«Τη στιγμή που η Γερμανία και ο Ναζισμός συντρίβονταν, τη στιγμή που επιτέλους εδραιωνόταν η νίκη των Συμμαχικών στρατευμάτων και μόλις ένα μήνα πριν την οριστική κατάρρευσή του, ο Χίτλερ δήλωνε βέβαιος ότι θα νικήσει. Φυσικά, οι πάντες γέλασαν και τον θεώρησαν τρελό, γιατί ήταν πια ολοφάνερο πως τίποτα δεν μπορούσε να σώσει τη Γερμανία. Σήμερα, που το πράγμα έληξε, κανείς δεν το θυμάται αυτό. Μήπως όμως θα έπρεπε επιτέλους, ακόμα και τώρα, να φανούμε πιο προσεκτικοί και να πάρουμε στα σοβαρά τα λόγια του;
Όταν το 1938 ο Χίτλερ εκτόξευε απειλές, εμείς λέγαμε “απλώς εκβιάζει”. Όταν τον Ιανουάριο του 1940 δήλωνε πως τον Ιούλιο θα παρήλαυνε στο Παρίσι, εμείς είπαμε ότι “του αρέσουν τα μεγάλα λόγια”. Μήπως τον είχαμε πάρει στα σοβαρά, όταν το 1938 δήλωνε ότι θα εισβάλει στη Ρουμανία και την Ουκρανία; Κι όμως, αν είχαμε πάρει στα σοβαρά το Mein Kampf, αν το είχαμε δει σαν ένα σχέδιο δράσης και όχι σαν ένα σκέτο εκλογικό πρόγραμμα που ποτέ δεν θα εφαρμοζόταν (όπως σκεφτόμαστε για τα προγράμματα των πολιτικών μας), τότε θα είχαμε ίσως πάρει τις αναγκαίες προφυλάξεις. Διότι ο Χίτλερ έκανε πράξη όλα όσα είχε αναγγείλει στο Mein Kampf: τους στόχους, τις μεθόδους και τα αποτελέσματα. Ακόμα κι αν δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει το σχέδιό του, ήταν πλήρως αποφασισμένος να το κάνει. Όσα είπε, τα έκανε. Είναι λοιπόν δυνατό να μην παίρνουμε στα σοβαρά τα συνθήματά του, τα οποία διακήρυσσε ακόμα και τη στιγμή που γνώριζε καλά πως οι στρατιές του είχαν ηττηθεί;
Αν προσέξουμε τις διακηρύξεις του, θα δούμε ότι δεν τον απασχολούσε να νικήσει η σύγχρονη Γερμανία, ούτε τον ένοιαζε μια στρατιωτική νίκη και μόνο. Αυτό που ήθελε, ήταν να νικήσει ο Ναζισμός και η “αιώνια Γερμανία”. Με άλλα λόγια, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν ουσιαστικά μια πολιτική νίκη. Και σε αυτό το πεδίο δεν είναι η πρώτη φορά που ο ηττημένος στρατιωτικά, μπορεί στο τέλος να νικήσει πολιτικά το νικητή του. Για παράδειγμα, οι δυνάμεις της (γαλλικής) Επανάστασης και της (ναπολεόντειας) Αυτοκρατορίας ηττήθηκαν μεν, αλλά έφεραν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη την ιδέα της Δημοκρατίας κι ένα αίσθημα ελευθερίας, που τη θριαμβευτική προέλασή του δεν μπόρεσε κανείς να ανακόψει σ’ ολόκληρο το 19ο αιώνα.
Τι βλέπουμε λοιπόν σήμερα;
Πρώτα-πρώτα, ο Χίτλερ κήρυξε τον ολικό πόλεμο∙ μάλιστα, κάτι πολύ χειρότερο, την ολική σφαγή. Γνωρίζουμε λοιπόν τους κανόνες ενός τέτοιου πολέμου: πρέπει οι πάντες να εμπλακούν σε αυτόν τον ολικό πόλεμο, δηλαδή σ’ ένα πόλεμο εξόντωσης ακόμα και των αμάχων (πράγμα που συνέβη!) και στην απεριόριστη χρήση όλων των δυνάμεων και των αποθεμάτων των εθνών με σκοπό τον πόλεμο. Είναι προφανές πως έτσι πρέπει να κάνει όποιος θέλει να επικρατήσει ολοκληρωτικά. Είναι όμως σίγουρο ότι μπορούμε να νικήσουμε το κακό με το κακό;
Σε κάθε περίπτωση, γεγονός είναι ότι σπρώχνοντάς μας να τον μιμηθούμε και να εμπλακούμε σε σφαγές αμάχων, ο Χίτλερ πέτυχε να μας παρασύρει στην οδό του κακού. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα ξεμπλέξουμε τόσο εύκολα από αυτό. Το βλέπουμε από τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπίζουμε τις μειοψηφίες κατά τη σημερινή προσπάθεια ανασυγκρότησης του κόσμου.
