Στο βασικό για την κατανόηση της μοντέρνας κοινωνίας έργο, Η βασιλεία της ποσότητας και τα σημεία των καιρών[1], ο Ρενέ Γκενόν ισχυρίζεται ότι πολλά πράγματα που η μοντέρνα κοινωνία θεωρεί ως αποκλειστικά δικές τις ανακαλύψεις και εφευρέσεις (όπως πχ η τυπογραφεία, η χημεία, ή η ύπαρξη της αμερικανικής ηπείρου), ήταν ήδη γνωστά στους παλαιότερους πολιτισμούς, αλλά η ύπαρξή τους κρατούνταν μυστική. Οι λόγοι γι’αυτό ήταν δύο. Πρώτον, οι παραδοσιακές κοινωνίες θεωρούσαν ότι η γνώση (και άρα η δύναμη) έπρεπε να αποκαλύπτεται μόνο στον άξιο να την κατανοήσει και να την χειριστεί επωφελώςˑ δεύτερον, η έννοια της καθαρά πρακτικής εφαρμογής ήταν άγνωστη, κι αυτό γιατί σε μια παραδοσιακά δομημένη κοινωνία όλα εξαρτιόνταν άμεσα από τις πνευματικές αξίες που βρισκόταν στο ψυχικό επίκεντρο του πολιτισμού της. Μόνο σε σχέση με αυτές τις αξίες κρίνονταν η όποια χρηστική αξία της γνώσης και η ποιότητα των πρακτικών της εφαρμογών. Πριν την επέλαση του αστικού μοντέλου ζωής, όλη η κοινωνική δράση ήταν ρυθμισμένη από τελετουργικά μύησης και οργανωμένη επάνω σε έναν άξονα αυστηρής διαστρωμάτωσης. Μέσω αυτής της συντηρητικής διαχείρισης της γνώσης η κοινωνία στόχευε στην προστασία του εαυτού της από τις πιο σκοτεινές πλευρές του ανθρώπου. Βέβαια ο Διαφωτισμός έχει διδάξει τον σύγχρονο άνθρωπο να βλέπει σ’αυτόν τον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης μόνο σκοταδισμό και θρησκευτική καταπίεση, αλλά αυτή η κριτική δεν εκφράζει μια αναμφισβήτητη ιστορική αλήθεια, παρά αντικατοπτρίζει την ίδια του την κοσμοθεώρηση: αυτή που βασίζεται αποκλειστικά στην ισχύ της ύλης και του χρήματος και άρα του προνομίου το οποίο είναι καθαρά υλικό και αποκομμένο από οποιαδήποτε μορφή αξιακού συστήματος. Στη κορυφή της μοντέρνας κοινωνίας βρίσκεται ο έμπορος, ο οποίος και μπορεί χάρη στα χρήματά του να αγοράσει τα προνόμια που επιθυμεί και να καθορίσει κατά βούληση το αξιακό σύστημα. Αντιθέτως, στην παραδοσιακή κοινωνία το προνόμιο είναι πρώτα απ’όλα ηθικό βάρος που απορρέει από την αυθεντία και η εξουσία που χαρίζει είναι κυρίως πνευματική. Σε αντίθεση με τα καθαρά υλικά προνόμια της μοντέρνας κοινωνίας που μπορούν να μεταμορφώσουν τον πρώτο τυχόντα σε μέλος μιας αδιαπέραστης ελίτ (η οποία όμως δεν έχει καμιά πραγματική νομιμοποίηση), τα πνευματικά προνόμια που στηρίζουν μια παραδοσιακή κοινωνία διαπερνούσαν και διαπότιζαν όλα τα κοινωνικά στρώματα, μέσω του συστήματος των συντεχνιών και αδελφοτήτων, οι οποίες δεν δίδασκαν μόνο ένα επάγγελμα ή μια δεξιότητα, αλλά και μεταβίβαζαν με τρόπο απτό και χειροπιαστό ένα μέρος της συσσωρευμένης σοφίας της παράδοσης. Αυτή η κατ’αναλογία συμμετοχή όλων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων στο πνευματικό πρότυπο ζωογονούσε κάθε μέλος του κοινωνικού οργανισμού και εγγυόταν μια ζωντανή, εκ των έσω, ενότητα της κοινότητας.
