Ανταγωνισμός ή συμβιωτικότητα; Δοκιμή ιστορικο-φιλοσοφικής ποδηλασίας

Οι ανθρώπινες κοινωνίες κινήθηκαν μέχρι σήμερα σε ένα εκκρεμές μεταξύ συμμβιωτικότητας και ανταγωνισμού μεταξύ των ανθρώπων για την συντήρηση και επιβίωσή τους.

Από τις κοινωνίες «χωρίς κράτος» των τροφοσυλλεκτών και κυνηγών μέχρι τη στροφή στην καλλιέργεια της γης και τις αγροτικές κοινωνίες επικρατούσε η συμβιωτικότητα έναντι του ανταγωνισμού των ατόμων και των κοινωνικών ομάδων.

Στη μεσογειακή λεκάνη – για να αναφερθούμε, κυρίως στο παράδειγμα της Δύσης – αναδύθηκαν αυτοκρατορίες με κυρίαρχες κάστες, που εγκατέστησαν φοροκρατικά συστήματα για την αναπαραγωγή τους, επιβάλλοντας ένα πλεόνασμα του κοινωνικού προϊόντος που αποσπάται από τους πληθυσμούς και τις ανάγκες της επιβίωσής τους, μοναδική σχεδόν υλική τους μέριμνα μέχρι τότε. Μέριμνα που τη συνδύαζαν με ένα πολιτισμό, με γιορτές, μύθους και απαγορεύσεις κυριαρχίας εντός τους. Δεν κατέστη εν τούτοις δυνατό να εμποδίσουν την εμφάνιση ατόμων και ομάδων που θα διαχωρισθούν και θα επιβάλουν την κυριαρχία τους.

Τη διάλυση αυτών των αυτοκρατοριών διευκόλυνε η επέλαση των βάρβαρων κατακτητικών φύλων που επέδρασαν κατά κύματα και κυριάρχησαν σε όλη την ευρωπαϊκή ήπειρο, για να συνεχίσουν την επέκταση σε όλο τον κόσμο μέσα από ένα αποικισμό και την γενοκτονία των αυτοχθόνων πληθυσμών των απομακρυσμένων μέχρι τότε περιοχών του.

Από τις ρωμαϊκές λεγεώνες στις ορδές του Αλάριχου, οι πατρίκιοι και οι φεουδάρχες άρχοντες που τους υποκατέστησαν κράτησαν υποταγμένους τους αγροτικούς πληθυσμούς, με τη συνέχιση του φοροκρατικού συστήματος που κατακερματίστηκε στα φέουδα για να συντηρήσει τους ίδιους πλουσιοπάροχα, τις αυλές, τους πολέμαρχους ιππότες και τους πολεμιστές στρατιώτες που τα υπεράσπιζαν. Οι νέες πόλεις στα σπλάχνα του αγροτικού κόσμου, με την ανάδυση μιας σειράς δραστηριοτήτων παραγωγής και εμπορίου ενισχύθηκαν από τις ανάγκες της κοινωνικής αυτής ομάδας των πολεμιστών. Κι έτσι είδαμε την ανάδυση του τεχνίτη, του μάστορα, της μεταποιητικής δραστηριότητας και του εμπόρου, η δράση του οποίου έγινε σταδιακά κεντρική και με την αποικιοποίηση του κόσμου, όπου η μορφή του πρωτοστάτησε και το με υπερπόντιο μεγάλης κλίμακας εμπόριο συσσώρευσε μεγάλο χρηματικό πλούτο.

Η πρωταρχική συσσώρευση, που είχε τη μια διάστασή της στην αξιοποίηση του χρηματικού αυτού πλούτου, είχε την ανάγκη του ξεριζωμού των αγροτικών πληθυσμών, που θα αποτελούσαν την πρώτη ύλη για την ανάπτυξη μιας μεγάλης βιομηχανίας με τη συγκέντρωση των δραστηριοτήτων της μικρής βιοτεχνίας υπό την αιγίδα των κατόχων του χρήματος και την μίσθωση της εργασιακής ικανότητας των ξεριζωμένων, στερημένων μέσων επιβίωσης αγροτικών στρωμάτων.

Έτσι η μορφή του εμπόρου έδωσε την πρωτοκαθεδρία στη μορφή του βιομήχανου – του καπιταλιστή, του αστού – ενώ οι ενοποιητικές τάσεις που είχαν ανάγκη οι αγορές οδήγησε στο συγκεντρωτικό, απολυταρχικό κράτος και στη μορφή του βασιλιά ή του νέου αυτοκράτορα.

