Γνώση και απόλαυση
(Διαβάζοντας το δέκατο έβδομο σεμινάριο: Το αντίστροφο της ψυχανάλυσης – Μέρος Β’)
To παρόν γράφεται ως σχόλιο στο γραπτό του Λακάν, από τον αυτομορφωτικό κύκλο ανάγνωσης Lustprinzip, που μελετάμε και γράφουμε σημειώσεις πάνω στις παραδόσεις του 17ου σεμιναρίου. Για τη γενική μεθοδολογία του κύκλου αλλά και την αποτελεσματική κατανόηση του σχολιασμού που ακολουθεί, διαβάστε το προηγούμενο κείμενο μας εδώ: https://bestimmung.blogspot.com/2020/07/o-k-17-lacan.html
Η τρίτη παράδοση του Λακάν έγινε στις 13 Ιανουαρίου του 1970, στο πάνθεον της νομικής της Σορβόννης, και έχει τίτλο “Γνώση μέσον απόλαυσης”. Βλέπουμε ήδη από τον τίτλο μια σειρά σημαινόντων που παραπέμπουν ευθέως στην αλγοριθμική δομή του λόγου του κυρίου και στα σύμβολα που καταλαμβάνουν τη θέση του άλλου και τη θέση παραγωγής. Στον λόγο του κυρίου, είναι η γνώση του δούλου που ξέρει τι λείπει από τον κύριο και μπορεί να του το προσφέρει, για αυτό είναι και το μέσο της απόλαυσης. Στο πεδίο του ταξικού καταμερισμού σε ένα δουλοκτητικό σύστημα είναι η γνώση του δούλου που εργάζεται και εξασφαλίζει στον κύριο τα μέσα για να ζήσει και να ευχαριστηθεί. Kατ’ επέκταση, στο πεδίο κάθε διυποκειμενικής συσχέτισης, υπάρχει ένα κύριο σημαίνον που μπορεί να κινητοποιεί τα άλλα σημαίνοντα για να εργαστούν ώστε να παράγουν ό,τι εκπίπτει από τη διαδικασία αυτή, που είναι ένα πρόσθετο νόημα, μια ευχαρίστηση πέρα από τη χρησιμότητα. Η γνώση-εργασία λοιπόν είναι το μέσον της απόλαυσης, αλλά και το μέσο που τη μετασχηματίζει σε ευχαρίστηση.
Το συγκεκριμένο κεφάλαιο συνδιαλέγεται ευθέως μέ ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα του Φρόυντ, το “Πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης”, και μέσα στη διακειμενικότητά του υπάρχουν αρκετές έμμεσες αναφορές στον τρόπο που άντλησε εργαλεία ο Φρόυντ από το Νίτσε. «Αρκεί να ξεκινήσουμε από την αρχή της ευχαρίστησης, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αρχή της μικρότερης έντασης, της ελάχιστης έντασης που απαιτείται ώστε να υφίσταται η ζωή. Τούτο αποδεικνύει ότι η απόλαυση ως τέτοια υπερχειλίζει τη ζωή, και ότι αυτό που διατηρεί η αρχή της ευχαρίστησης είναι το όριο ως προς την απόλαυση.» Τι σημαίνει αυτό το απόσπασμα; H ευχαρίστηση και η απόλαυση εμφανίζονται να συνδέονται με μια οικονομική σχέση, μέσα στην οποία η ευχαρίστηση λειτουργεί ως φραγμός στην απολαυση. Εννοιολογικά ο Λακάν εισάγει μια έννοια που δεν υπάρχει στο Φρόυντ, που συσχετίζεται βέβαια με τη φροϋδική libido, αλλά παραμένει αυτόνομη κατηγορία, αυτή είναι η Jouissance, μια λέξη που αποδίδεται ως απόλαυση στα ελληνικά αλλά έχει και πιο ειδικές συνδηλώσεις. Στα γαλλικά σημαίνει και «οργασμός». Με αυτή την έννοια ο Λακάν υπερβαίνει το δυϊσμό μεταξύ πόνου και ηδονής, εγκαθιδρύοντας ένα μονιστικό σχήμα εδώ που συνδέεται με μια διαλεκτική σχέση