Το διάστημα 2001 – 2003, εκδόθηκαν στις ΗΠΑ οι πρώτες αναφορές του ινστιτούτου WTEC, στο Arlington, με θέμα τη σύγκλιση των νέων τεχνολογιών[1], στις οποίες πληθώρα ακαδημαϊκών από διάφορες ειδικότητες είχαν κληθεί να τοποθετηθούν πάνω στις νέες κατευθύνσεις της τεχνολογίας, εκείνες που θα καθόριζαν τα επόμενα στάδια ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και άρα θα κατέδειχναν τις νέες κατευθύνσεις της βιομηχανίας και της έρευνας. Δύο άλλες παρόμοιες αναφορές με την ίδια θεματική δόθηκαν στη δημοσιότητα μέχρι το 2003. Και στις τρεις, τα συμπεράσματα κατέληγαν εμφατικά σε τέσσερις κύριους άξονες ανάπτυξης για το μέλλον, με το κωδικό αρκτικόλεξο NBIC, δηλαδή Nano-Bio-Info-Cogno, που σήμαινε ότι το κέντρο βάρους μιας επερχόμενης τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης θα δινόταν στους κλάδους της Νανοτεχνολογίας, της Βιοτεχνολογίας, της Πληροφορικής και των Γνωσιακών Επιστημών. Μάλιστα, από τον τίτλο των πρώτων αυτών αναφορών, οι άξονες αυτοί διαφημίζονται με τη μορφή πολλαπλασιαστών ισχύος των ανθρώπινων όντων. Σε αυτό το θέμα έχουν αφιερωθεί από τότε μια σειρά από ανάλογες εκθέσεις ειδικών σε διάφορες κατευθύνσεις [2], [3]
Με έκπληξη διαπίστωνε κανείς ότι ένας μικρός τότε αριθμός συμμετεχόντων δεχόταν ότι για τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας της βιομηχανίας, που θα στηνόταν πάνω σε παρόμοιους άξονες, θα έπρεπε να γίνει, σταδιακά, αποδεκτός ένας βαθμός παρεμβατικότητας και, ίσως, «μεταλλαξιμότητας» της ανθρώπινης φύσης. Αυτή η νεοεισαγόμενη ανάγκη ελαστικοποίησης του ορισμού του ανθρώπινου θα μπορούσε, εκ πρώτης όψης, να θεωρηθεί μια ακόμη υπερβολή ενός νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στον οποίο κυριάρχησε η οικονομική σφαίρα, και στον οποίον άλλες υπερβολές είχαν ήδη εισαχθεί από πολύ νωρίτερα με χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα την κατάψυξη ανθρώπων η ακόμη και κεφαλιών τεθνεώντων, με την προσδοκία μιας μελλοντικής ανάστασης λόγω προόδων της ιατρικής. Παρόμοια, οι ρίζες του λεγόμενου Διανθρωπιστικού (transhuman) κινήματος, επίσης θα μπορούσαν να αναζητηθούν πολύ πιο πίσω, ακόμη και στην υπεραισιόδοξη πρόσληψη της τεχνικής προόδου των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, κάτι που τίμησε δεόντως τόσο η ε. φ., όσο και το Χόλυγουντ. Μόνο περί τις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα αρχίζει να εμφανίζεται παράλληλα μια πιο απαισιόδοξη οπτική όσον αφορά τους πιθανούς κινδύνους και γενικότερα το πρόβλημα της ύβρεως και των ορίων της ανάπτυξης, κυρίως με την άνοδο των οικολογικών κινημάτων. Χαρακτηριστικότερα, ίσως, παραδείγματα αποτέλεσαν οι κινηματογραφικές παραγωγές τύπου ‘Alien‘ και ‘The Thing’, στη σημειολογία των οποίων υποκρύπτεται σαφέστατα η απειλή των ανεξέλεγκτων μεταλλάξεων.
Παρ’ όλες αυτές τις πρώιμες μορφές αμφιταλάντευσης, είτε προς θετικές είτε προς αρνητικές όψεις της προηγμένης τεχνολογίας, η πραγματική κατανόηση του εύρους και του βάθους των αλλαγών που υπονοούνται πίσω από το πλαίσιο των NBIC συνολικά, είναι πολύ μεγαλύτερη από ότι έχουμε γνωρίσει μέχρι τώρα. Μια χοντρική εικόνα μπορεί να δοθεί με την παρακάτω απαρίθμηση δυνατοτήτων:
- Η συστηματική καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος και η απόλυτη εξάρτηση των πολιτών από την τεχνολογία για την επιβίωση τους.
- Η επικειμένη διείσδυση των ρομποτικών και άλλων αυτοματισμών στην καθημερινή ζωή και η πιθανότητα μερικής συγχώνευσης τους με το ανθρώπινο σώμα (ένωση Ανθρώπου – Μηχανής).
- Ο γονιδιακός ανασχεδιασμός των ζώντων οργανισμών και η δυνατότητα δημιουργίας νέων μορφών τεχνητής ζωής όπως και κατώτερων όντων – σκλάβων.
