Brendan McQuade και Mark Neocleous*
Την μετάφραση έκανε ο Φοίβος Θεολογίτης
Οι αστυνομικοί απομακρύνουν βίαια κάποιο άτομο από το λεωφορείο επειδή δεν φοράει μάσκα προσώπου· συλλαμβάνουν ανθρώπους επειδή δεν τηρούν την κοινωνική αποστασιοποίηση μέσα σε ένα πολυπληθή σταθμό του μετρό· λένε στους ανθρώπους να μετακινηθούν εάν φαίνεται ότι συγχρωτίζονται πολλοί μαζί· καθορίζουν ποιος μπορεί να παρακολουθήσει μια δημόσια εκδήλωση. Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα της αστυνόμευσης του ιού. Η επιβολή της κοινωνικής αποστασιοποίησης στους δρόμους της πόλης κατά τη διάρκεια του λοκνταουν ήταν μόνο η αρχή. Πολλές κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο έχουν ξεκινήσει να αναπτύσσουν νέα συστήματα παρακολούθησης και πρωτόκολλα δοκιμών στο όνομα της δημόσιας υγείας. Στον διστακτικό νέο κόσμο του παρόντος και στον θαυμαστό νέο κόσμο του μέλλοντος, η αστυνόμευση συναντά την υγεία. Η ιατρική αστυνόμευση επέστρεψε. Αλλά, άραγε, είχε φύγει ποτέ;
Για μερικούς ανθρώπους, η βαρύτητα της νέας συγκυρίας που εγκαινιάστηκε καθοριστικά και αποφασιστικά από την πανδημία του Covid-19 υποδεικνύει ότι η επανάσταση είναι πλέον εφικτή1. Ωστόσο, δείχνει επίσης ότι ορισμένα χαρακτηριστικά της ταξικής και φυλετικής δυναμικής του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος έχουν αμβλυνθεί εντελώς. Πόσους υγιείς ανθρώπους χρειάζεται μια οικονομία για να λειτουργήσει; Πόσους αρρώστους μπορεί να αντέξει τo σύστημα υγείας; Πόσοι ευάλωτοι μετανάστες χρειάζεται να εργαστούν για να δουλέψει το σύστημα υγείας; Πόσους νεκρούς φίλους, συγγενείς και ερωτικούς συντρόφους θα ανεχτούν οι άνθρωποι; Όσο οι αυθεντίες, οι κομπογιαννίτες και οι δημοσιογραφίσκοι συζητούν για τον αριθμό των πτωμάτων που θα μπορούσε να κάνει αποδεκτή μια ανθρωποθυσία στο Κεφάλαιο — γνωστή και ως «άνοιγμα της οικονομίας» — η πανδημία καταδεικνυεί τον στρατηγικό προσανατολισμό του κράτους. Σε αυτόν τον προσανατολισμό, το ευρύτερο αστυνομικό πλάνο (η συγκρότηση και ανασυγκρότηση της εργατικής τάξης, η αστυνόμευση των κρίσεων και η συνέχιση του μεγάλου μηχανισμού της παγκόσμιας συσσώρευσης), το οποίο ήταν πάντα κεντρικό στοιχείο στην κατασκευή της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων, σήμερα εκδηλώνεται εντονότερα μέσα σε μια σειρά μέτρων για την υγεία και τις ασθένειες, τις λοιμώξεις και την ανοσία, τις νόσους και την ευεξία. Γι ‘αυτό, ο όρος «ιατρική αστυνομία» είναι και πάλι ένα ισχυρό κριτικό εργαλείο.
Η ιδέα της ιατρικής αστυνομίας ανάγεται πίσω στην πρώϊμη σύγχρονη περίοδο ανάμεσα στην Αναγέννηση και τις Μεγάλες Επαναστάσεις, στα τέλη του 18ου και αρχές του 19ου αιώνα. ‘Ηταν μια εκτεταμένη ιστορική εποχή μετάβασης των συστημάτων, όταν η σύγχρονη τάξη πραγμάτων ακόμη διαμορφωνόταν και οι παλαιότεροι τρόποι ζωής ακόμη καταστρέφονταν συστηματικά. Οι πληβείοι και οι προλετάριοι, και η εργατική τάξη υπό συγκρότηση, ήταν μπλεγμένοι αμφότερα στα κυκλώματα κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης και στα απομεινάρια των προ–καπιταλιστικών οικονομιών που ήταν επικεντρωμένες στα κοινά τα οποία υπερέβαιναν την κοινή ιδιοκτησία (τα κοινά), και συνεπάγονταν την κοινή γνώση και την κοινοτική οργάνωση της κοινωνικής ζωής (πρακτικές κοινοκτημοσύνης). Αυτός ο συστηματικός αποικισμός του κόσμου ήταν η διαδικασία που ο Μαρξ κατανόησε ως «πρωταρχική συσσώρευση»: η παρέμβαση του κράτους για να μετατρέψει τα κοινά σε ιδιωτική ιδιοκτησία, να εκτοπίσει και να ξεριζώσει τους ανθρώπους από τη γη και να ανοικοδομήσει την κοινωνική τάξη πραγμάτων μέσω της μισθολογικής σχέσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου δραματικής και βίαιης αλλαγής, ο χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας ήταν έντονος, η καταπίεσή της ολοφάνερη και η λειτουργία της αναμφισβήτητη. Στο επίκεντρο αυτής βρισκόταν η αστυνομική εξουσία.2
Εκείνη την εποχή, «αστυνομία» σήμαινε όλα όσα θα αποκαλούσαμε σήμερα «δημόσια πολιτική» (policy), συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής πρόνοιας, της εκπαίδευσης, του πολεοδομικού σχεδιασμού και, φυσικά, της επιβολής του νόμου. Σε οποιοδήποτε κατάλογο αστυνομικών δραστηριοτήτων συμπεριλαμβανόταν ένα σύνολο ζητημάτων από αυτά που θα χαρακτηρίζαμε σήμερα ως ζητήματα «δημόσιας υγείας», αλλά τα οποία ονομάζονταν «ιατρική αστυνομία». Αντανακλώντας αυτόν τον προσανατολισμό, μερικά από τα πρώτα «σύγχρονα» αστυνομικά σώματα, συγκρίσιμα με τις σύγχρονες υπηρεσίες επιβολής του νόμου, προορίζονταν για αποστολές πολύ ευρύτερες από εκείνες που συχνά θεωρούμε με τη στενή έννοια της «αστυνομίας». Για παράδειγμα, η Βασιλική Χωροφυλακή της Ιρλανδίας, που αποτελεί ένα από τα πρώτα τέτοιου τύπου σώματα για τη διαχείριση των αποικιών και ένα πρότυπο για τη Μητροπολιτική Αστυνομία του Λονδίνου, λειτουργούσε ως μια πολεμική μηχανή που ενεργούσε ως ιατρική αστυνομία.
