Εισαγωγή στην ελληνική μετάφραση:
Το κείμενο του Georges Palante, με τίτλο «Ιστορικός Πεσιμισμός», που μεταφράζουμε αποτελεί προϊόν μιας ευρύτερης ενασχόλησης του συγκεκριμένου θεωρητικού με την έννοια του πεσιμισμού. Συναφή κείμενα είναι επίσης «Το μέλλον του Πεσιμισμού και του Ατομικισμού», «Ο Μισανθρωπικός πεσσιμισμός», «Η σχέση μεταξύ Πεσιμισμού και Ατομικισμού», τα οποία έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά. Η παρούσα μετάφραση έρχεται αφενός να εμπλουτίσει τη λίστα με τα κείμενα του Palante που έχουν μεταφραστεί και αφετέρου να διαφωτίσει μία ακόμη πτυχή της μελέτης του πεσιμισμού από τον Palante, μέσω της συγκριτικής επισκόπησης της θέσης του πεσιμισμού στη φιλοσοφία των Arthur de Gobineau και Friedrich Nietzsche. Τη συλλογή αυτή των κειμένων συμπληρώνει το «Ρομαντικός Πεσιμισμός» που δεν έχει μέχρι στιγμής μεταφραστεί.
Στο κείμενό του «Ιστορικός Πεσιμισμός», ο Palante παρουσιάζει την απαισιοδοξία του Gobineau όπως αυτή διατρέχει το έργο του και τη συνδέει με την απογοήτευση του τελευταίου για το μέλλον της ανθρωπότητας, μιας ανθρωπότητας που ο Gobineau θεωρεί εκφυλισμένη εξαιτίας φυλετικών προσμίξεων που έχουν πυκνώσει την παρουσία των «κατώτερων φυλών» και έχουν εκτοπίσει την «κυρίαρχη» αρία. Ο Gobineau αποτελεί, άλλωστε, εξέχουσα φυσιογνωμία στην ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης των ρατσιστικών, ψευδο-επιστημονικών θεωριών του 19ου αιώνα. Βασικότερο έργο του θεωρείται το «Δοκίμιο περί της ανισότητας των φυλών», το οποίο συνέγραψε μετά το κύμα των επαναστάσεων του 1848 στην Ευρώπη. Αυτό αποκαλύπτει και τις κοινωνικές προεκτάσεις του πνευματικού του έργου, καθώς ο Gobineau υπερασπίστηκε, στις συνθήκες αυτές, την αριστοκρατία στη σύγκρουση της τελευταίας με τις μάζες, αφού υποστήριξε πως οι εκπρόσωποί της φέρουν περισσότερα χαρακτηριστικά της αρίας φυλής, αφού δεν έχουν υποστεί προσμίξεις με «κατώτερες φυλές» όπως η αλπική και η μεσογειακή.
Στο δεύτερο μέρος του κειμένου, ο Palante παρουσιάζει τον πολιτισμικό πεσιμισμό του Nietzsche όπως αυτός εκκινεί από τη θέση του για το ανεπανάληπτο της ελληνικής αρχαιότητας. Με αφετηρία αυτόν, διερωτάται για το κατά πόσον ο νιτσεϊκός πεσιμισμός που μετατρέπεται σε αντικοινωνισμό είναι αντικοινωνισμός προς τη σύγχρονή του κοινωνία ή κάθε μορφή κοινωνικής οργάνωσης γενικά, συγκρίνοντας τις θέσεις του Nietzsche με την πολεμική του Max Stirner στην κοινωνία.
Το κείμενο αυτό του Palante ενδιαφέρει γιατί επιχειρεί να εδραιώσει μια σχέση ανάμεσα στον πεσιμισμό (ακόμα και αν έχει διαφορετική αφετηρία για τους δύο διανοητές) και τον ατομικισμό. Ο Gobineau αποσύρεται σε έναν ελιτίστικο, απελπισμένο ατομικισμό, καθώς βλέπει το ζοφερό μέλλον της «φυλετικά εκφυλισμένης» ανθρωπότητας ως αναπόδραστο. Ο Nietzsche φαίνεται να τοποθετείται απέναντι σε κάθε κοινωνία, να εντοπίζει αυτή τη «φυσική αντινομία», για την οποία θα μιλήσει ο Palante, ανάμεσα στην ατομικότητα και την κοινωνία. Η γενική, όμως, σύγκρουση του Nietzsche με το κοινωνικό μεταστρέφεται με την εισαγωγή του ιδανικού του Υπερανθρώπου, δεν είναι πια τόσο ριζική όσο η στιρνερική, ο Υπεράνθρωπος εισαγάγει ένα στοιχείο οπτιμισμού στη νιτσεϊκή σκέψη.
Negative Reviews
Ιστορικός Πεσιμισμός
Ο ιστορικός πεσιμισμός εμπνεέται από ένα αναδρομικό ιδανικό, ένα ιστορικό ή ακόμη και προϊστορικό ιδανικό του οποίου η νοσταλγία στοιχειώνει το στοχαστή εκείνο που αηδιάζει με το παρόν. Δύο ονόματα μπορούν να τεθούν επί τάπητος σε σχέση με αυτό το ζήτημα: de Gobineau1 και Nietzsche.
