Αυτό το άρθρο χρησιμοποιεί διάφορα παραδείγματα από τη Νέα Υόρκη στα τέλη της δεκαετίας του 1990 προκειμένου να προωθήσει δύο βασικά επιχειρήματα σχετικά με την μεταβαλλόμενη σχέση ανάμεσα στη νεοφιλελεύθερη πολεοδομία και την κατ’ ευφημισμόν παγκοσμιοποίηση.
Πρώτον, όσο το νεοφιλελεύθερο κράτος μετατρέπεται σε έναν καταναλωτικό -παρά ρυθμιστικό- παράγοντα της αγοράς, η νέα ρεβανσιστική [revanchist] πολεοδομία, η οποία αντικαθιστά τη φιλελεύθερη πολιτική για τον αστικό χώρο στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου, εκφράζει ολοένα και περισσότερο τους παλμούς της καπιταλιστικής παραγωγής, παρά της κοινωνικής αναπαραγωγής. Καθώς η παγκοσμιοποίηση προαναγγέλει μία νέα κλίμακα του παγκόσμιου, η κλίμακα του τοπικού αναδιατυπώνεται. Οι πραγματικές παγκόσμιες πόλεις μπορεί να είναι τόσο οι ταχέως μεγενθυνόμενες μητροπολιτικές οικονομίες της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και (σε μικρότερο βαθμό) της Αφρικής, όσο και τα διοικητικά κέντρα της Ευρώπης, της Βόρειας Αμερικής και της Ιαπωνίας. Δεύτερον, η διαδικασία του gentrification, που αρχικά ξεκίνησε ως σποραδική, ιδιόρρυθμη και τοπική ανωμαλία των αγορών ακινήτων κάποιων πόλεων στα διοικητικά κέντρα, τώρα γενικεύεται πλήρως ως μία αστική στρατηγική που παίρνει τα ηνία της φιλελεύθερης πολιτικής του αστικού χώρου. Χωρίς να είναι πλέον απομονωμένη και περιορισμένη στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική ή την Ωκεανία, η στρατηγική του gentrification τώρα γενικεύεται· οι επιπτώσεις του είναι παγκόσμιες και συνδέεται εκ βάθρων με τα κυκλώματα της κυκλοφορίας του παγκόσμιου κεφαλαίου και του πολιτισμού. Αυτό που συνδέει τα παραπάνω δύο επιχειρήματα είναι η μετατόπιση από μία αστική κλίμακα, που καθοριζόταν από τις συνθήκες της κοινωνικής αναπαραγωγής, σε μία άλλη, στην οποία η επένδυση του παραγωγικού κεφαλαίου διατηρεί το οριστικό προβάδισμα.
Τέσσερις σειρές γεγονότων που συνέβησαν στην πόλη της Νέας Υόρκης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 συνέλαβαν ευκρινώς κάποια από τα κεντρικά περιγράμματα της νέας φιλελεύθερης πολεοδομίας. Η πρώτη αφορά το κεφάλαιο και το κράτος. Στις τελευταίες μέρες του 1998, ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Rudy Giuliani ανακοίνωσε ένα τεράστιο “Χριστουγεννιάτικο δώρο” στην καπιταλιστική ελίτ της πόλης. Απαντώντας στις “απειλές” περί πιθανής μετεγκατάστασης του Χρηματιστηρίου Αξιών της Νέας Υόρκης (NYSE) πέρα από τον ποταμό Hudson, στο New Jersey, ο Giuliani ανακοίνωσε μία επιχορήγηση 900 εκατομμυρίων δολαρίων από τους φορολογούμενους, δήθεν για να συγκρατήσει το χρηματιστήριο στην πόλη. Αυτό ήταν μόνο το τελευταίο και το μεγαλύτερο από μία σειρά “γεωρουσφετιών” [geobribes] που έκανε η πόλη στις παγκόσμιες επιχειρήσεις. Η επιχορήγηση συμπεριλαμβάνει 400 εκατομμύρια δολάρια με τα οποία η πόλη και το κράτος θα χτίσουν νέα γραφεία 650.000 τετραγωνικών μέτρων στη Wall Street για το NYSE. Δεν υπήρξε ποτέ η πρόφαση ότι στη συμφωνία αυτή οδήγησαν χρηματοπιστωτικές ανάγκες, καθώς η επιχορήγηση ήρθε σε μία περίοδο που το χρηματιστήριο αναρροφούσε πρωτόγνωρα ποσά υπεραξίας από τις παγκόσμιες οικονομίες. Αντίθετα, οι αξιωματούχοι της πόλης και του κράτους αναφέρθηκαν στη συμφωνία ως “συνεργασία”. Είχαν προηγηθεί, βεβαίως, και άλλες συνεργασίες μεταξύ δημόσιου και ιδιωτών, αλλά η συγκεκριμένη υπήρξε πρωτόγνωρη κατά δύο τρόπους. Πρώτο -και προφανέστερο- ήταν η κλίμακα του “γεωρουσφετιού” στο ιδιωτικό κεφάλαιο: αγγίζοντας το 1 δις δολάρια το 2001, η κλίμακα αυτής της επιχορήγησης ήταν πρωτόγνωρη. Δεύτερο και σημαντικότερο, η τοπική διοίκηση σε αυτό το περιστατικό απέφυγε να χρησιμοποιήσει το πρόσχημα του ρυθμιστή ή του καθοδηγητή του ιδιωτικού τομέα με στόχο την επίτευξη αποτελεσμάτων που ο ίδιος θα αδυνατούσε να επιτύχει μόνος του. Αντίθετα, η επιχορήγηση δικαιολογήθηκε ως μία επένδυση της πόλης και του κράτους, ως μία “καλή επιχειρηματική πρακτική”. Το ότι η απειλή κατά πάσα περίπτωση ήταν κούφια και το ότι το NYSE ποτέ δεν θα εξέταζε σοβαρά να αφήσει την πόλη, απλά επιβεβαιώνει το προκείμενο: αντί να διαμορφώνει την τροχιά του ιδιωτικού κεφαλαίου, η τοπική κυβέρνηση απλά προσαρμόστηκε στη κατεύθυνση που είχε ήδη θεμελιώσει η λογική των αγορών και, στην πράξη, μετατράπηκε σε μια κατώτερη αλλά αποτελεσματική συνεργάτη του παγκόσμιου κεφαλαίου. Η καταστροφή του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου εγείρει ένα πολύ ρεαλιστικό ενδεχόμενο να καταληφθεί αυτή η τοποθεσία από το χρηματιστήριο.