ποιότητας και ποσότητας. Το σχήμα αυτό έχει εγελιανή προέλευση, πάντα σύμφωνα με την ερμηνεία του Χέγκελ από τον Koζέβ, που διαχώριζε με ανάλογο τρόπο την απόλαυση (genuss) από την ηδονή (Lust). Σύμφωνα με αυτή τη διαλεκτική και οικονομική κατανόηση της σχέσης ηδονής και οδύνης, δεν πρόκειται περί δύο διαφορετικών πραγμάτων, αλλά είναι το ίδιο πράγμα ως προς της ουσία: η ένταση με την οποία διεγείρεται ένα υποκείμενο στο επίπεδο του πράγματος του έμβιου όντος, όπου θα πρέπει να διοχετεύεται με συγκεκριμένο τρόπο και να παραμένει χαμηλή για να μπορεί το ομιλ-όν να ζει και να ευχαριστιέται, όταν αυτή η ίδια ένταση ανεβαίνει σε πιο υψηλό επίπεδο τότε γίνεται οδύνη και πόνος. Για τον Λακάν, η συγκρότηση του συμβολικού και της γλώσσας, ο ευνουχισμός του όντος σε ομιλ-ον, δεν είναι παρά ο αναγκαίος περιορισμός αυτής της έντασης της jouissance για να είναι εφικτή η αρχή της ηδονής, που τελικά προστάζει το υποκείμενο να απολαμβάνει λιγότερο. Το υποκείμενο ταυτόχρονα πάντα θέλει να διευρύνει την ηδονή, όμως έτσι εκτίθεται σε ένα βαθμό έντασης που δεν το αντέχει οπότε γίνεται οδυνηρή ηδονή ή ηδονή/οδύνη. Η τάση του υποκειμένου να ζητάει περισσότερη ηδονή απ’ όση αντέχει, να ακυρώσει τις συμβολικές απαγορεύσεις και τον νόμο και να προσεγγίσει το πραγματικό, αυτή την ένταση που υπερβαίνει την έλλογη τάξη, είναι τελικά η ενόρμηση του θανάτου. Η ίδια δλδ ορμή που οδηγεί στη σεξουαλικότητα και στην αναζήτηση περισσότερης ευχαρίστησης είναι αυτή που οδηγεί τελικά στο θάνατο. Στον Λακάν ο δυϊσμός του Φρόυντ ανάμεσα στην ορμή της ζωής/έρωτος και στην ορμή του θανάτου ξεπερνιέται, και κάθε ορμή είναι σε τελική ανάλυση ορμή θανάτου και σεξουαλική ταυτόχρονα.
Πιο πάνω στο ίδιο απόσπασμα λέει ο Λακάν: «Αυτό που καθιστά αναγκαία την επανάληψη είναι η απόλαυση, όρος ρητά αναφερόμενος. Στον βαθμό που υπάρχει αναζήτηση της απόλαυσης ως επανάληψης προκύπτει το εξής, το οποίο ενέχεται στο φροϋδικό άλμα – αυτό που μας ενδιαφέρει ως επανάληψη, και που εγγράφεται μέσα από μια διαλεκτική της απόλαυσης, είναι κυριολεκτικά κάτι που εναντιώνεται στη ζωή. Στο επίπεδο ακριβώς της επανάληψης, ο Φρόιντ νιώθει, κατά κάποιο τρόπο εξαναγκασμένος, και μάλιστα εξαιτίας της δομής του λόγου, να αρθρώσει το ένστικτο θανάτου. Υπερβολή, μυθώδης και, κατ’ ουσία, σκανδαλώδης γενίκευση, για όποιο θα έπαιρνε κατά γράμμα την ταύτιση του ασυνειδήτου και του ένστικτου, που σημαίνει ότι η επανάληψη δεν είναι μόνο συνάρτηση των κύκλων που περιλαμβάνει η ζωή, κύκλων της ανάγκης και της ικανοποίησης, αλλά κι ενός άλλου πράγματος, ενός κύκλου που επιφέρει την εξαφάνιση της ζωής ως τέτοιας, και που συνιστά επιστροφή στο άψυχο. Το άψυχο. Σημείο του ορίζοντα, σημείο ιδεατό, σημείο εκτός πεδίου, που το νόημά του όμως υποδηλώνεται μέσα από τη δομική ανάλυση. Υποδηλώνεται θαυμάσια από κάτι που αφορά την απόλαυση.»