Ύστερα από την αποτυχημένη εξέγερση των Ηνωμένων Ιρλανδών το 1789, το Λονδίνο εντατικοποιήσε τον έλεγχό του στην Ιρλανδία με πολύπλευρα αστυνομικά έργα που εκτελέστηκαν από την Χωροφυλακή, η οποία, εκτός από την επιβολή του ποινικού νόμου και την καταστολή των ανταρτών, διενεργούσε γεωργικές στατιστικές και τη δεκαετή απογραφή, κατέγραφε εξώσεις και απάτες δανείων, και επιθεωρούσε φορτία και ποσότητες. Επιπλέον, η Χωροφυλακή ήταν σαφώς σχεδιασμένη από τους νομοθέτες και τους διοικητές για να είναι μια ιατρική αστυνομία. Η ιατρική αστυνόμευση περιελάμβανε τον εντοπισμό των ιερόδουλων και άλλων ανθρώπων που θεωρούνταν ανήθικοι, ελευθέρων ηθών ή απείθαρχοι, κυρίως λόγω των μολυσματικών ασθενειών που υποτίθεται εξαπλώνονταν από αυτούς. Σήμαινε επίσης την γενικότερη επιβολή της δημόσιας πολιτικής που αφορούσε τη δημόσια υγεία: μέτρα για τον σωστό χειρισμό των σκυλιών, την πώληση ζώων, την κατοχή των χοίρων και την απομάκρυνση της κοπριάς. Καθ ‘όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Χωροφυλακή επέβαλλε την απαγόρευση τέλεσης αγρυπνίας γι ‘όσους είχαν πεθάνει από επικίνδυνες ασθένειες· διασφάλιζε ότι οι άνθρωποι απολυμέναν τα σπίτια τους, εφόσον μέσα σε αυτά είχαν πεθάνει άτομα από μολυσματικές ασθένειες· και συνελάμβανε άτομα που δεν είχαν εμβολιάσει τα παιδιά τους. Ο όρος «αντιρρησίας συνείδησης» χρησιμοποιήθηκε πρώτα για να περιγράψει τους ανθρώπους από την εργατική τάξη οι οποίοι αντιστέκονταν σε αυτήν την παρέμβαση της ιατρικής αστυνομίας στη ζωή τους. Έτσι, η Βασιλική Χωροφυλακή της Ιρλανδίας αστυνόμευε, με την πληρέστερη σημασία του όρου: ήταν το όργανο επιβολής του νόμου, το μέσο για την άσκηση ποικίλων αστυνομικών εξουσιών, και πρωταρχικό όπλο στον πόλεμο της συσσώρευσης ενάντια στην εργατική τάξη.
Υπάρχει μια τάση να παραγνωρίζουμε τις φαινομενικά διακριτές και φαινομενικά καλοήθεις κοινωνικές πολιτικές ως αποσυνδεδεμένες μεταξύ τους και, πιο συγκεκριμένα, ως αποσυνδεδεμένες από την αστυνομική εξουσία. Αλλά, όπως μαρτυρά το παράδειγμα της Βασιλικής Χωροφυλακής της Ιρλανδίας, η αστυνομική εξουσία ήταν στις απαρχές της μια ευρεία εξουσία που είχε ως μέλημά της την οικοδόμηση μιας αποικιακής κοινωνικής τάξης και την προώθηση του εμπορίου. Η αστυνομική εξουσία ήταν η αστυνομία ως κοινωνική πολιτική, και άρα η κοινωνική πολιτική ως αστυνομία. Ήταν, με άλλα λόγια, μια τέχνη της διακυβέρνησης και μια εφαρμογή των τεχνολογιών της εξουσίας μέσα από ένα δίκτυο θεσμών. Και ήταν παρακινούμενη με τα μέσα γνώσης που παρήγαγαν την σύγχρονη κοινωνική τάξη. Ενώ η αστυνόμευση ήταν καταπιεστική, η πραγματική της εξουσία γίνεται έκδηλη στη διαχείριση της ζωής και των τρόπων διαβίωσης. Ως εκ τούτου, η ιατρική αστυνομία επικεντρώθηκε στην προώθηση της συλλογικής υγείας του πληθυσμού, η οποία με τη σειρά της αφορούσε την αστυνόμευση της υγείας των ατόμων. Η υγεία των μεμονωμένων σωμάτων και του συλλογικού πολιτικού σώματος αναμενόταν να στηρίξει την οικονομική παραγωγικότητα του εργατικού δυναμικού.3
Μια τέτοια τέχνη της διακυβέρνησης και τέτοιες τεχνολογίες της εξουσίας είναι αυτά που ο Foucault αργότερα ονόμασε ως βιοεξουσία και κυβερνητικότητα. Από αυτήν την άποψη, είναι ίσως αναμενόμενο το γεγονός ότι πολλοί διανοούμενοι στράφηκαν πρόσφατα στους νεολογισμούς του Foucault για να κατανοήσουν την τρέχουσα χρονική στιγμή, και ειδικά στην έννοια της «βιοεξουσίας»4. Κάποιοι εφτασαν ακόμη και στο σημείο να μιλάνε για μια πιθανή δημοκρατική βιοπολιτική5 ή μια «διπλή βιοεξουσία»6. Είναι σημαντικό ότι τα ίδια αυτά επιχειρήματα αγνοούν οτιδήποτε είχε να πει ο Foucault για την αστυνόμευση του κοινωνικού πεδίου. Είναι επίσης σημαντικό ότι συχνά προσπαθούν να αντισταθούν στην γλώσσα του πολέμου για να περιγράψουν τον ιό, παρόλο που ο Foucault επέμεινε ξανά και ξανά ότι η πολιτική είναι η συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα. Κατά την άποψή μας, η έννοια της «ιατρικής αστυνομίας», ως μέρος μιας διευρυμένης έννοιας της αστυνομικής εξουσίας, επικεντρώνεται σε σημαντικές πτυχές της καπιταλιστικής εξουσίας τις οποίες η φουκωϊκή επίκληση της «βιοεξουσίας» τείνει να αποκρύπτει. Εστιάζει την προσοχή μας στην κατασκευή των καπιταλιστικών μορφών ευταξίας τόσο μέσω του ατελείωτου πολέμου για την καταστροφή των κοινών και των πρακτικών της κοινοκτημοσύνης, οι οποίες εξακολουθούν να στηρίζουν τις περιθωριοποιημένες μάζες της ανθρωπότητας, όσο και μέσω του συστηματικού αποικισμού των καθημερινών πρακτικών της αλληλεγγύης, της ζωής, της αγάπης και της φροντίδας από την «ήπια εξουσία» της κοινωνικής αστυνομίας. Με αυτόν τον τρόπο, ο οπτικός φακός της ιατρικής αστυνομίας αποσαφηνίζει την αναδυόμενη συγκυρία.
