Η επίθεση που πραγματοποιήθηκε από μονάδες των Ισραηλινών “Αμυντικών” Δυνάμεων (IDF) στην πόλη Ναμπλούς τον Απρίλιο του 2002 χαρακτηρίστηκε από τον στρατηγό Aviv Kokhavi «αντεστραμμένη γεωμετρία», όρο που επεξήγησε ώς «αναδιευθέτηση της αστεακής (urban) δομής μέσω μιας σειράς μικρών, τακτικών κινήσεων». Κατά τη διάρκεια της μάχης, Ισραηλινοί στρατιώτες κινούνταν μέσα στην πόλη μέσω «υπέργειων τούνελ» εκατοντάδων μέτρων, που σχημάτιζαν διατρυπώντας τα πυκνά γειτνιάζοντα κτίσματα. Παρόλο που αρκετές χιλιάδες στρατιωτών και Παλαιστινίων ανταρτών κινούνταν ταυτόχρονα μέσα στην πόλη, ήταν σε τέτοιο βαθμό ενσωματωμένοι στον αστικό ιστό που λίγοι θα διακρίνονταν από αέρος. Επιπλέον, δεν χρησιμοποίησαν τους δρόμους, τα σοκάκια ή τις πλατείες της πόλης, ούτε εξωτερικές πόρτες, εσωτερικές σκάλες ή παράθυρα. Κινήθηκαν οριζόντια διαμέσω τοίχων και κάθετα μέσω των τρυπών που άνοιξαν με εκρήξεις σε ταβάνια και πατώματα. Αυτού του είδους η κίνηση, που περιγράφεται από το στρατό ως «εξάπλωση παρασίτων», επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει το μέσα ως έξω, τον ιδιωτικό εσωτερικό χώρο ως δημόσιο πέρασμα. Η τακτική του IDF να «περπατάει μέσα από τοίχους» συνεπάγεται μια αντίληψη της πόλης όχι απλώς ως τόπο της πολεμικής επιχείρησης αλλά ως το ίδιο το μέσο της πολεμικής επιχείρησης – ένα εύκαμπτο, σχεδόν ρευστό μέσο, πυκνό και σε αέναη κίνηση.
Οι σύγχρονοι στρατιωτικοί θεωρητικοί ασχολούνται πλέον με τον επαναπροσδιορισμό του αστεακού χώρου. Το στοίχημα είναι μεγάλο και περιλαμβάνει τις θεμελιώδεις έννοιες, όρους και αρχές που καθορίζουν τις στρατιωτικές στρατηγικές και τακτικές. Το τεράστιο ακαδημαϊκό πεδίο των στρατιωτικών αστεακών ερευνητικών ινστιτούτων και εκπαιδευτικών κέντρων, που έχουν ιδρυθεί προκειμένου να μελετήσουν στρατιωτικές επιχειρήσεις σε πόλεις, και το οποίο ο γεωγράφος Stephen Graham έχει αποκαλέσει διεθνή «σκιώδη κόσμο», θα μπορούσε να παραλληλιστεί με το διεθνές δίκτυο ελίτ αρχιτεκτονικών σχολών. Ωστόσο, σύμφωνα με τον θεωρητικό του αστεακού χώρου Simon Marvin, ο στρατιωτικός-αρχιτεκτονικός «σκιώδης κόσμος» παράγει αυτή τη στιγμή περισσότερη εντατική και χρηματοδοτούμενη έρευνα από όλα αυτά τα πανεπιστημιακά προγράμματα μαζί, και είναι σίγουρα ενημερωμένος για την πρωτοποριακή αστεακή έρευνα που πραγματοποιείται σε αρχιτεκτονικά ινστιτούτα, ειδικά για τον Τρίτο Κόσμο και τις αφρικανικές πόλεις. Τα βασικά θεωρητικά κείμενα στις στρατιωτικές ακαδημίες και τις αρχιτεκτονικές σχολές συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό. Πράγματι, ο κατάλογος των συγγραμμάτων στις σύγχρονες στρατιωτικές σχολές περιλαμβάνει κείμενα που έχουν γραφτεί γύρω στο 1968 (με έμφαση στα έργα των Gilles Deleuze, Félix Guattari και Guy Debord), καθώς και πιο σύγχρονα συγγράμματα πολεοδομίας, ψυχολογίας, κυβερνητικής, μετα-αποικιακής και μετα-δομικής θεωρίας. Εάν όντως, όπως ισχυρίζονται πολλοί συγγραφείς, ο χώρος ανάπτυξης της κριτικής έχει χαθεί μέσα στην καπιταλιστική κουλτούρα του τέλους του 20ού αιώνα, φαίνεται σαν να ξαναβρίσκει έναν τόπο να ανθίσει, αυτή τη φορά στο στρατό.