Η δεύτερη σειρά γεγονότων αφορά την κοινωνική αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Νωρίτερα, μέσα στο 1998, η Διεύθυνση Εκπαίδευσης της Πόλης της Νέας Υόρκης, ανακοίνωσε ότι αντιμετώπιζε έλλειψη δασκάλων μαθηματικών και ότι θα προσλάμβανε σαράντα νέους δασκάλους από την Αυστρία. Ακόμα πιο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μία έλλειψη σε δασκάλους Ισπανικών σε μία πόλη με περισσότερους από δύο εκατομμύρια ισπανόφωνους θα καλυπτόταν με δασκάλους από την Ισπανία. Η ετήσια πρόσληψη δασκάλων λυκείου από χώρες του εξωτερικού έχει γίνει πλέον θέμα ρουτίνας. Τον ίδιο περίπου καιρό ανακοινώθηκε ότι η Αστυνομική Διεύθυνση της Πόλης της Νέας Υόρκης [NYPD] θα ήταν υπεύθυνη για την ασφάλεια των σχολείων της περιοχής από το Σχολικό Συμβούλιο. Όλα αυτά τα γεγονότα συνάγουν σε μία βαθιά κρίση, όχι απλά στο εκπαιδευτικό σύστημα της πόλης, αλλά στο ευρύτερο σύστημα της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Η τρίτη σειρά γεγονότων αναφέρεται στη δραστική αύξηση του κοινωνικού ελέγχου. Το 1997 ήρθε στο φως η φριχτή υπόθεση αστυνομικής βαρβαρότητας εναντίον του Abner Louima, ενός πρόσφυγα από την Αϊτή. Ενάμιση χρόνο μετά, ο άοπλος μετανάστης Amadou Diallo από τη Γουινέα, έπεσε νεκρός στην είσοδο του διαμερίσματός του, αφού δέχτηκε καταιγισμό από 41 αστυνομικές σφαίρες. Τελικά, δύο από τους μπάτσους που επιτέθηκαν στον Louima φυλακίστηκαν, ενώ οι δολοφόνοι του Diallo απαλλάχθηκαν από κάθε ποινική ευθύνη, όπως άλλωστε και η πλειοψηφία των μπάτσων που πυροβολούσαν αθώους Νεοϋρκέζους στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Τον επόμενο χρόνο, με μια απόφαση που είχε παγώσει λόγω της δολοφονίας του Diallo, το NYPD εξοπλίστηκε με τις περιβόητες σφαίρες “dum-dum”, οι οποίες είναι σχεδιασμένες να προκαλούν τη μέγιστη σωματική βλάβη. Την ίδια στιγμή, αποκαλύφθηκε ότι μεταξύ του 1994 και του 1997, η πόλη της Νέας Υόρκης είχε πληρώσει το ποσό-ρεκόρ των 96,8 εκατομμυρίων δολαρίων για να τακτοποιήσει τις πολυάριθμες δικαστικές υποθέσεις αστυνομικής βαρβαρότητας. Ήδη πριν την καταστροφή του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου, ο τυπικός Νεοϋρκέζος αισθανόταν ολοένα και περισσότερο ότι η αστυνομική βία ήταν εκτός ελέγχου· ακόμα και ο πρόεδρος της διαβόητης αστυνομικής ένωσης εξέφρασε φόβους ότι η κατασταλτική στρατηγική της αστυνομίας της πόλης στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ήταν “το πρόπλασμα για ένα αστυνομικό κράτος και μία τυραννία”1. Αυτά τα γεγονότα ήταν το άμεσο αποτέλεσμα της επιβολής των “τακτικών μηδενικής ανοχής” από τον Giuliani, αλλά ήταν εξίσου και αποτέλεσμα μιας ευρύτερης μετατόπισης της πολιτικής του αστικού χώρου, από τον φιλελευθερισμό που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα, προς αυτό που αποκαλέστηκε προηγουμένως “η ρεβανσιστική πόλη”2.
Το τέταρτο γεγονός -και πιθανόν το πιο ενδιαφέρον- αφορά τον μετασχηματιζόμενο πολιτικό ρόλο της τοπικής διοίκησης. Ο Giuliani, θυμωμένος από τον τρόπο με τον οποίο οι διπλωμάτες των Ηνωμένων Εθνών αγνοούσαν την ισχύουσα νομοθεσία για την παράνομη στάθμευση, και αποδίδοντάς τους ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για το μποτιλιάρισμα του Μανχάταν, απείλησε να αρχίσει να ρυμουλκεί τα παράνομα παρκαρισμένα αυτοκίνητα με διπλωματικές πινακίδες. Ενώ είχε ήδη χλευαστεί ανοιχτά για τις μικρότερης ή μεγαλύτερης σημασίας πολιτικές του ενάντια στην καταστολή, ο “Benito” Giuliani (όπως τον κατoνόμαζαν ακόμη και οι New York Times) δήλωνε εξίσου θυμωμένος και με το State Department επειδή φαινόταν να υποστηρίζει την κακή οδική συμπεριφορά του ΟΗΕ. Τότε ο Guiliani αποφάσισε ότι ίσως είχε έρθει η στιγμή, να αποκτήσει η πόλη της Νέας Υόρκης τη δική της εξωτερική πολιτική3. Το γενικότερο νόημα είναι ότι, σε μια χρονική στιγμή όπου αναδιαρθρώνεται η σχέση μεταξύ κεφαλαίου και κράτους, εξελίσσεται μια κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής και αυξάνονται τα κύματα πολιτικής καταστολής, επαναπροσδιορίζεται η κλίμακα των πρακτικών, των κουλτούρων και των λειτουργιών που αναπτύσσονται στον αστικό χώρο μέσα στο πλαίσιο που ορίζουν οι νέες παγκόσμιες σχέσεις και η θεαματικά μεταβαλλόμενη μοίρα του έθνους-κράτους.
Αυτές οι τέσσερις σειρές γεγονότων σκιαγραφούν σε μεγάλο βαθμό τη νεοφιλελεύθερη πολεοδομία, η οποία οδηγούνταν προς τη γέννηση της ήδη από τη δεκαετία του 1980. Με τον νεοφιλελευθερισμό, αναφέρομαι σε κάτι πολύ συγκεκριμένο. Ο φιλελευθερισμός του 18ου αιώνα, από τον John Locke ως τον Adam Smith, περιστρεφόταν γύρω από δύο σημαντικές υποθέσεις: ότι η ελεύθερη, δημοκρατική υποστήριξη του ατομικού συμφέροντος οδηγούσε στο βέλτιστο συλλογικό κοινωνικό καλό· και ότι η αγορά αυτορρυθμίζεται, δηλαδή ότι η ατομική ιδιοκτησία είναι το θεμέλιο αυτού του ατομικού συμφέροντος, και η ελεύθερη αγορά το ιδανικό του όχημα. Ο αμερικάνικος φιλελευθερισμός του 20ου αιώνα λοιπόν, από τον Woodrow Wilson ως τον Franklin Roosevelt και τον John F Kennedy, δεν ήταν και τόσο άσχετος με το όνομά του καθώς έδωσε έμφαση στην κοινωνική αντιστάθμιση των ακροτήτων της αγοράς και της ατομικής ιδιοκτησίας, διατηρώντας φυσικά τα ίδια θεμελιακά αξιώματα του φιλελευθερισμού. Στο βαθμό μάλιστα που επεδίωκε να απορροφήσει την σοσιαλιστική επιρροή, μπορούμε να πούμε ότι αποτέλεσε μια ιδιαίτερη περίπτωση. Ο νεοφιλελευθερισμός λοιπόν, που περνά από τον 20ο στον 21ο αιώνα, εκφράζει μια σημαντική στροφή στα αρχικά αξιώματα του φιλελευθερισμού, αν και τα ενίσχυσε με μία άνευ προηγουμένου κινητοποίηση της κρατικής εξουσίας· όχι μιας γενικά και αόριστα εθνικής κρατικής εξουσίας, αλλά μιας κρατικής εξουσίας οργανωμένης και εξασκημένης σε διαφορετικές γεωγραφικές κλίμακες.