Ο κόμης de Gobineau κρίνει το σύγχρονο πολιτισμό υπό το πρίσμα ενός εθνικού τύπου που είναι απομακρυσμένος, σχεδόν προϊστορικός, ή τουλάχιστον τόσο λίγο ιστορικός που θα ήταν απογοητευτικό να καταγραφεί η ιστορία του: του Άριου τύπου. Ωστόσο, ο κόμης de Gobineau πιστεύει πως μπορεί να τον ακολουθήσει δια μέσω της εξέλιξής του, των μετασχηματισμών και των παρεκκλίσεών του. «Συνέκρινα», λέει, «φυλές μεταξύ τους».
Επέλεξα μία εξ όλων την οποία θεώρησα ως την καλύτερη και έγραψα το ‘Η ιστορία των Περσών’ ώστε να καταδείξω, μέσω του παραδείγματος του αρίου έθνους ως του πιο απομονωμένου από τα συγγενικά του, πόσο ανίσχυρες είναι οι διαφορές στο κλίμα, το περιβάλλον και τις συνθήκες, ώστε να αλλάξουν ή να αποτρέψουν να εκφραστεί η ευφυΐα μιας φυλής.
Το έργο του, «Δοκίμιο περί της ανισότητας των φυλών» σκιαγραφεί τις μακρές διακυμάνσεις και τον ανεπανόρθωτο εκφυλισμό αυτού του ανώτερου τύπου ανθρώπου, ως αποτέλεσμα προσμίξεων που νόθευσαν το αίμα του. To «[Η ιστορία του] Ottar Jarl2» πραγματεύεται την καταγωγή ενός Σκανδιναβού ήρωα μιας αρχαίας σκανδιναβικής (Nordic) φυλής από την οποία ο Gobineau ισχυρίστηκε πως κατάγεται. Το μυθιστόρημα «Οι Πλειάδες» παρουσιάζει κάποιους επιζώντες της ευγενικής αρίας φυλής, χαμένους ανάμεσα σε ανάξιους συγχρόνους τους, οι οποίοι, όμως, δεν αποκηρύσσουν τον αγώνα σε αυτό το εκφυλισμένο περιβάλλον, επιτυγχάνοντας να καταστήσουν αισθητή την παρουσία τους.
Ποια είναι τα ηθικά και διανοητικά χαρακτηριστικά που συγκροτούν τον κατά Gοbineau υπεράνθρωπο ; Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να βρεθούν στο έργο «Η Ιστορία των Περσών», στο «Δοκίμιο περί της ανισότητας των φυλών», στο «Ottar Jarl» και στις «Πλειάδες». Ο Gobineau τοποθετεί την κρίση στην πρώτη βαθμίδα των ποιοτήτων που συγκροτούν τον υπεράνθρωπο. Αυτό που αξιολογεί υψηλότερα στην ευφυΐα δεν είναι η φαντασία, αλλά η κρίση. Η κρίση είναι το ανώτερο χαρακτηριστικό ενός Αρίου. Ο άριος είναι πρώτα από οτιδήποτε ένας άνθρωπος της κρίσης και της δράσης. Για τον de Gobineau, ο αληθινός ρόλος της ευφυΐας μπορεί να είναι μόνο εκείνος του οδηγού προς τη δράση. Ο σκοπός της ευφυΐας δεν είναι το «διαλογίζεσθαι», το να γράφει κανείς ποιήματα στον αέρα, το να αποτραβιέται και το να στοχάζεται χάριν του ίδιου του στοχασμού. Ο ρόλος της ευφυΐας είναι να διακρίνει καθαρά και να υπαγορεύει τις δράσεις. Δεν πρέπει να λησμονείται πως ο de Gobineau είναι ο απόγονος μιας γενιάς πολεμιστών, πολιτικών, διπλωματών και είναι διπλωμάτης και ο ίδιος. Η κληρονομιά του, οι παραδόσεις του, η εμπειρία του, οι συνδιαλλαγές του, όλα τον οδήγησαν να εκτιμά περισσότερο από καθετί άλλο τις ποιότητες που συγκροτούν έναν άνθρωπο της δράσης, έναν ηγέτη ανθρώπων.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο ανώτερος άνθρωπος δεν είναι ο καλλιτέχνης ή ο συγγραφέας του φανταστικού∙ ο ανώτερος άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος είναι ικανός να διοικεί ένα λαό ή ένα στρατό, ή ο ικανός διπλωμάτης. Οι ποιότητες που συγκροτούν τον κατά Gobineau υπεράνθρωπο βρίσκονται συγκεντρωμένες στη φιγούρα του Βίκινγκ.
Στην προσωπικότητα του Ottar βρίσκουμε τρία εξέχοντα γνωρίσματα -και είναι απαραίτητο να αποτυπωθούν από την αρχή- διότι θα αναγνωρίσουμε το ένα ή το άλλο, εάν όχι όλα τους, στους περισσότερους απογόνους του. Η δραστηριότητα του νου, το «Vestfolding»3, μεταφέρει (την ευφυΐα) σε όλα τα σημεία που μπορεί να φτάσει και τα οποία οι συνθήκες φέρνουν ενώπιόν της. Είναι διψασμένος για γνώση, διότι επιθυμεί να γνωρίζει πόσο μακριά εκτείνεται η χώρα του, αλλά επίσης δε θέλει να αγνοηθούν ευκαιρίες για λαβείν και κέρδος. Είναι επίσης συνετός, αφού δεν πιστεύει τους λόγους των “Bjarmes” (ιερείς) χωρίς επιφύλαξη… Συγχρόνως με τη δραστηριότητα της ευφυΐας τον διέπει το πάθος για ανεξαρτησία και την ημέρα που πρέπει να υποταχθεί στην κυριαρχία του Erik4, αρνείται και φεύγει σε εξορία. Εκτιμά τα πλεονεκτήματα του πλούτου, αλλά εκτιμά ακόμη περισσότερο το να μη χρειάζεται να τον παραδώσει και παραδίδει λίγο από αυτόν. Στις σχέσεις του με το περιβάλλον του, είναι ισχυρογνώμων… Δείχνει κατανόηση, είναι ανεξάρτητος, υπομονετικός∙ αυτές είναι τρεις ποιότητες από τις οποίες προκύπτει τόσο καλό όσο και κακό και οι οποίες μπορούν να εκφραστούν με διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικά πλαίσια. Στον Ottar, που κατάγεται από μια αμόλυντη φυλή, εντοπίζουμε την ουσία του σε όλη της την ειλικρίνεια, με τη μεγίστη ενέργεια, και ακριβώς όπως κατείχαν οι πρόγονοι του ήρωα, δοσμένη μέσω του αίματος.