Πραγματοποίησα μια συνέντευξη με τον Kokhavi, επικεφαλής της Μονάδας Αλεξιπτωτιστών, που στα 42 του χρόνια θεωρείται ένας από τους πιό πολλά υποσχόμενους νέους αξιωματικούς του IDF (και ήταν επικεφαλής της επιχείρησης εκκένωσης οικισμών στη Λωρίδα της Γάζας). Όπως πολλοί άλλοι αξιωματικοί καριέρας, είχε αφήσει προσωρινά το στρατό για να πάρει πανεπιστημιακό πτυχίο – παρόλο που αρχικά σκόπευε να σπουδάσει αρχιτεκτονική, κατέληξε με πτυχίο φιλοσοφίας από το Hebrew University. Όταν μου εξήγησε τον βασικό κανόνα που διείπε τη μάχη της Ναμπλούς, το πιο ενδιαφέρον για εμένα ήταν όχι τόσο η περιγραφή των συμβάντων αυτή καθαυτή, όσο ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόταν τη ροή της δράσης.
Είπε: «Ο χώρος που κοιτάς αυτή τη στιγμή, το δωμάτιο αυτό που κοιτάς, δεν είναι παρά η αντίληψή σου γι’ αυτό. […] Το ζήτημα είναι πώς θα αντιληφθείς το σοκάκι […] Το αντιληφθήκαμε ως ένα χώρο στον οποίο απαγορεύεται να περπατήσεις, απαγορεύεται να περάσεις μια πόρτα και απαγορεύεται να κοιτάξεις από το παράθυρο, καθώς μας περιμένει ένα όπλο στο σοκάκι και παγίδες στις πόρτες. Αυτό συμβαίνει γιατί ο εχθρός αντιλαμβάνεται το χώρο με έναν κλασσικό, παραδοσιακό τρόπο κι εγώ δε θέλω να ακολουθήσω την αντίληψη αυτή και να πέσω στις παγίδες του. […] Θέλω να τον αιφνιδιάσω! Αυτή είναι η πεμπτουσία του πολέμου. Πρέπει να νικήσω […] Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο επιλέξαμε να μετακινηθούμε μέσω των τοίχων… Σαν ένα σκουλήκι που τρώει το χώρο μπροστά του για να προχωρήσει, αναδύεται προσωρινά και μετά εξαφανίζεται […] Είπα στους άνδρες μου, “Φίλοι μου! […] Αν μέχρι τώρα είχατε συνηθίσει να περπατάτε στους δρόμους και τα πεζοδρόμια, ξεχάστε το! Από εδώ και πέρα θα περπατάμε μέσα από τοίχους!”». Η πρόθεση του Kokhavi στη μάχη ήταν να εισέλθει στην πόλη προκειμένου να σκοτώσει μέλη της Παλαιστινιακής Αντίστασης και μετά να ξαναβγεί. Η τρομακτική ευθύτητα των στόχων αυτών, όπως μου τους διατύπωσε ο Shimon Naveh, ανώτερος του Kokhavi, είναι μέρος μιας ευρύτερης ισραηλινής πολιτικής που στοχεύει στο να διαταράσσει την Παλαιστινιακή Αντίσταση τόσο σε πολιτικό όσο και σε στρατιωτικό επίπεδο, με επιλεγμένες δολοφονίες από αέρος και εδάφους.
