Αγάπη, Δεσμός και Μοναξιά:
Η Σύγχρονη Επιστήμη απέναντι στον Ατομικισμό
*
1ο μέρος
Ο μαθηματικός Μπλεζ Πασκάλ είχε πει ότι «Η καρδιά έχει τη δική της λογική για την οποία η Λογική δεν έχει ιδέα». Μέχρι το τέλος της εργασίας αυτής βασικός μου στόχος είναι να είναι κατανοητό σε όλους τι σημαίνει αυτή η φράση, μιας και αποτελεί βασική θέση του βιβλίου, καθώς και να εξάγουμε κάποια πολιτικά συμπεράσματα από αυτήν. Συγκεκριμένα, θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ότι (α) η ιδέα του αυτόνομου ατόμου είναι ένας μύθος και (β) οτι μόνο μέσα από κοινωνικές διαδικασίες που συμπεριλαμβάνουν την ανθρώπινη επαφή, μπορεί να δημιουργηθεί ένα σύστημα διαφορετικό από το υπάρχον, πιο φιλικό προς τους ανθρώπους και τα συναισθήματά τους. Παρ’ ότι η φύση της αγάπης δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, έχει μία εγγενή τάξη, μία αρχιτεκτονική, που μπορεί να εντοπιστεί, να ανασκαφεί και να διερευνηθεί. Το θέμα αυτό είναι αρκετά πολύπλοκο, επομένως χρειάζεται διεπιστημονική μελέτη και για αυτό θα χρησιμοποιήσουμε στοιχεία και έννοιες από τη νευροεπιστήμη, τη θεωρία της εξέλιξης, την νεογνολογία, την πειραματική ψυχολογία και την επιστήμη των υπολογιστών. Παρακάτω θα χρησιμοποιήσουμε πολύ τη θεωρία του τριαδικού εγκεφάλου (triune brain), επομένως αξίζει να κάνουμε μία μικρή παρουσίασή της. Τη θεωρία αυτή την ανέπτυξε ο Δόκτωρ Paul McLean τη δεκαετία του 60 και την έκανε γνωστή ο Carl Sagan στο βιβλίο του «οι δράκοι της Εδέμ» το 1977. Ο βασικός ισχυρισμός της θεωρίας είναι πως ο ανθρώπινος εγκέφαλος αποτελείται από τρεις διακριτούς υποεγκεφάλους, που ο καθένας τους είναι προϊόν μιας διαφορετικής εποχής στην ιστορία της εξέλιξης. Τα τρία μέρη διασυνδέονται και επικοινωνούν, όμως οι υπομονάδες γενικά διαφέρουν ως προς τις λειτουργίες τους. Τα τρία μέλη είναι ο ερπετικός εγκέφαλος ή ερπετικό σύμπλεγμα, ο μεταιχμιακός εγκέφαλος και ο νέο-φλοιός. Η δομή αυτή είναι περίπου όπως φαίνεται στο σχήμα:
Ο ερπετικός εγκέφαλος είναι ο αρχαιότερος. Αυτό το μέρος του εγκεφάλου φιλοξενεί ζωτικά κέντρα ελέγχου που ρυθμίζουν την αναπνοή, τον χτύπο της καρδιάς κλπ. Σχετικά με τις συμπεριφορές, ο ερπετικός εγκέφαλος επιτρέπει υποτυπώδεις αλληλεπιδράσεις, όπως εκδηλώσεις επιθετικότητας, κυριαρχίας και υπεράσπισης του προσωπικού χώρου. Έτσι, συναισθήματα που σχετίζονται με αυτό το μέρος του εγκεφάλου είναι ο φόβος, ο θυμός κλπ.
Ο μεταιχμιακός εγκέφαλος εξελίχθηκε καθώς τα πρώτα θηλαστικά εξελίσσονταν από μικρά ερπετά, και σχετίζεται άμεσα με τα συναισθήματα της αγάπης, της φροντίδας κλπ. Μία διαφορά ανάμεσα στα ερπετά και στα θηλαστικά είναι ότι τα ερπετά δε φροντίζουν τα μικρά τους. Τυπική συμπεριφορά ενός ερπετού είναι να αποστασιοποιείται απ’ αυτά, να αδιαφορεί ή ακόμη και να τα τρώει. Συνήθως, γεννάει τα αυγά του και φεύγει. Αντίθετα, τα θηλαστικά σχηματίζουν σφιχτές κοινωνικές ομάδες, φροντίζουν τα μικρά τους, παίζουν παιχνίδια, οι μητέρες ακούνε το κλάμα των μωρών τους κλπ. Όλα αυτα βρίσκονται στον μεταιχμιακό εγκέφαλο.
Τέλος, ο 3ος, πιο καινούριος εγκέφαλος, είναι ο νεοφλοιός, ο οποίος φιλοξενεί αυτό που λέμε λογική, την αφηρημένη σκέψη, τη γλώσσα, τη συνειδητότητα κλπ. Αυτό το μέρος του εγκεφάλου είναι πολύ μεγάλο, ειδικά στον άνθρωπο. Έτσι, οι λειτουργίες που γίνονται με βάση τον νεοφλοιό είναι εκούσιες, ενώ αυτές που γίνονται με βάση τον ερπετικό ή τον μεταιχμιακό εγκέφαλο είναι ακούσιες.
