Το παρακάτω κείμενο αποτελεί το δεύτερο μέρος τού “Ποια Διεθνής; Συνέντευξη και συζήτηση με τον Alfredo Cospito από τις φυλακές τις Ferrara”, συνέχεια ενός διαλόγου όπου ορισμένα συντρόφια διεξάγουν περιοδικά με τον έγκλειστο αναρχικό Alfredo Cospito. Δημοσιεύθηκε τον χειμώνα του 2019 στην Αναρχική εφημερίδα “Βιτριόλι” στα ιταλικά.
Αποδελτιώνοντας την ιστορική αλληλουχία των κινημάτων των φτωχών, των εκμεταλλευομένων, των καταπιεσμένων και των προλετάριων, παρατηρούμε πως οι αναρχικές ιδέες γεννιούνται, εκτρέφονται και αναπτύσσονται εντός αυτών των περιεχομένων. Από την άλλη, οι περισσότεροι αναρχικοί, επιπροσθέτως, κατάγονται από αυτά τα στρώματα (με εξαιρέσεις, ασφαλώς). Οι ιδέες αυτές αναπτύχθηκαν κυρίως κατά την περίοδο γέννησης και επέκτασης του βιομηχανικού καπιταλισμού (ενδεικτικά από το 1800 έως τη δεκαετία του 70), και μέχρι 40 χρόνια πριν οι οργανώσεις των εργατών και των εκμεταλλευόμενων ήταν μαζικές, αποτελώντας μαζί με τους αναρχικούς (και τις επιμέρους ατομικότητες) καρπό της εν λόγω ιστορικής περιόδου. Η έλευση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης το 1980, ακολουθούμενη από δραστικές μεταβολές στην παραγωγική διαδικασία, ακόμα και η αναρχική δράση και οργάνωση υπεβλήθη σε τροποποιήσεις. Στις παραδοσιακές συλλογικοποιήσεις σύνθεσης (ή και μαζικές) αντιτάσσονται λιγότερο άκαμπτες δομές ερειδόμενες στη συγγένεια και την άτυπη οργάνωση. Ο νέος τεχνολογικός μετασχηματισμός, σημαδεμένος πρωτίστως από τη ρομποτική, αναπόδραστα θα οδηγήσει σε περισσότερες δραστικές αλλαγές (επί παραδειγμάτι μαζική ανεργία), με τους νέους προλετάριους να ασχολιούνται ενδεχομένως με τη μετακίνηση και την κυκλοφορία των εμπορευμάτων. Σε αυτόν τον ορίζοντα, εντός του οποίου η φτωχοποίηση των προλετάριων (και προφανώς η εκμετάλλευση ανθρώπων, ζώων και γης), καθώς και η περιουσία των εκμεταλλευτών θα κορυφωθεί, έχει ακόμα λογική να μιλάμε για ταξική πάλη; Υπάρχουν ακόμα περιθώρια να συμπεριλάβουμε στον αγώνα για την καταστροφή του τεχνοβιομηχανικού πολιτισμού τους εκμεταλλευομένους, τους προλετάριους και τους παρίες; Οφείλουμε μήπως να δοκιμάσουμε ανανεωμένες μορφές οργανωμένης πάλης;
Η ερώτηση αυτή βασίζεται σε ορισμένες λογικές παραδοχές, κάνοντας την οργανωτική μέθοδο να εξαρτάται από εξωτερικές συνθήκες. Όμως, για εμάς τους αναρχικούς και τις αναρχικές, δεν είναι όλα τόσο απλά, γραμμικά και λογικά, διότι, αποφεύγοντας να καταντήσουμε “πολιτικάντηδες”, τα μέσα αγιάζουν τον σκοπό, και όχι το αντίστροφο. Κατά συνέπεια, οι “αναδιαρθρώσεις” του καπιταλισμού οφείλουν να μην επηρεάζουν τον “τρόπο οργάνωσής μας”, διότι στα μέσα πάλης που χρησιμοποιούμε ζωντανεύει η αναρχία μας. Το ευτύχημα είναι πως η αναρχική άσκηση της άτυπης οργάνωσης και των ομάδων συγγένειας ποτέ δεν ήταν τόσο κοντά στην πραγματικότητα όσο σήμερα. Παραδόξως, δεν προσαρμοστήκαμε εμείς στην πραγματικότητα, μα