Είναι η καθαρότητα του αίματος που δομεί ισχυρή ατομικότητα.
Η φυλή του ήταν καθαρή και συνεπώς η ατομικότητά του ήταν πολύ δυνατή. Σε εκείνον, η ατομικότητα ήταν το παν, η συνάθροιση λίγο σημαντική ή καθόλου. Αντίθετα, μεταξύ περισσότερο νοτίων πληθυσμών, το αίμα είχε αλλοιωθεί αισθητά: στους Φράγκους είχε γίνει κατά το ήμισυ ρωμαϊκό, στους Ρωμαίους σάπισε από σημιτικές προσμίξεις. Όλοι στηρίζονταν σε όλους τους άλλους και ενώ οι Σκανδιναβοί, ζηλόφθονες λόγω της ελευθερίας του, δέχονταν μόνον προσωρινές ενώσεις, εκείνοι των οποίων (οι Σκανδιναβοί) υπερίσχυαν θεωρούσαν καλό να έχουν έναν αφέντη ή έναν οδηγό, υπεύθυνο για τη βούλησή τους. Είναι αυτή η υπακοή που μετέπειτα μετατρέπεται σε δουλικότητα, που στην πραγματικότητα συγκροτεί όχι ανθρώπινη κουλτούρα –πάντα εξευγενίζοντας- αλλά πολιτισμό, όχημα ενός αντίθετου αποτελέσματος.
Ακόμη μία απεικόνιση του κατά Gobineau υπερανθρώπου είναι αυτή του Άγγλου Nore στις «Πλειάδες».
Είμαι αποκύημα της φαντασίας ; Γιατί ; Είμαι λιγότερο άνθρωπος επειδή σου μοιάζω διαφορετικός από το μοντέλο από το οποίο οι σύχγρονοί μου είναι σκαλισμένοι ; Τι κοινό έχω εγώ με εκείνους ; Φανταστικός ; Επειδή δεν ενδιαφέρομαι για το μεγαλείο τους, την προστυχιά τους, τις διακρίσεις τους, τους εξευτελισμούς τους, τις εκλογές τους, τα μέσα τους για να δημιουργούν περιουσίες ; Ούτε για τις περιουσίες τους, ούτε για τα προβλήματά τους! Θα ήμουν ένα φανταστικό πλάσμα εάν, συλλαμβάνοντας τις επιθυμίες μου σε συμφωνία με παιδαριώδη μιμητισμό, τις αναμείγνυα με τα πράγματα της συνηθισμένης ζωής, όντας ποτέ έτοιμος να εγκαταλείψω αυτά που είναι μόνο όνειρα για κοινότυπη πραγματικότητα από τα οποία ούτε γνώριζα πώς, ούτε επιθυμούσα να αποσπάσω τον εαυτό μου. Αλλά δόξα τω Θεώ τίποτα σαν αυτό δεν υφίσταται… Είναι πιθανό, η δημιουργία, η οποία τυχαία γυρεύει ανόμοιους σπόρους, να υπέπεσε σε σφάλμα στη δική μου περίπτωση και έχοντας προετοιμάσει εμένα για άλλο περιβάλλον, ακούσια με άφησε να καταλήξω σε αυτό. Αλλά οποιοσδήποτε κι αν είναι ο λόγος, εγώ βρίσκομαι εδώ! Είμαι ο εαυτός μου και κανένας άλλος, αισθάνομαι με το δικό μου τρόπο, κατανοώ πράγματα με τη δική μου νοημοσύνη, και είμαι τόσο λίγο σε θέση να παραιτηθώ από αυτό που κάποτε επεδίωκα, να εγκαταλείψω το κυνήγι αυτό που επιθυμούσα, τόσο δεν μπορώ να δείξω στον εαυτό μου ότι είχα άδικο, όσο είμαι ανίκανος να σταματήσω να αναπνέω για μία ώρα!
Ενέργεια, ανεξαρτησία, ισχυρός ατομικισμός, μια ισχυρή αίσθηση προσωπικότητας: αυτά είναι τα χαρακτηριστικά του κατά Gobineau υπερανθρώπου.