Με βάση αυτή την κατηγοριοποίηση προκύπτει ότι ένα άτομο δεν μπορεί να κατευθύνει τη συναισθηματική του ζωή με τον τρόπο που μπορεί να απλώσει το χέρι του και να πιάσει ένα φλιτζάνι. Δεν μπορεί να επιβάλλει στον εαυτό του να επιθυμήσει το σωστό πράγμα ή να αγαπήσει το σωστό άτομο ή να είναι ευτυχισμένος μετά από μία απογοήτευση. Οι άνθρωποι στερούνται αυτής της ικανότητας, όχι λόγω μιας αναπηρίας στη συμπεριφορά, αλλά επειδή η δικαιοδοσία της θέλησης περιορίζεται στον νεοφλοιό, τον πιο σύγχρονο εγκέφαλο, ενώ τα συναισθήματα όπως η αγάπη και η απογοήτευση ανήκουν στον 2ο εγκέφαλο, τον μεταιχμιακό. Η συναισθηματική ζωή μπορεί να επηρεάζεται αλλά δεν μπορεί να εξουσιάζεται.
«Μα πώς είναι δυνατόν αυτό;», ίσως αναρωτηθείτε. «Αφου εγώ καταλαβαίνω τι νιώθω κάθε στιγμή». Άρα ο νεοφλοιός θα πρέπει να σχετίζεται κάπως με τον μεταιχμιακό εγκέφαλο. Πράγματι έτσι είναι. Ας δούμε πώς γίνεται αυτό: Τα συναισθήματα έχουν μικρή διάρκεια. Αυτό αποδεικνύεται από τη μελέτη των εκφράσεων του προσώπου. Βιντεοσκοπήσεις σε μεγάλη ταχύτητα δείχνουν ότι οι εκφράσεις του προσώπου αρχίζουν μεσα σε χιλιοστά του δευτερολέπτου από το ερέθισμα που τις προκαλεί και σβήνουν ακαριαία.
Όταν η νευρωνική διέγερση ενός συναισθήματος υπερβεί ένα κατώφλι αντίληψης, αυτό που αναδύεται είναι ενα «αίσθημα», δηλαδή η συνειδητή εμπειρία της συναισθηματικής ενεργοποίησης.
Έτσι συνδέεται ο νεοφλοιός με τα συναισθήματα. Παρατηρούμε ότι έχει κατά βάση εποπτική χρήση.
Πριν αναφέραμε τις εκφράσεις προσώπου. Το πρόσωπο είναι το μόνο σημείο στο σώμα όπου οι μύες συνδέονται με το δέρμα. Ο μόνος σκοπός αυτής της διάταξης είναι να επιτρέπει τη μετάδοση μεγάλου πλήθους εκφραστικών σημάτων. Τα βρέφη έχουν μία εγγενή δίψα για πρόσωπα: τα κοιτάζουν, τα περιεργάζονται, τα χαζεύουν. Αυτό φαίνεται να συνδέεται με το ότι από πολύ μικρά, αποδεικνύονται πολύ ικανά στην ανίχνευση και στην εκδήλωση συναισθημάτων, κάτι που αυξάνει κατά πολύ την πιθανότητα επιβίωσής τους. Ας δούμε ενα παράδειγμα:
Υπάρχει ένα πείραμα που λέγεται οπτικός γκρεμός. Ένα μωρό τοποθετείται σε έναν πάγκο, που ο μισός είναι συμπαγής και ο άλλος μισός από διάφανο πλέξιγκλας. Από το σημείο που βλέπει το μωρό, φαίνεται ότι πλησιάζει σε μια άβυσσο, εκεί που ξεκινάει το πλέξιγκλας και κινδυνεύει να πέσει. Ένα μωρό που δεν έχει γνώση της φύσης του πλέξιγκλας, και επομένως δεν είναι σίγουρο για το αν είναι ασφαλές να προχωρήσει, τι πιστεύετε ότι κάνει; Μπουσουλάει ως την άκρη του γκρεμού, βλέπει το πιθανό βάραθρο και έπειτα κοιτάζει τη μητέρα του διαβάζοντας την έκφραση του προσώπου της! Αν εκείνη εκπέμπει ηρεμία, το μωρό εξακολουθεί να μπουσουλάει, αν όμως δει πανικό στο πρόσωπό της, το μωρό κοκκαλώνει και βάζει τα κλάματα. Είτε το καταλαβαίνουν είτε όχι, οι μητέρες χρησιμοποιούν τα οικουμενικά σήματα του συναισθήματος για να διδάξουν στα μωρά τους τον κόσμο. Αν το μωρό δει μία βιντεοκασέτα με το πρόσωπο της μητέρας του, αντί για την ίδια να αντιδρά σε πραγματικό χρόνο, πανικοβάλλεται. Βλέπουμε ότι δεν έχει ανάγκη μόνο από το χαμόγελό της, το συναίσθημά της, την πληροφορία που παίρνει από αυτό, αλλά και τη συγχρονία της, την αμοιβαία μεταξύ τους διάδραση. Επαναφέρετε το πρόσωπο της μητέρας του σε πραγματικό χρόνο και το κέφι του επανέρχεται. Παρεμβάλλετε μια χρονική καθυστέρηση στο βίντεο και η ανησυχία του θα επιστρέψει.