Το νέο διανοητικό τοπίο που άνοιξε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός προετοίμασε και εξέφρασε συνάμα τη νέα θέαση του κόσμου για την κυριάρχησή του από τον «παντοδύναμο άνθρωπο» με την εργαλειακή και ωφελιμιστική του ορθολογικότητα. Ο «παντοδύναμος άνθρωπος» μετά την ανακήρυξη «του θανάτου του θεού» και την αποϊεροποίηση της φύσης αποδόθηκε αδέσμευτος, ως homo sapiens με την επιστήμη, ως homo faber με την τεχνική και ως homo oeconomicus με το εμπόρευμα στην αέναη πρόοδο, διαχωρίζοντας ρόλους και επιβάλλοντας το νέο πνεύμα στα συγκεκριμένα ανθρώπινα σώματα, χωρίς μέτρο και χωρίς φραγμούς. Η αμετροέπεια και η αλαζονεία διαμόρφωσε την επίγεια εξουσία του, ενσαρκωμένη στο κράτος. Ο Descartes με τον λογοκεντρισμό, ο Hume και ο Locke με τον ατομοκεντρικό φιλελευθερισμό,  ο Kant της άψυχης ορθοπρακτικής κριτικής, ο Adam Smith με την ελευθερία της αγοράς και το αόρατο χέρι της κοινωνικής της αρμονίας, ο Bentham με τον ωφελιμιστικό ευδαιμονισμό του και ο Hegel που έγραψε το τέλος της ιστορίας με την επικράτηση της ιδεοκρατικής διαλεκτικής στο δεσποτικό κράτος, έβαλαν τη σφραγίδα του πνεύματος της νέας εποχής, συνθέτοντας τον καμβά του ορθολογικού εγωκεντρικού ατόμου και του κοινωνικού του συμβολαίου με το κράτος. Η αυτοπεποίθηση του λόγου με την εξορία του ουράνιου θεού ή των «θεϊκών» φυσικών δυνάμεων, αποτέλεσε το ενοποιητικό στοιχείο της ρήξης του αστερισμού των διανοητών του, με την παρελθούσα σκέψη και το προηγούμενο κοινωνικό φαντασιακό. Με την αυτοπεποίθηση του λόγου προσπάθησαν να εξορίσουν το τραγικό στοιχείο από την ανθρώπινη ύπαρξη, που επανέφερε στην επιφάνεια και πάλι ο Shakespeare, η νέα ενσάρκωση της αρχαίας τραγωδίας.

Από το χομπσιανό ισχυρό Λεβιάθαν που επιβάλλει την ειρήνευση, τιθασεύοντας την ανταγωνιστική ανθρώπινη ύπαρξη του πολέμου όλων εναντίον όλων μέχρι το ρουσσωϊκό της αντίποδα της γενικής βούλησης μέσα από μια αντιπροσώπευση αυστηρών περιοριστικών κανόνων, το κράτος και ο νόμος του αποτέλεσαν ως συνέχεια της ρωμαϊκής res publica, το «φιλελεύθερο» πλαίσιο της κυριαρχίας μιας ολιγαρχίας. Ουδεμία σχέση με την αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία – που σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή στα πλαίσια του αρχαίου κόσμου έγινε δυνατή η ανάδυση της, ως εξαιρετικό, διαφορετικό παράδειγμα σύμπραξης και συνύπαρξης μέσω του θεσμίζοντος σώματος των πολιτών – πέραν του ονόματος.

Μια ιδιαίτερη περίπτωση στο σύμπαν των διανοητών της μεταφυσικής του διαφωτισμού αποτελεί ο Spinoza με τη συνθετική οντολογία της Ηθικής του, που επιχειρεί την αποκατάσταση της πληρότητας της υλικής, ορατής ή αόρατης, πραγματικότητας, εγκαινιάζοντας μια πρωτότυπη εκκοσμικευμένη μεταφυσική, όπου το εκείθεν συγχωνεύεται πλήρως με το εντεύθεν, εξαλείφοντας τις παραδοσιακές ιεραρχίες (όπως την υπεροχική σχέση πνεύματος έναντι ύλης, νου έναντι σώματος), με μια παραδοσιακή γλώσσα που αντιστρέφει ωστόσο τις παραδεδεγμένες έννοιες των λέξεων, ασκώντας δριμύτατη κριτική στην καρτεσιανή αντίληψη περί σώματος – μηχανής. Το πρόβλημα της σκοπιμότητας, της προδιάθεσης, του προσανατολισμού που αποβλήθηκε από την σφαίρα της ανάλυσης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, επανέρχεται. Ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Σπινόζα, συνιστά αδιαίρετη ενότητα πνεύματος και σώματος. Η σπινοζική αντίληψη περί υπόστασης υπερβαίνει την μηχανιστική αντίληψη, που ταύτιζε τον υλικό κόσμο με την ανόργανη ύλη, δημιουργώντας έτσι  ανυπέρβλητο χάσμα μεταξύ του υλικού κόσμου, που λειτουργεί στη βάση των νόμων της Μηχανικής και της ψυχικής δραστηριότητας, η οποία ερμηνεύεται ως μια καθαρά πνευματική, άυλη δραστηριότητα. Η σύλληψη της ελευθερίας στη σπινοζική σκέψη εγκαινιάζει μια εντελώς διαφορετική θεώρηση από αυτές που κατεξοχήν πανηγυρίζει η νεωτερική σκέψη (Descartes, Kant), στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται η (έλλογη) βούληση σε αντίθεση με τη Φύση (εσωτερική ή εξωτερική του ανθρώπου). Επίσης, η ελευθερία δεν προϋποθέτει τη διάκριση ενός πράττοντα και της πράξης του, δεν υπάρχει δηλαδή η έννοια ενός υποκειμένου που αποφασίζει ή επιλέγει ανάμεσα σε διάφορες δυνατότητες. Η βασική πρωτοτυπία του Σπινόζα έγκειται στην ταύτιση ελευθερίας και αναγκαιότητας! Σύμφωνα με αυτόν, το ελεύθερο πράγμα υπάρχει και ενεργεί από μόνο του, χωρίς κανέναν εξωτερικό προσδιορισμό, εκδηλώνοντας απλώς την αναγκαιότητα της φύσης του.

