Οι περισσότεροι άνθρωποι θέλουν να τους συμπαθούν. Είναι ο τρόπος με τον οποίον πορευόμαστε στον κόσμο. Είναι αυτό που μαθαίνουμε να κάνουμε ως βρέφη. Είμαστε χαριτωμένα, φιλόστοργα και ευάλωτα και έτσι μας φροντίζουν και επιβιώνουμε. Ως ενήλικοι, συνεχίζουμε να θέλουμε να μας συμπαθούν, χρησιμοποιώντας αυτό το μέτρο για να πιλοτάρουμε τους κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς κώδικες ώστε να “τη βγάλουμε”, να έχουμε αντίκτυπο στον κόσμο, να είμαστε ευτυχισμένοι και να συνεχίσουμε να επιβιώνουμε: θέλουμε να μας συμπαθούν τα αφεντικά μας, οι γείτονές μας, οι συνάδελφοί μας, οι φίλοι μας, οι σύντροφοί μας και “ο λαός”. Αλλά ως ενήλικοι, ακόμα και ως παιδιά, πρόκειται για μια φτηνή επιβίωση που τη βιώνουμε εις βάρος του εαυτού και που το να είμαστε συμπαθείς σημαίνει συμβιβασμό και καταπίεση της ατομικότητας.
Τα τελευταία δύο χρόνια, επανεμφανίστηκε μια νέα τάση εντός του αναρχισμού στην οποία η επιθυμία του να είναι κάποιος συμπαθής μπαίνει σε δεύτερη μοίρα από άλλες σκέψεις. Οι μηδενιστές, οι αναρχο-εξεγερσιακοί και οι ατομικιστές αναρχικοί τόλμησαν “να μην ενδιαφέρονται” για το τι πιστεύουν οι άλλοι για αυτούς, συμπεριλαμβανομένης και αυτής της θολής κατηγορίας που ονομάζεται “ο λαός”. Αυτό συνάντησε μια συγκεκριμένη οργή από τη μεριά του ακτιβίστικου-αναρχικού χώρου. Αυτή η οργή μεταμφιέζεται σε θεωρητική διαφωνία και χλευασμό, αλλά εγώ νομίζω πως φτάνει βαθύτερα από αυτό. Φαίνεται πως υπάρχει κάτι απόλυτα εξοργιστικό στο γεγονός πως συναντάς ανθρώπους που δεν τους ενδιαφέρει τι νομίζεις και που θα συνεχίσει να μην τους ενδιαφέρει τι νομίζεις ανεξάρτητα από το αν θα καταλήξουν χωρίς φίλους, εξοστρακισμένοι, στη φυλακή, νεκροί ή να κάνουν λάθος.
Ο αναρχισμός ήταν πάντα ένα παιχνίδι της μειοψηφίας. Δεν είναι η επιθυμία των αναρχικών να είναι μειοψηφία αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Θα θέλαμε όλοι να ήταν εφτά δισεκατομμύρια άνθρωποι αποφασισμένοι να ζήσουν σύμφωνα με τις διάφορες αναρχικές αρχές, να πολεμήσουν για αυτό, να πειραματιστούν, να αρνηθούν τον πολιτισμό και την εξουσία και να δημιουργήσουν μαζί ένα νέο κόσμο. Ο ακτιβισμός, ο οποίος δέχθηκε επίθεση από τους πιο δυσκίνητους αναρχικούς τα τελευταία δύο χρόνια, δεσμεύεται λιγότερο από τον πιθανό ή πραγματικό ριζοσπαστισμό και την καλοσύνη των ανθρώπων που αυτοαποκαλούνται ακτιβιστές παρά από την επιθυμία του να είναι αρεστός ( αυτό οδηγεί στην περίεργη ιδέα πως “οι συνηθισμένοι” άνθρωποι τρομοκρατούνται και αποθαρρύνονται από κάποιες συγκεκριμένες ιδέες, πράγμα που λέει περισσότερα για τους ακτιβιστές-αναρχικούς και το πολιτισμικό/ταξικό τους υπόβαθρο παρά για τους τελευταίους).