Ένα θηλαστικό μπορεί να εντοπίσει την εσώτερη κατάσταση ενός άλλου θηλαστικού και να προσαρμόσει τη φυσιολογία του ώστε να ανταποκριθεί στην περίσταση (π.χ. αύξηση χτυπων καρδιάς στην περίπτωση του stress κλπ) –αλλαγή που με τη σειρά του αισθάνεται και το άλλο, το οποίο ομοίως προσαρμόζεται. Την ικανότητα αυτή των θηλαστικών την ονομάζουμε μεταιχμιακό συντονισμό– μια αμοιβαία ανταλλαγή σημάτων και εσωτερικής προσαρμογής, όπου δύο θηλαστικά συντονίζονται το ένα με την εσωτερική κατάσταση του άλλου. «Ενώ η νευρωνική ικανότητα ανταπόκρισης ενός ερπετού είναι μια πρόωρη, κακόηχη νότα συναισθήματος, τα θηλαστικά δημιουργούν ένα ηχητικά πλούσιο ντουέτο ανάμεσα σε 2 ρευστούς εγκεφάλους.», μας λένε οι συγγραφείς. «Φαντάζει τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι χρειαζόμαστε την επιστήμη για να αναθερμάνουμε την εμπιστοσύνη μας στην πανάρχαιη ικανότητά μας να διαβάζουμε τη σκέψη», συμπληρώνουν, και έτσι τελειώνει το 1ο μέρος του βιβλίου.
*
2ο μέρος
Στο 2ο μερος της παρουσίασης, θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι η αγάπη, δηλαδή οι σφιχτοί δεσμοί ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι μία βιολογική ανάγκη, στο ίδιο επίπεδο με την τροφή ή τον ύπνο.
Η ιστορία αρχίζει τον 13ο αιώνα με τον τότε αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, το Φρειδερίκο Β’. Ο αυτοκράτορας αυτός ήξερε αρκετές γλώσσες και είχε μια ασυνήθιστη απορία: ήθελε να μαθει εάν υπάρχει μια φυσική γλώσσα, δηλαδή τι γλώσσα θα μιλούσε κάποιο παιδί εάν μεγάλωνε μόνο του, χωρίς γονείς ή κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς να ακούει κάποια γλώσσα. Έτσι, μάζεψε αρκετά βρέφη, και προσέλαβε θετές τροφούς για να τα ταΐζουν και να τα πλένουν, αλλά με ρητή εντολή να μην τους μιλάνε. Φυσικά δεν έμαθαν καμία γλώσσα, αλλά δεν είναι αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ. Το αξιοπερίεργο είναι ότι τα μωρά, το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να πεθαίνουν. Όπως μας λένε τα κείμενα του τότε: «Τα παιδιά δεν μπορούσαν να επιβιώσουν αν δεν έβλεπαν ανθρώπους να χτυπούν τα χέρια, να κάνουν χειρονομίες, να τους δείχνουν χαρά και να τα καλοπιάνουν». 800 χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1940, ο ψυχαναλυτής Ρενέ Σπιτς μας λέει ότι έγινε μία επανάληψη αυτού του πειράματος, αυτή τη φορά σε μωρά σε ιδρύματα. Από σεβασμό στην μόλις τεκμηριωμένη θεωρία για τα μικρόβια, τα μωρά στα ιδρύματα τρέφονταν και ντύνονταν σωστά, ήταν πάντα στα ζεστά και καθαρά, αλλά κανείς δεν τα έπαιζε ή τα έπαιρνε αγκαλιά. Παρ’ ότι οι φυσικές τους ανάγκες ικανοποιούνταν, πολλά από αυτά τα μωρά πέθαιναν. Ο Σπιτς επιβεβαίωσε με αυτό το πείραμα ότι η ανθρώπινη αλληλεπίδραση (αγκαλιά, χάδι, κουβέντα, παιχνίδι) είναι τόσο απαραίτητη για τα μωρά που, χωρίς αυτήν, πεθαίνουν.
Πώς είναι δυνατόν όμως αυτό; Έχουμε να κάνουμε με ένα μεταφυσικό φαινόμενο; Φυσικά και όχι. Για να το εξηγήσουμε θα πρέπει να επιστρατεύσουμε μία ψυχολογική θεωρία, τη θεωρία της προσκόλλησης. Σύμφωνα με αυτήν, τα μικρά των ανθρώπων (και άλλων θηλαστικών) γεννιούνται με την ενστικτώδη προδιάθεση ενός συμπεριφορικού δεσμού με τη μητέρα τους. Αυτός ο δεσμός προκαλεί δυστυχία όταν απομακρύνονται ο ένας απ’ τον άλλον. Τα στάδια του αποχωρισμού είναι 2: η διαμαρτυρία και η απόγνωση. Κάθε ένα από αυτά τα 2 στάδια συνοδεύεται από μία ομάδα συμπεριφορών και μία διακριτή φυσιολογία.
Στη διαμαρτυρία, η καρδιακή συχνότητα, η θερμοκρασία του σώματός μας και τα επίπεδα των κατεχολαμινών και της κορτιζόλης ανεβαίνουν. Ως αποτέλεσμα, αυξάνεται η κινητική δραστηριότητα, μιας και ένα νεαρό θηλαστικό που έχασε τη μητέρα του, θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση ώστε να τη βρει. Αν ο χωρισμός παραταθεί, το θηλαστικό μπαίνει στην απόγνωση.