- Η δυνατότητα πλήρους αποκωδικοποίησης των νευρωνικών διαδικασιών και των εγκεφαλικών σημάτων και η μηχανική ανάγνωση της σκέψης.
- Η δημιουργία Τεχνητής Νοημοσύνης με ικανότητες που ξεπερνούν τις ανθρώπινες σε ορισμένους τομείς και η σταδιακή διείσδυση τους σε παραγωγικές και εμπορικές δραστηριότητες.
Aξίζει, ίσως, τον κόπο να παραθέσουμε, εδώ, μια παράδοξη συνήχηση με προηγούμενες ιστορικές περιόδους λόγω της ευθύτητας της, που μπορεί να βρει κανείς διαβάζοντας αποσπάσματα από τις σημειώσεις του Friedrich Kellner[4], ενός σοσιαλδημοκράτη ο οποίος παρέμεινε στη Γερμανία καθ’ όλη τη διάρκεια του Ναζιστικού καθεστώτος – από το 1932 έως το 1945 – καταγράφοντας όλα όσα μπορούσε να δει. Χαρακτηριστικά, μάλιστα, ανέφερε ότι έβλεπε στους δρόμους της Γερμανίας «μια μίξη του οργανικού με το μηχανικό». Μια τέτοια φράση ακούγεται, σήμερα, παράταιρα επίκαιρη αν και οι ερμηνείες μπορεί να ποικίλλουν. Σίγουρα μπορεί κανείς να δει εδώ ταυτόχρονα το περιβόητο «βήμα της χήνας», όπως και έναν έμμεσο θρίαμβο του Φουτουρισμού ενός Marinetti. Μπορεί όμως κάλλιστα να εννοηθεί και σαν προειδοποίηση για την πιθανότητα επαναφοράς αυταρχικών μορφών διακυβέρνησης πίσω από μια τέτοια μίξη.
Παράλληλα, παρατηρούμε τις τελευταίες δεκαετίες την ανάδυση μιας φιλοσοφίας του Μετα-ανθρωπισμού (post-humanism) ως κριτική του Διανθρωπισμού, η οποία, με τη σειρά της, ανάγεται στο μνημειώδες έργο του Gunter Anders, «Η Απαρχαίωση του Ανθρώπου»[5], ενός από τους τελευταίους επιγόνους της Σχολής της Φρανκφούρτης, κριτικός συνεχιστής του αρχικού έργου των Spengler και Heidegger πάνω στη φιλοσοφία της τεχνικής. Πρόκειται για ένα έργο που παρέμεινε για πολύ καιρό αμετάφραστο και άγνωστο στο ευρύ κοινό, ακόμη και το αγγλόφωνο. Από την αποσπασματική ανάγνωση του έργου του Anders, μας προσφέρεται ένα σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση ενός πολυσύνθετου συνόλου δυνατοτήτων. Θορυβημένος από τις συνέπειες των πυρηνικών βομβαρδισμών στο τέλος του Β΄ΠΠ, ο Anders παραθέτει την κρίση του σχετικά με την έλλειψη φαντασίας των μαζών, αλλά και των ιθυνόντων, ως μέτρο πρόνοιας και φρόνησης. Ουσιαστικά, μας ζητά να αντιπαραθέτουμε σε κάθε νέα μορφή «βιασύνης» και ανέμελης υιοθέτησης κάθε υπερτεχνολογικού νεωτερισμού, μια απόπειρα προέκτασης της στις πιθανές ακραίες συνέπειες της προκειμένου να είμαστε σε θέση να διαγνώσουμε και τους αντίστοιχους κινδύνους, ιδίως όταν αυτή συναντάται με άλλους νεωτερισμούς που οδηγούν σε ριζικές παρεμβάσεις πάνω στην ανθρώπινη φύση. Αυτό είναι κατά κάποιο τρόπο και ένα αντίδοτο στη δύναμη και τον λαϊκισμό κάθε μορφής διαφήμισης ή προπαγάνδας, ιδίως όταν βασίζονται στην προώθηση κάθε είδους «διευκόλυνσης».