Η ανθρωπότητα του σήμερα έχει εκφυλιστεί πολύ από αυτό τον τύπο υπερανθρώπου. Σπουδαία μυαλά και ισχυρές θελήσεις είναι σπάνια, διότι είναι ανάλογα της ανωτερότητας της φυλής. Ένας χαρακτήρας στις «Πλειάδες» αναφέρει πως υπάρχουν ακόμη ίσως 3.000 «υιοί βασιλέων», ανώτεροι άνδρες της αρίας φυλής, τρεις χιλιάδες καλοφτιαγμένα μυαλά και καρδιές που χτυπούν δυνατά. «Οι υπόλοιποι ανήκουν σε μια χυδαία μάζα που συνθέτει την τριπλή φυλή των ανοήτων, των θηρίων και αχρείων, τη σύγχρονη μορφή της ευρωπαϊκής βαρβαρότητας. Όχι νεανική, γενναία, τολμηρή, ελκυστική, χαρούμενη βαρβαρότητα, αλλά καχύποπτη, μίζερη, πικρόχολη, άσχημη που θα σκοτώσει το παν και δε θα δημιουργήσει τίποτα». Αυτό που είναι τρομερό να σκεφτεί κανείς είναι ότι αυτά τα ελάχιστα ανώτερα πνεύματα, αυτές οι ελάχιστες καρδιές που χτυπούν δυνατά, χαμένες στη μάζα, δεν μπορούν να κάνουν τίποτα για να ανασηκώσουν τα ερείπια και να σταματήσουν την παρακμή. Αυτό παρατηρήθηκε μια φορά στο παρελθόν, στο τέλος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Μπορεί να υποστηριχθεί από το έργο αυτών των σπουδαίων ανδρών πως, παρόλη την καθολική αποσύνθεση, υπήρχαν ακόμη ακλόνητες και έντιμες καρδιές στην Αυτοκρατορία. Ποιος το αρνείται αυτό; Αναφέρομαι σε πλήθη και όχι σε ατομικότητες. Θα μπορούσαν αυτές οι ευγενικές μειοψηφίες οξυνόων να σταματήσουν για ένα λεπτό το σάπισμα του κοινωνικού σώματος; Όχι. Οι πιο ευγενείς τέτοιες ευφυΐες δεν μετέστρεψαν το πλήθος, δεν του έδωσαν καρδιά.
Η παρουσία ελαχίστων εναρέτων δεν κατόρθωσε να σώσει τα Σόδομα. Το ίδιο συμβαίνει και σήμερα. Οι ελάχιστοι επιζήσαντες των αρχαίων αρετών της φυλής δεν μπορούν στις μέρες μας να σταματήσουν την ευρωπαϊκή αποσύνθεση. Όταν η μείξη του αίματος έχει αλλοιώσει μια φυλή σε έναν ορισμένο βαθμό δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Το μόνο που μένει είναι η νηφάλια παρατήρηση του θανάτου της φυλής. Τέτοιος είναι ο πεσιμισμός του Gobineau. Ένας ολοκληρωτικός, απόλυτος και απελπισμένος εθνικός και κοινωνικός πεσιμισμός. Βρίσκουμε μια ισχυρή του έκφραση στις σελίδες στις οποίες ο de Gobineau μάχεται τη θέση της αόριστης ανθρώπινης προόδου, όπως επίσης και στις τελευταίες σελίδες του «Δοκιμίου». «Η πρόβλεψη που μας θλίβει δεν είναι ο θάνατος, είναι η βεβαιότητα ότι θα φτάσουμε εκεί εκφυλισμένοι. Και ίσως αυτή η ντροπή που προορίζεται για τους απογόνους μας να μας άφηνε αδιάφορους αν δεν αισθανόμασταν, από ένα μυστικό τρόμο, ότι τα αδηφάγα χέρια της μοίρας βρίσκονται ήδη πάνω μας».
Υπό την αρχή του νόμου που επιδιώκουμε να καθορίσουμε, ο πεσιμισμός του Gobineau μετατρέπεται σε ατομικισμό. Στωικό ατομικισμό, σφοδρό με ένα τρόπο απομόνωσης, υπεροπτικό και απελπισμένο. Ο Άριος αναγνωρίζεται πάντα από την αδάμαστη ατομικότητά του. Στην παρουσία ενός πολιτισμού που μισεί και περιφρονεί, δεν παραιτείται. Σκληραίνει στην υπεροπτική στάση ενός τραυματισμένου αριστοκράτη. «Δε με ενδιαφέρει τι αποτέλεσμα θα έχουν οι αλλαγές σας», λέει ένας χαρακτήρας από το έργο «Πλειάδες», στον οποίο πιστεύεται ότι ο Gobineau προσωποποίησε τον εαυτό του, «δε γνωρίζω τα ήθη του μέλλοντος ώστε να μπορώ να τα εγκρίνω, τις μέλλουσες παραδόσεις ώστε να μπορώ να τις εκτιμήσω, τους θεσμούς του ώστε να μπορώ να τους σεβαστώ και συνεχίζω να υποστηρίζω ότι αυτό το οποίο εγκρίνω, αυτό που θαυμάζω, αυτό που αγαπώ έχει χαθεί! Δεν έχω καμία σχέση με ό,τι το διαδεχθεί. Ως εκ τούτου, δε με παρηγορείτε ανακοινώνοντας το θρίαμβο των νεόπλουτων που δεν ενδιαφέρομαι να γνωρίσω». Ο ίδιος χαρακτήρας λέει σε άλλο σημείο:
Δε με ικανοποιεί να βλέπω έναν κάποτε σπουδαίο λαό πεσμένο στο έδαφος, αδύναμο, παράλυτο, μισοσαπισμένο, ευρισκόμενο σε αποσύνθεση, παραδομένο στην ηλιθιότητα, τη μιζέρια, το κακό, την αγριότητα, τη δειλία, στις αδυναμίες ενός γεροντικού παλιμπαιδισμού και άξιο για τίποτα πέρα απ’ το θάνατο, τον οποίο ειλικρινώς εύχομαι ώστε να ξεφύγει από το όνειδος στο οποίο κυλιέται, γελώντας σαν ηλίθιος.