Η άρνηση του ασφυκτικού διανοητικού κλίματος του διαφωτισμού αλλά και του αλληλοδιαπλεκόμενου μ’ αυτόν κόσμου οδήγησε στη ρομαντική εξέγερση που ξεπήδησε από διάφορες πηγές στις παρυφές του και τράβηξε ποικίλες κατευθύνσεις, σε μια παλινδρομική κίνηση μεταξύ νοσταλγίας του παρελθόντος και ενός ουτοπικού μέλλοντος, ως μια παρέκκλιση στους κόλπους του, αφήνοντας ένα διαφορετικό πνευματικό αποτύπωμα, επανερχόμενο διαρκώς στη συνέχεια εξαίρεση στο κυρίαρχο ρεύμα. Αντιδρώντας με μια διαυγή διαίσθηση στην απομάγευση του κόσμου, επανέφερε το εξορισμένο από τη λογική συναίσθημα, την ενόραση και τη φαντασία απέναντι στην αυστηρότητα ενός πειθαρχημένου και αποκομμένου νου, υπονομεύοντας με  μελαγχολία ή ενίοτε με ηρωϊκό πνεύμα τη σκυθρωπή αισιοδοξία μιας παντοδύναμης σκέψης που επιδιώκει απλά να απεικονίσει τον κόσμο, κομίζοντας μια άλλη αντίληψη του πνεύματος ως δημιουργική δραστηριότητα – «μια λάμπα που παράγει το δικό της φώς και όχι ένας καθρέπτης που αντικατοπτρίζει τον κόσμο» – για να συνδέσει τα κομμάτια της εικόνας του κερματισμένου ανθρώπου, του νου με την ψυχή και το σώμα και με τη μητέρα φύση. Δίνοντας πνοή με ποιητική γλώσσα που ανέδειξε όχι μόνο τη χαρά, την ελπίδα, την ελευθερία, τον έρωτα, αλλά και την οδύνη ως αναπόσπαστο μέρος της ψυχής. Ο αποκληρωμένος Percy Shelley οδήγησε το ρομαντισμό στα άκρα, στην αθεΐα και στο σοσιαλισμό, όπως ο William Morris[1]  ή ο Oscar Wilde, ενώ οι «καταραμένοι ποιητές» Baidelaire, Verlaine, Rimbaud, κληρονόμοι του πλάνητα, διασαλευτή François Villon στην ατομική εξέγερση.

Ο νεωτερικός κόσμος των ιδεών του διαφωτισμού και της γενίκευσης του εμπορίου, του χρήματος και της βιομηχανίας αναδύθηκε μέσα στους κόλπους της μεσαιωνικής κοινωνίας όχι ως αποτέλεσμα των οικονομικής υφής αντιφάσεων, «λόγω της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που ασφυκτιούσαν εντός των παραγωγικών σχέσεων», αλλά θέτοντας την αγορά στο κέντρο της κοινωνίας, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στον ανταγωνισμό έναντι της συμβιωτικότητας,. Γενικευμένο ανταγωνισμό μεταξύ των ανθρώπων για την υπεροχή των αναδυθεισών φυσιογνωμιών και την καθυπόταξη των πολλών και της φύσης.

Η γενίκευση του εμπορεύματος κατέστρεψε τις προηγούμενες κοινότητες, πολιτισμούς ανθρώπινους δεσμούς, χωρίζοντας και διαχωρίζοντας ανθρώπους και φύση, σε μια αέναη συσσώρευση αποξενωμένων πραγμάτων, ποσοτήτων παραγομένων για ανταλλαγή με τη μορφή της αξίας και της μεσολάβησης του κεντρικού της συμβόλου, του χρήματος, εξορίζοντας από τον κύκλο της κοινωνικής αναπαραγωγής και της ζωής, όσα τους έδιναν πνοή και χαρά, για να φθάσουμε στην πορεία να διακυβεύεται η ανθρώπινη ύπαρξη στην ολότητά της και αυτή ακόμη η επιβίωση.

Η έννοια του φετιχισμού του εμπορεύματος, που αποτελεί το θεμέλιο της κυριαρχίας της αξίας και του γενικού της ισοδύναμου, του χρήματος και των νομισματικών συστημάτων που γέννησε, ως ταυτόχρονα φαντασιακή και υλική πραγματικότητα είναι μια έννοια που μπορεί να βοηθήσει στην αναίρεση των θανατηφόρων μεταφορών (π.χ. ο αναγωγισμός της οικονομικής βάσης που καθορίζει το εποικοδόμημα) και να εικονίσει τις πολυπλοκότερες σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών πτυχώσεων, του φαντασιακού και των ιδεολογικών συστημάτων, του πολιτικού και της κρατικής μορφής και της παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας που αλληλοδιαπλέκονται άρρηκτα με συγκεκριμένους κάθε φορά τρόπους.

Οι κοινωνικοί αναβρασμοί και οι επαναστάσεις (όσες δεν καταπνίγηκαν) με τις εξεγερμένες μάζες – από τους αβράκωτους στους προλετάριους – ως πρώτη ύλη κατέληξαν στην κυριαρχία μιας νέας ελίτ, όπου δεσπόζουν η φιγούρα του αριστοκράτη αστού ή η μορφή του κομματικού κομισάριου, εγκλωβισμένες στον ορίζοντα του δυτικού διαφωτισμού.

