Λάβαμε: 27/3/2019
Θεωρώ πως, έως τώρα, είναι αρκετά προφανές πως έννοιες όπως μαχητικότητα και προπαγάνδα υπαινίσσονται έναν διαχωρισμό μεταξύ των ιδεών κάποιου και της καθημερινής του ζωής. Εκτός της επαίσχυντης εγγύτητάς του με τη στρατιωτική ορολογία, ο όρος “μάχιμος” παρέχει την εντύπωση μιας δισυπόστατης δραστηριότητας, μιας δημόσιας -ή και ανώνυμης- αυτοαναφορικής ενδυμασίας, εν είδη υποδείγματος επιβεβλημένης και επιτυχημένης θυσίας. Να “προπαγανδίζεις” σημαίνει να διαμορφώνεις συναινέση (η περιώνυμη πάλη για να προσηλυτίσεις τους ανθρώπους στην ιδέα). Για να το επαναλάβουμε με 10 λέξεις: Σημαίνει μετατροπή του εαυτού σου και άλλων σε μέσα επίτευξης ενός Τέλους, σε δεσμούς ενότητας με τον Σκοπό.
Τώρα, εφόσον δομείται μια νέα και ακόμη πιο δεσποτική ιδεολογία από την κριτική της ιδεολογίας, κανείς δεν απορεί με την αδυναμία των μαχητών και των προπαγανδιστών να βρουν απήχηση. Είναι πρόδηλο πως η εν λόγω διαδεδομένη “εχθρότητα” δεν είναι πρόθυμη να συγκεράσει τις ιδέες με τη ζωή εντός της. Αντιθέτως, συνιστά συνήθως το αποτέλεσμα της οριστικής επισφράγισης του άνωθεν διαχωρισμού.
Ακόμα και μεταξύ των αναρχικών, οι ψευδείς αντιθέσεις καταλήγουν να συσκοτίζουν το τοπίο.
Η αποκήρυξη της εξέγερσης και του ρίσκου στον πειραματισμό και τη δράση είναι που υποβόσκουν συνήθως πίσω από την άρνηση της μαχητικότητας και της πολιτικής. Άπλετη φλυαρία γύρω από τον πειραματισμό, μα οι “ζωντανοί” αναπαράγουν σε ό,τι αποκαλούν “καθημερινή ζωή” τη θρησκευτική ευσέβεια που τόσοι εξ αυτών διατείνονται πως απεχθάνονται. Όταν ένα εγχείρημα απαιτεί υπέρμετρη δέσμευση, όταν δεν εμφανίζονται αποτελέσματα, όταν είναι πολλά αυτά που διακυβεύονυαι, μπα, είναι όλα πολιτικαντισμός και προπαγάνδα. Καλύτερα να επιστρέψουμε στις συνηθισμένες μας πρακτικές (με μόνο πείραμα την μέθοδο του να επαναλαμβανόμαστε) στους χώρους μας και τις σχέσεις μας. Στην τελική δεν αληθεύει πως όλα αξίζει να καταστραφούν.
Ναι, ξέρω πως ανέκαθεν όσοι μιλούσαν για αλλαγή του κόσμου παρέλειπαν ν’ αλλάξουν ό,τι είναι πραγματικά σημαντικό: τη ζωή τους. Μα θα μπορούσε αυτό το έντονο και θελκτικό προαίσθημα να εκπέσει σε κοινοτοπία στην υπηρεσία μιας μεταμφιεσμένης παραίτησης; Και τότε, είναι πραγματικά εφικτό να ανακτήσουμε τις ζωές μας δίχως συνάμα να πειραματιζόμαστε με την κατεδάφιση αυτού του κόσμου; Το να επικαλούμαστε ένα Πριν και ένα Μετά σημαίνει πως αποδεχόμαστε τις εύκολες λύσεις που πάντα μας προσφέρονταν.
Παραδόξως, οι θλιβερές κυριακάτικες μοιρολογίστρες, οι επηρμένοι προφήτες της μεγάλης μέρας, είναι οι πρώτοι που θα μιλήσουν για το “εδώ και τώρα”. Αλλά το εδώ και τώρα το οποίο αναφέρουν στις ιστορίες τους δεν ταυτίζεται με το “όλα στο σήμερα” που λυσσομανά να πυρπολήσει όλες τις επισχέσεις και τους υπολογισμούς · είναι ένα ασήμαντο προϊόν του προοδευτισμού και της μαλθακότητας. Και τολμούν να μιλούν για αλλαγή της ζωής. Δύσμοιρε Ρεμπώ.
Δε σχεδίαζα όμως να μιλήσω περί αυτού. Θα επανέλθω για το συγκεκριμένο θέμα κάποια άλλη στιγμή μελλοντικά.
Αντ’ αυτού, θα επιθυμούσα να προβληματιστώ σχετικά με την δυνατότητα να τεθεί ένα τέλος στην λογική της προσκόλλησης.
