Η ναρκισσιστική μορφή Υποκειμένου εντός του Καπιταλισμού

Ο Sigmund Freud είναι από τους γνωστότερους αναλυτές της ψυχικής ζωής του ανθρώπου στην αστική κοινωνία. Η νεότερη φροϊδική ψυχανάλυση αντιπροσωπεύει μια ανεπτυγμένη θεωρία που αφορά τις προϋποθέσεις που απαιτούνται από τα άτομα για να ζήσουν εντός της κοινωνίας. Ο ίδιος ο Freud θεωρούσε το έργο του ως επιστήμη. Η ψυχανάλυση απορροφήθηκε από την ανθρωπολογία όπου αποτέλεσε εργαλείο της κριτικής θεωρίας. Το παρόν δοκίμιο στοχεύει σε μια κριτική ανασυγκρότηση της ψυχανάλυσης γύρω από την έννοια του ναρκισσισμού. Η ψυχαναλυτική νοηματοδότηση του ναρκισσισμού έγινε για πρώτη φορά από τον Freud και χαρακτηρίζει το υποκείμενο της μεσαίας τάξης.

Ο ναρκισσισμός είναι το αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης του ατόμου με τη κοινωνική πραγματικότητα. Ο όρος περιγράφει την απομάκρυνση από αυτήν και τη στροφή του στον εσωτερικό του κόσμο στον οποίο το άτομο έχει απόλυτη δύναμη, είτε αυτός είναι προϊόν της φαντασίας του είτε όχι. Ως αποτέλεσμα, το ναρκισσιστικό υποκείμενο γνωρίζει μόνο δύο καταστάσεις: από τη μια πλευρά την απόλυτη αίσθηση της αδυναμίας, λόγω του κοινωνικού προκαθορισμού του (συνειδητοποίηση της καθήλωσης στην κοινωνική τάξη που ανήκει και αδυναμία κοινωνικής ανέλιξης) και από την άλλη πλευρά την φαντασίωση της παντοδυναμίας μαζί με την ψευδαίσθηση της απόλυτης, άνευ όρων ατομικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας (αναπαράσταση της φιλελεύθερης φαντασίωσης). Tο τίμημα της δεύτερης κατάστασης είναι ότι οδηγεί στην απώθηση ανθρώπινων σχέσεων και στην αντικατάστασή τους, όλο και περισσότερο, με τις απο-συναισθηματικοποιημένες, διαμεσολαβούμενες από το χρήμα, σχέσεις. Πεισμένος από την «ευφυΐα» του, ο ναρκισσιστής απωθεί το γεγονός ότι έχει μικρή επιρροή στον πραγματικό κόσμο και προσποιείται-δρά ως σαν να μπορεί να κάνει τα πάντα. Ο ναρκισσιστής εντός της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας πρόκειται για την ιδανική μορφή υποκειμένου το οποίο υποστασιοποιεί την κενότητά του στην ατελείωτη και άσκοπη εμπορευματοποίησή του…

Η εξέλιξη της υποκειμενικότητας από το τέλος του πολέμου έως της αρχή της δεκαετίας του 1970

Κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, η καπιταλιστική κοινωνία έχει υποστεί συγκεκριμένες αλλαγές λόγω απαιτήσεων των μελών της. Η υποκειμενικότητα στην άμεση μεταπολεμική περίοδο έπρεπε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της βιομηχανικής μαζικής παραγωγής. Αυτές οι απαιτήσεις κατέστησαν αναγκαία μια προσαρμογή των ανθρώπων στους κύκλους του Φορντικού μοντέλου παραγωγής που ελάχιστα άλλαξε μέσα στα χρόνια, γεγονός που το έκανε προβλέψιμο. Σήμερα, η ταχεία και εξαιρετικά ευέλικτη προσαρμογή στις ραγδαίες και σχεδόν απρόβλεπτες αλλαγές της παραγωγής, είναι καίρια.

