπαρασκευασμένων ψευτο-επιθυμιών της και από την συμμετοχή της στο πληκτικό περιβάλλον, στις φάμπρικες ψυχαγωγίας της. Η υποταγή των νέων στον ψευτοκυκλικό χρόνο που εκφράζεται με την επανάληψη μιας αλληλουχίας κινήσεων, πόζας και συμπεριφορών, σύμφωνα πάντα με τα κοινωνικά πρότυπα που λανσάρονται στην σκηνή του θεάματος, είναι συγχρόνως και η εγκατάλειψη της ατομικότητας μέσα στον κόσμο των πραγμάτων, η θυσία τους στον θεϊκό κόσμο του εμπορεύματος. Και ποιος θα αμφισβητήσει την τεράστια διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στα νεανικά χρόνια των σημερινών ενηλίκων που σημαδεύονταν με την στέρηση, και την σημερινή δυνατότητα εκλογής των νέων ανάμεσα σε τόσες μάρκες γρήγορων μηχανών και σεξουαλικών εσώρουχων, μουσικής και ποικιλίας στην οργανωμένη κουλτούρα και ψυχαγωγίας της.
Κι όμως όπως ο ενήλικος που έχει ξεπεράσει ήδη το στάδιο αντίστασης και έχει προσαρμοστεί στον κοινωνικό του περίγυρο αναπολεί τα χρόνια της νιότης του για ότι βιωμένοι γέμιζε την ζωή του με συγκινήσεις, έτσι και οι σημερινοί νέοι που λες και τους δέρνει η κατάρα των γηρατειών ακόμα και στα είκοσι του τρέφονται με τις αναμνήσεις της παιδικής τους ηλικίας, φέρνοντας στην θύμηση τους όλη την βιωμένη ένταση της απόλαυσης του παιχνιδιού, το πάθος για την ζωή και την αντίσταση τους να συμβιβαστούν στις φιλοδοξίες των μεγάλων.
Παλιότερα οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τα τελευταία αποθέματα αντίστασης και απειθαρχίας, κυρίως μετά την στρατιωτική θητεία, για να ”λογικευτούν” μπροστά στις καινούριες και επιτακτικές απαιτήσεις της ηλικίας τους. Πρώτα να εισαχθούν δηλαδή σαν μισθωτοί στην παραγωγή για να επιβιώσουν κι έπειτα σαν δημιουργοί για να γευτούν την θαλπωρή της οικογενειακής εστίας.
Όμως να που τώρα ο καπιταλισμός με την δύναμη των αυταπατών που κατόρθωσε να επιβάλλει στον πληθυσμό – κυρίως σχετικά με την ισότητα και την ελευθερία όλων στην κατανάλωση – επιτυγχάνει το στάδιο προσαρμογής, στον βαθμό που επεκτείνεται η κυριαρχίας της αυτόνομης οικονομίας στο σύνολο της ζωής, αγκαλιάζει όλα τα στάδια ανάπτυξης του ανθρώπου, και αυτής της νιότης. νοθεύοντας ακόμα και τα χρόνια της παιδικής ηλικίας.
Ο νέος σήμερα όσο πιο γρήγορα προσαρμόζεται στην κοινωνία του θεάματος, τόσο πιο εύκολα γατζώνεται από νεκρά πράγματα, καταδιώκεται απ’ την μανία γρήγορης αλλαγής ρόλων και κατανάλωσης μόδας, αντικειμένων, γιατί θέλει να είναι σύγχρονος, γι’αυτό και υποτάσσεται στην δυναμική του καπιταλισμού, σε αντικείμενα που φθείρονται και ανανεώνονται συνεχώς. Στέκεται αβέβαιος μπροστά σε ότι του προσφέρει η θεαματική αγορά και γεμίζει τον εαυτό του με προβλήματα και ερωτήσεις για το είδος της εκλογής που θα κάνει και τελικά νομίζει ότι η εκλογή που έκανε βρίσκεται την δική του απόφαση. Ο χρόνος για αυτόν κυριεύεται έτσι απ’ την κατηγορία του ποσοτικού και τον μετατρέπει σ’έναν χώρο γεμάτο πράγματα, αλληλέγγυους ρόλους και φιλοδοξίες που πρέπει βασικά να διασχίσει για να φτάσει στην ευτυχία που γλιστρώντας όμως συνεχώς από τα χέρια του του αφήνει την πικρή γεύση του ανικανοποίητου και αναβάλλει την προσπάθεια του για την επαύριον. Του αρέσει να παρατηρεί, να θαυμάζει πολύ και ν’ αγοράζει πολλά, ονειρεύεται συνεχώς το μέλλον – γιατί είναι νέος και το μέλλον του ανήκει – να είναι πιο πλούσιο και συνεχώς εξελισσόμενο, αλλά δεν καταλαβαίνει ότι ονειρεύεται την ανεξέλεγκτη φτώχεια του εμπλουτισμένη, γι’ αυτό αφήνει το παρελθόν να κυριαρχήσει στο παρόν.