Τη σημασία της επανάληψης την ανέδειξε ο ίδιος ο Φρόυντ κεντρικά, σαν τάση του ανθρώπου να επιστρέφει πίσω σε πρωταρχικές εμπειρίες και καταστάσεις, κατάσταση που ανατρέπει η ψυχανάλυση μέσα από τη θύμηση της πρωταρχικής αιτίας της α-ληθειας της ψυχικής ζωής του ασυνειδήτου. Η σημασία της σε μεγάλο βαθμό είναι επηρεασμένη από την αιώνια επιστροφή του Νίτσε ως αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής, όπου ο άνθρωπος θα πρέπει να μάθει να επαναλαμβάνει συνέχεια επώδυνες εμπειρίες και να αντλεί ταυτόχρονα δύναμη και ευχαρίστηση από αυτό. Η σύνδεση επανάληψης και απόλαυσης/jouissance είναι κεντρική στον Λακάν, γιατί ακριβώς μέσα από την επανάληψη δείχνει την παρουσία της η επιθυμία του ασυνειδήτου, τα σημαίνοντα που επανέρχονται στη ζωή του υποκειμένου παρά την αντίσταση που προσπαθεί να τα εμποδίσει μέσα από την απώθηση. Η αιώνια επιστροφή του Νίτσε αποκρυσταλλώνεται στην κατανόηση της ορμής ως τη συνεχόμενη περιστροφική κίνηση γύρω από το αντικείμενο της απόλαυσης, μέσα από το κύκλωμα που καθιστά εφικτό για το υποκείμενο να ξεπεράσει την αρχή της ηδονής και να απολαύσει περισσότερο, οδηγώντας το σε μεγαλύτερη ηδονή/οδύνη μέχρι την τελική αποσύνθεση της ζωής.
Μια επίσης σημαντική θεματική της παράδοσης είναι η σχέση της ψυχανάλυσης με την επιστήμη και στις δύο της διαστάσεις, στην αξιωματική/διοικητική, αυτή που σχετίζεται με τον λόγο του πανεπιστήμιου, το κύρος της διανόησης, της γνώσης του κυρίου, και στην υστερική εκδοχή, αυτή που σχετίζεται με το σύμπτωμα της αμφισβήτησης κάθε κύριου μέσα από την έρευνα, την άρνηση και τη διαρκή εξαγωγή νέων συμπερασμάτων που σε άλλες στιγμές δρουν ανατρεπτικά και σε άλλες συμπληρωματικά με την προηγούμενη εγκαθιδρυμένη γνώση. Ο επιστημονικός λόγος στον υλισμό του Λακάν οριοθετείται από την τριχοτόμηση του υποκειμένου ανάμεσα στο συμβολικό, στο φαντασιακό και στο πραγματικό. Ο κόσμος της επιστήμης είναι πάντα μέσα στα όρια της γλώσσας και της πραγματικότητας που συγκροτεί, που αδυνατεί να αναπαραστήσει ό,τι είναι πέρα απο τα όρια των λέξεων, την ύλη ως πράγμα καθ’ εαυτό απροσπέλαστο από τη νόηση. Μια οπτική που διαφέρει από αυτή πχ άλλων υλιστικών θεωριών, όπως του μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού, που η νόηση αντανακλά άμεσα την ύλη και μπορεί να την αναπαραστήσει ο άνθρωπινος εγκέφαλος -ως η ύλη που αποκτά