Κάποιος ρωτάει αυτόν τον απελπισμένο χαρακτήρα:
Καμία θρησκεία, καμία πατρίδα, καμία δεξιότητα, καμία αγάπη. Το κενό έχει εγκατασταθεί. Οι πλάκες έχουνε πλυθεί. Απολύτως τίποτα δεν έμεινε. Τι συμπεραίνετε ; Καταλήγω στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος έχει απομείνει. Και εάν έχει τη δύναμη να κοιτάξει τη δική του βούληση στο πρόσωπο και να τη βρει συμπαγή, έχουμε τότε το δικαίωμα να πούμε πως κατέχει κάτι. Και τι, σας ρωτάω ; Στωικισμό. Εποχές σαν αυτές πάντα παρήγαγαν αυτή τη φοβερή αρχή.
Αυτή είναι επίσης η απόκριση του Gobineau. Είναι ο στωικός ατομικισμός στον οποίο προσφεύγει. Παρόλα αυτά, ο de Gobineau μάχεται μέχρι το πικρό τέλος. Ακόμη κι αν είναι απομονωμένος, ακόμη κι αν οι προσπάθειές του είναι στείρες εξ αιτίας αυτής του της απομόνωσης, εξακολουθεί να εργάζεται στην κατεύθυνση του μεγαλοπρεπούς ονείρου, του οποίου την ασαφή και θαυμάσια προοπτική τού έχει επιτρέψει να κοιτάξει φευγαλέα η φαντασία του για τον υπεράνθρωπο. Παρόλα τα παραπάνω, έχει αρκετή υπερηφάνεια ώστε να δημιουργήσει για τον εαυτό του ένα ιδανικό που δε θα προδώσει, ένα στόχο που θα κυνηγήσει. Έναν πίνακα ανθρώπινων αξιών, μια κλίμακα της οποίας την κορυφή θα καταλάβει σε μια στείρα, αλλά υπέροχη απομόνωση. Κατά έναν τρόπο, επαναφέρει τα σύμβολα του Leconte de Lisle5 στην ενέργεια, την περιφρόνηση και την απελπισία του.
Ο πληγωμένος λύκος που μένει σιωπηλός για να πεθάνει,
και στρίβει το μαχαίρι στο ματωμένο του στόμα
Ο Nietzsche σε ένα ορισμένο σημείο ερωτεύτηκε ένα ηθικό ιδανικό όχι λιγότερο αρχαίο και όχι λιγότερο αβέβαιο από το ιδανικό του Gobineau. Ερωτεύτηκε τον πρωτόγονο ελληνισμό, το λαμπερό και γεμάτο κύρος ελληνισμό της «Γέννησης της Τραγωδίας», δηλαδή, την πρωτόγονη ελληνική ψυχή, την ψυχή την ίδια στιγμή διονυσιακή και απολλώνια. Η ελληνική ψυχή στην οποία η αποθέωση της διακαούς, πληθωρικής, περιχαρούς, υπερυψωμένης και θριαμβευτικής ζωής συνοψίζεται, όπως επίσης και η ομορφιά, η αγνότητα της γενιάς, η ευγένεια των τρόπων, το μεγαλείο του προσώπου και η ηρεμία του βλέμματος. Είναι αυτή η μαγική εικόνα με την οποία φέρει αντιμέτωπο ο Nietzsche το σύγχρονο πολιτισμό, με τις ρυθμιζόμενες και εξημερωμένες κοινωνίες του, με την τυραννική και δουλοπρεπή δημοκρατία του, με τον καταθλιπτικό του χριστιανισμό, με τη στενόμυαλη ηθική του, η οποία αποδυναμώνει και ασχημαίνει. Και εκείνος επίσης ακούει τον συναγερμό που σήμανε ο de Gobineau: Παρακμή! Παρακμή!6
Στην πραγματικότητα, ο πεσιμισμός του Nietzsche, όπως και εκείνος του Gobineau, δε στερούνται μιας μυστικής σχέσης με το ρομαντικό πεσιμισμό. Υπάρχει πολύς ρομαντισμός στον ιστορικό πεσιμισμό των Gobineau και Nietzsche. Εάν αυτοί οι δύο στοχαστές βρίσκουν καταφύγιο στο παρελθόν, αυτό συμβαίνει επειδή το παρόν φέρει μόνον χυδαιότητα και ασχήμια∙ είναι που τοποθετούν τα μεγαλεπήβολα όνειρά τους των ανυπόμονων ρομαντικών σε μια εξαφανισμένη ουτοπία και ουχρονία.7 Όπως και να ‘χει, υπό την ισχύ του νόμου του οποίου τα αποτελέσματα ακολουθούμε, ο πεσιμισμός του Nietzsche, όπως και εκείνος του Gobineau, μετατρέπεται σε ατομικισμό. Είναι αλήθεια πως η χροιά του νιτσεϊκού ατομικισμού είναι δυσκολότερο να προσδιοριστεί από την αντίστοιχη του ατομικισμού του Gobineau. Ο ατομικισμός του Gobineau είναι μια απελπισμένη στωικότητα, μια απομόνωση του ηττημένου ανθρώπου της δράσης, ενός υπερόπτη στοχαστή που προσφεύγει σε ένα γυάλινο πύργο, από τα ύψη του οποίου παρατηρεί την αργή αγωνία ενός κόσμου χωρίς δύναμη ή ομορφιά.
