Alfredo M. Bonanno: “Μη-ειδήσεις σχετικά με τα ναρκωτικά”

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο τρόποι να δημιουργήσει κανείς μουσική. Ο αρνητικός και ο θετικός τρόπος. Μπορούμε να στριγκλίζουμε όσο θέλουμε στις χορδές ενός βιολιού και να εξακολουθούμε να μην πετυχαίνουμε να δημιουργήσουμε μουσική. Αλλά, ένα ολόκληρο χαρτοφυλάκιο βαθμολογιών μεγάλων συνθετών δεν κάνει κάποιον μουσικό. Προκύπτει ότι θα πρέπει κανείς να μη δίνει τόσο μεγάλη προσοχή στο πώς λέγονται τα πράγματα, όσο στο τι λέγεται.

 

Το αντίστοιχο συμβαίνει σήμερα με τα ναρκωτικά, όπως συμβαίνει και με κάθετί άλλο. Ο καθένας παίζει με το δικό του τρόπο, έχοντας το δικό του σκοπό. Υπάρχουν αυτοί που μιλούν με έναν αέρα προσωπικής εξουσίας, παρότι όταν έρχεται η στιγμή, το μόνο που γνωρίζουν είναι φήμες. Αυτή η επιστήμη φτάνει σ’ αυτούς μέσω εμπειριών τρίτων, είναι μία εξωτερική υπόθεση. Έχουν παρατηρήσει ζητήματα, που δεν τους αφορούν, συγκεντρώνοντας μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, που δεν είναι τίποτα άλλο από σήματα, όχι πραγματικότητα. Λίγη σημασία έχει τότε, είναι η γνώμη μου, εάν κάποιος υιοθετεί μια ανεκτική στάση ή προβαίνει σε προβλέψεις με μανδύα Αποκάλυψης.

 

Κατόπιν, υπάρχουν και οι συνήθεις αχρείοι, που καλούν σε εχγειρήματα πολιτικού οπορτουνισμού, μεγαλύτερα ή μικρότερα και πάλι η διάκριση είναι άσχετη.

 

Και υπάρχουν αυτοί που έχουν μια αφοπλιστικά καλή πίστη, εκείνοι οι επαγγελματίες της καλής πίστεως, που σχεδόν υψώνουν ασπίδα με τη χάρη τους για να κρυφτούν, οι οποίοι δειλώς επιμένουν πως κάτι πρέπει να γίνει (το οποίο συνήθως έχει ως αποτέλεσμα τίποτα άλλο πέρα από μια άξια ανακαίνιση κάποιων εκ των πιο απαρχαιωμένων μορφών κοινωνικής υπηρεσίας).

 

Χωρίς να ξεχνάμε τους αντιμαφιόζους βιολιστές, που συνδυάζουν τη γόνιμη δραστηριότητά τους με το «πρόβλημα των ναρκωτικών» -τα δύο είναι καθαρά αλληλοεξαρτώμενα-, μετατρέποντας σε αιχμή δόξας το να επαναλαμβάνουν τα παραδοξολογικά σκουπίδια, που λέγονται σχετικά με τη «μαφία», όταν γίνεται λόγος για «ναρκωτικά», λέξη προς λέξη.

 

Και τέλος, υπάρχουν οι πιο προχωρημένοι «επαναστάτες», που μπορούν να διανεμηθούν σε περίπου δύο θέσεις, κάθε μία από τις οποίες είναι κωμική, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Η πρώτη είναι ανεκτική, αλλά μόνο μέχρι ενός σημείου. Είναι εκείνοι υπέρ της χρήσης «ελαφρών», όχι «βαρέων» «ναρκωτικών». Είναι ανοιχτόμυαλοι στο σημείο του να γίνονται οι ίδιοι σε καταναλωτές κατά διαστήματα. Με επαναστατικό ασκητισμό φυσικά, χρησιμοποιώντας μικρές ποσότητες «ελαφρών ναρκωτικών», φροντίζοντας να έχουν λίγο κοντά στο χέρι, έτσι ώστε να μην έχουν προβλήματα με το νόμο, αφού αυτό θα ήταν εκτός της ιδιοσυγκρασίας ενός επαναστάτη. Η δεύτερη θέση είναι η απόλυτη καταδίκη όλων των ναρκωτικών, «ελαφρών» και «βαρέων», δεν έχει καμία διαφορά: όλα «θολώνουν τις ικανότητές σας». Αυτές οι «επαναστατικές» θέσεις υστερούν ξεκάθαρα σε κάτι. Η διάκριση μεταξύ «μαλακών» και «σκληρών» ναρκωτικών έμοιαζε πάντα πλαστή σε μένα, εν μέρει επειδή η διαφορά τους καθορίζεται από τα νόμιμα εργαστήρια του συστήματος. Και μου φαίνεται πολύ βιαστικό να δηλώσεις άπαξ και δια παντός πως όλοι οι ναρκωμανείς είναι ανόητοι χωρίς στήριγμα, ανίκανοι να αυτοδιαχειριστούν τις ζωές τους και επομένως, είναι σαν κομμάτια ξύλου στο έλεος του στροβιλίζοντος ποταμού των σχέσεων εξουσίας.