Η «αυταρχική προσωπικότητα» όπως περιγράφεται από τον Adorno και άλλους την δεκαετία του 1950 κυριαρχούσε έως τη μεταπολεμική περίοδο. Κάτω από τις άκαμπτες ιεραρχίες και την έντονα τυποποιημένη βιομηχανική παραγωγή πολλών δεκαετιών, η αυταρχική προσωπικότητα διακρίνεται από μια εκτεταμένη και κατευθυνόμενη υποταγή. Ένας επαγγελματικός κόσμος που χαρακτηρίζεται από άκαμπτους επαγγελματικούς κανόνες εγγυάται στα άτομα, ως επί το πλείστων, μια θέση στην παγκόσμια κοινωνία για όλη τους τη ζωή και αυτό αν ήταν υπάκουοι και αρκετά ευέλικτοι. Στα περισσότερα καλέσματα εργασίας, το προτσές παραγωγής ήταν τυποποιημένο (γραμμή παραγωγής στις βιομηχανίες επεξεργασίας), συχνά καταστροφικό για την υγεία και γενικά συνδεδεμένο με μια εκτεταμένη προσαρμογή και υποταγή κάτω από τις δύσκαμπτες συνθήκες παραγωγής που δεν αφήνουν περιθώρια δημιουργικότητας ή λήψης πρωτοβουλιών. Επομένως, «η αναγνώριση της συντριπτικής ανωτερότητας του status quo πάνω στο άτομο, τα συμφέροντά του και η προσαρμογή του ως εξαρτήματα της μηχανής (αντικειμενοποίηση του ατόμου) είναι αναγκαία» (Adorno 1973). Αυτό περιλαμβάνει επίσης μια κατάφαση της πάγιας πλευράς της εργασίας που νομιμοποιείται και εκτοπίζει την αφηρημένη πλευρά της εργασίας (Bosch 2000).

Με μια πρώτη ματιά, είναι δύσκολο να δει κανείς ότι η αυταρχική προσωπικότητα αντιπροσωπεύει μια εναλλακτική μορφή ναρκισσισμού που αναδύθηκε σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Ο μεγάλος ναρκισσιστικός εαυτός με την αίσθηση της παντοδυναμίας του, κρύβεται πίσω από το επιφανειακά καθοριζόμενο αίσθημα αδυναμίας προς το status quo. Η υποκειμενικότητα της μεσαίας τάξης γνωρίζει κατά βάση δύο καταστάσεις: την αίσθηση αδυναμίας, λόγω του κοινωνικού προκαθορισμού του και την φαντασίωση της παντοδυναμίας του μαζί με την ψευδαίσθηση της απόλυτης, άνευ όρων ατομικής ελευθερίας και ανεξαρτησίας (βλ. Lewed 2005). Αυτές οι καταστάσεις βρίσκονται σε διαφορετική σχέση μεταξύ τους εντός των διαφορετικών αναπτυξιακών περιόδων της αστικής κοινωνίας. Η αυταρχική προσωπικότητα «υπερβαίνει» το αίσθημα της αδυναμίας, εξωτερικεύοντας τον μεγάλο ναρκισσιστικό εαυτό και επιβραβεύοντάς τον με εξουσιαστική συμπεριφορά προς το κοινωνικό πεδίο.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50, ξεκίνησε μια διαδικασία στην οποία η αυταρχική προσωπικότητα σταδιακά αλλοτριώθηκε και αντικαταστάθηκε από έναν τύπο καταναλωτικής κοινωνικοποίησης (βλ. Bosch 2000). Η υλική ευημερία παράλληλα με την πειθαρχία σε έναν εφ όρου ζωής περιορισμό μοιάζει όλο και πιο παράλογη για τους νέους. Έτσι ξεκίνησε η μετάβαση από την πειθαρχία στην ευχαρίστηση υπογραμμίζοντας αξίες που ενισχύθηκαν από τον δυναμικό τρόπο ανάπτυξης του κεφαλαίου. Λαμβάνοντας υπόψη τον όγκο των παραγόμενων αγαθών, ο εφιάλτης κορεσμού των αγορών (βλ. Bockelmann 1987) απειλούσε με κατάρρευση των πωλήσεων, απολύσεις και διακοπή λειτουργίας των βιομηχανικών εγκαταστάσεων κ.λπ.

