Ο Χάιντεγκερ για την αιώνια επιστροφή και τις αξίες

(Η ΣΤΙΓΜΗ ΚΑΙ Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ)

Ο Χάιντεγκερ ισχυρίζεται πως στην ενότητα «Για τη θέα και το αίνιγμα», του Ζαρατούστρα, όταν ο νάνος, ενώπιον της πύλης του «Augenblick», από την οποία ξεκινούν οι δύο κατοπτρικές λεωφόροι, απαντά ότι η αλήθεια καμπυλώνεται και ότι ο χρόνος είναι ένας κύκλος (απάντηση, βέβαια, η οποία, όπως εννοείται και στον Ζαρατούστρα και όπως παρατηρεί και ο Χάιντεγκερ εκεί, είναι απλώς η εύκολη λύση στο πρόβλημα της αιώνιας επιστροφής του ιδίου), εννοεί πως «το αιώνια επιστρέφον ίδιο για όλα τα εν χρόνω όντα [ή για τα έγχρονα όντα εν όλω (das Seiende im Ganzen)] είναι ο τρόπος με τον οποίο τα όντα εν όλω είναι» (Heidegger 1961, 289κ.εε) κατά την ουσία τους, δηλαδή ως διεπόμενα από θέληση για δύναμη. Για τον Χάιντεγκερ, δηλαδή, αιώνια είναι η επιστροφή της αυτο-εκπτυσσόμενης θέλησης για δύναμη, αφού αυτή είναι το είναι/ουσία των όντων στον Νίτσε.471 Αυτό, ωστόσο, μπορεί να έχει νόημα μόνο αν δούμε τη θέληση για δύναμη ως προβάλλουσα και τις εκάστοτε αξίες. Με την αιώνια επιστροφή του ιδίου ο Νίτσε εννοεί ένα συμβάν στη σφαίρα των αξιών (στις μορφές που προβάλλει ιστορικά η θέληση για δύναμη), στα ιστορικά νοήματα πρακτικής πραγματικότητας που αυτή διαμορφώνει. Συγκεκριμένα, υποθέσαμε ότι η ριζοσπαστικότητα των ιστορικά εκτυλισσόμενων ανθρώπινων αξιολογήσεων είναι μόνο φαινομενική και ότι, άρα, μέσα στην ανθρώπινη ιστορία και τις δήθεν ριζοσπαστικές αξιολογήσεις και επαναξιολογήσεις της, αυτό που συμβαίνει είναι ουσιαστικά η αιώνια επιστροφή του ιδίου. Αν αυτό αληθεύει,472 τότε μέσα στην ιστορία δεν εκτυλίσσεται πάντα ο ίδιος αξιολογικός τρόπος, αλλά μόνο ο (μορφικά) ίδιος τρόπος του αξιολογείν! Εφαρμοσμένη, λοιπόν, στην οντολογική σκέψη του Χάιντεγκερ, η ιδέα της αξιολογικής σκέψης του Νίτσε πρέπει να σημαίνει πως μέσα στην ιστορία δεν επανέρχεται ο ίδιος (περιεχομενικά) τρόπος του Είναι των όντων, δηλαδή, για τον Χάιντεγκερ, το Είναι ως παρεύρεση, αλλά το ότι αυτό που επανέρχεται δεν είναι παρά τρόποι του Είναι (γενικά ή ως τέτοιου).473

Ο νάνος εξαφανίστηκε μόλις ο Ζαρατούστρα ρώτησε βαθύτερα για το νόημα της κυκλικότητας, για την οποία τόσο εύκολα μίλησε στην αρχή ο νάνος. Μετά τον επταήμερο ύπνο ανάκτησης των δυνάμεων και αφομοίωσης της αλήθειας την οποία συνέλαβε, ο Ζαρατούστρα ακούει τα ζώα του (τον αετό και το φίδι) να του λένε αυτό που εκείνα γνωρίζουν ως “κυκλικότητα” («όλα τα όντα χορεύουν από μόνα τους», «αιώνια κυλά ο τροχός του Είναι», «σε κάθε στιγμή το Είναι ξεκινά», «το κέντρο είναι παντού», «καμπυλωμένο είναι το μονοπάτι της αιωνιότητας»). Μετά από αυτό ο ίδιος ο Ζαρατούστρα θαυμάζει αμφίσημα τη “γνώση” των ζώων του. Δεν αντιγυρίζει κανένα ερώτημα, ούτε αντιτείνει κάποια άλλη άποψη ή κάποια άλλη μεταφορά για το νόημα της αιώνιας επιστροφής του ιδίου. Πουθενά δεν αναπτύσσει μια συστηματική ανάλυση της ιδέας. Είναι ένα ζήτημα, έτσι, αν ικανοποιήθηκε με την απάντηση των ζώων (που και αυτά εξαφανίζονται μετά την απάντησή τους) ή αν δεν ικανοποιήθηκε, αλλά ο ίδιος αποφεύγει να προβεί σε αντίστοιχες ατυχείς διατυπώσεις (λεκτικές παγιώσεις) της φοβερής αλήθειας της αιώνιας επιστροφής και επιτρέπει στον εαυτό του πλέον μόνο υπαινιγμούς και ελλειπτικές οδηγίες για το τι να κατανοήσουμε σχετικά με αυτή την ιδέα.