Εάν πιστεύετε ακόμη, όπως θα ήθελε το IDF, πως η μετακίνηση μέσω τοίχων είναι μια σχετικά ευγενής πολεμική τακτική, τότε η περιγραφή των παρακάτω περιστατικών ίσως να σας αλλάξει τη γνώμη. Στην αρχή, οι στρατιώτες μαζεύονται πίσω από τον τοίχο και μετά, χρησιμοποιώντας εκρηκτικά, τρυπάνια ή σφυριά, κάνουν μια τρύπα αρκετά μεγάλη ώστε να μπορούν να περάσουν. Ακολουθούν χειροβομβίδες λάμψης ή μερικοί τυχαίοι πυροβολισμοί μέσα στο δωμάτιο που συνήθως είναι το σαλόνι όπου κάθονται ανυποψίαστοι πολίτες. Όταν οι στρατιώτες περνούν μέσα από τον τοίχο, κλειδώνουν τους πολίτες σε ένα από τα δωμάτια όπου αναγκάζονται να παραμείνουν –συχνά για αρκετές μέρες– ώσπου να ολοκληρωθεί η επιχείρηση, συχνά χωρίς νερό, τουαλέτα, φαγητό ή φάρμακα.
Οι πολίτες στην Παλαιστίνη, όπως στο Ιράκ, βιώνουν την αναπάντεχη είσοδο του πολέμου στην πλέον ιδιωτική σφαίρα της ζωής τους, το σπίτι τους, ως την πλέον τραυματική και ταπεινωτική εμπειρία. Μια Παλαιστίνια, η Aisha, περιέγραψε την εμπειρία της σε συνέντευξη σε δημοσιογράφο του Palestine Monitor: «Φανταστείτε: κάθεστε στο σαλόνι σας, που ξέρετε τόσο καλά. Αυτό είναι το δωμάτιο όπου η οικογένεια βλέπει τηλεόραση μετά το βραδυνό, και ξαφνικά ο τοίχος εξαφανίζεται με έναν κρότο, το δωμάτιο γεμίζει σκόνη και χαλάσματα και μέσα από τον τοίχο έρχονται οι στρατιώτες, ο ένας μετά τον άλλο, ουρλιάζοντας διαταγές. Δεν έχεις ιδέα αν έχουν έρθει για σένα, αν έχουν έρθει να επιτάξουν το σπίτι σου, ή αν απλά το σπίτι σου βρίσκεται στην διαδρομή τους προς κάπου αλλού. Τα παιδιά ουρλιάζουν, πανικοβάλλονται. Μπορείτε να διανοηθείτε τον τρόμο που βιώνει ένα πεντάχρονο παιδί όταν τέσσερις, έξι, οχτώ, δώδεκα στρατιώτες εμφανίζονται μέσα από τον τοίχο με τα πρόσωπά τους βαμμένα μαύρα, τα αυτόματά τους στραμμένα προς όλες τις κατευθύνσεις, κεραίες να βγαίνουν από τα σακίδιά τους κάνοντάς τους να μοιάζουν σαν τεράστια εξωγήινα έντομα;»
Ο Naveh, απόστρατος αξιωματικός, είναι ο διευθυντής του Ερευνητικού Ινστιτούτου Επιχειρησιακής Θεωρίας, το οποίο διδάσκει σε αξιωματικούς του IDF και άλλων στρατών την «επιχειρησιακή θεωρία» – κάτι ανάμεσα στη στρατηγική και την τακτική, στη στρατιωτική αργκό. Περιέγραψε το στόχο του ινστιτούτου του, που ιδρύθηκε το 1996, ως εξής: «Είμαστε σαν το Ιησουίτικο Τάγμα. Προσπαθούμε να μάθουμε και να δείξουμε στους στρατιώτες πώς να σκέφτονται. […] Μελετούμε τον Christopher Alexander [ΣτΜ: γνωστός άγγλος αρχιτέκτονας], το φαντάζεστε; Διαβάζουμε κείμενα του John Forester και άλλων αρχιτεκτόνων. Διαβάζουμε Gregory Bateson, Clifford Geertz. Οι στρατιώτες και οι στρατηγοί μας καλούνται να σκεφτούν με βάση το υλικό αυτό. Έχουμε ξεκινήσει μια σχολή και πρόγραμμα σπουδών που εκπαιδεύει “επιχειρησιακούς αρχιτέκτονες”». Σε μια διάλεξη ο Naveh παρουσίασε ένα «διάγραμμα αντιπαράθεσης» όπου παριστάνεται μια σειρά σχέσεων που προκύπτουν λογικά από την αντιπαραβολή επιχειρησιακών σχεδίων των ανταρτών και του στρατού. Οι τίτλοι που χρησιμοποιεί, όπως «Διαφορά και Επανάληψη – η Διαλεκτική της Δόμησης και της Δομής», «Άμορφες Εχθρικές Οντότητες», «Μορφοκλασματικοί Ελιγμοί», «Ταχύτητα εναντίον Ρυθμών», «Η Πολεμική Μηχανή Wahabi», «Μεταμοντέρνοι Αναρχικοί» και «Νομαδικοί Τρομοκράτες», συχνά παραπέμπουν στο έργο των Deleuze και Guattari. Οι πολεμικές μηχανές, σύμφωνα με τους φιλοσόφους αυτούς, είναι πολύμορφες, χαλαρές οργανώσεις που διακρίνονται για την ικανότητά τους να μεταμορφώνονται, καθώς σχηματίζονται από μικρές ομάδες που χωρίζονται ή ενώνονται μεταξύ τους, ανάλογα με τις συγκυρίες. (Ο Deleuze και ο Guattari γνώριζαν πως το κράτος μπορεί πρόθυμα να μεταμορφωθεί σε πολεμική μηχανή. Παρομοίως, όταν πραγματεύονται τον «ομοιόμορφο χώρο» υπαινίσσονται ότι αυτή η αντίληψη μπορεί να οδηγήσει στην κυριαρχία.)