Αυτό το μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης εξηγεί το, ανεξήγητο για τον σημερινό άνθρωπο, φαινόμενο της υψηλής καλλιτεχνικής αξίας που είχαν ακόμα και τα πιο απλά εργαλεία και αντικείμενα καθημερινής χρήσης, την ίδια στιγμή που η έννοια της τέχνης (όπως και του έργου τέχνης) ήταν εντελώς άγνωστη. Ακόμα κι ένα απλό βάζο ήταν αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που καθρέφτιζε ένα σύστημα αυστηρών αναλογιών, όχι μόνο μορφολογικών και αισθητικών, αλλά και καθαρά πνευματικών, οι οποίες με τη σειρά τους αντικατόπτριζαν την εσωτερική δομή και τις αρχές του πολιτισμού μέσα στον οποίο το αντικείμενο αυτό είχε γεννηθεί. Από την άλλη μεριά, ακόμα και τα αντικείμενα εκείνα που έπαιζαν τον ρόλο του έργου τέχνης, (με την έννοια που του δίνουμε σήμερα, όπως τα γλυπτά, οι ζωγραφικοί πίνακες, οι μάσκες κτλ.), είχαν πάντα κι έναν καθαρά χρηστικό και πρακτικό χαρακτήρα, κάτι που επίσης σκανδαλίζει την ηθική του μοντέρνου φιλότεχνου[2]. Αν η αστική επανάσταση κατέστρεψε την παραδοσιακή δομή των κοινωνιών, δεν ήταν παρά για να απελευθερώσει από κάθε είδους περιορισμό την παραγωγική διαδικασία αντικειμένων, τα οποία πλέον δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά σκέτα αντικείμενα[3]. Αυτό που επέτρεψε αυτή τη μεταλλαγή ήταν η μηχανή, η οποία όμως, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Κενόν, δεν είναι ένα τελειοποιημένο εργαλείο, αλλά το αντίθετο του εργαλείου, γιατί, αντί να συμπληρώνει τον άνθρωπο, τον καταργεί. «Όλο αυτό οδήγησε σε αυτό που αποκαλούμε σειριακή παραγωγή, ο σκοπός της οποίας δεν είναι άλλος από την μεγιστοποίηση της παραγωγής όλο και πιο όμοιων αντικειμένων προς χρήση όλο και πιο όμοιων ανθρώπων. Πρόκειται για τον θρίαμβο της ποσότητας και της ομοιομορφίας»[4]. H επικράτηση της ποσότητας εις βάρος της ποιότητας και του ακραίου υλισμού, που αποτελεί το αναγκαίο θεωρητικό της υπόβαθρο (είτε δεξιών είτε αριστερών αποχρώσεων…), δεν μπορούσε παρά να αποβεί καταστρεπτική για την ιστορική κληρονομιά της Δύσης. Η αντίδραση σε αυτό το σχέδιο πλήρους βιομηχανοποίησης της ύπαρξης προήλθε τόσο από τα χαμηλά λαϊκά στρώματα όσο και από τους υποστηρικτές των παλαιών αριστοκρατικών αξιών, κάτι το αναμενόμενο αν σκεφτούμε ότι είναι αυτές οι δύο τάξεις που, όπως παρατηρεί ο Αλμπέρ Καμύ, «αποτελούν τις πηγές του πολιτισμού».[5]
Η αντίδραση στην μηχανοποίηση της ζωής και την εξαφάνιση του πνεύματος έλαβε επίσης τη μορφή μιας οξείας κριτικής στην έννοια της προόδου, κριτική που άσκησαν κάποια προφητικά πνεύματα της ευρωπαϊκής σκέψης όταν συνειδητοποίησαν ότι το ανθρωπιστικό ιδεώδες της Αναγέννησης είχε μεταβληθεί στο εντελώς αντι-ανθρωπιστικό ιδανικό της ορθολογικής μηχανοποίησης των πάντων και της μετατροπής τους σε απλά προϊόντα (αντικαθιστώντας δηλαδή την πνευματική ουσία τους με την καθαρά χρηματική). Είναι σημαντικό να θυμόμαστε, ιδίως