Πίσω από τις εγκόσμιες φιλοσοφικές του αλήθειες, κρύφτηκε η θέληση για εξουσία και οι αξιώσεις ισχύος ατόμων και ολιγάριθμων κοινωνικών ομάδων. Η αποσπασματική, ελλειπτική αλλά, ίσως και γι’ αυτό, τόσο ρηξικέλευθη, ανελέητη νιτσεϊκή κριτική στην παραδεδεγμένη φιλοσοφία, που τόσο διαστρεβλώθηκε, πολύ περισσότερο από το συστηματοποιημένο διανοητικό εγχείρημα του Μαρξ που έφερε έντονα τα σπέρματα του εγκλωβισμού του στον αστικό ορίζοντα κυριαρχίας, είναι σπουδαία. Γι αυτό δεν έγινε ποτέ σύστημα, ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία, θρησκεία, ούτε δημιούργησε επιγόνους, πιστούς ή σχολές, σε αντίθεση με το Μαρξ που αναζήτησε την επιστημονική μοναδική αλήθεια σε αντιπαράθεση με τους φενακισμούς της ιδεολογίας, όπως νόμιζε, χαράζοντας σαφή κατά την άποψή του – αλλά ποτέ αποσαφηνισμένα  σύνορα μεταξύ τους.


Το αναποδογύρισμα της «χεγκελιανής διαλεκτικής» του Μαρξ που επικαλέστηκαν οι επίγονοί του, βασιζόμενοι στα δικά του λόγια, ως κοσμοθεωρία του διαλεκτικού υλισμού, ήταν η εφαρμογή της σε μια αντίληψη κεντρικότητας της (βιομηχανικής) παραγωγής και της εργασίας. Σε συνδυασμό με μια εξελικτική φιλοσοφία της ιστορίας, το τελευταίο στάδιο της οποίας ήταν η αναμέτρηση του κεφαλαιοκράτη Γολιάθ με τον προλετάριο Δαυίδ, που ο ίδιος ο Μαρξ φιλοδόξησε να εκφράσει, ώστε ο δεύτερος να υψωθεί σε μια ισχυρή χειραφετητική δύναμη απελευθέρωσης όλης της κοινωνίας, αποδείχθηκε μια πνευματικά και υλικά νέα δυναστική πραγματικότητα, σε αντίθεση με τις προθέσεις του εμπνευστή της.

Η καίρια και έγκαιρη κριτική του Μπακούνιν στο μαρξικό διανοητικό και πολιτικό εγχείρημα αποδείχθηκε «προφητική». Και δεν δημιούργησε μια κοσμοθεωρία ή μια «σχολή σκέψης» για την καθοδήγηση των κοινωνικών αγώνων χειραφέτησης. Δεν υπήρξε μπακουνινισμός, όπως υπήρξε μαρξισμός. Αντίθετα το ελευθεριακό πρόταγμα συγκροτήθηκε από ένα πανόραμα αναστοχαστικής δράσης από το πάνθεον των αγωνιστών – στοχαστών του. Ακόμη διαυγέστερος είναι ο μεταγενέστερος, αλλά παραγνωρισμένος, γόνιμος στοχαστής και επαναστάτης, θιασώτης του ρομαντικού κοινοτισμού με νιτσεϊκές επιρροές, Gustav Landauer όταν πικρίνοντας τον νομοτελειακό εξελικτικισμό και την εσχατολογία του μαρξισμού, γράφει:

«Σε μας για την ακρίβεια δεν περνάει καθόλου από το μυαλό η ιδέα να σχεδιάσουμε με τεχνητό τρόπο μια ιστορική εξέλιξη σύμφωνα με την οποία – και εννοείται με μια φυσική αναγκαιότητα – η προλεταριακή τάξη είναι κατά κάποιον τρόπο εξουσιοδοτημένη από την πρόνοια να καταλάβει τη θέση της σημερινής κυρίαρχης τάξης ή να εγκαθιδρύσει με απόλυτο τρόπο μια δικτατορία του προλεταριάτου. Δε διστάζω καθόλου να δηλώσω ότι ο ταξικός αγώνας δεν έχει για ’μενα αυτή τη σημασία» (Το μήνυμα του Τιτανικού, εκδόσεις Τροπή, 2000).

Στοιχεία βέβαια του ρομαντικού κοινοτισμού μπορούν να ανιχνευθούν σε διάφορα διάσπαρτα γραπτά του Μαρξ, και ακόμη και του Ένγκελς, ωστόσο αυτά παρέμειναν υποταγμένα στο αναπόφευκτο της προόδου, που επικράτησε στα κύρια ρεύματα του Μαρξισμού. (Michael Lowy – Robert Sayre: Εξέγερση και Μελαγχολία, Εναλλακτικές Εκδόσεις 1999)