Ρώτησα τον Naveh γιατί ο Deleuze και ο Guattari είναι τόσο δημοφιλείς στον ισραηλινό στρατό. Απάντησε πως «πολλές από τις έννοιες στο βιβλίο τους “A Thousand Plateaux” έγιναν εξαιρετικά σημαντικές για εμάς […] επιτρέποντάς μας να εξηγήσουμε σύγχρονες καταστάσεις με τρόπο που πριν δε μπορούσαμε. Αμφισβήτησε τα πρότυπά μας. Πιό σημαντικός ήταν ο διαχωρισμός που πρότεινε μεταξύ “ομοιόμορφου” και “ραβδωτού” χώρου [που αντιστοιχούν] στις έννοιες της “πολεμικής μηχανής” και του “κρατικού μηχανισμού”. Στο IDF χρησιμοποιούμε πλέον συχνά τον όρο “να ομαλοποιήσουμε τον χώρο” όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε μια επιχείρηση που θα πραγματοποιηθεί μέσα στο χώρο σαν αυτός να μην είχε σύνορα. […] Οι Παλαιστινιακές περιοχές μπορούν πραγματικά να χαρακτηριστούν ως “ραβδωτές” με την έννοια ότι είναι κλεισμένες από φράχτες, τοίχους, χαντάκια, οδοφράγματα κτλ». Όταν τον ρώτησα εάν μέρος αυτής της αντίληψης ήταν η κίνηση μέσα από τοίχους, εξήγησε πως «στη Ναμπλούς το IDF αντιμετώπισε τις συγκρούσεις στην πόλη ως ένα πρόβλημα χώρου. […] Η κίνηση μέσω των τοίχων είναι μια απλή μηχανική λύση που συνδέει τη θεωρία με την πράξη».
Για να καταλάβει κανείς την τακτική του IDF να μετακινείται μέσω Παλαιστινιακών αστεακών χώρων, είναι απαραίτητο να καταλάβει πώς αντιλαμβάνονται την γνωστή πλέον τακτική του “swarming” [ΣτΜ: συγκέντρωση σε σμήνος] – ένας όρος που έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις στη στρατιωτική θεωρία μετά την επιβολή του αμερικάνικου μεταψυχροπολεμικού δόγματος, γνωστού ώς «Επανάσταση στις Στρατιωτικές Υποθέσεις». Η τακτική του swarming υιοθετήθηκε σύμφωνα με την αντίστοιχη αρχή της νοημοσύνης του σμήνους [swarm intelligence] στην Τεχνητή Νοημοσύνη, που θεωρεί πως η δυνατότητα για επίλυση προβλημάτων δημιουργείται από την αλληλεπίδραση και επικοινωνία σχετικά απλοϊκών παραγόντων (μυρμήγκια, πουλιά, μέλισσες, στρατιώτες) με λίγο ή και καθόλου κεντρικό έλεγχο. Το σμήνος απεικονίζει την αρχή του μη-γραμμικού φαινομένου σε χωρικούς, οργανωτικούς και χρονικούς όρους. Η παραδοσιακή τακτική του ελιγμού, χαρακτηριστική της απλοϊκής ευκλείδιας γεωμετρίας, μεταμορφώνεται, σύμφωνα με το στρατό, σε μια πολύπλοκη γεωμετρία που θυμίζει μορφοκλασματικές δομές. Το σχέδιο μάχης αντικαθίσταται από κάτι που ο στρατός, χρησιμοποιώντας έναν φουκωικό όρο, ονομάζει «μεθοδολογία εργαλειοθήκης», όπου διαφορετικές μονάδες λαμβάνουν τα εργαλεία που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν μια σειρά από καταστάσεις και σενάρια αλλά δεν μπορούν να προβλέψουν την χρονική αλληλουχία με την οποία τα γεγονότα αυτά θα συμβούν. Ο Naveh λέει: «Οι επιχειρησιακοί και τακτικοί επικεφαλής στηρίζονται ο ένας στον άλλο και μαθαίνουν τα προβλήματα καταστρώνοντας το σχέδιο μάχης […] η δράση γίνεται γνώση και η γνώση γίνεται δράση. […] Καθώς ένα καθοριστικό αποτέλεσμα δεν είναι εφικτό, το κυρίως όφελος από την επιχείρηση γίνεται τώρα η βελτίωση του ίδιου του συστήματος ως σύστημα».