η πραγματικότητα προσαρμόστηκε σ’ εμάς. Η πραγματικότητα έτρεξε να μας προϋπαντήσει καθιστώντας τις πρακτικές μας τρομερά αποτελεσματικές, οι οποίες κρίνονται ιδανικές για τη διατάραξη ενός πολύπλοκου και χαοτικού συστήματος, όπως αυτού εντός του οποίου υποχρεωνόμαστε να επιβιώσουμε σήμερα. Μονάχα μία εξαιρετικά αναπαράξιμη και εξίσου χαοτική, ευέλικτη κι ευπροσάρμοστη πρακτική όπως η άτυπη οργάνωση και η ομάδα συγγένειας κρίνεται ικανή να το επιτύχει. Αυτό δε συνεπάγεται μία προσαρμογή των τρόπων οργάνωσής μας στην “καπιταλιστική αναδιάρθρωση” του 1980. Από τις μέρες του Καφιέρο και της “προπαγάνδας δια της πράξης”, οι παραπάνω μέθοδοι εντοπίζονταν στις βάσεις της αναρχικής δράσης αρκετά ώστε να συνδεθούν και με τις μετωπικές οργανώσεις. Εντός κάθε αναρχικής συνθετικής οργάνωσης με επαναστατικό πρόσημο συνυπήρχαν στην πραγματικότητα ομάδες συγγένειας άτυπου χαρακτήρα, υποδεικνύοντας συχνά νέους δρόμους και αναζωπυρώνοντας τη δράση.
Είναι επιπλέον παράλογο να συμπεραίνουμε πως η ταξική πάλη έχει παρέλθει. Είμαστε βυθισμένοι ως τον λαιμό, αλλά, εν αντιθέσει με το παρελθόν, η αποκτήνωση ένεκα της τεχνολογικής αποξένωσης (που καθείς μας επωμίζεται) μας απομακρύνει από την πραγματική κατανόηση του φαινομένου στην πλήρη του πολυπλοκότητα. Τα σώματα αντιπροσώπευσης όπως τα
“συνδικάτα” και τα “κόμματα” εξαλείφονται. Στο πλέον τεχνολογικά προηγμένο τμήμα του κόσμου, το άλλοτε προσδιοριστικό των καταπιεσμένων τάξεων κοινωνικό υποκείμενο, το προλεταριάτο, αντικαταστάθηκε από μία αόριστη κι απονενοημένη κοινωνική τάξη δίχως αυτοσυνειδησία. Στο μεταξύ, υπέρμετρη οργή και μίσος έχει συσσωρευθεί, καθιστώντας την ατμόσφαιρα πνιγηρή και εύφλεκτη, έτοιμη να εκραγεί στην πρώτη σπίθα επαρκούς σφοδρότητας. Η κυριαρχία, αντιλαμβανόμενη πλήρως πως, παρότι κατέχει λιγότερες καλές κάρτες απ’ όσες εμείς στα χέρια μας, δύναται να τις παίξει σωστά, πυροδοτώντας συγκρούσεις μεταξύ των φτωχών. Είναι όμως πρόσκαιρες και ισχνά αποτελεσματικές. Τα σωματεία και τα αριστερίστικα κόμματα δεν αποδίδουν πλέον. Ο ρόλος τους έχει αντικατασταθεί από εργαλεία μαζικής αποπλάνησης, όπως ο ρατσισμός και ο πατριωτισμός. Για πόσο όμως θα αντέξουν; Η στρατηγική ποδηγέτησης των φτωχών σε συγκρούσεις με τους φτωχότερους είναι κοντόθωρη. Η διάχυτη φτωχοποίηση ένεκα του τεχνολογικού κύματος και η αναπόφευκτη ανεργία θα καταστήσουν άχρηστους τους εθνικισμούς και τους πατριωτισμούς, αλλά μόνο εφόσον παίξουμε σωστά τα χαρτιά μας. Στον απαιτούμενο χρόνο για να σταθεροποιηθεί και να εγγυηθεί στο σύνολο των πολιτών οφέλη, το σύστημα θα βρεθεί εκτεθειμένο, σχεδόν απροστάτευτο στις επιθέσεις μας. Εκείνη τη στιγμή το μίσος θα κορυφωθεί, και πιθανώς ν’ αναδειχθεί η κατάλληλη συγκυρία ώστε σε αυτήν τη δύστυχη χώρα η οργή να κατευθυνθεί στους πραγματικούς υπαιτίους για τη συλλογική μας μιζέρια: το κράτος και τα αφεντικά.