συνείδηση του εαυτού της- μέσα από την επιστήμη και τη λογική σε ένα επίπεδο ολότητας. Για τον Λακάν, μια τέτοια ολότητα είναι πάντα δέσμια των στρεβλώσεων και των ταυτίσεων του φαντασιακού, ένα παρανοϊκό παραλήρημα που αρνείται την έλλειψη μέσα σε μια αυταπάτη. Χαρακτηριστικά λέει σε αυτή την παράδοση: «Δεν μας εκπλήσσει. Μήπως αγνοείτε ότι η ενεργειακή θεωρία της φυσικής δεν είναι τίποτε άλλο, ό,τι κι αν μηχανεύεται η αφέλεια των μηχανικών, παρά η επικόλληση του δικτύου των σημαινόντων πάνω στον κόσμο;»
Η γνώση αυτής της επιστήμης της τάξεως του S2 είναι πάντα της τάξεως του connaissance, δλδ γνώση συνδεδεμένη με εικόνες και παραστάσεις, σημασίες και νοήματα που διαφέρει από το savoir, τη γνώση του λογικού αποτελέσματος της άρθρωσης σημαινόντων, αυτή δηλαδή του υποκειμένου του ασυνείδητου όπως αναδύεται μέσα από την ανάλυση. Η γνώση της τάξεως του σημαίνοντος, αναγνωρίζει τα όρια που πηγάζουν από τη σχάση συμβολικού και πραγματικού, η επίκληση της αλήθειας στο ψυχαναλυτικό πλαίσιο συνεπάγεται την παραδοχή ότι δεν είναι παρά ένα μισόλογο, ότι μπορεί να ειπωθεί μόνο μέχρι τη μέση γιατί μετά τη μέση η υπόλοιπη αλήθεια είναι πέρα από αυτό που μπορεί να ειπωθεί. Η αγάπη για την αλήθεια είναι σε μια διαλεκτική ενότητα με την αναγνώριση της αδυνατότητάς της, την παραδοχή της έλλειψης και του ευνουχισμού που καθιστά δυνατή της αναζήτηση της, η αλήθεια είναι εν ελλείψει είναι. Αυτό αποτυπώνεται στην ίδια τη μέθοδο διδασκαλίας της αναλυτικής πρακτικής, που είναι στην κύρια της πλευρά η ίδια η ανάλυση του υποκειμένου του ασυνείδητου του αναλυόμενου. Όσο ευρύ διάλογο να χρειάζεται να έχει η ανάλυση με τη σύγχρονη επιστημονική παραγωγή αλλά και με διάφορες εμπειρικές τέχνες, ποτέ δεν μπορεί να απομειωθεί σε μια τυποποιημένη εκπαίδευση όπως προστάζει ο λόγος του πανεπιστημίου.
Σε αυτή την παράδοση ορίζεται ρητά η διαφορά της θέσης του δεσπόζοντος σημαίνοντος σε ένα λόγο, αυτή του φορέα δλδ από την κυριαρχία, που είναι ειδική μορφή του λόγου του κυρίου. Το δεσπόζον είναι αυτό που κινητοποιεί τη σημαίνουσα αλυσίδα με μια ορισμένη σειρά, μορφοποιώντας τον τύπο του κοινωνικού δεσμού. Για αυτό μπορεί να είναι είτε ο Νόμος στον λόγο του κυρίου, είτε το Σύμπτωμα στον λόγο της Υστερικής, είτε η Γνώση/Εξουσία στον λόγο του πανεπιστημίου, είτε το Αίτιο της Επιθυμίας του υποκειμένου στον λόγο του Αναλυτή.