Αυτό εξηγεί ίσως τη γοητεία που ασκούν στο στρατό τα χωρικά και οργανωτικά μοντέλα που έχουν αναπτυχθεί από θεωρητικούς όπως ο Deleuze και ο Guattari. Πράγματι, όσον αφορά το στρατό, οι αστεακές στρατιωτικές επιχειρήσεις είναι η υπέρτατη μορφή μεταμοντέρνας σύγκρουσης. Η πίστη σε ένα λογικά κατασκευασμένο και γραμμικό σχέδιο μάχης χάνεται μέσα στην πολυπλοκότητα της αστεακής πραγματικότητας. Οι άμαχοι γίνονται μαχητές και οι μαχητές γίνονται άμαχοι. Η ταυτότητα μπορεί να αλλάξει το ίδιο γρήγορα με το φύλο: η μεταμόρφωση γυναικών σε άνδρες μαχητές μπορεί να συμβεί τόσο γρήγορα όσο χρειάζεται ένας Ισραηλινός στρατιώτης μεταμφιεσμένος σε Άραβα ή ένας μεταμφιεσμένος Παλαιστίνιος μαχητής για να τραβήξει ένα αυτόματο κάτω από μια φούστα. Για έναν Παλαιστίνιο μαχητή που πήρε μέρος σε μια τέτοια μάχη, οι Ισραηλινοί φαίνεται σαν «να είναι παντού: πίσω, στα πλάγια, δεξιά κι αριστερά. Πώς να πολεμήσεις έτσι;».
Η κριτική θεωρία είναι πλέον κλειδί για τη διδασκαλία και την εκπαίδευση που παρέχει ο Naveh. Εξηγεί: «Χρησιμοποιούμε την κριτική θεωρία κυρίως για να κριτικάρουμε τον ίδιο τον στρατιωτικό θεσμό – τα προκαθορισμένα και βαριά του θεμέλια. Η θεωρία είναι σημαντική για εμάς προκειμένου να καλύψουμε το κενό μεταξύ της υπάρχουσας κατάστασης και της κατάστασης προς την οποία θέλουμε να πάμε. Χωρίς τη θεωρία δεν μπορούσαμε να κατανοήσουμε τα διάφορα γεγονότα γύρω μας, που διαφορετικά θα φαίνονταν ασύνδετα μεταξύ τους. […] Επί του παρόντος, το Ινστιτούτο έχει καταλυτική επίδραση στο στρατό, έχει γίνει ένας ανατρεπτικός κόμβος στο εσωτερικό του. Εκπαιδεύοντας υψηλόβαθμους στρατιωτικούς γεμίσαμε το σύστημα [IDF] με ανατρεπτικούς πράκτορες […] που θέτουν ζητήματα. […] Πολλοί από τους ανώτερους δεν ντρέπονται να συζητάνε για τον Deleuze ή τον [Bernard] Tschumi». Τον ρώτησα, γιατί τον Tschumi; Απάντησε: «Η έννοια της ασυνέχειας στο βιβλίο του Tschumi “Αρχιτεκτονική και Ασυνέχεια” (1994) έγινε σχετική με το σκοπό μας […] Ο Tschumi είχε μια διαφορετική προσέγγιση στην επιστημολογία – ήθελε να ξεπεράσει την μονοδιάστατη γνώση και την κεντρομόλο σκέψη. Είδε τον κόσμο μέσα από πολλές διαφορετικές κοινωνικές πρακτικές, από ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο οπτικό πεδίο. Ο Tschumi δημιούργησε μια νέα γραμματική – έδωσε μορφή στις έννοιες που συνθέτουν τη σκέψη μας». Τον ρώτησα τότε, γιατί όχι ο Derrida και η Αποδόμηση; Απάντησε: «Ο Derrida είναι ίσως υπερβολικά ασαφής (θεωρητικός) για το κοινό μας. Έχουμε περισσότερα κοινά με τους αρχιτέκτονες: συνδυάζουμε θεωρία και πρακτική. Μπορούμε να διαβάσουμε, μα ξέρουμε παράλληλα πώς να χτίσουμε και να καταστρέψουμε – και μερικές φορές να σκοτώσουμε».