Ο ατομικισμός του Nietzsche είναι σαφώς ένας αντικοινωνικός ατομικισμός. Αλλά είναι αυτός ο αντικοινωνισμός απόλυτος ή σχετικός, προσωρινός ή οριστικός ; Καταγγέλλει ο Nietzsche μόνο τη σύγχρονη κοινωνία ή όλες τις κοινωνίες ; Οι ιδέες του Nietzsche πάνω σ’ αυτό το θέμα είναι κάπως ασαφείς. «Οι σύγχρονες κοινωνίες», λέει ο Μ.Faguet8, «είναι φύσει αντι-νιτσεϊκές, και ο Nietzsche δεν μπορεί να αποτρέψει τον εαυτό του απ’ το να είναι, και ειδικά να εμφανίζεται, αντικοινωνικός. Σίγουρα (και γιατί να μην το αναγνωρίσουμε αυτό;) θα πρέπει να έχει βιώσει στιγμές αντικοινωνισμού και να χει πει στον εαυτό του: ‘Είναι πιθανό ότι η ζωή όπως την αντιλαμβάνομαι ήταν απλώς άγρια ζωή και μπορεί να πραγματωθεί πλήρως και έξοχα μόνον σε φυσική κατάσταση ή σε εκείνη την πρωτόγονη κατάσταση ελάχιστα οργανωμένων κοινωνιών που εμείς κάποιες φορές αποκαλούμε φυσική κατάσταση. Στην ουσία, είναι η κοινωνική επινοητικότητα που μου εναντιώνεται.’ Θα μπορούσε να έχει πει στον εαυτό του αυτό, παρότι δεν το έγραψε πουθενά, αυτός ο ίδιος που κατέγραψε όλα όσα στοχάστηκε τόσο εξαιρετικά και με τόλμη. Θα μπορούσε να το έχει σκεφτεί αυτό σε αρκετές περιστάσεις και όσο με αφορά, τον θεωρώ υπερβολικά ευφυή για να αμφιβάλλω πως είχε αυτή τη σκέψη. Αλλά πεπεισμένος, ίσως λανθασμένα, πως υπήρχε μια φυλή –αυτή είναι οι Έλληνες- που ήταν οργανωμένη σε κοινωνία και δημιούργησε την ελεύθερη, όμορφη και δυνατή ζωή, δε σταμάτησε στην αντικοινωνική σκέψη, αφήνοντας σε λίγους από τους μαθητές του το έργο ή την ευχαρίστηση να εξαγάγουν συμπεράσματα από τις υποθέσεις του. Αυτό στο οποίο άσκησε μια διεισδυτική, εύστοχη και ασυμβίβαστη κριτική ήταν η σύγχρονη κοινωνία». Είναι δύσκολο να καθοριστεί ο ακριβής χώρος τον οποίο ο αντικοινωνισμός καταλαμβάνει στη νιτσεϊκή φιλοσοφία και το εύρος που ο Nietzsche του απέδωσε. Κάποιες στιγμές αυτός ο αντικοινωνισμός επιτίθεται στη σύγχρονη κοινωνία, άλλες φαίνεται να επιτίθεται στις ίδιες τις συνθήκες της κοινωνικής ζωής. Είναι ο αντικοινωνισμός του Nietzsche ριζικός, τόσο ριζικός όσο αυτός του Stirner, όταν ο Nietzsche βίαια διαμαρτύρεται ενάντια στη συμπεριφορά και την ηθική που κάθε κοινωνία εμφυσεί στα μέλη της: το πνεύμα της συνέπειας και ένα πνεύμα προσαρμογής και υπακοής στους κανόνες∙ όταν αντιθέτως εξαίρει τις ικανότητες και τις ενέργειες (energies) που ασφυκτιούν από τη ζωή στην κοινωνία, όταν μαζί με τον Stirner εξυμνεί εκείνη την πρόσχαρη ελευθερία των ενστίκτων, τη φρίκη του κανόνα, την αγάπη προς το τυχαίο, το αβέβαιο, το απρόβλεπτο; Η κοινωνική φιλοσοφία του Nietzsche φαίνεται εδώ πως είναι ένας απόλυτος και οριστικός αντικοινωνισμός, μοιάζει να συνοψίζει την κοινή βάση του κοινωνικού πεσιμισμού και ατομικισμού: την αντίληψη μιας φυσικής, ριζικής και –κατά ένα τρόπο- ψυχολογικής αντινομίας μεταξύ της ατομικότητας και της κοινωνίας, της ατομικότητας που έχει ένστικτα ανυποχώρητα ενώπιον της κοινωνικής ζωής, από τη στιγμή που ο άνθρωπος δεν είναι προσαρμοσμένος σε αυτή και η οποία κοινωνική ζωή τον πληγώνει σαν κακοφτιαγμένο παπούτσι. Ειδωμένος με αυτόν τον τρόπο, ο νιτσεϊκός ατομικισμός είναι βαθιά αντικοινωνικός και στιρνερικός, αποτελεί μία εξέγερση όχι μόνον εναντίον της δικής μας κοινωνίας, αλλά εναντίον κάθε κοινωνίας, μελλοντικής ή πιθανής.