Κι όσο ο ίδιος παραδέχεται ότι η ζωή του είναι συνεχώς βελτιωμένη, άλλο τόσο θα είναι ο ίδιος που θα υφαίνει το πέπλο των ψευδαισθήσεων και της ματαιοδοξίας των ποταπών του προσδοκιών, και σε τελική ανάλυση θα στέκεται αδύναμος μπροστά σ’ αυτό που του συμβαίνει, υποταγμένος στην υποβολή της λήθης και του νεκρού χρόνου.
ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΤΑΓΗΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ ΤΟΥ ΘΕΑΜΑΤΟΣ
Αφού ο καπιταλισμός κυριαρχεί με την οικονομία πάνω στη ζωή των ανθρώπων, η ανάπτυξη της βιομηχανίας και της τεχνικής με συνέπεια την τεράστια συσσώρευση εμπορευμάτων, δημιουργεί την ανάγκη να κυριαρχήσει και να επεξεργαστεί – με σκοπό το κέρδος – οποιαδήποτε σφαίρα ανθρώπινης δραστηριότητας που πρωτύτερα παρέμενε ανεκμετάλλευτη. Έτσι βλέπουμε να εξαφανίζονται συνεχώς όλοι εκείνοι οι αυτοσχέδιοι παιδότοποι αλάνες κλπ. για να αντικατασταθούν είτε από τη μίζερη μορφή των σύγχρονων πολεοδομικών συγκροτημάτων ή από την οργανωμένη απόσταση του ντεκόρ των θεαματικών πάρκων. Μπροστά λοιπόν στην απουσία αυτών των χώρων της σχετικά ελεύθερης δημιουργικότητας και του βιωμένου παιχνιδιού, έρχονται να πάρουν την θέση τους τα σύγχρονης κατασκευής στάδια και γυμναστήρια άρτια τεχνικά εξοπλισμένα που προσφέρουν την δυνατότητα στους νέους να γυμνάζονται κατά μάζες και να ελέγχουν το είδος του σπορ που θα επιδοθούν, κάτι ανάλογο με τον επαγγελματικό προσανατολισμό στην εκπαίδευση. Η μορφή της οργάνωσης που επικρατεί σ’ αυτούς τους χώρους είναι απόλυτα όμοια με την οργάνωση που παρατηρείται στην παραγωγή. Οι μάνατζερς, η υπολογισμένη αποδοτικότητα, το πριμ, το χρονόμετρο που σμίγει με την εξειδικευμένη δραστηριότητα του αθλητή έχουν κι εδώ τον πρώτο λόγο. Ο σύγχρονος αθλητής είναι ο νέος καλός εργάτης που θα πειραματιστούν οι ειδικοί πάνω στην αντοχή του για να βελτιώσουν την επίδοση του.
Μέσα στα σύγχρονα αυτά εργαστήρια της μύησης και της προσαρμογής στην φαινομενική ζωή, αυτό που στην πραγματικότητα είναι ο σκοπός των αφεντάδων της μύησης και της κοινωνίας του θεάματος που υπηρετούν, φαίνεται σα να είναι ο σκοπός της ζωής των νέων και κάθε αμφιβολία πάνω σ’αυτό διαλύεται απ΄τη στιγμή που ο νέος-αθλητής σαν ένα θεαματικό προϊόν μπορεί να γίνει αντικείμενο θαυμασμού από τους άλλους, δικαιολογώντας και επιβραβεύοντας έτσι τις κοπιαστικές του προσπάθειες.
