Αστικές Αναπλάσεις: Ο εξευγενισμός ως Παγκόσμια Στρατηγική των Πόλεων
Ας αλλάξω τώρα κλίμακα και ας εστιάσω στη διαδικασία του gentrification. Εάν μία διάσταση της νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας του 21ου αιώνα είναι η ανισομερής ενσωμάτωση των αστικών πρακτικών στην Ασία και στη Λατινική Αμερική, ιδιαίτερα στο μέτωπο της νέας πολεοδομίας, μία δεύτερη διάσταση αφορά αυτό που ίσως θα μπορούσε να αποκαλεστεί η γενίκευση του gentrification ως παγκόσμια στρατηγική των πόλεων. Με μια πρώτη ματιά, αυτά σίγουρα μοιάζουν σαν τελείως διαφορετικά επιχειρήματα, με το ένα να αφορά την πολυτελή κατοίκηση στα κέντρα παγκόσμιας εξουσίας και το άλλο νέα μοντέλα πολεοδομίας που αναπτύσσονται στις περιφέρειες που ενσωματώνονται. Εκφράζουν σίγουρα αντιθετικές πρακτικές μίας νέα πολεοδομίας, αλλά αυτό είναι άλλωστε το νόημα. Η νεοφιλελεύθερη πολεοδομία περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος κοινωνικών, οικονομικών και γεωγραφικών μετατοπίσεων και το νόημα αυτών των αντιθετικών επιχειρημάτων είναι να διερευνήσουν την ποικιλία των πρακτικών της νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας και το πώς συνδέονται αυτοί οι δύο αντιθετικοί κόσμοι.
Η οπτική των περισσότερων μελετητών για το gentrification παραμένει στενά δεμένη με τη διαδικασία που περιγράφηκε κατά τη δεκαετία του 1960 από την κοινωνιολόγο Ruth Glass. Να η θεμελιακή της δήλωση το 196417, που αποκάλυπτε το gentrification ως διακριτή διαδικασία:
Μία-μία, πολλές από της εργατικές γειτονιές του Λονδίνου κυριεύθηκαν από τις μεσαίες τάξεις -ανώτερες και κατώτερες. Χαμόσπιτα, στάβλοι και αγροικίες -δύο δωμάτια στον πάνω και δύο στον κάτω όροφο- καταλήφθηκαν όταν εξαντλήθηκαν οι εκμισθώσεις τους, και έγιναν κομψές, ακριβές κατοικίες. Τα μεγαλύτερα Βικτοριανά σπίτια, που είχαν υποβαθμιστεί σε μία προηγούμενη ή πιο πρόσφατη περίοδο -που χρησιμοποιούνταν σαν καταλύματα ή που ήταν αλλιώς υπό καθεστώς πολλαπλής ενοικίασης- αναβαθμίστηκαν για μια ακόμα φορά… Όταν αυτή η διαδικασία “gentrification” ξεκινά σε μια περιοχή, συνεχίζει ταχέως μέχρι όλοι ή οι περισσότεροι αρχικοί ένοικοι της εργατικής τάξης να μετατοπιστούν και να αλλάξει ο συνολικός κοινωνικός χαρακτήρας της περιοχής.
Σχεδόν ποιητικά, η Glass συνέλαβε την καινοτομία αυτής της νέας διαδικασίας όπου νέοι “ευγενείς” [“gentry”] των πόλεων, μετάλλασσαν τις γειτονίες της εργατικής τάξης. Εξετάστε τώρα μία επίκαιρη δήλωση, ξανά από το Λονδίνο, μετά από 35 χρόνια. Το παρακάτω είναι ένα απόκομμα από το διάταγμα για την “Αστική Αναγέννηση”18 του 1999, που εκδόθηκε από μία ειδική Αστική Ομάδα Δράσης που υπαγόταν στο Βρετανικό Τμήμα Περιβάλλοντος, Μεταφορών και Περιοχών [DETR]:
Η Αστική Ομάδα Δράσης θα ταυτοποιήσει τις αιτίες της αστικής παρακμής… και τις πρακτικές λύσεις ώστε να φέρει τους ανθρώπους πίσω στις πόλεις μας, τις κωμοπόλεις [towns] και τις γειτονιές των πόλεων. Θα ιδρύσει μία νέα οπτική για την αστική αναγέννηση… (Μέσα στα επόμενα 25 χρόνια) 60% των νέων κατοικιών θα πρέπει να κατασκευαστεί σε γη που έχει ήδη αναπτυχθεί… Έχουμε χάσει τον έλεγχο των κωμοπόλεων και των πόλεων μας, αφήνοντας τις να απαξιωθούν από τον κακό σχεδιασμό, την οικονομική διάχυση και την κοινωνική πόλωση. Οι απαρχές του 21ου αιώνα είναι μια στιγμή αλλαγής (προσφέροντας) την ευκαιρία για την αστική αναγέννηση.
Αυτή η γλώσσα της αστικής αναγέννησης δεν είναι, φυσικά, καινούργια, αλλά εδώ παίρνει πολύ μεγαλύτερη σημασία. Η κλίμακα των φιλοδοξιών για την αστική ανακατασκευή διευρύνθηκε δραματικά. Ενώ η κρατικά επιχορηγούμενη μεταπολεμική αστική ανανέωση στις δυτικές πόλεις αποσκοπούσε στην ενίσχυση ενός κατακερματισμένου gentrification μέσα από την ιδιωτική αγορά, το gentrification και η εντατική ιδιωτικοποίηση της γης και των αγορών ακινήτων στο εσωτερικό της πόλης από τη δεκαετία του 1980, έχουν δημιουργήσει, με τη σειρά τους, τη βάση πάνω στην οποία έγιναν πολύπλευρα και μεγάλης κλίμακας σχέδια αστικής αναγέννησης, ξεπερνώντας κατά πολύ αυτά της αστικής ανανέωσης της δεκαετίας του 1960. Η τρέχουσα γλώσσα της αστικής αναγέννησης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, δεν είναι μονοδιάστατη, αλλά αποκαλύπτει, ανάμεσα στα άλλα, μία γενίκευση του gentrification στο αστικό τοπίο.
