Σημειώσεις πάνω στο ερώτημα «γιατί οι φιλελεύθεροι ανέχονται φασίστες;
1) Το νεωτερικό κράτος, και κάθε ιστορική του μορφή, είναι αυτό που έρχεται ως εγγυητής της κοινωνικής ειρήνης μετά από κάθε εμφύλιο διχασμό. Σε αντίθεση με την αφήγηση που θέλει το κράτος να είναι προϊόν “συναίνεσης” της συνεχούς θέλησης τόσο των από πάνω όσο και των από κάτω, εμείς επιλέγουμε την αφήγηση ότι αυτή η κοινή θέληση προέκυπτε πάντα από μία τομή, έναν τεράστιο εσωτερικό διχασμό, ο οποίος έκλεισε με την ενσωμάτωση των από κάτω στο έθνος και με την αποκρυστάλλωση της νίκης των από πάνω στο κράτος. Αγγλία μετά τον 30ετή εμφύλιο, Γαλλία μετά την “βασιλεία του τρόμου”, την παρισινή κομμούνα ή τον Μάη του ’68, Ιταλία μετά τη δεκαετία του ’70, ΕΣΣΔ μετά την Οκτωβριανή και Ρωσία μετά το ’90 κλπ. Στην Ελλάδα αυτό συνέβη, ας πούμε, 3 φορές στον 20ο αιώνα: μετά το 1922, μετά το 1949, μετά το 1973.
2) Αν την απάντηση του κράτους, στην απειλή ή έκφραση του εμφύλιου διχασμού, την αποκαλούμε “κατάσταση έκτακτης ανάγκης”, τότε η βασική προ-υπόθεση της “επαναφοράς” σε συνθήκες κοινωνικής ειρήνης είναι η απώθηση του τραύματος του εμφύλιου διχασμού και άρα, το κράτος, ως εγγυητής αυτής της απώθησης, μαζί με τους μηχανισμούς συλλογικής μνήμης, πρέπει να δημιουργήσει ένα διοικητικό πλέγμα ελέγχου και πειθάρχησης, το οποίο να μην είναι στρατιωτικό/πολεμικό. Αυτό είναι η αστυνομία1. Για την κατεστημένη έκφραση του κόσμου, όταν αυτός έχει αποκαταστήσει τις συνθήκες ηρεμίας του, η αστυνομία είναι σαν μαύρη κηλίδα σε μια λευκή επιφάνεια, η οποία δείχνει ότι κάποιο θέμα υπάρχει κάτω από την επιφάνεια αυτή. Καλό είναι να βρίσκεται σε ένα μέρος όπου όσο το δυνατόν λιγότεροι/ες να μπορούν να αντιληφθούν την τεράστια προσπάθεια που χρειάζεται ο απέραντος χώρος των πτυχώσεων, των διαιρέσεων, των κενών και των αντιφάσεων για να μετατραπεί σε μια λεία και αδιατάρακτη επιφάνεια, στην οποία οι ροές του κεφαλαίου και οι δικαιϊκές λειτουργίες να μπορούν να διαμορφώσουν το βιοπολιτικό σώμα που απαιτείται για την συνέχεια των λειτουργιών της παραγωγής και της κατανάλωσης. Η πολιτική οικονομία, δηλαδή, η πολιτική-θεολογική απάντηση του κράτους στη σχέση-κεφάλαιο και τις αντιφάσεις της, δε θα ήθελε να παραδεχτεί ποτέ αυτή τη λειτουργία της αστυνομίας.