Έπειτα, η πανεθνική επιστράτευση είχε παράπλευρες συνέπειες. Όχι μόνον επειδή αυτές οι επιστρατευμένες δυνάμεις ανέλαβαν καθήκοντα πέρα από αυτά που προβλέπονταν να κάνουν, αλλά πάνω απ’ όλα επειδή το Κράτος στέφθηκε την απόλυτη εξουσία.
Μα φυσικά, θα πει κανείς, δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς! Ωστόσο είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ακόμα κι εδώ, παρασυρθήκαμε κι ακολουθήσαμε τα βήματα του Χίτλερ. Το Κράτος, για να φέρει σε πέρας την πανεθνική επιστράτευση, πήρε και βαστάει ακόμα στα χέρια του όλη την οικονομική και ζωτική δύναμη, και ανέδειξε σε πρώτο πλάνο τους ειδήμονες της Τεχνικής. Οδηγηθήκαμε έτσι σε κατάπνιξη της ελευθερίας, κατάπνιξη της ισότητας, απόλυτο έλεγχο στη διακίνηση των αγαθών, περίφραξη της πολιτιστικής δραστηριότητας, εξάλειψη πραγμάτων ή ακόμα και προσώπων που κρίθηκε ότι δεν υπηρετούσαν την εθνική άμυνα. Το Κράτος πήρε τα πάντα στα χέρια του και τα χρησιμοποιεί μέσω των τεχνικών. Αυτό δεν είναι δικτατορία; (…)
Όμως όλα αυτά, θα πει κανείς, είναι προσωρινά∙ ήταν αναγκαία σε συνθήκες πολέμου αλλά μαζί με την ειρήνη θα επιστρέψουμε και στην ελευθερία. Είναι όμως σίγουρο αυτό; Ας μην ξεχνάμε ότι μετά το 1918 έλεγαν ότι θα παύσουν τα μέτρα που είχαν ληφθεί λόγω του πολέμου … κι όμως εκείνα τα μέτρα δεν έπαυσαν ποτέ. Απεναντίας, παγιώθηκαν δυο πράγματα. Πρώτον, από τα οικονομικά πλάνα που είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε (το πλάνο Μπέβεριτζ, το πλάνο περί Πλήρους Απασχόλησης και το αμερικάνικο χρηματοοικονομικό πλάνο), βλέπουμε ξεκάθαρα πως παγιώνεται η επιρροή του Κράτους στην οικονομική ζωή και ότι οδηγούμαστε προς μια παγκόσμια οικονομική δικτατορία. Έπειτα, ο ιστορικός νόμος, η ιστορική πείρα, δείχνει πως το Κράτος δεν παραδίδει τις εξουσίες που παίρνει στα χέρια του. (…)
Αυτή είναι η δεύτερη νίκη του Χίτλερ. Μιλάμε πολύ για δημοκρατία και ελευθερία αλλά κανείς δεν θέλει πια να τις ζήσει. Έχουμε υιοθετήσει τη συνήθεια να περιμένουμε τα πάντα από το Κράτος και μόλις τα πράγματα πάνε στραβά, να θεωρούμε πως φταίει το Κράτος. Όμως αυτό σημαίνει πως απαιτούμε από το Κράτος να πάρει ολοκληρωτικά στα χέρια του τη ζωή του έθνους. Ποιος νοιάζεται για την αληθινή ελευθερία; (…)
Τα πάντα τείνουν να τίθενται με όρους γραφειοκρατικής ευταξίας και αποτελεσματικότητας, και η αδιαφορία του πολύ κόσμου για τις πολιτικές συζητήσεις και διαμάχες αποτελεί ένα πολύ σοβαρό σημάδι αυτής της νοοτροπίας, που χωρίς καμιά αμφιβολία είναι “φασίζουσα”. (…)