Η συνδρομή του Άντερς είναι κεφαλαιώδης στο ότι νοηματοδοτεί τα ερωτήματα περί των πιθανών ορίων που θα έπρεπε ίσως να τεθούν, ταυτόχρονα όμως επισημαίνει και μια εκδοχή της αλλοτρίωσης πολύ γενικότερη από τον αρχικό φετιχισμό του εμπορεύματος που συναντάμε στον πρώιμο Μάρξ, μια εκδοχή που εκλαμβάνει τη μορφή ενός Προμηθεϊκού άγους, μιας αντιστροφής των εννοιών όπου το αντίγραφο αποκαλύπτεται τελειότερο από το πρωτότυπο στήνοντας έναν μηχανισμό διαρκούς εξιδανίκευσης. Για παράδειγμα, αν μας είναι εύκολο να σκεφτούμε την πιθανή απαγόρευση των πυρηνικών όπλων λόγω του προφανούς κινδύνου, πόσο εύκολο θα ήταν να σκεφτούμε τον κίνδυνο ενός μελλοντικού βιολογικού ή έστω, ψυχολογικού εκφυλισμού εξαιτίας συγκεκριμένων στρεβλώσεων στην ανατροφή νεαρών ατόμων μέσω της τεχνολογίας, στρεβλώσεων οι οποίες μπορεί να περιέχονται ήδη σε αρχικές επιλογές των σχεδιαστών της;
Ο προφητικός λόγος του Anders, υπερβαίνει, κατά τη γνώμη μας, σε εύρος και βάθος πολλά άλλα έργα τα οποία, καλώς η κακώς, εμφανίστηκαν ως αντιπολιτευτικά ευαγγέλια γενικής χρήσης, όπως για παράδειγμα «Η Κοινωνία του Θεάματος» του Guy Debor, χωρίς με αυτό να θέλουμε να μειώσουμε τη σημασία του τελευταίου για τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή που παρουσιάστηκε. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να ανατρέξουμε στο έργο του ίδιου του ύστερου Χάιντεγκερ όσον αφορά το άγχος της υπέρβασης του ανθρώπινου όντος όταν ό ίδιος αναφέρεται στην τεχνολογία ως εγκιβωτισμό μέσα σε ένα πλαίσιο-καλούπι (Gestell)[6], σε ένα οικοδόμημα δηλαδή του οποίου αρχίζει να αποτελεί άλλο ένα μέρος αντί για μια ολότητα, θέτοντας έτσι σε αμφισβήτηση ακόμη και τις αρχαιο-ελληνικές απαρχές της φιλοσοφίας ως ερωτήματος περί του τι είναι ο άνθρωπος. Αν μάλιστα, υιοθετήσουμε μια από τις πρωτογενείς αντιλήψεις της ψυχανάλυσης ότι ήδη η γλώσσα είναι μια απόσπαση του ανθρώπου από την φυσικότητα, τότε η διαμόρφωση και υπερμεγέθυνση του τεχνολογικού κελύφους μπορεί να διαβαστεί συνολικά σα μια διαδρομή προς το αφύσικο, η οποία και παροξύνεται πλέον, αφ’ ης στιγμής η προβληματική γύρω από τα NBIC άρχεται κατευθείαν από τη δυνατότητα παρέμβασης στο ανθρώπινο σώμα ως τελευταίο προπύργιο μιας αδέσποτης φύσης.
Είναι στα παραπάνω πλαίσια όπου ανακαλύπτει κανείς ότι το ερώτημα για την ανάγκη ελαστικοποίησης των ορίων του ανθρώπινου κόσμου δεν είναι καθόλου αθώο, ειδικά σε μια εποχή κατά την οποία η δύναμη της τεχνικής βαίνει πλέον εκθετικά αυξανόμενη, τόσο ως προς τα αποτελέσματα, όσο και ως προς την περιπλοκότητα. Επιπλέον, δεν μπορεί να μη ληφθεί υπόψιν ότι αυτό δε συμβαίνει σε μια οποιαδήποτε ιστορική και γεωπολιτική συγκυρία, αλλά σχεδόν αμέσως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με την είσοδο σε έναν πολυπολικό κόσμο γεμάτο αστάθειες και αβεβαιότητα. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος ακόμη και για τις κυβερνώσες ελίτ, θα πρέπει να αντιπαραθέσουμε στα συνέδρια των τεχνικών, ένα άλλο που έλαβε χώρα το 1995 υπό την αιγίδα του ίδιου του Μιχαήλ Γκορμπατσώφ και πεντακόσιους συμμετέχοντες από τις πολιτικές ηγεσίες, ακαδημίες και εταιρίες όλων των ηπείρων, αφιερωμένο στο πρόβλημα της διακυβερνησιμότητας[7]. Η προβληματική αυτή προέρχεται από μια ορισμένη ανάγνωση ενός οικονομικού μοντέλου του Παρέτο, το οποίο προβλέπει, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ένα μοντέλο ανάπτυξης 20:80, δηλαδή, με απλά λόγια, ένα κολοσσιαίο περίσσευμα – περί τα 80% του παγκόσμιου πληθυσμού σε παραγωγική ηλικία, του οποίου η εργασία δεν θα απαιτείται για την ανάπτυξη της οικονομίας. Χαρακτηριστικά, ο πολύς Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκυ λέγεται ότι ήταν ο εισηγητής της λύσης με το όνομα “tittytainment”, και του οποίου το μάλλον χυδαίο, κυριολεκτικά, περιεχόμενο αναφέρεται όχι απλά σε άρτο και θεάματα, αλλά σε μια προσκόλληση ανάλογη με εκείνη του νεογέννητου στον μαστό, και εν πολλοίς, βρίσκεται σε ευθεία αναλογία με τις εξαρτησιογόνες μορφές τεχνολογίας έξυπνων κινητών και το φαινόμενο των προσκολλημένων χρηστών που βλέπουμε τις τελευταίες δύο δεκαετίες.
