Κι ο χρόνος να καταρρέει όλο αρμονία και συμμετρία πάνω απ’ τα σκυμμένα κεφάλια μας. Τα συντρίμια του θυμίζουν την ύπαρξή μας. Ξεκομμένοι απ’ την ίδια μας την υποκειμενικότητα, να ζούμε για να τρέφουμε τον θεό-Παραγωγή. Κάθε μας πνοή μετριέται σε χρήμα, σε δυνατότητα ανταλλαγής. Η ίδια η αφαίρεση αντικειμενικοποιείται, γίνεται πραγματικότερη κι απ’ τα μίζερά μας βλέμματα, κι απ’ τις μαλακίες που ξεστομίζουμε για να συνεχίσουμε ν’ αναπνέουμε και αύριο. Για να μην “ξεπέσουμε” σε πλεονάζοντα πληθυσμό, μη γίνουμε κι εμείς σαν κι αυτές κι αυτούς για τους οποίους ακούγαμε από μικρά δια των στομάτων των μεγαλυτέρων: εξαθλιωμένες, περιττοί, σώματα ξεβρασμένα στις ακτές της υλικής ανυπαρξίας. Η δίνη του κεφαλαίου, τα μαινόμενα κύματα του ρολογιού, οι σφαίρες της εκμετάλλευσης, το φάντασμα της αξίας, ηχούν επιβλητικά απ’ τον άμβωνα της αλλοτρίωσης.
Μια κατάσταση εξαίρεσης όλη η σύγχρονη κοινωνική ζωή. Και οι ρυθμιστές της: Έτοιμοι. Διαβασμένοι. Ψυχροί και συνετοί. “Σκάσε και δούλευε. Τι θες; Να μείνεις κι εσύ στο περιθώριο;”
Η μετανεωτερική βιοπολιτική ξεσκίζει τις σάρκες μας. Γυμνές ζωές, ταγμένες στη σχέση Κεφάλαιο, να υπάρχουμε μόνο για όσο εσωτερικεύουμε την αλλοτρίωση, για όσο εγκολπωνόμαστε στην παραγωγή και γεννάμε αξία, για όσο χρησιμεύει η υπερεργασία μας, για όσο δε μιλάμε-δεν ακούμε-δε βλέπουμε.
Να πούμε ότι μπουχτίσαμε, ότι δεν αντέχουμε άλλο: Θα είναι ψέμα. Είναι γλυκιά η υποταγή, το να παραιτείσαι απ’ τη ζωή σου, να παραδίδεις τον έλεγχο. Κι εμάς το στόμα μας στάζει πίκρα, τα δάχτυλά μας αίμα, τα μάτια μας παγετώνα. Πώς θα μπορούσαμε να ζήσουμε αλλιώς αν όχι ως μια ελάχιστη ρωγμή στην παραγωγή, μια στοιχειώδης παραφωνία στην εξουσιαστική μηχανή; Μα και πάλι, ξανά και ξανά, η αλλοτρίωση χτυπά την πόρτα. Ανοίγοντάς της, μπήξαμε κι ένα μαχαίρι στα πλευρά μας και, χωρίς λαλιά να βγει απ’ το στόμα μας, ξεχυθήκαμε στους δρόμους σαν σκουπίδια πεταμένα στον πολεοδομικό παράδεισο της εξευγενιζόμενης δυστοπίας. Τα χαμόγελα των έτερων ανθρωπομηχανών μάς πνίγανε. Σάστισμα ανατριχιαστικό. Αποκομμένοι απ’ το ίδιο μας το σώμα, να έχει αφαιρεθεί απ’ την κυριότητά μας κάθε μας δραστηριότητα, κάθε μας κίνηση, οι ίδιες μας οι σκέψεις. Αλλεπάλληλες μαχαιριές στο στομάχι, αίμα να τρέχει απ’ το στόμα μας, τα πόδια μας τρέμαν.
Σκατά. Θάνατος. Δυσωδία.
