Ξεκινώντας από τα μέσα του ’80 και για σχεδόν δύο δεκαετίες, ο μεταμοντέρνος λόγος αποτελεί την κυρίαρχη θεωρητική δύναμη, πρωτίστως στους χώρους της Αριστεράς. Η κριτική της πολιτικής οικονομίας έχει αντικατασταθεί από τη γλωσσολογική κριτική και η ανάλυση των αντικειμενικών, υλικών συνθηκών από τις αυθαίρετες, υποκειμενικές ερμηνείες. Στη θέση του παραδοσιακού αριστερού οικονομικού ντετερμινισμού εμφανίσθηκε ένας παρόμοιος περιορισμένος κουλτουραλισμός και η κεντρίστικη ψευδαίσθηση πήρε τη θέση της κοινωνικής σύγκρουσης. Από τότε βέβαια, η κατάσταση έχει αλλάξει ριζικά. Η οικονομική κρίση στη Δύση έχει τώρα αγκαλιάσει εκείνα τα κοινωνικά στρώματα, τα οποία μέχρι σήμερα την είχαν αποφύγει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το «κοινωνικό ζήτημα» να επιστρέψει στο θεωρητικό διάλογο.
Αυτές όμως οι ερμηνείες παραμένουν εξαιρετικά μετριοπαθείς και φαίνονται ξεπερασμένες και αναχρονιστικές. Η πόλωση μεταξύ πλουσίων και φτωχών, η οποία συνεχίζεται αμείωτη, πρέπει να προσδιορισθεί. Το γεγονός ότι ο παραδοσιακός μαρξιστικός όρος «τάξη» επανήλθε στο προσκήνιο, είναι περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένα σημείο απελπισίας. Με την παραδοσιακή οπτική η «εργατική τάξη», η οποία παράγει υπεραξία, είναι θύμα εκμετάλλευσης της «αστικής τάξης», η οποία «ελέγχει τα μέσα παραγωγής». Κανένας από αυτούς τους όρους δεν μπορεί να περιγράψει με ακρίβεια τα σημερινά προβλήματα.
Η σημερινή φτώχεια δεν είναι προϊόν της εκμετάλλευσης μέσα στην παραγωγή, αλλά μάλλον αποκλεισμός από την παραγωγή. Όσοι εξακολουθούν να απασχολούνται στην τακτική καπιταλιστική παραγωγή θεωρούνται σχετικά προνομιούχοι. Η προβληματική και «επικίνδυνη» μάζα της κοινωνίας δεν καθορίζεται πλέον από «τη θέση της στην παραγωγική διαδικασία», αλλά από τη θέση της σε δευτερεύουσες και παράγωγες σφαίρες της κυκλοφορίας και της διανομής. Αυτή η κοινωνική ομάδα συντίθεται από τους μόνιμους ανέργους, τους λαμβάνοντες κοινωνική βοήθεια ή τους φθηνούς μερικής απασχόλησης εργαζόμενους στις υπηρεσίες και επεκτείνεται μέχρι τους «μόνιμους φτωχούς», τους εμπόρους του δρόμου και τους ρακοσυλλέκτες. Αυτές οι μορφές αναπαραγωγής καθίστανται –σύμφωνα με τα νόμιμα πρότυπα– σταδιακά ασταθείς: τα εισοδήματα στους τομείς αυτούς συρρικνώνονται σε επίπεδα, τα οποία δύσκολα καλύπτουν τα ελάχιστα όρια επιβίωσης ή πέφτουν ακόμα και κάτω από αυτό το όριο.
Κατά παρόμοιο τρόπο, δεν υπάρχει μια καθορισμένη «αστική τάξη» με την παλιά έννοια και σύμφωνα με το κλασικό πρότυπο του «ελέγχου των μέσων παραγωγής». Είτε με τη μορφή των κρατικών μηχανισμών και υποδομών είτε με τη μορφή των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, το κεφάλαιο εμφανίζεται από ορισμένες πλευρές ως ανώνυμο και κοινωνικοποιημένο: εμφανίζεται σαν μια αφηρημένη, μη προσωποποιημένη κοινωνική μορφή. Το «κεφάλαιο» δεν είναι μια ομάδα νομικά προσδιορισμένων ιδιοκτητών, αλλά το κοινό στοιχείο που καθορίζει τη ζωή και τις πράξεις όλων των μελών της κοινωνίας, τόσο στην εξωτερική τους έκφραση όσο και στην υποκειμενικότητά τους.