Σε αυτό το σημείο πρέπει να επισημανθούν και ορισμένες λιγότερο προφανείς συνιστώσες πέραν της αυστηρά οικονομικής σφαίρας, οι οποίες υποδεικνύουν ότι τόσο οι κυβερνώσες ελίτ, όσο και οι συνεπικουρούντες επιχειρηματικοί κύκλοι, πιθανόν να ενεργούν υπό το καθεστώς πιέσεων ανήκουστων για προηγούμενες εποχές. Τέτοιοι κίνδυνοι απορρέουν από την υπερεκμετάλλευση και εξάντληση πόρων και πρώτων υλών (πχ: έχουμε ήδη περάσει την εποχή του “Peak Oil”) όπως και την πιθανότητα πραγματοποίησης των απειλών από μια τελική υπερθέρμανση του πλανήτη. Σημειωτέον ότι εδώ δεν παίρνουμε θέση υπέρ ή κατά οποιασδήποτε τοποθέτησης, αλλά μελετούμε μόνο το πλαίσιο στο οποίο πιθανά λαμβάνονται αποφάσεις από κύκλους διακυβέρνησης με πληρέστερη πληροφόρηση από εκείνη του μέσου ανθρώπου. Συν αυτώ, πρέπει να τονιστεί κάτι που συζητείται επιμελώς λιγότερο, τόσο από τα ΜΜΕ όσο και από τους κύκλους των διανοουμένων. Εδώ και καιρό, μια μερίδα βιολόγων και ζωολόγων επιμένουν ότι οι παρατηρήσεις τους συνηγορούν στο ότι το σύνολο της πανίδας και χλωρίδας του πλανήτη παρουσιάζουν συμπτώματα τα οποία συνάδουν με το φαινόμενο που αποκλήθηκε «Μαζικός Αφανισμός» (Extinction Level Event)[8], και του οποίου έχουν προηγηθεί άλλα πέντε παρόμοια συμβάντα όπως γνωρίζουμε από τη μελέτη γεωλογικών στρωμάτων και άλλες έρευνες. Δεν είναι, όμως, καθόλου ξεκάθαροι οι λόγοι για τέτοιας κλίμακας φαινόμενα, δεδομένου ότι υπήρξαν παρόμοια πολύ πριν την εμφάνιση του ανθρώπου και δεν οφείλονταν όλα σε κοσμικά ατυχήματα – όπως οι πτώσεις αστεροειδών.
Τα παραπάνω, όπως και η τρέχουσα πανδημία του COVID-19 επίσης, συνηγορούν σε μια πιθανή ολίσθηση σε λιγότερο δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης με το λιγότερο η περισσότερο προσχηματικό αίτιο μελλοντικών κατaστάσεων έκτακτης ανάγκης. Η αύξηση των τεχνικών δυνατοτήτων συμπληρώνεται στο νέο αιώνα και από μια σειρά από παράπλευρες φυγόκεντρες τάσεις εκτός του νεωτερικού αστικού κράτους, με τη σταδιακή επανεμφάνιση προ-νεωτερικών θεσμών, ανανεωμένων και ξαναγεννημένων στην κολυμβήθρα των νέων τεχνολογιών. Ανάμεσα σε άλλα, παρατηρούμε την ισχυρή επάνοδο της μισθοφορίας στα τελευταία πολεμικά μέτωπα του νέου αιώνα, αλλά και τη διαρκώς αυξανόμενη αστυφιλία που οδηγεί πλέον την καμπύλη του αστικού πληθυσμού στο να υπερβαίνει οριακά εκείνη του αγροτικού, οδηγώντας στη δημιουργία μεγα-πόλεων και τη σταδιακή παράδοση της γης σε μεγάλα εταιρικά σχήματα βιομηχανοποιημένης γεωργίας. Φτάνουμε, δε, στο σημείο να συζητείται ακόμη και η επαναφορά του θεσμού των πόλεων-κρατών[9] όπως και τα σχέδια για την δημιουργία θαλάσσιων πόλεων σε περιοχές διεθνών υδάτων[10], ιδανικό σημείο συνάντησης εξωθεσμικών και ανεξέλεγκτων κύκλων της βιομηχανίας και του διεθνούς κεφαλαίου.