σε σχέση με τα τραγικά γεγονότα του 20ού αιώνα, ότι το κάλεσμα για μια «επιστροφή στις ρίζες», που εκφράστηκε ως προτίμηση για το βάρβαρο και το πριμιτίφ, δεν είχε ως στόχο τον πολιτισμό, αλλά τα εκφυλιστικά συμπτώματα που προκαλούσε στις νεωτερικές κοινωνίες η επικράτηση του εμπορικού και βιομηχανικού ιδεώδους σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής. Το ότι πολλές από τις ιδέες αυτές έφτασαν αργότερα να τροφοδοτήσουν ή και ταυτιστούν με αντιδραστικά ιδεολογήματα δεν οφείλεται τόσο σε αυτές τις ίδιες, αλλά πολύ περισσότερο στην τακτική προσεταιρισμού που εφάρμοσε το αντι-παραδοσιακό πνεύμα προκειμένου να επιτύχει την επιθυμητή μεταστροφή της γενικής νοοτροπίας. Παρεκτροπή, υπονόμευση και υφαρπαγή[6] είναι τα μέσα με τα οποία το μοντέρνο πνεύμα, εξηγεί ο Γκενόν, κατασκεύασε τον τεχνητό, σύγχρονο πολιτισμό, κατ’απομίμηση του αυθεντικού. Τα πρόσφατα φιλοσοφικά ρεύματα του απόλυτου σχετικισμού (μια contradictio in terminis άκρως χαρακτηριστική της μοντέρνας σκέψης) που προσπαθούν να εξουδετερώσουν μέσω ενός ατελείωτου πλέγματος νοητικών αντικατοπτρισμών ακόμα και την ίδια την έννοια του νοήματος, δεν τίποτε άλλο παρά η λογική απόληξη της προσπάθειας καταστροφής των τελευταίων εστιών αντίστασης του δυτικού πολιτισμού. Αυτή η εκ των έσω διαστρέβλωση είναι ίσως το μεγαλύτερο από τα κακά που το μοντέρνο πνεύμα κληροδότησε στην σύγχρονη ανθρωπότητα. Κι αυτό γιατί της αποστερεί την δυνατότητα να έρθει έστω και σε στοιχειώδη επαφή με το ίδιο της το παρελθόν και, τελικά, με τον ίδιο της τον εαυτό.
~
«Ποιός θα αποκαλούσε ευγενή έναν άνθρωπο με σημαντικό όνομα, αλλά ανάξιο από γεννησιμιού του;» Στην όγδοη Σάτιρα ο Ιουβενάλης φιλοτεχνεί το πορτραίτο του παρηκμασμένου ευγενή, αυτού που είναι αριστοκράτης μόνο κατ’όνομα: «τί οφελεί, Πόντικε, να περηφανεύεσαι για την καταγωγή σου αν ζεις δίχως τιμή; Τί σημαίνουν τα κατορθώματα όλων αυτών των πολεμιστών αν εσύ περνάς τις νύχτες σου χαρτοπαίζοντας κι αν πλαγιάζεις όταν βγαίνει ο Αυγερινός, την ώρα που οι αρχηγοί σηκώνουν στο πόδι το στρατόπεδο και υψώνουν τα λάβαρα;» Η μόνη πραγματική ευγένεια για τον Ιουβενάλη δεν είναι ούτε η καταγωγή, ούτε τα πλούτη, αλλά η αρετή. «Δεν πρέπει να συγχέουμε την αριστοκρατική τάξη με την πραγματική αριστοκρατία», διαπιστώνει επίσης ο Alain de Benoist στο έργο του Για μια νέα αριστοκρατία. Η αριστοκρατία παράγει συνήθως μια λειτουργική κοινωνική ομάδα, μια κληρονομική κάστα, η οποία χάνει βαθμιαία το αριστοκρατικό της πνεύμα. Και τότε, λέει ο Benoist, «είναι πολύ πιθανό να βρούμε τον αληθινό αριστοκρατικό χαρακτήρα στα λαϊκά στρώματα ή στους χωρικούς, εκεί δηλαδή που προετοιμάζεται η αριστοκρατική τάξη του αύριο». Πρόκειται για το ίδιο συμπέρασμα που βρίσκουμε και στον Bainville: η αριστοκρατία επανδρώνεται από πληβείους, όπως το στράτευμα στρατολογεί νεοσύλλεκτους από τις τάξεις των πολιτών.