3) Η επιτυχία της “κατάστασης έκτακτης ανάγκης” είναι να την ταυτίσουμε με την “κατάσταση εξαίρεσης”, δηλαδή να σκεφτούμε ότι η σχέση “κανονικού” και “παθολογικού” στην ιστορική εξέλιξη του κράτους, είναι αυτή ανάμεσα στον κανόνα της κοινωνικής ειρήνης και την εξαίρεση της εκτροπής. Με μέτρο αυτό, η αστυνομία είναι το “αναγκαίο κακό” για να κρατάει το στρατό “πίσω από το συρματόπλεγμα” του στρατοπέδου, αφού στην ινδοευρωπαϊκή μυθολογία το κράτος είναι το προϊόν της συμπύκνωσης της κυριαρχίας σε δύο κεφαλές (του βασιλιά-μάγου και του ιερέα-δικαστή), όπου το τρίτο μέρος, η πολεμική μηχανή, πρέπει να εξουδετερωθεί, προκειμένου να γίνει στρατιωτική μηχανή και άρα τρίτος πόλος της. Από αυτή τη σκοπιά, η αστυνομία είναι τα ο εσωτερικό συμπλήρωμα της βίας που συμπυκνώνεται στο κράτος και ο στρατός το εξωτερικό παραπλήρωμα. Η ανάμνηση της διαφορετικής γενεαλογίας του πολέμου σε σχέση με το κράτος πρέπει να ξεχαστεί, προκειμένου το κράτος να μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει το μονοπώλιο της κήρυξης του πολέμου απέναντι σε ότι αποτελεί απόκλιση της ιστορικής του πορείας. Και να μπορεί να ισχυριστεί από την πλευρά του ότι αυτός ο πόλεμος είναι πάντα εξωτερικός προς τη φύση. Αλλιώς, στην κοινή γλώσσα, οτιδήποτε άλλο θα ήταν φασισμός.
4) Η αποτυχία της “κατάστασης έκτακτης ανάγκης” είναι να σκεφτούμε πως είναι ο κανόνας, σύμφωνα με μια ιστορική σκέψη που αναγνωρίζει ότι η μεγάλη αφήγηση της εξέλιξης της κυριαρχίας του δικαίου του κράτους δεν είναι τίποτα άλλο από την προληπτική καταστολή της κατάστασης έκτακτης ανάγκης που μπορεί να κηρύξουν οι καταπιεσμένοι. Έτσι, λοιπόν, ο φόβος για τους κυρίαρχους είναι να γενικευτεί η αντίληψη που κατανοεί ότι η φιλολογία για την “κατάσταση εξαίρεσης” ενεργοποιείται κάθε φορά που αποτυγχάνει η απλή επίκληση της “κατάστασης πολιορκίας”. Κάθε φορά, δηλαδή, που η ισχύς του δικαίου έναντι των αποκλεισμένων χάνει ή φοβάται ότι θα χάσει το θεμέλιό της. Τότε, πραγματικά, θα μπορούσε να γίνει φανερό ότι, στη διαφορετική καταγωγή της, η νομαδική πολεμική μηχανή, που σήμερα είναι το μη-νεγκρικό πλήθος2 και οι άπειρες δυνατότητές του, στην οποία ο πόλεμος είναι μόνο παραπληρωματικός σκοπός3, έχει εχθρό το κράτος. Και τότε το κράτος, που ως σήμερα είχε συλλάβει αυτή την πολεμική μηχανή, εξουδετερώνοντας τη και ανάγοντας το πειθαρχημένο τμήμα της σε στρατό και το υπόλοιπο σε εργατική δύναμη, θα πρέπει να παρουσιάσει το καταστατικό ψεύδος που έκρυβε και παρουσιάζεται με τη μορφή της “απόκλισης” στην αστυνομία: Αυτό που στην καθομιλουμένη αποκαλείται “φασισμός”.