Ο διάλογος ανάλυσης με τις θετικές επιστήμες συνεχίζεται με την αναφορά στον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής που ορίζει τη νομοτέλεια της εντροπίας κάθε κλειστού συστήματος. Εδώ ταυτίζει την εργασία του ασυνειδήτου με μια λειτουργία εντροπίας από την οποία εκπίπτει το αίτιο της επιθυμίας, το απόρριμμα του λόγου. Η μεταφορά της εντροπίας είναι συνδεδεμένη με την καταστροφική πορεία της επαναληπτικής κίνησης της ενόρμησης. Όπως η εντροπία οδηγεί κάθε σύστημα σε διάλυση και αποσύνθεση, έτσι και οι επαναλαμβανόμενες ενορμητικές κινήσεις γύρω από το βλέμμα, τη φωνή, τον πρωκτό και το στόμα, μέσα στην αντίστασή τους στην απαγόρευση της ηδονής από την Αρχή της ευχαρίστησης, εκφράζουν την τάση του υποκειμένου προς το άψυχο, ως τελικά ενορμήσεις θανάτου.
«Όπως μας δείχνουν όλα τα δεδομένα, η εμπειρία, η κλινική – η επανάληψη βασίζεται σε μια επιστροφή της απόλαυσης. Και αυτό που σαφώς διατύπωσε, σχετικά με τούτο το θέμα, ο ίδιος ο Φρόιντ, είναι πως κατά την επανάληψη παράγεται κάτι που είναι ελαττωματικό, αποτυχία. Επισήμανα εδώ, άλλοτε, τη συγγένεια με τα λεγάμενα του Κίρκεγκορ. Με την ιδιότητα που έχει να επαναλαμβάνεται ρητά ως τέτοιο, να σηματοδοτείται από την επανάληψη, αυτό που επαναλαμβάνεται δεν θα μπορούσε παρά να υφίσταται απόκλεια σε σχέση με αυτό που επαναλαμβάνει. Απώλεια νοούμενη όπως θέλετε, απώλεια ταχύτητας – υπάρχει πάντως κάτι που συνιστά απώλεια. Σε αυτή την απώλεια, ήδη από την αρχή, ήδη από τη θεωρητική άρθρωση που εδώ συνοψίζω, ο Φρόιντ επιμένει – στην ίδια την επανάληψη υπάρχει απώλεια απόλαυσης. Από εδώ αντλεί την καταγωγή της η λειτουργία του χαμένου αντικειμένου στον φροϋδικό λόγο. Και οπωσδήποτε δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι όλο το κείμενο του Φρόιντ περιστρέφεται ρητά γύρω από τον μαζοχισμό, που δεν νοείται παρά μέσα από τη διάσταση της αναζήτησης της καταστροφικής απόλαυσης. Καταφθάνει τώρα εκείνο που κομίζει ο Λακάν. Αφορά αυτή την επαναληψη, την ταυτοποίηση της απόλαυσης. Εδώ, δανείζομαι από το κείμενο του Φρόιντ για να του προσδώσω ένα νόημα που δεν υπάρχει εκεί, τη λειτουργία του εναδικού χαρακτηριστικού, δηλαδή της απλούστερης μορφής του σημαδιού, το οποίο κυριολεκτικά συνιστά την καταγωγή του σημαίνοντος. Και προτείνω το εξής -που δεν διαφαίνεται στο κείμενο του Φρόιντ, αλλά δεν θα μπορούσε κατά κανέναν τρόπο να παραμεριστεί, να παρακαμφθεί, να απορριφθεί από τον ψυχαναλυτή- ότι ακριβώς από το εναδικό χαρακτηριστικό αντλεί την καταγωγή του αυτό που εμάς, τους αναλυτές, μας ενδιαφέρει ως γνώση. Ο ψυχαναλυτής πράγματι ξεκινάει από μια καμπή που συνίσταται στο ότι η γνώση αποκαθαίρεται, θα έλεγα, από την οποιαδήποτε αμφίσημη συσχέτιση με κάποια φυσική γνώση, προερχόμενη κι εγώ δεν ξέρω από τι, το οποίο θα μας καθοδηγούσε στον κόσμο που μας περιβάλλει, με τη βοήθεια δεν ξέρω ποιων δικών μας αισθητήρων που θα γνώριζαν εκ γενετής πώς να μας προσανατολίσουν στον κόσμο.»