Σε αυτή την κρίση και διαμέσου αυτής, έχει λάβει χώρα μια δομική αλλαγή στην καπιταλιστική κοινωνία, η οποία διαλύει τα παλιά, τα φαινομενικά ευδιάκριτα κοινωνικά στρώματα. Η ρίζα αυτής της κρίσης είναι η παραγωγική δύναμη της μικροηλεκτρονικής, η οποία έχει υπονομεύσει την εργασία και επομένως και την ουσία του κεφαλαίου. Η συνεχής μείωση της βιομηχανικής εργατικής τάξης σημαίνει ότι παράγονται όλο και μικρότερα ποσά πραγματικής υπεραξίας. Το χρηματικό κεφάλαιο πλημμυρίζει τις κερδοσκοπικές χρηματιστικές αγορές, γιατί τα νέα εργοστάσια δεν είναι κερδοφόρα. Και ενώ αυξανόμενα τμήματα της κοινωνίας φτωχαίνουν μέσα από τον αποκλεισμό από την παραγωγή, μόνο μιας ψευδής κεφαλαιακή συσσώρευση εξακολουθεί να υφίσταται μέσα από τις χρηματιστηριακές φούσκες. Αυτή η λογική δεν είναι καινούργια – αυτές οι εξελίξεις έχουν διαμορφώσει τον παγκόσμιο καπιταλισμό τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Αυτό που είναι νέο βέβαια, είναι ότι τώρα οι μεσαίες τάξεις της Δύσης έχουν μπει στο σφαγείο. Το 1989 η Αμερικανίδα δοκιμιογράφος Μπάρμπαρα Έρενραϊχ εξέδωσε ένα βιβλίο που αναφερόταν στο φόβο της «μεσαίας τάξης για την ενδεχόμενη παρακμή της». Από τότε το πρόβλημα παραμερίσθηκε για μια ολόκληρη δεκαετία γιατί η οικονομία-φούσκα του ’90, μαζί με την άνοδο της τεχνολογίας της πληροφορικής και την εμπορευματοποίηση του διαδικτύου, γέννησαν νέες ελπίδες για ένα ευοίωνο μέλλον. Η κατάρρευση της «νέας οικονομίας», το σκάσιμο της ασιατικής φούσκας, της αντίστοιχης ευρωπαϊκής, και σε μικρότερο βαθμό και της αμερικανικής, σηματοδότησαν τη βίαιη πραγματοποίηση της αναμενόμενης πτώσης της μεσαίας τάξης.
Ποια είναι αυτή η μεσαία τάξη και ποιος είναι ο ρόλος της στην κοινωνία; Τον 19ο αιώνα οι κοινωνικές τάξεις ήταν απλές και ευδιάκριτες. Ανάμεσα στην καπιταλιστική τάξη, τους ιδιοκτήτες των κοινωνικών μέσων παραγωγής και στους μισθωτούς εργάτες, οι οποίοι δεν κατείχαν τίποτα περισσότερο από την εργατική τους δύναμη, βρισκόταν η αποκαλούμενη μικροαστική τάξη. Αυτή η παλιά μεσαία τάξη διακρινόταν από την ιδιοκτησία μικρών μέσων παραγωγής (εργαστήρια, καταστήματα κ.λπ.) από τα οποία οι ίδιοι πωλούσαν τα προϊόντα τους στην αγορά. Οι ορθόδοξοι μαρξιστές ανέμεναν ότι αυτή η μικροαστική τάξη θα εξαφανιζόταν σταδιακά λόγω του ανταγωνισμού με τις μεγάλες επιχειρήσεις και θα ενσωματωνόταν στην εργατική τάξη – μια διαδικασία πόλωσης που θα δημιουργούσε μια κοινωνία απαρτιζόμενη αποκλειστικά από την αστική τάξη και το προλεταριάτο.