Από την άλλη, η βιομηχανία προσπάθησε να αυξήσει την ατομική κατανάλωση και τις πωλήσεις αγαθών μέσω της εντατικοποιημένης διαφήμισης. Οι παραδοσιακές αναστολές των ανθρώπων – η λιτότητα, η σεμνότητα και η γενική αποφυγή της ατομικής χρεοκοπίας – έπρεπε να αντικατασταθούν με ηδονιστικά κίνητρα. Στην κοινωνία όπου όλες οι σχέσεις διαμεσολαβούνται από το χρήμα, οι άνθρωποι πρέπει να καταναλώνουν και να «διασκεδάζουν» εκτός από το να εργάζονται. Με την πάροδο του χρόνου, αυτός ο κοινωνικός μετασχηματισμός τελικά κατάφερε να προκαλέσει το αίσθημα κατωτερότητας των ατόμων που δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στη μανία του καταναλωτισμού (Twenge και Campbell 2009). Για τα άτομα που μπορούσαν να ακολουθήσουν την καταναλωτική τάση, ο θαυμασμός που δέχονται είναι οι σημαντικότερη ενίσχυση του Εγώ τους (Boeckelmann).

Δεδομένου ότι η κατανάλωση ικανοποιεί μόνο προσωρινά, τα άτομα μανιωδώς διεγείρονται από την εκ νέου κατανάλωση. Ως εκ τούτου, εγκλωβίζονται σε έναν συνεχή κύκλο της λαχτάρας και ματαιότητας φτάνοντας σε ισορροπία μόνο μέσω της πυρετώδης κατανάλωσης. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τον θαυμασμό που δέχονται από τους άλλους. Αυτός είναι επίσης παροδικός και πρέπει να ανανεώνεται συνεχώς. Στον κόσμο της κατανάλωσης η προσωπικότητα βρίσκει γρήγορα μηχανισμούς ώστε να μειώσει γρήγορα την ένταση, καθώς είναι δυνατή η άμεση ικανοποίηση των αναγκών σε όλους τους τομείς. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τα υποκείμενα της μεσαίας τάξης φαίνονταν ικανοποιημένα. Αυτό δεν θα μπορούσε να διαρκέσει για πολύ καιρό… Το χρήμα ανταποκρίνεται στην αίσθηση παντοδυναμίας του μεγάλου ναρκισσιστικού εαυτού. Οι ποιότητες του χρήματος μοιάζουν με την ποιότητα του κατόχου τους, ισοπεδώνουν την ιδιοσυγκρασία του και το αντικαθιστούν με την πλασματική παντοδυναμία του χρήματος. Υπό συνθήκες κρίσεως, μαζικής ανεργίας, κοινωνικών περικοπών και των όλο και περισσότερο κακά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, η απόκτηση χρημάτων γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Κατ ‘αυτόν τον τρόπο, ο καταναλωτισμός βαθμιαία αποσυντέθηκε στη λειτουργία του ως «εσωτερικευμένο συναίσθημα».

Ο ναρκισσισμός σε κρίση

Ο ψυχολόγος Ronald Inglehart (1977, 1989) δήλωσε ότι υπάρχει μια «αλλαγή των αξιών» από υλικές σε μετα-υλικές, στην οποία αρετές όπως η πειθαρχία και η υπακοή χάνουν όλο και περισσότερο τη σημασία τους και αντικαθίστανται από αξίες όπως η ποιότητα ζωής, η αυτοπραγμάτωση, η αλληλεγγύη κ.λπ. Στη πορεία αυτής της «αλλαγής των αξιών», κυρίως τα νεαρά άτομα, προσανατολίζουν περισσότερο τις αποφάσεις τους προς τις επιτυχείς κοινωνικές σχέσεις και όχι προς την υλική ευημερία. Σχέσεις αλληλεγγύης και βασικές κρατικές δομές με βάση τη δημοκρατία αποτελούν αντικείμενα που περιγράφει ο Inglehart ως «μετα-υλικές». Για αυτούς, η αλληλεγγύη είναι πιο σημαντική από το χρήμα και την οικονομική επιτυχία. Αυτή η θέση αποδείχθηκε εσφαλμένη.