Απαντήσεις
Η αποσαφήνιση πηγάζει επίσης από μια πιο μακρόχρονη, λιγότερο φιλοσοφική και πολύ πιο άμεση απαίτηση, η οποία γόνιμα παραμερίζει όλο το κουβεντολόϊ σχετικά με την βιοπoλιτική: Fuck the Police! Οι λέξεις του μεγάλου λούμπεν ύμνου των NWA, ένα σύνθημα που τώρα ξεστομίζεται στις άγριες και αποδιοργανωτικές δράσεις κατά της αστυνομίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης για την αποχρηµατοδότηση (defund) και κατάργησή της, στηρίζεται στην κοινώς κατανοητή θεώρηση της αστυνομίας ως μισητό όργανο της κρατικής βίας, αλλά μάς κάνει επίσης να στραφούμε στην διευρυμένη, αρχική, ιδέα τής αστυνομίας. Σε απάντηση στην τρέχουσα έξαρση της ιατρικής αστυνομίας, μπορεί η τραχύτητα του «Fuck the Police!» να υποδείξει και μια απόρριψη της βίας της διοίκησης (η ιδέα της αστυνομίας κατά την «κοινή λογική») και μια προτροπή για την κατάργηση της τάξης πραγμάτων του Κεφαλαίου την οποία συνιστά η αστυνόμευση (η διευρυμένη ιδέα της αστυνομίας); Μπορεί το «Fuck the Police!» να χρησιμεύσει ως μια τρανταχτή υπενθύμιση να σκοτώσουμε τον μπάτσο που έχουμε μέσα στο κεφάλι μας και να απορρίψουμε την αστυνομική πολιτική του αστικού πολιτισμού; Για να το κάνουμε αυτό, σημαίνει ότι αποφεύγουμε την σαγήνη της πρόζας της ειρήνευσης (pacification) και τον πειρασμό να παγιδευτούμε στο παιχνίδι του ρεαλιστικού λόγου ο οποίος παρακινεί τις επιχειρήσεις του κρατικού μηχανισμού7. Το να πούμε «Fuck the Police!» είναι μια υπενθύμιση να αντισταθούμε στο να γίνουμε μπάτσοι, είτε στο όνομα του νόμου και της τάξης είτε στο όνομα της ασφάλειας ή ακόμη στο όνομα της υγειονομικής ασφάλειας. Σημαίνει να αντιμετωπίσουμε με νηφαλιότητα τον στρατηγικό προσανατολισμό του κράτους και την δυναμική των σημερινών αστυνομο–πολέμων της συσσώρευσης.
Για αρχή, η ιατρική αστυνόμευση της κρίσης έχει αποκαλύψει σε όλη της την δόξα την πανταχού και άμορφη φύση της αστυνομικής εξουσίας. Η κοινή φράση όσων τους σταματoύσε η αστυνομία και τους ζητούσε τον λόγο τής εξόδου από το σπίτι τους ήταν ότι οι λόγοι για τον αστυνομικό έλεγχο δεν έχουν ξεκαθαριστεί απόλυτα και ότι τέτοιοι έλεγχοι δεν επιβάλλονται δίκαια ή ισότιμα. Αυτό με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι είναι η μυστική εξουσία (authority), γνωστή ως διακριτική ευχέρεια της αστυνομίας, και αυτό που απαίτησαν είναι ο νόμος να γίνει πιο ξεκάθαρος, έτσι ώστε να μην υπάρχει περιθώριο για αυτήν την διακριτική ευχέρεια. Η κριτική θεωρία της αστυνομικής εξουσίας έχει επί μακρόν ισχυριστεί ότι η διακριτική ευχέρεια είναι το sine qua non της αστυνόμευσης. Όπως θα συμφωνήσουν πολυάριθμα μέλη καταπιεζόμενων κοινωνικών ομάδων και πολιτικών κινημάτων σε όλο τον κόσμο, η ανεκτικότητα του νόμου γύρω από τον αστυνομικό έλεγχο (το να περπατάς πολύ γρήγορα ή πολύ αργά ή το να μην περπατάς καθόλου, όλα αυτά μπορούν να στοιχειοθετήσουν την βάση για έναν έλεγχο) δείχνει ότι οι έλεγχοι έχουν πάντα χρησιμοποιηθεί άδικα και έχουν πάντα καταλήξει σε άνιση μεταχείριση. Τώρα που τα μέλη της λευκής αστικής τάξης βιώνουν την ίδια αστυνομική εξουσία (αν και καθόλου στον ίδιο βαθμό), τα παράπονα ενάντια σε αυτήν την εξουσία ακούγονται ολούθε στα κατεστημένα ΜΜΕ. Αυτό που έχει φέρει την αστυνομική εξουσία στο επίκεντρο είναι ακριβώς η απότομη αύξηση της ιατρικής αστυνόμευσης για να περιοριστεί η πανδημία. Ενώ κάποτε οι αστυνομικοί ίσως να είχαν σταματήσει ορισμένους τύπους ανθρώπων από το να μαζευτούν στον δρόμο για να μιλήσουν, χρησιμοποιώντας την εξουσία της διακριτικής ευχέρειας με σκοπό να τους ανακρίνουν επί τη βάσει οποιουδήποτε λόγου είχαν επιλέξει εκείνη τη στιγμή («υποψία»), τώρα οι αστυνομικοί σταματούν άλλους τύπους ανθρώπων επί τη βάσει ιατρικών λόγων και για λόγους υγειονομικής ασφάλειας. Παρόλα αυτά, οι ξεδιάντροπες φυλετικές και ταξικές ανισότητες παραμένουν. Φαίνονται με μεγαλύτερη σαφήνεια στους τρόπους με τους οποίους η διακριτική ευχέρεια της ιατρικής αστυνομίας διασταυρώνεται με και αναπαράγει την εφαρμογή τής εξουσίας της διακριτικής ευχέρειας σε άλλα πεδία της δημόσιας πολιτικής.