Προσέτι, η παροιμιώδης μανία του σωβινισμού υποσκάπτει τα θεμέλια της αστικής δημοκρατίας. Αυτό το είδος “λαϊκισμού” παράγει αντιφατικά και ανορθολογικά ρεύματα, δύσκολο να ελεγχθούν από τους προαγωγούς τους. Σήμερα, οι ευκαιρίες να προκληθούν ρήγματα από τις δράσεις μας είναι πραγματικές. Πρέπει να έχουμε ευκρινείς θέσεις, πίστη κι επιμονή ώστε να
ανακατευθύνουμε το μίσος, να ανοίξουμε τα μάτια των εκμεταλλευομένων. Η θέληση κι η αποφασιστικότητα μπορούν ν’ αναγκάσει το ρολόι της ιστορίας να γυρίσει ανάποδα, επαναφέρνοντάς μας στο σημείο εκείνο όπου αποστερηθήκαμε τις δύο αυτές αναντικατάστατες ιδιότητες. Έναν αιώνα πριν, θαφτήκαμε κάτω απ’ την προέλαση ενός εξουσιαστικού κομμουνισμού, δηλητηριασμένοι από τους καρπούς του, τη σοσιαλδημοκρατία και τη δικτατορία του προλεταριάτου, η βαρβαρότητα των οποίων επέφερε το γέρμα του μύθου της κοινωνικής επανάστασης, του ηλίου του μέλλοντος και της αναρχίας ως συμπαγούς προοπτικής για την ολική απελευθέρωση. Υποστηρίξαμε, διαποτισμένοι από τον “μοντερνισμό” μας, πως οι μύθοι είναι άχρηστοι · έτσι όμως σκοτώσαμε την ουτοπία, το σημαντικότερο όπλο στη φαρέτρα μας για την ανατροπή αυτού του κόσμου.
Χάσαμε εντελώς επαφή με την προοπτική “να επιτύχουμε”, και αυτό μας έχει προκαλέσει σύγχυση σε σημείο να μην αναγνωρίζουμε τη μεγαλοπρέπεια χειρονομιών όπως αυτή του αδερφού μας Mikhail Zhlobitsky, ο οποίος ανατινάχθηκε στο αρχηγείο της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας (FSB) της Ρωσίας, στο Archangelsk, προκειμένου να εκδικηθεί τον βασανισμό συντρόφων του από τη ρωσική αστυνομία. Αυτός ο νεαρός σύντροφος ανέκτησε σήμερα την πηγαία δύναμη μιας αναρχίας βιωματικής, έτοιμος να στοιχηματίσει τα πάντα για την απελευθέρωση αυτού του κόσμου. Τα πράγματα αλλάζουν ταχύτατα, οι αναρχικοί ανανήπτουν απ’ τον λήθαργό τους. Γινόμαστε μάρτυρες φαινομένων αδιανόητων για εμάς μέχρι και πριν λίγα χρόνια, όπως για παράδειγμα της εξάπλωσης του αναρχοκομμουνισμού σε χώρες όπως το Μπανγκλαντές, όπου ο ρόλος της εργατικής τάξης παραμένει κραταιός (Συνεπώς, είναι βιαστικό να μιλάμε για το τέλος της εργατικής τάξης, ιδίως καθώς στο νότιο ημισφαίριο του πλανήτη η εργατική δύναμη είναι φθηνότερη από τις μηχανές και τα ρομπότ). Παρατηρούμε το πέρασμα από τις αποτυχίες του κρατικού σοσιαλισμού στις προσδοκίες για τον αναρχικό κομμουνισμό. Ένα σημαντικό τμήμα ενός ολόκληρου πλυθησμού, του Κουρδικού, δείχνει να έχει υιοθετήσει μία μορφή “ελευθεριακού
σοσιαλισμού” με οικολογικά και φεμινιστικά στοιχεία.