Ο Χάιντεγκερ προτείνει να κατανοήσουμε τη σκέψη του Ζαρατούστρα παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο αυτός μας καθοδηγεί. Πιο συγκεκριμένα, μας λέει να σταθούμε στην προτροπή του Ζαρατούστρα προς το νάνο να δει την ίδια την πύλη που λέγεται «Στιγμή» (Augenblick), όπου συναντώνται η οδός που έρχεται από το άπειρο παρελθόν και η οδός που φεύγει προς το άπειρο μέλλον. Ο νάνος βλέπει απλώς απ’ έξω έναν κύκλο: οι δυο φαινομενικά απομακρυνόμενοι δρόμοι συναντώνται, τελικά, στο άπειρο. Κατά τον Χάιντεγκερ, όμως, ο Ζαρατούστρα θέλει να σταθούμε μέσα στη στιγμή και να προσέξουμε ότι σε αυτήν έρχεται το όχι-ακόμα-τώρα για να γίνει ένα όχι-πλέον-τώρα και τούτο «ως ένα αιώνιο “και ούτω καθεξής”» (Heidegger 1961, 310). Το παρελθόν και το μέλλον δεν συναντώνται στο άπειρο, αλλά αλληλοδιευθετούνται στη στιγμή. Από αυτή τη θέση, συνεχίζει, θα δούμε πως «αυτό που είναι να έρθει είναι ακριβώς ένα ζήτημα για απόφαση, αφού ο δακτύλιος [των δρόμων] δεν κλείνει σε κάποιο απομεμακρυσμένο άπειρο, αλλά διαθέτει την άρρηκτη κλειστότητά του στη Στιγμή ως μέσον της σύγκρουσης [Widerstreits] [των κατευθύνσεων/προοπτικών]» (Heidegger 1961, 312). Απόφασης, όμως, με ποια έννοια; «Ό,τι επανέρχεται, αν είναι να επανέλθει, αποφασίζεται από τη Στιγμή και από τη δύναμη με την οποία η Στιγμή μπορεί να αντεπεξέλθει σε οτιδήποτε μέσα σε αυτήν [μπορεί ακόμα και να] απωθείται από μια τέτοια σύγκρουση» (Heidegger 1961, 312). Κατά τον Χάιντεγκερ αυτό είναι που συνιστά τη δυσκολία γύρω από τη διδασκαλία της αιώνιας επιστροφής, το ότι η Στιγμή δεν είναι ένα σκέτο «τώρα» που φεύγει, αλλά κάτι που αδιάκοπα καθορίζει κάθε τι που επανέρχεται, το οποίο και πρέπει να αναληφθεί με απόφαση ιστορικά κρίσιμη.474 Το στοιχείο, μάλιστα, που κάνει τον Ζαρατούστρα να φρικιάσει είναι πως μέσα σε αυτή την αιώνια επιστροφή ακόμα και ο νάνος (το βιολογικά ασθενές και δύσμορφο) προορίζεται να επανέρχεται. Όταν ο Ζαρατούστρα αναρρώνει, έχει ξεπεράσει ακόμα και την αηδία του για το γεγονός ότι και ο νάνος θα επανακάμπτει μέσα στην αιώνια επιστροφή.475 Για τον Χάιντεγκερ, βασικό στοιχείο της πρώτης εμφάνισης της αιώνιας επιστροφής είναι η αναφορά στον τραγικό χαρακτήρα των όντων εν όλω.476