Η απόγνωση αρχίζει με την εξαφάνιση της γκρίνιας και την έλευση της απάθειας: Το ζώο σταματάει το πήγαινε-έλα, σταματάει το κλαψούρισμα και κουλουριάζεται σε μια γωνία. Πίνει λίγο νερό και μπορεί να μη δείξει ενδιαφέρον για φαγητό. Η φάση της απόγνωσης διαταράσσει ευρύτατα τους ρυθμούς του σώματος: Η καρδιακή συχνότητα επιβραδύνεται και στο ηλεκτροκαρδιογράφημα βλέπουμε αφύσικους, ακανόνιστους και κοφτούς παλμούς να παρεμβάλλονται στην κανονική πορεία. Ο ύπνος γίνεται ελαφρύτερος και το επίπεδο της αυξητικής ορμόνης στο αίμα πέφτει απότομα. Αυτός είναι και ο λόγος που τα μωρά, χωρίς αγάπη, σιγά σιγά πεθαίνουν.
Τα στοιχεία για τη ζωτική αναγκαιότητα της αγάπης δε σταματούν εκεί. Οι μοναχικοί άνθρωποι έχουν 3 έως 5 φορές περισσότερες πιθανότητες να πεθάνουν πρόωρα, από οποιαδήποτε αιτία, από ότι οι άνθρωποι με έναν σύντροφο, μία οικογένεια ή μία κοινότητα. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι ασθενείς που πάσχουν από καρδιά πεθαίνουν 4 έως 6 φορές πιο συχνά από εκείνους που ζουν συντροφιά με έναν σκύλο. Πίθηκοι που μεγάλωσαν μόνοι τους συχνά αυτο-ακρωτηριάζονται, δαγκώνουν τα μέλη τους, χτυπούν με μανία το κεφάλι τους στον τοίχο και βγάζουν τα μάτια τους. Η παραμέληση δημιουργεί παιδιά των οποίων η περίμετρος του κεφαλιού είναι μετρήσιμα μικρότερη, των οποίων ο εγκέφαλος σε μαγνητική σάρωση παρουσιάζει συρρίκνωση λόγω απώλειας δισεκατομμυρίων κυττάρων. Παιδιά των οποίων η μητέρα τους είναι καταθλιπτική από νωρίς στη ζωή τους, παρουσιάζουν επίμονες γνωσιακές αναπηρίες.
Γίνεται φανερό ότι τα θηλαστικά, μόλις αποκοπούν από τις μορφές προσκόλλησής τους, καταβαραθρώνονται σε μία σωματική αποδιοργάνωση. Το ποσοστό αποσύνθεσης ποικίλει. Τα μωρά εξαρτώνται πλήρως, η σταθερότητα των πιο μεγάλων παιδιών χάνεται πιο αργά και των ενηλίκων ακόμα πιο αργά. Σε οποιαδήποτε ηλικία, ωστόσο, η φυσιολογία των κοινωνικών θηλαστικών είναι ασταθής.
Το ανθρώπινο σώμα είναι ενας ανοικτός βρόχος, ένα ανοικτό σύστημα, που συνδέεται με άλλα ανοικτά συστήματα, δηλαδή με άλλους ανθρώπους. Οι γυναίκες που περνούν καιρό μαζί συχνά ευθυγραμμίζουν τους κύκλους τους. Οι στενοί φίλοι πετυχαίνουν ευκολότερα συγχρονία (π.χ. όταν συγχρονίζονται τα βήματα στο περπάτημα). Αυτά δείχνουν ότι η σωματική αυτή σύνδεση είναι μεταιχμιακή. Η εξέλιξη έχει δώσει στα θηλαστικά έναν δίαυλο για να προσαρμόζουν και να ενισχύουν τους σωματικούς ρυθμούς το ένα του άλλου, μέσα από τη συνεργατική αλληλεπίδραση της αγάπης. Αυτήν την αμοιβαία συγχρονιστική ανταλλαγή την αποκαλούμε μεταιχμιακή ρύθμιση.
Βάσει αυτών ο μύθος του αυτόνομου ατόμου έχει ήδη καταρρεύσει.
*
3ο μέρος
Αυτή όμως δεν είναι η συνολική εικόνα. Πέρα από το να ρυθμίζει τη φυσιολογία μας, η προσκόλληση αλλάζει ένα νεαρό θηλαστικό για πάντα. Η μεταιχμιακή ρύθμιση χαράζει γνωσιακά πρότυπα που διαρκούν στα αναπτυσσόμενα κυκλώματα του νου. Πάμε να δούμε τι σημαίνει αυτό.
Για να δούμε τι σημαίνει αυτό, πρέπει πρώτα να πούμε κάποια πράγματα για το πώς λειτουργεί η μνήμη.
Μία βασική διάκριση ανάμεσα στα είδη της μνήμης είναι αυτή σε έκδηλη και άδηλη. Ως έκδηλη μνήμη ορίζεται η ικανότητα συγκράτησης και ενθύμησης συμβάντων και δεδομένων που μπορούν να δηλωθούν με ρητό τρόπο, τρόπος ο οποίος απαιτεί τη διεργασία της συνείδησης. Εκδηλη μνήμη είναι αυτή την οποία μπορούμε να φέρουμε στη συνείδησή μας, αυτή που μπορούμε να δηλώσουμε. Η άδηλη μνήμη από την άλλη αποθηκεύει μη συνειδητά πληροφορίες για συνήθειες και δεξιότητες τις οποίες τις χρησιμοποιούμε χωρίς να έχουμε την επίγνωση ότι το κάνουμε.