Εγγύτερα στο όραμά μου για την αναρχική πρακτική, η αφορμαλιστική τάση “οργανώνει” τις τάξεις της στον υπόλοιπο μισό κόσμο μέσα από διεθνείς καμπάνιες καλεσμένες από ομάδες συγγένειας, και χτυπώντας όπως η λεοπάρδαλη, μ’ έναν τρόπο χαοτικό και μηδενιστικό. Η ατμόσφαιρα είν’ ηλεκτρισμένη, και αυτή η ένταση φτάνει μέχρι το κελί μου. Βέβαιος καθώς είμαι πως αδήριτα οδεύουμε προς μία μεγάλη καταιγίδα, δεν έχουμε τα περιθώρια να υποτιμούμε καμία μορφή αγώνα. Είμαστε σχετικά λίγες και λίγοι, ο χρόνος μας περιορισμένος, πρέπει όμως απλώς να αξιοποιήσουμε με ορθό τρόπο τα χαρτιά μας, αποδεσμευμένοι από ψευτοηθικισμούς και ενδοιασμούς. Αν επιθυμούμε να έχουμε τουλάχιστον μιαν ευκαιρία επιτυχίας, οφείλουμε να γίνουμε κομιστές ενός ορίζοντα πιο διευρυμένου, όχι να σκοντάφτουμε μονάχοι μας στα ίδια μας τα πόδια.
Με ρωτάτε αν θα οφείλαμε να πειραματιστούμε ή να ανανεώσουμε τις μεθόδους δράσης και οργάνωσής μας · θα ήταν υπεραρκετή η εφαρμογή των προσωπικών σχεδιασμών με φρόνηση, επιμονή και συνέπεια απ’ την καθεμιά και τον καθέναν. Ανεξαρτήτως του αν συμπαρατάσσεται στην κοινωνική ή την αντικοινωνική τάση ή του αν δραστηριοποιείται διαμέσου μιας άτυπης ένωσης, μιας οργάνωσης σύνθεσης ή ατομικά, στα δικά μου μάτια μοναδική οδός ώστε ν’ αποτρέψει την εργαλειοποίησή του στα χέρια των ρεφορμιστών είναι η εξεγερσιακή βία. Πρέπει επιτακτικά ν’ αρχίσουμε να επιστρατεύουμε κάθε μέσο, με ένταση εφάμιλλη των σχεδιασμών μας. Μία τακτική ανίκανη να συμπεριλάβει την άμεση σύγκρουση, να εξοπλιστεί με την προσήκουσα δύναμη, είναι καταδικασμένη να αφομοιωθεί, να αποτύχει και να ηττηθεί. Αυτή η αφομοίωση διαθέτει πολλά ονόματα και αφηγήσεις: η θεωρία των σταδίων, ο μετα-αναρχισμός, πρόσφατα οι Negri και Hardt παρήγαγαν ακόμα έναν, ιδεολογικοποιώντας έναν “ανταγωνιστικό ρεφορμισμό”. Οι συνήθεις σειρήνες που δικαιολογούν τους φόβους μας και τρέφουν την παραίτησή μας υπηρετούν εξόχως την κυριαρχία. Για ν’ αποφύγουμε οιαδήποτε μορφή αφομοίωσης, φτάνει να δρούμε πραγματικά ως αναρχικοί και αναρχικές. Οι κτηνωδίες που απαιτούν εκδίκηση είναι αμέτρητες. Πρέπει μέσω της δράσης μας να ξεσκεπάσουμε την γύμνια του βασιλιά, ν’ αποδείξουμε ότι και οι κυρίαρχοι μπορούν -και επιβάλλεται- να ματώσουν. Είτε συμπράττοντας, είτε μόνοι και μόνες, ας στοχεύουμε κι ας χτυπάμε αποτελεσματικά. Αν ο λόγος μας επιθυμούμε να καταστεί “κοινωνικά ανατρεπτικός”, επιβάλλεται να ξαναγίνουμε ευδιάκριτοι και αξιόπιστες.
