Αποδομώντας τις Μάζες: Προς την Ένοπλη Ατομικότητα.
«Οι αναρχικοί εναντιώνονται στην εξουσία τόσο από τα πάνω όσο και από τα κάτω. Δε διεκδικούν την εξουσία για τις μάζες, μα αναζητούν τρόπους να καταστρέψουν κάθε κυριαρχία και ν’ αποσυνθέσουν τις μάζες σε ατομικότητες υπεύθυνες η κάθε μια για τη ζωή της. Συνεπώς, οι αναρχικοί είναι οι πιο ανένδοτοι εχθροί κάθε κομμουνισμού, και όσοι διατείνονται πως είναι κομμουνιστές ή σοσιαλιστές δεν μπορούν κατά καμία πιθανότητα να είναι αναρχικοί.»
– Enzo Martucci
Για μένα, η ατομικότητα είναι ένα όπλο. Είναι η ένοπλη πρακτική της μηδενιστικής αναρχίας και η προσωπική εναντίωση σε οποιαδήποτε απόπειρα επιβολής. Ένα πρόσωπο γίνεται ακυβέρνητο κατασκευάζοντας και υποστηρίζοντας τις αρνήσεις του ενάντια στους κοινωνικά κατασκευασμένους ρόλους, στα επίσημα φορμαλιστικά σύνολα και στη μονολιθικότητα της μαζικής κοινωνίας. Υπό αυτό το πρίσμα, η άρνηση απηχεί την απροθυμία να απεμποληθεί η μοναδικότητα κάποιου στα πλαίσια μιας φορμαλιστικής ένωσης. Εδώ εγώ τραβάω μια γραμμή μεταξύ αναρχίας και αριστερισμού. Ο αριστερισμός επικροτεί την αναδιάταξη των κατασκευασμένων ταυτοτήτων, τους άκαμπτους σχηματισμούς και τους κοινωνικούς ρόλους εντός μιας άτεγκτης κοινωνικής δομής εντός της οποίας τα άτομα θυσιάζονται στον βωμό ενός “ανώτερου καλού” ή σκοπού. Απεναντίας, η αναρχία ως βίωμα σηματοδοτεί την αποσύνθεση πάσας τυποποιημένης κοινωνικής ομάδας, διανοίγοντας τις πιθανότητες ατομικής χειραφέτησης και απεριόριστης εξερεύνησης της υπαρξιακής αταξίας. Συμπερασματικά, για ‘μένα η αναρχία είναι μία ατομικιστική άρνηση του υποκειμένου να παραδώσει τον εαυτό του σε μία υπερβατική εξουσία που ανάγει τον εαυτό της σε απόλυτη αρχή.
Οι εξουσιαστικές δομές, κοινωνικές και θεσμικές, προϋποθέτουν την εγκατάλειψη της ατομικότητας προκειμένου να επεκτείνουν την κυριαρχία τους. Το κράτος δεν μπορεί να υπάρξει δίχως υποκείμενα πρόθυμα να φορέσουν τα εμβλήματα και τις στολές του. Ο καπιταλισμός αδυνατεί να εγκαθιδρυθεί δίχως την υποτέλεια ανθρώπων των οποίων η συσσωμάτωση συνιστά το μαζικό κοινωνικό σώμα ενίσχυσης της ψυχολογικής και κοινωνικής νομιμοποίσης του ιδίου, αλλά και της κυριαρχίας του. Το κράτος και ο καπιταλισμός αποβλέπουν στην απόσπαση της κοινωνικής συναίνεσης, ενώ ο πολλαπλασιασμός της συγκροτεί σταδιακά τη βιομηχανική μαζική κοινωνία. Θα αναγνωρίσω στους αριστεριστές το δίκιο πως μία αρκετά συμπαγής εργατική απεργία διαρκείας θα ήταν ικανή να παραλύσει τη βιομηχανική πρόοδο, εφόσον είναι ο εργάτης -ο μεμονωμένος μισθωτός σκλάβος- που συμβάλλει στη λειτουργία της μεγα-μηχανής. Αλλά, όπως έχει αποδείξει η ιστορία, μία μαζική εργατική απεργία δεν είναι μονάχα εξαντλητικό να συντονιστεί, αλλά και ανέφικτο να συντηρηθεί αρκετά ως την κατάρρευση του καπιταλισμού. Καθώς πολλοί αριστεριστές, συμπεριλαμβανομένου και εμού μέχρι ενός σημείου, θα αναγνωρίσουν πως πολλοί εργάτες στερούνται την πρόσβαση σε εμψυχωτικές ριζοσπαστικές ιδέες, εγώ σταδιακά αντιλήφθηκα επιπλέον πως πλήθος εργατών πολύ απλά δεν επιθυμεί να απεργήσει. Για σωρεία λόγων, αδύνατο να καταγραφούν εδώ πέρα, αναρίθμητοι εργάτες συρρέουν στις δουλειές τους, αδιαφορώντας για το αν διεξάγεται κάποια απεργία ή όχι. Κάτι που συχνά παραβλέπεται είναι πως οι άνθρωποι είναι άτομα. Και, ως άτομα, ορισμένοι επιλέγουν να εξεγερθούν ενάντια στην εργασιακή τους συνθήκη και άλλοι όχι.