Το έλος της μητρόπολης μας κατάπιε. Υπήρξαμε για να παράγουμε. Ζήσαμε ως αριθμοί. Κινηθήκαμε σαν μηχανές. Πεθάναμε σαν νέφη. Ίσως αφήσαμε πίσω κάποιες ασήμαντες ωδές στη ματαιότητα, στο πάθος για καταστροφή της αυτοτροφοδοτούμενης ταξικής σχέσης. Στο πάθος για τον πόλεμο ενάντια στη μισθωτή σκλαβιά, ενάντια στην ανταλλαγή εμπορευμάτων, ενάντια στην αναπαράσταση και μέτρο της αφηρημένης εργασίας που λέγεται χρήμα, ενάντια στην υπαγωγή κάθε πτυχής της ζωής στην παραγωγή, ενάντια στα κράτη, σε κάθε εξουσία, κάθε πολιτική διαχείριση της μιζέριας, κάθε συστηματοποιημένη και μη διαμεσολάβηση των ανθρώπων αναμεταξύ τους, αλλά και με τα μη ανθρώπινα ζώα και το περιβάλλον τους. Ενάντια στην πατριαρχία, ενάντια σε κάθε έμφυλη καταπίεση, ενάντια στον ορθολογικό επιστημονισμό, τα έθνη και το πατριωτιλίκι, την τοξικοφοβία, τη νευροκανονικότητα, ενάντια σε κάθε κοινωνικό στιγματισμό, κάθε παραγωγή κανονικοτήτων, κάθε παραγωγή αναξιοβίωτων ζωών.
Πολλές οι καταπιέσεις, πολλά τα εξουσιαζόμενα υποκείμενα, διάχυτη και ρευστοποιημένη η δομική βία που ασκείται στα σώματα των κολασμένων της γης. Δεν μπορούμε να ιεραρχήσουμε τα συστήματα εξουσίας, παρά να τα επεξεργαστούμε διαθεματικά και να τους επιτεθούμε πολύμορφα. Προκρίνουμε την αναγνώριση των συνεκτικών τους δεσμών, των τρόπων κατά τους οποίους συναρθρώνονται, αλληλοδιαπλέκονται και εκτυλίσσονται χωροχρονικά. Την αναγνώριση της μετανεωτερικής ταυτοτικής ρευστότητας και ευκαμψίας. Την αναγνώριση επίσης των δικών μας προνομίων, όποια κι αν είναι αυτά, όπως και το να σιωπούμε καμιά φορά, με σεβασμό και ενσυναίσθηση απέναντι στα βιώματα και τη διεκδίκηση ορατότητας της όποιας Άλλης, του όποιου Άλλου.
“Και αν κάποιοι συνεχίζουν να στριφογυρνάνε σε μια ρουλέτα περιμένοντας να καταλήξουν σε κάποιον τυχερό αριθμό, αφήνοντας έτσι στην τύχη τη ζωή τους, υπάρχουν άλλοι που παραμονεύουν, θεωρώντας ότι μόνο μια φορά ζουν και οφείλουν στο εγώ τους να χαράξουν μιαν αξιοπρεπή πορεία στην καθημερινότητα που τους περιβάλλει, επιλέγοντας το ρόλο του αρνητή της” – Συμμορίες Συνείδησης
Ξημερώματα 9 Οκτώβρη του ’18 τοποθετήσαμε εμπρηστικό μηχανισμό στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, επί της Ακαδημίας, στην καρδιά της αθηναϊκής μητρόπολης.