Η αναγνωρισιμότητα κατοχυρώνεται μέσω της επικίνδυνης, ευκρινούς και άμεσης πρακτικής της ανάληψης ευθύνης με ή δίχως ακρωνύμιο. Ή μέσα από ανώνυμες δράσεις, αναγνωρίσιμες όμως πολιτικής προέλευσης λόγω της καθ’ αυτής στοχοθεσίας τους ή της μεθοδολογίας τέλεσής τους. Εξίσου ευκρινές και προσιτό δύναται να είναι το αναρχικό τμήμα μιας πορείας που συγκρούεται με τις κατασταλτικές δυνάμεις, ένα διακριτό μπλοκ, ένα φλεγόμενο οδόφραγμα που μεταφέρει τον πόλεμο στους δρόμους της μητρόπολης. Ένα κυκλωμένο αλφάδι στον τόπο εμπρησμού ενός στρατοπέδου μιλάει το ίδιο καθαρά όσο και μία ανάληψη ευθύνης. Αν θέτουμε ως στόχο μας την “κοινωνική ανατροπή”, τότε η επικοινωνία με άλλες καταπιεσμένες
και καταπιεσμένους οφείλει ν’ αναχθεί σε προτεραιότητα, εξ ου και η προς άπαντες αποσαφήνιση του ποιοι είμαστε και τι θέλουμε. Τα μέσα μας -τα έντυπα, τα βιβλία, οι ιστοσελίδες- δεν αρκούν. Διαθέτουν μεγάλη σημασία σχετικά με την εμβάθυνση, τη βελτίωση της διαύγασης της πραγματικότητας, την ισχυροποίηση των αναλυτικών μας εργαλείων, τη γνώση και, συνεπώς, την ανάπτυξη των πρακτικών μας. Δεν είναι όμως σε θέση να επηρεάσουν το παραπέτασμα σιωπής που η εξουσία εγείρει προς υπεράσπιση της ολοκληρωτικής δημοκρατίας. Μία δημοκρατικά σχεδιασμένη σιωπή, κατασκευασμένη από έναν οχληρό θόρυβο ατελεύτητων αντικρουόμενων απόψεων που ακυρώνουν η μία την άλλη. Μόνον οι καταστροφικές πράξεις μπορούν να διαπεράσουν την ακατάσχετη φλυαρία, και διαμέσου αυτών οι λόγοι μας ν’ αποκτήσουν πραγματική αξία, κατορθώνοντας ν’ αναδειχθούν με δύναμη και συνοχή. Η τηλεόραση, οι εφημερίδες, οι σταθμοί, οι ιστοσελίδες υποχρεώνονται τότε να μιλήσουν γι’ αυτές, διαδίδοντας τα μηνύματά μας στεντόρεια κι ευδιάκριτα, ακόμα και σε όσους δεν ονειρεύτηκαν ποτέ ν’ αμφισβητήσουν το υπάρχον. Μιλάμε για γεγονότα και λέξεις που φτάνουν σ’ εκατομμύρια άντρες και γυναίκες. Δεν είναι παράλογο, συνεπώς, να υποθέσουμε πως κάποιος εξ όλων αυτών θ’ αποκτήσει κοινή συνείδηση επιλέγοντας τον δρόμο της συνέργειας. Αυτό αρκεί για ν’ αυξήσει έστω και λίγο τις πιθανότητές μας.
Η αξιοπιστία αντιστοίχως αποκτάται με τη συνοχή μεταξύ θεωρίας και πράξης. Προσεγγίζοντας μάς, οφείλει η καθεμιά και ο καθένας ν’ αντιλαμβάνεται με σαφήνεια την εχθρότητά μας απέναντι σε ηγετίσκους, ιεραρχίες και πάσης φύσεως σεξισμούς. Όσοι και όσες επιχειρούν να γνωρίσουν τις δραστηριότητές μας, θα πρέπει αναμφίλεκτα να διαπιστώνουν πως δεν πρόκειται ποτέ να συναινέσουμε μπρος στην κυριαρχία, και πως δε θα εγκαταλείψουμε κανέναν και καμιά μονάχη απέναντι στην καταστολή. Η αξιοπιστία διατρανώνεται, επίσης, διαμέσου του θάρρους και της συνέπειας που επιδεικνύουμε όταν τα πράγματα στραβώνουν. Μόλις φυλακιζόμαστε, παρά το κόστος απειλητικών ενδεχομένων, όπως η ολική απομόνωση και η αδυσώπητη καταστολή, δε διαπραγματευόμαστε ούτε ένα βήμα πίσω. Κυρίως όμως κατοχυρώνεται στην εμπιστοσύνη που κερδίζουμε δημοσίως. Όποια και όποιος συστρατεύεται με τους αναρχικούς, επιβάλλεται ν’ αποκτά τη βεβαιότητα πως ποτέ δεν προδίδουμε τον λόγο μας ή υποκύπτουμε, ακόμα κι αν μας στοιχίζει όνειρα και προσωπικές φιλοδοξίες.