Στη βιβλιογραφία υπάρχει το παράδειγμα ενός ασθενούς, του κύριου Άντεργουντ, ο οποίος είχε, λόγω ατυχήματος, μία ζημιά στον ιππόκαμπο, το σημείο του εγκεφάλου που φιλοξενεί την έκδηλη μνήμη. Ο κύριος αυτός δεν μπορούσε να μάθει τίποτα μετά το ατύχημα, ενώ θυμόταν κανονικά τα πράγματα πριν το ατύχημα. Ήταν σαν να έχει κολλήσει στο παρόν. Πίστευε δηλαδή ότι ζούσε το 1985 και ότι πρόεδρος της Αμερικής ήταν ο Ρήγκαν. Κάθε πρωί ξαναγνώριζε από την αρχή τους γιατρούς του και γενικότερα δεν μπορούσε να μάθει τίποτα καινούργιο. Παρόλα αυτά, ερευνητές έκαναν το εξής πείραμα: έμαθαν στον κύριο Άντεργουντ να δένει ναυτικούς κόμπους. Μετά από κάποιες μέρες τον ρώτησαν αν ξέρει να δένει κόμπους, και αυτός απάντησε όχι, γιατί φυσικά δεν το θυμόταν ότι είχε μάθει. Παρόλα αυτά όταν τον έβαλαν να δέσει κόμπους, αυτός τα κατάφερε χωρίς δυσκολία. Αυτό δείχνει ότι ακόμα και χωρίς έκδηλη μνήμη η ικανότητα για μάθηση διατηρείται.
Έτσι, δύο επιστήμονες ήθελαν να διαπιστώσουν εάν οι συναισθηματικές αναμνήσεις είναι έκδηλες ή άδηλες, και γι αυτό σχεδιάσαν το εξής πείραμα. Σε έναν ασθενή με το ίδιο πρόβλημα με τον κύριο Άντεργουντ, έβαλαν τους 3 γιατρούς που τον εξυπηρετούσαν να του φέρονται διαφορετικά: Ο ένας τον φρόντιζε και τον κολάκευε, ο 2ος ήταν ανέκφραστος και ο 3ος ήταν δυσάρεστος. Μετά από κάποιες μέρες, ενώ αρνήθηκε ότι γνώρισε οποιονδήποτε, όταν τον υποχρέωναν να διαλέγει έναν απ τους 3 για να τον προμηθεύουν με τσιγάρα, αυτός προτιμούσε τον «καλό» με μεγαλύτερη συχνότητα απ’ όση θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαία. Χωρίς μνήμη γεγονότων ή προσώπων, ο ασθενής συγκρατούσε μια συναισθηματική εντύπωση.
Αυτό αποδεικνύει ότι η συναισθηματικά μάθηση γίνεται άδηλα. Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι δε θυμόμαστε τίποτα από τα 2-3 πρώτα χρόνια της ζωής μας, ενώ είναι τα πιο σημαντικά ως προς την δόμηση της προσωπικότητάς μας – η έκδηλη μνήμη δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί. Ξαναβλέπουμε εδώ, μέσα από τη λειτουργία της μνήμης αυτή τη φορά, την αδυναμία του νεοφλοιού –της «λογικής»– να παρέμβει σε συναισθηματικά ζητήματα.
Είδαμε λοιπόν πώς λειτουργεί μακροσκοπικά η μνήμη. Θα προσπαθήσουμε να δούμε τώρα το αντίθετο, δηλαδή πώς οι νευρώνες σχηματίζουν δίκτυα, τα οποία μεταφράζονται ως αναμνήσεις. Αν προσομοιώσουμε τη λειτουργία του εγκεφάλου με νευρωνικά δίκτυα, τότε προκύπτει η εξής συλλογιστική:
Όταν νιώθουμε ένα συναίσθημα ενεργοποιείται ένα σύνολο/δίκτυο νευρώνων.
Όταν μετά από λίγο το συναίσθημα περάσει, οι διασυνδέσεις ανάμεσα στους νευρώνες αυτούς ενισχύουν τους προηγούμενους χαλαρούς δεσμούς, και έτσι φτιάχνουν μία ανάμνηση.
Στο πρώτο σχήμα βλέπουμε ότι οι νευρώνες ενεργοποιήθηκαν, και στο δεύτερο ότι, όταν πια το συναίσθημα έσβησε, οι δεσμοί παραμένουν.
Όσο πιο πολλές φορές νιώσουμε αυτο το συναίσθημα, τόσο οι δεσμοί ενισχύονται, και άρα η ανάμνηση βαθαίνει.
Βλέπουμε εδώ ότι οι μαύρες γραμμές είναι πιο παχείες από ότι προηγουμένως.
Έστω ότι τώρα έρχεται ένα παρόμοιο ερέθισμα, με αποτέλεσμα να ξαναδιεγερθούν κάποιοι από αυτούς τους νευρώνες ή/και κάποιοι κοντινοί σε αυτούς. Τότε βλέπουμε ότι ενεργοποιούνται και οι αρχικοί νευρώνες. Έτσι, η ανάμνηση λειτουργεί σαν ελκυστής. Όσο πιο ισχυρή/βαθιά είναι η σύνδεση των νευρώνων (πιο ισχυρή και επαναλαμβανόμενη ανάμνηση), τόσο πιο ισχυρό είναι και το πεδίο έλξης της.