Κολεκτίβες, Συλλογική Ενδυνάμωση και Οργάνωση
Γύρω στο 2013, αποπειράθηκα να ενισχύσω την κοινωνική δυναμική μέσω συλλογικών εγχειρημάτων αφιερώμενων στην ευεργέτηση ανθρώπων στη γειτονιά μου. Πολύμορφα, με δανειστικές βιβλιοθήκες ριζοσπαστικών βιβλίων, παρουσιάσεις εντύπων, πραγματικά ελεύθερα λαϊκά παζάρια, “φαγητά-όχι-βόμβες”, και συλλογικές προβολές ταινιών. Το εγχείρημα στο οποίο συμμετείχα ήταν δραστήριο και γεμάτο ενέργεια. Κάποια στιγμή, στις 31 Ιουλίου, διοργανώσαμε μία Μέρα Δράσης Ενάντια στον Ρατσισμό και τον Φασισμό, η οποία περιλάμβανε στιγμιότυπα ταραχών από πορείες και βίντεο ισοπέδωσης ναζιστών. Αφήσαμε την πόρτα στον διάδρομό μας ανοιχτή για να συμμετάσχει κάθε ενδιαφερόμενη και ενδιαφερόμενος, και το μικρό διαμέρισμά μας γέμισε ασφυκτικά από παιδιά που κατοικούσαν τριγύρω και πανηγύριζαν ενθουσιασμένα καθώς παρακολουθούσαν τα βίντεο. Στο τέλος, μοιράσαμε στους παρευρισκομένους έντυπα και τρικάκια, και προπαγανδίσαμε ένα πραγματικά ελεύθερο ανταλλακτικό παζάρι που είχαμε οργανώσει για τις επόμενες δύο μέρες. Την επόμενη μέρα, μόνο 3 γείτονες απ’ όσους είχαν παραστεί στην εκδήλωση εμφανίστηκαν και συζήτησαν μαζί μας. Τη μεθεπόμενη μέρα, δεν εμφανίστηκαν ούτε αυτοί. Τη στιγμή εκείνη προσπαθούσα να κατανοήσω το γιατί -παρά τις προβολές, τα έντυπα, το προπαγανδιστικό υλικό και τις συζητήσεις- οι γείτονές μας, άνθρωποι που μας μίλησαν για την αντιμετώπιση του ρατσισμού στην καθημερινότητά τους, δε μεριμνούσαν να σχηματίσουν εγχειρήματα μαζί μας. Μία κατά πρόσωπο συζήτηση με δύο εξ αυτών, λίγες βδομάδες αργότερα, με προσγείωσε στην πραγματικότητα: «Είναι πολύ καλή φάση αυτό που όλοι εσείς επιχειρείτε να κάνετε, αλλά, ξέρεις, είμαστε απασχολημένοι αναζητώντας ρευστό. Προσπαθούμε απλά να βρούμε εισόδημα.». Μετά από έναν σύντομο διάλογο γύρω από την “οικονομική ανέλιξη”, αποχωριστήκαμε ανταλλάζοντας χειραψίες, κι εγώ ένιωθα μπερδεμένος και απογοητευμένος. Οι άνθρωποι της περιοχής μου, οι γείτονές μου δεν ψηνόντουσαν καθόλου γι’ αυτήν την “επαναστατική φάση”.