5) Η αστυνομία, κατ’ αυτό τον τρόπο, είναι το πολιτικό “απομεινάρι” μιας επιτυχούς στρατιωτικής επιχείρησης ειρήνευσης, η απόδειξη της πραγματικής αδυνατότητας να κλείσει οριστικά το ρήγμα μεταξύ κυρίαρχων και καταπιεσμένων, να παρουσιαστεί η “τάξη” ως φυσική, ακίνητη, αιώνια. Η αστυνομία είναι η “άμεση”, και “έκτακτη”, απάντηση του δικαίου σε ό,τι αμφισβητεί την καθολικότητά του. Είναι η απόδειξη ότι στο δίκαιο δεν υπάρχει “δικαιοσύνη” παρά μόνο μια κυρίαρχη και συναινετική μορφή νομιμότητας της εκμετάλλευσης, στην οποία η “γενική πίστη” μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανακληθεί. Η αστυνομία το 17ο-18οαιώνα ήταν το ίδιο το κράτος, ένα σύνολο επιστημών για την “ειρηνική ευδαιμονία” των πολιτών, και ο στρατός η εξωτερική έκφραση της έκτασης του έθνους, η περίοδος δηλαδή που το κράτος και η διακυβέρνησή του ταυτίζονταν. Μέχρι και τον 20ο αιώνα, η αστυνομία έγινε μια βίαιη μαριονέτα του πολιτικού συστήματος και ο στρατός η συνέχεια της πολιτικής του, αφού η μηχανική σύμφυση κράτους-κοινωνίας απαιτούσε αντίστοιχα τον πλήρη διαχωρισμό των εξουσιών που ως τότε εμφανίζονταν ενιαίες, δηλαδή το μηχανικό διαχωρισμό κράτους-διακυβέρνησης. Σήμερα, το πολιτικό σύστημα συνοψίζεται σε μια αστυνομική επιχείρηση, όπου το -ενιαίο, ως προς την τάση και την προοπτική- πλέγμα στρατού-αστυνομίας είναι η έκφραση της πολιτικής του κυριαρχίας. Δηλαδή, η περίοδος όπου οι διαφορετικοί -και συχνά αντιτιθέμενοι- πόλοι του κρατικού μηχανισμού υιοθετούν τα χαρακτηριστικά του εμφύλιου διαχωρισμού που διατρέχει την κοινωνία και άρα τίποτα άλλο από “ πολιτικές φράξιες του κοινωνικού”. Ίσως γιατί η “πρωταρχική συσσώρευση” πολεμικής βίας πέραν του πολιτικού (για να το θεμελιώσει) έχει, αναγκαστικά, μετατραπεί σε “διαρκή συσσώρευση” πολιτικής βίας ενσωματωμένης στην στρατιωτική – και το αντίστροφο. Θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε “κανονικοποποίηση” του κρατικού μονοπωλίου της βίας: υπερβατικό αρχικά – μηχανικά διαχωρισμένο και παρόν στην πορεία – ενσωματωμένο οργανικά στην ίδια την κοινωνική συγκρότηση τώρα. Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να ισχυριστούμε και για το νεωτερικό κράτος.
6) Η νίκη (για τους κυρίαρχους) σε όλες τις προηγούμενες μορφές κοινωνικού πολέμου μέσα στο έθνος-κράτος, είναι ότι η ίδια η διακυβέρνηση βρισκόταν εκτός της απαξιωτικής κριτικής των καταπιεσμένων. Ίσως γιατί “ο κρατικός μηχανισμός τελειοποιούνταν μετά από κάθε εξέγερση”, οι εκπρόσωποι της οποίας τον αντιλαμβάνονταν ως “τρόπαιο” (Μαρξ, 18η Μπρυμαίρ) δηλαδή η δημοκρατία φαινόταν να αναστέλλεται αποτελεσματικά για να λειτουργήσει η “ωμή ισχύς” της κρατικής κυριαρχίας και άρα να μένει αναλλοίωτο το φαντασιακό που την ήθελε τόπο ειρηνικής μεσολάβησης των αντιπαρατιθέμενων πολιτικών φραξιών. Το ιδεώδες δημοκρατικό αίτημα του έθνους-κράτους μπορούσε να θριαμβεύει ως τόπος της πολιτικής κοινότητας “των φίλων” στον οποίο ο “εχθρός” μπορούσε να κηρυχθεί πάντα εξωτερικός, χωρίς να χρειαστεί κανείς να παραδεχτεί τις ασυμφιλίωτες αντιθέσεις στο εσωτερικό της, άρα την αδυνατότητά της έναντι του εμφυλίου. Ακόμα και ο Καρλ Σμιτ, στη “Θεωρία του Αντάρτη” (1962), υπέκυψε στη γοητεία αυτής της επιχείρησης ειρήνευσης προκειμένου να συμφιλιωθεί με τη μετα-πολεμική τάξη πραγμάτων.
