Για τα προηγούμενα κείμενα πάνω στο 17ο σεμινάριο του Lacan, βλ. https://bestimmung.blogspot.com/2020/07/blog-post.html
Η πέμπτη παράδοση του σεμιναρίου «Το αντίστροφο της ψυχανάλυσης», στις 11 Φλεβάρη του 1970, κλείνει την πρώτη από τις τρεις ενότητες του, τους «Άξονες ψυχαναλυτικής ανατροπής» για να περάσει μετά στο «Πέραν του οιδιπόδειου συμπλέγματος». Είναι ένα εξαιρετικά πλούσιο σε αναφορές κείμενο, στο οποίο χαρτογραφεί πως μέσα από την ανατρεπτική δύναμη της ψυχαναλυτικής α-λήθειας συγκροτείται το πεδίο της λακανικής κλινικής, διατυπώνοντας πολλά ενδιαφέροντα συμπεράσματα και ανοίγοντας μια σειρά από νέα ερωτήματα. Άλλωστε πάντα οι παραδόσεις του Λακάν διαβάζονται ως μη-όλες, ως εν τω γίγνεσθαι συναρμολογήματα κριτικής και αναστοχασμού για το υποκείμενο που τα μελετά και τα απολαμβάνει όχι σα μια ολοποιημένη γνώση κυρίου, όπως άλλωστε ταιριάζει και με την αναλυτική ηθική.
Και ήδη από την αρχή διευκρινίζει ότι το πιο ανατρεπτικό στοιχείο του αναλυτικού λόγου είναι ότι δεν προτείνει λύσεις. Άλλωστε οι λύσεις πάντα με ένα διαλεκτικό τρόπο είναι και στιγμές αποτυχίας, Αυτές τις όποιες λύσεις που μισοδουλεύουν πιθανόν να τις βρεί το ίδιο το αναλυόμενο υποκείμενο, με τρόπο που ο αναλυτής από τη θέση που είναι δεν μπορεί να προβλέψει ή να προκαθορίσει. Αυτή η θέση απηχεί ασφαλώς τις πολιτικές ζυμώσεις της περιόδου, την κριτική της νέας αριστεράς και ριζοσπαστικών κομματιών των νέων φοιτητικών κινημάτων. Πολλά ενεργά μέλη από αυτά βέβαια αποτελούν και το ακροατήριο του Λακάν σε αυτό το σεμινάριο. Εκφράζει μια ένσταση στην ιδέα ότι η ανατροπή μπορεί να προβλεφθεί από ένα κόμμα που θα προτείνει λύσεις ως καθοδήγηση και αυτές θα πρέπει να επαληθευτούν και να συγκροτήσουν ένα πρόγραμμα μέχρι την καθολική χειραφέτηση των ανθρώπων. Απηχεί αυτή η κριτική στην τάση των νέων κινημάτων για ανάδειξη και όξυνση αντιθέσεων με μη προβλέψιμο τρόπο, της αμφισβήτησης της αναγκαιότητας συγκεκριμένων σταδίων στην επίτευξη ριζοσπαστικών στόχων, την επανάσταση ως μια διαδικασία που δεν μπορεί να ελεγχθεί, ως την επιστροφή και την επιμονή μιας απωθημένης α-λήθειας στον κοινωνικό δεσμό. Ταυτόχρονα ο Λακάν συνεχίζει να εκφράζει την οντολογική του επιφύλαξη απέναντι σε κάθε δυνατότητα ξεπεράσματος ριζικά του λόγου του κυρίου παραδεχόμενος ότι είναι πάντα πολύ εύκολο να ξανακυλήσουμε σε αυτόν. Ο λόγος του αναλυτή στο Λακάν είναι πάντα μια επιστροφή του απωθημένου που παρά την ανατρεπτική της δυναμική τελικά μάλλον θα οδηγήσει πάντα σε ένα λόγο κυρίου, ένα νέο Νόμο, όπως και κάθε πολιτική επανάσταση. Βέβαια αυτό δεν το βλέπει σα μια βεβαιότητα ή κάτι ευχάριστο αλλά σα μια δυσάρεστη πιθανότητα που είναι ισχυρή γιατί έχει επιβεβαιωθεί σε όλες τις μέχρι τώρα επαναστάσεις χωρίς όμως να αποκλείει ένα άλλο ενδεχόμενο, μια άλλη δυνατότητα. Μπορούμε ήδη δηλαδή να διακρίνουμε πέρα από τις συντηρητικές και πεσιμιστικές πλευρές της αφήγησης του Λακάν, τη διερεύνηση μιας δυνατότητας του λόγου του αναλυτή ή την πολιτικής απελευθέρωσης να κινηθεί πέρα από το νόμο και το λόγο του κυρίου. Μπορούμε να πούμε ότι ο Λακάν παράλληλα με το σκεπτικισμό του πάνω στις προσδοκίες απελευθερωτικής υλοποίησης των επαναστατικών κινημάτων και τις μεγαλοστομίες τους πάνω στην κατάργηση του Νόμου, ταυτόχρονα χαρτογραφεί το πως αυτά θα μπορούσαν να σταθούν πέρα από το νόμο, δίνοντας νέα κριτικά όπλα για την ενίσχυση της απελευθερωτικής τους δυναμικής, μέσα από τον τρόπο που συνδέει εδώ την κλινική του με την πολιτική πτύχωση του κοινωνικού δεσμού. Αυτή η ανατρεπτική εργασία του αρνητικού κινεί και τη δυνατότητα της εμμενούς κριτικής στις όποιες συντηρητικές στιγμές του λακανικού κειμένου, που είχαμε αναφέρει και στο σχόλιο μας σε κάποια άλλη παράδοση.