Εξετάστε μερικές βασικές διαφορές, όπως παρουσιάζονται μεταξύ της οπτικής της Glass και του DETR. Αν και για την Glass, το gentrification της δεκαετίας του 1960 ήταν μία περιθωριακή ιδιορρυθμία στην αγορά ακινήτων του Islington -ένα αλλόκοτο αστικό άθλημα των πιο hip επαγγελματικών τάξεων που δεν φοβόντουσαν να έρθουν πλάι πλάι με τις “άπλυτες” τάξεις- στα τέλη του 20ου αιώνα έγινε ένας κεντρικός στόχος για την Βρετανική πολιτική των πόλεων. Αν και τα βασικά δρώντα υποκείμενα στην ιστορία της Glass υποτίθεται ότι ήταν [ενδοαστικοί] μετανάστες της μεσαίας και της ανώτερης μεσαίας τάξης, τα δρώντα υποκείμενα της αστικής ανάπλασης 35 χρόνια μετά είναι κυβερνητικοί, επιχειρηματικοί ή επιχειρηματικές- κυβερνητικές συνεργασίες. Μια διαδικασία που ξεπρόβαλε στη μεταπολεμική αγορά ακινήτων φαινομενικά τυχαία και χωρίς σχεδιασμό, είναι τώρα μία φιλόδοξη και ενδελεχώς σχεδιασμένη γενικευμένη στρατηγική. Αυτό που ήταν απολύτως συμπτωματικό είναι ολοένα και πιο συστηματοποιημένο. Η διαδικασία του gen- trification εξελίχθηκε ταχύτατα σε κλίμακα και ποικιλία, σε σημείο όπου τα ταπεινά προγράμματα αστικής οικιστικής αποκατάστασης, τυπικά των δεκαετιών του 1960 και 1970, τώρα μοιάζουν αλλόκοτα, όχι μόνο στο αστικό τοπίο, αλλά και στη βιβλιογραφία της αστικής θεωρίας.
Πιο σημαντικό είναι ίσως, ότι μία κυρίως τοπική πραγματικότητα, που πρώτα αναγνωρίστηκε σε μερικές σημαντικές ανεπτυγμένες καπιταλιστικές πόλεις, όπως το Λονδίνο, τη Νέα Υόρκη, το Παρίσι και το Σίδνεϊ, είναι πια κατ’ ουσίαν παγκόσμια. Η εξέλιξη της ήταν ταυτόχρονα κατά μήκος και κατά πλάτος. Αφενός, το gentri- fication σαν διαδικασία εισέβαλε ταχύτατα στην αστική ιεραρχία· είναι εμφανής όχι μόνο στις μεγαλύτερες πόλεις, αλλά και σε πιο ασυνήθιστα κέντρα όπως σε πρωθύστερες βιομηχανικές πόλεις, σαν το Cleveland ή τη Glasgow, μικρότερες πόλεις όπως το Malmö ή η Grenada, και ακόμα πιο μικρές εμπορικές πόλεις, όπως το Lancaster, η Pennsylvania ή το Ceské Krumlov στη Δημοκρατία της Τσεχίας. Ενώ την ίδια στιγμή, η διαδικασία διαχύθηκε και γεωγραφικά, με αναφορές gen- trification από το Τόκιο ως την Τενερίφη19, από το São Paulo ως την Puebla και το Μεξικό20, από το Cape Town21 ως την Καραϊβικ22 και από τη Σανγκάη ως τη Σεούλ. Με μια δόση ειρωνείας, ακόμα και το Hobart, η πρωτεύουσα της Γης του Van Di- emen’s (Τασμανία), υφίσταται σήμερα gentrification, εκεί όπου εξορίστηκαν τον 19ο αιώνα Βρετανοί αγρότες που είχαν γίνει λαθροθήρες και αντάρτες και όπου οι ντόπιοι, ακολούθως, εξολοθρεύτηκαν.
Φυσικά, αυτές οι πρακτικές gentrification ποικίλουν σε μεγάλο βαθμό και είναι άνισα κατανεμημένες, αλλά και πολύ πιο σύνθετες από ότι ήταν στα πρώτα ευρωπαϊκά ή βορειοαμερικανικά παραδείγματα gentrification. Πηγάζουν από αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους τοπικές οικονομίες και διαφορετικά πολιτισμικά σύνολα και συνδέονται με πολλούς και περίπλοκους τρόπους με ευρύτερες εθνικές και παγκόσμιες πολιτικές οικονομίες. Εδώ, το βασικότερο νόημα είναι αφενός η ταχύτητα της εξέλιξης μιας αρχικά περιθωριακής αστικής διαδικασίας που αρχικά ταυτοποιήθηκε στη δεκαετία του 1960 και αφετέρου, ο συνεχιζόμενος μετασχηματισμός της σε μία σημαντική διάσταση της σύγχρονης πολεοδομίας. Είτε στην αλλόκοτη μορφή της, που αντιπροσωπεύεται από τους αχυρώνες της Glass, είτε στην κοινωνικά οργανωμένη μορφή του 21ου αιώνα, το gentrifica- tion προμηνύει έναν εκτοπισμό των κατοίκων της εργατικής τάξης από τα αστικά κέντρα. Μάλιστα, η ταξική φύση της διαδικασίας, που είναι ολοφάνερη στην εκδοχή της Glass για το gentrification, είναι επιμελώς κρυμμένη στη μακρηγορία της κυβέρνησης του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος. Αυτή η συμπτωματική σιωπή λέει τόσα πολλά για τη μεταβαλλόμενη κοινωνική και πολιτιστική γεωγραφία της πόλης, παράλληλη με μια μεταβαλλόμενη οικονομική γεωγραφία, όσα λένε και οι πιο ορατές και φλύαρες εκδηλώσεις της.