Το μήνυμα του Νίτσε είναι επίσης ξεκάθαρο: «Μέχρι και σήμερα, κάθε ανύψωση του ανθρώπινου είδους ήταν έργο μιας αριστοκρατικής κοινωνίας, και έτσι θα είναι πάντα». Τί είναι όμως αυτή η αριστοκρατία στην οποία είναι αφιερωμένη το τελευταίο κεφάλαιο του Πέραν του Καλού και του Κακού; Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι αφοσιωμένοι αποκλειστικά στην αρετή και οι οποίοι κατέχουν «το θάρρος, τη δύναμη και τη δημιουργία»; Σε τί χρειάζονται, αν όχι στο να φτιάχνουν την ιστορία, και ποιοί θα την φτιάξουν αν όχι αυτοί; Στο ίδιο βιβλίο, ο Νίτσε συγκρίνει την σωματική και ψυχική υπεροχή της αριστοκρατίας με μια μορφή βαρβαρότητας. Ο πολιτισμός γεννήθηκε από αυτούς τους βαρβάρους, αυτούς δηλαδή τους ανθρώπους με άθικτη ακόμα τη θέλησή τους και την όρεξη για δύναμη και οι οποίοι έχουν το πλεονέκτημα σε σχέση με τις πιο αδύναμες και ειρηνικές φυλές, φυλές εμπορικές ή ποιμενικές ή επίσης σε σχέση με τους παλιούς, φθαρμένους πολιτισμούς. Έτσι, ο Νίτσε ορίζει την αριστοκρατία ως την «κάστα βαρβάρων». Κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων αυτών δεν είναι μόνο η φυσική δύναμη, αλλά και η πνευματική. «Είναι πιο πλήρεις άνθρωποι σε όλα τα επίπεδα και άρα πιο ωμοί».
Αντίθετα με τον βάρβαρο, ο πολιτισμένος άνθρωπος που έχει γνωρίσει την αστική ζωή του πλούτου και των ανέσεων τείνει προς την υπακοή και τη δουλοπρέπεια. Ο ιστοριογράφος, θεολόγος και φιλόσοφος Ιμπν Καλντούν τον παρουσιάζει στα Προλεγόμενα της Παγκόσμιας Ιστορίας του ως διεφθαρμένο και εκφυλισμένο, ανίκανο να προστατεύσει τον εαυτό του, να αμυνθεί ή να επιτεθεί. Είναι, γι’αυτό το λόγο, προορισμένος να υποστεί τον νόμο ενός λαού πιο αποφασισμένου, προικισμένου με ανώτερη σωματική διάπλαση και προερχόμενου από έναν αγροτικό πολιτισμό, συνηθισμένο στη μάχη και στις στερήσεις, ο οποίος και θα επιβληθεί στο τέλος ως μια κυρίαρχη μειονότητα. Το πλεονέκτημα θα το έχει πάντα αυτός που έχει περάσει την πιο σκληρή εκπαίδευση. «Ο Θεός», υπογραμμίζει ο Ισπανός ιστορικός και διπλωμάτης Donoso Cortés, «δίνει πάντα την εξουσία στους πολεμιστές και καταδικάζει τους φαφλατάδες στη δουλεία». Αυτοί οι άνθρωποι που διάγουν ένα βίο γεμάτο στερήσεις και περιφρονούν τις ανέσεις, δεν κατέχουν τίποτα πιο πολύτιμο από την τιμή του αίματός τους. Ο αριστοκράτης έχει την υψηλότερη ιδέα σε ό,τι αφορά τα καθήκοντά του και επιβάλλει έτσι στον εαυτό του ακόμα μεγαλύτερες υποχρεώσεις. Ο Πλούταρχος διηγείται ότι μετά την πτώση της Καρχηδόνας κάποιοι στρατιώτες πρόσφεραν στον διοικητή τους, Σκιπίωνα τον Πρεσβύτερο, μια νεαρή αιχμάλωτη μεγάλης ομορφιάς. Αυτός τότε τους απάντησε: «Θα την έπαιρνα ευχαρίστως αν ήμουν απλός στρατιώτης και όχι αρχηγός του στρατεύματος».