Στην τρίτη εμφάνιση της ιδέας (ενότητα 56 του ΕΜΖ) είναι, τώρα, σαφές πως ο υπεράνθρωπος είναι αυτός που καταφάσκει στην αιώνια επιστροφή του ιδίου, έχοντας ξεπεράσει τόσο την ηθικότητα όσο και τον πεσιμισμό για να ανοιχτεί στο αχανές της τολμηρής, ζωντανής, και κοσμο-επιβεβαιωτικής ζωής. Μάλιστα, στην ίδια σχετική ενότητα, ο Νίτσε ονομάζει την αιώνια επιστροφή του ιδίου «circulus vitiosus deus» (ενότητα 56). Ενδεχομένως αυτό να μην πρέπει να συνιστά έκπληξη για εμάς, δεδομένου ότι στην ενότητα 150 του ίδιου έργου, ο Νίτσε αναρωτιέται μήπως πρέπει να κατανοήσουμε ότι κατά τη διαδικασία της αιώνιας επιστροφής «καθετί στο Θεό […] γίνεται κόσμος». Το κοσμικό γίγνεσθαι, η διαρκής επαναδημιουργία κόσμων, μοιάζει, τότε, να πρέπει να εννοηθεί ως το εσωτερικό γίγνεσθαι του Θεού (πιθανότατα το “αντίστοιχο” του Είναι ως τέτοιου στον Χάιντεγκερ). Εκτυλισσόμενος ο Θεός μέσα στις φάσεις της ιστορίας, πραγματώνεται ως διαδοχή κοσμικών πλαισίων. Ο Χάιντεγκερ δικαιολογημένα ρωτά εδώ: «Αλλά, τι; Δεν είναι νεκρός ο Θεός; Ναι και όχι! Ναι, είναι νεκρός. Αλλά ποιος Θεός; Ο Θεός της “ηθικότητας”, ο χριστιανικός Θεός είναι νεκρός – ο “Πατήρ” στον οποίο αναζητούμε καταφύγιο, το “πρόσωπο” με το οποίο διαπραγματευόμαστε και ενώπιον του οποίου γυμνώνουμε τις καρδιές μας, ο “δικαστής” από τον οποίο κρινόμαστε, ο “ταμίας” από τον οποίο λαμβάνουμε την ανταμοιβή για τις αρετές μας, ο Θεός με τον οποίο “κάνουμε δουλειές”» (Heidegger 1961, 321-2).477

Ο Χάιντεγκερ εναντιώνεται στους ερμηνευτές (αναφέρεται σίγουρα στον Μπόιμλερ) που θεωρούν πως η διδασκαλία του Νίτσε για την αιώνια επιστροφή εγκαταλείπεται στην πορεία, απωθημένη από την ιδέα της θέλησης για δύναμη, και ισχυρίζεται πως η αιώνια επιστροφή δεν έχει άλλη πηγή από αυτή την ίδια τη δύναμη ως “κινητοποιητικό” παράγοντα του γίγνεσθαι του κόσμου (Heidegger 1961, 338). Η ερμηνεία του Χάιντεγκερ είναι, δυστυχώς, αμφίβολη. Η θέληση για δύναμη δεν είναι αυτονόητος κινητήρας της κυκλικής επαναφοράς του ιδίου (πόσο μάλιστα πρόξενος της αιώνιας επαναφοράς ως αποτελμάτωσης).478

Επιπλέον, ο Χάιντεγκερ δείχνει πως, εξαιτίας του χαρακτήρα που έχει η δύναμη κατά τον Νίτσε, ο κόσμος βρίσκεται να είναι αναγκαία κλειστός κατά το γίγνεσθαί του.479 Αυτό σημαίνει πως το πεπερασμένο του γίγνεσθαι κάνει τον κόσμο να μπορεί να συμβαίνει μόνο με μια σειρά πεπερασμένων τρόπων. Πράγμα που σημαίνει ότι στο γίγνεσθαί του ο κόσμος είναι καταδικασμένος να επανέρχεται αιώνια στον εαυτό του, αφού αν ήταν να βρεθεί σε μια κατάσταση ισορροπίας, τότε αυτή θα είχε επιτευχθεί μέσα στην άπειρη ιστορία του κόσμου και θα είχε φτάσει μέχρις εμάς (που θα την είχαμε διαπιστώσει).