Φυσικά μπορούμε να προσπαθήσουμε να αντιδράσουμε. Αλλά στο όνομα τίνος πράγματος; Η ελευθερία έκανε ολόκληρη τη Γαλλία να πάλλεται όσο το θέμα ήταν ν’ απελευθερωθούμε από τους “γερμαναράδες”. Τώρα, η ελευθερία χάνει όλο της το νόημα. Ν’ απελευθερωθούμε από τι; Από το Κράτος; Κανέναν δεν ενδιαφέρει κάτι τέτοιο. Όσο για τη χαμένη ζωτικότητα και ενεργητικότητα του κόσμου, ε, μπορούμε πάντα να επικαλεστούμε τις “πνευματικές αξίες” στο όνομα των οποίων οι άνθρωποι θα ξαναστρωθούν στη δουλειά. Όπως έκανε ο Χίτλερ, έτσι δεν είναι; Γιατί ο Χίτλερ έβαλε το πνευματικό να υπηρετήσει το υλικό∙ αυτός έκανε το πνευματικό ένα απλό μέσον στην υπηρεσία υλικών σκοπών: μια καλοφτιαγμένη θεωρία για τον Άνθρωπο και για τον Κόσμο, μια θρησκεία για την εξυπηρέτηση πολεμικών και οικονομικών δυνάμεων. Σιγά-σιγά, γλυστράμε κι εμείς σε αυτή την οδό. Ζητάμε κι εμείς Μυστικισμό, όποιον να ’ναι, αρκεί να ξεσηκώνει τις καρδιές των Γάλλων∙ ζητάμε κι εμείς Ηγέτες να θυσιαστούν μέσα στο γενικό λαϊκό παραλήρημα. Τη δικτατορία ενός τέτοιου Μυστικισμού την αποδεχόμαστε σιωπηρά και της ζητάμε πάνω απ’ όλα να είναι ολοκληρωτική, δηλαδή να μας συνεπάρει ολόκληρους και να μας βάλει σώματι, πνεύματι και καρδία να τεθούμε απολύτως στην υπηρεσία του Έθνους. (…)
Η νίκη του Χίτλερ δεν είναι επιφανειακή αλλά σε βάθος. (…) Υπάρχει μια ολόκληρη παράδοση που την προετοίμασε. Ας θυμηθούμε τον Μακιαβέλι, τον Ρισελιέ και τον Μπίσμαρκ. (…) Ο Χίτλερ οδήγησε στο έπακρον κάτι που ήταν κιόλας υπαρκτό∙ μετέδωσε ευρύτερα αυτή την αρρώστια και την έκανε να θεριέψει. (…)
Μπροστά σε αυτή την παλίρροια, που καταστρέφει κάθε πνευματική αξία και δένει τον άνθρωπο με χρυσές αλυσίδες, το μόνο που μπορεί να γίνει είναι να διαπλαστούν άνθρωποι που δεν θα δεχτούν να απορροφηθούν από αυτό τον πολιτισμό και δεν θα υποκύψουν σε αυτή τη δουλεία. Αλλά πώς; (…)»
Ζακ Ελλύλ, άρθρο στην εφημερίδα Réforme, 23 Ιουνίου 1945
Σημ. HS. Ακόμα ένα «προφητικό» κείμενο του Γάλλου στοχαστή και μέλους της γαλλικής Αντίστασης κατά την Κατοχή. Χρειάζεται λ.χ. να θυμίσουμε ότι, από το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και δώθε, ο αριθμός των αμάχων θυμάτων υπερβαίνει ολοένα και περισσότερο αυτόν των ενόπλων στις διάφορες συρράξεις; Βέβαια δεν ήταν ο μόνος που διέγνωσε έγκαιρα μια υπόγεια «νίκη» του Χίτλερ στην υιοθέτηση πολλών από τις μεθόδους και τα μέτρα του από τους δημοκράτες νικητές του. Παρ’ όλα αυτά ήταν, ίσως, ο πιο συστηματικός στην καταγραφή του φαινομένου.
Ας υπογραμμίσουμε πάντως εδώ, ότι αυτό που παρουσιάστηκε τις τελευταίες δεκαετίες ως «νεοφιλελευθερισμός» με κανένα τρόπο δεν εκπροσωπεί, παρά την «αντι-κρατιστική», «αντι-γραφειοκρατική» και «αντι-ολοκληρωτική» ρητορική του, κάποιου είδους αντίθεση στον τεχνοφασιστικό ολοκληρωτισμό που επισημαίνει ο Ελλύλ. Στην πραγματικότητα, μόνη επιδίωξη του νεοφιλελευθερισμού είναι να τεθεί η κρατική μηχανή και οι ολοκληρωτικές μέθοδοι στην αποκλειστική υπηρεσία της οικονομικής ολιγαρχίας.
Το δύσκολο λοιπόν δεν είναι να διακηρύσσει κανείς, ακόμα και ειλικρινώς, την αντίθεσή του στο ναζισμό και γενικότερα τον ολοκληρωτισμό. Το δύσκολο είναι να βρει το σημείο που θα την στηρίξει. Γιατί αυτό δεν βρίσκεται εντός του σύγχρονου, νεωτερικού ή υστερονεωτερικού πολιτισμού.
Πηγή: dangerfew
Leave a Reply