Μετά από μερικά ακόμα χρόνια τοπικών δράσεων, αναρτήσεων πανό, παρεμβάσεων με σπρέι, αφισοκολλήσεων, ενός εντύπου που επιμελήθηκα για να καταγράψω και να εγκωμιάσω την ιστορία των αντιρατσιστικών εξεγέρσεων της περιοχής μου, και συλλογικών εκδηλώσεων, συνειδητοποίησα μιαν αλήθεια ανεπιθύμητη για κάθε αριστεριστή: Δεν υφίσταται μια ομοιογενής κοινότητα προς ριζοσπαστικοποίηση. Τι σημαίνει η “κοινότητα”, όταν η γειτονιά σου συντίθεται από άτομα με το καθένα απ’ αυτά να έχει διαφορετικούς και, πολλές φορές, αντικρουόμενους στόχους στη ζωή του; Σύντομα κατάλαβα πως ο όρος “κοινότητα” είναι μια πολιτική έννοια που, συχνά, σκοπίμως απαλείφει σημαντικές διαφορές αναμεταξύ των υποκειμένων, διαμηνύοντας μιαν επίπλαστη ενότητα. Πρόκειται για μια κοινωνική κατασκευή που απλά περιγράφει ένα σύνολο ανθρώπων συνοίκων σε μια περιοχή. Σίγουρα υπήρξαν από ‘δώ κι από ‘κεί κάποια πρόσωπα υποστηρικτικά προς ό,τι εκπονούσαμε, αναμείχθηκαν και κόλλησαν μαζί μας για ένα εφήμερο διάστημα. Αλλά η γειτονιά ήταν ετερόκλητη. Και θα ήταν ανέντιμο να ισχυριστούμε πως εκπροσωπούσαμε τα συμφέροντα του συνόλου της. Ο καθένας είχε τις δικές του προσωπικές γνώμες και προσδοκίες απ’ τη ζωή.
Έχω, ανά καιρούς, συναντήσει ορισμένα τοπικά επαναστατικά σχήματα απαρτιζόμενα κατά μεγάλο ποσοστό από υλοποιημένες και ακμαίες κοινοτικές σχέσεις. Ορισμένες φορές διαρκούν για ένα διάστημα, ενώ άλλες τα μέλη τους απομακρύνονται και αποσαθρώνονται. Σε αυτό το σημείο, τα βιώματά μου ξεκίνησαν να διακρίνουν μιαν απόσταση μεταξύ ομαδοποιήσεων συγγένειας και μαζικών οργανώσεων. Όσα υποκείμενα ψηνόντουσαν όντως για ό,τι εκπροσωπούσαμε, μας προσέγγισαν ανεξαρτήτως του αν είχαμε προπαγανδίσει ή προτάξει κάποιο πρόγραμμα. Εμφανίστηκαν διότι εντόπισαν άλλες ατομικότητες με τις οποίες μπορούσαν να συσχετιστούν. Άλλοι άνθρωποι απλά αδιαφόρησαν, παρότι κατοικούσαμε όλοι μαζί στην ίδια γειτονιά, αντιμέτωπες με τον εξευγενισμό, και όντας στην πλειοψηφία μας έγχρωμοι.