Ένα ακόμα ζήτημα τίθεται εδώ. Τι γίνεται άραγε με τη σχέση αιώνιας επιστροφής και ελευθερίας; Δεν σημαίνει η αιώνια επιστροφή (του ταυτόσημα ιδίου) ότι μέσα στην ιστορία υπάρχει αναγκαίος προκαθορισμός; Υπάρχει περίπτωση να συμβαδίζει μέσα στη νιτσεϊκή μεταφυσική η ελευθερία με την αναγκαιότητα του προκαθορισμού; Στη δεύτερη παράδοσή του, ο Χάιντεγκερ εισάγει (§18) τη θεματική της απόφασης. Σε κάθε στιγμή μέσα στην κυκλική χρονικότητα της αιώνιας επιστροφής, λέει, υπάρχει μια δυνατότητα απόφασης. Με αυτό εννοεί ότι σε κάθε στιγμή μπορεί να περιέρχεται κανείς στο διατελείν σε ένα ενέργημα του (ελεύθερου) εθέλειν. Ωστόσο, ο Νίτσε δεν μας έδειξε ποτέ πώς γίνεται κάτι τέτοιο, δεν μας έδειξε ποτέ ποια είναι η υφή αυτού του συμβάντος. Έτσι, ο Χάιντεγκερ ισχυρίζεται πως η ελευθερία διασώζεται μέσα στην αιώνια επιστροφή του ιδίου όταν στην κάθε στιγμή (Augenblick) της ζωής επιλέγουμε να κάνουμε κάτι (άτολμο και εν αγνοία ή υψηλό και εν επιγνώσει) και αυτό τεθεί μέσα στην τροχιά της αιώνιας επιστροφής.480

Από πουθενά, όμως, δεν προκύπτει μια τέτοια δυνατότητα εντός της πραγματικότητας της νιτσεϊκής αιώνιας επιστροφής. Ο Νίτσε τονίζει πως στην αιώνια επιστροφή θα επανέρχεται το καθετί από όσα γνωρίζουμε και έτσι όπως ήδη το γνωρίζαμε· τόσο το ευγενές όσο και το χαμερπές. Ο κύκλος της αιώνιας επιστροφής δεν ανοίγει για να υποδεχτεί νέες προσθήκες και αλλαγές στον ρου του. Ως προς τι θα ήταν αιώνια επιστροφή του ιδίου, αν κάθε φορά ερχόταν κάτι εντελώς διαφορετικό; Φυσικά, όπως ήδη έχουμε πει νωρίτερα, θα μπορούσε να επανέρχεται κάτι μορφικά, αλλά όχι και περιεχομενικά ίδιο. Και ο Χάιντεγκερ κάτι τέτοιο εννοεί (επανέρχεται η θέληση για δύναμη· ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Αλλά ο Νίτσε επιμένει ότι δεν επανέρχονται δυνατότητες, αλλά συγκεκριμένες πραγματικότητες (ίδια όντα, ίδιες συνθήκες, κ.λπ.). Η αιώνια επιστροφή του ιδίου είναι η αιώνια επιστροφή του ιδίου· amor fati. Αν στο βίο του καθενός επιτρέπονταν εσαεί προσθήκες και μεταβολές, τότε η νιτσεϊκή αιώνια επιστροφή θα ακυρωνόταν. Ο Νίτσε προβλέπει ακριβώς αυτό: όσες μεταβολές και προσθήκες και να θεωρείς ότι κάνεις, το εύρος αυτών των δυνατοτήτων είναι πεπερασμένο και αργά ή γρήγορα ο κύκλος των διαφορών κλείνει και αρχίζει ο κύκλος του συγκεκριμένα ιδίου. Φαίνεται ότι ο Χάιντεγκερ θεωρεί πως αυτή είναι η αιώνια επιστροφή ως κύκλος, όπως της εννοεί ο νάνος. Κι όμως, ο νάνος εκλαμβάνει την αιώνια επιστροφή ως κύκλο με την έννοια πως ό,τι γίνεται γίνεται, και εμείς είμαστε απλώς βυθισμένοι μέσα σε αυτό το κυκλικό γίγνεσθαι. Ο Ζαρατούστρα δεν διαφωνεί με αυτό. Διαφωνεί μόνο με το ότι αυτό δεν σημαίνει τίποτα παραπάνω. Και το παραπάνω που σημαίνει για τον Νίτσε κάνει όλη τη διαφορά. Αν είναι ορθά όσα σχετικά είπαμε νωρίτερα («Δύο νέες δυνατότητες κατανόησης…»), η αιώνια επιστροφή δεν σημαίνει απλώς την κυκλική επαναφορά των ίδιων και των ίδιων ως ασυνείδητη κίνηση μέσα σε ένα τέλμα ανικανοποίητου και μιζέριας, αλλά ως συνειδητή και θαρραλέα ανάληψη της κατάστασης του ανθρώπου. Η αιώνια επιστροφή ως απλός κύκλος δεν αλλάζει κάτι στη ζωή του νάνου. Είναι μέσα στον κύκλο της αιώνιας μιζέριας και του κλαυθμυρισμού· κι αυτό είναι όλο. Ο νάνος ζει την αιώνια επιστροφή ενός απλώς δυσαρεστημένου ανθρώπου που τρώγεται με τα ρούχα του. Το ότι είναι μέσα στην αιώνια επιστροφή δεν σημαίνει κάτι γι’ αυτόν ως πλήρη άνθρωπο. Ο Ζαρατούστρα, όμως, συνειδητοποιεί ότι μέσα στην αιώνια επιστροφή μπορεί να κερδίσει τον εαυτό του ως πλήρη άνθρωπο. Στη σύλληψη αυτής της σκέψης συλλαμβάνει το όλο μυστήριον της κατάστασης του ανθρωπίνως ζειν. Η αιώνια επιστρέφουσα ζωή γι’ αυτόν δεν είναι ούτε η σκέτη βιολογική ζωή του ζώου ούτε η διαπίστωση της μιζέριας του αναπόφευκτου «ωχ! άντε πάλι από την αρχή…». Είναι η αποκάλυψη του ίδιου του νοήματος της ζωής. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο για να ξεχωρίσουμε την αιώνια επιστροφή του νάνου από την αιώνια επιστροφή του Ζαρατούστρα.