Τι σημαίνει αυτό. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Έχουμε δει πολλές φορές στη ζωή μας το γράμμα ‘Η’. Αυτό μας έχει δημιουργήσει μια βαθιά μνήμη:
Εάν τώρα δούμε ένα καλλιγραφικό H, τότε αυτό θα ενεργοποιήσει ένα κύκλωμα νευρώνων, όπου κάποιοι θα είναι κοινοί με το κανονικό Η, και κάποιοι άλλοι θα είναι κοντινοί. Τότε, σαν ντόμινο, θα ενεργοποιηθούν και οι αρχικοί νευρώνες με αποτέλεσμα στην πραγματικότητα να βιώνουμε κατά βάση την ανάμνηση και όχι την πραγματικότητα.
Αυτό εξηγεί το γιατί οι χαρούμενοι άνθρωποι θυμούνται αυτόματα τις ευτυχισμένες στιγμές, ενώ ένα καταθλιπτικό άτομο θυμάται χωρίς προσπάθεια περιστατικά εγκατάλειψης και απόγνωσης. Φωτίζει επίσης το γιατί οι αγχώδεις άνθρωποι κλωθογυρίζουν σε παλιές απειλές. Αν ένα συναίσθημα είναι αρκετά ισχυρό, μπορεί να καταστείλει αντικρουόμενα δίκτυα ολοκληρωτικά, τόσο που το περιεχόμενό τους να γίνει απροσπέλαστο, σε σημείο που να αποκλείει κομμάτια του παρελθόντος που έρχονται σε αντίθεση μ’ αυτά. Άτομα με βαριά κατάθλιψη «ξεχνούν» την προηγούμενη πιο ευτυχισμένη ζωή τους και την αρνούνται με επιμονή, όσο και να προσπαθούν να τους τη θυμίσουν καλοπροαίρετοι φύλακες της ιστορικής αλήθειας.
Ο ελκυστής, λοιπόν, είναι στην ουσία ένα σχήμα μέσα στον εγκέφαλό μας, που διαστρεβλώνει, στρογγυλοποιεί την πραγματικότητα που αντιλαμβανόμαστε, βάσει ήδη καθορισμένων αναμνήσεών μας. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι ότι οι Αρχαίοι Μακεδόνες δεν πρόφεραν το γράμμα ‘φ’ με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καταλάβουν τη διαφορά ανάμεσα στα γράμματα ‘φ’ και ‘β’. Πήραν την Ιωνική λέξη Φίλιππος και την έκαναν Βίλιππος. Αυτό συνέβαινε γιατί δεν είχαν 2 ελκυστές για αυτά τα 2 (κοντινά) φωνήματα. Παρ’ όλα αυτά, με προσπάθεια και επανάληψη, οι επιστήμονες κατάφεραν να κάνουν ανθρώπους που μίλαγαν μια τέτοια γλώσσα, να διακρίνουν τη διαφορά ανάμεσα στα 2 φωνήματα, να δημιουργήσουν δηλαδή έναν καινούριο ελκυστή! Αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για τα πολιτικά συμπεράσματα που θα βγάλουμε παρακάτω.
Ο μεταιχμιακός εγκέφαλος περιέχει κι αυτός τους (συναισθηματικούς) ελκυστές του, οι οποίοι έχουν κωδικοποιηθεί κυρίως στις αρχές της ζωής του. Έτσι, η αρχική αυτή πόλωση επιθεωρεί τον συναισθηματικό κόσμο και καθοδηγεί τις σχέσεις του εφ’ όρου ζωής. Αν η πρώιμη εμπειρία ενός μεταιχμιακού εγκεφάλου επιδεικνύει μία υγιή συναισθηματική αλληλεπίδραση, οι ελκυστές του θα χρησιμεύσουν σαν αξιόπιστοι οδηγοί στον κόσμο των πρακτικών και αποτελεσματικών σχέσεων. Αν μία μη υγιής αγάπη κάνει την εμφάνισή της σε ένα παιδί, οι ελκυστές του θα την κωδικοποίησουν και θα σπρώχνουν τις σχέσεις του ως ενηλίκου στο κρεβάτι του Προκρούστη. Κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να παρακάμψει τους δικούς του ελκυστές, μιας και είναι ενσωματωμένοι στη δομή του εγκεφάλου του και της σκέψης του. Μη βιάζεστε να απογοητευτείτε όμως. Η επίδραση ενός ελκυστή δεν περιορίζεται στον αρχικό νου από τον οποίο προήλθε. Επειδή ο μεταιχμιακός συντονισμός και η μεταιχμιακή ρύθμιση φέρνουν κοντά τα ανθρώπινα μυαλά, σε μία διαρκή ανταλλαγή σημάτων, κάθε εγκέφαλος είναι μέρος ενός τοπικού δικτύου που μοιράζεται πληροφορίες. Και στις πληροφορίες που μοιράζονται ανάμεσα στους εγκεφάλους, περιλαμβάνονται και οι ελκυστές. Κοινώς, οι ελκυστές ενός ανθρώπου επηρεάζουν και επηρεάζονται από τους ελκυστές των υπόλοιπων ανθρώπων. Η συνεχιζόμενη έκθεση στους ελκυστές ενός άλλου ατόμου δεν ενεργοποιεί απλώς τα νευρωνικά πρότυπα κάποιου άλλου, αλλά και τα ενδυναμώνει. Η μακροχρόνια συντροφικότητα καταγράφει μόνιμες αλλαγές στη δομή ενός εγκεφάλου. Την ικανότητα αυτή των θηλαστικών να αλλάζουν, να αναπλάθουν ο ένας τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο ο άλλος, την ονομάζουμε μεταιχμιακή αναθεώρηση. Η ψυχοθεραπεία είναι ένα παράδειγμα αναθεώρησης των μεταιχμιακών ελκυστών μας. Η ένταξη και η ζωή σε μία σφιχτά δεμένη κοινότητα είναι ένα άλλο παράδειγμα.