Το 2007, ο γράφων δημοσίευσε μια πρώτη συγκεντρωτική ανάλυση των συμπερασμάτων γύρω από αυτήν τη μοιραία συνάντηση τεχνικής και μορφών διακυβέρνησης [11], επιλέγοντας τον όρο «Τεχνοφεουδαρχία», σαν ένα νεολογισμό προκειμένου να τονιστεί η δεύρυνση ενός αριθμού χασμάτων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν δυνητικά σε ανατίναξη όλων των πλαισίων και των αναφορών που συγκρότησαν την αστική, νεωτερική κοινωνία, όπως ιστορικά τουλάχιστον καθιερώθηκε μετά τις δύο μεγάλες επαναστάσεις, των ΗΠΑ και της Γαλλίας στα τέλη του 18ου αιώνα, χωρίς ταυτόχρονα αυτό να σηματοδοτεί την πραγμάτωση κάποιου ουτοπικού η έστω αμεσο-δημοκρατικού οράματος. Αν και η εργασία αυτή κυκλοφόρησε μόνο στα Ελληνικά, την τελευταία δεκαετία παρατηρήθηκε μια ευθεία αύξηση στη χρήση ενός ανάλογου όρου στον αγγλόφωνο κόσμο, όπως μια απλή διαδικτυακή αναζήτηση μπορεί να δείξει. Μάλιστα, μόλις το 2020, κυκλοφόρησε στη γαλλική, βιβλίο με ακριβώς τον ίδιο τίτλο από τον Cedric Durand [12] και στο οποίο αναλύεται πλέον με πιο αυστηρά, οικονομο-τεχνικά κυρίως κριτήρια, η ραγδαία αύξηση υπερεθνικών «ψηφιακών» μονοπωλίων με αρπακτικά χαρακτηριστικά, βασιζόμενων στην εκμετάλλευση των χρηστών ως μιας νέας μορφής εξαρτημένων «δουλοπάροικων», των οποίων η πραγματική εργασία είναι η παραγωγή προσωπικών πληροφοριών για το «άλεσμα» τους από τους αλγόριθμους τεχνητής νοημοσύνης. Επιπλέον, τονίζεται ο εξαναγκασμός των κρατών σε συνεργασία, και η αποκόμιση έμμεσης πολιτικής ισχύος που αρχίζει να φαίνεται με την υπόθεση φίμωσης διαφόρων, περισσότερο η λιγότερο περιθωριακών απόψεων από τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Τόσο στην αρχική εργασία του 2007 όσο και στην τωρινή ανάγνωση της, ένα από τα κύρια ζητήματα που τίθενται αφορά την πιθανότητα επανεμφάνισης είτε αρχαϊκών, προ-δημοκρατικών, είτε νέων αυταρχικών μορφών διακυβέρνησης και διεύθυνσης συναρμοσμένων με ορισμένες μορφές και κατευθύνσεις που μπορούν να λάβουν εξαιρετικά προηγμένες τεχνολογίες. Ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί συνολικά χωρίς μια κριτική θεωρία της τεχνικής η οποία απαιτεί ένα ολόκληρο ξεχωριστό κεφάλαιο, αλλά μπορεί να συνοψισθεί, για την ώρα, στη θεμελιώδη διαπίστωση ότι όσον αφορά την τεχνική, δεν ισχύει σε καμία περίπτωση η γραμμικότητα μιας θετικιστικής ανάγνωσης της προόδου, ακόμη και αν δεχτούμε μια τέτοια πιθανότητα για την περίπτωση της «καθαρής» επιστήμης. Κατ’ ουσίαν, η τεχνική ως μηχανολογία (engineering), αλλά και ως πρακτική επινόηση – βούληση, εμπεριέχει αναγκαστικά και εξω-επιστημονικές παραμέτρους και επιλογές, οι οποίες της προσδίδουν μάλλoν μια δενδροειδή δομή, της οποίας παρατηρούμε, ανά εποχές, μόνο συγκεκριμένους κλάδους. Μπορείτε, για παράδειγμα, να αναρωτηθείτε αν ο σύγχρονος τρόπος επικοινωνίας με τις συγκεκριμένες συσκευές τύπου «έξυπνων» τηλεφώνων είναι αναγκαστικά μοναδικός, και από ποιά αναγκαιότητα θα απέρρεε μια παρόμοια μοναδικότητα, έξω και πέρα από συγκεκριμένες οικονομικές και άλλες επιλογές της ίδιας της βιομηχανίας ερήμην των καταναλωτών της. Επιπλέον, δεν είναι με κανέναν τρόπο εγγυημένο ότι τέτοιες επιλογές σέβονται θεσμικά η άλλως πως, κάποιες δημοκρατικές διαδικασίες.
Θα πρέπει να επαναφέρουμε εδώ τις κύριες θέσεις της αρχικής εργασίας πάνω σε αυτή τη θεματική, ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι καταρχήν η σημερινή τεχνική επιτάχυνση παρουσιάζεται στο κοινό με τη μορφή μιας εκθετικής επιτάχυνσης που συνιστά το ισοδύναμο μιας στρατηγικής «Σοκ και Δέους», γεγονός το οποίο θα έπρεπε να αρκεί για να εγείρει μια σειρά από ενστάσεις. Η διαπίστωση αυτή προηγείται μάλλον των πολιτικών και κοινωνικών παραμέτρων διότι ανάγεται σε οντολογικές, δηλαδή βιολογικές και ανθρωπολογικές συνιστώσες όπως το ότι τα ανθρώπινα όντα είναι και αυτά προϊόντα μιας προηγούμενης ατελεύτητης, αλλά και μονίμως ατελούς Δαρβινικής διαδικασίας επιλογής για ένα συγκεκριμένο περιβάλλον με συγκεκριμένα όρια προσαρμοστικότητας και πλαστικότητας. Όπως επίσης, είναι γνωστό ότι ο μέσος άνθρωπος δυσκολεύεται να συλλάβει την απειλή εκτροχιασμού που αντιπροσωπεύουν οι καθαρά εκθετικές διεργασίες, που σε πρακτικό επίπεδο είναι πρόδρομοι χαοτικών φαινομένων αστάθειας. Αυτό περίπου έγινε μάλλον αντιληπτό και από τον Γιουβάλ Χαράρι, όταν σε πρόσφατες δηλώσεις του έθεσε εκ νέου το ζήτημα της αέναα αναπροσαρμοζόμενης απασχόλησης σε έναν κόσμο ολοένα επιταχυνόμενων αλλαγών όπως π.χ. εκείνη που αναμένεται μέσα στη νέα δεκαετία με τη μαζική εισαγωγή της ρομποτικής στους τόπους εργασίας.