Από τη συνολική οπτική του Χάιντεγκερ, όμως, προτείνεται κάτι άλλο. Στην αιώνια επιστροφή επωάζεται, τρόπον τινά, η δυνατότητα της ελευθερίας με την εξής έννοια. Στην αιώνια επιστροφή έχουμε Στιγμές (με τη χαϊντεγκεριανή σημασία) και στις Στιγμές έχουμε τη δυνατότητα απόφασης, δηλαδή ταυτόχρονα: (α) μια αυθεντική ανάληψη του εαυτού, τουλάχιστον για κάποια εξέχοντα μέλη ενός λαού, και (β) μια ιδίωση της ανθρωπότητας εν όλω από μέρους του Είναι ως τέτοιου (της θέλησης για δύναμη στην επιστροφή της),481 τουλάχιστον στο πρόσωπο αυτού του εξέχοντος μέλους. Τι γίνεται τη στιγμή του συμβάντος ιδιώσεως; Σε εκείνη τη στιγμή καλούμαστε ελεύθερα να αποφασίσουμε να ακούσουμε το κάλεσμα του ίδιου του Είναι: τη συνειδητοποίηση της καλούσας αιώνιας επιστροφής του ιδίου. Μπροστά στον κίνδυνο του μηδενισμού ως αγνόηση και παράκαμψη του καλούντος Είναι, στη στιγμή αποφασίζουμε το αποκαλυπτόμενο περιεχόμενο του συμβάντος ιδιώσεως, την πιο αβυσσαλέα αποκάλυψη: η αιώνια επιστροφή του ιδίου είναι το άφευκτο γεγονός που ζητά δεξίωση και ανάληψη. Αυτό υποτίθεται πως εννοεί ο Νίτσε με το επεισόδιο του νεαρού βοσκού στον Ζαρατούστρα. Ο νεαρός βοσκός είναι ο ίδιος ο Ζαρατούστρα και στη Στιγμή του αποφασίζει να δαγκώσει και να κόψει τον –εκ της κώφωσης έναντι της κλήσης τού Είναι– μηδενισμό και τον πεσιμισμό. Δαγκώνοντας, μαζί (α) αποφασίζει σε μια Στιγμή στον κύκλο του φιδιού (στην αιώνια επιστροφή), αλλά και (β) ελευθερώνεται από το ως-εμπόδιο-της-αναπνοής-του-φίδι που έφραζε το στόμα του και κερδίζει τον εαυτό του. Αποδεχόμενος το γεγονός αναπνέει τον αέρα της αιώνιας επιστροφής και γίνεται ο εαυτός του.482