Ο νεωτερικός κόσμος, ως κατάληξη μιας μακράς ιστορικής πορείας που ανάγεται στη σταδιακή κατάληψη του εδάφους της παγκόσμιας σφαίρας από τα κατακτητικά βάρβαρα φύλα και της κατάλυσης των συμβιωτικών τρόπων ζωής, ομογενοποιεί και ταυτόχρονα διαφοροποιεί, οικειοποιείται, ενσωματώνει και αποκλείει, απορροφά και ξεριζώνει, αναπτύσσεται, επεκτείνεται, κυριεύει και καταστρέφει, μέσα στο χρόνο, το χώρο και τις σχέσεις, με το κράτος να αποτελεί ενεργητικό, διαμορφωτικό παράγοντα, γκρεμίζοντας παλιά σύνορα αλλά και υψώνοντας νέους φραγμούς. Μέσα από μια διαρκή επινοητικότητα και εύπλαστες μεταμορφώσεις το νεωτερικό σύστημα του καπιταλισμού διαφεύγει διαρκώς από τις αντιφάσεις που υπονομεύουν τη συντήρησή του, διατηρώντας άκαμπτο τον πυρήνα του, είτε αφομοιώνοντας είτε περιθωριοποιώντας και απορρίπτοντας. Η δουλεία, η αποικιοκρατία, οι γενοκτονίες πληθυσμών, οι αναδιατάξεις μέσα από τα αλλεπάλληλα κύματα πρωταρχικής συσσώρευσης, που αποτελούν θεμελιακά συστατικά στοιχεία της προηγηθείσας καταγωγής του, παίρνουν νέες μορφές στην καταστροφική του μακροημέρευση. Οι λογοτεχνικές δυστοπίες, φουτουριστικές ή μη, έχοντας ως αφετηρία τις σκοτεινότερες όψεις της πραγματικότητας, συνέλαβαν σε μεγαλύτερο βάθος από τις επιστημονικές ερμηνείες της κοινωνίας το βάραθρο που χάσκει κάτω από τα πόδια μας και αποδείχθηκαν ενίοτε ακόμη και λιγότερο εφιαλτικές από τον πραγματικό ζόφο που ακολούθησε η ιστορική εξέλιξη, που τις υπερέβη. Τον παραλογισμό ενός κόσμου, κοσμοειδώλου του ρασιοναλισμού κατήγγειλε η κραυγή του θεάτρου του παραλόγου, που ο Albert Camus εισάγει με τη φιλοσοφία του για το παράλογο στο δοκίμιο Ο Μύθος του Σίσυφου, τη μάταια αναζήτηση των ανθρώπων για νόημα, ενότητα και σαφήνεια μπροστά σε έναν ακατανόητο κόσμο που στερείται του Θεού και των αιώνων αληθειών ή αξιών. Μήπως η πραγματοποίηση του παράλογου απαιτεί αυτοκτονία; Ο μοναχικός, ελεύθερος σκοπευτής, που αρνήθηκε τη στράτευση σε δόγματα, ιδεολογίες και πολιτικές δοξασίες, Camus απαντά, «Όχι. Απαιτεί εξέγερση».

Η εποχή των Φώτων, του ατομικισμού και του εγωτισμού, κατασκεύασε την αντίληψη του «σκοτεινού μεσαίωνα», για να επιβάλει στους ανθρώπους μαζί με την απελευθέρωση των ιδεών από προκαταλήψεις και την εικόνα του ατόμου που απελευθερώνεται από τις δεσμεύσεις του γύρω κόσμου, αυτού των άλλων ανθρώπων, την αίσθηση των περίκλειστων σωμάτων και των απομονωμένων ψυχών, του σώματος που αποκόπτεται από τα άλλα σώματα και το περιβάλλον και κλείνεται στον εαυτό του, υποσκάπτοντας τον τρόπο του λαϊκού βίου που επικρατούσε στον αγροτικό, πρωτίστως, μεσαιωνικό κόσμο.

«…το άτομο αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, ως Εγώ – κλειστό άνθρωπο – ένα ξεχωριστό μικρόκοσμο με υπόσταση εντελώς ανεξάρτητη από τον μεγάλο κόσμο έξω από αυτόν […]», σε αντίθεση με ό, τι συνέβαινε παλιότερα, όπως και από κάθε άλλον άνθρωπο, «…ο πυρήνας του, η ενότητά του, ο πραγματικός του εαυτός μοιάζουν επίσης σαν κάτι αποκλεισμένο στο εσωτερικό του με κάποιο αόρατο τείχος από όλα όσα είναι έξω και από όλους τους άλλους ανθρώπους» (Norbert Elias[2]).

Πάνω στην αντίληψη αυτή θα θεμελιωθούν τα «δικαιώματά» του, η συνύφανσή του με την κοινωνία ως κάτι εξωτερικό προς αυτόν. Η ψευδαίσθηση αυτή του νεωτερικού πνεύματος ενσαρκώθηκε συν τω χρόνω μέσα από τις κοινωνικές διεργασίες στη νέα πραγματικότητα. Σε πείσμα της – ενίοτε ψευδούς – αντιπαράθεσης ιδεαλισμού – υλισμού, τουλάχιστον με την απλουστευτική της, οι ιδέες και οι ιδεολογίες, κανονιστικού τύπου, ρητά ή άρρητα, κατασκεύασαν με την κοινωνική τους ύπαρξη και τη δράση των ανθρώπων που διακατέχονται απ’ αυτές, το νέο κόσμο, όχι απαραίτητα όπως τον φαντάστηκαν οι στοχαστές τους και ανεξάρτητα από τις ενσυνείδητες προθέσεις τους, αλλά μάλλον ως δυναστικό τέρας.