Η εξασφάλιση μιας αναγνωρισιμότητας και μιας αξιοπιστίας αναπόδραστα θα επιφέρει αίμα και δάκρυα, όντας διαθέσιμη μόνο μέσα από απονενοημένη επιμονή. Όποιος φλυαρεί περί κοινωνικού πολέμου, οφείλει να το χαράξει μέσα του προετοιμαζόμενος όντως για πόλεμο. Έχει έρθει η στιγμή να αναγεννήσουμε την εκδικητική αναρχία, να επιστρέψουμε στη χρήση του τρόμου. Όσο δύσκολο κι αν μοιάζει, κρίνεται επιτακτικό να επιτύχουμε στον συγκερασμό της προώθησης ενός “μύθου” και της προβολής ενός “σχεδιασμού”. Αποτελεί μοναδική οδό ώστε η επανάσταση να ξαναγίνει μια πραγματική προοπτική για εκατομμύρια εκμεταλλευόμενους ανθρώπους, απαλλάσσοντάς την από τη σημασία της “προσμονής των ώριμων συνθηκών” που την καθιστά σήμερα μια λέξη κενή και εχθρική. Μέσα από την ατομική εξέγερση, ο καθείς εξ ημών, σε ομάδες ή μόνος, ένα βήμα την φορά, επίθεση με την επίθεση, θα δώσει νέα ζωή στην έννοια της επανάστασης, προσδίδοντάς της μια συμπαγή αναρχική όψη.
Οι αναρχικοί ιστορικά έχουν παρέμβει δυναμικά στο “κοινωνικό πεδίο”, όπως θα το προσδιορίζαμε σήμερα, με σαφείς αντιλήψεις και επιτακτικές βίαιες ενέργειες σε ποικίλα πλαίσια και περιστάσεις. Ανέκαθεν ενέπνεαν τρόμο, φόβο και πανικό με τον ίδιο τρόπο στις προνομιούχες τάξεις και σε κάθε εξουσία, κυβέρνηση ή θεσμό, όπως επίσης, φυσικά, και σε όλα τα εξουσιαστικά επαναστατικά απολειφάδια. Σήμερα, κατ’ αντιστοιχία με το επίπεδο βίας που επιστρατεύει ο καπιταλισμός με τον αδιάλειπτο πόλεμο και την τεχνοβιομηχανική κοινωνία, η ανταπόκριση των εξεγερμένων θα όφειλε οπωσδήποτε να ήταν δυναμικότερη απ’ ότι είναι. Από τη μια μεριά συναντάμε στο κοινωνικό επίπεδο λαϊκούς αγώνες περιχαρακωμένους ήδη από την εκκίνησή τους σε ένα είδος πολιτικής οριοθέτησης, και με εμφανή περιθώρια περιστολής του ανταγωνισμού ενεργοποιώντας λογικές αναχαίτισης της κοινωνικής σύγκρουσης, όπως: πολιτικές υποψηφιότητες, θεσμικές διαπραγματεύσεις, κανονικοποίηση (κατειλημμένα σπίτια), εξουσιαστικές ανακατατάξεις, ειρηνικές διαμαρτυρίες, την κατοχύρωση ενός μαξιλαριού ασφαλείας που το σύστημα μπορεί να υπολογίζει να παραχωρήσει. Από την άλλη υποβόσκει όντως ένα κίνημα ριζοσπαστικής εναντίωσης και έμπρακτης αλληλεγγύης, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία ύφεση και μείωση της συγκρουσιακής έντασης, ακόμα και από τους αναρχικούς. Το πιο ανησυχητικό φαινόμενο, απ’ το οποίο ουδείς εξαιρειται, είναι η υποχώρηση και η έλλειψη προετοιμασίας που εξακολουθεί να υφίσταται ανεξαρτήτως των όποιων ενδιαφερουσών στιγμών κι ευκαιριών εντός ορισμένων αγωνιστικών πλαισίων. Εκφράσεις όπως “παρέμβαση στο κοινωνικό πεδίο” ή “πραγματική πάλη” έχουν καταντήσει νοηματικά παίγνια, αξιοποιούμενα συχνά για τη δικαιολόγηση μιας κοσμικής, εναλλακτικής, συντεχνιακής υποκουλτούρας μεταξύ πολλών. Κατά την γνώμη σου, δεν αφορά τους αναρχικούς, και γενικά τους εξεγερμένους, η αναβάθμιση της σύγκρουσης με το κράτος σε ένα ευκταίο επίπεδο ενάντια στην ιδιωτική ιδιοκτησία, με βίαια μέσα και πρακτικές αντί της αναζήτησης στρατηγικών-πολιτικών διαμεσολαβήσεων με τη νομιμόφρονα και ιδρυματοποιημένη κοινωνία των πολιτών;