Τελικά, πρέπει να καταγραφεί εδώ ακόμα, ο Χάιντεγκερ υποστηρίζει και ότι η νιτσεϊκή προβληματική των αξιών και της νέας αξιοθεσίας, στην πραγματικότητα κινείται στην προέκταση της καρτεσιανής μεταφυσικής του υποκειμένου.483 Με καθαρότητα, δε, στο «Ποιος είναι ο Ζαρατούστρα του Νίτσε;», ο Χάιντεγκερ κατηγορεί τον Νίτσε πως με την ιδέα της αιώνιας επιστροφής επιχειρεί να θέσει τη σφραγίδα του Είναι πάνω στο Γίγνεσθαι, και γίνεται έτσι όχι ο πρώτος που κινείται πέρνα της δυτικής μεταφυσικής, αλλά ο τελευταίος κρίκος της.484 Μόνο στον εαυτό του αναγνωρίζει ο Χάιντεγκερ τον τίτλο εκείνου που κινήθηκε πέρα από τον ορίζοντα της δυτικής μεταφυσικής και σκέφτηκε το Είναι ως άλλο από το ον.

Σημειώσεις ——————-

470 Στις ίδιες σημειώσεις (παρατ. στο Heidegger 1961, 333).

471 Στην τέταρτη παράδοσή του για τον Νίτσε, ο Χάιντεγκερ κάνει σαφές πως αυτό που ο Νίτσε ονομάζει «θέληση για δύναμη» δεν είναι παρά το Είναι (αυτό που κάνει το ον να είναι), και, αν θα θέλαμε να εφαρμόσουμε εδώ μια αρχή χάριτος, θα λέγαμε ότι ο τελευταίος δεν εννοεί όποιο «Είναι» αλλά το «ίδιο το Είναι» ή «Είναι ως τέτοιο». Έτσι, στο δικό του πλαίσιο, ο Χάιντεγκερ προσεγγίζει τελικά την αιώνια επιστροφή ως το ιστορικά επερχόμενο συμβάν ιδιώσεως (Ereignis) του ίδιου του Είναι.

472 Ένας λόγος υπέρ τούτης της ερμηνείας στο πλαίσιο του «Η θέα και το αίνιγμα»» είναι το ότι, στην αφήγηση του Νίτσε, ο νάνος εξαφανίζεται μετά τη συγκεκριμενοποίηση του διακυβεύματος, η οποία επιτυγχάνεται με τη δεύτερη ερώτηση του Ζαρατούστρα. Ο ίδιος ο Χάιντεγκερ παρατηρεί σχετικά ότι ο νάνος εξαφανίζεται επειδή αυτός «δεν ανήκει πλέον μέσα στην επικράτεια του ερωτήματος, αφού δεν μπορεί να αντέξει το άκουσμά του» (Heidegger 1961, 298). Πώς μπορεί ο Χάιντεγκερ να συμβιβάσει την πρόταση που είδαμε λίγο πριν με τούτη την παρατήρησή του; Μια λεπτομέρεια ακόμα είναι το ότι ο Χάιντεγκερ παρουσιάζει τον νάνο ως ένα άλλο άνθρωπο δίπλα στον Ζαρατούστρα. Όμως, το ότι ο Νίτσε τον βάζει να κουρνιάζει στον ώμο του Ζαρατούστρα, δηλαδή, ουσιαστικά, να φέρεται (ως ον) από τον Ζαρατούστρα, σημαίνει πως ο νάνος δεν είναι παρά κάτι σαν πρωτόγονος υπολειμματικός πυρήνας του ανθρώπου μέσα στον υπεράνθρωπο. Στην πορεία προς τον έσχατο άνθρωπο, καθετί μικραίνει, ακόμα και η εμπειρία και το νόημα της ζωής· και αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος. Η συνειδητοποίηση της αιώνιας επιστροφής του ιδίου συνιστά τον μηχανισμό προώθησης του ανθρώπου στο καθεστώς του υπερανθρώπου, αλλά, μαζί, και τον μηχανισμό αφανισμού του πρωτόγονου ανθρώπου, ο οποίος έχει μια ιδέα περί κυκλικότητας στον χρόνο, αλλά δεν μπορεί να αντέξει το βάρος της πλήρους συνειδητοποίησης του γεγονότος, αφήνοντας τον εαυτό του να βαυκαλίζεται με φληναφήματα περί ριζοσπαστικοποίησης των ιδεών.