Η αφαίρεση, ως αφηρημένος εμπειρισμός ή ως υψηλή θεωρία πλανήθηκε και πλάνησε ιστάμενη υπεράνω της θέασης του συγκεκριμένου, εκτός και εντός, κόσμου των υποκειμένων της. Αποτέλεσμα του αφηρημένου εμπειρισμού είναι οι φιλοσοφικές ανθρωπολογίες που ανάγουν τον ανταγωνισμό, τον πόλεμο και τις αξιώσεις ισχύος ως οντολογικό ανθρωπολογικό θεμέλιο που απορρέει από την πρωταρχική ανάγκη επιβίωσης και συντήρησης. Αντίθετα προέκυψαν από την εγκαθιδρυμένη κοινωνικά ανταγωνιστική συνθήκη και εξέφρασαν τις ατομικές ή ομαδικές αξιώσεις ισχύος όσων τις διατύπωσαν. Σκέψη χωρίς φαντασία δεν μπορεί να υπάρξει, ούτε βέβαια ανεξάρτητη από τη γλώσσα, και δεν μπορούν να χαραχθούν σύνορα μεταξύ μιας ουδέτερης αξιολογικά ενατένισης του πραγματικού από ένα αρχιμήδειο σημείο θέασης του κόσμου. Η ουσιοκρατική αντίληψη του ανθρώπινου όντος, απορρέει ευθέως από το διαφωτιστικό υπόδειγμα. Και καμία επιστημονική γνώση δεν είναι ποτέ απαλλαγμένη από δοξασίες, πεποιθήσεις και προκαταλήψεις κάθε εποχής και κάθε επιστήμονα, πόσο μάλλον όταν επικεντρώνεται στα ζητήματα που απασχολούν τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες και εγκλωβίζεται πλέον σε χωρισμένους από την κοινωνία θεσμούς, για να την οδηγεί ως ενεργούμενο. Η αξίωση αυτή της «αξιολογικής ουδετερότητας» αποτελεί ίσως την πιο αλαζονική αξίωση κυριαρχίας αφού θέτει το «άτομο – παρατηρητή» – ή μήπως απλά τον «άνθρωπο»; – στη θέση του Θεού. Ούτε η μοναδική επιστημονική αλήθεια υπό ένα «ταξικό πρίσμα» αποτελεί εγγύηση αντικειμενικής εγκυρότητας.

Οι νέες φιλοσοφικές και κοινωνι0λογικές θεωρήσεις για το ρόλο της γλώσσας, του συμβολικού, του ασυνείδητου, του φαντασιακού και του πολιτισμού, που κλόνισαν τις βεβαιότητες, τη μοναδική αντικειμενική αλήθεια, την αναγκαιότητα και τους μονοσήμαντους αναγωγισμούς στην ιστορία και την κοινωνία, δεν κατόρθωσαν να εξοβελίσουν, ούτε να αναχαιτίσουν την υπολογιστική σκέψη και τον εργαλειακό λόγο, απότοκα του μηχανιστικού προτύπου των φυσικών επιστημών παρά τις πιο πρόσφατες εξελίξεις της θερμοδυναμικής, της ειδικής και γενικής σχετικότητας ή της κβαντικής θεωρίας που εισήγαγαν τις έννοιες της εντροπίας και της απροσδιοριστίας, μεταβάλλοντας και τη θέαση της κοινωνικής εξέλιξης στην κατεύθυνση της αβεβαιότητας και της ενδεχομενικότητας και της πολυπλοκότητας.

Είναι «ιδεαλιστική» ουτοπία, άραγε, η εκ νέου αναζήτηση της συμβιωτικότητας, της αλληλεγγύης, της αλληλοβοήθειας, του αντι-ωφελιμισμού και της ανιδιοτέλειας – όχι ως εννοιολογική διαστροφή («αλληλεγγύη των κρατών», «παγκόσμια κοινότητα» φιλανθρωπία προς τους φτωχούς), διαφημιστικό εμπόρευμα – ως αντίβαρο στην βαρβαρότητα του γενικευμένου άκρατου ανταγωνισμού και ατομικισμού που παρόξυνε εσχάτως ο νεοφιλελευθερισμός ή το άνοιγμα ενός άλλου ορίζοντα ζωής για την πλειονότητα των ανθρώπων, όχι ως μελλοντική υπόσχεση ή διεκδίκηση από το κράτος, αλλά μέσα στην καθημερινότητα των σχέσεων τους; Η αλληλεγγύη είναι η κοινή ρίζα της ελευθερίας και της ισότητας όπως έλεγε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Εξ άλλου ήταν υπαρκτές καταστάσεις στη διαδρομή των ανθρώπινων κοινωνιών, στις πρωτοχριστιανικές κοινότητες, διατρέχοντας όλη την κοινοτιστική παράδοση και μπορούν να ανιχνευθούν ακόμη και μέχρι πρότινος σε μικρά πράγματα… όπως το φαγοπότι και οι ατέλειωτες συζητήσεις γύρω από ένα τραπέζι με φίλους.

Οι διεκδικήσεις των εργατικών τάξεων και γενικότερα του πλήθους των κυριαρχούμενων, ακόμη και με την όποια ικανοποίησή τους, δεν κατόρθωσαν να υπερβούν τον ορίζοντα του νεωτερικού κόσμου που χάραξε ο δυτικός διαφωτισμός. Ο προλετάριος, η νέα αυτή μορφή παρία του νεωτερικού κόσμου, που ξεπήδησε από τις κυρίαρχες πρακτικές του, ξεριζωμένος και αποστερημένος από τα μέσα ύπαρξης, δεν κατόρθωσε να υπερβεί την ετερογένεια των συγκεκριμένων συνθηκών της πραγματικής του υπόστασης και να υψωθεί με την κεντρική μορφή του πρωταγωνιστή της ιστορίας, – οδηγούμενη με μια, από το «αντικειμενικό συμφέρον», συνείδηση – σε απελευθερωτική δύναμη όλης της κοινωνίας, παρά τις ηρωϊκές επαναστατικές απόπειρες, που είτε καταπνίγηκαν, είτε οδήγησαν σε νέες μορφές κυριαρχίας, μακριά από το όνειρο μιας γενικής κοινωνικής ευδαιμονίας.