Η μεγάλη πλειοψηφία των λεγόμενων μετα-υλιστών λειτουργούσαν με βάση την απόδοση και τελικά ενδιαφέρονταν περισσότερο για την περαιτέρω ενίσχυση της ατομικής κατανάλωσης. Στην πραγματικότητα, οι «μετα-υλιστές» έθεσαν υπό αμφισβήτηση ορισμένες παλαιές αρετές, όπως αυτές της υποταγής και της πειθαρχίας, αντί να αποδίδουν μεγαλύτερη σημασία στην ατομική αυτοδιάθεση. Αυτό εκφράστηκε με βάση τη λογική της ατομικής οικονομικής αυτονομίας, λαμβάνοντας μόνο στοιχειωδώς τη μορφή ενός αλληλέγγυου και δημοκρατικού προσανατολισμού – και ακόμα λιγότερο ενός χειραφετικού. Εντυπωσιακή ήταν η τύχη πολλών «αυτοδιαχειριζόμενων» ή «εναλλακτικών» επιχειρήσεων, καταστημάτων, κοινοτήτων κ.λπ. που ιδρύθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ή στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Σε μικρό χρονικό διάστημα εξαφανίστηκαν ή μετατράπηκαν σε εμπορικές επιχειρήσεις. Σε αυτές που επιβίωσαν κυριάρχησε ένας εναλλακτικός τρόπος εργασιακής επικοινωνίας που ήταν λιγότερο ιεραρχικός και περισσότερο ευέλικτος. Οι εργαζόμενοι δούλευαν εντατικότερα και με μεγαλύτερο ζήλο από ό,τι στις παραδοσιακές επιχειρήσεις. Η ευελιξία και η νέα εργασιακή ηθική που έφερε ο λεγόμενος μετα-υλικός κοινωνικοποιητικός τύπος τελικά αναγνωρίστηκε και ενσωματώθηκε από την καθιερωμένη οικονομία. Πολλοί εργαζόμενοι των πρώην «εναλλακτικών λύσεων» βρέθηκαν σε παρόμοια θέση με τους εργαζόμενους των παραδοσιακών επιχειρήσεων, ευέλικτοι, καλά αμειβόμενοι και εν τέλη πιο παραγωγικοί.

Ο «μετα-υλικός» τύπος κοινωνικοποίησης δεν έφραξε την ανάδυση ενός νέου κοινωνικού χαρακτήρα. Το ναρκισσιστικό κομμάτι της προσωπικότητας μπορεί να αποτελέσει κινητήρια δύναμη για την καθημερινή εργασία. Η εργασιακή ηθική της αυταρχικής ή καταναλωτικής προσωπικότητας αντικαταστάθηκε από μια πιο ευέλικτη και πιο ηδονιστική παραλλαγή, που συχνά οικειοθελώς προκάλεσε εντατικότερη εργασία σε σχέση με τους προηγούμενους τύπους προσωπικοτήτων. Επομένως, αυτό που πραγματικά συνέβαινε εκείνη την εποχή δεν επρόκειτο καθόλου για την αρχή του τέλους της υποταγής των ατόμων από τις ασυνείδητες καπιταλιστικές συνθήκες κοινωνικοποίησης. Η ζυγαριά δεν μετακινήθηκε προς αυτήν την κατεύθυνση. Η ποιότητα αυτών των ανταγωνιστικών ιδιωτικών παραγωγών ερμηνεύτηκε εσφαλμένα ως η επιτομή της προσωπικής ελευθερίας. Το «δικαίωμα στην αυτοδιαχείριση» θεωρήθηκε ως μη καταπιεστικό.

Κατά τη διάρκεια της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης και της παγκοσμιοποίησης, οι εργατικές δομές ανασυγκροτήθηκαν και ο νέος ναρκισσιστικός τύπος επιχειρηματία εξαπλώθηκε σταδιακά. Την ίδια στιγμή, υπό την πίεση της παγκόσμιας κρίσης, η αβεβαιότητα εξαπλώθηκε. Παράλληλα ο αριθμός των ανέργων, το πλήθος των επισφαλών συνθηκών εργασίας αυξανόταν συνεχώς, ενώ το κράτος πρόνοιας ήταν συνεχώς υπό διάλυση. Με το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα Agenta 2010 και τις μεταρρυθμίσεις του Hartz στη Γερμανία, ήταν πλέον σαφές ότι κανείς δεν απέχει από τη φτώχια και κανείς δε μπορεί να ξεφύγει από το παιχνίδι της «ελεύθερης αγοράς». Μια σημαντική αλλαγή σημειώθηκε στις λεγόμενες κανονικές συνθήκες εργασίας. Σήμερα οι εργαζόμενοι σπάνια παραμένουν στην ίδια επιχείρηση. Μια θέση εργασίας σήμερα μπορεί να ανατεθεί σε εξωτερικούς συνεργάτες, να αναδιαρθρωθεί ή απλά να εξαλειφθεί(βλ. Twenge and Campbell 2009). Ο καθένας μπορεί ξαφνικά να γίνει άχρηστος εξαιτίας ανυπολόγιστων εξελίξεων, όπως μια ξαφνική αλλαγή στις μαζικές προτιμήσεις ή η απρόβλεπτη εισαγωγή μιας νέας μεθόδου παραγωγής.