Παρόμοια, τροποποιήθηκαν δραστικά οι διασυνδέσεις ανάμεσα στο κεφάλαιο και το κράτος, η κοινωνική αναπαραγωγή και ο κοινωνικός έλεγχος. Και αυτός ο μετασχηματισμός, το περίγραμμα του οποίου μόλις ξεκινάμε να βλέπουμε, εκφράζεται πιο έντονα μέσα από μια μεταλλασσόμενη γεωγραφία των κοινωνικών σχέσεων – ή πιο συγκεκριμένα, μέσα από τον επαναπροσδιορισμό της κλίμακας στην οποία εξελίσσονται οι κοινωνικές διαδικασίες και οι κοινωνικές σχέσεις. Δημιουργούνται νέες συσχετίσεις μεταξύ των διαφορετικών κλιμάκων, αντικαθιστώντας τις προηγούμενες που συνδέονταν σε μεγάλο βαθμό με την “κοινότητα”, το “αστικό”, το “περιφερειακό”, το “εθνικό” και το “παγκόσμιο”. Εστιάζω σε αυτό το άρθρο αποκλειστικά στη νεοφιλελεύθερη αστικοποίηση και στη σχέση ανάμεσα στο παγκόσμιο και το αστικό. Δεν έχω καμία πρόθεση να υποστηρίξω ότι άλλες κλίμακες είναι λιγότερο σχετικές στο ευρύτερο πλαίσιο, θέλω όμως να αναφερθώ στην ιδιαίτερη σχέση που φαίνεται να αναπτύσσεται μεταξύ της παγκόσμιας κλίμακας και του μετασχηματισμού του αστικού χώρου. Συγκεκριμένα, θα ήθελα να θέσω δύο επιχειρήματα που στην αρχή θα φαίνονται αρκετά διαχωρισμένα. Πρώτον, θα ήθελα να ισχυριστώ ότι στα πλαίσια ενός νέου παγκοσμισμού4, ευρέως (αν και αποσπασματικά) εκφρασμένου μέσω των ιδεολογημάτων της “παγκοσμιοποίησης”, βλέπουμε έναν ευρύτερο επαναπροσδιορισμό της αστικής κλίμακας -στην πράξη μία νέα πολεοδομία- που επανεξετάζει τα κριτήρια κατασκευής της κλίμακας, και εν προκειμένω τις διαδικασίες της παραγωγής και την αξιοσημείωτη αστική ανάπτυξη στην Ασία, τη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Δεύτερον, εστιάζοντας περισσότερο στην Ευρώπη και στη Βόρειο Αμερική, θα ήθελα να επισημάνω ότι οι σχετικά πρόσφατες διαδικασίες gentrification έχουν αναχθεί σε κεντρικό χαρακτηριστικό αυτής της νέας πολεοδομίας. Επομένως, εκθέτω δύο πτυχές μιας επιχειρηματολογίας που καταδεικνύει το πώς ο νεοφιλελευθερισμός εξελίσσεται σε νέες μορφές μέσα στην ευρύτερη ιστορία της καπιταλιστικής αστικοποίησης. Εν κατακλείδι, ελπίζω να δείξω ότι οι δύο μετατοπίσεις που διερευνώνται εδώ στην πραγματικότητα συνδέονται μεταξύ τους.
Νέα Πολεοδομία
Η Saskia Sassen, στο δεξιοτεχνικά συνθετικό της έργο (1992, 1998, 2000), προσφέρει ένα επιχείρημα που αποτελεί σημείο αναφοράς σχετικά με τη σημασία του τόπου5 στον νέο παγκοσμισμό. Ο τόπος, υποστηρίζει, έχει κεντρικό ρόλο στην κυκλοφορία των ανθρώπων και του κεφαλαίου στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Μια εστίαση στους αστικούς τόπους σε ένα κόσμο που παγκοσμιοποιείται μας οδηγεί στην αναγνώριση της ταχέως μειούμενης σημασίας της εθνικής οικονομίας, ενώ παράλληλα η παγκοσμιοποίηση λαμβάνει χώρα δια μέσω συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών συγκροτημάτων, ριζωμένων σε συγκεκριμένους τόπους. Αυτό συνθέτει μία οικεία εικόνα της παγκοσμιοποίησης, ορισμένης με όρους οικονομικής μετατόπισης από την παραγωγή στην χρηματοδότηση. Οι παγκόσμιες πόλεις αναδύθηκαν όταν, κατά τη δεκαετία του 1970, το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα γιγαντώθηκε και οι ξένες άμεσες επενδύσεις σταμάτησαν πλέον να αφορούν κεφάλαιο που επενδύονταν απευθείας σε παραγωγικές λειτουργίες, αλλά μάλλον αφορούσαν κεφάλαιο που κινούνταν προς και ανάμεσα στις διάφορες αγορές κεφαλαίου. Αυτό, με τη σειρά του, πυροδότησε μια ευρεία ανάπτυξη των βοηθητικών προς τους παραγωγούς υπηρεσιών συγκεντρωμένων σε διοικητικές και ελεγκτικές θέσεις στη χρηματοπιστωτική οικονομία. Αυτές οι νέες αστικές μορφές χαρακτηρίζονται από ακραίους διχασμούς πλούτου και ένδειας, από ριζικές ανακατατάξεις των ταξικών σχέσεων και από την εξάρτηση σε νέα μεταναστευτικά ρεύματα εργασίας. Αυτή, φυσικά, είναι η παραδειγματική παγκόσμια πόλη. Η ισορροπία της παγκόσμιας δύναμης έχει μετατοπιστεί ήδη από τη δεκαετία του 1970 “από παραγωγικούς τόπους, όπως το Detroit και το Manchester, σε χρηματοπιστωτικά κέντρα και υπηρεσίες υψηλής εξειδίκευσης”6.
