Νεοφιλελευθερισμός και Αντικουλτούρα

Η ανάγκη ανάλυσης και κατανόησης μιας σειράς ιδιαζόντων φαινομένων του καιρού μας —όπως είναι η λεγόμενη «συντηρητικοποίηση της κοινωνίας» και ιδίως ενός «μεγάλου μέρους της νεολαίας», ο σε παλιότερες εποχές μάλλον παράδοξος συνδυασμός μιας «αντισυμβατικής» εμφάνισης, ή ακόμα και μιας τάσης για «παρεκτροπές», με μια πειθήνια προσήλωση στις αξίες του «money making» και νεοσυντηρητικές πολιτικές προτιμήσεις, κ.ά.—, μάς φέρνει μπροστά στο κυρίαρχο ρεύμα ιδεών και πρακτικών σήμερα, τον λεγόμενο «νεοφιλελευθερισμό», όχι απλά σαν μια λογική που επιβλήθηκε άνωθεν, αλλά σαν ένα τρόπο σκέψης, μια στάση κι ένα ήθος που οπωσδήποτε φαίνεται να σαγηνεύουν ένα ευρύ κομμάτι της κοινωνίας μας. Παρουσιάζουμε λοιπόν εδώ, σε δική μας μετάφραση (και επιμέρους τίτλους), ένα ελάχιστο αλλά χαρακτηριστικό απόσπασμα από την εισαγωγή του The Countercultural Logic of Neoliberalism, του David Hancock (κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Routledge). —HS.

 

Τι είναι νεοφιλελευθερισμός

(…) Ο όρος «νεοφιλελευθερισμός» χρησιμοποιείται κατά κόρον από τη σημερινή Αριστερά, τόσο που έχει καταντήσει να σημαίνει σχεδόν όλα και τίποτα. Γιατί π.χ. να μη χρησιμοποιεί κανείς απλώς και μόνο το όρο καπιταλισμός; Πραγματικά, η σημερινή χρήση του όρου νεοφιλελευθερισμός δεν θα έχανε και πολλά εάν την αντικαθιστούσαμε με τον όρο καπιταλισμός. Υπάρχουν όμως δυο διαφορετικές χρήσεις του όρου νεοφιλελευθερισμός στο σημερινό δημόσιο λόγο.

Η πρώτη και πιο συνηθισμένη χρήση του είναι ως ενός απλώς υποτιμητικού όρου αντί του «καπιταλισμός». Έχει μια αξία αυτή η χρήση, στο βαθμό που πολύς κόσμος θεωρεί ότι ο καπιταλισμός είναι ένα πολύ καλό ή ακόμα και σπουδαίο πράγμα, κι έτσι εκλαμβάνει το «καπιταλισμός» σαν ένα θετικό χαρακτηρισμό. Σε αυτό το πλαίσιο, η χρήση του όρου νεοφιλελευθερισμός έχει αξία διότι προσδιορίζει μια θέση με όρους μεν του κυρίαρχου τρόπου οικονομικής οργάνωσης, δηλαδή της κεφαλαιοκρατίας, προσδίδοντάς της όμως μια διάσταση ηθικής απαξίωσης. Αυτή εδώ είναι η συνηθισμένη χρήση του όρου νεοφιλελευθερισμός στην ευρύτερη Αριστερά.

Η δεύτερη χρήση αυτού του όρου —την οποία και θα χρησιμοποιώ κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σε αυτό το βιβλίο— αναφέρεται σε ένα ιστορικά ιδιαίτερο τρόπο της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι ένας τρόπος σκέψης, που αναπτύχθηκε στη διάρκεια των τελευταίων 200 χρόνων και επομένως είναι βαθιά ριζωμένος.

Τα τρία διαφορετικά στάδια εξέλιξης του κεφαλαιοκρατικού πνεύματος

Σημειώνω τα εξής. Το πρώτο, το βεμπεριανό πνεύμα, χαρακτηριζόταν από ένα ευρέως πατερναλιστικό ήθος, στο οποίο το επιχειρηματικό πνεύμα, δηλαδή ο πόθος για κέρδος, μετριαζόταν από μια μακρόβια Προτεσταντική ηθική. Αυτός ο τρόπος οργάνωσης είχε αρχίσει να πνέει τα λοίσθια ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα κατά την εποχή του laissez-faire, ωστόσο η πτώση του ανακόπηκε από τη Μεγάλη Ύφεση και τους δυο παγκόσμιους πολέμους. Αποτέλεσμα αυτών των σοκ ήταν μια ανατροπή της τάσης του καπιταλισμού του 19ου αιώνα να απαγκιστρωθεί από το Κράτος.

Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος εδραίωσε τον κρατικό έλεγχο σε πολλές όψεις της οικονομίας και η αύξηση των άμεσων φορολογικών συντελεστών, που αρχικά έγινε για ν’ αντιμετωπιστούν οι πολεμικές δαπάνες, διατηρήθηκε και μεταπολεμικά δημιουργώντας ένα κορπορατιστικό καπιταλιστικό κράτος-πρόνοια, που μεριμνούσε πρωταρχικά για την διασφάλιση της απασχόλησης και της οικονομικής ισότητας. Αυτό ήταν το δεύτερο στάδιο εξέλιξης του καπιταλιστικού πνεύματος.

Παρ’ όλα αυτά, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, μια διεθνής ομάδα διανοουμένων αποφάσισε να ανατρέψει αυτό το κεϋνσιανικό οικονομικό «συμβόλαιο» υπέρ μιας ανανεωμένης μορφής φιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός, το τρίτο στάδιο της καπιταλιστικής εξέλιξης, προτάθηκε σαν μια επιστροφή στον κλασικό φιλελευθερισμό του 19ου αιώνα, αλλά του πρόσθεσε μια πίστη στην κρατική εξουσία αρκεί αυτή να δρα στο όνομα της αγοράς.