Στο πλαίσιο της Βορείου Αμερικής και της Ευρώπης, μπορούμε να διακρίνουμε τρία κύματα gentrification23. Το πρώτο κύμα, που ξεκινά τη δεκαετία του 1950, μπορεί να γίνει αντιληπτό ως σποραδικό gentrification, κάπως όπως το παρατήρησε η Glass. Ένα δεύτερο κύμα ακολούθησε στη δεκαετία του 1970 και του 1980, όπου το gentrification συσχετίστηκε με ευρύτερες διαδικασίες αστικής και οικονομικής αναδόμησης. Ο Hackworth την αναφέρει ως “φάση αγκύρωσης” του gentrification. Ένα τρίτο κύμα αναδύεται τη δεκαετία του 1990· αυτό μπορούμε να το συλλογιστούμε ως τη γενίκευση του gentrification. Φυσικά, αυτή η εξέλιξη του gentrification συνέβη με αρκετά διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικές πόλεις και γειτονιές και ακολουθώντας διαφορετικούς χρονικούς ρυθμούς. Στην Πόλη του Μεξικού, για παράδειγμα, η διαδικασία δεν είναι σε καμία περιοχή τόσο κεφαλαιοποιημένη ή διαδεδομένη όσο είναι στη Νέα Υόρκη, παραμένοντας περιορισμένη στην κεντρική περιοχή της πόλης και το Coyoacán, με αποτέλεσμα ο διαχωρισμός των τριών διακριτών κυμάτων gentrification να βρίσκει ελάχιστη εμπειρική επαλήθευση. Στη Seoul ή στο São Paulo η διαδικασία είναι γεωγραφικά περιορισμένη και σε βρεφική ηλικία. Στην Καραϊβική, οι αυξανόμενες διασυνδέσεις ανάμεσα στο gentrification και στο παγκόσμιο κεφάλαιο εν γένει, φιλτράρονται από την τουριστική βιομηχανία, αποδίδοντάς της το ιδιαίτερο ξεχωριστό τους τόνο. Με την ίδια λογική, ο σταδιακός μετασχηματισμός των παλιών αποβάθρων και των αποθηκών στο Λονδίνο, στις όχθες του Τάμεση, καταδεικνύει ότι το gentrification εδώ είναι πολύ πιο πολυέξοδο από ότι στις περισσότερες βορειοαμερικανικές πόλεις. Καθώς το gentrification είναι έκφραση ευρύτερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών σχέσεων, σε κάθε πόλη θα εκφράσει τις ιδιαιτερότητες του τόπου κατά την κατασκευή του αστικού του χώρου.
Αν και σε διαφορετικούς βαθμούς, το gentrification κατά τη δεκαετία του 1990 εξελίχθηκε σε μία κρίσιμη αστική στρατηγική των δημοτικών αρχών όλου του κόσμου σε συνεργασία με το ιδιωτικό κεφάλαιο. Η φιλελεύθερη πολιτική του αστικού χώρου, η οποία σε κάποιες περιοχές της Ευρώπης ανάγεται στα τέλη του 19ου αιώνα και στη Βόρεια Αμερική στη μετάβαση από την Προοδευτική Εποχή [1890-1920] στο New Deal του Roosevelt, ηττήθηκε συστηματικά, αρχής γενομένης με τις πολιτικές οικονομικές κρίσεις της δεκαετίας του 1970 και τις συντηρητικές εθνικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν κατά τη δεκαετία του 1980. Από τον Reagan στη Thatcher και, ύστερα, στον Kohl, οι παροχές αυτής της φιλελεύθερης πολιτικής του αστικού χώρου αποδυναμώθηκαν συστηματικά ή αποδιαρθρώθηκαν σε εθνική κλίμακα και οι νομικοί περιορισμοί στο gentrification αντικαταστάθηκαν με επιδοτήσεις για τον μετασχηματισμό του δομημένου περιβάλλοντος της πόλης μέσω της ιδιωτικής αγοράς.
Αυτός ο μετασχηματισμός εντάθηκε από την κλίκα των νεοφιλελεύθερων ηγετών που ακολούθησαν -Clinton, Blair, Schröder- και ως εκ τούτου, η νέα φάση gentrifi- cation συμβαδίζει με μια διευρυμένη ταξική επίθεση, όχι μόνο της εθνικής εξουσίας, αλλά και της πολιτικής του αστικού χώρου. Στα τέλη του 20ου αιώνα, το gentri- fication προωθούμενο μέσα από μία καθολική και συστηματική σύμπραξη του δημόσιου πολεοδομικού σχεδιασμού με το δημόσιο και ιδιωτικό κεφάλαιο, ήρθε να καλύψει το κενό που άφησε το τέλος της φιλελεύθερης πολιτικής του αστικού χώρου. Αλλού, εκεί όπου οι πόλεις δεν είχαν καθοδηγηθεί από φιλελεύθερες πολιτικές κατά τον 20ου αιώνα, η πορεία της αλλαγής ήταν διαφορετική. Αν και η προσήλωση σε μια ευρύτερη σύλληψη του gentrification στα παλαιά κέντρα, ως μία ανταγωνιστική αστική στρατηγική στην παγκόσμια αγορά, οδηγεί σε μια παρόμοια κατεύθυνση. Σε αυτό το πνεύμα τουλάχιστον, ο νεοφιλελευθερισμός κατά την αλλαγή του αιώνα υποδεικνύει μία σύγκλιση μεταξύ των αστικών πρακτικών στις μεγαλύτερες πόλεις του Πρώτου και του Τρίτου Κόσμου, όπως συνηθιζόταν να αποκαλούνται.
Η γενίκευση του gentrification έχει πολλαπλές διαστάσεις. Αυτές μπορούν να κατανοηθούν σε σχέση με πέντε αλληλοσυσχετιζόμενα χαρακτηριστικά: τον μετασχηματισμένο ρόλο του κράτους, τη διείσδυση της παγκόσμιας οικονομίας, τα μετασχηματιζόμενα επίπεδα πολιτικής αντίστασης, την γεωγραφική διάχυση και την τομεακή γενίκευση του gentrification. Ας εξετάσουμε καθένα από αυτά τα χαρακτηριστικά με τη σειρά.
Πρώτον, ανάμεσα στο δεύτερο και το τρίτο κύμα gentrification, ο ρόλος του κράτους άλλαξε θεαματικά24. Κατά τη δεκαετία του 1990, αντεστράφη η σχετική απόσυρση του κράτους από τις επιδοτήσεις για gentrification που είχε συμβεί κατά τη δεκαετία του 1980 και σημειώθηκε αύξηση των συμπράξεων ανάμεσα στο ιδιωτικό κεφάλαιο και τις τοπικές αρχές, καταλήγοντας σε μια πιο ευρεία, πιο ακριβή και πιο συμβολική ανάπτυξη, από την ακτή της Βαρκελώνης μέχρι την πλατεία Potsdamer στο Βερολίνο. Η πολιτική του αστικού χώρου δε φιλοδοξεί πια να οδηγήσει ή να ρυθμίσει την κατεύθυνση της οικονομικής ανάπτυξης, όσο να προσαρμοστεί στις κατευθύνσεις που ήδη έχουν θεσπιστεί από την αγορά, αναζητώντας μεγαλύτερα κέρδη, είτε άμεσα, είτε μέσω της φορολογίας.