Είναι, όμως, δίκαιο να παρατηρήσουμε πως σε συγκεκριμένες πτυχές της φιλοσοφίας του, οι οποίες είναι ίσως όχι οι λιγότερο σημαντικές, ο Nietzsche παραμερίζει αυτή την εξεγερτική στάση ή τουλάχιστον την τοποθετεί σε δευτερεύουσα θέση και την υπάγει σε ένα ιδανικό ενός ανθρώπινου μεγαλείου ακόμη πιθανού και πραγματοποιήσιμου στο μέλλον.
Μια σημαντική διαφορά χωρίζει σε αυτό το ζήτημα το Nietzsche και τον de Gobineau. Είναι η έννοια του Υπερανθρώπου, η οποία αντιτίθεται στο νόμο του Gobineau περί των αναγκαίων περιορισμών στους πόρους της ανθρώπινης ικανότητας. Αυτός ο νόμος διατυπώνεται στο «Δοκίμιο περί ανισότητας». «Ο άνθρωπος», λέει ο de Gobineau, «ήταν σε θέση να μάθει συγκεκριμένα πράγματα∙ έχει λησμονήσει πολλά άλλα. Δεν έχω προσθέσει ούτε μία στις υπάρχουσες αισθήσεις του, ένα μέλος στα μέλη του, μια ικανότητα στην ψυχή του. Δεν έπραξε τίποτα άλλο πέρα από το να στραφεί στο άλλο μέρος του κύκλου που είναι η μοίρα του». Ο de Gobineau «κλείνει» την ανθρωπότητα σε ένα στενό κύκλο ικανοτήτων και έργων. Της προσδιορίζει ανυπέρβλητα όρια εντός των οποίων μπορεί, είναι αλήθεια, να οπισθοχωρήσει, αλλά η φυσιολογία της τής απαγορεύει πάντα να ξεπεράσει. Από αυτό πηγάζει η θεωρία της μη αναστρέψιμης παρακμής από τη στιγμή που οι ανθρώπινες φυλές νοθεύονται μέσω των προσμίξεων, καθώς (από εδώ πηγάζει επίσης) και ο απελπισμένος πεσιμισμός του Gobineau. Σε αυτό αντιτίθεται η ιδέα του Υπερανθρώπου. Ενώ ο de Gobineau θεωρεί την ανώτερη ανθρώπινη φυλή ως οριστικά εκπεσούσα από την αρχική της αγνότητα και ομορφιά, ο Nietzsche, και αυτός θεωρητικός της παρακμής, πραγματοποιεί μια ξαφνική μεταστροφή. Σε ένα ορισμένο σημείο κατά την ανάπτυξη της σκέψης του, και σε κάτι που είναι πιθανώς ένα παράδειγμα ασυνέπειας, εισαγάγει στη φιλοσοφία του την παράξενη σύλληψη του Υπερανθρώπου, η οποία είναι, (η σύλληψη) μιας ανθρωπότητας που καλείται αόριστα να ξεπεράσει τον εαυτό της, να καταστήσει εαυτόν επ’ αόριστα ανώτερο του ιδίου του εαυτού της, να γίνει ασύγκριτη με τον εαυτό της, ασύμμετρη του εαυτού της. Με αυτή την απροσδόκητη αλλαγή προς τα εμπρός, ο Nietzsche μετατοπίζει το ανθρώπινο ιδανικό του. Το μεταφέρει από πίσω προς τα εμπρός, από το παρελθόν στο μέλλον. Από ιστορικό και αναδρομικό, αυτό το ιδανικό γίνεται φουτουριστικό. Το ανθρώπινο ιδανικό δεν είναι πια ο πρωτόγονος Ελληνισμός από τον οποίον εκπέσαμε, αλλά ο Υπεράνθρωπος του αύριο. Με αυτόν τον τρόπο ο Nietzsche θέτει υπεράνω ή μάλλον υποκαθιστά τη θεωρία του της παρακμής με μια θεωρία απροσδιόριστης προόδου. Και η ίδια η παρακμή αποκτά ένα καινούριο νόημα. Ο Nietzsche παραδέχεται πως η παρούσα παρακμή αποτελεί μια περίοδο μετάβασης από την οποία θα προκύψει μια κοινωνία φέρουσα τη δυνατότητα για ευγένεια και ομορφιά. Αρνείται την παρούσα κοινωνία μόνο με την ελπίδα να βρει μια κοινωνία φιλόξενη για τις μεγάλες ψυχές, μια κοινωνία στην οποία οι αφέντες θα κυριαρχούν και σπουδαία πράγματα θα πρόκειται να λάβουν χώρα. Σε αυτό το σημείο, ο Nietzsche δεν είναι ένας απελπισμένος πεσιμιστής όπως ο κόμης de Gobineau, ούτε ένας αντικοινωνικός ατομικιστής, ένας θεωρητικός της εξέγερσης χάριν της ίδιας της εξέγερσης σαν τον Stirner. Αντιθέτως, είναι τότε, ή θέλει να είναι, ένας δημιουργός αξιών, ο ιδρυτής μιας κοινωνίας, ένας προφήτης, ένας ιερέας.