Οργασμός, φαλλική και άλλη απόλαυση
Ο Λακάν δήλωνε πάντα φροϋδικός, έδινε μεγάλη σημασία στο σημαίνον “Φρόυντ”. Η κλινική του εμπνεόταν μέσα από μια επιστροφή στο κείμενο του Φρόιντ, με μια δυναμική ανάγνωση που προσδιοριζόταν ως Φροϋδική με την έννοια ότι ανακάλυπτε την απωθημένη από τους επιγόνους του ανατρεπτική α-λήθεια των κειμένων, σε διάλογο με τις πλέον σύγχρονες επιστήμες της γλώσσας. Εξού και η θέση ότι ο Φρόυντ δεν μπουρδολογει και τον συγκρίνει σε αυτό το θέμα με τον Μαρξ. Παρατηρεί ότι και οι δύο αυτοί συγγραφείς έχουν μια κοινή δύναμη, οδηγούν όσους τους αντιτάσσσονται στην μπουρδολογία, τους ακινητοποιούν σε ένα είδος οπισθοδρόμησης. Bλέπει λοιπόν στο λόγο του Φρόυντ κάτι παράξενο που αντιστέκεται ήδη στη γνώση κυρίου, ακυρώνοντας την πεποίθηση ότι το υποκείμενο ελέγχει το λόγο και τη γνώση που φέρει, προσεγγίζει δηλαδή την κατάθεση της γνώσης του ασυνείδητου μέσα από τον τρόπο που γράφει πάνω στο λόγο των αναλυόμενων του. Προσεγγίζει έτσι την ίδια την απόλαυση, το λιβιδινικό πυρήνα αλήθειας του λόγου που αγγίζει το πραγματικό. Από πολλές απόψεις λοιπόν το να είσαι φροϋδικός δε σημαίνει μια ταύτιση με το Φρόυντ ως κύριο, αλλά ακριβώς με την ανακάλυψη της γνώσης της ύπαρξης και της επίδρασης του ασυνειδήτου μέσα από το γραπτό του.
Ο Λακάν σχολιάζει σε αυτό το σημείο μια από τις πιο θορυβώδεις πολιτικά έρευνες τις εποχής του αυτή των Μάστερς και Τζόνσον που έδειξαν ότι δεν έχει νόημα η διάκριση ανάμεσα σε κολπι- κό και κλειτοριδικό οργασμό. Μια από τις πλέον σεξιστικές παρεμβάσεις της ψυχιατρικής που συνδέθηκε και με το φροϋδισμό ήταν αυτή που δημιουργούσε ενοχή στους ανθρώπους με αιδοίο ότι δε βιώνουν ένα αυθεντικό οργασμό μέσω της κλειτορίδας και πρέπει να απολαύσουν μέσω του κόλπου ώστε να επιτευχθεί μια πραγματική απόλαυση συμμετρική με τον οργασμό του πέους ώστε να ικανοποιούνται περισσότερο από τη διείσδυση του. Δηλαδή ήταν ένα αίτημα πειθαρχίας των γυναικών στην ηδονή του πέους και του τρόπου χρήσης του από τους cisετεροκανονικούς άντρες που το φέρουν. Είναι ακριβώς ο μύθος της διάφυλης σχέσης, δηλαδή των αρμονικών αντίθετων συμπληρωματικών ρόλων των φύλων που καταρρίπτεται στη λακανική κλινική ως κάτι ανύπαρκτο, στο όνομα του οποίου θεμελιώνεται η ανδρική κυριαρχία. Ενώ σίγουρα είναι μια πολύ σημαντική μελέτη από τη σκοπιά της φεμινιστικής έρευνας, ο Λακάν παρατηρεί ότι η εστίαση στην κλειτορίδα ως το γυναικείο όργανο του οργασμού συνεχίζει να λειτουργεί σα μια συμμετροποίηση της γυναικείας με την ανδρικής απόλαυσης, υποβαθμίζοντας το διάχυτο χαρακτήρα του γυναικείου οργασμού που διαπερνά όλο το σώμα. Στη λακανική κλινική οι γυναίκες δεν περιορίζονται στη φαλλική απόλαυση στην οποία την εντάσσουν η Μάρσαλ και Τζόνσον, έχουν πρόσβαση και στην άλλη απόλαυση που αποτυπώνεται και στο πραγματικό στην ποιότητα και στην ένταση των οργασμών τους, που μπορούν να τη βιώσουν βέβαια και οι άντρες και όλα τα φύλα αλλά είναι συνδεδεμένη με τη ψυχαναλυτική γυναικεία θέση. Το θέμα της άλλης απόλαυσης ενέπνευσε πολύ τον ψυχαναλυτικό φεμινισμό, ως ένα πεδίο που η γραφή και η ομιλία σχετικά με αυτό, η γυναικεία γραφή συγκροτεί μια απειλή στον πυρήνα της ανδρικής κυριαρχίας, ένα ζήτημα που η Ηelene Cixous το ανέπτυξε πολύ.