Το έργο της Sassen, μία ευπρόσδεκτη εναλλακτική στη φαιδρή αισιοδοξία των παγκοσμιοποιημένων ουτοπιών, είναι αρκετά εύστοχο όσον αφορά το μεταβαλλόμενο περιεχόμενο ορισμένων αστικών [urban] οικονομιών. Παρόλα αυτά, είναι ευάλωτο τόσο στις θεωρητικές, όσο και στις εμπειρικές του βάσεις, οι οποίες υποδεικνύουν μία πολύ πιο περίπλοκη σειρά σχέσεων που συνδέουν τις παγκόσμιες πόλεις, αλλά και ένα μεγαλύτερο φάσμα πόλεων που μπορεί να ομαδοποιηθεί κάτω από τον τίτλο “παγκόσμιες πόλεις”7. Στο τέλος, τα επιχειρήματα της Sassen είναι λίγο ασαφή σχετικά με το πώς κατασκευάζονται στην πράξη οι τόποι. Δεν προχωράει αρκετά. Φαίνεται σαν η παγκόσμια κοινωνική οικονομία να περιλαμβάνει μία πληθώρα μονάδων-υποδοχέων [containers], τα έθνη-κράτη, μέσα στις οποίες επιπλέει ένας αριθμός μικρότερων υπομονάδων-υποδοχέων, οι πόλεις. Αυτό που επιφέρει η παγκοσμιοποίηση είναι μία ριζική αλλαγή στα είδη των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων και δραστηριοτήτων που εξελίσσονται μέσα σε αυτές τις μονάδες, μία αναταξινόμηση των δραστηριοτήτων μεταξύ διαφορετικών μονάδων και μία αυξανόμενη διαβλητότητα των εθνικών μονάδων, που έχει ως αποτέλεσμα οι ταραχές στην ευρύτερη παγκόσμια θάλασσα να κτυπούν απευθείας και αυξανόμενα τις πόλεις. Παρόλα αυτά, και με την εξαίρεση κάποιων εθνικών μονάδων που πιθανόν να βουλιάζουν πραγματικά, οι μονάδες καθεαυτές παραμένουν σταθερά ανέγγιχτες σε αυτή τη φάση, ακόμα και αν οι μεταξύ τους σχέσεις μεταλλάσσονται. Κατά τον Brenner, το έργο της Sassen παραμένει “εκπληκτικά κρατικοκεντρικό” [με την εδαφική έννοια του κράτους]. Θέλω να υποστηρίξω εδώ ότι στα πλαίσια ενός νέου παγκοσμισμού, βιώνουμε την ανάδυση μιας νέας πολεοδομίας, τέτοια που οι μονάδες καθεαυτές αναπλάθονται θεμελιακά. “Το αστικό” επανακαθορίζεται τόσο δραστικά όσο και το παγκόσμιο· τα παλιά εννοιολογικά σχήματα -οι υποθέσεις της δεκαετίας του 1970 για το τι είναι ή ήταν “το αστικό”- δεν επαρκούν πλέον. Οι νέες αλληλουχίες αστικών λειτουργιών και δραστηριοτήτων σε σχέση με το εθνικό και το παγκόσμιο αλλάζουν όχι μόνο την εικόνα της πόλης, αλλά και τον ίδιο τον ορισμό του τι -κυριολεκτικά- συνιστά την αστική κλίμακα.
Οι πόλεις έχουν ιστορικά επιτελέσει πολλαπλές λειτουργίες, από στρατιωτικές και θρησκευτικές έως πολιτικές και εμπορικές, συμβολικές και πολιτιστικές, ανάλογα με την ιστορία και τη γεωγραφία της συγκρότησης και του μετασχηματισμού τους. Η κλίμακα του αστικού εξαρτάται εξίσου από τις ιδιαιτερότητες της κοινωνικής γεωγραφίας και της ιστορίας. Με την ανάπτυξη και την επέκταση του βιομηχανικού καπιταλισμού, οι αναπτυσσόμενες πόλεις εκφράζουν ολοένα και περισσότερο την ισχυρή τάση συγκέντρωσης του κεφαλαίου, ενώ η κλίμακα του αστικού ορίζεται ολοένα και περισσότερο σε σχέση με τα γεωγραφικά όρια της καθημερινής μετακίνησης από και προς τους χώρους εργασίας. Αυτό σημαίνει ότι καθώς ο κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας ανάμεσα στην παραγωγή και την αναπαραγωγή γίνεται ταυτόχρονα και χωρικός καταμερισμός, και οποιωνδήποτε άλλων λειτουργιών και δραστηριοτήτων εκτελεί η πόλη, η κοινωνική και χωρική οργάνωση της κοινωνικής αναπαραγωγής της εργασίας -δηλαδή η πρόνοια και η συντήρηση του πληθυσμού της εργατικής τάξης- έρχεται να διαδραματίσει έναν κεντρικό ρόλο στον καθορισμό της αστικής κλίμακας. Περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, η κλίμακα της μοντέρνας πόλης ρυθμίζεται έτσι από κάτι τελείως εγκόσμιο: τους αντιφατικούς καθορισμούς των γεωγραφικών ορίων της καθημερινής μετακίνησης των εργατών ανάμεσα στο σπίτι και τη δουλειά8.
Η Κεϋνσιανή πόλη του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, στην οποία το κράτος εγγυόταν ευρύτατες ζώνες [swaths] κοινωνικής αναπαραγωγής, από την κατοικία μέχρι την πρόνοια και τις υποδομές των μεταφορών, αντιπροσώπευσε το ζενίθ αυτής της καθοριστικής σχέσης ανάμεσα στην αστική κλίμακα και την κοινωνική αναπαραγωγή. Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχόλησε σταθερά το έργο Ευρωπαίων και Αμερικάνων θεωρητικών της πόλης, αρχής γενομένης τη δεκαετία του 1960, από την αστική [urban] επανάσταση του Lefebvre(1971), στην αστική κρίση του Harvey(1973) και στον ρητό καθορισμό του Castells(1977) για το αστικό με όρους συλλογικής κατανάλωσης, ενώ παράλληλα αποτέλεσε και διαρκή έγνοια της φεμινιστικής θεωρίας για την πόλη9. Όντας παράλληλα ένα κέντρο συσσώρευσης κεφαλαίου, η Κεϋνσιανή πόλη ήταν από πολλές απόψεις ο κοινός προθάλαμος για την ανεύρεση εργασίας και την κοινωνική πρόνοια για κάθε εθνική πρωτεύουσα. Άλλωστε η περίφημη αστική κρίση του τέλους της δεκαετίας του 1960 και ολόκληρης της δεκαετίας του 1970 ερμηνεύτηκε ευρέως ως κρίση κοινωνικής αναπαραγωγής, η οποία σχετίζονταν με τις κοινωνικές παρενέργειες του ρατσισμού, της ταξικής εκμετάλλευσης και της πατριαρχίας, και τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μία αστική μορφή που προέκυπτε με κριτήριο την καπιταλιστική συσσώρευση και μία άλλη που έπρεπε να δικαιολογηθεί ως προς την αποτελεσματικότητα της κοινωνικής αναπαραγωγής.