Και έτσι η στάση του Nietzsche προς το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ της ατομικότητας και της κοινωνίας δεν είναι ξεκάθαρη. Αλλά παρά τη βασική της έλλειψη αποφασιστικότητας, επιβεβαιώνει τον ψυχολογικό νόμο που επιχειρούμε να εδραιώσουμε: τη συσχέτιση μεταξύ ατομικισμού και πεσιμισμού. Τις στιγμές εκείνες που ο Nietzsche είναι οπτιμιστής, όταν πιστεύει στον Υπεράνθρωπο, δεν είναι ένας αντικοινωνικός ατομικιστής. Αποκηρύσσει τον στιρνερικό ατομικισμό ως εκδήλωση της «εξέγερσης του σκλάβου», ως ένα από τα συμπτώματα της σύγχρονής μας παρακμής. Από την άλλη, τις στιγμές εκείνες που ο Nietzsche είναι πεσιμιστικός, τις στιγμές εκείνες που λέει πως το ελληνικό θαύμα ήταν μοναδικό και δεν έχουμε καμία ελπίδα να το αναγεννήσουμε, φαίνεται να είναι ένας ασυμβίβαστος εχθρός της κοινωνίας και εχθρευόμενος τους κοινωνικούς δεσμούς. Εκφράζει έναν αντικοινωνισμό τόσο ριζικό και απόλυτο, όσο και ο Stirner.
Σημειώσεις του μεταφραστή (στην ελληνική μετάφραση):
[1] Γάλλος διπλωμάτης και συγγραφέας (14 Ιουλίου 1816 – 13 Οκτωβρίου 1882), από τους πρώτους που επιχείρησαν να θεμελιώσουν έναν επιστημονικού τύπου φυλετισμό. Χαρακτηριστικότερο αυτής της προσπάθειας είναι το γνωστό του έργο «Δοκίμιο περί της ανισότητας των φυλών». Ο Gobineau, γοητευμένος απ’ την «καθαρότητα» και τη «μεγαλοπρέπεια» της αρίας φυλής, επιχείρησε να εμφανιστεί ως απόγονος Σκανδιναβών βίκινγκ πολεμιστών. Θεωρεί πως ο Ottar είναι πρόγονός του, κατασκευάζει ένα οικογενειακό δέντρο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα για να αποδείξει τη συνέχεια του αίματος που καταλήγει σε εκείνον και καταγράφει την ιστορία του Ottar στο έργο “Historie de Ottar Jarl”.
[2] Ο Ottar ήταν Jarl (τίτλος ευγενείας των Βίκινγκ, ο αντίστοιχος όρος στα αγγλικά είναι earl και σημαίνει κόμης) της Götaland στη Σουηδία. Ο ίδιος και η οικογένειά του αναμετρήθηκαν με τους απογόνους του βασιλιά Ivar the Boneless που θεωρείται από κάποιους ιστορικούς ιδρυτής της δυναστείας Uí Ímair, για την ηγεσία των βίκινγκ της διασποράς αφότου είχαν εκδιωχθεί προσωρινά από το Δουβλίνο το 902 Κ.Χ. Ο Ottar ίδρυσε στην Ιρλανδία την πόλη του Waterford. Αναφέρεται σε δύο σκανδιναβικά saga. Πέθανε στη δεκαετία του 970 Κ.Χ. Το βιβλίο “Historie de Ottar Jarl” του Gobineau εκδόθηκε το 1879.
[3] Το Vestfold είναι κομητεία της Νορβηγίας. Είναι η περιοχή με τα περισσότερα ευρήματα από την εποχή των Βίκινγκ, οπότε και λέγεται πως φιλοξενούσε έως και έξι πολιτικά κέντρα της περιόδου. Εδώ το Vestfolding είναι ουσιαστικό και σημαίνει τον άνθρωπο που ζει ή κατάγεται από το Vestfold, σύμφωνα με το λεξικό της νορβηγικής ακαδημίας.
[4] Ο Eric στον οποίο αναφέρεται ο de Gobineau είναι ανταγωνιστής του Ottar. Είναι πιθανό να αναφέρεται στον Eric Haraldsson ή Eric Bloodaxe που υπήρξε για μία περίοδο βασιλιάς της Νορβηγίας και της Νορθουμβρίας (περίπου 947-948 Κ.Χ. και 952-954 Κ.Χ. αντίστοιχα).
[5] Charles Marie René Leconte de Lisle. Γάλλος ποιητής (22 Οκτωβρίου 1818 – 17 Ιουλίου 1894), εκπρόσωπος του ρεύματος του παρνασσισμού.
[6] “Decadence! Decadence!”
[7] Η λέξη ουχρονία αποτελεί ελληνογενή νεολογισμό του 19ουαιώνα που εισήγαγε ο Γάλλος συγγραφέας Charles Renouvier, βασιζόμενος στο εννοιλογικό μοντέλο της ουτοπίας. Περιγράφει την εναλλακτική ιστορία, η οποία βασίζεται σε υπόθεση για διαφορετική έκβαση ενός γεγονότος του παρελθόντος. Στα αγγλικά χρησιμοποιείται περισσότερο ο όρος alternate history ή what-if.
[8] Γάλλος συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας (17 Δεκεμβρίου 1847 – 7 Ιουνίου 1916). Το απόσπασμα που αναφέρεται προέρχεται από το δοκίμιο «Διαβάζοντας το Nietzsche» (On reading Nietzsche).
Πηγή πρωτοτύπου: Pessimisme et Individualisme. Paris, Alcan, 1914
Πηγή στα αγγλικά: The Anarchist Library
Μετάφραση στα ελληνικά: Negative Reviews
Η μετάφραση στα ελληνικά έγινε από το αγγλικό κείμενο.
Leave a Reply