Ο νέος ρόλος που παίζει το παγκόσμιο κεφάλαιο είναι επίσης καθοριστικός για τη γενίκευση του gentrification. Από το Canary Wharf του Λονδίνου μέχρι τη Battery Park City -κατασκευασμένα από ίδια εταιρεία με έδρα τον Καναδά- είναι εύκολο να καταδειχθεί η νέα εισροή του παγκόσμιου κεφαλαίου προς εκτεταμένα, γιγαντιαία έργα ανάπτυξης στα αστικά κέντρα25. Το ίδιο καταπληκτικό, παρόλα αυτά, είναι και το εύρος στο οποίο το παγκόσμιο κεφάλαιο ελίχθηκε σε πολύ πιο ταπεινά αναπτυξιακά έργα σε επίπεδο γειτονιάς. Ως προς αυτό, είναι εμβληματικό ένα νέο συγκρότημα 61 μονάδων στο Lower East Side της Νέας Υόρκης, δύο μίλια από την Wall Street, όπου κάθε διαμέρισμα είναι συνδεδεμένο με Ίντερνετ υψηλής ταχύτητας. Αυτό, σύμφωνα με τα παγκόσμια δεδομένα, είναι ένα μικρό αναπτυξιακό έργο, αλλά χτίστηκε με εργασία μεταναστών που δεν καλυπτόταν από το σωματείο (κάτι που γνώρισε μία εκπληκτική αύξηση στη Νέα Υόρκη κατά τη δεκαετία του 1990), ο ανάδοχος είναι Ισραηλίτης και η βασική πηγή χρηματοδότησης έρχεται από την Ευρωπαϊκή Αμερικάνικη Τράπεζα26. Η επέκταση του παγκόσμιου κεφαλαίου, ακόμα και μέχρι την τοπική γειτονιά, είναι ένα ιδιαίτερο επίσης χαρακτηριστικό της τελευταίας φάσης gentrification.
Τρίτον, υπάρχει το ζήτημα της αντίστασης στο gentrification. Από το Άμστερνταμ στο Σίδνεϊ, από το Βερολίνο στο Βανκούβερ, από το Σαν Φρανσίσκο στο Παρίσι, το δεύτερο κύμα gentrification ακολουθήθηκε από την ανάπτυξη εκατομμυρίων κινημάτων αστέγων, κινημάτων καταλήψεων, κινημάτων στέγης και άλλων αντι- gentrification κινημάτων και οργανώσεων που συχνά οργανώνονταν χαλαρά γύρω από αλληλεπικαλυπτόμενα ζητήματα. Αυτά σπάνια συναντήθηκαν ως κινήματα πόλης, αλλά αντιτάχθηκαν στο gentrification αρκετά ώστε να γίνουν, σε κάθε περίπτωση, στόχος των πολιτικών φορέων και των αστυνομικών δυνάμεων. Τα αυξημένα επίπεδα καταστολής κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990, εκτός των άλλων, στόχευαν και στα κινήματα αντι-gentrification, μαρτυρώντας την κεντρική θέση της ανάπτυξης των ακινήτων στη νέα οικονομία των πόλεων. Οι πολιτικές διοικήσεις των πόλεων άλλαζαν, σε πλήρη συμφωνία με το οικονομικό τους προφίλ και η αποσυναρμολόγηση της φιλελεύθερης πολιτικής των πόλεων παρείχε μία ευκαιρία τόσο πολιτική όσο και οικονομική για τα νέα καθεστώτα ισχύος των πόλεων. Η άνοδος της ρεβανσιστικής πόλης27 δεν ήταν απλά ένα φαινόμενο της Νέας Υόρκης: μπορεί να απαντηθεί στις καμπάνιες ενάντια στις καταλήψεις στο Άμστερνταμ της δεκαετίας του 1980, στις επιθέσεις της Παρισινής αστυνομίας στους καταυλισμούς αστέγων (σε μεγάλο μέρος τους μετανάστες) και την υιοθέτηση των τεχνικών “μηδενικής-ανοχής” της Νέας Υόρκης από αστυνομικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο. Στο São Paulo, οι κατασταλτικές τακτικές που εφαρμόστηκαν στους ανθρώπους του δρόμου ορθολογικοποιούνται με τους όρους του “επιστημονικού” δόγματος της “μηδενικής-ανοχής” που ξεκίνησε από τη Νέα Υόρκη. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, ο νέος ρεβανσισμός δικαιολογήθηκε ρητά με τον στόχο να γίνει η πόλη ασφαλής για gentrification. Ο νέος αυταρχισμός συντρίβει κάθε αντίσταση και παράλληλα κάνει τους δρόμους ασφαλείς για gentrification.
Το τέταρτο χαρακτηριστικό αυτής της τελευταίας φάσης είναι η διάχυση του gen- trification από τα κέντρα των πόλεων. Αυτό απέχει από μία ομαλή ή κανονική διαδικασία, αλλά καθώς το gentrification κοντά στο κέντρο καταλήγει σε υψηλότερες τιμές γης και ακινήτων, ακόμα και όσον αφορά τις παλαιές, μη τροποποιημένες ιδιοκτησίες, οι γειτονιές εγκλωβίζονται όλο και περισσότερο στη δίνη του gentrification. Το μοτίβο της διάχυσης ποικίλει αρκετά και είναι επηρεασμένο από πολλούς παράγοντες, από την αρχιτεκτονική και τα πάρκα μέχρι την παρουσία νερού. Πάνω από όλα, είναι συνδεδεμένο με τα ιστορικά μοτίβα της επένδυσης και απο-επένδυσης κεφαλαίου στο αστικό τοπίο. Όσο πιο ανισομερής είναι η αρχική εξωστρεφής ανάπτυξη των επενδύσεων του κεφαλαίου και όσο πιο ανισομερής είναι η από-ανάπτυξη σε αυτά τα νέα αστικά τοπία, τόσο ανισομερής θα είναι και η διάχυση του gentrification. Με αυτή τη λογική, στις πόλεις όπου η πλειοψηφία της χωρικής επέκτασης συνέβη τα τελευταία χρόνια και όπου οι δυνατότητες για εκτεταμένη απο-επένδυση έχουν περιοριστεί, η διάχυση του gentrification μπορεί να είναι πιθανώς περιορισμένη.