Σε αυτή τη γενική αβεβαιότητα με τις συνεχείς και απρόβλεπτες μεταβολές, ο κόσμος της εργασίας, της κατανάλωσης και της ψυχαγωγίας, δε μπορεί να κινηθεί κάποιος με υπολογίσιμη ασφάλεια. Αντ ‘αυτού, οι απότομες αλλαγές απειλούν οποιαδήποτε στιγμή να καταστήσουν άκυρες όλες τις επιμέρους επιτυχίες από τη μια στιγμή στην άλλη.

Υπό το πρίσμα λοιπόν την γενικής αβεβαιότητας, οι ατομικές απαιτήσεις διαρκώς αυξάνονται. Δεν απαιτείται μόνο μέγιστη απόδοση στο επάγγελμα και την εκπαίδευση του καθενός αλλά άνευ όρων ευελιξία και ικανότητα για αυτοαξιολόγηση. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναγκάζονται να αναδείξουν και να αποδείξουν την μοναδικότητά τους. Η προσωπικότητα ως εμπορεύσιμο αντικείμενο προς κατανάλωση, προήλθε από την πώληση της εργατικής δύναμης (βλ. Distelhorst 2014). Πλέον, η εσωτερική ανασκόπηση για το αν οι σκέψεις και οι πράξεις του ατόμου ανταποκρίνονται στα κριτήρια οικονομικής ωφελιμότητας, θεωρείται αυτονόητη. Οι επιθυμίες του εργασιακού κόσμου πρέπει διαρκώς να τεκμηριώνονται. Μια τεράστια αυθαιρεσία κρύβεται πίσω από αυτήν την προσαρμογή. Τα άτομα ενδίδουν και εγκαταλείπουν όλα όσα κάποτε αποτελούσαν στοιχεία της προσωπικότητά τους με στόχο την ενίσχυση ή την διατήρηση της εργατικής αξίας τους στην αγορά εργασίας. Αυτή είναι μια συνεχής πρακτική αυτο-άρνησης που είναι ευκολότερη όταν ο εαυτός σου είναι κενός. Στην ύστερη καπιταλιστική κρίση, οι άνθρωποι δεν μπορούν να βασιστούν σε μια μόνιμη προϋπόθεση που πρέπει να πληρούν. Οι προσωπικές σχέσεις θυσιάζονται γρήγορα για χάρη της ευελιξίας και εκφυλίζονται είτε για προσωρινές εταιρικές σχέσεις είτε για κοινωνικά δίκτυα που συμβάλλουν στη διατήρηση όσο το δυνατόν περισσότερων «επαφών» και έτσι αυξάνουν τις επαγγελματικές δυνατότητες. Τυφλές σχέσεις χωρίς ισχυρούς δεσμούς (ούτε με άλλα πρόσωπα στην επιχείρησή τους ή στο επαγγελματικό τους χώρο) παράγονται και προωθούνται. Μια τέτοιου είδους ζωή αντιστοιχεί σε έντονα αισθήματα κενότητας και έλλειψης αυθεντικότητας (Lasch 1980). Ποιος μπορεί να πει τι είναι πραγματικά ένα άτομο όταν πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή ετοιμότητα ώστε να προσαρμόζεται στην αγορά εργασίας και στις επιφανειακές σχέσεις; Αυτή η διαδικασία οδηγεί σε μια νέου τύπου ναρκισσιστική προσωπικότητα που μπορεί να είναι τα πάντα καθώς στη βάση του είναι κενός.