Εδώ είναι επίσης που κυριαρχεί η εικόνα του champion ή του sports s-man που έχει ενσωματώσει ένα σωρό από δευτερεύοντες ρόλους σχετικά, γύρω από από την αρμόζουσα συμπεριφορά και του κατάλληλου στυλ μέχρι και ένα πλήθος από αντικείμενα που θα επιτρέψουν στον καθένα να ταυτιστεί πλήρως μ’ αυτή την εικόνα.
Εκεί όμως που ασκεί στη Νεολαία τη μεγαλύτερη γοητεία του το θέαμα, είναι οι στιγμές της ”συναρπαστικής” ψυχαγωγίας στον ”ελεύθερο χρόνο” της. Από τη στιγμή που η αγορά πετυχαίνει να εκμεταλλευτεί πιο ορθολογικά αυτό που εννοείτο σαν ψυχαγωγία και διασκέδαση ή διακοπές, μετατρέποντας τα σε εμπόρευμα για να πουληθεί στον καθένα, κάθε αυθεντικό νόημα γλυρω απ’αυτές τις λέξεις καταστρέφεται για να αντικατασταθεί απ’ την εικόνα της κατανάλωσης του χρόνου.
Εδώ η πρόταση ” η απομόνωση βασίζει την τεχνική, και το τεχνικό προτσέσο απομονώνει με την σειρά του” ( Γκυ Ντεμπόρ ) αποκτάει το νόημα της σ’ όλο της το βάθος, αφού η μεσολάβηση της διαχωρισμένης τεχνικής αντικαθιστά όλους τους τόπους συνάντησης και κοινωνικότητας σε τόπους πλήξης κι αποξένωσης. Η προσφορά τυποποιημένης ψυχαγωγίας και κατεψυγμένης κοινωνικότητας αναπληρώνουν με γοργό ρυθμό την λειψή έστω επικοινωνία των ανθρώπων στις παρέες των παλιών γειτονιών και στις παλιές ταβέρνες και τα καφενεία. Η ίδια η εικόνα της ψυχαγωγίας, κυρίως για τη νεολαία, παίρνει μια δισδιάστατη όψη, κυριαρχούμενη κυρίως από τον διαχωρισμό του προσωπικού και κοινωνικού που εδώ εκδηλώνονται σαν πράγματα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους. Όπως όμως η σημερινή κοινωνική οργάνωση δεν επιτρέπει την κοινότητα, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε προσωπική ζωή, γιατί στον άνθρωπο σαν κοινωνικό ον, η ανάπτυξη της ατομικότητας του προϋποθέτει την οργανική ανάπτυξη των κοινωνικών αναγκών, εν αντιθέσει με τις σημερινές συνθήκες συσσώρευσης ψευτοαναγκών. Κι επειδή ακριβώς δεν υπάρχουν, μέσα στο θέαμα μπορεί να φαίνονται εξ ίσου και η κοινότητα και η προσωπική ζωή.
Βέβαια κάθε υποκειμενική επιλογή – για ατομική χρήση του χρόνου – πάνω σε ορισμένες μορφές δραστηριότητας, συμπεριφοράς και αντικειμένων πρέπει να είναι γενικά αποδεκτή από την κοινωνικά οργανωμένη φαινομενικότητα, και να αναγνωρίζεται μέσα στους κυρίαρχους τρόπους συμπεριφοράς, – των a priori επιλεγμένων από το θέαμα – για μία ψευτοχρήση του χρόνου.