Τέλος, η τομεακή γενίκευση, που τυποποιεί αυτή την πιο πρόσφατη φάση, βρίσκεται στο κέντρο του νέου gentrification. Αν και η αστική ανανέωση κατά τις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970 αναζήτησε μία εφ’ όλης της κλίμακας ανακατασκευή των κέντρων πολλών πόλεων συνενώνοντας πολλούς τομείς της οικονομίας των πόλεων σε αυτή τη διαδικασία, ωστόσο ρυθμίστηκε σε υψηλό βαθμό και περιορίστηκε οικονομικά και γεωγραφικά από το γεγονός ότι ήταν καθολικά εξαρτημένη από τη δημόσια χρηματοδότηση και για αυτό έπρεπε να ανταποκριθεί σε ζητήματα ευρείας κοινωνικής αναγκαιότητας, όπως η κοινωνική κατοικία. Αντίθετα, το νεότερο κύμα gentrification που ακολούθησε την αστική ανανέωση προχώρησε σε πλήρη ανεξαρτησία από το δημόσιο τομέα. Παρά την αξιοσημείωτη δημόσια επιδότηση, η χρηματοδότηση της ιδιωτικής αγοράς δεν εφαρμόστηκε σε όλη της την έκταση μέχρι το τρίτο κύμα. Συνεπώς, αυτό που σηματοδοτεί την τελευταία φάση gentrification σε πολλές πόλεις, είναι ότι σφυρηλατήθηκε μια νέα σύμπραξη επιχειρηματικών και κρατικών δυνάμεων και πρακτικών σε μία πολύ πιο φιλόδοξη προσπάθεια gentrification της πόλης, από ότι οι πρωθύστερες.
Η ανακατάκτηση της πόλης για τις μεσαίες τάξεις περιλαμβάνει πολλά περισσότερα από την απλή παροχή κατοικίας. Το τρίτο κύμα gentrification εξελίχθηκε σε ένα όχημα μετασχηματισμού ολόκληρων περιοχών μέσα σε νέα συμπλέγματα τοπίων, τα οποία πρωτοπορούν σε μία συνολική, ταξικά φορτισμένη ανακατασκευή των πόλεων. Αυτά τα νέα συμπλέγματα τοπίων συνδυάζουν κατοικίες με αγορές, εστιατόρια, πολιτιστικές παροχές28, ελεύθερο χώρο, δυνατότητες εργασίας -ολόκληρα νέα συγκροτήματα διασκέδασης, κατανάλωσης, παραγωγής και αναψυχής, παράλληλα με την κατοίκηση. Εξίσου σημαντικό είναι ότι το gentrification ως στρατηγική του αστικού χώρου, συνδέει τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές με κατασκευαστικές εταιρίες μεγάλου και μεσαίου μεγέθους, τοπικούς εμπόρους και κτηματομεσίτες με επώνυμους λιανοπωλητές, που όλοι υποβοηθούνται από τις δημοτικές και τοπικές αρχές, για τις οποίες τα ευεργετικά κοινωνικά αποτελέσματα υποτίθεται ότι προέρχονται τώρα πια από την ίδια την αγορά, παρά από τη ρύθμιση της. Ακόμα πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ανάπτυξη της αγοράς ακινήτων γίνεται πλέον το επίκεντρο της παραγωγικής οικονομίας των πόλεων, ένας σκοπός καθαυτός δικαιολογημένος με επικλήσεις σε νέες θέσεις εργασίας, αύξηση των φορολογικών εσόδων και αύξηση του τουρισμού. Με τρόπους που δύσκολα θα είχαν προβλεφθεί τη δεκαετία του 1960, η κατασκευή των νέων συγκροτημάτων στις κεντρικές πόλεις σε όλο τον κόσμο, έγινε ολοένα και περισσότερο μια ακαταμάχητη στρατηγική συσσώρευσης κεφαλαίου για τις ανταγωνιζόμενες οικονομίες των πόλεων. Εδώ προκύπτει μία βασική σύνδεση με το ευρύτερο περίγραμμα μιας νέας πολεοδομίας, στο οποίο θα επιστρέψουμε σύντομα.
Η στρατηγική οικειοποίηση και γενίκευση του gentrification ως μέσο του παγκόσμιου ανταγωνισμού μεταξύ των πόλεων, βρίσκει την πιο ανεπτυγμένη της έκφραση στη γλώσσα της “αστικής αναγέννησης”. Όντας σύμφωνη με τον αυξημένο ρόλο του κράτους στο νέο κύμα των αλλαγών των πόλεων, αυτή η διαδικασία δεν αναπτύχθηκε περισσότερο στις ΗΠΑ, αλλά μάλλον στην Ευρώπη. Μπορεί η ηγεσία των εργατικών υπό τον Tony Blair να είναι ο πιο ξεκάθαρος συνήγορος της επανανακάλυψης του gentrification ως “αστική αναγέννηση”, ωστόσο το gentrification είναι μια πανευρωπαϊκή τάση. Η Δανία, για παράδειγμα, το 1997 έκανε την αναγέννηση επίσημη πολιτική με ένα ξεχωριστό Εθνικό Συμβούλιο για την Αναγέννηση των Πόλεων και οι γραφειοκράτες του Βερολίνου είδαν όλη την περίοδο της μετά το 1991 ανοικοδόμησης, ως περίοδο “αστικής αναγέννησης”. Ένα θεμελιώδες συνέδριο έλαβε χώρα στο Παρίσι το Δεκέμβριο του 2000 πάνω στο θέμα της “Σύγκλισης της Αναγέννησης των Πόλεων και της Οικιστικής Πολιτικής στην Ευρώπη”. Στο συνέδριο παρευρέθηκαν ανώτατοι ιθύνοντες για τη χάραξη πολιτικών και σύμβουλοι, αντιπροσωπεύοντας όλες τις κυβερνήσεις της ΕΕ και μερικά γειτονικά κράτη που προέβλεπαν στην ένταξή τους στην ΕΕ. Το ενημερωτικό φυλλάδιο του συνεδρίου επεσήμανε την πρόθεσή του να σπρώξει το “διάλογο πάνω στην κατοίκηση και την αναγέννηση… πέρα από το στενό διάστημα της φυσικής ανάπτυξης για να επανεξετάσει τις θεσμικές διευθετήσεις που πρέπει να λάβουν χώρα” έτσι ώστε να γίνει η “αστική ανάπλαση” μία πραγματικότητα.
Η αποστολή αυτών που συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη ήταν πρακτική και περιεκτική: οι ευρείας κλίμακας μετασχηματισμοί των πόλεων θα χρειαστούν συμπαγείς δεσμούς μεταξύ “των πάροχων κοινωνικής κατοικίας, των ιδιωτικών επενδυτών, [και] των υπεύθυνων για την εκπαίδευση και την προώθηση της πολιτικής”, όπως επίσης και μεταξύ των “τοπικών μεσιτών της ανάπλασης, των τοπικών διοικήσεων και των εθνικών κυβερνήσεων”. Οι πολιτικές ανάπλασης είναι πολύπλευρες και περιλαμβάνουν διαφορετικές προσπάθειες που δεν θα εντάσσονταν κανονικά κάτω από την ταμπέλα του “gentrification”, παρόλα αυτά έχει νόημα να δει κανείς αυτές τις πρωτοβουλίες -το βρετανικό μανιφέστο αστικής ανάπλασης, τις ευρωπαϊκές κρατικές πολιτικές και τις προσπάθειες να καθιερωθεί μία πανευρωπαϊκή στρατηγική αναπλάσεων- ως τις πιο φιλόδοξες απόπειρες να τοποθετήσουν το gentrification στην καρδιά των διακρατικών πολιτικών για τον αστικό χώρο.