Δεν είναι σπάνιο κάποιος ν’ ακούσει πως στους αναρχικούς κύκλους κανένας δεν αποβλέπει στον προσεταιρισμό άλλων, πως κανείς δεν ενδιαφέρεται να συσπειρώσει ακολουθητές. Αλλά συμβαίνει πραγματικά αυτό; Μήπως αποζητάται η συγκατάβαση ακόμα και με διαφορετικούς τρόπους; Επί παραδείγματι, δεν είθισται η “συνέπεια” ν’ αποτελεί μία μέθοδο να εμφανιστεί κάποιος ως “αξιόπιστος”;
Πιστεύω πως είναι εφικτό κάποια να εκφράσει τις ιδέες της και να δραστηριοποιηθεί δίχως να εγκλωβίζεται στις αλυσίδες της προσκόλλησης. Σημαντικό είναι διαδοθεί η αποφασιστικότητα κάποιου να κρίνει για τον εαυτό του και να δρα κατά συνέπεια, όχι ο ρόλος του. Ωστόσο, εμείς εξακολουθούμε σποραδικά να ισχυριζόμαστε πως συγκεκριμένες δράσεις απομακρύνουν “τον κόσμο” από ‘μάς. Εγώ θεωρώ πως αν κάποιος διακρίνει μια αντίφαση μεταξύ του τι λέω και τι πράττω, με την προϋπόθεση πως ενστερνίζεται τις αντιλήψεις μου, τότε ο ίδιος έχει την ευθύνη να λειτουργήσει διαφορετικά και “καλύτερα”. Στην περίπτωση που κάποια χάσει την πίστη της σ’ εμένα, θα λυπηθώ, κι αν λυπηθώ θά ‘ναι για την απώλεια της εμπιστοσύνης της και όχι γιατί αυτό ενδεχομένως θα ζημιώσει την αξιοπιστία των ιδεών που εκπροσωπώ. Όταν η ενότητα μεταξύ θεωρίας και πράξης κατευθύνεται στην απόσπαση αποδοχής, τότε πάντα αλλοτριώνεται. Τι αξία έχει να αυτοανακυρηχθεί κάποιος αναρχικός επειδή γνωρίζει για τη “συνεκτικότητα” των αναρχικών κι επιθυμεί να τους μιμηθεί;
Οι ιδέες δε γίνεται ν’ απομονωθούν από τους φορείς τους. Αλλά η ενότητα θεωρίας και δράσης ενός ατόμου δε θα έπρεπε να μετατρέπεται σε παράδειγμα για κάποιο άλλο. Πώς να το θέσω: Επιθυμώ να μεταφέρω τις ιδέες μου από τη θεωρία στην πράξη, αλλά για τον εαυτό μου, όχι αποβλέποντας στην μετάδοση των ιδεών μου σε άλλους.
Στην καλύτερη περίπτωση, ο “κόσμος” έχει συνηθίσει να προσλαμβάνει τις αναρχικές αντιλήψεις εν είδει προτάγματος με το οποίο καλείται να συμφωνήσει ή όχι. Αυτή η στάση οφείλει να θρυμματιστεί. Αυτό σημαίνει να μη ζητιανεύουμε αποδοχή προκειμένου να καταστρέψουμε τη διαμεσολάβηση, την αντιπροσώπευση και την εξουσία (που οφείλουμε να παραδεχτούμε πως πρόκειται για την αναζήτηση αποδοχής αυτούσια), αλλά, απεναντίας, να αρνηθούμε τον εκβιασμό της. Δεν έχουμε τίποτα να προσφέρουμε – και αυτό μας διαφοροποιεί.
Εντούτοις, συχνά εμφανίζεται μία σύγχυση μεταξύ της σαφήνειας των επιλογών κάποιου και της επικοινώνησής τους σε άλλους. Ενδιαφέρομαι να μοιραστώ τις ιδέες μου με άλλους, και μάλιστα με έναν κατάλληλο τρόπο ώστε να γίνουν καταληπτές. Αλλά το γεγονός πως τις καταλαβαίνουν δε συνεπάγεται πως συμφωνούν μαζί τους. Μπορεί να φαίνομαι κοινότοπος αλλά δεν είμαι. Πόσες φορές παρατηρούμε κάποιον να μιλά και να δρα με τέτοιον τρόπο ώστε οι άλλοι να συμφωνούν μαζί του, αλλά όχι ώστε να προσπαθεί να καταστήσει σαφείς και διακριτές τις αντιλήψεις και τις πράξεις του (μολονότι είμαι ο πρώτος έμφορτος με αμφιβολίες σχετικά με την έννοια της σαφήνειας);
Συνήθως, όσοι απαυδούν με την αναζήτηση οποιασδήποτε συγκατάνευσης, εγκαταλείπουν τη διάδοση και τη διάχυση των αντιλήψεών τους. Αλλά, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ορθώνουν μιαν άμυνα. Αντιθέτως, πιο επικίνδυνο είναι να επιμείνεις πεισματικά να εκφράζεις τον εαυτό σου και παράλληλα να μην προσκολλάσαι σε κάποιον άλλο (ή σε μία όμαδα). Οι προσκολλήσεις χρειάζεται να παγιοποιηθούν και να προστατευθούν (προς θεού, τα είδωλα!!), και αυτό καταλήγει να κονιορτοποιεί τη σκέψη και να σχηματοποιεί την δράση. Η αναζήτηση συγκατάθεσης (με τις χίλιες της μορφές) συνεπάγεται την προσαρμογή κάποιου στο επίπεδο όσων αποζητά την αποδοχή τους. Τοιουτοτρόπως, μετατρέπεται σ’ ένα κακοφτιαγμένο προϊόν για τους άλλους.
Συνεχίζουν όμως να μου λένε πως η αλλαγή είναι εφικτή μόνο μαζί με άλλους. Και είναι αλήθεια. Μόνο που αυτό το “μαζί”, για ‘μένα μεταφράζεται σε “η καθεμιά για τον εαυτό της”. Αναζητώ συνεργούς, όχι κοπάδια. Ειδάλλως, το μοναδικό που θα μοιραστούμε είναι η σκλαβιά.
Πηγή: More much more, συλλογή κειμένων του Ιταλού Αναρχοατομικιστή Massimo Passamani.
Μετάφραση: Consumimur Igni
Leave a Reply