Μεγαλοπρεπείς φαντασιώσεις που παραπέμπουν στο Εγώ αναπτύσσονται ολοένα και περισσότερο για να διατηρήσουν την ακούραστη καπιταλιστική μηχανή και τους τροχούς της, τις συνθήκες σύγχρονης εργασίας και διαβίωσης (Lewed 2005). Αυτή η μορφή ναρκισσισμού είναι διαφορετική από τις προηγούμενες λόγω της αποκλειστικής θετικής στροφής του. Δεν έχει πλέον κατεύθυνση προς το εσωτερικό του ατόμου, αλλά ρέει εντός μιας αναγκαστικής προσαρμογής στις εξωτερικές απαιτήσεις, όπου τα άτομα ξεγελούν τον εαυτό τους νομίζοντας ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα. Σε μια κριτική με βάση τη θεωρία του Kohut, «optimal frustration», αυτός ο τύπος ναρκισσισμού μπορεί να κατανοηθεί ως μια ατελείωτη διαδοχή συνεχιζόμενων αποτυχιών που οδηγούν σε αντίστοιχα «προοδευτικές» προσαρμογές, σε αυξημένη παραγωγή, μεγαλύτερη ευελιξία και ενισχυμένη προώθηση του εαυτού. Η προσαρμογή στην «πραγματικότητα» διαρκώς αλλάζει απρόβλεπτα εντός της κοινωνία. Έτσι, οι αποτυχίες έχουν γίνει μόνιμη διαδικασία επαλήθευσης. Σε αυτή την περίπτωση, η ατομική αποτυχία είναι δεδομένη και κάποτε η στιγμή θα έρθει όπου το κάθε άτομο θα φτάσει στο όριό του.

Η πραγματικότητα στην οποία ο ναρκισσιστής ανταποκρίνεται είναι αβέβαιη. Το χαρακτηριστικό του αυτό, είναι ο λόγος που το σύνδρομο αυτό ηγείται ενός κόσμου που χαρακτηρίζεται από ατομικισμό και απομόνωση, κοινωνική ψυχρότητα και γενική διάβρωση των κοινωνικών δεσμών (Altmeyer 2000). Το αίσθημα της εσωτερικής κενότητας συντρέχει με αυτή τη διάβρωση. Ο κενός άνθρωπος πρέπει διαρκώς να εισάγει νέες δραστηριότητες, ειδάλλως θα αναγκαστεί να υποστεί την ύπαρξή του. Ο καθένας βλέπει τον εαυτό του να χωρίζεται και να αποσπάται ο από όλους του άλλους ανθρώπους.

Ως εκ τούτου, τα άτομα κάνουν τα πάντα για να καταστείλουν το αίσθημα αυτό που μοιάζει με θανατική καταδίκη. Όπως το χρήμα γίνεται κεφάλαιο και μετά τον πολλαπλασιασμό του πρέπει άμεσα να αναζητήσει την επόμενη επένδυση, έτσι ο ναρκισσιστής πρέπει να ψάξει αμέσως για την επόμενη επιτυχία ή την επόμενη μεγάλη καταναλωτική εμπειρία. Πρόκειται για μια ανακυκλούμενη διαδικασία χωρίς στόχο. Τόσο το κεφάλαιο όσο και η ναρκισσιστική προσωπικότητα βρίσκονται σε μια ατελείωτη, κενή και ανούσια ταυτολογική κίνηση – και ως εκ τούτου συμπληρώνουν και προάγουν το ένα το άλλο. Οι άνθρωποι αντιδρούν στην κενότητα με την πεποίθηση ότι είναι ξεχωριστοί. Ζουν υπό τον φόβο να στοχοποιηθούν από μια αποτυχία που θα τους στοιχειώσει και θα τους επαναφέρει στην κενότητά τους (Lasch 1980). Η ζωή τους όλη είναι συνεχείς πάλη για υπεροχή και σεβασμό.

Η ναρκισσιστική υπερεκτίμηση του ατόμου σε φαντασιώσεις παντοδυναμίας εξωτερικεύεται επιθετικά και γίνεται το νέο σημάδι του εαυτού του, όχι απλώς ως το σύμπτωμα μιας οιδηπόδειας προσωπικότητας… Αυτή συνοδεύεται από μια προσωπική λαχτάρα για τον θαυμασμό, την επιβεβαίωση και την αναγνώριση από τρίτους (βλ. Kohut 1973).