Υπάρχουν αρκετές εντυπωσιακές πτυχές σε αυτές τις νέες ατζέντες “αστικών αναπλάσεων”. Πρώτον, υπάρχει το ζήτημα της κλίμακας. Ο συντονισμός των στρατηγικών “ανάπλασης” των πόλεων πέρα από τα εθνικά σύνορα δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Αν και διάφορες διεθνείς πηγές σίγουρα συνέβαλλαν στην ανακατασκευή των ευρωπαϊκών πόλεων μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα ακολουθούμενα προγράμματα αστικής ανάπλασης παρέμειναν σθεναρά εθνικά στην καταγωγή τους, τη χρηματοδότηση τους και το εύρος τους. Σήμερα, αντιθέτως, πανευρωπαϊκές πρωτοβουλίες για την αστική ανάπλαση προωθούν το διακρατικό gentrification, σε μία χωρίς προηγούμενο κλίμακα. Μια κεντρική επιδίωξη βρίσκεται στις προσπάθειες να ενσωματωθούν οι οικιστικές πρωτοβουλίες μαζί “με άλλες δραστηριότητες ανάπλασης”. Έτσι, όπως και ο τίτλος του συνεδρίου του Παρισιού το δηλώνει, αυτή η μετάβαση από την πολιτική gentrification με κέντρο την κατοίκηση προς μία πολύπλευρη ευρεία “ανάπλαση”, βρίσκεται ακόμα καθ’ οδόν -και, αντίθετα από την κατάσταση στις ΗΠΑ, το ζήτημα της κοινωνικής κατοικίας δεν μπορεί να αποκλειστεί εξολοκλήρου από την οπτική της ανάπλασης. Αν και μία πανευρωπαϊκή κρατικοκεντρική στρατηγική της ανάπλασης των πόλεων δεν έχει γίνει σε καμία περίπτωση πραγματικότητα, παρόλα αυτά φαίνεται να είναι ορατή για τους Ευρωκράτες [Eureaucrats], τους ‘developers’ [νέου τύπου υπερ-εργολάβοι], και τους χρηματοδότες τους κατά μήκος της ηπείρου. Μία κομβική σύνδεση σε σχέση με την προηγούμενη συζήτηση γύρω από τη νέα πολεοδομία γίνεται ξεκάθαρη: το τρίτο κύμα gentrifi- cation εκφράζει ολοένα και περισσότερο μια νέα κλίμακα των πόλεων που έρχεται αντιμέτωπη με τις εθνικές και τις παγκόσμιες κλίμακες.
Δεύτερο είναι το ζήτημα της γεωγραφικής εστίασης. Το βρετανικό μανιφέστο ανάπλασης του 1999, προφανώς προσεκτικό ως προς τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της συνεχιζόμενης αστικής διάχυσης, διακηρύσσει ότι στα επόμενα 25 χρόνια, το 60% της νέας οικιστικής πρόβλεψης θα πρέπει να λάβει χώρα σε εγκαταλελειμμένες πρώην βιομηχανικές τοποθεσίες [“brownfield sites”] – δηλαδή σε αστική γη που έχει ήδη περάσει από έναν ή περισσότερους αναπτυξιακούς κύκλους. Σαφώς, αυτή η πρωτοβουλία θα στοχεύει σε παλαιότερες περιοχές της πόλης που έχουν ήδη υποστεί παρατεταμένη αποεπένδυση και, καθώς αυτές μπορεί να είναι διάσπαρτες σε όλο το εύρος των μητροπολιτικών περιοχών, είναι λογικό να αναμένουμε ότι θα επικεντρωθούν μέσα ή κοντά στα κέντρα των πόλεων. Καμουφλαρισμένο ως ανάπλαση, το gentrification αναδιατυπώνεται σαν μία θετική και αναγκαία περιβαλλοντική στρατηγική.
Σχετικό είναι και το ζήτημα της “κοινωνικής ισορροπίας”, αλλά και η “ανάγκη”, όπως το θέτει η στρατηγική της ανάπλασης, να “φέρουμε τους ανθρώπους πίσω στις πόλεις”29. Η “κοινωνική ισορροπία” ακούγεται σαν κάτι καλό – ποιος θα μπορούσε να είναι αντίθετος στην κοινωνική ισορροπία; Μέχρι βέβαια κάποιος να εξετάσει καλύτερα τις γειτονιές που στοχεύονται για “ανάπλαση”. Κατόπιν γίνεται ξεκάθαρο ότι αυτή η στρατηγική εμπεριέχει έναν εκτεταμένο αποικισμό από τις μεσαίες και μεγαλο-μεσαίες τάξεις. Στον πολιτικό, τον πολεοδόμο ή το οικονομολόγο, η κοινωνική ισορροπία στο Brixton του Λονδίνου σημαίνει να φέρει “πίσω” τις λευκές μεσαίες τάξεις. Οι συνήγοροι της “κοινωνικής ισορροπίας” σπάνια συνηγορούν υπέρ της “εξισσορόπησης” των γειτονιών των λευκών με ίσους αριθμούς ανθρώπων αφρικανικής, καραϊβικής ή ασιατικής καταγωγής. Έτσι, δεν είναι οι “άνθρωποι” εν γένει που υποτίθεται θα έρθουν “πίσω στις πόλεις”· αυτό το κάλεσμα δεν απευθύνεται στους Ουαλούς ανθρακωρύχους, στους Βαβαρούς εργάτες γης ή στους Βρετόνους ψαράδες. Το κάλεσμα να έρθουν οι άνθρωποι πίσω στην πόλη, μάλλον είναι πάντα ένα ιδιοτελές κάλεσμα, ώστε οι λευκές μεσαίες και ανώτερες μεσαίες τάξεις να επανακτήσουν τον έλεγχο των πολιτικών και πολιτιστικών οικονομιών, όπως επίσης και της γεωγραφίας των μεγαλύτερων πόλεων. Βολιδοσκοπώντας την συμπτωματική σιωπή για το ποιος πρόκειται να προσκληθεί πίσω στην πόλη, ξεκινάμε να ανακαλύπτουμε τις ταξικές πολιτικές που εμπλέκονται.