Από τις αρχές όμως του 20ου αιώνα υπήρχε ήδη μια διαμάχη στη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, στην οποία ηγούνταν ο Μπέρνσταϊν και ο Καούτσκυ, για τη «νέα μεσαία τάξη». Αφορούσε συγκεκριμένες τεχνικές, οικονομικές και διανοητικές λειτουργίες, οι οποίες προέκυπταν από τη διαδικασία της καπιταλιστικής κοινωνικής διαμεσολάβησης. Ο αυξανόμενος εξορθολογισμός της παραγωγής και η αντιστοιχούσα διεύρυνση των υποδομών (κυβέρνηση, εκπαίδευση, υγεία, μηχανική, επικοινωνίες, δημοσιογραφία, ερευνητικά ινστιτούτα κ.λπ.) οδήγησαν στην άνοδο μιας νέας κοινωνικής κατηγορίας, τα μέλη της οποίας, σύμφωνα με το παλιό σχήμα, δεν εντάσσονταν σε καμιά κατηγορία. Δεν κατείχαν σημαντικό όγκο χρηματικού κεφαλαίου και επομένως δεν ήταν καπιταλιστές. Δεν κατείχαν δικά τους παραγωγικά μέσα, ήταν εξαρτώμενοι μισθωτοί ή μόνο τυπικά ανεξάρτητοι και επομένως δεν ανήκαν στη μικροαστική τάξη. Δεν ήταν «άμεσοι παραγωγοί» και έπαιζαν συγκεκριμένους λειτουργικούς ρόλους μέσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών ικανοτήτων όλων των σφαιρών.
Ήταν βέβαια το 19ο αιώνα, οι δάσκαλοι και οι άλλου είδους κρατικοί αξιωματούχοι, όπως επίσης και αυτοί οι επιχειρηματικοί λειτουργοί, τους οποίους ο Μαρξ ανέφερε ως τον «αξιωματικό και τους ένστολους του κεφαλαίου». Αυτές όμως οι κοινωνικές κατηγορίες ήταν τόσο πολύ μικρές αριθμητικά, που δύσκολα θα μπορούσαν να ονομασθούν «τάξη». Όταν αυτή η ομάδα μεγεθύνθηκε αρκετά για να αποτελέσει μια νέα μεσαία τάξη, αυτό έγινε σε συνάρτηση με τις νέες απαιτήσεις του καπιταλισμού του 20ου αιώνα. Στη θεωρητική διαμάχη μεταξύ των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών που έγινε στις απαρχές αυτών των εξελίξεων, ο Καρλ Καούτσκυ προσπάθησε να συμπιέσει αυτά τα μεσαία στρώματα μέσα στο παλιό ταξικό σχήμα και τα ενέταξε στην ίδια κατηγορία με το προλεταριάτο. Αντίθετα, ο Μπέρνσταϊν είδε αυτά τα κοινωνικά φαινόμενα ως ένδειξη της σταθεροποίησης του καπιταλισμού, η οποία θα έκανε δυνατή μια πολιτική μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων, παρά μια επανάσταση.
Στην αρχή η ανάλυση του Μπέρνσταϊν φαινόταν να είναι σωστή. Η νέα μεσαία τάξη εμφανιζόταν ως μια αυξανόμενα διακριτή οντότητα από την παραδοσιακή εργατική τάξη, όχι μόνο με βάση το περιεχόμενο και το είδος των λειτουργιών που ασκούσε, αλλά και στο οικονομικό επίπεδο. Η Μπάρμπαρα Έρενραϊχ υπογράμμισε ότι για τα μέλη αυτής της τάξης, «η κοινωνική θέση βασίζεται περισσότερο στην εκπαίδευση παρά στην κατοχή κεφαλαίου ή άλλων μορφών πλούτου». Η υψηλότερη ποιότητα αυτής της εκπαίδευσης, η οποία απαιτούσε αυξημένο χρόνο, επεκτεινόταν πολλές φορές μετά την ηλικία των τριάντα ετών και κατανάλωνε σημαντικούς πόρους, αύξανε την αξία της εργασίας τους πολύ πιο πάνω από τα τυπικά επίπεδα.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό γεννήθηκε ο κοινωνικά σηματοδοτικός όρος «ανθρώπινο κεφάλαιο». Οι μισθωτοί μηχανικοί, το προσωπικό του μάρκετιγκ ή της διαχείρισης ανθρωπίνων πόρων, οι ιδιώτες γιατροί, οι θεραπευτές, οι δικηγόροι, οι δάσκαλοι, οι επιστήμονες και οι κοινωνικοί εργάτες που απασχολούνταν από το κράτος «είναι», με μια έννοια, διπλό κεφάλαιο. Από τη μία πλευρά, με βάση τα προσόντα τους αναλαμβάνουν στρατηγικούς, ηγετικούς και οργανωτικούς ρόλους στην πραγματοποίηση του κεφαλαίου. Την ίδια στιγμή η συμπεριφορά τους σε σχέση με τον εαυτό τους και τα προσόντα τους, ειδικά μεταξύ των ηγετικών στελεχών και των αυτοαπασχολούμενων, είναι αυτή ενός καπιταλιστή που στοχεύει στην ατομική «αυτοαξιοποίησή» του. Η νέα μεσαία τάξη δεν αντιπροσωπεύει το κεφάλαιο στο επίπεδο του συγκεκριμένου, στα υλικά μέσα παραγωγής ή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά λειτουργεί ως οργανωτικός παράγοντας στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου μέσα από την εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνολογίας.