Το εκπαιδευτικό σύστημα μας μαθαίνει ” να είμαστε αρεστοί με κάθε κόστος”. Είναι το πρώτο βήμα προς τον κοινωνικό έλεγχο μέσω της συμμόρφωσης και της αποποίησης της ατομικότητας. Βυθισμένοι στις απρόσωπες και κοινωνικές εκπαιδευτικές αρένες από μικρή ηλικία, το πρόγραμμα που προέχει είναι να είμαστε δημοφιλείς. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός, πως τα λιγότερο δημοφιλή παιδιά είναι εκείνα που συχνά αντιμετωπίζονται ως οι εκλεκτοί της εξουσίας (των δασκάλων) αλλά όταν οι άνθρωποι τελειώνουν το σχολείο, το να ταιριάζεις στην κοινωνική νόρμα- που υπαγορεύεται από την εξουσία και ενδυναμώνεται από την κοινωνική συναίνεση (τον ομαδικό νου)- είναι αυτό που σε κάνει δημοφιλή. Σε αυτό το σημείο, οι εκκεντρικοί- αυτοί που ήταν τα “κατοικίδια των δασκάλων”- άλλαξαν θέση από τη θεωρούμενη συμμαχία με την εξουσία σε μια συχνή και πραγματική απέχθεια προς την εξουσία και παραμένουν μη δημοφιλείς. Δεν έχω απάντηση για αυτήν την προφανή αντίφαση: Νομίζω πως πρόκειται λιγότερο για την εξουσία καθ’ εαυτή και περισσότερο για το άτομο (που αναγκάζεται να μάθει παρά να κοινωνικοποιηθεί) ενάντια στην ομάδα. Αυτή είναι μια ιστορία της Κοινωνίας ενάντια στο άτομο και είναι η Κοινωνία που διατηρεί το Κράτος.
Συχνά το “να είμαστε αρεστοί”, σημαίνει να είμαστε σε άρνηση του εαυτού μας, του ποιοι είμαστε ως άτομα ή ως μικρές ομάδες ατόμων. Ιστορικά υπήρξαν άνθρωποι που έβαλαν κατά μέρος το “να είναι αρεστοί”, για να κυνηγήσουν ένα υψηλότερο ιδανικό: την καινοτομία, την αίρεση, την ατομική αλήθεια και εξέγερση. Όντως αυτά τα πράγματα μπορούν να αποκτηθούν μόνο όταν κάποιος έχει καταφέρει να έχει μια κάποια ελευθερία από τη δημοτικότητα και ακριβώς επειδή επιδιώκονται με τιμιότητα και ακεραιότητα -και όχι από μια επιθυμία να χειραγωγήσεις τους άλλους για να σε συμπαθήσουν ή να συμφωνήσουν μαζί σου- στο τέλος θα γίνουν αντικείμενα σεβασμού αν όχι συμφωνίας.
Οι μηδενιστές έχουν αγκαλιάσει το “να μην είναι αρεστοί”, επειδή έχουν κατανοήσει αυτό το πράγμα. Πολλές διαβόητες ιστορικές προσωπικότητες έζησαν και πέθαναν στη φτώχεια και την απομόνωση: Πρωτοπόροι συγγραφείς, ρηξικέλευθοι διανοητές, επιστήμονες και επαναστάτες έζησαν τέτοιες ζωές στο περιθώριο, απομονωμένοι από τους γείτονές τους και δολοφονημένοι από την Εκκλησία, το λαό και το Κράτος της εποχής τους. Δε θέλω να δοξάσω την κατάσταση της αποξένωσης, της μοναξιάς και της αντικοινωνικότητας αλλά υπάρχει ένα σημείο στο οποίο αν θέλουμε να μείνουμε πιστοί στον εαυτό μας και περισσότερο ενωμένοι μεταξύ μας ως αναρχικοί με ελαφρώς διαφορετικές οπτικές (και σε επίπεδο οράματος και σε επίπεδο τακτικής) πρέπει να ασχοληθούμε με αυτά τα στοιχεία στη ζωή μας: είναι απίθανο να γίνουμε δημοφιλείς.