Η ευτυχία είναι μια καινούργια ιδέα στην Ευρώπη
Στη συνέχεια της παράδοσης συνεχίζει να αποσαφηνίζεται η λακανική κριτική στις κυρίαρχες ,ψευτοψυχαναλυτικές σχολές της αμερικάνικης ψυχολογίας του Εγώ. Κατηγορεί αυτές τις σχολές για εξάλειψη του λόγου του Φρόυντ από την κλινική τους. Η λατρεία που δείχνουν στο autonomous ego τις τοποθετεί για να επανέλθουμε στον τίτλο του σεμιναρίου στο αντίστροφο της ψυχανάλυσης, δηλαδή στην κανονιστική επιβολή ενός λόγου κυρίου, μέσα από την καθήλωση στη φαντασιακή ταύτιση του αναλυόμενου με τον αναλυτή, πραγματικά αναγνωρίζει την επιτυχία τους σε αυτό το επίπεδο. Αναφέρεται πιο πολύ εδώ στο κλινικό μοντέλο των Ernst Kris, Rudolf Lowenstein, Heinz Hartmann γερμανών ψυχαναλυτών που έφυγαν από τη Γερμανία λόγω των διωγμών των ναζί και ήταν πρωτεργάτες της ego-psychology. Η επιτυχία της αναζήτησης του αυτόνομου Εγώ πέρα από τις συγκρούσεις ήταν η ψυχαναλυτική προπαγάνδα μιας ευτυχίας. Ο Λακάν με μια ενδιαφέρουσα σύνδεση της κλινικής κατηγοριοποίησης και των ιστορικοπολιτικών τομών μέσα στο κοινωνικό δεσμό, αναφέρεται στην πρώτη κεντρικοποίηση της έννοιας της ευτυχίας στο δημόσιο λόγο από το Σαιν-Zύστ τον ηγέτη των γάλλων Γιακοβίνων, του πρώτου μαζικού κόμματος που άσκησε μια μονοκαμματική δημοκρατική εξουσία συσπειρώνοντας τον αντιμοναρχικό πόλο της αστικής κοινωνίας στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1790. Η διάσημη ρήση του ήταν ότι “η ευτυχία είναι μια νέα ιδέα στην Ευρώπη” που σημασιοδοτεί το πέρασμα από τη μοναρχική ελέω θεού απολυταρχία στα δικαιώματα του ανθρώπου και το κράτος δικαίου, που υπόσχεται την ευημερία των πολιτών και κηρύσσει ότι κατέχει τη γνώση για αυτή. Στην ουσία η ευτυχία ως πολιτικό πρόταγμα ταυτίζεται με το πέρασμα στη μοντέρνα βιοπολιτική που μια εκδοχή της νομιμοποιητικής δυναμικής της είναι και η ψυχολογία-του-Εγώ. Η εξουσία ασκείται πλέον φροντίζοντας με δημογραφικούς όρους τη μαθηματικά υπολογισμένη υλική και κοινωνική ευημερία των πληθυσμών και δείχνει το αυταρχικό της πρόσωπο κυρίως αποκλείοντας μέρος των πληθυσμών από αυτή και μεθοδεύοντας τη συστηματική τους εξόντωση. Η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής και η ελεύθερη πώληση της εργατικής δύναμης στο κεφάλαιο ως φετίχ είναι το πλαίσιο που η βιοπολιτική γίνεται η κύρια μοντέρνα κυβερνητική τεχνολογία.