Ούτε οι συνεχόμενες επιτυχίες (για να μην αναφέρουμε τις αποτυχίες) ούτε οι επιφανειακές αυτοπροβολές και ο θαυμασμός μπορούν να δημιουργήσουν γνήσιες σχέσεις. Η ικανότητα δημιουργίας ισχυρών κοινωνικών δεσμών μπλοκάρεται. Το νέο ναρκισσιστικό υποκείμενο ζει αποκλειστικά με κέντρο τον εαυτό του, είναι εντελώς ανίκανος να συναισθανθεί, να νιώσει κάποιο γνήσιο ενδιαφέρον για τους άλλους (Auchter and Strauss 1999). Η απόδοση και η βούληση για επιτυχία υιοθετούνται και επιβραβεύονται (Kohut 1973). Αυτό ενισχύει το ναρκισσιστικό τους προφίλ. Όσο πιο επιφανειακοί είναι οι δεσμοί με το παρόν επάγγελμα, το προσωρινό περιβάλλον και τα πρόσωπα που συνδέονται με αυτό, τόσο πιο εύκολα το άτομο επαναπροσανατολίζεται και προσαρμόζεται στις κοινωνικές αλλαγές. Η ευελιξία στις αντιδράσεις του κοινωνικού περιβάλλοντος έχει γίνει ένας ποιοτικός δείκτης στο κατά πόσο έχει κάποιος «αίσθηση της πραγματικότητας» (βλέπε Gruen 1987). Στην νέα χιλιετία, στην κοινωνία της απόδοσης, της ευελιξίας και της αβεβαιότητας, το ναρκισσιστικό υποκείμενο δεν απαιτεί ταυτότητα. Έτσι, προσαρμόζεται τέλεια στο μοντέλο υποκειμένου της καπιταλιστικής κρίσης. Αντιθέτως, ένας άνθρωπος που φαίνεται αναλλοίωτος και ακλόνητος έναντι των κοινωνικών μεταβολών εμφανίζεται ως απειλή στο καθιερωμένο είδος κοινωνικοποίησης.

Ο ναρκισσισμός, αντιπροσωπεύει τώρα μια εξαιρετικά επισφαλής δομή προσωπικότητας που χαρακτηρίζεται από μια πολύ ασταθή ισορροπία μεταξύ των συναισθημάτων παντοδυναμίας και αδυναμίας (βλ. Lewed 2005). Αυτή η δομή γίνεται διαρκώς πιο ασταθής, όσο περισσότερο φαντασιώσεις παντοδυναμίας των ατόμων καταρρέουν μπροστά στην κοινωνική πραγματικότητα καθώς η κρίση πλησιάζει (βλ. Lewed 2010).

Ο κίνδυνος της αποτυχίας απειλεί διαρκώς. Από τη μία εμφανίζεται η οικονομική ανάπτυξη, η λογική της βελτίωσης, η μέγιστη απόδοση εργασίας, που ως Χάρυβδη απειλεί την ναρκισσιστική προσωπικότητα με κατάρρευση κάτω από την ολοένα και αυξανόμενη πίεση. Από την άλλη, η Σκύλλα απειλεί με απρόβλεπτη αποτυχία, ανατρέποντας την φαντασίωση της απόλυτης παντοδυναμίας. Η εύρεση ασφαλούς περάσματος μεταξύ των δύο άκρων γίνεται αισθητά σπάνια. Στη περίπτωση της αποτυχίας υπάρχει κίνδυνος επιστροφής σε οπισθοδρομικές ταυτότητες. Η καταστολή των αισθημάτων παντοδυναμίας σταματάει, αυτά μπορούν να γίνουν ανεξέλεγκτα και να εκδηλωθούν βίαια χωρίς να κατευθύνονται στα μονοπάτια της οικονομικής δραστηριότητας. Σε αυτές τις περιπτώσεις αυτό μπορεί να γειωθεί σε ιδεολογικά πεδία όπως είναι ο εθνικισμός, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, κλπ. Εκδηλώνονται αγελαίες συμπεριφορές, επιθετικές προς ανθρώπινες ομάδες που προσδιορίζουν ως «κατώτερες». Το εν λόγω υποκείμενο βιώνει τον εαυτό του ως τον κομιστή της αλήθειας και της εξουσίας, ενώ όλα τα ψεγάδια αποδίδονται στους άλλους (Kohut 1973). Το «καλό» αντιπροσωπεύεται από την ομάδα ενώ το κακό σε ότι βρίσκεται έξω από αυτήν. Όπως η ιστορία μας έχει διδάξει, αυτό οδηγεί σε πογκρόμ των δήθεν «κατώτερων». Αυτές οι ταυτότητες και ενέργειες εμφανίζονται όταν οι «κανονικοί» τρόποι για την ικανοποίηση των μεγάλων και παντοδύναμων φαντασιώσεων του καπιταλιστικού ανθρώπου εμποδίζονται. Ευδοκιμούν δε σε περιόδους κρίσης πλάι σε μια αδίστακτη ανταγωνιστική συμπεριφορά.