Αυτό που έχει σημασία για τον ευγενή, δεν είναι απλά να ζει, αλλά, σύμφωνα με τα λόγια του Ernst Jünger, «να διάγει ένα βίο υψηλού στυλ». Κι αυτό το επιτυγχάνει «ακονίζοντας τις εμπειρίες του». Ο ευγενής, συνεχίζει ο Jünger, γνωρίζει πολύ καλά το τίμημα των ανέσεων: «η ζωή του κατοικίδιου ζώου οδηγεί αναπόφευκτα στο σφαχτάρι του χασάπη». Στο ίδιο μήκος κύματος κι ο Julius Evola, οποίος διαπίστωνε ότι τα χαρακτηριστικά εκείνα που προσδίδουν στον άνθρωπο την καθαρά ανθρώπινη αξιοπρέπειά του παίρνουν συχνά μορφή μέσα σ’ένα κλίμα αδικίας και σκληρότητας, το οποίο προκαλεί το ανθρώπινο πνεύμα και το βάζει σε δοκιμασία. Αντιθέτως, «αυτά τα χαρακτηριστικά σβήνουν όταν εξασφαλίσουμε στο ανθρώπινο ζώο το μέγιστο της άνεσης και της ασφάλειας και μια ισόποση δόση καλοζωισμένης ευτυχίας». Ο Evola καταλήγει με τα λόγια του Χέγκελ: «οι ευτυχισμένες εποχές (δηλαδή αυτές της υλικής ευμάρειας και άνεσης) αντιστοιχούν στις λευκές σελίδες της ιστορίας». Για τον Evola, το ιδανικό του ευγενούς δεν είναι ο μικροαστικός πόθος να έχεις «ένα κεραμίδι και παιδιά». Υπενθυμίζει σχετικά ότι ο όρος προλετάριος, που προέρχεται ετυμολογικά από το λατινικό proles, φέρει την έννοια της ζωικής αναπαραγωγής και της ράτσας και φέρνει συνειρμικά στο μυαλό τα διάφορα τάγματα μοναχών ή πολεμιστών που επέβαλαν στα μέλη τους την υποχρεωτική αγαμία. Ο ευγενής θα πρέπει να είναι άνθρωπος sine impedimentis, να μην έχει δηλαδή δεσμεύσεις ούτε και οικογένεια, «αφού η διαφθορά τόσων αιώνων δεν επιτρέπει πλέον την αναβίωση της φατρίας (clan)».
Άλλο κοινό χαρακτηριστικό των βαρβάρων ήταν η περιφρόνηση της δουλειάς. Είτε πρόκειται για τους Θράκες, είτε για τους Σκύθες, είτε για τους Πέρσες, μας λέει ο Ηρόδοτος, όλοι περιφρονούσαν ως τους τελευταίους των πολιτών αυτούς που εξασκούσαν χειρωνακτικά επαγγέλματα. Στη Σπάρτη, οι γυναίκες ευγενικής καταγωγής δεν έπρεπε ούτε να γνέθουν ούτε να υφαίνουν προκειμένου να μην εξευτελιστούν. Στο Δικαίωμα στην Τεμπελιά, ο Paul Lafargue αναφέρει το παράδειγμα των Bachkir, αυτού του ημινομαδικού λαού βοσκών, οι οποίοι απεχθάνονταν όλες τις γεωργικές εργασίες. Επίσης δύο βαθιά αριστοκράτες φιλόσοφοι, ο Πλάτωνας κι ο Ξενοφώντας, δίδασκαν την περιφρόνηση για την δουλειά. Σύμφωνα με τον δεύτερο, όσοι επιδίδονται σε χειρωνακτικές εργασίες «δεν μπορούν να αποφύγουν τη σωματική παραμόρφωση, η οποία δεν μπορεί παρά να επηρεάσει τελικά και το πνεύμα τους». Όσο για τον Πλάτωνα, περιφρονούσε τους εμπόρους, «συνηθισμένους στο ψεύδος και την εξαπάτηση», και τους δεχόταν στην Πολιτεία του μόνο ως αναγκαίο κακό. Αντίθετα με όλους όσους δουλεύουν, ένας ευγενής όπως ο Σκιπίων δεν είναι ποτέ τόσο απασχολημένος όσο τις ώρες της σχόλης του. Ο Τίτος Λίβιος διηγείται ότι τον ελεύθερο χρόνο του ο Σκιπίων τον αφιέρωνε στην ανάγνωση και το γυμναστήριο κι ότι για την ψυχαγωγία του δεν κατέφευγε ποτέ στις συνήθεις διασκεδάσεις που, σύμφωνα με τον Τερτιλιανό, εμποδίζουν την πνευματική παιδεία, όπως τα θεάματα της αρένας, οι επιδείξεις στο Πεδίο του Άρεως, τα τυχερά παιχνίδια, οι σιέστες και τα ατελείωτα συμπόσια.