Ο 20ος αιώνας είδε την αύξηση πολυάριθμων λειτουργιών αυτού του τύπου και την ανάλογη διεύρυνση του μεγέθους της μεσαίας τάξης. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μαζί με τις νέες μορφές της φορντικής παραγωγής και τις «βιομηχανίες αναψυχής», διαμόρφωσαν μια πρόσθετη ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση. Αυτό έγινε εμφανές από το γεγονός ότι, το ποσοστό των φοιτητών από γενιά σε γενιά αυξήθηκε στις περισσότερες χώρες. Το παγκόσμιο φοιτητικό κίνημα του 1968 αποκάλυψε τη σημασία αυτού του κοινωνικού κλάδου – αποτέλεσε επίσης το πρώτο σημάδι της κρίσης. Ενώ η ανάπτυξη της μεσαίας τάξης σταθεροποίησε τον καπιταλισμό μέχρι αυτό το χρονικό σημείο, όπως είχε προβλέψει ο Μπέρνσταϊν, και είχε συνδεθεί με προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, είχε πλέον ξεκινήσει μια διαδικασία αποσταθεροποίησης.
Ενώ η δομική μαζική ανεργία που ακολούθησε την τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση και την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου επηρέασε στην αρχή τους βιομηχανικούς παραγωγούς, σύντομα έγινε σαφές ότι θα άγγιζε και τη νέα μεσαία τάξη. Η άνοδος αυτής της τάξης είχε από πολλές πλευρές συνοδευθεί από την επέκταση των κρατικών υποδομών, των εκπαιδευτικών θεσμών και των γραφειοκρατιών του κράτους πρόνοιας. Η κρίση συσσώρευσης του βιομηχανικού κεφαλαίου οδήγησε σε μια βαθύτερη οικονομική κρίση του κράτους. Πολλοί κρατικοί τομείς, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν θεωρηθεί σημαντικά επιτεύγματα, ξαφνικά εμφανίζονταν να μην είναι τίποτα περισσότερο από άχρηστες πολυτέλειες και περιττό βάρος.
Το «ελάχιστο κράτος» έγινε το σύνθημα των καιρών: οι χρηματοδοτήσεις για την εκπαίδευση και τον πολιτισμό, για την υγεία και για πολλούς άλλους δημόσιους θεσμούς, περικόπηκαν και άρχισε η αποδιάρθρωση του κράτους πρόνοιας. Ολόκληροι τομείς θέσεων εργασίας ειδικών προσόντων έπεσαν θύματα του εξορθολογισμού και στις μεγάλες επιχειρήσεις. Σαν αποτέλεσμα της κρίσης της «νέας οικονομίας», ακόμα και τα προσόντα των ειδικών στην υψηλή τεχνολογία έγιναν άχρηστα. Σήμερα, κανένας δεν μπορεί πλέον να αγνοεί το γεγονός ότι η άνοδος της νέας μεσαίας τάξης δεν είχε μια ανεξάρτητη, καπιταλιστική βάση, αλλά ήταν εξαρτώμενη από την κοινωνική αναδιανομή του βιομηχανικού πλεονάσματος.