Η κυριαρχία του ποσοτικού δεν ασκείται μόνο πάνω στον χρόνο, όπου υποβιβάζει την ζωή σε καταναλώσιμη επιβίωση, αλλά κυριαρχεί και στην ίδια την ψευδή συνείδηση που έχουν όλοι οι νέοι για τον χρόνο, Έτσι καταλήγουν στην αποδοχή και αναπαραγωγή της αντικειμενοποιημένης δραστηριότητας τους, όπως στην περίπτωση που η ικανοποίηση μετριέται με την ταχύτητα ενός αυτοκονήτου ή μηχανής, αυτή η έκτη ”αίσθηση” της ταχύτητας που ”αρμόζει” στην έμφυτη ”ζωντάνια” του νέου και που εφευρέθηκε στο στάδιο αφθονίας της εμπορευματικής παραγωγής και που τόσο πλατιά κυκλοφορεί στους κύκλους της νεολαίας – άσχετα με τα τραγικά και συνήθη αποτελέσματα λόγω της ”υπερβολικής” χρήσης της – ή πάλι για το ”πάθος της μουσικής” που κι αυτό έχει μιαν ανάλογη ποσοτική έκφραση, γύρω απ’ τον αριθμό των δίσκων ή των WATT των στερεοφωνικών συγκροτημάτων ή τελικά την εξάσκηση πάνω στο ίδιο το όργανο μουσικής που χρησιμοποιεί το αστέρι της POP ή της ROCK που κάποιος θαυμάζει αντιγράφοντας ακόμα και την SIC ενδυμασία, την ”σκληρή” ή ”αισθησιακή” του κίνηση ή και τις πιο ηλίθιες χειρονομίες που μπορούν να ξεσηκώσουν θύελλα ενθουσιασμού στους θαυμαστές του.
H κυριαρχία των εικόνων του θεάματος συντελείται επίσης μέσα από την εικόνα της κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στα τεχνικά μέσα που διαθέτει η κοινωνία, και της κατάκτησης του σύμπαντος, που αντιστρέφει την πραγματικότητα της κυριαρχίας των πραγμάτων πάνω στα ανθρώπινα όντα. Αυτή η εικόνα που κύρια πλασάρεται απ’ τον ειδικευμένο τομέα της τέχνης, τον κινηματογράφο, και που βρίσκεται ακόμα και μέχρι σε ορισμένα είδη σοκολάτας, παρουσιάστηκε ήδη στον ”μαγικό κόσμο” των electronic games όπου μέσα από ένα υποπαιγνιώδες ενδιαφέρον η ”περιπέτεια”, η ”δράση” και ο πόλεμος για την κατάκτηση του σύμπαντος γίνεται εφικτός με ένα δεκάδραχμο κέρμα, που η πραγματική του ανταμοιβή βρίσκεται στην καθυστέρηση μιας συνειδητής κυριαρχίας πάνω στην φύση και την ιστορία, καθώς και στην απόκρυψη του μόνου πραγματικού πολέμου, του ταξικού, που το προλεταριάτο πρέπει να διεξάγει νικηφόρα.
Η επέκταση της ατομικής φτώχειας – φτώχεια ένεκα του ότι το ίδιο το άτομο είναι διαχωρισμένο από τον ίδιο του τον εαυτό – τροφοδοτείται από την αποδοχή μιας φαντασιακής υπόσχεσης συμμετοχής σε μια ”κοινότητα” με κύριο ουσιαστικά χαρακτηριστικό την οργανωμένη απόσταση μεταξύ των συμμετεχόντων. Όλο το φάσμα της φτωχής πρακτικής του νέου στην καθημερινή ζωή του ολοκληρώνεται από την κατανάλωση ψευδαίσθησης της κοινότητας που καταλήγει στην κοινή αποδοχή ψευδαισθήσεων. Oι σειρήνες του θεάματος ηχούν στον σκοπό των μαγισσών, χρωματίζουν τον νεκρό χρόνο, τον καλωπίζουν με λέξεις όπως ”πάθος”, ”έκπληξη”, ”προσφορά”. Η νεολαία by night υπόσχεση για μια αξέχαστη βραδιά, το ψειτομεγαλείο της γιορτής, η πραγματική γιορτή της αθλιότητας. Αυτό που ξεφεύγει από την δραστηριότητα και την συνείδηση της για να ανυψωθεί μπροστά της σαν μια αξεπέραστε και ανυπόφορη πραγματικότητα, βρίσκεται στην ψευτο-παραδεισένια ατμόσφαιρα των ντισκοτέκ, των PUB και την συναυλιών, διαποτισμένη τεχνητά με διάχυτο ”ερωτισμό” και υπόκωφο μυστήριο, για κατανάλωση χορού, ποτού, μουσικής και τελικά αυταπάτης επικοινωνίας, που δρα σαν δύναμη διατήρησης του ξεπεσμού της και της υποταγής των παραπλανημένων στον ψευδοκυκλικό χρόνο, στο βαθμό που οι ίδιοι ενατενίζουν παθητικά την από τα έξω καλοπροορισμένη δραστηριότητα τους και την βέβαιη κυκλική της επανάληψη.