Εδώ όμως συνεχίζεται και η κριτική. Γιατί η ευτυχία λέει ο Λακάν είναι μόνο η ευτυχία του φαλλού βασιζόμενος και στο λόγο του Φρόυντ που υμνεί τον αντρικό οργασμό ως την τελειότερη απόλαυση, κάνοντας ταυτόχρονα μια ανατρεπτική ερμηνεία μια δήλωσης που θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως ανδροκρατική, ίσως ήταν σεξιστική η πρόθεση του Φρόυντ, αλλά ο λόγος του Φρόυντ ως κλινικό υλικό είναι κάτι που ξεπερνά αυτή την πρόθεση. Η τελειότερη απόλαυση αυτή λοιπόν, είναι για το φαλλό μόνο και όχι για το φορέα του ακόμα και στη συνθήκη του διεισδυτικού σεξ. Ωστόσο αυτή η φαλλική απόλαυση με την οποία ταυτίζεται η ευτυχία, έχει σαν τίμημα, ακόμα και στο επίπεδο του πραγματικού, την αποκοπή, την τοποθέτησης της jouissance- που στα γαλλικά εκτός από απόλαυση σημαίνει και οργασμός- στον στητό πούτσο, στη συσσώρευση αίματος στα σηραγγώδη αγγεία του που προκαλούν τη διόγκωση του και έπειτα στην αποδιόγκωση του. Αντίθετα η γυναικεία απόλαυση δεν εντοπίζεται, ξεχειλίζει ως οργασμική εμπειρία από όλο το κορμί, η γυναίκα τείνει στην υπεραπόλαυση γιατί βυθίζει το λουλούδι της στην ίδια την απόλαυση για αυτό ο άντρας έχει το φαλλό, δηλαδή το όργανο που απολαμβάνει αλλά η γυναίκα είναι ο φαλλός. Ωστόσο αυτό το σχήμα ενώ εκκινεί από ανατομικές αναφορές, δεν αφορά την ανατομία, ο πραγματικός φαλλός ως το πέος και η απουσία του δεν είναι παρά ένα σημείο αναφοράς, τελικά ο φαλλός δεν είναι παρά ένα σημαίνον που λειτουργεί ως δείκτης της έλλειψης του άλλου, μια συμβολική λειτουργία που ο εντοπισμός της λίμπιντο στο στητό πέος ή σε μια διεγερμένη κλειτορίδα μπορεί μόνο να υποκαταστήσει ως αντικείμενο-φετίχ ποτέ να την πραγματώσει. Η αντρική θέση στο ασυνείδητο του νευρωτικού συγκροτείται μεσα από τη φαντασίωση της κατοχής του φαλλού, άντρας είναι αυτός που νομίζει ότι μπορεί να έχει αυτό που λείπει από τον άλλο χωρίς να μετατρέπεται όλος σε αυτό, καθώς μπορεί να το εντοπίζει σε ένα αντικείμενο που μπορεί να το διαχωρίσει από τον ενσώματο εαυτό του. Αντίθετα η γυναικεία θέση ταυτίζεται με αυτό που λείπει από τον άλλο, σημασιοδοτείται λοιπόν συνολικά το σώμα της από την απόλαυση. Αντιλαμβανόμαστε ότι αυτές τις θέσεις της ψυχαναλυτικής εμφυλοποίησης του ασυνειδήτου μπορεί να τις έχει στην πραγματικότητα ένα άτομο οποιασδήποτε ανατομίας και φύλου, ωστόσο έχει μια αξία η έμφυλη αναφορά γιατί συνήθως άτομα που βιώνουν αντρική εμπειρία έχουν όντως το φαλλό και άτομα που βιώνουν γυναικεία εμπειρία συχνά είναι ο φαλλος. O Έρως είναι η ενεστωποίηση της έλλειψης. Ο Λακάν παρουσιάζει την απεριόριστη απόλαυση που κατακλύζει ένα σώμα με την εμπειρία του φυτού, που μακάρια υφίσταται κάθε ερέθισμα του περιβάλλοντος χωρίς να μπορεί να μετακινηθεί και την περιορίσει όπως το ζώο που μετακινείται για να επιβιώσει, αποκτώντας την εμπειρία του μείον της απόλαυσης στο πραγματικό, περιορίζοντας τη δηλαδή με ένα τρόπο. Κάπως έτσι αναφέρεται πάλι στο λόγο του Ιησού που έβλεπε στην αδράνεια των κρίνων των αγρών τη διατήρηση τους σε μια παραδείσια κατάσταση. Ο Λακάν παρατηρεί ότι αυτή την εξύμνηση ενός όντος που δε φέρει το λόγο, γίνεται από αυτόν που αποδόθηκε ο τίτλος του Λόγου ως ένα πρόσωπο- υπόσταση της ουσίας του Θεού. Μόνο λοιπόν ο Λόγος μπορεί να αναιρέσει τον εαυτό του και να γίνει κάτι πέρα από αυτό, όντας όπως κύρυσσε και ο Χριστός η οδός, η αλήθεια και η ζωή. Παρατηρούμε εδώ μια σύνδεση του παντογνωσίας του θεού με την παντογνωσία του ασυνειδήτου για την αλήθεια του υποκειμένου. Έτσι λοιπόν έχουμε μια νύξη εδώ για το τέλος της ανάλυσης, όταν δια μέσω της ομιλίας που δε περιορίζεται και φράζεται και των συνειρμών της το υποκείμενο φτάνει στο σημείο να εξαγάγει μια γνώση και μια αλήθεια πέρα από την οποία μπορεί να απολαμβάνει χωρίς να χρειάζεται τίποτα άλλο να ειπωθεί, καθώς θα έχει πλέον ταυτιστεί με το σύμπτωμα του, ως μιας επαναλαμβανομενης απόλαυσης στο πραγματικό. Η επανάληψη παρομοιάζεται εδώ με μαγικό ραβδί καθώς αφορά το σύμπτωμα που επιδιώκει να υπερβεί την απαγόρευση που θέτει η αρχή της ευχαρίστησης με το οποίο όταν ταυτίζεται το υποκείμενο§ καθίσταται δυνατό να συμφιλιωθεί με τον πυρήνα της ενόρμησης του πραγματικού και να συνεχίζει να απολαμβάνει χωρίς να υποφέρει ή υποφέροντας λιγότερο.