 

Οι ηλίθιοι και επιπόλαιοι, οι αδύναμοι και αβέβαιοι, εκείνοι οι επιθυμούντες ομοιομορφία με κάθε κόστος, θα συναθροιστούν κάτω από κάθε σημαία, συμπεριλαμβανομένης της επαναστατικής. Δίπλα μου, κάτω από την ίδια σημαία, τους έχω ακούσει να ασθμαίνουν σε περιπτώσεις υπερβολικά έντονες για τους ανθρωπιστικούς τους ουρανίσκους ή για το οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από τη μεταμφίεση λιονταριού τους. Τους έχω δει ακόμη και να κρύβουν την αδυναμία τους πίσω από στάσεις αντάξιες ανηλεών δικαστών. Σχεδόν όλοι χρειαζόμαστε κάποιο είδος στηρίγματος, δε λέω πως δε συμπεριλαμβάνω τον εαυτό μου σε αυτό. Αν μη τι άλλο, παίρνω ένα υπνωτικό χάπι όταν δεν μπορώ να κοιμηθώ, τρώω υπερβολικά πολύ όταν είμαι νευρικός ή άλλα τέτοια πράγματα. Αλλά, δεν αναφερόμαστε στις αδυναμίες μας, αλλά στη στάση μας προς αυτό, που θεωρούμε πως είναι οι αδυναμίες των άλλων.

 

Γι’ αυτό, αν σκεφτώ τη θέση μου προσεκτικά, θεωρώ το “πρόβλημα των ναρκωτικών” ως “μη-είδηση”. Δεν προσυπογράφω καμία από τις θέσεις, που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ούτε τις αφ’ υψηλού θέσεις, από τις οποίες αναφέρονται κάποιοι στους “ναρκωμανείς” (είναι πιο μοδάτο να τους λέμε “πρεζάκια”). Βλέπω τα πράγματα διαφορετικά.

 

Για ακόμα μια φορά, πρέπει να ξεκινήσουμε από κάτι προφανές: την ελευθερία. Βέβαια, κάποιος θα μπορούσε να απαντήσει πως ο νέος, με την αρκετά περιορισμένη αντίληψη επιλογών για αποκόμιση γνώσης ή σημείων αναφοράς, δεν έχει τη δυνατότητα να θέσει ως αφετηρία την ελευθερία. Οπότε; Τι πρέπει να κάνω; Θα ήταν σαν να έλεγα πως λυπάμαι που οι εκμεταλλευόμενοι έχουν αρκετά περιορισμένη πιθανότητα να εξεγερθούν, επειδή το εξουσιαστικό οικοδόμημα έχει υπάρξει αρκετά έξυπνο, ώστε να τα καλύπτει όλα. Στην πραγματικότητα, δεν λυπάμαι για κάτι τέτοιο. Πήγαιναν γυρεύοντας, με τις άθλιες και ασήμαντες προτάσεις τους πάνω στο πώς θα αναγκάσουν το Κράτος να ικανοποιήσει τις ανάγκες τους,. Και έτσι, οι ανάγκες συνεχίζουν να ικανοποιούνται ή να αναβάλλονται, επιτρέποντας με αυτόν τον τρόπο την αναδιοργάνωση του ελέγχου και την ανοικοδόμηση της οικονομίας. Μέχρι ενός τέτοιου σημείου, αν όχι σήμερα, τότε κάποια στιγμή στο μέλλον, όπου ο χώρος για εξέγερση θα έχει συρρικνωθεί σε σημείο να είναι σχεδόν ανύπαρκτος.

 