Το ότι οι πρακτικές της ιατρικής αστυνομίας κλιμακώθηκαν κατά τη διάρκεια του λοκνταουν είναι ένα σημάδι για ό,τι μπορεί να αντιμετωπίσουμε, όταν το λοκνταουν ελαττωθεί, μέσα σε αυτό που θα γίνει η νέα «κανονικότητα». Για παράδειγμα, πολλά έχουν επιτευχθεί από τα σχέδια επανεκκίνησης του μηχανισμού συσσώρευσης παγκοσμίως. Η Κίνα έχει λανσάρει ένα νέο λογισμικό (το «Health Code») που αναλυεί τα δεδομένα χρήσης από εφαρμογές πληρωμής μέσω κινητού και από εφαρμογές κοινωνικών δικτύων για να κατατάξει με χρωματική κατηγοριοποίηση τον κάθε χρήστη ανάλογα με τον σχετικό κίνδυνο/απειλή που αποτελεί. Το Χονγκ Κονγκ επιβάλλει καραντίνες με βραχιόλια παρακολούθησης τα οποία είναι συγχρονισμένα με έξυπνα τηλέφωνα. Η Νότια Κορέα συνδύασε δεδομένα από κάμερες κλειστού κυκλώματος, από εφαρμογές πληρωμών και από έξυπνα κινητά τηλέφωνα για να ανιχνεύσει τα βήματα μολυσμένων ατόμων· πρόκειται για το ίδιο σύστημα παρακολούθησης που επέτρεψε στη Νότια Κορέα να αποτελέσει παράδειγμα «εξομάλυνσης της καμπύλης» (curve-flattening). Ομοίως, νέα μέτρα προηγμένης παρακολούθησης περιλαμβάνουν κάμερες αναγνώρισης προσώπου, οι οποίες είναι εξοπλισμένες με αισθητήρες θερμότητας. Η αστυνομία στην Κίνα, την Ιταλία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα είναι ήδη εξοπλισμένη με «έξυπνα κράνη», τα οποία είναι ικανά να ανιχνεύουν την θερμοκρασία του σώματος, πέρα από την ικανότητα αναγνώρισης προσώπου, αριθμού πινακίδων και ανάγνωσης QR κωδικών.
Αντιμέτωποι με τον ιό και τις προτάσεις για την διεξαγωγή τεστ, οι υπέρμαχοι των πολιτικών ελευθεριών πασχίζουν να διαμορφώσουν μια απάντηση. Είναι σίγουρα ανεύθυνο να καταδικάζουμε μια τέτοια καλοπροαίρετη παρακολούθηση στο όνομα της δημόσιας υγείας; Είναι η πώληση των ψηφιακών μας ψυχών στο κράτος σίγουρα το τίμημα που πρέπει να πληρώσουμε για την ανάκτηση των ελευθεριών μας και τη διατήρηση της υγείας μας; ακόμη και εκείνοι που ήταν γνωστοί στο παρελθόν για την εκστρατεία τους υπέρ της προστασίας της ιδιωτικότητας, τώρα τάσσονται υπέρ ενός μαζικού προγράμματος παρακολούθησης για την καταπολέμηση του ιού: άραγε, πόσες φορές θα διαβάσουμε την αράδα: «Είμαι υπέρμαχος της ιδιωτικότητας και αγωνίστηκα ενάντια στην παρακολούθηση, αλλά τώρα και στο το όνομα της υγείας…»;
Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι υπέρμαχοι των πολιτικών ελευθεριών είναι σαστισμένοι. Όλη η πολιτική τους βασίζεται στη θεμελιώδη φιλελεύθερη πεποίθηση ότι μπορούμε και πρέπει να ζούμε ατομοποιημένες ζωές· ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη συγκέντρωση ιδιωτών. Αλλά, η «ιδιωτικότητα» είναι ένα συγκεκριμένο επιχείρημα που διατυπώνεται μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Η ιδιωτικότητα δεν έχει καμία ουσιαστική σημασία. Αυτή είναι μια παραχώρηση που έκανε το εδραιωμένο διοικητικό κράτος στο «το κοινό»· είναι ένα μεταβαλλόμενο όριο με επικαθορισμούς που τίθενται και επανατίθενται από το κράτος. Η ιδιωτικότητα είναι ένα εργαλείο ρυθμιστικού ελέγχου, όχι αντίστασης. Και, καταλυτικό σε αυτόν τον ρυθμιστικό έλεγχο είναι οι πληροφορίες. Ο ιός, όμως, απεκάλυψε κάτι που είναι εγγενές στην ιατρική αστυνομία από τότε που η ζωή επαναπροσδιορίστηκε ως πληροφορία και το σώμα ως πληροφοριακή τεχνολογία: το ότι ο οργανισμός είναι ο τόπος της ασθένειας και, ταυτόχρονα, ότι οι πληροφορίες δημιουργούν την δυνατότητα της αστυνόμευσής του μέσω των ίδιων αυτών πληροφοριών. Το γεγονός αυτό επιτρέπει σε οποιαδήποτε εξουσία (authority), που μπορεί να διεκδικήσει δίκαια την πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες (εργοδότες, εταιρείες πιστωτικών καρτών, ασφαλιστικές εταιρείες, όπως και το κράτος) να παρακολουθεί συνεχώς τις βιοχημικές διαδικασίες του οργανισμού και να διαμορφώνει τη συμπεριφορά του ατόμου. Το ζήτημα εδώ δεν είναι το γεγονός της παρακολούθησης ή της παραβίασης της ιδιωτικότητας, αλλά ο σχηματισμός του ειρηνοποιημένου υποκειμένου. Το ζήτημα, με άλλα λόγια, δεν είναι η παρακολούθηση, αλλά οι τρόποι με τους οποίους η αστυνομική εξουσία δημιουργεί μορφές υποκειμενικότητας και υποταγής.