Αφήσαμε τα ίχνη της φωτιάς μας εκτεθειμένα στα μάτια όσων αφελών πίστεψαν πως τα χασμουρητά συγκατανεύσεων θα μονοπωλούσαν τον αυτοαναφορικό διάλογο της κοινωνίας, ενόσω θα φιμώναν τους εκθετικά αυξανόμενους περίσσιους. Δίνοντας υλική υπόσταση και επιθετικό νεύμα στην οργή μας, απευθύνουμε εγκάρδιο χαιρετισμό, μαζί με ένα προσκλητήριο στις Άλλες και τους Άλλους αυτού του κόσμου για απαίτηση ορατότητας και χώρου στην πνιγηρή κανονικότητα της οικονομίας και των κοινωνικών ρόλων. Απευθύνουμε κάλεσμα στις πλέον δυσαρεστημένες και ακόρεστες πλευρές μας, εξουθενωμένοι από τον παραγκωνισμό και τον διωγμό που υφίστανται υπό την απειλή της ψυχολογικής εξόντωσής μας. Απευθύνουμε κάλεσμα στους νευρωτικούς, στις εξαρτημένες από τα φαρμακευτικά καταπραϋντικά των ειδικών, στους δημιουργικούς που σκοτώνουν τα όνειρά τους με ριπές εργατοωρών, πλήττοντας στην έρημο της επιβίωσης, σε όσες μιλάνε χαμηλόφωνα, φοβούμενες πως οι μπάτσοι περιπολούν στη σκέψη τους, αλλά και σε όσους δε μιλούν καθόλου, αφού το θέαμα αστυνομεύει την αλλοτριωμένη γλώσσα τους.
Αυτός ο κόσμος -σε κάθε γειτονιά, σε κάθε στενό, σε κάθε γραφείο, σε κάθε κέντρο μαζικής πλήξης, σε κάθε μητροπολιτικό νεκροταφείο- πνέει τα λοίσθια. Ας μην εκπνεύσουμε μαζί του. Να μην επιτρέψουμε στις απειλές των έμμισθων και μη υπερασπιστών της τάξης να φωλιάσουν στις καρδιές μας. Υπάρχουν πιο εύηχες κραυγές να πλημμυρίσουν τα αισχρά στενά των πόλεων, αντί των μνησίκακων ιαχών των ιδιοκτητών καθόσο εκδικητικά ξεσπούν απέναντι σε ό,τι παρεκκλίνει απ’ την κανονικότητά τους.
“Η άμεση δράση κάνει τα άτομα να αποκτήσουν συνείδηση της κατάστασής τους, να αλλάξουν τη μοίρα τους και να ξαναπάρουν τον έλεγχο της ζωής τους” – Accion Revolucionaria
Υπόκωφα αλυχτίσματα μίσους, καμουφλαρισμένα σε μεμψιμοιρίες, στοχεύουν τόσο τις αξίες όσο και τους υπηκόους αυτού του κόσμου. Η υποχονδρία του “Τίποτα δε γίνεται”, του “Τίποτα δεν αξίζει”, ή ακόμα και του “Τίποτα δεν είναι αληθινό”, ενώ φαινομενικά διαμηνύει την πανταχού κυρίαρχη έλλειψη πίστης, συνάμα διατρανώνει μια ισχυρή πίστη του αρνητικού: Τίποτα δε ζει, τίποτα δεν αναπνέει, κι ούτε διαφαίνεται κάποια πρόθεση αυτό ν’ αλλάξει. Γιατί οι άνθρωποι χρησιμοποιούν την πίστη τους επευφημώντας το τέλος τους ή την ανυπαρξία τους, τάσσονται στην αυτοάρνησή τους ως υποκείμενα. Και η απόσυρση της πίστης από το υποκείμενό της και τις δυνατότητές της, το μόνο που επιφέρει είναι η επένδυσή της στον ωμό θετικισμό του δεδομένου φαινομένου, στον κυνισμό της αέναης προόδου και στην αποτελματωμένη ασφάλεια των βαριεστημένων αναστεναγμών.
Οι διαπιστώσεις αυτές όμως δε θα γίνουν εποδός διανοητικών ερευγμών. Εμείς, αναγνωρίζοντας πως, σε αντίθεση με τους βαυκαλισμούς και τους ναρκοφόρους εφησυχασμούς των συνετών συγκαιρινών μας, όλα συνεχίζουν να κινούνται με εντεινόμενους ρυθμούς, που μεταφράζονται σε περισσότερα σώματα βορά στις ορέξεις της θανατοπολιτικής, αναρίθμητους νεκρούς στα εθνικά σύνορα, επέκταση του πανοπτικού ελέγχου του δημόσιου χώρου, περαιτέρω όξυνση των επιθέσεων του κεφαλαίου στις εργατικές αντιστάσεις, δραματική αύξηση των κοινωνικο-οικονομικών αποκλεισμών, αξιακή προλείανση του εδάφους για την έλευση κυβερνητικών οικοσυστημάτων και λοιπών παραχθέντων της σύγχρονης τεχνοβιομηχανικής μάστιγας.