473 Στο κεφάλαιο «Ο αναρρωνύων», ο Ζαρατούστρα αφομοιώνει σε βάθος την ιδέα της αιώνιας επιστροφής του ιδίου. Εκεί διακηρύσσει ότι ο ίδιος είναι ο συνήγορος της ζωής, των βασάνων, και του κύκλου. Ο Χάιντεγκερ παρατηρεί εδώ πως ζωή, βάσανα, και κύκλος «συνανήκουν και απαρτίζουν κάτι ενιαίο: τα όντα εν όλω»· σε αυτά προσιδιάζουν τα βάσανα και τούτα «είναι καθόσον, κυκλιζόμενα, επανέρχονται» (Heidegger 1961, 304). Με την ανάρρωσή του ο Ζαρατούστρα διαπιστώνει ήρεμος «το τρομερό γεγονός ότι το ον πράγματι είναι· ότι το είναι μπορεί να αποκρύπτεται πίσω από φαινομενικότητες μέσα σε αυτά που λέγονται» (Heidegger 1961, 306). Αλλά «όποτε είναι να διατυπωθεί το Είναι των όντων εν όλω, η φαινομενικότητα της ομοφωνίας γίνεται μέγιστη [π.χ., όλοι μιλούν για “κυκλικότητα” ή για “είναι” και “ον”, αλλά δεν εννοούν το ίδιο και η ορθή κατανόηση […] γίνεται πλέον δύσκολη» (Heidegger 1961, 307).

474 Αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την ιστορική συγκυρία στην οποία διδάσκει αυτές τις ιδέες του ο Χάιντεγκερ, αντιλαμβάνεται πολλά περισσότερα για το τι μπορεί να εννοεί. Ένας λαός, οι Γερμανοί, με έναν οδηγό (Führer) τους, τον Χίτλερ, πρέπει να συνειδητοποιήσουν στη Στιγμή την απόφαση που πρέπει να λάβουν για να κάνουν τον κόσμο να κυλήσει προς την υποτιθέμενη ιστορική μοίρα του. Εν προκειμένω και εκ των υστέρων όλοι “θαυμάσαμε” το αποτέλεσμα…

475 Βλέπε Heidegger 1961, 311-2.

476 Γι’ αυτά βλέπε Heidegger 1961, 318. Η αλήθεια είναι ότι με τούτην ακριβώς την προσέγγιση του τραγικού (αλλά, με βάση τα όσα έχω υπ’ όψιν μου, όχι και αλλού) ο Χάιντεγκερ βρίσκεται πολύ κοντά στην ουσία του τραγικού. Βλέπε σχετικά και, εδώ, την προηγούμενη ενότητα με τίτλο «Η αιώνια επιστροφή ως μεταφυσική διδασκαλία…». Επίσης, εξετάζοντας τα σχετικά σχόλια του Χάιντεγκερ για την πρώτη αλλά και για τη δεύτερη εμφάνιση της αναφοράς στη Στιγμή στον Ζαρατούστρα, πρέπει να καταλάβουμε ότι με το «όντα εν όλω» (βλ. πριν) δεν πρέπει να εννοήσουμε ένα άθροισμα παρευρισκόμενων όντων (αλλά, διόλου αυτονόητα, κάτι σχετικό με το Είναι). Βλέπε και επόμενη σημείωση.