Άλλωστε το (εικονοκλαστικό) ουτοπικό πνεύμα αποτέλεσε κινητήρια δύναμη για τους αγώνες κοινωνικής χειραφέτησης, ως απόπειρα προσπέλασης του εκάστοτε αδιανόητου, που υπερβαίνει ως μη εισέτι υπάρχον το «πραγματικό που είναι λογικό», γονιμοποιώντας το ήδη πραγματικό.

«…Η ουτοπία και το πνεύμα της είναι οι ζωτικοί φραγμοί ενάντια στην καταστροφική ψευδαίσθηση του προοδευτικού συνεχούς που αλλοτριώνει την ανθρώπινη και φυσική σφαίρα και την απειλεί με άμεσο αφανισμό, παραμένοντας σταθερά οι ιδρυτικοί, συστατικοί όροι των πιο κρίσιμων τομέων της ανθρώπινης ενόρασης, της ελπίδας και των αξιώσεων που διατηρούν ζωντανή την εγρήγορση μέσα σε έναν κόσμο ο οποίος καταδυναστεύεται… Χωρίς τις προϋποθέσεις και τους όρους της ουτοπικής σύστασης του ανθρώπου και του κόσμου του, η ανθρώπινη κατάσταση είναι αδιανόητη, ή ένα κενό σημαίνον χωρίς ψυχικό, συναισθηματικό και διανοητικό σημαινόμενο» (Στέφανος Ροζάνης).

Η επαγγελία της ουτοπίας γίνεται πολιορκητικός κριός, όπλο των μαζών που διακατέχονται πια από την τάση να εξεγείρονται. Αρκεί να μην μεταβάλλεται ως άλλη αξίωση ισχύος στην εκπλήρωση της υπόσχεσης μιας «αναγκαστικής ευτυχίας» χαρτογραφώντας, φέρνοντας τον παράδεισο στη γη με τεχνο-ουτοπιστική ή άλλη κανονιστική μορφή κοσμοδιόρθωσης, αλλά ως διασάλευση της τάξης του υπαρκτού κόσμου και του λόγου, υπέρβασης των ορίων όχι με συγκεκριμένα αφηγήματα πλατωνικού ή άλλου δυναστικού ή κοσμοθεωρητικού τύπου. Η Ουτοπία έχει τόσο πολλούς κύκλους, όσους η Κόλαση του Δάντη (Lewis Mumford) και θα πρέπει να τις διακρίνουμε μεταξύ εξουσιαστικών και αντιεξουσιαστικών.


Η εξεγερμένη συνείδηση των ανήσυχων ανθρώπων – των ελεύθερων σκοπευτών, μοναχικών και αλληλέγγυων – είναι ο λύχνος για τη διατήρηση ζωντανού του κριτικού πνεύματος κατά του εφησυχασμού, των καθιερωμένων αντιλήψεων και της υποταγής στο ήδη υπάρχον, ως μόνη δυνατότητα κοινωνικής ύπαρξης, εκφράζοντας τις αγωνίες όλων αυτών που υποφέρουν. Ενός κριτικού πνεύματος, που εισάγει στο λογισμό το όνειρο, με συναίσθημα, φαντασία και ψυχή. Όπως του Landauer που εναρμόνισε τη μοναχική ύπαρξη με την κοινωνικότητα, διότι οι μοναχικοί, «βυθισμένοι και συγκεντρωμένοι στον εαυτό τους, ναι μεν αποφεύγουν την κοινωνία των συγχρόνων, αλλά όσο περισσότερο εξετάζουν τον εαυτό τους τόσο περισσότερο ανακαλύπτουν μέσα τους, στον πιο βαθύ πυρήνα του ατόμου, αυτό που είναι η ουσία, δηλ. η συγκέντρωση όλων των εποχών, τον λαό, την ανθρωπότητα».

Ας αναλογισθούμε πώς έγινε δυνατή η ανάδυση της αθηναϊκής δημοκρατίας, ως εξαιρετικό, διαφορετικό παράδειγμα σύμπραξης και συνύπαρξης μέσω του θεσμίζοντος σώματος των πολιτών. Δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα αντικειμενικών αντιφάσεων, αλλά ως σύνθετη διαδικασία νέων θεσμίσεων των κοινωνικών, στις συγκεκριμένες συνθήκες, υποκειμένων και της απόληξης των αντιπαραθέσεων μεταξύ τους. Η πράξις ως σύνολη ανθρώπινη δραστηριότητα υπήρξε καθοριστική γι’ αυτή την ανάδυση. Η πράξις ως αναστοχαστική ανθρώπινη δραστηριότητα αναδεικνύει την πρωτοκαθεδρία της προθεσιακότητας έναντι των ιδεών, των συστημάτων τους, της θεωρίας και της κοσμοθεωρίας, του ορθού λόγου και όλων των διχασμών που συσκοτίζουν τη σκέψη.