7) Όμως, το 1917 υπήρξε μια τομή. Οι καταπιεσμένοι απέκτησαν μια μορφή παγκόσμιας εκπροσώπησης απέναντι στη φθίνουσα διεθνή τάξη του Jus Publicum Europaeum, που διατηρούσε την ειρήνη επί έναν και επιπλέον αιώνα. Από τότε η “τάξη και η ασφάλεια” μπορούσαν να είναι μόνο υπερεθνικές, καθώς κάθε έθνος-κράτος είχε αποκτήσει μια εμφύλια διαίρεση στο εσωτερικό του, με οικουμενικά χαρακτηριστικά, η οποία είχε πλέον διακριτή πολιτική μορφή και σε σαφή αναφορά με αυτό που αποκαλείται «παγκόσμιος εμφύλιος πόλεμος. Από τότε, η τάξη μπορούσε να είναι μόνο διεθνής και το κράτος, όλο και πιο πολύ, μέρος της εσωτερικής αντιπαράθεσης των πολιτικών κομμάτων (και όχι μεσολαβητής τους ή τρόπαιο της νίκης τους). Μπορεί τα 2 άλματα των καταπιεσμένων (1917, 1968) να τα υπερέβη το κράτος και να βγήκε νικητής και μπορεί επίσης να “ηττήθηκε” (αφού “κρατικοποιήθηκε”) το κομμουνιστικό πρόταγμα, στις ιστορικές μάχες του 20ου αιώνα, όμως οι πολιτικές προϋποθέσεις της σχέσης επανάστασης-εμφυλίου, δηλαδή του κοινωνικού πολέμου στην πολιτική του μορφή, δεν μπορούν να επιστρέψουν πίσω από το 1914-18.
8) Ειδικά, λοιπόν, στην τελευταία καμπή του κοινωνικού πολέμου, που έληξε προς τα τέλη της δεκαετίας του ’70, και ειδικά στην Ιταλία που αποτέλεσε παραδειγματική περίπτωσή του, η δημοκρατία αναγκάστηκε να καταστείλει η ίδια την εξέγερση των καταπιεσμένων, ως κόμμα της “τάξης και της ασφάλειας” κι όχι ως ένα πεδίο πολιτικής διαμάχης αντιπαρατιθέμενων κομμάτων. Κάπως έτσι, το πέρασμα από μια ιστορική μορφή κράτους σε μια άλλη, δημιούργησε ένα βραχυκύκλωμα: η ασφάλεια, από γενικό αγαθό αναζήτησης κάθε μορφής διακυβέρνησης έγινε όρος ύπαρξης κάθε μορφής διακυβέρνησης. Από τότε η “κατάσταση έκτακτης ανάγκης” δεν μπορεί να αναγνωρίζεται ως μια εκτροπή από τις ομαλές συνθήκες παρά μόνο ως προϋπόθεσή τους4 (). Αντίστοιχα, τα σύγχρονα μοντέλα διακυβέρνησης δεν είναι πλέον εναλλακτικές μορφές του κράτους δικαίου αλλά σύνολο επιμέρους πρακτικών του κράτους άμυνας-ασφάλειας έναντι των καταπιεσμένων, που μπορεί να το αμφισβητήσουν. Γι’ αυτό και κάθε φορά, όλο και πιο “ευρείες κυβερνητικές πλειοψηφίες”, που προκύπτουν από τις εκλογές, καταλήγουν -αντί να ενοποιούν την κοινωνία και να μεσολαβούν τις αντιθέσεις της- να μεταφέρουν τις ασυμφιλίωτες αυτές διαφορές που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ακόμα και στον ίδιο τον κρατικό μηχανισμό. Αυτή η διαδικασία