Ο νεοφιλελευθερισμός σαγηνεύει, διότι εμπεριέχει μια λογική αντικουλτούρας

Εξέχουσα μορφή μεταξύ εκείνων των διανοούμενων ήταν ο Αυστριακός οικονομολόγος και πολιτικός φιλόσοφος Φρίντριχ Χάγιεκ, ο οποίος πρότεινε ότι, αυτό το πρόταγμα που θα γινόταν γνωστό ως «νεοφιλελευθερισμός», έπρεπε να διαθέτει και ένα ουτοπικό όραμα. Με άλλα λόγια, ο Χάγιεκ αναγνώρισε ότι τα πολιτικά και οικονομικά συστήματα στηρίζονται πάνω σε ηθικά πλαίσια και μπορούν να ανατραπούν μόνο με τη δημιουργία νέων ηθικών εντολών. 

Ως λογική, ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί ένα ηθικό πλαίσιο που διακρίνεται από παλιότερες μορφής της κεφαλαιοκρατικής οργάνωσης. Η λογική του νεοφιλελευθερισμού είναι λογική αντικουλτούρας. Επιζητεί τη διαρκή ανατροπή της σύγχρονης ζωής. Μια ανατροπή που γίνεται με την αναζήτηση νέων αγορών και που ριζώνει σε μια ηθική της διακινδύνευσης, της υπέρβασης των κανόνων, του σπασίματος των ταμπού, και της υπερβολής. Με αυτή την έννοια διαφέρει από την πατριαρχική και την πατρικιανή λογική, που στήριζαν τόσο το προτεσταντικό πνεύμα του καπιταλισμού (που είχε περιγράψει λεπτομερώς ο Μαξ Βέμπερ) όσο και τον κορπορατιστικό καπιταλισμό.

Κατά τη δεκαετία του 1970, η οικονομία του οργανωτικού καπιταλισμού είχε αρχίσει να καταρρέει. Ο υψηλός πληθωρισμός με την οικονομική στασιμότητα —φαινόμενο γνωστό ως στασιμοπληθωρισμός—, η ίδρυση του ΟΠΕΚ και η αύξηση της τιμής του πετρελαίου, οδηγούν τον Νίξον στην απόφαση να αποσυνδέσει το δολάριο από την ισοδυναμία σε χρυσό, πράγμα που βάθυνε ακόμα περισσότερο την κρίση του συστήματος. Έτσι, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός, υπό το μανδύα της «οικονομίας της προσφοράς» και του μονεταρισμού, άρχισε να αποκαθηλώνει το μεταπολεμικό κεϋνσιανικό συμβόλαιο για χάρη μιας «απελευθέρωσης της οικονομίας». Αυτό που συνέβη τότε στο πεδίο της οικονομίας με την ανατροπή του οργανωτικού καπιταλισμού, ήταν μια αντανάκλαση αυτού που είχε συμβεί 25 χρόνια νωρίτερα στο πεδίο του πολιτισμού και των ηθών με την εξέγερση της «αντικουλτούρας». Μέσα από αυτή, αναδείχτηκε ο τύπος του ενθουσιώδους καταναλωτή, που αναζητάει με έξαψη νέες ταυτότητες κι έχει εμμονή με την αυτοέκφραση, αλλά κυρίως και πιο αποφασιστικά τρέφει ένα βαθύ πόθο να καταξιώσει την ατομικότητά του στο οικονομικό στίβο σαν ένας επιχειρηματίας που «παίρνει ρίσκα» και «σπρώχνει ολοένα και μακρύτερα τα όρια του οικονομικού παιχνιδιού».

Με αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι ο νεοφιλελευθερισμός εμπεριέχει μια λογική «αντικουλτούρας» —και ο εντοπισμός αυτής της λογικής είναι το κλειδί για να καταλάβουμε τη σαγήνη που ασκεί ο νεοφιλελευθερισμός. Διότι αν ο νεοφιλελευθερισμός επιστρέφει στη λογική του laissez-faire του 19ου αιώνα, οπωσδήποτε το κάνει με ένα τρόπο που ανατρέπει την αστική ηθική και υιοθετεί μια ορισμένη κριτική του αστικού τρόπου σκέψης, η οποία έως τώρα ταυτιζόταν με το μποεμισμό του 19ου αιώνα, τους μπίτνικ της δεκαετίας του 1950 και τη χίπικη αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960, δηλαδή με το μοντέρνο ρομαντισμό.

Ο νεοφιλελευθερισμός χρησιμοποιεί για λογαριασμό του την κριτική του ορθολογισμού, υιοθετεί το πρωτείο της αυτοέκφρασης, της ατομικής εμπειρίας και του βιώματος, καθώς και μια εστίαση στον «πειραματισμό» με διάφορους «τρόπους ζωής» οι οποίοι συνδέονται με τα παραπάνω ρεύματα, αλλά τους τοποθετεί στην οικονομική σφαίρα. (…)

Έτσι, όταν λέω ότι ο νεοφιλελευθερισμός εμπεριέχει μια λογική «αντικουλτούρας», εννοώ συγκεκριμένα ότι το παλιό δίπολο αστός/μποέμ υπερβαίνεται, τώρα, από ένα τύπο που αναζητάει παθιασμένα το ανορθολογικό και την ένταση οπουδήποτε με τη βοήθεια του οικονομικού ορθολογισμού —και αυτό ακριβώς παράγει το κατεξοχήν σαγηνευτικό στοιχείο του νεοφιλελευθερισμού. (…)

Πηγή: dangerfew

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.