Έπειτα, υπάρχει το ζήτημα καθαυτής της ανώδυνης γλώσσας της “ανάπλασης”. Καταρχήν, από πού προέρχεται αυτή η γλώσσα; Η “ανάπλαση” [regenaration], ένας βιοϊατρικός και οικολογικός όρος, εφαρμόζεται σε ξεχωριστά φυτά, είδη και όργανα -ένα συκώτι ή ένα δάσος πιθανόν να αναπλαστούν- και υποδηλώνει ότι η στρατηγική ανάπλασης της πόλης είναι πρακτικά μία φυσική διαδικασία. Έτσι, η υπεράσπιση των στρατηγικών ανάπλασης συγκαλύπτει τις ουσιώδεις κοινωνικές καταβολές και τους σκοπούς της αστικής αναμόρφωσης και απαλείφει τη λογική νικητών και ηττημένων από την οποία προκύπτουν τέτοιες πολιτικές. Το gentrification γενικά εμπεριέχει εκτοπισμούς, παρόλα αυτά ούτε στο βρετανικό μανιφέστο της “αστικής ανάπλασης”, ούτε στην ατζέντα του πανευρωπαϊκού συνεδρίου του Παρισιού αναφέρεται κάποια αναγνώριση της μοίρας αυτών των ανθρώπων που εκτοπίζονται από την προτεινόμενη επανακατάκτηση της πόλης.
Η γλώσσα της ανάπλασης καμουφλάρει το gentrification. Ακριβώς επειδή η γλώσσα του gentrification λέει την αλήθεια σχετικά με την ταξική μετατόπιση που συνεπάγεται η “ανάπλαση” της πόλης, έχει γίνει λέξη ταμπού για τους ‘develop- ers’, τους πολιτικούς και τους χρηματιστές. Βρισκόμαστε στην ειρωνικό σημείο να βλέπουμε στις ΗΠΑ, όπου η ιδεολογία της αταξικότητας είναι τόσο κυρίαρχη, τη γλώσσα του gentrification να είναι αρκετά γενικευμένη, ενώ στην Ευρώπη αντίθετα να είναι περιορισμένη. Έτσι, ακόμα και φαινομενικά προοδευτικοί πολεοδόμοι και τοπικοί σύμβουλοι από το Bochum μέχρι το Brixton, οι οποίοι ακόμα πιστεύουν ότι είναι σοσιαλιστές και οι οποίοι πιθανόν να είναι ενήμεροι των κινδύνων της εκτόπισης, διακατέχονται πλέον από τη γραφειοκρατική υπόσχεση της “ανάπλασης” σε τέτοιο βαθμό, που η ενσωματωμένη ατζέντα του γενικευμένου gentrification των αστικών κέντρων περνάει απαρατήρητη. Η “αστική ανάπλαση” δεν αναπαριστά μόνο το επόμενο κύμα gentrification, πολεοδομημένου και χρηματοδοτημένου σε μία κλίμακα χωρίς προηγούμενο, αλλά η νίκη της γλώσσας της, με το να αναισθητοποιεί την κριτική κατανόηση του gentrification στην Ευρώπη, αναπαριστά μία αξιοσημείωτη ιδεολογική νίκη για τις νεοφιλελεύθερες οπτικές της πόλης.
Το θέμα εδώ δεν είναι να εκβιάσουμε μία ένα-προς-ένα αντιστοιχία μεταξύ των στρατηγικών ανάπλασης και gentrification, ή να καταδικάσουμε όλες τις στρατηγικές ανάπλασης ως Δούρειους Ίππους του gentrification. Μάλλον θα ήθελα να επιμείνω στο ότι το gentrification είναι μία παντοδύναμη, αν και συχνά καμουφλαρισμένη, πρόθεση των στρατηγικών αστικής ανάπλασης και να υποστηρίξω μία κριτική θέση απέναντι στην ιδεολογική ισοπέδωση που αποκρύπτει το ζήτημα του gen- trification, παρότι η κλίμακα της διαδικασίας γίνεται ολοένα και πιο απειλητική και η ενσωμάτωση του gentrification σε μία γενικότερη νεοφιλελεύθερη πολεοδομία γίνεται ολοένα και πιο απτή. Το gentrification ως παγκόσμια στρατηγική των πόλεων είναι μία τελειοποιημένη έκφραση της νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας. Κινητοποιεί τα αιτήματα της ιδιωτικής περιουσίας δια μέσω μιας αγοράς που λαδώνεται από τις δωρεές του κράτους.
Επίλογος
Σε αυτό το άρθρο, παρουσιάζω δύο μάλλον διαφορετικά επιχειρήματα. Από τη μια μεριά, αμφισβητώ την ευρωκεντρική υπόθεση ότι οι παγκόσμιες πόλεις θα πρέπει να ορίζονται σύμφωνα με τις διοικητικές λειτουργίες, παρά σύμφωνα με τη συμμετοχή τους στην παγκόσμια παραγωγή υπεραξίας. Από την άλλη μεριά, θέλω να επισημάνω τους τρόπους με τους οποίους το gentrification εξελίχθηκε σε μία ανταγωνιστική στρατηγική των πόλεων στα πλαίσια αυτής της παγκόσμιας οικονομίας. Η γενίκευση του gentrification μετά τη δεκαετία του 1990, ως παγκόσμια στρατηγική των πόλεων, έχει έναν κομβικό ρόλο στη νεοφιλελεύθερη πολεοδομία κατά δύο τρόπους. Πρώτον, γεμίζει το κενό που άφησε η εγκατάλειψη της φιλελεύθερης πολιτικής του αστικού χώρου του 20ου αιώνα. Δεύτερον, υπηρετεί τις αγορές ακινήτων στο κέντρο και στο εσωτερικό των πόλεων, ως αναπτυσσόμενους τομείς επένδυσης παραγωγικού κεφαλαίου: η παγκοσμιοποίηση του παραγωγικού κεφαλαίου συνδράμει στο gentri- fication. Αυτό δεν ήταν ούτε αναπόφευκτο, ούτε τυχαίο. Κάθε άλλο, καθώς οι πόλεις γίνονταν παγκόσμιες, ομοίως παγκοσμιοποιούνταν και κάποια από τα κεντρικά τους χαρακτηριστικά. Η αναδυόμενη παγκοσμιοποίηση του gentrifi- cation, όπως και αυτή των ίδιων των πόλεων, αναπαριστά τη νίκη συγκεκριμένων οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων επί κάποιων άλλων, μία επαναβεβαίωση των (νεοφιλελεύθερων) οικονομικών υποθέσεων επί της πορείας του gentrification…30
Ακόμα και εκεί όπου το gentrification καθαυτό παραμένει περιορισμένο, η κινητοποίηση των μεσιτικών αγορών ακινήτων των πόλεων, ως οχήματα της συσσώρευσης κεφαλαίου είναι πανταχού παρούσα.