κανονικοποίησης χαρακτηρίζει αυτό που ο Agamben αποκαλεί “μόνιμη κατάσταση έκτακτης”. Το πρόβλημά του, όμως, είναι ότι ισορροπεί ανάμεσα στον Χάιντεγκερ και στον Μπένγιαμιν, ανάμεσα στην “παράδοση των καταπιεσμένων” και την “παράδοση των κυρίαρχων”, προκειμένου να κατασκευάσει έναν χώρο αρνητικότητας στην αναστολή του περάσματος από την εξαίρεση στον κανόνα. Όμως, και το τελευταίο παιδί γνωρίζει ότι όταν η εξαίρεση γίνεται κανόνας τότε ούτε η εξαίρεση ούτε ο κανόνας εξακολουθούν να σημαίνουν αυτό που ήταν, γιατί δε συγκροτούν πια Νόμο. Έτσι, οι συγκρούσεις μεταξύ του “Κράτους” και του “μη-κράτους”, αυτού του αόρατου εχθρού, ανοίγονται σε ένα αχανές πεδίο όπου το διακύβευμα είναι ξανά η αντιπαράθεση μεταξύ των μορφών-ζωής. Μόνο που τώρα πια το κράτος δεν είναι η ακμάζουσα και αναδυόμενη μορφή σε αυτές τις συγκρούσεις αλλά -αντίθετα- η φθίνουσα και παρακμάζουσα.
9) Πριν προχωρήσουμε παραθέτουμε τρία παραδείγματα. Στα απομνημονεύματά του ο, πρωθυπουργός της χούντας το ’73, Σπ. Μαρκεζίνης, ισχυρίζεται ότι, αν είχε προλάβει να φτιάξει τα ΜΑΤ, τα επεισόδια του Πολυτεχνείου θα είχαν ενδεχομένως αποφευχθεί: “[…] επηρεασμένος από όσα είδα εις την πλατείαν Χιλής εις το Παρίσι […] είχον εντυπωσιασθή. Διότι είδα αστυφύλακας με μάσκας και ασπίδας που ενεθύμιζον πολεμιστάς του μεσαίωνος καθώς και ειδικά μηχανοκίνητα της αστυνομίας. Και έκαμα τότε την σκέψιν, ότι όπως εξελίσσονται τα πράγματα η σημερινή Αστυνομία, του αγγλικού τύπου, ή και η Χωροφυλακή, ανήκει εις εποχίν η οποία έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί […] Αν η Αστυνομία και η Χωροφυλακή διέθετε αυτόν τον αναγκαίον και σύγχρονον οπλισμόν […] είναι πάρα πολύ πιθανόν να καθίστατο περιττή η επέμβασις των τεθωρακισμένων εις το Πολυτεχνείον και να μη προέκυπτε ανάγκη κηρύξεως στρατιωτικού νόμου”5. Από την άλλη, ο πρόεδρος της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Αθηνών, απαντά για την άσκηση αδικαιολόγητης βίας στον Ζ.Κ.: “Όλες οι αστυνομικές πρακτικές λένε τα ίδια πράγματα […] Αυτή είναι η πρακτική. Σε όποιον αρέσει […]σ’ εμένα δεν αρέσει κάτι άλλο. Δεν μπορεί να κρίνεται η δράση του αστυνομικού, που […] προβλέπει συγκεκριμένα πράγματα, βάσει της πολιτικής ιδεολογίας του καθενός που κυβερνάει”6. Τέλος, πορεία αστυνομικών στη Γαλλία, τον Οκτώβριο του 20167, κι εν μέσω των ταραχών του Nui Debout, αψηφά τις “κυβερνητικές απαγορεύσεις” για να “καταγγείλει