Καθώς η πραγματική, κοινωνική παραγωγή υπεραξίας βυθίζεται σε κρίση σαν αποτέλεσμα της τρίτης Βιομηχανικής Επανάστασης, τόσο οι πόροι διαβίωσης δευτερευόντων τμημάτων της νέας μεσαίας τάξης θα περιορίζονται σταθερά. Το αποτέλεσμα δεν είναι μόνο ένας αυξανόμενος αριθμός άνεργων ακαδημαϊκών. Μέσα από την ιδιωτικοποίηση και την αναζήτηση εξωτερικών πηγών, το «ανθρώπινο κεφάλαιο» απαξιώνεται μέσα στα ίδια τα επαγγέλματα και χάνει το κύρος του. Οι διανοούμενοι μισθωτοί εργάτες, οι ημερήσια απασχολούμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες στα μίντια, στα ιδιωτικά πανεπιστήμια, στα δικαστήρια ή στις ιδιωτικές κλινικές δεν αποτελούν πλέον την εξαίρεση αλλά τον κανόνα. Ακόμα και τώρα οι προβλέψεις του Καούτσκυ δεν επαληθεύθηκαν. Η νέα μεσαία τάξη πράγματι ακολουθεί πτωτική πορεία, αλλά όχι προς το βιομηχανικό προλεταριάτο των άμεσων παραγωγών το οποίο έχει καταστεί μια σταδιακά εξαφανιζόμενη μειονότητα. Παραδόξως, η «προλεταριοποίηση» των μορφωμένων τάξεων είναι συνδεδεμένη με την «αποπρολεταριοποίηση» της παραγωγής.
Έτσι, η απαξίωση των προσόντων της μεσαίας τάξης συνοδεύει μια αντικειμενική διεύρυνση της έννοιας του «κοινωνικού κεφαλαίου». Σαν αντίρροπη τάση στην παρακμή της νέας μεσαίας τάξης, μια νέα διαδικασία «μικροαστικοποίησης» λαμβάνει χώρα στην κοινωνία, μια διαδικασία που ενισχύεται καθώς η βιομηχανία και οι υποδομές μετασχηματίζονται σε ανώνυμες «μέγαδομές». Τα «ανεξάρτητα μέσα παραγωγής» συρρικνώνονται σε επίπεδο ατόμου: ο καθένας γίνεται το δικό του «ανθρώπινο κεφάλαιο», ακόμα και αν αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από το γυμνό σώμα του. Γεννιέται μια άμεση σχέση ανάμεσα στις εξατομικευμένες υποστάσεις και στην οικονομία της αξίας, η οποία αναπαράγεται ψευδεπίγραφα μέσα από ελλείμματα και χρηματιστηριακές φούσκες.
Όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά μεταξύ πλουσίων και φτωχών σε αυτό το οικονομικό πλαίσιο της χρηματιστηριακής κερδοσκοπίας, τόσο περισσότερο θα εξαφανίζονται οι δομικές διαφορές των τάξεων μέσα στην καπιταλιστική αναπαραγωγή. Δεν έχει επομένως κανένα νόημα το ότι ορισμένοι ιδεολόγοι της πάλαι ποτέ «νέας μεσαίας τάξης» προσπαθούν να υιοθετήσουν τη σημερινή ανύπαρκτη «ταξική πάλη του προλεταριάτου» για τον εαυτό τους. Η κοινωνική χειραφέτηση απαιτεί σήμερα την υπέρβαση της παγκόσμιας ενιαίας κοινωνικής μορφής. Μέσα στο σύστημα της εμπορευματικής παραγωγής υπάρχει μόνο η ποσοτική διαφορά του αφηρημένου πλούτου, η οποία είναι κεντρικής σημασίας για τον ατομικό αγώνα για επιβίωση αλλά στερείται κάθε χειραφετικής δυνατότητας. Ένας Μπιλ Γκέητς είναι ίδιος με ένα μικροαστό ή ένα φτωχό ελεύθερο επαγγελματία: έχουν την ίδια στάση απέναντι στον κόσμο και χρησιμοποιούν τις ίδιες φράσεις. Με αυτές τις φράσεις της παγκόσμιας αγοράς και της «αυτοαξιοποίησης» στα χείλη τους, ανοίγουν μαζί την πόρτα προς τη βαρβαρότητα.
Πηγή: shadesmagazine
Leave a Reply