Μέσα σ’ αυτούς τους χώρους αγοράς ψυχαγωγίας που η νεολαία είναι η καλύτερη πελατεία της, ο θρίαμβος της απομόνωσης στεφανώνει το εξατομικευμένο πλήθος, που το βρίσκει ξεμοναχιασμένο κατά παρέες ή κατά άτομα σε σκοτεινές γωνίες, εν μέσω απουσίας πραγματικού διαλόγου, παιχνιδιού δικής του βούλησης. Και οτιδήποτε θέλει να φαίνεται σαν διάλογος δεν είναι στην πραγματικότητα παρά ο διάλογος που βρίσκει το περιεχόμενο του στην γλώσσα του γενικευμένου διαχωρισμού, από την στιγμή που το εμπόρευμα εξουσιάζει το ανθρώπινο και απαγορεύει το δικαίωμα για χρήση μιας κοινής γλώσσας. Έτσι ανούσιες συζητήσεις, θεαματικές διαφωνίες και αντιρρήσεις δίνουν και παίρνουν πάνω στο είδος της προτίμησης ανάμεσα στην αφθονία που έχει να επιδείξει η γκάμα των στερεοτύπων, εμπορευμάτων, ιδεολογιών, πραγματοποιώντας έτσι την ανασύσταση της κυρίαρχης ιδεολογίας της αφθονίας.
Παράλληλα όμως μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της γενικευμένης αθλιότητας του κόσμου του εμπορεύματος εκδηλώνεται και μια φαινομενική άρνηση αυτών των συνθηκών, κύρια στους κύκλους της νεολαίας που έχουν σχέση με τη χρήση ναρκωτικών.
Πρόκειται κυρίως για αυτούς που εκδηλώνουν μια θρησκευτική πίστη στη χρήση τους και τα αποτελέσματα μιας τέτοια χρήσης και που την αντιπαραθέτουν στις υπόλοιπες εκδηλώσεις της κοινωνίας με έναν τρόπο που νομίζουν ότι βρίσκεται σε αντίθεση με το υπάρχον σύστημα και τις ανάγκες του.
Αν και πολλές φορές διαφαίνεται μια μερική αλήθεια στον βαθμό που αναγνωρίζουν αυτά τα άτομα πολλά από τα δεινά της σημερινής κοινωνίας που τους πλήττουν άμεσα και μπορούν να μιλάνε για απομόνωση, πλήξη, άγχος ή πάλι για το βάρβαρο πολεοδομικό τοπίο και τις απανθρωποποιητικές κοινωνικές σχέσεις, εν τούτοις η άρνηση αυτών των δεινών υποβιβάζεται σε μια παθητική στάση ανίσχυρη να βλάψει το σύστημα, αφού το ξεπέρασμα του αναζητείται σε μια μυθική εγκατάλειψη στους τεχνητούς παραδείσους που εγγυάται η χρήση των ναρκωτικών.
Πέρα απ’ όλα αυτά εκείνο που μπορούμε να συμπεράνουμε είναι ότι εφόσον ο καπιταλισμός μετασχηματίζεται πάντα μέσα στα πλαίσια της μισθωτής εργασίας, μετασχηματίζεται και η καταπίεση μέσω πιο εκσυγχρονισμένων μεθόδων υποταγής που αντιστοιχούν πληρέστερα στις νέες ανάγκες του. Οι δυνάμεις που απελευθερώνει ο καπιταλισμός με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των αντιστοίχων παραγωγικών σχέσεων αντιτάσσονται στην αστική τάξη και σ’όλους τους εκφραστές της σκέψης της σαν ”δεύτερη φύση” – κύρια όσον αφορά το προλεταριάτο που θα την αφανίσει – που μια και δεν μπορούν να τις εξαφανίσουν δεν τους μένει παρά να τις υποβάλλουν στην λήθη.