Υπεραξία και υπεραπόλαυση
Στο τρίτο μέρος της παράδοσης ο Λακάν τοποθετείται πάλι ξεκάθαρα στην ιστορικο-πολιτική διάσταση του κοινωνικού δεσμού, μέσω του πέρασματος από τον ένα λόγο του κοινωνικού δεσμού στον άλλο. Συνεχίζει την κριτική στον Λόγο του Χέγγελ ως λόγο κυρίου, όπως είναι άλλωστε γενικά ο φιλοσοφικός λόγος και συγκεκριμένα επειδή βλέπει ως αποτέλεσμα της μακράς διαδρομής του πολιτισμού την απόλυτη γνώση η οποία ενσαρκώνεται σε ένα κράτος που υποκαθιστά πληρως τον κύριο. Το κράτος ως νέος κύριος με την επιστημονικά οργανωμένη νομική οργάνωση και διοικητική μηχανή αποτυπώνει ακριβώς την επίτευξη της νεωτερικότητας να εξασφαλίσει για πρώτη φορά στην ιστορία τη σταθερή και αδιαμφιβήτητη πρωτοκαθεδρία του λόγου του πανεπιστημίου, απέναντι στο λόγο του κύριου, που με ισόμορφο τρόπο κυριαρχεί τόσο στο φορντιστικό σύγχρονό του καπιταλιστικό κράτος, όσο και στα σοσιαλιστικά κράτη. Σε αυτά μάλιστα, στη γραφειοκρατία του κόμματος, φαίνεται στην πιο ολοκληρωμένη του μορφή το πανεπιστήμιο ως νέος κύριος. Ο Χέγκελ ήταν ένας χαρακτηριστικός φορέας αυτού του νέου λόγου κυρίου και είναι ακριβώς επειδή όπως οι επιστήμονικές επαναστάσεις και αλλαγές παραδείγματος εναλλάσσουν τη θέση του λόγου της υστερίας μέσα από την έρευνα και την αμφισβήτηση και τον λόγο της διανοητικής αυθεντίας που αποτελεί το πανεπιστήμιο, έτσι και στο εγελιανό κείμενο συντίθεται η διαλεκτική αμφισβήτηση με θετικό και αρνητικό τρόπο κάθε θέσης και αρχής, παράλληλα με την προσδοκία της πραγμάτωσης της ολοκληρωμένης απόλυτης κρατικής γνώσης-εξουσίας. Η νεωτερική επιστήμη αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην υστερία και στη γνώση/αυθεντία με τον ίδιο τρόπο που το κάνει η αστική κοινωνία με τη διαλεκτική της οποίας συνδέεται αλληλένδετα.