Διακρίνω μία παραλληλία με ό,τι συμβαίνει στον αναρχισμό. Οι ίδιες μέθοδοι και προσφυγές στην κοινότητα, στις μάζες, στον “λαό”, είναι ενεργές και ειλικρινείς, αλλά παράγουν ελάχιστα αποτελέσματα. Έπειτα από αλλεπάλληλες συλλογικές κουζίνες, επαναστατικά κοινωνικά κέντρα ή ριζοσπαστικές δανειστικές βιβλιοθήκες, όλα στελεχώνονταν από τους προϋπάρχοντες εξεγερμένους και εξεγερμένες, καταντώντας έτσι συντεχνιακά στέκια κοινωνικοποίησης αντί για μέρη γεμάτα με αμύητους ανθρώπους σε αναζήτηση της κοινοτικής αμεσότητας. Οι προσπάθειες να κινητοποιήσουμε τις μάζες διαμέσου διαδηλώσεων κατέληγαν με άπλετους θεατές στο πεζοδρόμιο, ενώ οι ίδιοι εξεγερμένοι και εξεγερμένες φώναζαν συνθήματα, τραγουδούσαν και πορεύονταν στους δρόμους. Έγινα παρατηρητής της ίδιας πληγής σε πολλές και διαφορετικές περιπτώσεις. Καθώς ο Τραμπ βρισκόταν στην προεκλογική του εκστρατεία, όλοι βρισκόντουσαν στους δρόμους μέχρι και με τις μητέρες τους. Οι εξεγερμένες είχαν επίσης ξεχυθεί, οπλισμένες με τρικάκια, έντυπα και μεγάφωνα, διαχέοντας την ριζοσπαστική τους συνθηματολογία. Σύντομα μετά το πέρας των εκλογών τα πράγματα εξομαλύνθηκαν και οι εξεγερμένοι έμειναν μόνοι στους δρόμους να συνεχίσουν τις γνωστές τους ασχολίες. Παραδέχομαι πως βρισκόμουν κι εγώ εκεί. Διαδηλώνοντας, φωνάζοντας, μοιράζοντας έντυπα και τρικάκια στους θεατές του πεζοδρομίου. Θυμάμαι, χρόνια πριν, μια πορεία Occupy που καλέσαμε στην οδό Μίσιγκαν του Σικάγο. Ένα πλήθος μαθητών μάς πρόσεξε, συμπορεύτηκε μαζί μας για περίπου 3 λεπτά, και έπειτα επέστρεψε βιαστικά στο πεζοδρόμιο ανταλλάσσοντας χειραψίες μαζί μας ώστε να συνεχίσουν τη μέρα τους. Παραμείναμε στον δρόμο προσπαθώντας να τους προσελκύσουμε ξανά μέσω δημοφιλούς μουσικής. Η ξαφνική αριθμητική σμίκρυνση του μπλοκ μας έδωσε την ευκαιρία στους μπάτσους να μας περικυκλώσουν και να μας απωθήσουν στο πεζοδρόμιο. Το πιο εξωφρενικό με δαύτη την κατάσταση είναι πως η εν λόγω τακτική επιστρατεύεται ακόμα από τους σημερινούς επαναστάτες. Λες κι οι πρώτες δεκάδες φορές δεν ήταν αρκετά ντροπιαστικές.
Καπιταλιστικός Aτομισμός εναντίον Ατομικιστικής Aναρχίας
Η ατομικότητα δύναται να εγκλιματιστεί και να υποταχθεί σ’ ένα κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον που κατέχει το μονοπώλιο της έκφρασης λόγων περί της ζωής. Στην περίπτωση του καπιταλισμού, γεννιόμαστε σε μια ήδη ρυθμισμένη κοινωνία που ενισχύει τις αξίες, τους ρόλους και την ιδεολογία της μέσα απ’ την πνευματική και ψυχολογική ισχύ των θεσμικών ιδρυμάτων της. Καθώς περιπλανόμαστε έξω, αντικρίζουμε μια πραγματικότητα εκ των προτέρων ποσοτικοποιημένη και θεσμικά κατασκευασμένη επιμελώς ώστε να προπαγανδίζει τον εαυτό της. Αυτοκίνητα, αεροπλάνα, λεωφόροι, ουρανοξύστες, πρόχειρο φαγητό, κλπ – όλα κανονικοποιημένα