Ας κάνουμε τώρα ένα βήμα πίσω και ας κοιτάξουμε το ζήτημα της “παγκοσμιοποίησης”, γιατί εάν μιλάμε για παγκόσμιες πόλεις, κατά πάσα πιθανότητα ο ορισμός τους εμπλέκεται σε αυτή τη διαδικασία. Τι είναι ακριβώς αυτό που παγκοσμιοποιείται στις αρχές του 21ου αιώνα; Ποια είναι η καινοτομία του παρόντος; Σίγουρα δεν είναι το εμπορευματικό κεφάλαιο που παγκοσμιοποιείται: Ο Άνταμ Σμιθ και ο Καρλ Μαρξ διαπίστωσαν αμφότεροι μία “παγκόσμια αγορά”. Ούτε, με την ίδια λογική, μπορεί να είναι το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αυτό που παγκοσμιοποιείται. Τα σύγχρονα επίπεδα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής συναλλαγής μόλις τώρα φτάνουν τα επίπεδα της περιόδου μεταξύ της δεκαετίας του 1890 και του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Οι θεσμοί των Bretton-Woods, που συστάθηκαν μετά το 1944, ιδιαίτερα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, προορίζονταν να αναζωογονήσουν και να ρυθμίσουν τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές ροές που είχαν διακοπεί από την οικονομική κρίση και τον πόλεμο. Μέσα από αυτό το ιστορικό πρίσμα, η παγκόσμια επέκταση των χρηματιστηρίων αξιών και συναλλάγματος και η πλατιά χρηματοπιστωτική απορρύθμιση μετά τη δεκαετία του 1980, είναι μάλλον περισσότερο μία απάντηση στη παγκοσμιοποίηση, παρά η αιτία της. Πολύ ισχυρή είναι επίσης η παγκοσμιοποίηση των πολιτισμικών εικόνων της εποχής των υπολογιστών και της πρωτοφανούς μετανάστευσης, αλλά είναι δύσκολο να υποστηριχθεί ένα επιχείρημα σχετικά με την καινοτομία της πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης, δεδομένου του εύρους των προϋπάρχοντων πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων. Πολύ πριν τη δεκαετία του 1980, όλες οι “εθνικές” κουλτούρες ήταν λιγότερο ή περισσότερο υβριδικές. Άρα, αυτό που μένει είναι το παραγωγικό κεφάλαιο, και νομίζω ότι μία βάσιμη υπόθεση που μπορεί να γίνει είναι ότι στο βαθμό που η παγκοσμιοποίηση κηρύσσει κάτι νέο, ο νέος παγκοσμισμός μπορεί να ανιχνευθεί στην αυξανόμενη παγκόσμια -ή έστω διεθνή- κλίμακα της οικονομικής παραγωγής. Ακόμα και στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τα περισσότερα καταναλωτικά εμπορεύματα παράγονταν σε μία εθνική οικονομία, είτε για να καταναλωθούν εκεί, είτε για να εξαχθούν σε μία άλλη εθνική αγορά. Κατά τη δεκαετία του 1990, αυτό το μοντέλο ήταν παρωχημένο, καθώς για ορισμένα εμπορεύματα γινόταν ολοένα και πιο δύσκολο να προσδιοριστούν συγκεκριμένοι τόποι παραγωγής και η παλιά γλώσσα της οικονομικής γεωγραφίας δε έβγαζε πλέον κανένα νόημα. Στα αυτοκίνητα, τα ηλεκτρονικά, την ένδυση, τους υπολογιστές, τη βιοϊατρική και πολλούς άλλους βιομηχανικούς τομείς, υψηλής και χαμηλής τεχνολογίας, η παραγωγή τώρα οργανώνεται μεταξύ των εθνικών συνόρων, σε τέτοιο βαθμό που τα ζητήματα των εθνικών “εισαγωγών” και “εξαγωγών” υποκαθίστανται από εσωτερικά ζητήματα της παραγωγικής διαδικασίας του παγκόσμιου εμπορίου. Η ιδέα του “εθνικού κεφαλαίου” έχει σήμερα ελάχιστο νόημα, γιατί το μεγαλύτερο παγκόσμιο εμπόριο εκτός των εθνικών συνόρων είναι πια ενδοεταιρικό: λαμβάνει χώρα μέσα στα δίκτυα παραγωγής των ίδιων των εταιριών.
Με καθαρά οικονομικούς όρους, υπάρχει μικρή αμφιβολία ότι μειώνεται η δύναμη των περισσότερων κρατών που οργανώνονται σε εθνική κλίμακα. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν επικαλείται μία “μηδενικού-αθροίσματος” εννοιολόγηση της κλίμακας10, ούτε η απονέκρωση του έθνους-κράτους είναι ένα απλουστευτικό επιχείρημα. Πρώτον, η πολιτική και πολιτισμική ισχύς της εξουσίας σε εθνική κλίμακα δεν είναι απαραίτητο ότι μειώνεται, σε αρκετούς τόπους μάλιστα μπορεί να ενισχύεται. Δεύτερον, η αποδυνάμωση της οικονομικής εξουσίας σε εθνική κλίμακα είναι ιδιαίτερα ανισοκατανεμημένη και όχι αναγκαστικά παγκόσμια, με τις ΗΠΑ ή το Κινέζικο κράτος να απολαμβάνουν μία πολύ διαφορετική μοίρα από τη Μαλαισία ή τη Ζιμπάμπουε. Για παράδειγμα, ο Mészáros ισχυρίστηκε ότι η φιλοδοξία του κράτους των ΗΠΑ είναι να μετασχηματιστεί σε ένα παγκόσμιο κράτος και να διεξάγει έναν βίαιο “πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία” -στην πραγματικότητα έναν πόλεμο για την παγκόσμια ηγεμονία- κάτι που μοιάζει να επιβεβαιώνει την ανάλυση. Παρόλα αυτά, οι πηγές αυξημένης οικονομικής διαβλητότητας σε εθνική κλίμακα είναι αναντίρρητες: οι επικοινωνίες και η χρηματοπιστωτική απορρύθμιση διεύρυναν την γεωγραφική κινητικότητα του κεφαλαίου· πρωτοφανείς εργατικές μεταναστεύσεις αποστασιοποίησαν τις τοπικές οικονομίες από την αυτόματη εξάρτηση στην εγχώρια εργασία· οι εθνικές και οι τοπικές κυβερνήσεις (συμπεριλαμβανομένων των δημοτικών αρχών) ανταποκρίθηκαν προσφέροντας το καρότο στο κεφάλαιο, ενόσω εφάρμοζαν το μαστίγιο στην εργασία και αποσυναρμολογούσαν τις πρωθύστερες επιδοτήσεις της κοινωνικής αναπαραγωγής· και τέλος, καθώς οι ταξικοί και οι φυλετικοί αγώνες έχουν ευρέως υποχωρήσει, έχουν επιτρέψει στις τοπικές και στις εθνικές κυβερνήσεις να εγκαταλείψουν το τμήμα του πληθυσμού που περισσεύει, τόσο με την αναδόμηση της οικονομίας, όσο και με το ξεκοίλιασμα των κοινωνικών υπηρεσιών. Η μαζική φυλάκιση της εργατικής τάξης και των μειονοτικών πληθυσμών, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, είναι το εθνικό ανάλογο της αναδυόμενης ρεβανσιστικής πόλης. Τα συγκριτικά χαμηλά επίπεδα κοινωνικών αγώνων έκαναν δυνατή την εικονική σιωπή της κυβέρνησης μετά τις εξεγέρσεις του Λος Άντζελες το 1992, γεγονός που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την θετική [για τις συνθήκες διαβίωσης των μαύρων] -αν και πατερναλιστική- αντίδρασή της στις εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960.