Ωστόσο απέναντι στη γνώση/εξουσία μέσο-απόλαυσης που τελικά υφαρπάζει ο κύριος, το αποτέλεσμα της εργασίας πάντα έχει αυτό που αναζητά η γνώση αλλά τελικά πάντα της διαφεύγει: την αλήθεια, εκεί τελικά που δοκιμάζεται η δραστηριότητα του υποκειμένου και κρίνεται αυτό που εκπίπτει από αυτή, μια αλήθεια που όπως είπώθηκε σε προηγούμενη παράδοση ότι είναι η αδερφή της απόλαυσης, είναι το χαμένο αντικείμενο απόλαυσης ή ένα θραύσμα του, το μικρό αντικείμενο α. Μπορούμε να δούμε στο επιστημονικό μανατζμαντ της καπιταλιστικής παραγωγής τόσο στη δημοκρατική εκδοχή της όσο και στη σοσιαλιστική παραγωγή της, μια σταθερότητα της θέσης του δούλου σε σχέση με τη φεουδαρχία και τη δουλοκτησία. Μια σταθερότητα που αφορά την αποστέρηση της πλεονάζουσας απόλαυσης, αυτή που θα του επέτρεπε να ζει και να απολαμβάνει πέρα από την επιβίωση και την υποταγή στον κύριο, που τελικά είναι ένα σημαίνον, το κύριο σημαίνον. Γιατί ακριβώς ο σύγχρονος καπιταλισμός είναι το έδαφος που αποσπάται λογιστικά η συσσώρευση σημείων από την εργασία, η φαλλική απόλαυση, αυτή που συνδέεται με την ιδέα της ευτυχίας και της ανάπτυξης και όλα αυτά τα προτάγματα της κυρίαρχης βιοπολιτικής, και αποκλείει τελικά τον έρωτα, απομαγεύοντας τη δραστηριότητα του υποκειμένου, ενισχύοντας τόσο την ασυμμετρία και την ένδεια στο επίπεδο της φαλλικής απόλαυσης για την εργατική τάξη, όσο και καταστρέφοντας όσο μπορεί την άλλη απόλαυση αυτή που σχετίζεται με τη γυναικεία θέση, την αγάπη που προκύπτει από το δέσιμο μεταξύ των υποκείμενων, το αίσθημα κοινότητας, το αποτέλεσμα της συναισθηματικής εργασίας που περιέχει μια αλήθεια πέρα από τη γνώση/εξουσία της ποσοτικοποίησης, της τυποποίησης και της μετρησιμότητας. Ο Λακάν εδώ ασκεί κριτική στο Μάρξ -αν και το αποφεύγει να το παραδεχτεί ρητορικά και ισχυρίζεται ότι δεν το κάνει- ότι γίνεται και αυτός μέρος του λόγου του πανεπιστημίου, κάτι αναμενόμενο ως φιλόσοφος. Και αυτό δείχνει ότι δεν ήταν το θέμα ένα λάθος των σοσιαλιστικών κρατών η καθήλωση στο λόγο του πανεπιστημίου, αλλά ένας κίνδυνος που υπήρχε μεσα στην ανάπτυξη του ίδιου του μαρξιστικού κειμένου. Ίσως εδώ θέτει τον ενδεχόμενο προβληματισμό ότι η ψυχανάλυση σε διάλογο με το μαρξισμό μπορεί ακριβώς να θέσει το ζήτημα του λόγου του αναλυτή, αυτό που διαφέυγει από τη μαρξική κριτική στην πολιτική οικονομία, που συντηρεί την ίδια την ποσοτικοποίηση ως ουσία της εκμετάλλευσης μιλώντας για την υπεραξία, αποκρύπτωντας ότι τελικά αυτό που χάνει ο προλετάριος δεν είναι τελικά παρά η απόλαυσή του που σφετερίζεται το κεφάλαιο. Η υπεραξία δεν είναι κάτι άλλο από την αποτύπωση της λογιστικής πλευράς της υπεραπόλαυσης, μέσα από τη γλώσσα της οικονομίας και του κεφαλαίου, που τελικά παραμένει ίδια όσο ο εργάτης συρρικνώνεται σε μια αξιακή μονάδα, όπως αυτές στις οποίες μετριέται η τυποποίηση της φοιτητικής γνώσης εντός του πανεπιστημιακού θεσμού.
Ο Λακάν επιπλέον εντάσσει μια ενδιαφέρουσα αναφορά στους νόμους της θερμοδυναμικής, επισημαίνοντας ότι έχουν να πουν κάτι πάνω στο ζήτημα της ανάλυσης την απόλαυση. Στη σημασιοδοτική οικονομία της υποκειμενικότητας πάντα ισχύει η αρχή της διατήρησης της ενέργειας, για αυτό το απωθημένο στη νεύρωση, το αποκλεισμένο στη ψύχωση και το απαρνημένο στη διαστροφή πάντα επιστρέφουν, με τη μορφή της φαντασίωσης, του παραληρήματος, του φετίχ. Ο Λακάν παρομοιάζει το κύριο σημαίνον με ένα φράγμα και μια λεκάνη που μαζεύει το νερό. Το νερό ως μια ουσία που κυκλοφορεί σε ένα σώμα που μπορεί να συγκρατείται ή να ξεχειλίζει είναι ανάλογη της απόλασης/jouissance. Αυτό είναι το φράγμα λοιπόν που μπορεί να ρυθμίζει τη δύναμη και τη συγκέντρωση του νερού ώστε να κινεί την τουρμπίνα, όπως το κύριο σημαίνον μπορεί να οργανώνει την απόλαυση και να κινητοποιεί τα υπόλοιπα σημαίνοντα ώστε να παράγουν ένα αποτέλεσμα που εκπίπτει και να αντισταθμίζουν αυτό που χάθηκε μέσα από το φράγμα. Ας πούμε το ορμητικό ποτάμι που θα σχημάτιζε το νερό μέσα από την απαγόρευση της ροής που του επιβάλλει το φράγμα αντισταθμίζεται από την παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας μέσω της οποίας επανέρχεται η πρόσβαση στη χαμένη απόλαυση/ενέργεια. Aυτή την εργαλειοποίηση κάθιστά εφικτή ο λόγος του κυρίου.