«Εάν υπάρχει κάτι που μας μαθαίνει η ψυχαναλυτική εμπειρία είναι ασφαλώς αυτό που αφορά τον κόσμο της φαντασίωσης. Στην πραγματικότητα, το ότι φαίνεται σαν να μην είχε προσεγγιστεί πριν από την ψυχανάλυση, είναι επειδή δεν ήξεραν καθόλου με ποιο τρόπο να τα βγάλουν πέρα, παρά μόνο κατέφευγαν στην παραξενιά, στην ανωμαλία, και από εκεί προέρχονται αυτοί οι όροι που ανάγονται σε κύρια ονόματα και μας κάνουν να λέμε μαζοχισμό ετούτο, σαδισμό εκείνο. Όταν χρησιμοποιούμε αυτούς τους -ισμους, κινούμαστε στο επίπεδο της ζωολογίας. Υπάρχει ωστόσο κάτι εντελώς θεμελιώδες, το οποίο είναι η επισύναψη -σε ό,τι βρίσκεται στη βάση, στη ρίζα της φαντασίωσης- της αίγλης, αν μου επιτρέπετε την έκφραση, του σημαδιού. Μιλάω για το σημάδι πάνω στο δέρμα, από το οποίο υπαγορεύεται στη φαντασίωση το εξής, ότι δεν πρόκειται για τίποτε άλλο παρά για ένα υποκείμενο ταυτοποιούμενο ως αντικείμενο απόλαυσης. Στην ερωτική πρακτική που επικαλούμαι, τη μαστίγωση για να την πω με τ’ όνομά της στην περίπτωση που θα υπήρχαν εδώ κάποιοι θεόκουφοι, το απολαμβάνειν αποκτά την αμφισημία εκείνη που συντελεί ώστε, στο επίπεδό της και πουθενά αλλού, να γίνεται απτή η ισοδυναμία της χειρονομίας που σημαδεύει και του σώματος, αντικειμένου απόλαυσης.
Απόλαυση ποιανού; Μήπως είναι αυτή που κουβαλάει, όπως έλεγα, την αίγλη του σημαδιού; Είναι σίγουρο ότι πρόκειται για την απόλαυση του Αλλου; Αποτελεί βεβαίως μία από τις οδούς εισόδου του Αλλου στον κόσμο της [απόλαυσης], και ασφαλώς αυτή η οδός είναι αδιάψευστη. Όμως, η εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα στο σημάδι και την απόλαυση του σώματος είναι ακριβώς το στοιχείο που δείχνει ότι μόνο μέσω της απόλαυσης και διόλου μέσω άλλων οδών εγκαθίσταται ο διχασμός που διαφοροποιεί τον ναρκισσισμό από τη σχέση προς το αντικείμενο.
Το πράγμα δεν είναι διφορούμενο. Στο επίπεδο του Πέραν της αρχής της ευχαρίστησης ο Φρόιντ σημειώνει με έμφαση πως αυτό που σε τελική ανάλυση αποτελεί το ουσιαστικό στήριγμα, τη συνεκτικότητα της κατοπτρικής εικόνας του μηχανισμού του εγώ, είναι το ότι στηρίζεται εκ των ένδον από το χαμένο αντικείμενο που ενθυλακώνει, μέσω του οποίου εισάγεται η απόλαυση στη διάσταση του είναι του υποκειμένου.»