Συνεπώς, δύο αλληλοενισχυόμενες μετατοπίσεις αναδομήσαν τις λειτουργίες και τους ενεργούς ρόλους των πόλεων. Αρχικά, τα παραγωγικά συστήματα που ήταν προηγουμένως χωρικά οργανωμένα σε (υποεθνική) περιφερειακή κλίμακα, σταδιακά αποκόπηκαν από το καθορισμένο εθνικό τους πλαίσιο, οδηγώντας όχι μόνο σε κύματα αποβιομηχάνισης κατά τη δεκαετία του 1970 και του 1980, αλλά και σε μια συνολική αναδόμηση και αποδόμηση της περιφέρειας στα πλαίσια της αναδιοργάνωσης των καθιερωμένων ιεραρχιών κλίμακας. Ως συνέπεια, τα παραγωγικά συστήματα συρρικνώθηκαν. Η χωρική οργάνωση της παραγωγής επικεντρώνεται ολοένα και περισσότερο σε επεκτεινόμενα μητροπολιτικά κέντρα, παρά σε ευρύτερες περιοχές: η μητροπολιτική κλίμακα έρχεται πάλι να κυριαρχήσει επί της περιφερειακής κλίμακας, παρά το αντίθετο. Για παράδειγμα, στη θέση των αμερικάνικων Northwest και Midwest, των αγγλικών Midlands και του γερμανικό Ruhr -κλασικά γεωγραφικά δείγματα μοντέρνου βιομηχανικού καπιταλισμού- έχουμε το São Paulo και την Bangkok, το Mexico City και τη Shanghai, τη Mumbai και τη Seoul. Αν τον 19ο και 20ο αιώνα, οι παραδοσιακές βιομηχανικές περιοχές ήταν η σπονδυλική στήλη των εθνικών πρωτευουσών, οι πλατφόρμες της παγκόσμιας παραγωγής αποτελούνται ολοένα και περισσότερο από τις νέες τεράστιες αστικές [urban] οικονομίες. Αυτή η νέα αναδιάρθρωση της κλίμακας της παραγωγής προς τη μητροπολιτική κλίμακα είναι μία έκφραση της παγκόσμιας αλλαγής· ενώ την ίδια στιγμή, βρίσκεται στην καρδιά μιας νέας πολεοδομίας.
Οι συνέπειες γίνονται επίσης εμφανείς καθώς τα έθνη-κράτη απομακρύνονται ολοένα και περισσότερο από τις φιλελεύθερες πολιτικές του αστικού χώρου που κυριάρχησαν στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες τις κεντρικές δεκαετίες του 20ου αιώνα. Στις ΗΠΑ, η άρνηση του Προέδρου Ford να διασώσει την Πόλη της Νέας Υόρκης στο μέσο μιας βαθιάς δημοσιονομικής κρίσης (απαθανατισμένη από την περίφημη επικεφαλίδα των Daily News: “Ford to City: Drop Dead”), που ακολουθήθηκε από την αποτυχία του Προέδρου Carter να υλοποιήσει το πολεοδομικό σχέδιο του 1978, έδωσε τον πρώτο υπαινιγμό μιας εθνικής οικονομίας ολοένα πιο αποσυνδεδεμένης και ανεξάρτητης από τις πόλεις της. Ακολούθησε η ολοκληρωτική διάλυση της φιλελεύθερης πολιτικής του αστικού χώρου, οδεύοντας με αποσπασματικά αλλά σταθερά βήματα προς την κυνική περικοπή του προνοιακού συστήματος επί Clinton το 1996. Aν και τα αποτελέσματα συχνά αποκρύπτονται και παίρνουν πολλές μορφές, η πορεία της αλλαγής είναι παρόμοια στις περισσότερες εύρωστες οικονομίες, με την Ιταλία -παρά τη μεταβίβαση κάποιας ισχύς του έθνους-κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση- να αποτελεί μία πιθανή εξαίρεση.
Το νόημα εδώ δεν είναι αναγκαστικά ότι το έθνος-κράτος αποδυναμώθηκε ή ότι η εδαφικότητα της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας είναι κατά κάποιο τρόπο λιγότερο ισχυρή. Αυτό το επιχείρημα -ότι η παγκόσμια ισχύς έγκειται σήμερα σε ένα δίκτυο οικονομικών διασυνδέσεων, παρά σε οποιονδήποτε συγκεκριμένο τόπο- ενσαρκώνεται στη σημαντική προσέγγιση της Αυτοκρατορίας από τους Hardt και Negri (2000), αλλά πάσχει από κάποιου είδους νεκρομαντεία με το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και παραβλέπει τις αντιφάσεις της εξουσίας που προκύπτει από τις απαραίτητες ρυθμίσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων και του πολιτικού ελέγχου στον χώρο. Σίγουρα, συγκεκριμένες λειτουργίες και δραστηριότητες, οργανωμένες πρωθύστερα σε εθνική κλίμακα, διαχέονται σε άλλες κλίμακες, μικρότερες ή μεγαλύτερες. Ωστόσο, τα έθνη-κράτη επανασχεδιάζονται ταυτόχρονα ως καθαρότεροι, εδαφικά προσδιορισμένοι οικονομικοί παράγοντες της αγοράς, παρά ως εξωτερικά συμπληρώματά της. Όσο ο καθορισμός της κλίμακας αποτυπώνει το περίγραμμα των κοινωνικών σχέσεων εξουσίας -ποιος ενδυναμώνεται και ποιος εμπεριέχεται, ποιος κερδίζει και ποιος χάνει- στα ανασκευασμένα φυσικά τοπία, τόσο η κοινωνική και οικονομική αναδιάρθρωση θα είναι παράλληλα και αναδιάρθρωση της χωρικής κλίμακας11.