Αναμφισβήτητα, η αριστοκρατία συμπίπτει με τον ανθρώπινο τύπο του πολεμιστή. Σύμφωνα με τον Μακιαβέλλι, η τέχνη του πολέμου είναι η μόνη τέχνη που ταιριάζει σ’αυτόν που θέλει να εξουσιάζει. Η ικανότητα στον χειρισμό των όπλων απαιτείται από τους γεννημένους αριστοκράτες για να διατηρήσουν την κοινωνική θέση τους, αλλά και επιτρέπει την πρόσβαση σ’αυτήν την τάξη ακόμα και σ’αυτούς που είναι χαμηλής καταγωγής. Στην αρχαία Ρώμη το cursus honorum περιλάμβανε απαραιτήτως τη μαθητεία στην τέχνη του πολέμου και κανείς Ρωμαίος πολίτης δεν μπορούσε να αναλάβει δημόσιο αξίωμα αν δεν είχε συμμετάσχει για δέκα τουλάχιστον χρόνια σε εκστρατεία. Παρόλα αυτά, το πολεμικό αυτό ιδεώδες δεν είναι ένα πρότυπο στρατιωτικοποίησης της ανθρώπινης ύπαρξης και δεν πρέπει να θεωρηθεί το ισοδύναμο μιας «ηθικής του στρατοπέδου». Οι πολεμικές αρετές αντιτίθενται, λέει ο Evola, στον πολιτισμό του αστού και του εμπόρου και σε αυτό το είδος της κομφορμιστικής ύπαρξης που βασίζεται στην εργασία, την παραγωγή, το σπορ, το σινεμά και τη σεξουαλικότητα.
Οι ανώτεροι αυτοί άνθρωποι που ενσάρκωναν αυτές τις αρετές, όντας βάρβαροι, δεν ήταν ούτε διανοούμενοι ούτε μορφωμένοι. Για τον Evola, «η μεγαλοφυία και η εξυπνάδα είναι είδωλα και προκαταλήψεις της αστικής εποχής και σλόγκαν ενός πολιτισμού χωριατών». Ο μόνος τρόπος να ξεπεραστεί η μπουρζουαζία είναι η επιστροφή σ’έναν κόσμο, ο οποίος, πιστός στην ιεραρχία της παράδοσης, βρίσκεται πέραν και πάνω από τους αστούς και αποτελείται από πολεμιστές και ασκητές κι όχι από μεγαλοφυίες και διανοούμενους. Η μουσουλμανική παράδοση συνοψίζει αυτή την αρχή ως εξής: «το αίμα των μαρτύρων αξίζει περισσότερο από το μελάνι των μορφωμένων». Στον πλατωνικό Γοργία, ο χαρακτήρας του Καλλικλή κοροϊδεύει αυτούς τους φιλοσόφους και τους διανοούμενους που «αξίζουν το μαστίγιο». Έχοντας απομακρυνθεί από την καρδιά της πόλης όπου διαπρέπουν οι πολίτες και όντας απομονωμένοι σε μια γωνιά να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα μ΄ένα στενό κύκλο νεαρών, καταδικάζουν τους εαυτούς τους σε «κάτι λιγότερο από ανθρώπους». Κι όταν βρεθούν αντιμέτωποι με άτομα αρκετά δυνατά και ικανά να συντρίψουν τους περιορισμούς της αστικής ηθικής, τότε αυτοί οι διανοούμενοι γίνονται, όπως λέει ο Πλωτίνος, σαν «παχιά αρνιά, λεία των λύκων» και υποτάσσονται σε ανθρώπους που θεωρούνται κατώτεροι. Αν όμως υποτάσσονται σε κατώτερους, λέει ο Πλωτίνος, τότε αυτό συμβαίνει γιατί ίσως, από πολλές απόψεις, είναι αυτοί οι κατώτεροι. Όπως ακριβώς έλεγε ο Ηράκλειτος ότι η πολυμάθεια δεν διδάσκει τη σκέψη[7] κι ότι η πραγματική γνώση συνίσταται στο να αναγνωρίζεις ότι μία σκέψη συνέχει και κυβερνά τα πάντα[8], έτσι κι ο Evola υπογραμμίζει την πρωταρχική σημασία που έχει για τον άνθρωπο μια αυθεντική, προσωπική, υπαρξιακή