Τίποτα λοιπόν δεν έπαψε να κινείται, απλά πλέον κινείται χωρίς εμάς. Ο κόσμος δεν απώλεσε τη φορά του, αλλά εμείς τα εργαλεία διαμέσου των οποίων την ερμηνεύαμε, καθώς και τα κίνητρα για να το κάνουμε.
Ωστόσο, κηρύσσοντας τον πόλεμο στη συνέχεια του παρόντος, με τις καρδιές μας αφοσιωμένες στην πρόκληση ιστορικής τομής, πραγματοποιούμε συγχρόνως μια τομή στο υποκείμενό μας. Τη στιγμή της επίθεσης, προσφέρουμε στη φωτιά σύνολες τις γνώσεις μας, τα κεκτημένα μας, τα αξιώματά μας, τις συνήθειές μας, τα προνόμιά μας και τις βεβαιότητές μας, με αντάλλαγμα την υποτυπώδη αίσθηση κυριότητας και αυτοκαθορισμού των κινήσεών μας. Την αίσθηση πως, σε μια στιγμή, ό,τι ως τώρα μας συγκροτούσε εξαϋλώνεται από ένα καπρίτσιο της θέλησής μας. Της θέλησης να ανατινάξουμε τις γέφυρες που μας συνδέουν με το παρόν. Και τελικά, η θέληση αυτή, η αναβίωση κι η επαναφορά της στο επίκεντρο των κρίσεών μας, αποτελεί για εμάς το μόνο διακύβευμα άξιο ρίσκου τη δεδομένη στιγμή. Η άμεση δράση μάς εκθέτει στην πιο καθάρια του μορφή το δίλημμα να επωμιστούμε, συνεπείς και αξιοπρεπείς, τις ευθύνες μιας ζωής δραπέτριας απ’ τον βραχνά της επιβίωσης, ειδάλλως να εξακολουθήσουμε να ενατενίζουμε την “έρημο του πραγματικού” ως υπόλογοι και απολογητές της.
Συμβούλια έκνομων δραπετομανών
FAI-IRF
ΥΓ.1: Ίσως να θέλαμε να αναφερθούμε εκτενώς στο -διόλου μεμονωμένο- συμβάν της δολοφονίας της Zackie Oh / του Ζακ Κωστόπουλου, όμως μάλλον δε θα μπορούσαμε να πούμε και πολλά περισσότερα απ’ όσα θα λέγαμε έτσι κι αλλιώς γενικά. Το μικροαστιλίκι, η ελληναράδικη ψυχή και λεβεντιά, η τοξικοφοβία, οι μπάτσοι, η ιδιοκτησία και η νομιμοφροσύνη, οι νόμοι και κάθε τους εκπρόσωπος, η πατριαρχία και το κεφάλαιο, το κράτος και η δικαιοσύνη, εκτελούν τις Άλλες και τους Άλλους αυτού του κόσμου στο ψαχνό. Μόνη απάντηση από πλευράς μας επιθυμούμε να είναι η συνέχιση του πολέμου μας. Και στον πόλεμο αυτό τάσσεται και η παρούσα δράση και όλες οι παραπάνω αράδες. Κάθε Δημόπουλος, κάθε Χορταριάς, κάθε μπάτσος και εθνίκι, κάθε ρουφιανοδικηγόρος και ιατροδικαστής, έχει όνομα και διεύθυνση. Οι νεκρές και οι νεκροί, πεσούσες και πεσόντες του κοινωνικού πολέμου, ζουν μέσα απ’ τους αγώνες μας, από κάθε μικρή και μεγάλη μας ανταρσία.
ΥΓ.2: Χαιρετίζουμε τον κυνισμό και την αποξένωση της εποχής με όση αντιεξουσιαστική συνείδηση προφτάσαμε να χτίσουμε, με όση επαναστατική λύσσα μας απόμεινε.
Aναδημοσιεύουμε από: Αthens Indymedia
Leave a Reply