Όπως έχει ειπωθεί και αλλού στον παρόν άρθρο, η νεοφιλελεύθερη πολεοδομία είναι συστατικό κομμάτι αυτού του ευρύτερου επαναπροσδιορισμού της κλίμακας των λειτουργιών, των δραστηριοτήτων και των σχέσεων. Πρόκειται για μία σημαντική έμφαση στο παραγωγικό και χρηματοπιστωτικό πλέγμα του κεφαλαίου εις βάρος ζητημάτων της κοινωνικής αναπαραγωγής. Δεν είναι ότι η οργάνωση της κοινωνικής αναπαραγωγής δε διαμορφώνει πλέον τους όρους με τους οποίους καθορίζεται η αστική κλίμακα, αλλά μάλλον ότι η ισχύς της να το κάνει αυτό έχει εξαντληθεί σημαντικά. Οι δημόσιες συζητήσεις πάνω στην περιαστική διάχυση στην Ευρώπη και ιδίως στις ΗΠΑ, οι συστηματικές καμπάνιες στην Ευρώπη που προωθούν την αστική “αναγέννηση”, και τα ανερχόμενα κινήματα περιβαλλοντικής δικαιοσύνης, όλα δείχνουν ότι όχι μόνο η κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής ολοκληρώνεται σε εδαφικό επίπεδο, αλλά, αντιστρόφως, ότι η παραγωγή του αστικού χώρου έρχεται να ενσαρκώσει αυτήν την κρίση. Υπάρχει μία σύνδεση μεταξύ της παραγωγής της αστικής κλίμακας και της αποτελεσματικής αναπροσαρμογής της αξίας, καθώς μία πολεοδομία “λάθος κλίμακας” μπορεί να παρεμποδίσει σοβαρά τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η κρίση της καθημερινής μετακίνησης βρίσκεται στο κέντρο αυτής της κρίσης. Ισχυρίστηκα κάποτε12 ότι όπου η γεωγραφική επέκταση των πόλεων ξεπερνούσε την ικανότητα τους να μεταφέρουν τους ανθρώπους από το σπίτι στη δουλειά και πάλι πίσω, το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο αστικό χάος, αλλά και “ο κατακερματισμός και η ανισορροπία στη γενίκευση της αφηρημένης εργασίας” που στόχευε στο κέντρο της οικονομικής συνοχής. Καθώς, χωρίς αμφιβολία, η παραπάνω αντίθεση μεταξύ της γεωγραφικής μορφής και της οικονομικής διαδικασίας διαρκεί ακόμα, τα στοιχεία που παρουσιάζουν οι πόλεις σε πολλά μέρη της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής δίνουν μία μάλλον διαφορετική εικόνα. Η καθημερινή μετακίνηση στο São Paulo, για παράδειγμα, μπορεί να ξεκινήσει για πολλούς στις 3:30 π.μ. και να υπερβεί τις τέσσερις ώρες προς κάθε κατεύθυνση. Στη Harare της Zimbabwe, ο μέσος χρόνος μετακίνησης από τις μαύρες συνοικίες προς την αστική περιφέρεια είναι επίσης τέσσερις ώρες προς κάθε κατεύθυνση, καταλήγοντας σε μία εργάσιμη μέρα κατά την οποία οι εργάτες λείπουν από το σπίτι τους για δεκαέξι ώρες και σχεδόν την υπόλοιπη κοιμούνται. Για τους ίδιους τους εργάτες, το οικονομικό κόστος της μετακίνησης έχει επίσης αυξηθεί δραματικά, εν μέρει λόγω και της ιδιωτικοποίησης των μεταφορών κατ’ εντολή της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οι καθημερινές μετακινήσεις που καταλάμβαναν μόλις το 8% του εβδομαδιαίου εισοδήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, απαιτούσαν μεταξύ 22% και 45% στα μέσα της δεκαετίας του 1990.13.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Αρκετοί καλοπροαίρετοι πολεοδόμοι καταγγέλλουν την απουσία κατάλληλων υποδομών· και αυτό αποτελεί σίγουρα ένα ζήτημα. Παρόλα αυτά, αν πάμε ένα βήμα πιο πίσω, υπάρχει μία θεμελιώδης γεωγραφική αντίθεση μεταξύ των δραματικά αυξημένων αξιών γης που συνοδεύουν την συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στον πυρήνα αυτών των μητροπόλεων και των αξιών γης στις περιθωριακές, εξωαστικές τοποθεσίες, όπου αναγκάζονται να ζήσουν οι εργάτες λόγω των αξιοθρήνητων μισθών, στη βάση των οποίων κτίζεται η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Ωστόσο, περιέργως, αυτές οι χαοτικές και επίπονες μετακινήσεις δεν έχουν οδηγήσει ακόμα σε μία οικονομική κατάρρευση· οι παλμοί της οικονομικής παραγωγής -και, ιδιαίτερα, η ανάγκη να έρχονται οι εργαζόμενοι στους χώρους δουλειάς- έχουν υπερισχύσει των περιορισμών που πηγάζουν από τις συνθήκες της κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι δυσλειτουργικές παρενέργειες μιας σχεδόν αβάσταχτης μετακίνησης δεν έχουν ακόμα θέσει σε κίνδυνο την οικονομική παραγωγή. Αντ’ αυτού, έχουν αναδείξει μία “απεγνωσμένη ευελιξία” και έχουν απορροφηθεί εν μέσω μιας ευρύτερης κοινωνικής κατάρρευσης την οποία ο Katz αποκαλεί “αποσυνθέτουσα ανάπτυξη”.
Έτσι, η αιχμή του δόρατος της συνδυασμένης αναδιάρθρωσης της αστικής κλίμακας και της αστικής λειτουργίας δεν βρίσκεται στις παλιές πόλεις του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, όπου η αποσύνθεση των παραδοσιακά παραγωγικοκεντρικών περιοχών [production-based regions] και η αυξανόμενη αποδιάρθρωση της κοινωνικής αναπαραγωγής σε αστική κλίμακα μπορεί να είναι επώδυνη -και δύσκολα θα περάσει χωρίς αντίδραση- αλλά είναι ωστόσο μερική. Μάλλον, βρίσκεται στις ταχέως επεκτεινόμενες μητροπόλεις της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής και τμημάτων της Αφρικής, όπου το Κεϋνσιανό κράτος πρόνοιας στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ, ενώ η καθοριστική σύνδεση μεταξύ της πόλης και της κοινωνικής αναπαραγωγής δεν ήταν ποτέ κυρίαρχη, αλλά και οι μορφές, οι δομές και τα τοπία είναι αρκετά ανίσχυρα για να αποτελέσουν σημαντικό εμπόδιο. Αυτές οι μητροπολιτικές οικονομίες, γίνονται οι παραγωγικές εστίες ενός νέου παγκοσμισμού. Αντίθετα με την περιαστικοποίηση των μεταπολεμικών ετών στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, την Ωκεανία και την Ιαπωνία, η συνταρακτική αστική επέκταση των αρχών του 21ου αιώνα θα καθοδηγείται αναμφισβήτητα από την εξάπλωση της κοινωνικής παραγωγής και όχι της κοινωνικής αναπαραγωγής. Τουλάχιστον από αυτήν την άποψη, η διακήρυξη του Lefebvre για μία αστική επανάσταση που θα καθόριζε την πόλη και τους αστικούς αγώνες με όρους κοινωνικής αναπαραγωγής -ή ακόμη περισσότερο ο ορισμός του αστικού με όρους συλλογικής κατανάλωσης από τον Castells- θα ξεθωριάσουν στην ιστορική μνήμη. Εάν “ο καπιταλισμός άλλαξε ταχύτητα” με την έλευση του Κεϋνσιανισμού, από “μία αστικοποίηση επικεντρωμένη στην παραγωγή σε μία αστικοποίηση επικεντρωμένη στην κατανάλωση”, όπως παρατήρησε κάποτε ο Harvey14, η πολεοδομία του 21ου αιώνα πιθανόν να αντιστρέφει αυτή τη μετατόπιση.