Αν κάποιο άτομο θέλει να αποκτήσει μια σχέση με τα ναρκωτικά, είναι ελεύθερο να το κάνει, αλλά μη μου λέτε πως μόνο ένα είδος σχέσης είναι δυνατό. Για πολύ καιρό τώρα, θεωρώ πως οι καταστάσεις, τις οποίες βίωνε κάποιος τη δεκαετία του 50, έχουν αλλάξει. Τότε “αναζητούσαμε τη φωτιά”. Σήμερα, μπορούμε να ψάξουμε για πολύ καιρό, αλλά το μόνο που θα βρούμε είναι ζόμπι, που εκλιπαρούν για ένα φιξάκι. Αλλά, δεν αντιμετωπίζω αυτό το γεγονός με κλάψες, όπως αυτές που ακούγονται έξω από κάθε προλεταριακό σπίτι ή κάθε τρώγλη της πιο απωθητικής και ντροπιαστικής φτώχειας, χωρίς να σηκώνουν ούτε το δαχτυλάκι τους, όταν περνούν έξω από τα θωρακισμένα παράθυρα μιας τράπεζας, της οποίας το χρηματοκιβώτιο είναι ανοιχτό και περιμένει να αδειαστεί. Βέβαια, ένα “κοινωνικό” πρόβλημα φτώχειας και εκμετάλλευσης υπάρχει. Αλλά, υπάρχει και ένα κοινωνικό πρόβλημα υποταγής, σεβασμού, πίστης, αποδοχής και θυσίας. Αν ο εκμεταλλευόμενος είναι πραγματικά εξεγερμένος, σίγουρα δε θα ξεκινήσει με τη λύση του προβλήματος “όλων” των εκμεταλλευομένων, αλλά θα προσπαθήσει τουλάχιστον να λύσει το δικό του, χωρίς να ζει στην αδυναμία του καπιταλισμού. Στην περίπτωση που δεν είναι ικανός σωματικά να το κάνει, θα πρέπει και πάλι να σκεφτεί τι θα κάνει ο ίδιος με τη ζωή του, πριν φτάσει στον εξευτελισμό του να αποκηρύσσει απλά τη φτώχεια του. Λέγοντας αυτό, δεν υποστηρίζω πως είμαι εναντίον των εκμεταλλευομένων και της φτωχολογιάς, που κάνουν χρήση ναρκωτικών και παραπατούν, λεία στα δικά τους φαντάσματα. Ναι, τους λυπάμαι. Άλλωστε, και εγώ άνθρωπος είμαι. Αλλά, δεν πρόκειται να κάνω τίποτα γι’ αυτούς. Τι θα έπρεπε να κάνω; Να τους μιλήσω για τον ίδιο παλιό αγώνα για νερό, ρεύμα ή μια σύνταξη, ώστε να μπορέσουν να περάσουν σε νέα επίπεδα φτώχειας και αποθάρρυνσης; Και τι πρέπει κάποιος να κάνει για τους χρήστες, που βρίσκονται σε έκσταση; Να τους δώσει μεθαδόνη; Ή να τους φτιάξει ένα ελευθεριακό και ανθρωπιστικό άσυλο;  Μην μου αναφέρετε καν τέτοια πράγματα.

 

Ξέρω με σιγουριά πως το εκμεταλλευόμενο προλεταριάτο μπορεί να εξεγερθεί και πως αν δεν το κάνει, είναι το ίδιο υπεύθυνο, τουλάχιστον όσο υπεύθυνος είναι και εκείνος που το εκμεταλλεύεται. Ξέρω με σιγουριά πως οι χρήστες μπορούν να εξεγερθούν και πως αν δεν το κάνουν, είναι επίσης υπεύθυνοι οι ίδιοι, όσο υπέυθυνοι είναι και αυτοί που πλουτίζουν από τη δυστυχία τους. Δεν είναι αλήθεια πως η στέρηση, η δουλειά, η φτώχεια και τα ναρκωτικά αφαιρούν από κάποιον τη δύναμη της θέλησης. Αντίθετα, μπορούν να την κάνουν μεγαλύτερη. Δεν είναι αλήθεια, όπως πολλοί άνθρωποι, χωρίς σχετική εμπειρία, υποστηρίζουν, πως η ηρωίνη (για να ασχοληθούμε με τα “βαριά” για λίγο) αφαιρεί τη δύναμη της θέλησης ή ότι μας καθιστά ανίκανους να δράσουμε με βάση ένα αποφασιστικό σχέδιο και με αντίληψη της ταξικής πραγματικότητας, όπως για παράδειγμα τη λειτουργία των μηχανισμών, που παράγουν, μεταξύ άλλων, και την αγορά των ναρκωτικών. Όποιος υποστηρίζει το αντίθετο, του λείπει η ικανότητα ή περιπλέκει σκόπιμα τα πράγματα. Υπάρχει πάντα αυτοσυνειδησία και αυτογνωσία στον χρήστη, ακόμα και σε εκείνους που υποτίθεται πως βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο (αλλά ποιο είναι το τελευταίο στάδιο;). Αν το άτομο είναι αδύναμο, ένας κακομοίρης με χαρακτήρα ήδη σημαδεμένο από μια ζωή στερήσεων ή εφησυχασμού (σε αυτό το στάδιο δεν έχει και μεγάλη σημασία), αντιδρά αδύναμα, αλλά θα έκανε το ίδιο σε οποιαδήποτε κατάσταση και αν τύχαινε να βρεθεί. Θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει πως τα ναρκωτικά τείνουν να χρησιμοποιούνται ως στήριγμα από πιο αδύναμα υποκείμενα. Πρέπει, δυστυχώς, να παραδεχθώ πως αυτό είναι αλήθεια. Αλλά, αυτό δεν αλλάζει τη λογική (“μη-είδηση”), την οποία υποστήριξα στην αρχή, του να σημειώνει, δηλαδή, κανείς την ευθύνη, που φέρουν οι αδύναμοι για την αδυναμία τους.

 

Θεωρώ, πως έχει έρθει η ώρα να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους.

 

Από το έντυπο “ProvocAzione”, τεύχος #17, Νοέμβρης 1988

 

Μετάφραση: Έρεβος

Be the first to comment

Leave a Reply

Your email address will not be published.