Η όλη επωδός της «ιδιωτικότητας» και της «παρακολούθησης» στρέφει την προσοχή μας στο λάθος πράγμα: επικεντρώνεται στην αστυνόμευση των υγειονομικών πληροφοριών, ενώ αντίθετα η αστυνομία της υγείας είναι αυτό που αποτελεί το πιο πιεστικό ζήτημα. Από αυτήν την άποψη, η πρόταση πολλών χωρών για Διαβατήρια Ανοσίας είναι δηλωτική.
Αν και οι επιδημιολόγοι αμφισβητούν την αποτελεσματικότητά τους, τα Διαβατήρια Ανοσίας μπορεί κάλλιστα να καταλήξουν να είναι η νέα κανονικότητα. Ήδη, το Health Code της Κίνας λειτουργεί ως ένα de facto Διαβατήριο Ανοσίας, αν και είναι βασισμένο σε ανάλυση δεδομένων και όχι σε τεστ αντισωμάτων. Η Χιλή έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα Κάρτας Ανοσίας τον Απρίλιο. Τον Μάϊο, η Εσθονία ξεκίνησε να δοκιμάζει πιλοτικά τα ψηφιακά Διαβατήρια Ανοσίας για επιχειρήσεις. Στο τρέχον διάστημα, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιταλία, η Γερμανία, η Πορτογαλία, η Γαλλία, η Ινδία, η Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Σουηδία, η Ισπανία, η Νότια Αφρική, το Μεξικό, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ολλανδία αναπτύσσουν εκδοχές του Διαβατηρίου Ανοσίας.
Τα πάντα σχετικά με το Διαβατήριο Ανοσίας ξεφεύγουν από τις εύκολες κριτικές που διατυπώνουν όσοι επικεντρώνονται στην ιδιωτικότητα και την παρακολούθηση. Αντίθετα, το Διαβατήριο Ανοσίας μάς πηγαίνει στον πυρήνα της ιατρικής αστυνομίας. Τα διαβατήρια ήταν πάντα μια έκφραση της εξουσίας: η χορήγηση άδειας ταξιδιού από τον κυρίαρχο που αναδιπλασιάζεται ως έγγραφο μιας bona fide ιδιότητας του πολίτη. Ένα διαβατήριο μπορεί να απορριφθεί, να ακυρωθεί ή να κατασχεθεί από την αστυνομία. Το Διαβατήριο Ανοσίας (ή «CoviPass») θα είναι ένα νέο έγγραφο της κρατικής και της εταιρικής εξουσίας, επιτρέποντας στον κάτοχό του να συνεχίσει να κάνει ό,τι είναι αυτό που κάνει μέσα στην αγορά. Όπως θα επιβεβαιώσουν γενιές φυλετικά κατηγοριοποιημένων μεταναστών, μόνο εάν έχεις το διαβατήριο ή το πιστοποιητικό μπορείς να συμμετάσχεις απόλυτα στην κοινωνία.
Το Διαβατήριο Ανοσίας θα είναι μια νέα μορφή ειρήνευσης: δίνει την δυνατότητα στο κράτος να ανακηρύσσει όχι μόνο το ποιος επιτρέπεται (ή δεν επιτρέπεται) να εργαστεί και να πραγματοποιεί αγοραπωλησίες — όπως ξεκαθαρίζει η ιστοσελίδα CoviPass.com, η κύρια αποστολή του είναι ένα «άκρη–προς–άκρη πρωτόκολλο ασφαλής επιστροφής στην εργασία»· αλλά, επιτρέπει επίσης στο κράτος να αποφασίσει ποιος μπορεί να πιει ένα ποτό μαζί με τους φίλους του, να πάει σε έναν αθλητικό αγώνα, να κοινωνικοποιηθεί. Πρώτα η εργασία, έπειτα η ζωή. Το γεγονός ότι καμία απολύτως ανοσία δεν μπορεί ποτέ να εξασφαλιστεί από το Διαβατήριο, αφού δεν γνωρίζουμε καθόλου εάν οι άνθρωποι έχουν στα αλήθεια «ανοσία», αποκαλύπτει την απελπισία του κράτους για να ανακοινώσει ότι το κεφάλαιο ξαναπιάνει δουλειά και να εξασφαλίσει ότι θα συνεχίσει έτσι. Ένα Διαβατήριο Ανοσίας θα είναι λοιπόν ένα έγγραφο μιας bona fide ικανότητας να είσαι ένας καλός πολίτης. Θα αποτελεί ένα «πιστοποιητικό υγείας» και μια «άδεια εργασίας» σε ένα και μοναδικό έγγραφο. Θα είναι το απόλυτο έγγραφο της ιατρικής αστυνομίας.
Το 1788, ο Γενικός Διευθυντής της Δημόσιας Υγείας της Λομβαρδίας, ο Johann Peter Frank, παρουσίασε τον τέταρτο τόμο του έργου του System of Complete Medical Police ανακοινώνοντας ότι η ιατρική αστυνομία ασχολείται με «την εργασία, τη ζωή και την υγεία των πολιτών». Βρίσκουμε μια παρόμοια πρόταση κυριολεκτικά σε κάθε κείμενο της επιστήμης της αστυνομίας. Πρόκειται για την ίδια την ζωή, αυτή είναι το αντικείμενο της αστυνομίας. Το σχόλιο του Frank είναι μια υπενθύμιση ότι, για την αστυνομία, η ζωή είναι εκεί όπου η «εργασία» και η «υγεία» συναντιούνται. Μερικά μόνο χρόνια αργότερα, στο έργο του Science of Rights, ο φιλόσοφος Johann Gottlieb Fichte πρότεινε ότι η πρώτιστη αρχή της καλορυθμισμένης αστυνομίας είναι το ότι «κάθε πολίτης πρέπει σε κάθε στιγμή και μέρος . . . να αναγνωρίζεται ως το τάδε ή το δείνα πρόσωπο». Για να είναι η αστυνομία σε θέση να αναγνωρίσει ένα πρόσωπο, καθένας θα πρέπει να φέρει μαζί του ένα «πιστοποιητικό» ή ακόμη και κάτι που μπορεί να ονομαστεί «πάσο». Σε αυτό θα συμπεριλαμβανόταν η περιγραφή της εξωτερικής εμφάνισης του ατόμου και ίσως ακόμη να περιείχε μια προσωπογραφία του. Η αστυνομία θα είχε έτσι την εξουσία να ζητήσει από τον οποιονδήποτε το «πάσο» του. Το ενδιαφέρον του Fichte είχε να κάνει με την ταυτοποίηση και άρα με την ταυτότητα. Η αστυνομία πρέπει να είναι σε θέση είτε να γνωρίζει ποιος είσαι είτε να σου ζητήσει να αποκαλύψεις ποιος είσαι: «Δείξε μου την αστυνομική σου ταυτότητα!». Πολλοί ήταν διστακτικοί απέναντι στην πρόταση του Fichte για ένα τέτοιο «πάσο» με σκοπό την βελτίωση της αστυνομίας, δηλαδή ό,τι εκείνος περιέγραψε ξεκάθαρα ως το «αστυνομικό κράτος». ακόμη και ο Hegel θεωρούσε ότι η ιδέα του ήταν ένα υπερβολικό αστυνομικό μέτρο. Παρόλα αυτά, η πρόταση του Fichte είναι σήμερα ο κανόνας.