Όμως όπως ορίζει ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής σε κάθε μηχανή που παράγει έργο υπάρχει ένα ποσό ενέργειας που αποβάλλεται σε μορφή θερμότητας και δεν μπορεί να ξαναχρησιμοποιηθεί και οδηγεί σε μια απώλεια που δεν μπορεί να αναπληρωθεί, και αυτό ορίζει και την πορεία του σύμπαντος σε μία αταξία. Αντίστοιχα και στο κλειστό κύκλωμα της υποκειμενοποίησης, η απόλαυση του πράγματος που χάνεται μέσα από την απαγόρευση του κύριου σημαίνοντος δεν μπορεί να αναπληρωθεί ποτέ πλήρως.
Η κατακλείδα του τρίτου μέρους της παράδοσης είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς αναφέρεται στον τρόπο που επιστρέφει η υπεραπόλαυση στην καταναλωτική κοινωνία ως τα βιομηχανικά προϊόντα, που όντως δεν έχουν πλέον σκοπό απλώς την επιβίωση του προλετάριου, αλλά να οργανώσουν, κάτω από μια εντολή της, την πρόσθετη ευχαρίστηση και ηδονή του, να τον προτάσσουν να απολαύσει, επιστρέφουν δηλαδή μια κίβδηλη -όπως το λέει ο Λακάν- μορφή της υπεραπόλαυσης στον δούλο. Είναι ένα από τα σημεία του σεμιναρίου που ο Λακάν αρχίζει να μορφοποιεί τον πέμπτο λόγο του κοινωνικού δεσμού, που την εποχή που μιλάει αρχίζει να καθίσταται κυρίαρχος στον κοινωνικό δεσμό και να αναδιατάσσει όλους τους άλλους λόγους στο πλαίσιό του ως η πιο σύγχρονη μορφή του λόγου του κυρίου που παίρνει την πρωτοκαθεδρία από το λόγο του πανεπιστημίου, που δεν είναι άλλη από το λόγο του καπιταλιστή, η παρουσίαση του οποίου ξεπερνάει τα όρια αυτού του κειμένου.
Ωστόσο αυτή η νύξη στο λόγο του καπιταλιστή συνεχίζει στο τέταρτο μέρος της παράδοσης που μιλάει για την ιδιότητα του πλούσιου, που διαφέρει από τον αρχαίο κύριο ακριβώς επειδή έχει το χαρακτηριστικό ότι αγοράζει πληθώρα εμπορευμάτων, και πληρώνει μόνο λογιστικά χωρίς να πληρώνει σε κόπο, γνώση και χρόνο, και να νιώθει μια έλλειψη για την απόκτησή τους. Επί της ουσίας -παρατηρεί ο Λακάν- ο πλούσιος δεν πληρώνει ούτε απολαμβάνει έξω από το φετίχ της επαναλαμβανόμενης αγοράς, καταλήγοντας και ο ίδιος εξαγοραζόμενος μέσα στην αλυσίδα εμπορευματικών συναλλαγών. Αυτή η διαφορά λοιπόν του πλούσιου ως σύγχρονου κυρίου με τον αρχαίο κύριο και τη δοκιμασία ζωής/θανάτου του πολέμου μέσα από την οποία οριζόταν η θέση του, είναι καθοριστική για τη διαφορά μεταξύ του λόγου του κυρίου και του λόγου του καπιταλιστή, που δεν αναφέρεται ρητά στο σεμινάριο αυτό. Ωστόσο η προβληματική έχει τεθεί ήδη όταν θέτει στο τέλος της παράδοσης το ερώτημα του τι συμβαίνει όταν η υπεραπόλαυση του α ανυψώνεται στο επίπεδο που διαδραματίζεται η λειτουργία του πλουσίου, όπου η γνώση πλέον δεν είναι καν πηγή αυθεντίας και αλήθειας ως νέος κύριος αλλά απλως ενας μηχανισμός λογιστικής συσσώρευσης για τους πλούσιους. Εδώ ήδη αρχίζει να δείχνει τη διαφορά του λόγου του πανεπιστημίου με τον λόγο του καπιταλιστή, ωστόσο ακόμα θεωρεί στο κείμενο εδώ ότι ο λόγος του πανεπιστημίου είναι η πιο σύγχρονη μορφή του λόγου του κυρίου στον καπιταλισμό της εποχής του. Και όντως το 1970 είναι σε μια μεταβατική εποχή του περάσματος από το φορντιστικό καπιταλισμό όπου ο λόγος του πανεπιστημίου έχει την πρωτοκαθεδρία στην οργάνωση του κοινωνικού δεσμού και ο λόγος του καπιταλιστή ενώ υπάρχει ακόμα δεν οργανώνει με τους όρους του πλήρως την οργάνωση