Κι ενώ οι παλιές αξίες αποσυντίθενται – κυρίως εκεί που παρουσιάζεται μεγάλη συγκέντρωση προλεταριοποιημένων στρωμάτων – όπως η οικογένεια, η θρησκεία και η παλιά ηθική που είχαν ένα μεγάλο μερίδιο συμμετοχής στην διατήρηση του παλιού κόσμου λόγω της καταπίεσης που εξασφάλιζαν, ειδικά στην Ελληνική κοινωνία σε εποχές που ήταν περισσότερο αγροτική, έτσι λοιπόν παραιτείται και από κάθε ανορθολογική, αφηρημένη αναφορά γύρω από το ένδοξο παρελθόν των αρχαίων Ελλήνων ή για τα Ελληνοχριστιανικά ιδεώδη και την ”αγία” Ελληνική οικογένεια. Οι παλιοί πολιτικοί και παπάδες εγκαταλείπουν το προσκήνιο, γίνονται η οπισθοφυλακή της άμυνας αυτού του συστήματος, μπροστά στα νέα στελέχη της κυβερνητικής και την επιστημονικό – ορθολογική τους σκέψη. Δίνοντας τούτοι μια υλική μεταμφίεση στα κατάλοιπα κάθε μυθικού στοιχείου η αναφοράς στην πραγματικότητα αντικαθιστούν την μεταφυσική εξήγηση του κόσμου, που ευδοκιμούσε περισσότερο σε προκαπιταλιστικές εποχές, με την μεταφυσική του εμπορεύματος. Έτσι η νεολαία που αντιπροσωπεύει το ”νέο αίμα” της Ελληνικής φυλής πρέπει να εκδηλώσει την πίστη της σε ένα Έθνος διαχωρισμένων παραγωγών που έχουν δικαίωμα στην κατανάλωση – τώρα όσο ποτέ άλλοτε – οπουδήποτε γίνεται μια τέτοια αναφορά από τον αθλητισμό μέχρι τον τομέα της διαφήμισης.
Τα νέα αυτά στελέχη, σύγχρονοι υπηρέτες της αυτόνομης οικονομίας και του θεάματος, όπως τα συμφέροντα τους και οι προοπτικές τους προσκολλώνται μ’ αυτά της άρχουσας τάξης έτσι και η σκέψη τους καθορίζεται από το είναι αυτής της τάξης του κέρδους, που η κυριαρχία της ασκείται μέσω της κυριαρχίας της οικονομίας πάνω στην κοινωνία και που σαν αποτέλεσμα τείνει να μεταβάλει μέσα στις σύγχρονες θεαματικές συνθήκες την ανθρώπινη ιστορική κίνηση σε ιστορική κίνηση των πραγμάτων. Aυτοί όσο καιρό δεν εγκωμιάζουν αυτόν τον κόσμο και τα εμπορεύματα του, γαυγίζουν για να μπαλώσουν τα επιφανειακά – κατά την γνώμη τους – λάθη ενός συστήματος που ήδη έχει αρχίσει να καταρρέει από τις βάσεις του. Μέσα πάντα στα πλαίσια της εξειδικευμένης σκέψης τους στην πραγματικότητα δεν τους μένει παρά να καμουφλάρουν τα ψέματα αυτού του κόσμου που τώρα η νεολαία έχει αρχίσει να συνειδητοποιεί με όλοένα μεγαλύτερη διαύγεια και που οι συνέπειες μιας τέτοιας συνειδητοποίησης έχουν αρχίσει να εκδηλώνονται και απ’ την Ελληνική νεολαία ( ροκ συναυλίες, γήπεδα, κλπ. ) με τη μορφή της αυθόρμητης άρνησης όλων των συνθηκών της επιβίωσης.