Το Διαβατήριο Ανοσίας πηγαίνει ένα βήμα πιο μακριά. Με αυτόν τον τρόπο, ένα τέτοιο διαβατήριο μπορεί κάλλιστα να καταλήξει να είναι η επιτομή της ιατρικής αστυνομίας: η εξουσία να απαιτείται ένα πιστοποιητικό υγείας και εξίσου μια ταυτότητα: «Δείξε μου την Υγειονομική Αστυνομική σου Ταυτότητα!». Αυτό θα είναι μια εφαρμογή της αστυνομικής εξουσίας για να διασφαλιστεί ότι ο κόσμος παραμένει ανοιχτός, κυρίως και πρώτιστα, μόνο σε όσους έχουν ανακηρυχθεί «υγιείς» και, άρα, κατάλληλοι για εργασία. Το Διαβατήριο Ανοσίας θα είναι η επιτομή της υγειονομικής ασφάλειας.
Η υπέρτατη έννοια της αστικής κοινωνίας
Υγειονομική ασφάλεια, λοιπόν; Όπως έχουμε ήδη σχολιάσει, ένα μεγάλο μέρος της αριστεράς είναι διστακτικό απέναντι στην χρήση της γλώσσας του πολέμου για να περιγράψει αυτήν την πανδημία. «Η χώρα μας βρίσκεται σε πόλεμο», «ο κόσμος βρίσκεται σε πόλεμο», «αόρατος εχθρός», «κυβέρνηση σε περίοδο πολέμου», «Πρόεδρος σε περίοδο πολέμου», «το ιατρικό προσωπικό εργάζεται στην πρώτη γραμμή», «ο καθένας και όλοι μας να καταταχθούμε άμεσα», «μια πολεμική οικονομία του κορωνοϊου», ή ένας υγειονομικός πόλεμος, για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Προέδρου Μακρόν. Συμβαίνει ξανά και ξανά· και, ξανά και ξανά, η αριστερά επιμένει ότι η γλώσσα του πολέμου είναι ακατάλληλη. Ίσως είναι. Αλλά, η γλώσσα του πολέμου και της υγείας συμπίπτουν τουλάχιστον από την έναρξη του «πολέμου των μικροβίων», της θεωρίας της ασθένειας στα μέσα του 19ου αιώνα. Υπάρχουν σίγουρα χρησιμότερα επιχειρήματα για να διατυπώνει η αριστερά, σχεδόν 200 χρόνια αργότερα; Σήμερα, η ιδέα του ιού ως υγειονομικού πολέμου σίγουρα ταιριάζει άνετα με δύο τάσεις της πολεμικής επιθετικότητας του 21ου αιώνα: αφενός, η ιδέα ότι «ένας νέος και θανάσιμος ιός έχει ανακύψει: ο ιός της τρομοκρατίας» (όπως το έθεσε ο Tony Blair σε μια ομιλία του στο Αμερικανικό Κογκρέσο τον Ιούλιο του 2003, και διόλου δεν ήταν ο μόνος που το σκεφτόταν αυτό), και, αφετέρου, το γεγονός ότι τώρα οι επιστήμονες για να περιγράψουν τους ιούς καταφεύγουν συνήθως στην γλώσσα των σπουδών τρομοκρατίας (για παράδειγμα, η λέξη «βιοτρομοκρατία»). Ως μια ένδειξη για το που οδεύει αυτή η σχέση, ας σημειωθεί ότι το Κοινό Κέντρο Βιοασφάλειας (ΚΚΒ) του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο ιδρύθηκε με σκοπό να συλλέγει και να αναλύει δεδομένα σχετικά με τα ποσοστά μόλυνσης, να αναγνωρίζει τοπικές εξάρσεις και να προτείνει κατάλληλες αποκρίσεις, πρόκειται να το αναλάβει ένας ανώτερος αξιωματούχος της αντιτρομοκρατικής που θα ακολουθήσει το πρότυπο του Κοινού Κέντρου Ανάλυσης της Τρομοκρατίας και θα χρησιμοποιήσει ένα πρότυπο «επιπέδων απειλής» προσαρμοσμένο από τις ίδιες τεχνικές που χρησιμοποιούνται για να εκτιμηθούν οι τρομοκρατικές απειλές. Ωστόσο, το πραγματικό ζήτημα που αναδύεται από αυτό το συνδυασμένο επιχείρημα (η τρομοκρατία είναι ένας ιός και οι ιοί είναι ένα είδος τρομοκρατίας) είναι ότι θα πρέπει να σκεφτόμαστε λιγότερο την ρητορική του πολέμου και περισσότερο την ρητορική της ασφάλειας. Οι περιγραφές των ιών διαβάζονται σαν να έχουν γραφτεί από θεωρητικούς της ασφάλειας, και οι περιγραφές της τρομοκρατίας διαβάζονται σαν να έχουν γραφτεί από ιολόγους. Και αυτό που εντυπώνεται στο μυαλό μας είναι μια ιδέα: η υγειονομική ασφάλεια. Συνεπώς, από την αριστερά απαιτούνται επιχειρήματα που είναι κατά πολύ πιο εκλεπτυσμένα από μια ειρηνευτική έκκληση για λιγότερη χρήση της γλώσσας του πολέμου.