*
Ανακεφαλαιώνοντας
Ας συνοψίσουμε λοιπόν.
Ο εγκέφαλος χωρίζεται σε 3 τμήματα, τον ερπετικό, τον μεταιχμιακό και το νεοφλοιό. Ο ερπετικός σχετίζεται με ζωτικές λειτουργίες και τον φόβο, ο μεταιχμιακός με τα κοινωνικά συναισθήματα και την αγάπη, και ο νεοφλοιός με τη λογική και την αφηρημένη σκέψη. Ο νεοφλοιός συνήθως δεν μπορεί να επηρεάσει τον μεταιχμιακό, αλλά μπορεί να παρατηρεί και να βγάζει συμπεράσματα.
Οι μεταιχμιακοί εγκέφαλοι μπορούν και συντονίζονται (όπως όταν το μωρό επικοινωνεί με τη μάνα – μεταιχμιακός συντονισμός) και πρέπει να συντονίζονται, ούτως ώστε να ρυθμίζονται οι εσωτερικοί ρυθμοί του σώματός μας, μιας και κανένας άνθρωπος δεν είναι συναισθηματικά και φυσιολογικά αυτόνομος. Τα συναισθήματα λειτουργούν με ελκυστές οι οποίοι τραβάνε την πραγματικότητα ώστε να είναι συμβατή με τα σχήματα που έχουμε στον εγκέφαλό μας, τα οποία έχουν καθοριστεί από την πρώιμη εμπειρία με μη συνειδητό τρόπο. Παρόλα αυτά, οι ελκυστές μας μπορούν να αλλάξουν, μέσα από τον συντονισμό με άλλους εγκεφάλους, και έτσι έχουμε αυτό που λέμε μεταιχμιακή αναθεώρηση. Αυτό χρειάζεται ανθρώπους (ψυχοθεραπεία/μια κοινότητα), χρόνο και επένδυση.
*
Συμπεράσματα
Τι πολιτικά συμπεράσματα προκύπτουν από τη δημιουργία μιας γενικής θεωρίας για την αγάπη; Πρέπει να είμαστε αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι; Η θεωρία δυναμικών συστημάτων μάς διδάσκει ότι οι ελκυστές από τη φύση τους μπορούν όχι μόνο να μεταβάλλονται, αλλά και να εξαφανίζονται ή να δημιουργούνται καινούριοι, όπως είδαμε με τα γράμματα ‘φ’ και ‘β’. Αν εφαρμόσουμε αυτό το συμπέρασμα στους συναισθηματικούς ελκυστές ενός ενήλικου ανθρώπου, τότε συμπεραίνουμε ότι αυτοί μπορούν να αλλάξουν, με τη βοήθεια της μεταιχμιακής αναθεώρησης. Προσοχή όμως! Χωρίς μεταιχμιακό συντονισμό δεν υπάρχει μεταιχμιακή αναθεώρηση. Αυτό σημαίνει ότι η συναισθηματική εμπειρία ενός ανθρώπου μπορεί να μη μεταστραφεί ακόμη και αν ο κόσμος γύρω του αλλάξει δραματικά. Μπορεί να παραμείνει παγιδευμένος μέσα σε μία εικονική πραγματικότητα, φτιαγμένη πριν από δεκαετίες, εάν οι ανθρωποι γύρω του δεν τον βοηθήσουν να δει μία άλλη πραγματικότητα. Έτσι προκύπτει και το δεύτερο πολιτικό συμπέρασμα: Εάν δε λάβουμε υπόψιν μας την ανθρώπινη επαφή, καμία στείρα κοινωνική διαδικασία (π.χ. αλλαγή του οικονομικού μοντέλου) δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα της ανθρώπινης ψυχής.