των σχέσεων και της καθημερινότητας, ιδίως των προλετάριων, προς το μεταφορντιστικό καπιταλισμό όπου ο λόγος του καπιταλιστή έχει πλέον τον πρώτο λόγο σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής, και οι άλλοι λόγοι υπάρχουν τροποποιημένοι στα μέτρα που ορίζει αυτός. Αυτή είναι η συνθήκη της κοινωνίας του ελέγχου, της κατασκοπευτικότητας, του περάσματος στην τρίτη και στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση στο έδαφος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Και τελικά ποιο είναι το λακανικό πεδίο; Είναι το σημείο εδώ που ο Λακάν το λέει ξεκάθαρα, το πεδίο της απόλαυσης. Θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και ως κλινική της απόλαυσης (της jouissance), της απαγόρευσης της και της αναζήτησης νέων διόδων από αυτήν, ή του ξεχειλίσματός της και της αναζήτησης τρόπων να σημανθεί και να καναλιζαριστεί ή να εντοπιστεί στον άλλο. Άλλωστε το τέλος της ανάλυσης έχει να κάνει στον όψιμο Λακάν της εποχής που μελετάμε ακριβώς με την ταύτιση του υποκειμένου με τον ενορμητικό πυρήνα του συμπτώματος που αφορά μια απόλαυση της τάξεως του πραγματικού, που είναι πέρα από κάθε δυνατότητα περαιτέρω ερμηνείας, κάτι που θα τεθεί πιο καθαρά στο 23ο σεμινάριο με την εισαγωγή της έννοιας του συνθώματος.
Και εδώ ταιριάζει η σύνδεση με ένα άλλο απόσπασμα από μια μεταγενέστερη διάλεξη του Λακάν το 1973 με τίτλο «παρέμβαση στη Γαλλική κουλτούρα» που λέει τι προσφέρει η ανάλυση:
«Η ανάλυση δεν είναι μια επιστήμη, είναι ένας λόγος χωρίς τον οποίο ο λόγος της επιστήμης δεν είναι πλέον υποστηρίξιμος από το ον που έχει πρόσβαση σε αυτόν για περισσότερο από τρεις αιώνες. Επιπλέον ο λόγος της επιστήμης είναι ζωτικής σημασίας για αυτό που ονομάζουμε ανθρωπότητα. Η ανάλυση είναι ο τεχνητός πνεύμονας χάρη στον οποίο προσπαθούμε να διασφαλίσουμε ότι πρέπει να βρίσκουμε απόλαυση μέσα στην ομιλία για να συνεχίσει η ιστορία. Δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα και είναι ευτυχές γιατί στην κατάσταση ανεπαρκειας και σύγχυσης όπου βρίσκονται οι αναλυτές η πολιτική εξουσία θα το είχε ιδιοποιηθεί ήδη. Φτωχοί αναλυτές, κάτι τέτοιο θα τους είχε στερήσει κάθε πιθανότητα να είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι: μια αντισταθμιστική δύναμη. Αυτό το γεγονός είναι ένα στοίχημα, μια πρόκληση που κράτησα και την αφήνω να παραδοθεί στον πιο ακραίο κινδυνο. Όμως ανάμεσα σε όλα όσα κατάφερα να πω, μερικές φόρμουλες χαράς, ίσως επιπλεύσουν, όλα έχουν αφεθεί στο ανθρώπινο ον, στην τύχη.»
Και με αυτό το απόσπασμα θα κλείσουμε το σχολιασμό της τέταρτης παράδοσης του πρώτου μέρους του σεμινσρίου «Το αντίστροφο της ψυχανάλυσης», με το οποίο έχουμε ολκληρώσει, στα πλαίσια του μη-όλου φυσικά, με όρους διαλεκτικής αμφισημίας το σχολιασμό μας πάνω σε αυτή την ενότητα παραδόσεων που έχει πάρει τον τίτλο «Άξονες ψυχαναλυτικής ανατροπής».
Για περισσότερο διάβασμα:
Το αντίστροφο της ψυχανάλυσης, Σεμινάριο 17ο, Ζακ Λακάν
Εισαγωγικό λέξικο της λακανικής ψυχανάλυσης, Dylan Evans
Θερμοδυναμική, πίνακες και διαγράμματα θερμοφυσικών ιδιοτήτων, Παπαϊωάννου Άγγελος
Το γέλιο της μέδουσας, Ελέν Σιξού
Μαρξ, θεωρίες για την υπεραξία
Αυτομορφωτικός κύκλος Lustprinzip
Αθήνα 2020
Πηγή: Ταξικές Μηχανές
Leave a Reply