Αυτή η τάση διαρκούς επιτάχυνσης συναρμόζεται με επικίνδυνο τρόπο και με την ανάγκη της οικονομικής σφαίρας να ανακαλύπτει διαρκώς νέο έδαφος επέκτασης, γεγονός που έχει δύο άμεσες συνέπειες: α) από τη μία τη μετατροπή του ίδιου του ανθρώπινου σώματος στο τελευταίο ανεκμετάλλευτο έδαφος, λαμβάνοντας αφορμή από την ανάγκη αντιμετώπισης παθήσεων και αναπηριών με τεχνητά μέσα και προχωρώντας σε κάθε είδους «ενισχύσεις» και β) τη διαρκή διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα σε αυτό που αποτέλεσε τη δικαική βάση του νεωτερικού αστικού πολιτισμού και που απαιτούσε και απαιτεί έναν κάποιο στοιχειωδώς σταθερό ορισμό του ανθρώπινου όντος. Και οι δυο αυτοί άξονες υποσκάπτουν σοβαρά τα θεμέλια του νεωτερικού αστικού κράτους, χωρίς όμως την αντίστοιχη εναλλακτική πρόταση όπως π.χ. εκείνη που επιχειρήθηκε ιστορικά να θεωρητικοποιηθεί από τον Χέγκελ. Όλως παραδόξως, η πτέρυγα που φαίνεται να κατανόησε καλύτερα τη δυνατότητα αυτή είναι εκείνη που πρεσβεύει τώρα τη λεγόμενη «Μεγάλη Επανεκκίνηση» όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στα πρόσφατα βιβλία του Claus Schwab [13], [14] όπου η αργοπορία και αδυναμία τoποθέτησης του νόμου σε ολοένα και αυξανόμενες νέες προκλήσεις τονίζεται χαρακτηριστικά ως επιχείρημα για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων σε καταλληλότερα όργανα που μένει να επινοηθούν, και πάλι με τη βοήθεια της τεχνικής.
Το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής σφαίρας που ενδιαφέρει εδώ, τουλάχιστον όσον αφορά τα πεδία παραγωγής και κυκλοφορίας του εμπορεύματος, συνίσταται στην τάση συνδυασμού των πάντων με τα πάντα, όπως π.χ. τη διασταύρωση όλων των τεχνολογιών στις περιοχές της NBIC, κατά τη διαρκή αγωνιώδη αναζήτηση νέων επενδύσεων μέσω νεωτερισμών, γεγονός που μας θέτει αντιμέτωπους με οξύτατα προβλήματα που άπτονται μιας συνδυαστικής έκρηξης, της οποίας οι συνέπειες μπορεί να είναι ανυπολόγιστες. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι στις πρόσφατες αναφορές [15] [16] σχετικές με την εξάπλωση βιολογικών εργαστηρίων επιπέδου ασφαλείας 4 (έρευνες σε παθογόνα χωρίς γνωστή θεραπεία ή εμβόλια) παρατηρείται πραγματική έκρηξη τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ακόμη και σε αναπτυσσόμενες χώρες με ελαστικό νομικό πλαίσιο λόγω των κερδών που αποφέρει η παρουσία τους, με τον συνεπαγόμενο κίνδυνο μιας επόμενης βιοχημικής Φουκουσίμα. Επιπλέον, μόλις στις αρχές του νέου έτους, κυκλοφόρησε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τεχνική αναφορά [17] στην οποία αποδεικνύεται με φορμαλιστικό πλέον τρόπο, ακολουθώντας μεθοδολογίες της μαθηματικής λογικής, το ότι η κατασκευή υπερ-ευφυών μηχανών με δυνατότητες αυτόνομης άντλησης πληροφοριών και μάθησης, οδηγεί, αναγκαστικά, σε ριζική αδυναμία ελέγχου τους. Είχαν, μάλιστα, προηγηθεί μια σειρά μελετών σχετικών με την αδυνατότητα εγγραφής συγκεκριμένων ηθικών αρχών σε κάποιου είδους «φιλικές» τεχνητές νοημοσύνες [18], [19] ενώ πληθώρα προβλημάτων αναδεικνύονται και σε ζητήματα εμπλοκής τους σε νομικές διαδικασίες [20].