Μπορώ μόνο να συμφωνήσω μαζί σου απαντώντας “ναι” στην ερώτησή σου. Επεκτείνω μάλιστα την απόφανση, ισχυριζόμενος πως το πρώτο τείχος υπεράσπισης του συστήματος είναι ακριβώς αυτές οι λογικές αναχαίτησης, οι “τακτικίστικες-πολιτικάντικες διαμεσολαβήσεις”, όπως τις βαφτίζεις. Το να υποστηρίζουμε αυτήν τη στιγμή την άποψη πως αυτό το τείχος ραγίζει είναι πιο αυτοκτονικό από ποτέ και σε πείσμα όσων συμβαίνουν σήμερα, και σ’ αυτήν την περίοδο συστημικής κρίσης πάρα πολλοί αναρχικοί κι επαναστάτριες πιάνονται στην παγίδα δίχως να το καταλαβαίνουν. Κάθε φορά που αποφεύγουμε μια σύγκρουση στους δρόμους επειδή μία επικοινωνιακή παράτα αποφασίστηκε στη συνέλευση. · κάθε φορά που κατά τη διάρκεια απεργίας κάποια ή κάποιος υποκύπτει στις αποφάσεις των εκπροσώπων της “κοινωνικής βάσης”, αποφεύγοντας τη βίαιη, “αυτοκτονική” σύγκρουση με τους μπάτσους · κάθε φορά που ο δημόσιος λόγος μας κατευθύνεται προς την ανακωχή προκειμένου να διαφυλάξουμε μία κατάληψη ή ένα κοινωνικό κέντρο, αυτό το τείχος ενισχύεται. Στον πυρήνα αυτής της ενίσχυσης απαντάται η διαρκής αναβολή της βίαιης και ένοπλης συμπλοκής με το σύστημα. Θα έπρεπε να βρούμε το θάρρος να ορθώσουμε το ανάστημά μας απέναντι στην πλειοψηφία των συντρόφων μας, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της όξυνσης του πολεμικού κλίματος. Μόνο η οργισμένη ορμή της ατομική πρωτοβουλίας που περιφρονεί τη “φρόνηση” των συνελεύσεων μπορεί να μας χαρίσει τη δύναμη να υπερκεράσουμε τους δισταγμούς και τους φόβους μας. Η δύναμη και το κουράγιο από μόνα τους δεν αρκούν όμως, προέχει και μία συγκεκριμένη ενάργεια. Παρά τα ανοίγματα που ο χρόνος μάς έχει προσφέρει, αδυνατούμε να εκμεταλλευτούμε τις διαθέσιμες ευκαιρίες. Οι προσπάθειές μας πρέπει να είναι διάχυτες. Βρισκόμαστε στην εμπροσθοφυλακή κάθε σύγκρουσης, κάθε οδομαχίας. Πολλές φορές εμείς, με τις αποφάσεις και τις πρωτοβουλίες μας ενδυναμώνουμε και θωρακίζουμε τα “κινήματα”, για να έρθουν άλλοι να θερίσουν τους καρπούς. Ο λόγος μας παραμένει θολός. Αδυνατεί ν’ αποτελέσει καταλύτη εξελίξεων. Η δράση μας ενδυναμώνει και προσδίδει ορατότητα στα διάφορα κοινωνικά κινήματα όμως πέρα από αυτό; Κάτι δείχνει να λείπει, και αυτό το κάτι, από τη δική μου έποψη, είναι οι ένοπλες δράσεις που, ιδανικά, με έναν πρόδηλο και σαφή τρόπο, θα διακρίνονταν απ’ τη σωρεία των κοινωνικών αγώνων, ακόμα και σε διαφορετικό χώρο και χρόνο, εξασφαλίζοντας περισσότερο χώρο για τα δικά μας προτάγματα, για τον δικό μας αγώνα στους δρόμους.
Πηγή:AMW English
Μετάφραση: Δ.Ο. Ragnarok
Leave a Reply