Προοπτικές/συμπεράσματα

Η δυναμική του συστήματος παραγωγής αγαθών καθιστά εξαρτημένο και ενισχύει τον ναρκισσισμό ως το βασικό πρότυπο της σύγχρονης μορφής του υποκειμένου. Τα τυπικά μοτίβα συμπεριφοράς του, θεωρούνται επιθυμητά, φυσιολογικά σε όλους τους τομείς της ζωής (στις δημόσιες σχέσεις, τον εργασιακό κόσμο, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης συμπεριλαμβανομένου του Διαδικτύου, τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα και τις διαπροσωπικές σχέσεις) και τιμώνται με δημόσια αναγνώριση, οικονομική επιτυχία, επαγγελματική ανέλιξη κ.λπ.

Η ψευδο-φύση των ναρκισσιστικών υποκειμένων έχει ως μόνο σκοπό την ανούσια αναπαραγωγή του χρήματος. Οι ίδιοι, ανίκανοι να συνάψουν ισχυρούς κοινωνικούς δεσμούς, λειτουργούν ως έντονα ευέλικτοι εργαζόμενοι και πρόθυμοι καταναλωτές. Εσωτερικά κενοί, ανυπόμονοι για την επιβεβαίωση των επιτευγμάτων τους και διψασμένοι για νέες καταναλωτικές απολαύσεις, ταιριάζουν με το κενό, ατέρμονο και ανούσιο κίνημα εκμετάλλευσης.

Η κατάργηση αυτής της ναρκισσιστικής μορφής υποκειμένου είναι αδύνατη υπό τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες, αφού αυτές δεν επιτρέπουν την προσωπική άνθιση. Μια ζωή έξω από το ναρκισσιστικό πρότυπο, φαίνεται ριζικά διαφορετική. Πρόκειται για μια ζωή δίχως εργασιακή μανία, ανταγωνισμό, άγχος απόδοσης, χωρίς την πίεση για μόνιμη αυτοπροβολή και επιβεβαίωση. Όσο κυριαρχούν αυτά τα πρότυπα, οι βασικές προϋποθέσεις για την ανάπτυξη ελεύθερων κοινωνικών ατόμων πέρα από την εμπορευματοποιημένη υποκειμενικότητα, είναι απούσες. Η ελπίδα βρίσκεται στην συνειδητοποίηση της ανάγκης που έχουμε ο ένας για τον άλλον, κατανοώντας ότι είμαστε συλλογικά όντα που χρειαζόμαστε πολυδιάστατες και όχι απλώς μονοδιάστατες σχέσεις μεταξύ μας.

Οι υλικές προαπαιτήσεις για κάτι τέτοιο έχουν από καιρό προκύψει στον κόσμο, που χαρακτηρίζεται από υπερπαραγωγή. Δεν μπορούμε πλέον να εγκαταλείψουμε την κοινωνικοποίηση σε μια ασύνειδη διαδικασία που μας επιβάλλεται και αναπαράγουμε καθημερινά (Boesch 2000). Οι σχετικές αξίες που αποτελούν τη βάση αυτής της διαδικασίας γίνονται όλο και πιο δυσλειτουργικές. Παράλληλα δεν υπάρχει μια αυτόματη διαδικασία που οδηγεί σε μια ελεύθερη κοινωνία. Αναβάλλοντας την καταστρεπτική κοινωνική διαδικασία και αντικαθιστώντας την με μια συνειδητή κοινωνικοποίηση δεν συνεπάγεται την επιτυχία κατ’ ανάγκη. Η κριτική της καπιταλιστικής μορφής υποκειμένου αναλύοντας την ψυχο-κοινωνική λογική και δυναμική του, είναι ένα απαραίτητο βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση.


Πηγή: https://theshadesmag.wordpress.com/2019/03/18/all-the-lonely-people-narcissism-as-a-subject-form-of-capitalis/

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.