Πλάι σε αυτές τις θεωρητικές τοποθετήσεις, ο Naveh προσθέτει συχνά αναφορές σε πρότυπα στοιχεία της αστεακής θεωρίας, όπως οι καταστασιακές πρακτικές της dérive (μια μέθοδος περιπλάνησης μέσα στην πόλη, που βασίζεται σε αυτό που οι Καταστασιακοί ονόμασαν «ψυχογεωγραφία») και της détournement [μεταστροφή-οικειοποίηση] (τη χρησιμοποίηση εγκατελειμμένων κτιρίων για χρήση άλλη από αυτή για την οποία είχαν σχεδιαστεί). Ως γνωστόν, τις ιδέες αυτές συνέλαβαν ο Guy Debord και άλλα μέλη της Καταστασιακής Διεθνούς προκειμένου να αμφισβητήσουν την ιεραρχία της καπιταλιστικής πόλης και να καταργήσουν τους διαχωρισμούς μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, του μέσα και του έξω, χρήσης και λειτουργίας, αντικαθιστώντας τον ιδιωτικό χώρο με μια δημόσια επιφάνεια χωρίς σύνορα. Αναφορές στο έργο του Georges Bataille, είτε απευθείας είτε μέσω των γραπτών του Tschumi, επίσης φανερώνουν μια επιθυμία επίθεσης ενάντια στην αρχιτεκτονική και καταστροφής του ορθολογισμού της μεταπολεμικής εποχής, επιθυμία διαφυγής από τα αρχιτεκτονικά καλούπια και απελευθέρωσης των καταπιεσμένων ανθρώπινων επιθυμιών.
Χωρίς αμφιβολία, τη γνώση των ανθρωπιστικών επιστημών –που συχνά θεωρείτο το πιό ισχυρό όπλο ενάντια στον ιμπεριαλισμό– ιδιοποιείται ο ίδιος ο ιμπεριαλισμός και τη χρησιμοποιεί ως δικό του όπλο. Η χρήση της θεωρίας από το στρατό δεν είναι φυσικά κάτι καινούργιο – ένα μακρύ νήμα συνδέει τον Μάρκο Αυρήλιο με τον στρατηγό Patton.
Οι μελλοντικές στρατιωτικές επιθέσεις εναντίον αστεακών χώρων θα χρησιμοποιούν ολοένα και περισσότερο τεχνολογίες που έχουν αναπτυχθεί για την “απο-τοιχοποίηση του τοίχου”, για να δανειστούμε μια έκφραση από τον Gordon Matta-Clark. Αυτή εδώ είναι η νέα απάντηση του στρατιώτη/αρχιτέκτονα στη λογική των “έξυπνων βομβών”. Οι τελευταίες έχουν προκαλέσει μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων μεταξύ των πολιτών, απλώς και μόνο επειδή η ψευδαίσθηση της ακρίβειας δίνει στο στρατιωτικό/πολιτικό κατεστημένο τη δικαιολογία να χρησιμοποιήσει εκρηκτικά σε κατοικημένες περιοχές.