Ένα άλλο σύμπτωμα της έντονης ενσωμάτωσης της κτηματομεσιτικής βιομηχανίας στον κεντρικό πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας εμφανίζεται σε πόλεις όπως η Kuala Lumpur, η Σιγκαπούρη, το Rio de Janeiro και η Mumbai, εκεί όπου οι τιμές των ακινήτων κατά τη δεκαετία του 1990 πολλαπλασιάστηκαν πολλές φορές. Η ίδια διαδικασία συγκέντρωσης κεφαλαίου που όξυνε την αντίθεση ανάμεσα στην παραγωγή και την κοινωνική αναπαραγωγή ενίσχυσε επίσης και τη διαδικασία gentrifi- cation, αν και αυτό εξελίσσεται με πολλούς διαφορετικούς τρόπους σε διαφορετικούς τόπους. Πιο συγκεκριμένα, στο Mumbai, η απορρύθμιση των αγορών και ο παγκόσμιος ανταγωνισμός στα μέσα της δεκαετίας του 1990, οδήγησε σε “υπέρογκα υψηλές τιμές” που σύντομα επισκίασαν αυτές της Νέας Υόρκης, του Λονδίνου και του Τόκιο31. Μπορεί οι ασταθείς ακραίες τιμές του 1996 να υποχώρησαν, ωστόσο το ανώτερο τμήμα των μεσιτικών αγορών ακινήτων του Mum- bai, βρίσκεται πλέον σε συνεχή ανταγωνισμό με ακίνητα σε ολόκληρο τον κόσμο, μία κατάσταση που επέφερε μικρής κλίμακας gentrification, αλλά με πολύ πραγματικούς όρους για κάποιες γειτονιές.
Αν και ο κεντρικός εδαφικός άξονας του οικονομικού ανταγωνισμού πριν τη δεκαετία του 1970 είχε ως αποτέλεσμα να αντιμάχονται περιφερειακές και εθνικές οικονομίες η μία ενάντια στην άλλη, ο νέος γεωγραφικός άξονας του ανταγωνισμού από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα είχε ως αποτέλεσμα να αντιμάχονται πόλεις ενάντια σε πόλεις στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας. Αυτός ο ανταγωνισμός λαμβάνει χώρα, όχι μόνο με όρους προσέλκυσης και διατήρησης της βιομηχανικής παραγωγής, αλλά επίσης και μέσα από το μάρκετινγκ των πόλεων ως οικιστικών και τουριστικών προορισμών. Αυτό ήταν σαφές στις πολιτικές της βρετανικής ανάπλασης, όπως το ‘City Challenge’ κατά τη δεκαετία του 199032 και ήταν επίσης σαφές από τη Νέα Υόρκη ως την Ατλάντα και το Βανκούβερ, όπου οι πολιτικές ενάντια στους άστεγους δικαιολογήθηκαν προκειμένου να ενισχυθεί η τουριστική βιομηχανία. Το περιοδικό Travel and Leisure φιλοξενεί τώρα μια μόνιμη στήλη που οικειοποιείται τη γλώσσα των “αναδυόμενων οικονομιών” προκειμένου να αναδείξει τις “αναδυόμενες πόλεις”. Το Montevi- deo είναι διάσημο για την “ακμάζουσα κοινωνία του καφέ” του· η Τύνιδα “έχει ένα μεγαλείο που φέρνει στο νου την Πράγα και τη Βιέννη”· “η πόλη του Παναμά διαμορφώνεται ως η πολιτισμική πύλη” προς τη Ζώνη του Καναλιού: “Μόλις εγκατασταθείς, βγες και ψώνισε”· και η “Κρακοβία βιώνει μία αναγέννηση”33. Παρόμοιες φιλοδοξίες χαρακτήριζαν και τις διακηρύξεις του Δήμαρχου Giuliani μετά την καταστροφή του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου: “Βγείτε έξω και ζείστε μία κανονική ζωή”, προέτρεψε μετά την 11η Σεπτεμβρίου. “Πηγαίνετε σε εστιατόρια, σε έργα και ξενοδοχεία, καταναλώστε χρήματα”.
Ο Lefevbvre κάποτε ισχυρίστηκε ότι η πολεοδομία υποκατέστησε τη εκβιομηχάνιση ως την κινητήρια δύναμη του καπιταλισμού: η εκβιομηχάνιση μπορεί πιθανόν να τροφοδότησε τη συστημική αστικοποίηση, αλλά τώρα η αστικοποίηση προκαλεί την εκβιομηχάνιση. Ο ισχυρισμός του δεναντιστάθηκε στο τεστ του χρόνου, ιδιαίτερα στο φως της παγκοσμιοποίησης της βιομηχανικής παραγωγής και της επέκτασης της Ανατολικής Ασίας, η οποία βρισκόταν σε βαθιά εξάρτηση, όπως έγραψε ο Lefebvre. Παρόλα αυτά, φαίνεται να προέβλεψε κάτι πολύ πραγματικό. Με παγκόσμιους όρους, η αστικοποίηση δεν υποκατέστησε, φυσικά, την εκβιομηχάνιση· όλα τα προϊόντα που προωθούν την αστικοποίηση κατασκευάζονται κάπου μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Παρόλα αυτά, η ανάπτυξη των αστικών ακινήτων -με το gentrification σε εξέχουσα θέση- έγινε τώρα μία κεντρική κινητήρια δύναμη της οικονομικής εξάπλωσης των πόλεων, ένας κομβικός τομέας στις νέες οικονομίες των πόλεων. Μία επαρκής θεωρητική κατανόηση της νεοφιλελεύθερης πολεοδομίας θα πρέπει να ξαναδεί το επιχείρημα του Lefebvre και να διακρίνει τη διορατικότητά του από την υπερβολή του.
17. Glass 1964:xviii
18. DETR 1999
19. Garcia 2001
20. Jones and Varley 1999
21. Garside 1993
22. Thomas 1991
23. Hackworth 2000
24. Hackworth and Smith 2001
25. Fainstein 1994
26. Smith and DiFilippis 1999
27. Smith 1996
28. Πρβλ. Vine 2001
29. DETR 1999
30. Smith and DiFilippis 1999
31. Nijman 2000:575
32. Jones and Ward, περιοδικό Αntipode 2002
33. On the Town 2000:50
Leave a Reply