τους ανεπαρκείς πόρους προκειμένου να αντιμετωπίσει την ανομία”. Υπάρχουν άπειρα ακόμα παραδείγματα, όμως νομίζουμε ότι αυτά είναι επαρκή για να δείξουν τη σύνδεση των τριών όρων της αλληλουχίας που περιγράφουμε. Μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου βρισκόμαστε ενώπιον μιας μετάβασης: το τεχνικό ζήτημα μιας πολιτικής σύγκρουσης, που περιγράφει ο Μαρκεζίνης, είναι σήμερα το πολιτικό ζήτημα μιας τεχνικής διακυβέρνησης. Εξηγούμαστε. Αν ο πρωθυπουργός της χούντας ήθελε να διασώσει, με τεχνικά μέσα την “ομαλή μετάβαση” από τη χούντα στη δημοκρατία, ο πρόεδρος των αστυνομικών, απαιτεί από την κυβέρνηση να “μην μπλέκεται στα τεχνικά ζητήματα” αυτών που “εγγυώνται την πολιτική της ύπαρξη”. Εξάλλου, το όνειρο του Μαρκεζίνη αφού το υλοποίησε η δημοκρατία, το επανέλαβε το 2009, όταν συγκρότησε τις ομάδες Δ και ΔΙΑΣ, σαν άμεση στρατιωτικού τύπου απάντηση στον Δεκέμβρη του 2008. Το πραγματικά καινούριο, όμως, είναι η αντιστροφή στις σχέσεις διακυβέρνησης και αστυνομίας: τώρα πια το αστυνομικό σώμα κατανοεί ότι δεν είναι απλά ένας μηχανισμός εκτέλεσης εντολών της κυβέρνησης αλλά η προϋπόθεσή της, ο εγγυητής της ύπαρξής της. Είναι λογικό, από τη στιγμή που η ασφάλεια δεν είναι δεξιά ή αριστερή»8 αλλά όρος αναπαραγωγής του συστήματος ως “ακραίου κέντρου” ενάντια στις αποκλίσεις, και αφού η πολιτική έχει αναχθεί σε μια διαρκή αστυνομική επιχείρηση, οι επιχειρήσεις της αστυνομίας να είναι κατεξοχήν ζήτημα τεχνοκρατικής πολιτικής. Και, φυσικά, το λαμπρό αποτέλεσμα αυτής της μετάβασης είναι η αστυνομία να ζητάει από τους “πολιτικούς” να βάλουν τάξη στον πληθυμό. Δεν είναι από εδώ παρά ένα βήμα για να θεωρούμε φυσιολογικό το θέαμα οπλισμένων και κουκουλοφόρων αστυνομικών να κατευθύνεται στα Ηλύσια Πεδία, το σύμβολο της ενότητας της εξουσίας της Γαλλικής Δημοκρατίας, φωνάζοντας «διεφθαρμένα συνδικάτα» και «οι μασόνοι στη φυλακή», με τον υποψήφιο (τότε) πρόεδρο Σαρκοζί να τους στηρίζει. Η τεχνική υποστήριξη της αστυνομίας (ή πιο σωστά, του τεχνοοικονομκιού συμπλέγματος άμυνας-ασφάλειας) στις πολιτικές επιλογές της κεφαλής του κράτους έχει μετατεθεί σε πολιτική στήριξη της κυβέρνησης στις τεχνο-κρατικές επιλογές της αστυνομίας. Είναι κάτι περισσότερο από ένδειξη αυθάδειας. Η αστυνομία, πριν διεκδικήσει και αυτή την υλική της αυτονομία, έχει ήδη αρχίζει να απαιτεί, να υπερασπίζεται και να διατυμπανίζει την πολιτική της αυτονομία.