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε και τη σημασία του χρόνου και της επένδυσης. Οι σχέσεις ζουν από τον χρόνο. Οι διαδικασίες της συνάφειας και της αγάπης είναι φυσιολογικές διαδικασίες που, όπως η χώνεψη ή η ανάπτυξη των οστών, δεν μπορούν να επιταχυνθούν. Η τεχνολογία και οι γρήγοροι ρυθμοί του πολιτισμού μας μας δελεάζουν να σκεφτούμε: Δε θα μπορούσαμε να συμπιέσουμε μια σχέση σε λιγότερο χρόνο απ’ όσον απαιτούσαν τον παλιό καιρό; Το κατηγορηματικό μεταιχμιακό όχι αιφνιδιάζει τον πολιτισμό μας. Κάθε επικοινωνιακό μεσο της mainstream κουλτούρας περιγράφει ως κορυφαία στιγμή οικειότητας μεταξύ ενηλίκων εκείνη που δύο ελκυστικοί άνθρωποι που δεν ξέρουν τίποτα ο ένας για τον άλλον πέφτουν στο κρεβάτι και κάνουν παθιασμένα σεξ. Όλες οι στιγμές της ερωτικής μας ζωής θα έπρεπε να τείνουν, όπως μας μαθαίνουν, προς εκείνη τη συγκλονιστική ερωτική αποθέωση. Όμως ο έρωτας απλώς φέρνει τους παίκτες κοντά. Το τέλος του είναι τόσο αναπόφευκτο όσο και επιθυμητό. Η γνήσια συνάφεια, δηλαδή η αγάπη, είναι μεταιχμιακά διάφορη του έρωτα, αν και πολλές φορές προέρχεται από αυτόν. Αγάπη σημαίνει αμοιβαιότητα, συγχρονική εναρμόνιση και ρύθμιση. Και για αυτό, στην αγάπη των ενηλίκων αποφασιστικό ρόλο παίζει το να γνωρίζει ο ένας τον άλλον. Θα μπορούσαμε λοιπόν να συμπιέσουμε μια σχέση σε λιγότερο χρόνο; Όχι. Χωρίς πλούσια ανθρώπινη επαφή, ένα παιδί δεν μπορεί να φτάσει την εσωτερική του ισορροπία. Τα ποσοστά κατάθλιψης στις ΗΠΑ ανεβαίνουν σταθερά από το 1960. Τα ποσοστά αυτοκτονίας νέων ανθρώπων έχουν υπερτριπλασιαστεί από τότε. Ένα άτομο στερημένο από ένα σταθερό κέντρο χρειάζεται κάτι για να προσανατολιστεί καθώς προσπαθεί να πλεύσει στον κόσμο. Μιας και δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τον πυρήνα του εαυτού του για να το κάνει αυτό, θα αναζητήσει εξωτερικά πρότυπα – εκείνα για τα οποία μπορεί να νιώθει σιγουριά. Έτσι, η ματαίωση της προσκόλλησης ενθαρρύνει τον ναρκισσισμό – το φαίνεσθαι αντί του είναι. Εάν ούτε αυτό είναι αρκετό, ο διψασμένος εγκέφαλος θα ψάξει την ικανοποίηση ή την ανακούφιση σε αναποτελεσματικά υποκατάστατα: αλκοόλ, κοκαΐνη, ηρωίνη (πειράματα σε ποντίκια έχουν δείξει ότι συγκεκριμένα η ηρωίνη και γενικότερα τα οπιούχα απαλύνουν τον πόνο του χωρισμού και της απόγνωσης).
Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Μήπως οι διαλέξεις για τα κακά της εξάρτησης που μας έκαναν στο σχολείο θα βοηθήσουν; Μάλλον όχι. Αυτές οι συζητήσεις στοχεύουν στον νεοφλοιό, όχι στον μεταιχμιακό εγκέφαλο. Η ανεμελιά τού «Απλώς πες όχι» αγνοεί τη σχετική ανεξαρτησία του μεταιχμιακού εγκεφάλου από τον νεοφλοιό. Μόνο με ισχυρούς οικογενειακούς και κοινωνικούς δεσμούς μπορεί το πρόβλημα των ουσιών να καταπολεμηθεί, και, πράγματι, μελέτες σε παιδιά και σε ενηλίκους επιβεβαιώνουν αυτό το πόρισμα. Ένα ακόμη παράδειγμα είναι οι επιχειρήσεις, τα «νομικά πρόσωπα», τα οποία στην πραγματικότητα δεν έχουν πρόσωπο. Οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αντιμετωπίζουμε τις σχέσεις μας μεταιχμιακά, δηλαδή με όρους συναισθημάτων και προσκόλλησης. Όμως, μια εταιρεία δεν έχει μεταιχμιακή δομή ώστε να αναγνωρίζει τους υπαλλήλους ως «δικούς της». Όταν η Johns Manville Corporation συγκάλυψε τις θανατηφόρες συνέπειες του αμίαντου, έστειλε στον θάνατο εκατοντάδες υπαλλήλους της, απλά και μόνο επειδή με αυτόν τον τρόπο ελαχιστοποιούσε το κόστος. Δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Οποιοδήποτε ερπετό θα είχε κάνει το ίδιο.
Αυτό το σημείο πρέπει να το προσέξουμε και να το τονίσουμε. Έξω από τη μεταιχμιακή σφαίρα, δεν υπάρχει κανένας εγγενής ενδοιασμός ώστε να μη βλάπτονται οι άνθρωποι. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Η προετοιμασία των στρατιωτών για τη μάχη, εμπεριέχει και την κατήχηση στη συναισθηματική κατάσταση που γεννάει έναν εχθρό. Αυτός ο ψυχολογικός στόχος επιτυγχάνεται με την κατάλυση των ψυχικών δεσμών ανάμεσα στις 2 ομάδες, Εμάς και Αυτούς. Η ιστορία βρίθει από κτηνωδίες ανάμεσα σε ομάδες που δεν τις συνδέουν μεταιχμιακοί δεσμοί. Εάν θέλουμε κάποια στιγμή να χτίσουμε μία πιο ειρηνική κοινωνία, πρέπει αυτό να το έχουμε στο μυαλό μας.
Είδαμε λοιπόν την αρχιτεκτονική της αγάπης, τους τρόπους με τους οποίους αυτή ρυθμίζει, σταθεροποιεί και αλλάζει τις ζωές μας. Είδαμε ότι η κοινωνία μας αρνείται αυτούς τους νόμους, τόσο να τους αναγνωρίσει, όσο και να τους εφαρμόσει. Η αγάπη έχει τη δική της λογική, για την οποία η Λογική δεν έχει ιδέα. Η αγάπη δεν είναι ανταλλακτική, είναι αμοιβαία. Δεν είναι 50-50, είναι 100-100. Όπως είπε ο Ζαν Πωλ Σαρτρ «Στην αγάπη, ένα κι ένα κάνουν ένα».
Πηγή: Ταξικές Μηχανές
Leave a Reply