477 Ο Χάιντεγκερ ισχυρίζεται, επίσης, πως η νιτσεϊκή εξίσωση Θεού-κόσμου συνιστά πανθεϊσμό (Heidegger 1961, 321). Κατά τον Χάιντεγκερ, δε, το ότι ο Νίτσε στη Χαρούμενη Επιστήμη (§109) θεωρεί πως, στην αιωνιότητα, ο συλλογικός χαρακτήρας του κόσμου είναι το χάος (όχι με την έννοια ότι δεν διέπεται από αναγκαιότητα, αλλά με την έννοια του ότι δεν διαθέτει τάξη, σκοποθετημένο γίγνεσθαι τεθειμένο από κάποιον) σημαίνει ότι για αυτόν «τίποτα δεν μπορεί να αποδοθεί στο Είναι ως όλον. Έτσι, ο κόσμος ως όλον γίνεται κάτι που θεμελιακώς δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε, κάτι άφατο – ένα ἄρρητον» (Heidegger 1961, 352-3). Σε αυτή τη βάση, τότε, και ακολουθώντας την προσπάθεια του Νίτσε να αποφύγει κάθε ανθρωπομορφική προβολή στο θέμα του, «το μόνο που μπορούμε να πούμε [για το Είναι ως όλον ή για τον κόσμο ως όλον] είναι “μηδέν”» (Heidegger 1961, 354). Η αιώνια επιστροφή, λοιπόν, παρατηρεί ο Χάιντεγκερ, οφείλει να προσεγγιστεί ακριβώς ως κάτι που θα πρέπει να αποδοθεί σε έναν «όλο κόσμο» (ή «όλη ζωή») που στην αναγκαιότητα του γίγνεσθαί του χαρακτηρίζεται θεμελιακά από το αόριστο χάος (Heidegger 1961, 354). Βλ. και προηγούμενη σημείωση.

478 Βλ. και, εδώ, πριν στην ενότητα «Η αιώνια επιστροφή ως μεταφυσική διδασκαλία…».

479 Η δύναμη που κινεί τον κόσμο ή την ζωή δεν είναι άπειρη, δεν μπορεί να βρεθεί σε μια απειρία θέσεων, μεταβολών, συνδυασμών ή συγκεντρώσεων. Τουναντίον, όλα αυτά που αφορούν τη δύναμη μπορεί να είναι τεράστια στον αριθμό τους, πρακτικώς ακαταμέτρητα, αλλά εν τέλει όχι άπειρα. Βλέπε σχετικά Heidegger 1961, 346-7.

480 Βλ. σχετικά Heidegger 1961, 397-8, 408.

481 Ο Χάιντεγκερ μιλά εδώ για την ιδέα του περί του συμβάντος ιδιώσεως (Ereignis). Σύγκ. με Heidegger 1961, 401-2.

482 Βλ. σχετικά Heidegger 1961, 438κ.εε.

483 Ωστόσο, ο Νίτσε δεν εισάγει τη θεματική των αξιών σαν προϊόν ενός αυτόθετου υποκειμένου. Τουναντίον, μόνο μια πολύ επιφανειακή προσέγγιση θα κατέτασσε τον Νίτσε στη χορεία των φιλοσόφων της αξίας που την εννοούν ως προϊόν του υποκειμένου. Στον Νίτσε, οι αξίες είναι αποτέλεσμα διεργασιών στο πεδίο της θέλησης για δύναμη. Και φαίνεται πως μια αυθόρμητη και κατά τούτο αυθεντική θέληση για δύναμη, η οποία δεν έχει αποπροσανατολιστεί και αλλοιωθεί εξαιτίας ερμηνεύσεων που την καθιστούν κάτι άλλο από αυτό που είναι, είναι η θέληση για δύναμη που κινεί τη ζωή ως ζωή. Γι’ αυτό ο Νίτσε είναι υμνητής της ζωής. Εννοεί: αναγνωρίστε επιτέλους ότι η ζωή κινείται από τη θέληση για δύναμη, κι ότι όταν ο άνθρωπος παρεμβαίνει με λανθασμένες ερμηνεύσεις αυτής της δύναμης, π.χ., εξαιτίας ατελέσφορης εκδικητικότητας και πικρίας για τη ζωή, το σώμα, τη χαρά, το τραγούδι, το χορό, κ.λπ., τότε δίνει στην πορεία της ζωής εντελώς λανθασμένη κατεύθυνση που βάζει τον άνθρωπο να ζει με τρόπο που αντίκειται καταστροφικά προς την ουσία του.

484 Βλ. Heidegger 1961, 353. Αυτή την κίνηση του Χάιντεγκερ, ο Κρελ (Krell) τη συνδέει με την αντίστοιχη του Μπόϊμλερ (Bäumler). Μια τέτοια ανάγνωση της αιώνιας επιστροφής, η οποία ακολουθείται και από τον Κόλι (Giorgio Colli), βασίζεται σε μια ανάγνωση του χωρίου 617 της Θέλησης για Δύναμη, όμοια με αυτήν που πρωτο-προτείνει ο Μπόιμλερ. Βλέπε σχετικά την αγγλική μετάφραση του Heidegger 1961, 257 υπσ. 2).

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.