ώστε να εξασφαλίζουν την ομαλότητα της τάξης. Πέρα απ’ αυτήν, πέρα απ’ τις νόρμες, ελοχεύει ένα χάος ικανό να σπάσει τη νηνεμία της ατομικής υποδούλωσης. Οργάνωση και τάξη πορεύονται χέρι-χέρι. Οι αξίες, οι ρόλοι και οι ιδεολογίες ενισχύονται αποτελεσματικότερα όταν μαζικοποιούνται, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση του κανονικού. Αυτή η διαδικασία καταρρακώνει την ατομικότητα, τη μοναδικότητα και το χάος, αφού τα τρία τους συνιστούν απειλές έναντι των μονολιθικών σχηματισμών. Όταν ο καπιταλισμός διατείνεται πως ενθαρρύνει τον αγνό ατομικισμό, πρόκειται για έναν ατομικισμό που προπαρασκευάζεται ούτως ώστε ν’ αναπαράγει τον καπιταλισμό σε ατομικό επίπεδο. Με άλλα λόγια, όσες ατομικότητες παραδίνονται στο καπιταλιστικό σύστημα υποβαθμίζονται σε ανδράποδα, καταδικασμένα να εξυπηρετούν την εύρυθμη λειτουργία του. Οποιαδήποτε ατομικότητα αμφισβητεί τον καπιταλισμό ή κάθε κοινωνικό σύστημα εν συνόλω, θα αναζητήσει μια ζωή αντιτιθέμενη στα συμφέροντα του καπιταλισμού. Υπό αυτήν την έποψη, η ατομικιστική αναρχία αποτελεί μιαν αντίσταση του προσώπου στην πιθανότητα περιορισμού του στα σύνορα ενός φορμαλιστικού συστήματος. Το χάος είναι η προσωποποιημένη στρατηγική της άρνησης μιας προσχεδιασμένης τάξης, μιας τάξης διαμορφωμένης απ’ όσους ενδιαφέρονται απλώς για την αριθμητική αύξηση των ακολούθων τους.
Η στρατηγική δημιουργίας μιας μαζικής κοινωνίας ή ενός εύτακτου συστήματος είναι μια στρατηγική καταστρατήγησης της ατομικότητας, του χάους και της μοναδικότητας. Η στρατηγική αυτή περιλαμβάνει την προώθηση ενός μονοδιάστατου τρόπου κατανόησης του ατομικισμού, προσχεδιασμένου απ’ τον καπιταλισμό. Αλλά, προκειμένου ο ατομικισμός να διατηρείται μοναδικός και χαοτικός, δεν μπορεί να εγκλείεται στα όρια τυπικών οργανώσεων και κοινωνικών κατασκευών. Ο καπιταλισμός είναι μια κοινωνική κατασκευή εξαρτώμενη από τη μαζική συναίνεση και συμμετοχή προκειμένου να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της κανονικότητας και να διατηρήσει την επικρατούσα κοινωνική τάξη. Η μαζική συμμετοχή, συντιθέμενη από δουλοπρεπή υποκείμενα, επιτρέπει στον καπιταλισμό να υλοποιείται διαμέσου ιδρυμάτων, θεσμών και κατασκευών φυσικής υπόστασης, όλα χτισμένα από τα χέρια μεμονωμένων εργατών. Είναι αληθές πως η εργατική τάξη έχτισε αυτόν τον κόσμο, διαθέτοντας έτσι και τη δύναμη να τον κατεδαφίσει. Αλλά αυτό προϋποθέτει πως δεν υφίστανται υποβολιμαίες εν ενεργεία δυνάμεις καθυπόταξης του υποκειμένου. Αυτό εξηγεί γιατί ο κοινωνικός πόλεμος δεν είναι αποκλειστικά απαραίτητος ενάντια στη μαζοποιημένη κοινωνική πραγματικότητα, αλλά επιτακτικός επιπλέον για τη διάρρηξη των δεσμών με τις κοινωνικά κατασκευασμένες ταυτότητες, και τη συντριβή της υποτακτικής λογικής.