Έχει γραφτεί, πως έχουμε όλοι μας γεννηθεί σε λάθος εποχή. Αυτό σημαίνει πως η παρουσία μας στον κόσμο θα είναι οπωσδήποτε άβολη καθώς ή ίδια μας η ουσία έρχεται σε αντίθεση με τον καιρό μας. Ξέρω τι σημαίνει αυτό, αλλά δε συμφωνώ εντελώς. Αν όμως, όπως λέγεται, πρόκειται για το χέρι της Μοίρας, εγώ θα πρόσθετα πως έχουμε γεννηθεί σε μια εποχή την οποία δεν ανεχόμαστε καθόλου, με σκοπό να την πολεμήσουμε. Ίσως να είμαστε αναρχικοί από το μέλλον με την αποστολή να εκτρέψουμε το παρόν. Είναι πάντα συναρπαστικό να είσαι αναρχικός και τώρα που το Κεφάλαιο και το Κράτος στέκονται γυμνά μέσα στο πλιάτσικο, τη βαρβαρότητα και την αδιαφορία τους για “το λαό”, ο αναρχισμός ως ιδέα είναι ιδιαίτερα ηχηρή, ειδικά στο πιο ανεξέλεγκτο είδος της, του οποίου τα λόγια και οι πράξεις αποτυπώνονται στις αυθόρμητες εξεγέρσεις των αποκλεισμένων.
Είμαστε όλοι “καλοί άνθρωποι”. Αλλά θα πρέπει να είναι αρκετό, το να το ξέρουμε εμείς οι ίδιοι αλλιώς είμαστε καταδικασμένοι να αποτραβιόμαστε πάντα από το χείλος της δραματικής κοινωνικής αλλαγής (μιας αλλαγής που θα αντιμετωπίζεται πάντα εχθρικά από την πλειοψηφία μέχρι ένα σημείο) με το να νερώνουμε τις πολιτικές μας αντιλήψεις ή με το να οπισθοχωρούμε εντελώς.
Θέλουμε κάτι διαφορετικό. Θέλουμε να μπει ένα τέλος σε όλο αυτό, που οι άλλοι είναι πρόθυμοι να ανεχθούν. Θέλουμε να μπει ένα τέλος στην αδικία, τη φτώχεια, την κατάθλιψη, τη θανατηφόρα κοινωνική ειρήνη και πρέπει να το θέλουμε με κάθε κόστος. Για να επιτύχουμε, τουλάχιστον μέσα μας, πρέπει να δεχτούμε, πρέπει να μάθουμε να εκτιμούμε αυτό που φαίνεται να είναι η αίρεση αυτής της εποχής, που μας έφερε “την επιστήμη της ευτυχίας”. Πρέπει να είμαστε άνετοι με την αντιδημοτικότητά μας, να αντλούμε χαρά από το ότι στεκόμαστε απέναντι από τη μάζα όταν εκείνη στέκεται εναντίον μας, να αντλούμε χαρά από την ατομικότητα μας, να αντλούμε χαρά ακόμα και από τον τρόμο που όλοι μας, όσο διακριτικοί και αν προσπαθούμε να είμαστε, ενσταλάζουμε στο Κράτος και τη Μάζα.
Venona Q
Αυτό το απόσπασμα είναι άλλη μια συνεισφορά στην κριτική γραφή ενάντια στον “αστικό αναρχισμό”.
Πρωτότυπο στα αγγλικά: 325 magazine (issue 10, pages 23-24)
Μετάφραση στα ελληνικά: Parabellum
Leave a Reply