Δεν είναι ασφαλώς δυνατόν να απαλλαγούμε από την κληρονομημένη σκέψη και τις κεντρικές φαντασιακές σημασιοδοτήσεις και θεσμίσεις της με μια χειρονομία μηδενισμού, αλλά με τη συνεχή αναμέτρηση μ’ αυτή, με μια σύζευξη του κριτικού και ουτοπικού πνεύματος, που θα ριζώνει σε νέες πρακτικές, ενός βίου συμβιωτικού και όχι ανταγωνιστικού. Την ανάγκη των ανθρώπων για ρίζες επισήμανε η Simone Weil που εξέφρασε με απόλυτη πληρότητα εμπράκτως το πνεύμα της αλληλεγγύης και της κοινότητας. Η κοινότητα ως τρόπος ζωής, κοινωνικής οργάνωσης και παραγωγικής σχέσης ενέπνευσε πολλά ρεύματα σκέψης, από το ρομαντικό αντικαπιταλισμό, μέχρι τους ρώσους λαϊκιστές.

Είναι εφικτότερη η επιβίωση ως πρωταρχικό στοιχείο της ύπαρξης μέσω του άκρατου ανταγωνισμού ή μήπως εν τέλει αυτός την υπονομεύει περισσότερο από όσο θεωρείται, έναντι της αλληλεγγύης και της συμβιωτικότητας, τουλάχιστον για τους περισσότερους και κυρίως για τους πιο αδύναμους; Ο ανταγωνισμός και η παρόξυνσή του που επέβαλε με τον «πόλεμο όλων έναντι όλων» ο Λεβιάθαν του νέου οικονομικού φιλελευθερισμού, σε αντίθεση με τη χομπσιανή του έμπνευση, ευνοεί τους ισχυρότερους και ο αποδεκατισμός που προκαλεί πλήττει πριν απ’ όλους τους πλέον αδύναμους, έτσι ώστε οδηγούμαστε στ0 αντίθετο της καντιανής αιώνιας ειρήνης. Η γενικευμένη βαρβαρότητα  που εισήγαγε η παρατεταμένη παρακμή του νεωτερικού κόσμου επιβάλει στις ανήσυχες συνειδήσεις να αναζητήσουν νέους δρόμους και τρόπους υπέρβασής του, χωρίς αξιώσεις κηδεμονίας ή ποδηγέτησης στην ανίχνευση των οποίων  βασιλική οδός δεν υπάρχει και να συναντήσουν τις αιρετικές, μοναχικές φωνές αμφισβήτησης μέσα από τα ίχνη που άφησαν.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν είναι αρκετά για την αναίρεση της κυριαρχίας των ιεραρχημένων εξουσιών, αλλά και τίποτε δεν είναι δυνατόν να την επιχειρήσει χωρίς ένα τέτοιο προσανατολισμό στην άμεση καθημερινότητα ως προϋπόθεσή της.


Πηγή: respublica

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] «Στη μακρά ιστορία των αγώνων για σοσιαλισμό στην Ευρώπη, υπήρξαν, αδρομερώς, δύο τύπου επιχειρηματολογίας για τη θεμελίωση της αναγκαιότητάς του: μία γνωσιολογικού τύπου, που ανήγγελλε τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας ως συνέπεια ενός αντικειμενικού νόμου κίνησης της ιστορίας, του οποίου τη γνώση αξίωνε ο θεωρητικός· και μία ηθικοπρακτικού τύπου, που έβλεπε τον σοσιαλισμό ως απαίτηση ή πρόταγμα των ίδιων των δρώντων υποκειμένων, τη μόνη η οποία εκπλήρωνε το κριτήριο της ισότητας/αμοιβαιότητας ως ανυποχώρητο ηθικό αίτημα. Και οι δύο τύποι επιχειρηματολογίας ανιχνεύονται στη σκέψη του Μαρξ, κάποτε σε αντιφατική σχέση μεταξύ τους – και είναι αυτοί από τους οποίους πήγασαν, άλλωστε, δύο αναγνωρίσιμες γραμμές ερμηνείας: εκείνες που λέμε, αδρομερώς και πάλι, ντετερμινιστική και/ή βολονταριστική». Φώτης Τερζάκης.

[2] Για τον Elias, τα άτομα συνδέονται μεταξύ τους με αμοιβαίες εξαρτήσεις που αποτελούν την ίδια την κοινωνία. Η σύγχρονη ιδέα του ατόμου – αυτό το ιδανικό του εαυτού που θέλει να υπάρχει από μόνο του – εμφανίστηκε μόνο στη Δύση στο τέλος μιας μακράς διαδικασίας, η οποία είναι αδιαχώριστη από την κυριαρχία των ανθρώπων πάνω στις δυνάμεις της φύσης και προοδευτική διαφοροποίηση των κοινωνικών λειτουργιών. Στα συμφραζόμενα του δυτικού ατομικισμού το άτομο και η κοινωνία είναι δύο ξεχωριστές οντότητες, οι οποίες μόνον εκ των υστέρων έρχονται σε επαφή μέσω μιας αμοιβαίας διείσδυσης. Το άτομο αποκτά τις γνώσεις του για τον εξωτερικό κόσμο με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις, δηλαδή με βάση τις απριόρι ικανότητές του (η αιτιώδης σχέση). Το μόνο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον αυτές οι αιτιακές συνάφειες είναι μια ιδιότητα των πραγμάτων ή εάν προκύπτει από το εσωτερικό του ανθρώπου, και άρα εάν μπορούμε να γνωρίσουμε τα πράγματα καθ’ εαυτά.

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.