Στα πολύ ενδιαφέροντα αυτά αποσπάσματα ο Λακάν μιλάει για την κεντρική σημασία του μαζοχισμού στη θεωρία του Φρόυντ. Πράγματι ο ηθικός μαζοχισμός στον Φρόυντ είναι αναγκαίος όρος της ψυχικής οικονομίας για τη συγκρότηση του πολιτισμού, μέσω της απώθησης των σεξουαλικών ορμών και τη θυσία τους χάρη της συγκρότησης της οργανωμένης κοινωνίας, της προόδου και των επιτευγμάτων τους, που εν τέλει ενισχύει τα νευρωτικά του συμπτώματα και λειτουργεί ως μόνιμη πηγή δυστυχίας και δυσφορίας. Στο λακανικό context, αυτός ο ηθικός μαζοχισμός συνδέεται με την εγκαθίδρυση της συμβολικής τάξης και τον ευνουχισμό του ομιλ-όντος, την αλλοτρίωση της γλώσσας και του κοινωνικού δεσμού και της απώλειας της προγλωσσικής ενότητας με το πράγμα. Ο Λακάν πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα για να μιλήσει για το φετιχιστικό χαρακτήρα του objet petit a και της αναζήτησης του θραύσματος του χαμένου αντικειμένου που λείπει, που το λέει εναδικό, ως αυτό που τελικά σημασιοδοτεί και δίνει τη μοναδικότητα στο σύμπτωμα και την ύπαρξη του κάθε υποκειμένου. Βλέπει την καταγωγή του σημαίνοντος σε ένα πρωτογλωσσικό επίπεδο στο σημάδι πάνω στο σώμα και το κατεξοχήν σημάδι που σημαδεύει το αντικείμενο αυτό που ταυτίζεται με την υπεραπόλαυση που λαμβάνει πέρα από τη χρησιμότητα ποιο είναι; To σημάδι που αποκτά ένα σώμα που δρα για να γίνει το αντικείμενο της επικλητικής ενόρμησης κάποιου άλλου, το σημάδι που εν τέλει αποτελεί αποκλειστικά απόδειξη της ηδονής του σώματος μετά από πχ ερωτική μαστίγωση. Είναι μια αρκετά ισχυρή μεταφορά για να κατανοηθεί το κύριο σημαίνον μιας θεμελιακής φαντασίωσης σε σύνδεση με το σώμα-αντικείμενο απόλαυσης της επικλητικής ορμής που αποτελεί το φετίχ του μαζοχιστή. Σε αυτό το απόσπασμα βλέπουμε τη διάσταση του φετιχισμού και στο πλαίσιο της διαστροφικής δομής αλλά και σε μια πιο καθολική διάστασή του, στη συγκρότηση του υποκειμένου λόγω του φετιχιστικού χαρακτήρα του objet petit a, δηλαδή του χαμένου αντικειμένου που κινητοποιεί την επιθυμία.
Τέλος επανατοποθετεί την κομβικότερη φράση του Freud για τον σκοπό της ανάλυσης, το περίφημο wo es war soll ich werden, συνδέοντάς το με τον λόγο του αναλυτή, διευκρινίζοντας ότι αυτή η φράση αφορά κυρίως τον αναλυτή. Ο αναλυτής είναι το “εγώ” της υποτιθέμενης γνώσης, που απευθύνεται ο/η αναλυόμενος/η με φορέα το σύμπτωμά του, σα να είναι το κύριο σημαίνον που ξέρει ποιο είναι το πρόβλημα του αναλυόμενου και ποια η λύση του. Στη θέση του πρέπει να μπει το αυτό, που εδώ είναι το objet petit a, όπως αναδύεται από τον ελεύθερο συνειρμό του αναλυόμενου, για να απευθυνθεί στο ίδιο το διχασμένο υποκείμενο του αναλυόμενου για να παράγει ένα νέο κύριο σημαίνον που να ταυτίζεται με τον πηρήνα της ενόρμησής του και της αλήθειας του.
Αυτομορφωτικός Κύκλος Lustprinzip
__________________________________________
Βιβλιογραφία:
Πέρα από την αρχή της ευχαρίστησης – Sigmund Freud
Ναρκισσισμός, Μαζοχισμός, Φετιχισμός – Sigmund Freud
17o Σεμινάριο το αντίστροφο της ψυχανάλυσης – Ζακ Λακάν
Χαρούμενη Επιστήμη – Φρειδερίκος Νίτσε
Εισαγωγικό λεξικό της λακανικής ψυχανάλυση – Dylan Evans
Πηγή: Ταξικές Μηχανές
Leave a Reply