Γίνεται εδώ εμφανής μια ακόμη χρήση της θεωρίας ώς ένα υπέρτατο “έξυπνο όπλο”. Η συστηματική χρήση θεωρητικών και τεχνολογικών εννοιών από το στρατό επιδιώκει να παρουσιάσει τον πόλεμο ως απόμακρο, γρήγορο, ευφυή, συναρπαστικό – και οικονομικά εφικτό. Η βία μπορεί λοιπόν να περιγραφεί ως ανεκτή και να ζητηθεί από την κοινή γνώμη να την υποστηρίξει. Ως τέτοια, η ανάπτυξη και η διάδοση νέων πολεμικών τεχνολογιών προωθεί στη δημόσια σφαίρα το μύθο πως μια στρατιωτική λύση [στο Παλαιστινιακό] είναι εφικτή – σε καταστάσεις όπου είναι τουλάχιστον αμφισβητούμενη.
Παρόλου που δεν χρειάζεσαι τον Deleuze για να επιτεθείς στη Ναμπλούς, η θεωρία βοήθησε το στρατό να αναδιοργανωθεί προσφέροντάς του μια νέα γλώσσα για να μιλήσει στον εαυτό του και σε άλλους. Μια θεωρία “έξυπνων όπλων” έχει τόσο πρακτική όσο και διανοητική χρήση, καθώς επαναπροσδιορίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις σε αστικές περιοχές. Η πρακτική ή τακτική λειτουργία, ο βαθμός στον οποίο η θεωρία του Deleuze επηρεάζει πολεμικές τακτικές και ελιγμούς, εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη σύνδεση θεωρίας και πράξης. Η θεωρία έχει προφανώς τη δύναμη να ενθαρρύνει νέες εκλεπτύνσεις, αλλά μπορεί ακόμη να βοηθήσει στην κατανόηση, ανάπτυξη ή και δικαιολόγηση ακόμα ιδεών που αναπτύσσονται ξεχωριστά σε διαφορετικά πεδία γνώσης και με αρκετά διαφορετικές ηθικές βάσεις. Με διανοητικούς όρους, ο πόλεμος, εάν δεν είναι πόλεμος μέχρις τελικής εξόντωσης, αποτελεί έναν τρόπο συνδιάλεξης μεταξύ εχθρών. Κάθε στρατιωτική επιχείρηση στοχεύει στο να “πει” κάτι στον εχθρό. Το «swarming», οι «επιλεκτικές δολοφονίες» και η «έξυπνη καταστροφή» βοηθούν το στρατό να πει στους εχθρούς του πως έχει τη δυνατότητα να προξενήσει ακόμη μεγαλύτερες καταστροφές. Οι επιδρομές μπορούν τότε να φανούν ως μια μετριοπαθής επιλογή σε σχέση με την καταστροφική δυνατότητα που διαθέτει ο στρατός και που θα χρησιμοποιήσει εάν ο αντίπαλος ξεπεράσει τα “ανεκτά” επίπεδα βίας ή παραβιάσει κάποια άτυπη συμφωνία. Σύμφωνα με τη στρατιωτική επιχειρησιακή θεωρία είναι σημαντικό να μη χρησιμοποιείς ποτέ πλήρως την καταστροφική δυνατότητα του στρατού, και προτιμότερο να διατηρείς τη δυνατότητα κλιμάκωσης των αγριοτήτων. Διαφορετικά, οι απειλές χάνουν το νόημά τους.
Όταν ο στρατός μιλά για θεωρία στον εαυτό του, φαντάζει σαν να είναι έτοιμος να αλλάξει τις οργανωτικές του δομές και ιεραρχίες. Όταν μιλά για θεωρία στο κοινό, σε διαλέξεις, τηλεοπτικές μεταδόσεις και έντυπες ανακοινώσεις, φαίνεται σαν να προσπαθεί να μεταδώσει μια εικόνα ενός στρατού πολιτισμένου και εκλεπτυσμένου. Και όταν ο στρατός “μιλά” (όπως κάθε στρατός) στον εχθρό, η θεωρία μπορεί να γίνει αντιληπτή ως ένα ιδιαίτερα εκφοβιστικό όπλο «σοκ και δέους». Το μήνυμα είναι: «Ποτέ δεν θα καταλάβεις ούτε καν τι ήταν αυτό που σε σκότωσε».
* Ο Eyal Weizman είναι αρχιτέκτονας, συγγραφέας και διευθυντής του Κέντρου Ερευνητικής Αρχιτεκτονικής στο Goldsmith’s College του Λονδίνου. Το έργο του πραγματέυεται ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και χώρων σε σύγκρουση. To παρών κείμενο βρίσκεται στην ιστοσελίδα http://www.frieze.com/feature_single.asp?f=1165
Leave a Reply