Η Δεξιά και η Αριστερά: Δύο Πλευρές του Ίδιου Νομίσματος ονόματι “Κοινωνικές Ταυτότητες”
Οι πολιτικές της ταυτότητας απηχούν πως διαφορετικές ταυτότητες σχηματοποιούνται ώστε να δημιουργήσουν ιεραρχικούς συσχετισμούς δύναμης μεταξύ ανθρώπινων ομαδοποιήσεων. Αντανακλούν επιπλέον πως η ατομικότητα και η μοναδικότητα αποθαρρύνονται μέχρι το σημείο κοινωνικής απομόνωσης. Όταν τα υποκείμενα αντιδρούν εκτός των επιβεβλημένων από τις κοινωνικές τους ταυτότητες ορίων, αντιμετωπίζονται ως “Άλλοι”, μη αξιόπιστοι για να εκπροσωπήσουν ένα βίωμα. Αναλόγως το σύστημα, ορισμένες εμπειρίες και βιώματα προτιμούνται και σταχυολογούνται προς επικύρωση. Επί παραδειγμάτι, για έναν δεξιό Α, ένας επιτυχημένος “μαύρος” επιχειρηματίας εγκωμιάζεται και παρουσιάζεται ως θρίαμβος ενός συμπεριληπτικού και απαλλαγμένου από διακρίσεις καπιταλισμού. Αλλά για έναν δεξιό Β, ο ίδιος άνθρωπος θεωρείται απειλή για την τάξη της λευκής υπεροχής, συνεπώς δυσφημείται. Παρομοίως, υπό το πρίσμα ενός αριστεριστή Α, το ίδιο υποκείμενο θα χλευαστεί ως “Θείος Τομ” και “προδότης υποτακτικός”. Αντιθέτως, για τον αριστεριστή Β, ο “μαύρος” επιχειρηματίας αντιπροσωπεύει μια παραδειγματική αφομοίωση, κοινωνική πρόοδο κι ελπίδα για άλλους μαύρους ανθρώπους. Τόσο η αριστερά όσο και ο καπιταλισμός διαθέτουν αμφότεροι διφορούμενα χαρακτηριστικά. Όλοι όμως, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καταλήγουν να συμφωνούν σε κοινές αρχές σχετικά με την τάξη, τις ομογενοποιημένες ταυτότητες και την κοινωνική συνοχή. Συμπεραίνουμε αβίαστα ότι, ανεξαρτήτως μεθόδου, το άτομο αυτό επιστρατεύεται για την ενίσχυση του προπαγανδιστικού μηχανισμού ενός κοινωνικού συστήματος. Ας πάρουμε τώρα για παράδειγμα έναν “μαύρο” “άντρα” που αρνείται τη “μαύρη” κοινωνική ταυτότητα και τους συνεπαγόμενους “ρόλους” της, την πατριαρχία και την αφομοίωσή του δια της μισθωτής εργασίας. Απεναντίας, το εν λόγω πρόσωπο αρνείται και τον αριστερισμό και τον καπιταλισμό. Ποια κοινωνικά συστήματα κατορθώνουν να εκμεταλλευτούν το πρόσωπο αυτό υπέρ της προπαγάνδας τους; Υπό αριστερίστικη ή καπιταλιστική στοχοθεσία, ποια θετικά χαρακτηριστικά αυτού του υποκειμένου προσφέρονται για επικοινωνιακή εκμετάλλευση; Όσον αφορά την προώθηση ενός συστήματος, κανένα. Οι νόρμες και οι περιορισμοί του συστήματος στο κοινωνικό πεδίο έχουν ανασταλεί. Απομένει μόνο η αναρχία τού να γίνεις ακυβέρνητη μέσα από την προσωπική σου μοναδικότητα.
Οι αποκλίνουσες από την κανονικοποιημένη κοινωνική τάξη ατομικότητες δεν είναι μονάχα ακατάλληλες για προπαγάνδα, αλλά ενσαρκώνουν και τη ζωντανή απειλή να γίνουν η θρυαλλίδα για αλλεπάλληλες χειραφετήσεις. Όσες ατομικότητες κυνηγούν μιαν ελευθερία αποδεσμευμένη από το εκμαγείο των πολιτικών προγραμμάτων, δε γυρεύουν τα παζαρέματα μιας μελλοντικής ουτοπίας. Αντί να εργαστούν σήμερα ώστε να απολαύσουν στο μέλλον, η απόλαυση κι η περιπέτεια συντροφεύουν μιαν ήδη διεγερμένη αποφασιστικότητα για άγρια εξερεύνηση. Οπλισμένοι με μια αίσθηση αναγκαιότητας, μετατρέπουμε ξανά τη ζωή σ’ ένα παιχνίδι προσωπικής θαλερότητας και άρνησης κάθε κοινωνικής αλυσίδας – ένα παιχνίδι ευνοϊκό προς τις ελεύθερες κοινοτικές ενώσεις κι αλληλεπιδράσεις που δεν προσαρμόζονται στα πλαίσια μιας δομικής ακαμψίας.