στάση απέναντι στον κόσμο, μια βιωματική κοσμοθεώρηση (Weltanschauung), την οποία είναι πιο εύκολο να συναντήσεις σε έναν αμόρφωτο χωρικό δεμένο με τη γη του, σ΄έναν στρατιώτη ή σ΄έναν αριστοκράτη, παρά σ’έναν συγγραφέα, έναν καθηγητή ή σ΄ένα δημοσιογράφο. Αυτός που είναι πραγματικά επικίνδυνος είναι, σύμφωνα με τον Θωμά τον Ακινάτη, «ο άνθρωπος του ενός βιβλίου», ο δογματικός που δεν έχει διαβάσει παρά ένα μόνο βιβλίο, αλλά που το γνωρίζει σε βάθος. Γι’αυτό και όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις ιστορικές εξελίξεις κάθε εποχής, οι «μεγάλοι πεπεισμένοι» όπως τους χαρακτηρίζει ο Γκ. Λε Μπον, ήταν άνθρωποι της δράσης κι όχι της σκέψης, κυριευμένοι από αυτήν την εκπληκτική δύναμη που ονομάζουμε πίστη και που είναι ικανή να μετακινεί βουνά.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό του ευγενούς είναι το ότι εμπνέεται από τα πρότυπα της αρχαιότητας για να μετρά την ποιότητα του βίου του. Ο Pascal Paoli έλεγε αστειευόμενος για τον Ναπολέοντα ότι είχε βγει κατευθείαν από την αρχαιότητα κι ότι ήταν «άνθρωπος του Πλούταρχου», αναφερόμενος στην προσεκτική μελέτη των Βίων στην οποία αφιερωνόταν ο Γάλλος αυτοκράτορας. Εξάλλου ο ίδιος ο Πλούταρχος διηγείται ότι ο Ιούλιος Καίσαρας έκλαιγε όταν διάβαζε τα κατορθώματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ευγενής είναι πάνω απ’όλα τέκνο της Παράδοσης. Σύμφωνα με τον Νίτσε, «ο βαθύς σεβασμός για τους γεροντότερους και η προτίμηση για τους προγόνους εις βάρος των νέων γενεών είναι χαρακτηριστικά δείγματα της ηθικής των δυνατών».
Ο μοντέρνος κόσμος, περνώντας από την άκρα βαρβαρότητα στον υπερβολικό εκπολιτισμό και καλλιεργώντας συστηματικά την τάση του να εκμηδενίσει οτιδήποτε το “στοιχειακό”, όπως και κάθε τι που αποτελεί μια ευκαιρία να δείξει τη δύναμή του ή το κουράγιο του, απώλεσε την έννοια της τιμής και του θάρρους και έγινε έτσι ο πλέον άγονος τόπος για την ανάδειξη ανώτερων ανθρώπων. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι βέβαια καινούριο. Ήδη οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον Σκιπίωνα επικίνδυνο. Στο μυθιστόρημά του Louis Lambert, ο Μπαλζάκ περιγράφει αυτό το είδος ανώτερου ανθρώπου, ο οποίος, αν και γνώστης της ανωτερότητάς του, είναι υποχρεωμένος να ανέχεται τις κοροϊδίες και τα καψόνια των συμμαθητών του. Ο Ernst Jünger πάλι συγκρίνει αυτές τις προσωπικότητες που είναι ανίκανες να ζήσουν σύμφωνα με τα κριτήρια της αστικής κοινωνίας «…με τον ποιητή, όμοιο με θαλασσοπούλι, τα φτερά του οποίου είναι φτιαγμένα για να αντιμετωπίζουν τους πιο ισχυρούς ανέμους, αλλά σε ένα ακατάλληλο περιβάλλον γίνονται, αλίμονο, ένα αξιοπερίεργο θέαμα», και με τον πολεμιστή, «που μοιάζει άχρηστος, γιατί απλά η ζωή του εμπόρου και του αστού τον γεμίζει με αηδία».