Ο Μαρξ επεσήμανε εδώ και πολύ καιρό ότι η «ασφάλεια» είναι η υπέρτατη έννοια της αστικής κοινωνίας και γι ‘αυτό συμπίπτει με την έννοια της αστυνομίας. Είναι ξεκάθαρο ότι μια αριστερή πολιτική πρέπει να περιλαμβάνει μια κριτική τής ασφάλειας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του Μαρξ, και εμείς οι ίδιοι ακολουθήσαμε αυτό το σκεπτικό σε άλλες δημοσιεύσεις. Ένας λόγος που πολλοί άνθρωποι στην αριστερά βρίσκουν την ιδέα μιας κριτικής της ασφάλειας τόσο προβληματική είναι επειδή θέλουν να διατηρήσουν κάτι θετικό στην ιδέα της ασφάλειας, μια πιο ήπια και προσωποκεντρική ιδέα της ασφάλειας. Η «υγειονομική ασφάλεια» φαίνεται να είναι μια τέτοια ιδέα. Η κεντρική θέση της «υγείας» στα νέα μέτρα «παρακολούθησης» είναι ο λόγος που έχουν σαστίσει τόσοι πολλοί υπέρμαχοι των πολιτικών ελευθεριών και ριζοσπάστες. Είμαστε αντιμέτωποι, λοιπόν, με την πολεμική εξουσία και την αστυνομική εξουσία που συμπήγνυνται γύρω από την ιδέα της υγειονομικής ασφάλειας. Η υγεία και η ασφάλεια συμπίπτουν για να ενισχύσουν την εξουσία της ιατρικής αστυνομίας. Αυτός ακριβώς είναι, ωστόσο, ένας από τους τρόπους που η «ασφάλεια» και η «αστυνομία» ενισχύουν την εξουσία τους, δηλαδή μέσω φαινομενικά ηπιώτερων και φαινομενικά προσωποκεντρικών πρακτικών που σχετίζονται με πράγματα όπως η υγεία. Η ειρήνευση είναι πιο επιτυχημένη όσο περισσότερο υλοποείται στο όνομα της ίδιας της ζωής. Κατά την άποψή μας, όμως, η υγειονομική ασφάλεια και η ιατρική αστυνομία συμπίπτουν.
Το πώς ακριβώς μπορούμε να αναπτύξουμε και να διαμορφώσουμε την δική μας συλλογική έποψη για την υγεία, χωρίς να υποκύψουμε στην «υγειονομική ασφάλεια» και την «ιατρική αστυνομία», θα καταλήξει να είναι ένα από τα πιο πιεστικά ερωτήματα για το άμεσο μέλλον, κυρίως επειδή σε μια κοινωνία που βρίθει από τρόμους, ο τρόμος της ασθένειας είναι από τους μεγαλύτερους. Αυτός είναι ο λόγος που η «υγειονομική ασφάλεια» δεν γίνεται τόσο εύκολα αντικείμενο αμφισβήτησης. Αλλά, πρέπει να την αμφισβητήσουμε. Και ενώ αναγνωρίζουμε ότι κάποια μορφή κοινωνικής ιατρικής είναι καλύτερη από την ιδιωτική ασφάλιση που απευθύνεται σε λίγους, το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο από την δομή του «συστήματος υγείας».
Από αυτήν την άποψη, θα ήταν καλό να επανεξετάσουμε την κριτική της «υγείας» ως μια κατηγορία η οποία έγινε τόσο τραχιά στους παλαιότερους κοινωνικούς αγώνες: από το Mirage of Health (1959) του Renι Dubos έως το Ιατρική Νέμεσις (1979) του Ivan Illich, το Second Sickness (1983) του Howard Waitzkin, και, φυσικά, μερικά από τα έργα του Foucault στα μέσα της δεκαετίας του 1970 σχετικά με την «επένδυση» σε ένα υγιές σώμα που μας ζητάει να κάνουμε το κεφάλαιο. Μεγάλο μέρος αυτής της εργογραφίας για την υγεία ήταν τόσο επιδραστικό όσο ήταν και η ριζοσπαστική εργογραφία εκείνης της εποχής για τις φυλακές και τα άσυλα, και η οποία συμπεριλάμβανε μια εξίσου δριμεία κριτική: «η υγεία είναι μια εξολοκλήρου αστική έννοια», σχολίασε η Σοσιαλιστική Συλλογικότητα Ασθενών του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης στο Turn Illness into a Weapon (1972)8. Στις συνθήκες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, το να κηρυχθείς υγιείς δεν σημαίνει τίποτα άλλο από το να κηρυχθείς «κατάλληλος για εργασία», δηλαδή το ίδιο πράγμα για το οποίο θεσπίστηκε εξαρχής η αστυνομική εξουσία. Ο λόγος για τον οποίο η «ασθένεια» έχει πάντα ηθικές και πολιτικές, όπως και ιατρικές, επιπτώσεις (ασθένεια και α–σθένεια) είναι επειδή ομοίως η «υγεία» έχει ηθικές και πολιτικές επιπτώσεις. Εάν η υγεία είναι μια θεατρική παράσταση βάσει ενός κοινωνικού σεναρίου, όπως ο Illich το έθεσε στο Ιατρική Νέμεσις, τότε αυτό το σενάριο γράφεται για εμάς από το κεφάλαιο. Από το σενάριο είναι ξεγραμμένοι εκείνοι τους οποίους το κεφάλαιο και το κράτος διατίθονται σαφώς να θυσιάσουν στον ιό: οι ηλικιωμένοι και όσοι είναι σε γηροκομεία, σε φυλακές και σε άσυλα, και εκείνες οι δυσανάλογα φυλετικές και εθνοτικές μειονότητες που καθίστανται «ευάλωτες» εξαιτίας «υποκείμενων προβλημάτων υγείας». Είναι η διακριτική ευχέρεια της αστυνομικής εξουσίας, η οποία συμπυκνώνεται στις κοινωνικές σχέσεις. Όπως θα έλεγε ο Πουλατζάς, είναι η υλικότητα του κράτους και ο στρατηγικός προσανατολισμός του προς τις ανάγκες του κεφαλαίου που εκφράζονται στο γηροκομείο ως νεκροτομείο.