Η ατομικότητα, με όπλο της το χάος, συλλαμβάνει τον εαυτό της ως έναν αποστάτη ενάντια σε όσες κοινωνικές δυνάμεις επιχειρούν την καθυπόταξή της. Καθώς η ατομικότητα γίνεται ανεξέλεγκτη, αποκτά την ιδιότητα της ανοσίας στα σχολαστικά σχεδιασμένα προγράμματα τα οποία οι πολιτικάντιδες των ταυτοτήτων και της επανάστασης διαφημίζουν. Οι αυτοανακυρηγμένοι τούτοι επαναστάτες εννοούν την επανάσταση με τον τρόπο μιας χωλής αναδιαμόρφωσης των κοινωνικών συνθηκών διατήρησης της τάξης. Κάποιοι εξ ημών προτιμάμε την εξέγερση όμως αντί της επανάστασης · μια εξέγερση που δε θα οδηγεί σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, αλλά σε μία ζωή δίχως μέτρο. Αποσκοπώ στη μετατροπή του χάους σε όπλο της ατομικής μου συντεταγμένης επίθεσης ενάντια σε κάθε κυβέρνηση και κοινωνική τάξη. Οραματίζομαι την αναρχία σα μια ξέφρενη πυρκαγιά που απανθρακώνει το εκπολιτισμένο, εξημερωνένο βασίλειο της θεσμικής και κοινωνικής κυριαρχίας. Η απελευθέρωση είναι κάτι περισσότερο από επίθεση στο κράτος και το κεφάλαιο. Τουλάχιστον για ‘μένα, σημαίνει επίσης να επανεφευρίσκεις τον εαυτό σου καθημερινά σε πείσμα των προσπαθειών της κοινωνίας να σε καθορίσει ως μια στατική οντότητα.
Ο πόλεμός μου είναι ένας ατομικιστικός πόλεμος ενάντια στη δεξιά και κάθε απόχρωσή της. Βρίσκομαι σε πόλεμο με τις υπάρχουσες δομές της πατριαρχικής “λευκότητας”, τους θεσμούς της και την υποτιθέμενη πολιτική υπεροχή της, που ενσαρκώνεται στην αποικιοκρατική κυριαρχία του βιομηχανικού καπιταλισμού. Στο στόχαστρό μου βρίσκεται ωσαύτως η αριστερά και οι προσπάθειές της να παράξει έναν κόσμο συστηματοποιημένης “ελευθερίας” διαμέσου τυποποιημένης οργάνωσης, συντήρησης κοινωνικά κατασκευασμένων ταυτοτήτων και υπαγωγής του υποκειμένου στα συλλογικά σώματα. Η απελευθέρωσή μου δεν απαντάται στα ιερά κείμενα όπως το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο”, το “Forbes Magazine” ή η “Εξέγερση που Έρχεται”. Η ελευθερία δεν είναι μια προσχεδιασμένη μελλοντική ουτοπία · είναι μια βιωμένη εμπειρία όσων διαθέτουν το κουράγιο να την ανακτήσουν για τους εαυτούς τους εδώ και τώρα. Κόντρα στις επαναστατικές πρωτοπορίες που διεκδικούν το μέλλον με τις ποιητικές τους κοινωνικές πλάνες και τις ακαδημαϊκίστικες πραγματογνωμοσύνες τους, εγώ παραμένω ανυπότακτος.
Flower Bomb
Η μπροσούρα στα αγγλικά σε μορφή PDF
Πηγή: Warzone Distro
Μετάφραση: Δ.Ο. Ragnarok
Leave a Reply