Μπορείτε, τώρα, να ζητήσετε τη συνδρομή της φαντασίας σας, για το ποιο θα μπορούσε να είναι το σύνολο των πιθανών συνεπειών από μια πλήρη αυτοματοποίηση ενός βιολογικού εργαστηρίου επιπέδου 4 μέσω μιας παρόμοιας μηχανής.
Κυρίως όσον αφορά τον κυρίαρχο λόγο περί «ενίσχυσης» του ανθρώπινου σώματος και του εγκεφάλου με οποιεσδήποτε πιθανές προσθήκες, η κυριαρχία του οικονομικού ωφελιμισμού αποπειράται, στην πραγματικότητα, τη μετατροπή μιας αφηρημένης δυνατότητας σε πρακτική και, ή δυνατόν, αναπόσπαστη αναγκαιότητα. Το ότι αυτό κρύβει και μια πιθανά εγκληματική διάσταση είναι ίσως δύσκολο να γίνει ορατό από τον μέσο πολίτη που αγνοεί τις λεπτομέρειες και, τέλος πάντων, δεν έχει άμεση επαφή με τις όποιες, «λερές» λεπτομέρειες της πραγματικής έρευνας και παραγωγής αυτών των τεχνολογιών. Για να το κάνουμε όσο γίνεται ορατό, θα χρειαστούμε μια μεταφορά από τον χώρο της βιολογίας. Φαντασθείτε, για παράδειγμα, την πορεία των πρώτων «οικιακών» τεχνουργημάτων, όπως π.χ. του γραμμοφώνου και του ραδιοφώνου και παρακολουθείστε την πορεία τους μέσα στον χρόνο με κύριο χαρακτηριστικό την σμίκρυνση. Κατ’ αναλογίαν, γνωρίζουμε ότι τα σημερινά κύτταρα των ζώντων οργανισμών απέκτησαν ένα πλήθος οργανιδίων μέσω μια σταδιακής διαπήδησης ιών και άλλων μικροοργανισμών, οι οποίοι και ενσωματώθηκαν μέσω συμβιωτικών σχέσεων. Κατά κάποιον τρόπο, η σμίκρυνση εγγυάται τη διαπήδηση σε κάποιο ακαθόριστο μέλλον.
Ο οικονομικός ωφελιμισμός και ο συνακόλουθος εργαλειακός λόγος του, έχουν σίγουρα αντιληφθεί, πλέον, μια ανάλογη δυνατότητα πλην όμως, αυτό δεν μπορεί να συμβεί κατά τρόπο που να επιτρέπει την απόλυτα επιτυχή συμβίωση διότι αυτό θα σηματοδοτούσε, απλούστατα, την έλευση ενός ή περισσότερων νέων αυτόνομων ειδών και, επομένως, την αυτοκατάργηση της ίδιας της οικονομικής δραστηριότητας που θα απαιτούνταν για την συντήρηση τους. Άρα, δεν μπορεί παρά να αποσκοπεί, το πολύ, σε καταστάσεις εξάρτησης που θα μπορούσαν να ισοδυναμούν με το αντίθετο της «ενίσχυσης», ιδωμένο τουλάχιστον από τη σκοπιά κάθε λογής νέων αποκλεισμών, σαν μια κατάσταση εξάπλωσης αναπηριών! Το πραγματικό διακύβευμα εδώ, που υπερβαίνει τις άμεσα ωφελιμιστικές αντιλήψεις, είναι η επανενεργοποίηση της Δαρβινικής αρένας, η οποία, όσον αφορά τον άνθρωπο τουλάχιστον, παρέμεινε μάλλον σιωπηλή τα τελευταία διακόσιες χιλιάδες χρόνια. Διότι, είτε μια δραστική αλλαγή της βιολογικής φύσης του ανθρώπινου όντος, είτε μια δραστική αλλαγή του περιβάλλοντος, επαναφέρουν μια τέτοια ασυμφωνία ώστε να σηματοδοτούν την επανεκκίνηση ενός ανηλεούς βιολογικού ανταγωνισμού. Εάν αυτός συναντηθεί ταυτόχρονα με τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς, τότε πλέον θα μιλάμε για το οριστικό τέλος της αστικής κοινωνίας, της οποίας οι θεσμοί μόνον ως μουσειακοί τραγέλαφοι και κωμικές ρηχότητες θα μπορούσαν να εξακολουθούν να υπάρχουν.