Χοντρικά, μπορούμε να πούμε ότι η αστυνομία (κατ’ αναλογία του πολιτικού προσωπικού) είναι διαιρεμένη σε δύο αντίρροπες τάσεις. Αντίρροπες, βέβαια, μόνο με την έννοια ενός “τέρατος με δύο κεφάλια” ενάντια σε κάθε καταπιεσμένο/η ή -για να υιοθετήσουμε την αργκό των ίδιων- την έννοια “του καλού και του κακού μπάτσου”. Από τη μία είναι το συντηρητικό “φιλελεύθερο” κόμμα, που πιστεύει ακόμα στο λειτούργημα της αστυνομίας και αναμένει ακόμα τον εκδημοκρατισμό της, τον εκσυγχρονισμό και την συμπερίληψη των σύγχρονων δικαιωματικών τάσεων στο εσωτερικό της. Αυτό το “κόμμα” θέλει να είναι ένα μέσο για την υπεράσπισης της τάξης, μιας τάξης που πια δεν υπάρχει ή, μάλλον, την απαξιώνουν όλοι/ες. Από την άλλη είναι το “κόμμα της δράσης”, αυτό που ρουθουνίζει περιμένοντας να μπει στη μάχη, να λειτουργεί αυτόκλητα, για να καθαρίσει τα “αποβράσματα”. Αυτό το κόμμα ονειρεύεται να βάλει τη δική του τάξη, να χρησιμοποιήσει το πολιτικό σύστημα σαν μέσο στην ίδια του την ύπαρξη σαν αυτοτελή σκοπό. Αυτά τα δύο κόμματα μπορούν να συνυπάρξουν μόνο αν εμφανιστεί μια κυβέρνηση που είναι αποφασισμένη να στηρίξει πολιτικά έναν κρατικό μηχανισμό που θα καθαρίσει τα αποβράσματα. Αυτή η κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση του εμφυλίου πολέμου και τότε θα διακυβεύεται κάτι παραπάνω από την αυτοτελή ύπαρξή της. Θα διακυβεύεται η ύπαρξη του κράτους.
Όταν η λειτουργία της αστυνομίας παράγει περισσότερο χάος από τάξη ή περισσότερο χάος από αυτό που καλείται να διαχειριστεί, τότε ο ρόλος της καταρρέει. Απέναντι σε αυτό είτε θα αυτονομηθεί συνολικά είτε θα επιστρέψει στο περιορισμένο καθήκον της εκτέλεσης εντολών ενός πολιτικά απαξιωμένου βραχίονα. Η αστυνομία είναι πια το τελευταίο όριο της εγγύησης ότι η τάξη θα επιστρέψει από το χάος. Σε αυτό της αρμόζει, απλά και μόνο, να αντιμετωπιστεί ως αυτό που είναι: το τελευταίο εμπόδιο πριν “γίνουμε ακυβέρνητοι”
Μανώλης Ψ
10Αυτή, βέβαια, το σοκ έχει προ πολλού ξεπεραστεί, τουλάχιστον εμπειρικά, στα κομμάτια του πληθυσμού (κυρίως προσφυγικά, αποκλεισμένα κλπ) όπου το «κανονικό» της κοινωνικής πλειοψηφίας είναι γι’ αυτά «εξαίρεση». Συνήθως, ένα κύμα φόβου διαταράσσει την πολιτική μας ύπαρξη μόνο όταν αυτή η αντιστροφή μεταξύ κανονικότητας και εξαιρετικότητας αγγίξει την εμπειρία μας σαν κάτι που πάντα παρόν. Αυτό μάλλον κινητοποιεί έναν αυθόρμητο συναγερμό και όλα τα αντανακλαστικά μιας φετιχιστικής απώθησης του στυλ «το ξέρω ότι πάντα έτσι να ήταν αλλά δεν είναι δυνατό να…»
Πηγή: ταξικές μηχανές
Leave a Reply