Κι επειδή ακριβώς αυτά τα φαινόμενα βρίσκονται μπροστά στα μάτια τους αισθάνονται την ανάγκη να μιλήσουν γι’ αυτά όχι απλώς για να τα εξηγήσουν αλλά με την πρόθεση να μην τα ξαναδούν να παρουσιάζονται μπροστά τους. Έτσι όπως μίλησαν άλλοι σε άλλες χώρες όταν πρωτοεμφανίστηκαν αυτά τα φαινόμενα, κατ’ εικόνα και ομοίωση μιλάνε τώρα κι αυτοί μια κι η νεολαία, όπως όμως κι αυτοί οι ίδιοι, είτε εδώ είτε αλλού αυτό που οι μεν αρνούνται και που οι δε υπερασπίζονται είναι αυτό που κυριαρχεί σ’όλες τις χώρες του καπιταλισμού , δηλαδή το θέαμα και το εμπόρευμα. Ξέροντας όμως οι πολιτικοί και κυρίως οι κοινωνιολόγοι μας ότι με το να καταδικάσεις ή να αφορίσεις ορισμένα γεγονότα που ταράσσουν τον ύπνο της κοινωνίας κινδυνεύουν να την δουν να ξυπνάει για τα καλά, χάνοντας το ελάχιστο κύρος που του έχει απομείνει για να κερδίσουν πάλι την χαμένη εμπιστοσύνη της νεολαία και εν γένει του πληθυσμού πρέπει να μιλήσουν επιστημονικά, να αναλύσουν δηλαδή τις αιτίες αυτών των γεγονότων και σε τελική ανάλυση να ”διαφωτίσουν” τον πληθυσμό μιας και γι’ αυτό βρίσκονται σε αυτήν την θέση, γι’αυτό λοιπόν αναγνωρίζουν τα συγκεκριμένα προβλήματα που απασχολούν την νεολαία, αυτά που στην πραγματικότητα δεν την απασχολούν αλλά που αυτοί θέλουν να πιστέψουν οι άλλοι ότι έτσι συμβαίνει. Μπροστά στην πραγματικότητα της εμφάνισης μιας στρατιάς δυσαρεστημένων που αδυνατούν ή δεν θέλουν να προσαρμοστούν στην σημερινή κοινωνική οργάνωση, δυσαρέσκεια που εκφράζεται είτε παθητικά – αύξηση του αριθμού αυτοκτονιών και ψυχικών ασθενειών, προσφυγή στα ναρκωτικά κλπ. – είτε ενεργητικά, όταν οι νέοι κατεβάζουν στους δρόμους την κριτική τους στο θέαμα επιδεικνύοντας την θέληση τους ν’ αλλάξουν τον κόσμο, οι ”ειδικοί” τώρα μιλάνε για στρες, για έλλειψη ενδιαφέροντος και για κοινωνικά αδιέξοδα της νεολαία χωρίς ποτέ να αναφέρουν έστω και μια μόνο πραγματική αιτία που προκαλούν αυτά τα αδιέξοδα. Αντίθετα προβάλλουν σαν αιτία την έλλειψη ηθικών κινήτρων και αξιών που δίνουν κάποιο περιεχόμενο στην ζωή και που αυτό στην εποχή μας μεταφράζεται με το ν’αγαπάς το επάγγελμα σου την προαγωγή και τους ρόλους που σου επιδεικνύουν τα αφεντικά και να ζεις αρμονικά μ’ αυτά.
Γι’ αυτό απαιτούν από την κοινωνία να αλλάξει συμπεριφορά προς τους νέους προσφέροντας τους ηθική και υλικά κίνητρα προβάλλοντας σαν λύσεις μια πιο φιλελεύθερη μεταρύθμιση στην εκπαίδευση ή την διεύρυνση της δυνατότητας για μια καλή επαγγελματική αποκατάσταση και την βελτίωση των συνθηκών της εργασίας της.
Τέτοια όμως ηθικολογικά κηρύγματα που δεν λέγονται παρά για να αποκρύπτουν τις πραγματικές απαιτήσεις και τα πραγματικά προβλήματα της νεολαίας και να παραποιούν την αλήθεια του εγχειρήματος της βρίσκουν την βάση τους στην διαχωρισμένη αντι-ιστορική σκέψη του συστήματος που θέλει να βλέπει τον σημερινό κόσμο της αιώνιο, αμετάλλακτο και ορθολογικό.