Αυτή η ανασυγκρότηση της κλίμακας και η επιλεκτική επανενδυνάμωση της αστικής κλίμακας -η φιλοδοξία του Giuliani για μία εξωτερική πολιτική των πέντε δήμων της Νέας Υόρκης- αναπαριστά μόνο ένα νήμα της νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας. Συμβαδίζει με την εναρμονισμένη επί του πολιτισμικότερου εκτίμηση του πολιτικού γεωγράφου Peter Taylor15, ο οποίος ισχυρίζεται ότι “Οι πόλεις αντικαθιστούν τα κράτη στην κατασκευή των κοινωνικών ταυτοτήτων”. Πόλεις σαν το São Paulo και τη Shanghai, το Lagos και τη Bombay πιθανόν ανταγωνίζονται τα πιο παραδοσιακά αστικά κέντρα, όχι απλά στο μέγεθος και στην πυκνότητα της οικονομικής δραστηριότητας -το έχουν ήδη κάνει αυτό- αλλά βασικά ως πρωτοποριακά εκκολαπτήρια στην παγκόσμια οικονομία, πρόδρομοι νέων αστικών μορφών, διαδικασιών και ταυτοτήτων. Κανείς δεν ισχυρίζεται στα σοβαρά ότι ο 21ος αιώνας θα δει μια επιστροφή σε ένα κόσμο εθνών-κρατών – αλλά θα δει μία νέα σύλληψη του πολιτικού προνομίου της πόλης απέναντι στις περιφέρειες και τα έθνη-κράτη.
Τέλος, ο επαναπροσδιορισμός της κλίμακας του αστικού με όρους κοινωνικής παραγωγής, παρά αναπαραγωγής, δε μειώνει σε καμία περίπτωση τη σημασία της κοινωνικής αναπαραγωγής στο πλαίσιο της αστικής ζωής. Συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: η πάλη για την κοινωνική αναπαραγωγή αποκτά αυξημένη σημασία, ακριβώς εξαιτίας της κατάρρευσης των κρατικών υποχρεώσεων. Παρόλα αυτά, η απουσία του κράτους σε αυτήν την περιοχή συνδυάζεται με μία οξυμένη κρατική δραστηριότητα στο πεδίο του κοινωνικού ελέγχου. Η μετατροπή της Νέας Υόρκης σε μία “ρεβανσιστική πόλη” δεν είναι ένα απομονωμένο γεγονός και η ανάδειξη περισσότερο αυταρχικών κρατικών μορφών και πρακτικών δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί στο πλαίσιο της αλλαγής της κλίμακας των παγκόσμιων και των τοπικών γεωγραφιών. Σύμφωνα με τον Swyngedouw16, η υποκατάσταση του ξεθωριασμένου κράτους πρόνοιας από το δόγμα της πειθαρχίας στις αγορές, αποκλείει σκόπιμα σημαντικά τμήματα του πληθυσμού, ενώ παράλληλα, ο φόβος της κοινωνικής αντίστασης προκαλεί κλιμάκωση του κρατικού αυταρχισμού. Την ίδια στιγμή, η νέα εργατική δύναμη των πόλεων περιλαμβάνει ολοένα και περισσότερους περιστασιακούς και μερικώς απασχολούμενους εργαζόμενους, οι οποίοι δεν ενσωματώνονται καθ’ ολοκλήρου στις ολοένα και πιο πιεστικές απαιτήσεις δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς και μετανάστες των οποίων τα πολιτισμικά και πολιτικά δίκτυα -τμήμα των μέσων κοινωνικής αναπαραγωγής- παρέχουν επίσης εναλλακτικά πρότυπα κοινωνικών πρακτικών, εναλλακτικές δυνατότητες αντίστασης.
Εν συντομία, αυτό που προσπαθώ να ισχυριστώ δεν είναι ότι πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Λονδίνο και το Τόκιο στερούνται ισχύος στην παγκόσμια ιεραρχία των πόλεων και στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Η συγκέντρωση χρηματοπιστωτικών και άλλων διοικητικών λειτουργιών σε αυτά τα κέντρα είναι αδιαμφισβήτητη. Αντίθετα, προσπαθώ να τοποθετήσω αυτή την ισχύ σε ένα πλαίσιο και, αμφισβητώντας την κοινή υπόθεση ότι η ισχύς του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου είναι αναγκαστικά κυρίαρχη, να αμφισβητήσω και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία οι πόλεις ονομάζονται “παγκόσμιες”. Εάν είναι έστω και ελάχιστα βάσιμο το επιχείρημα ότι η αποκαλούμενη παγκοσμιοποίηση προκύπτει βασικά από την παγκοσμιοποίηση της παραγωγής, τότε η θέση μας για το τι συνιστά μια παγκόσμια πόλη πρέπει πιθανώς να αντανακλά αυτόν τον ισχυρισμό.
1. Cooper 1998: B5, Cooper 1999
2. Smith 1996, Swyngedouw 1997
3. Αυτή η έννοια της εξωτερικής πολιτικής με κέντρο την πόλη και παγκόσμια εμβέλεια, ξεσηκώθηκε αρκετά αυθαίρετα από τις προτάσεις που διατύπωσαν οι σοσιαλδημοκράτες σε ένα παγκόσμιο συνέδριο που γινόταν ταυτόχρονα με βάση την πόλη της Νέας Υόρκης, οργανωμένο από τον πρώην δήμαρχο της Βαρκελώνης, Pasqual Maragal. Ο Giuliani αρνήθηκε να παραβρεθεί, αλλά παρά ταύτα οικειοποιήθηκε τις ιδέες τους.
4. ΣτΜ. Μετάφραση από τον αγγλικό όρο globalism: η αντιμετώπιση όλη της γης ως σφαίρας άσκησης πολιτικής επιβολής.
5. ΣτΜ. Η πρωτότυπη διατύπωση είναι local place, δηλαδή “τοπικού (σε κλίμακα) τόπου (το φιλοσοφικά χωρικά συγκεκριμένο)”
6. Sassen 1992:325
7. Taylor 1999
8. Smith 1990:136–137
9. Hansen and Pratt 1995, Katz 2001, Rose 1981
10. Brenner 1998, MacLeod 2001
11. Brenner 1998, Smith and Dennis 1987, Swyngedouw 1996, 1997
12. Smith 1990:137
13. Ramsamy 2001:375–377
14. Harvey 1985:202, 209
15. Taylor 1995:58
16. Swyngedouw 1997:138
Πηγή: Neil Smith Νεα Πολεοδομία
Leave a Reply