Επομένως, πρέπει εμφατικά να απορρίψουμε την αστυνομική πολιτική που συνοδεύει τον κτητικό ατομικισμό της αστικής τάξης πραγμάτων. Επιπλέον, πρέπει εμφατικά να απορρίψουμε τα τετριμμένα σχόλια του λόγου περί «βιοπολιτικής» και «ιδιωτικότητας». Αυτό στο οποίο παλεύουμε ενάντια είναι η ιατρική αστυνομία που διεξάγεται στο όνομα της υγειονομικής ασφάλειας. Ενάντια στην ιατρική αστυνομία, χρειάζεται να διεκδικήσουμε μια διαχυτική αλληλεγγύη που δεν υποκύπτει ούτε στην ιατρική αστυνομία ούτε στην υγειονομική ασφάλεια. Σημαίνει να μάθουμε και να καταλάβουμε πώς να φροντίζουμε — μυαλό και σώμα, ευθραυστότητα και απόλαυση — ο ένας τον άλλον. Και σημαίνει ότι το κάνουμε αυτό χωρίς να υποκύψουμε στην ιδέα περί του ότι τα σώματά μας βρίσκονται πάντα ήδη σε πόλεμο· χωρίς να υποκύψουμε στην αστική έννοια της ασθένειας· και χωρίς να νομίζουμε ότι η ευημερία είναι κάτι που χρειάζεται είτε πολιτικικοποίηση είτε ασφάλεια. Όλα αυτά αποτελούν μια πρόκληση, η οποία απαιτεί μια θετική πολιτική ριζωμένη σε μια θεώρηση των ανθρώπινων αναγκών που δεν προσπαθεί μόνο να ικανοποιήσει αυτές τις ανάγκες, αλλά χτίζει την δυναμική προς την μετάβαση των συστημάτων. Αυτό ακριβώς έχει εκφραστεί στην εξέγερση του George Floyd: μια εμφατική απόρριψη — για άλλη μια φορά, Fuck the Police! — συνδυασμένη με μια διαχυτική αλληλεγγύη που προσανατολίζεται στην οικοδόμηση ενός νέου κόσμου: αποχρηματοδότηση, κατάργηση και, εντούτοις, αφιέρωση στην φροντίδα και τις ανάγκες.
Το αντίθετο της αστυνομίας είναι τα κοινά· ένα γεγονός που είναι αρκετά έκδηλο στα πρώϊμα γραπτά περί αστυνομίας. Χρειαζόμαστε ίσως, ως μέρος του νέου αγώνα ενάντια στην αστυνομική εξουσία, να αρθρώσουμε επιπλέον νέα κοινά (της υγείας) ενάντια στην (ιατρική) εξουσία; Από μια άποψη, η πανδημία έχει θέσει ήδη ένα μέρος αυτής της εργασίας ως ύψιστη προτεραιότητα, μαζί με τις ad hoc προσπάθειες για αλληλοβοήθεια. Τέτοιες προσπάθειες έχουν αλληλοεπικαλυφθεί από τις διαδηλώσεις ενάντια στην αστυνομία, οι οποίες ξεπετάχτηκαν από την Εξέγερση του George Floyd, και είναι το τρομακτικό φάντασμα που στοιχειώνει την αστική φαντασία: το φάντασμα των κοινών, του «κομμουνισμού»· το φάντασμα μιας μη αστυνομευόμενης τάξης πραγμάτων, ενός κόσμου πέρα από την αστυνομία. Εάν αυτοί οι αγώνες ενάντια στην αστυνόμευση, υπό οποιαδήποτε μορφή της, μπορούν να αναπτυχθούν σε ένα διαρκές πλάνο για την οικοδόμηση ενός αντικαπιταλιστικού κόσμου, μένει να το δούμε. Δεν είναι ακόμη σαφές με ποιόν τρόπο μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από τις αμυντικές προσπάθειες περιορισμού των χειρότερων κακών της αστυνομίας (ιατρικής ή άλλου είδους). Και, από αυτήν την άποψη, η πρόκληση της κατάργησης τής αστυνομίας προκαλεί αμφότερα θαυμασμό και τρόμο. Άραγε, θα παράξουν οι λαϊκές απαντήσεις στην πανδημία νέες μορφές αλληλεγγύης και θεσμούς ικανούς να φροντίζουν για την «δημόσια υγεία», με τέτοιο τρόπο ώστε οι «κανονικές» πανδημίες της εποχής μας (εθισμός, αυτοκτονία, κατάθλιψη) να λάβουν τον ίδιο βαθμό συλλογικής προσοχής με την «εξαιρετική» πανδημία; Άραγε, θα κατευναστεί η εξέγερση από την μείωση της χρηματοδότησης της οπλισμένης ένστολης αστυνομίας, παρά μόνο για να δοθεί αυτή η χρηματοδότηση στην «ηπιότερη εξουσία» της κοινωνικής αστυνομίας; Ή το ρήγμα θα είναι βαθύτερο;
Η νέα συγκυρία της πανδημίας και της οικονομικής ύφεσης προσφέρει νέες δυνατότητες. Αντιμέτωποι με μια χρονική στιγμή που είναι αμφότερα θαυμαστή και τρομακτική, πρέπει να αντισταθούμε στην σαγήνη της ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της «υγειονομικής ασφάλειας». Προσέξτε: ιατρική αστυνομία. Αναδημιουργήστε τα κοινά.
Σημειώσεις
*Δημοσιεύθηκε αρχικά στο Radical Philosophy 2.08 (Autumn 2020).
1Ben Tarnoff, ‘These Are Conditions in Which Revolution Becomes Thinkable’, Commune, 7 April 2020.
2Mark Neocleous, War Power, Police Power (Edinburgh: Edinburgh University Press, 2014), 53–74.
3Mark Neocleous, A Critical Theory of Police Power (London: Verso, 2021).
4Bλ. την συλλογή «Coronavirus and Philosophers», European Journal of Psychoanalysis, καμία ημερομηνία, με ένα χωρίο από το Επιτήρηση και Τιμωρία του Foucault που συνοδεύεται με συνεισφορές από τους Agamben, Nancy, Esposito, και άλλους. Παρομοίως: Γεράσιμος Κακολύρης «A Foucauldian Enquiry in the Origins of the COVID-19 Pandemic», Critical Legal Thinking, 11 Μαΐου, 2020.
5Παναγιώτης Σωτήρης, ‘Against Agamben: Is a Democratic Biopolitics Possible?’, Viewpoint Magazine, 20 Μαρτίου 2020.
6Alberto Toscano, ‘Beyond the Plague State’, The Bullet, 14 May 2020.
7Brendan McQuade, Pacifying the Homeland: Intelligence Fusion και Mass Supervision (Oakland, CA: University of California Press, 2019)
8SPK [Socialist Patients Collective of the University of Heidelberg], Turn Illness into a Weapon (1972), trans. Huber (SPK, 1993), 15.
Πηγή: shadesmagazine
Leave a Reply