έτσι οι σύγχρονοι εκφραστές αυτής της σκέψης γίνονται οι σύγχρονοι απολογητές αυτού του συστήματος όταν αναγνωρίζουν τα λάθη του σαν εξωτερικά συμπτώματα ανορθολογικών εκδηλώσεων σ’ ένα κόσμο που στο εσωτερικό του είναι τέλεια ορθολογικός.
Η νεολαία όμως που ξέρει ότι βρίσκεται μέσα σ’ένα κόσμο ξένο και εχθρικό, ξέρει επίσης και να αναγνωρίζει σαν εχθρούς της όλους αυτούς που της απαγορεύουν κάθε εξουσία και κάθε συνειδητή κυριαρχία πάνω στις συνθήκες της ζωής της.
Η έμπρακτη κριτική σε κάθε τομέα της αλλοτρίωσης είτε πρόκειται για την εκπαίδευση, την ψυχαγωγία ή την πολεοδομία είναι το φάσμα των επιμέρους αρνήσεων που συνθέτει την ολική άρνηση όλων των συνθηκών της επιβίωσης. Εκείνο που πρέπει να τεθεί ξεκάθαρα και σαν πρώτη και βασική απαίτηση για την κατάρρευση του εμπορευματικού συστήματος είναι η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, αυτής της επιμέρους αλλοτριωτικής δραστηριότητας βασικής προϋπόθεσης της συνολικά αλλοτριωμένης κοινωνικής πράξης.
Όμως για να γίνει κάτι τέτοιο πρέπει η ίδια η νεολαία να αποκτήσει μια πλέρια συνείδηση αυτών που έκανε ώστε να μπορεί να μιλήσει συνολικά για αυτόν τον κόσμο χωρίς μεσολάβηση, ασκώντας την κριτική της τόσο σ’όλες τις όψεις των εκδηλώσεων αυτού του κόσμου και στην σχέση μεταξύ τους όσο και στις αντιφάσεις των πράξεων της, των ασαφειών της και των ψευδαισθήσεων που διατηρεί γύρω απ’τον παλιό κόσμο και την επανάσταση. Η σύνδεση της με το ιστορικό γίγνεσθαι είναι συγχρόνως και η κατοχή από μέρους της ιστορικής συνείδησης, της γνώσης της ολότητας σαν η εγγύηση του ξεπεράσματος των αντιφάσεων του αρνητικού που κατευθύνεται προς την πραγμάτωση της καθολικής ιστορίας, και μαζί, στο τέλος της ιστορίας των διαχωρισμών το νεκρού χρόνου. Για αυτό πρέπει να αντλήσει απ’ το οπλοστάσιο της ιστορίας όλη την εμπειρία των ταξικών αγώνων του προλεταριάτου, μέρος του οποίου και η ίδια η νεολαία είναι – σαν αυτών που έχασαν κάθε εξουσία και κάθε έλεγχο πάνω στην ζωή τους και το ξέρουν – οικειοποιώντας την καθολική μνήμη της ιστορίας, ωθώντας ως τις έσχατες πρακτικές συνέπειες την κατ’ εξοχήν ιστορική απαίτηση του ξεπεράσματος της κυριαρχίας της αυτόνομης οικονομίας και της ταξικής κοινωνίας, έτσι όπως εκφράστηκε στους πρακτικούς αγώνες του προλεταριάτου, απαίτηση που μέχρι τώρα όμως φυγοδικούσε μπροστά στις δυνάμεις της αντι-ιστορίας.
Η δυνατότητα να μη γεράσεις ποτέ βρίσκεται στο να ζεις πολλά γεγονότα μαζί. Όχι να τα βλέπεις να ξετυλίγονται, μα να τα ζεις, να τα αναπλάθεις ασταμάτητα.
Κείμενο από το δεύτερο τεύχος των του εντύπου – Τετράδια για προλεταριακή χρήση – Τυπωμένου στην Θεσσαλονίκη το 82.
Leave a Reply