Τέλος, ο Evola υπογραμμίζει τον κατεξοχήν πνευματικό χαρακτήρα του αριστοκρατικού τύπου. Μιλώντας για τον ιπποτισμό, αναφέρει την ισλαμική παράδοση σύμφωνα με την οποία υπάρχουν δύο είδη πολέμου: ο ελάσσων ιερός πόλεμος και ο μείζων. Ο ελάσσων ιερός πόλεμος είναι ο πόλεμος που στρέφεται ενάντια στον εξωτερικό, υλικό κόσμο. Ο μείζων ιερός πόλεμος είναι εσωτερικός και πνευματικός και στρέφεται ενάντια στους εχθρούς που ο άνθρωπος φέρει μέσα του. Γι’αυτόν τον εσωτερικό πόλεμο, ο Πλάτωνας λέει ότι «η νίκη ενάντια στον εαυτό μας είναι η πρώτη κι η πιο όμορφη, ενώ η ήττα από τον εαυτό μας είναι η πιο ντροπιαστική απ’όλες τις ήττες και η πιο άσχημη». Πολύ περισσότερο από την χαλάρωση και τις διασκεδάσεις, είναι αυτή η μάχη ενάντια στον εαυτό μας που είναι η πιο ευνοϊκή περίσταση για την εξάσκηση της αρετής. Σύμφωνα με τα λόγια του χριστιανού στοχαστή Jean Cassien: «Είναι για το καλό μας που τα μέλη μας έγιναν εστία πολέμου. Διαβάζουμε στον Απόστολο: ἡ γὰρ σὰρξ ἐπιθυμεῖ κατὰ τοῦ πνεύματος, τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα δὲ ἀντίκειται ἀλλήλοις, ἵνα μὴ ἃ ἂν θέλητε ταῦτα ποιῆτε[9]. Έτσι, αυτός ο πόλεμος που με κάποιο τρόπο ο Δημιουργός κάνει να ξεσπά μέσα μας έχει την χρησιμότητά του: μας εξαναγκάζει να γίνουμε καλύτεροι. Κι αν τελείωνε, αυτό που θα ακολουθούσε θα ήταν μια πένθιμη ειρήνη». Είναι αυτός ο εσωτερικός αγώνας που, κατά τον Ηράκλειτο, άλλους αναδεικνύει θεούς κι άλλους ανθρώπους, άλλους δούλους κι άλλους ελεύθερους. Κάποιοι απαρνούνται τη σάρκα και γίνονται θεοί και κάποιοι απαρνούνται το πνεύμα και γίνονται άγρια θηρία. Ο ιερός πόλεμος είναι για τον ευγενή η ευκαιρία να φανερώσει το θάρρος του και να κάνει έκδηλη αυτήν την αρετή που δεν γνωρίζει αφέντη. Αλλά η λέξη αρετή (virtus) στην κλασσική εποχή και μέχρι και την Αναγέννηση δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά δύναμη. Η ανωτερότητα του ευγενούς δεν συνίσταται σε τίποτα άλλα παρά στην δύναμή του να μάχεται τον «καλόν αγώνα».
Πηγή: Le tempérament aristocratique est-il possible dans le monde moderne?
[1] René Guénon, Le Règne de la Quantité et les Signes des Temps, Gallimard 2015.
[2]Ακόμα και σήμερα, στο Άγιο Όρος οι εικόνες αποκαλούνται από τους μοναχούς «λειτουργικά σκεύη», γιατί ο ρόλος τους είναι βοηθητικός της προσευχής και όχι αισθητικός ή διακοσμητικός.
[3]Δεν είναι τυχαίο ότι ήταν η Γαλλική Επανάσταση που κατήργησε με το νόμο Le Chapelier το 1791 όλες τις επαγγελματικές συντεχνίες. Αυτό το διάταγμα αποτέλεσε τον προάγγελο του διατάγματος d’Allard που απαγόρευε τη δημιουργία συνδικάτων και εργατικών ενώσεων.
[4]Γκενόν, ό.π., σελ 71.
[5]Albert Camus, Discours de Suede, Gallimard 1997, σελ. 37.
[6]Γκενόν, ό.π., σελ 206 – 216.
[7]Πολυµαθίη νόον (ἔχειν) οὐ διδάσκει· Ἡσίοδον γὰρ ἂν ἐδίδαξε καὶ Πυθαγόρην αὖτις τε Ξενοφάνεά (τε) καὶ Ἑκαταῖον. (Απ. 40)
[8]Εἶναι γὰρ ἓν τὸ σοφόν, ἐπίστασθαι γνώµην, ὁτέη ἐκυϐέρνησε πάντα διὰ πάντων. (Απ.41)
[9]Προς Γαλάτας, 5 17.
Πηγή: respublica
Leave a Reply