Από αυτήν την άποψη είναι επείγον να επανέλθουμε στο πεδίο της πιο άμεσης επικαιρότητας, αποπειρώμενοι να σταχυολογήσουμε τις διάφορες ενδείξεις μιας τέτοιας ολίσθησης εκτός του πλαισίου της νεωτερικότητας. Ας σημειωθεί ότι η ιστορική εμπειρία επιτρέπει να κατατάξουμε περιπτώσεις ευρείας σύμπραξης μεταξύ μεγάλου κεφαλαίου και εταιρικών και βιομηχανικών οντοτήτων υπό την αιγίδα των κρατών σαν πρωτο-φασιστικά μορφώματα, όχι απαραίτητα με την ακραία μορφή του εθνικο-σοσιαλισμού αλλά ίσως ενός «ήπιου» Μουσολινισμού. Αυτό, επίσης, πρέπει να διακριθεί από την άμεση παρεμβατικότητα και ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από τα τελευταία κομμουνιστικά καθεστώτα Κίνας και Β. Κορέας. Σημαντικό διαφοροποιό στοιχείο είναι ο ρόλος της αυτοματοποίησης, που μειώνει σημαντικά την υπερβολικά γραφειοκρατική δομή παρόμοιων προηγούμενων καθεστώτων, καθιστώντας εφικτό έναν πιο άμεσο αλλά και «αόρατο» έλεγχο των διαδικασιών. Ενδεικτικός, επίσης, είναι ο χαρακτηρισμός που κυκλοφορεί, τελευταία, στο διαδίκτυο για έναν σοσιαλισμό των πολλών απέναντι σε έναν μονοπωλιακό καπιταλισμό των ελίτ.
Ένα πρώτο δείγμα βλέπουμε στην κάπως υστερική απόπειρα διάδοσης μιας ανελαστικής πολιτικής ορθότητας σε όλα τα ηλεκτρονικά μέσα, υποβοηθούμενη από την αλλοπρόσαλλη θητεία Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Αυτό το τελευταίο, είναι ήδη μια πρώτη ένδειξη απομάκρυνσης από τα αστικά δημοκρατικά πλαίσια όπου ο διάλογος και όχι ο φόβος υποτίθεται ότι συγκροτούν τη σφαίρα της δημοσιότητας ως κεντρική όψη της δημοκρατίας (Χάμπερμας) [21] ενώ στην τρέχουσα κατάσταση ευνοούνται η ακραία πόλωση σε κάθε ζήτημα και η άρση της εμπιστοσύνης από μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού. Πρέπει εδώ να τονιστεί ότι ασυναίσθητα ή όχι, με αυτόν τον τρόπο επανέρχεται έμμεσα αλλά δραματικά και το πρόβλημα του «Άλλου» ως Ξένου, κάτι που είχε να φανεί από το περιβόητο «Εβραικό Ζήτημα» στην Ευρώπη του 19ου αιώνα και εν τέλει τα στρατόπεδα εξόντωσης του 20ου αιώνα. Οι κινήσεις αυτές συνοδεύουν και επαυξάνουν τις συνέπειες από τη δραματική εξουθένωση και συμπίεση της μεσαίας τάξης σαν συνέπεια της οικονομικής κρίσης του 2008, αλλά και της πρόσφατης πανδημίας, γεγονός που πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ένα ακόμη πλήγμα στις αστικές μορφές διακυβέρνησης. Από την άλλη, τα λεγόμενα μέτρα τύπου παγκόσμιου εγγυημένου εισοδήματος (Universal Basic Income) δε φαίνεται να είναι κάτι περισσότερο από μέθοδοι διαχείρισης της φτώχειας τη στιγμή που το χάσμα του πλούτου διευρύνεται ασταμάτητα λόγω του λεγόμενου χρηματιστικού (turbo) καπιταλισμού αποκλείοντας και αποδυναμώνοντας όλο και περισσότερους και αποστερώντας ακόμη περισσότερο τον δημόσιο λόγο.
Συμπληρωματικά, τα τελευταία δέκα χρόνια αναδύθηκε πλέον έντονα στη δημόσια σφαίρα το ζήτημα της σταδιακής κατάργησης της «Iδιωτικότητας» και η εμφάνιση του λεγόμενου «Πανοπτικού Καπιταλισμού» (Surveillance Capitalism) [22] ενώ συζητείται ήδη και με αφορμή την τελευταία πανδημία, η υιοθέτηση μεθόδων ανάλογων του ολοκληρωτικού Κινεζικού συστήματος «Κοινωνικής Βαθμολόγησης» (Social Credit). Στην πραγματικότητα, διάφοροι αναλυτές συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι, τα μεγάλα εταιρικά κονσόρτσια είχαν και έχουν ήδη τη δυνατότητα εφαρμογής παρόμοιων συμπεριφορικών δεικτών, οι οποίοι λειτουργούν αφανώς με τη χρήση αλγορίθμων εκούσιας η ακούσιας συλλογής δεδομένων (π.χ. “cookies”) για τη διαμόρφωση της πολιτικής τους απέναντι στους πελάτες τους, αλλά και την εφαρμογή συγκεκριμένου τύπου διακρίσεων. Η απόπειρα οριστικοποίησης αυτών των πρακτικών οδηγεί τότε στο αβίαστο ερώτημα, τι θα είχε συμβεί εάν για ένα τόσο σημαντικό ζήτημα που αφορά έναν από τους πυρήνες του νεωτερικού αστικού πολιτισμού, είχε ζητηθεί εξ’ αρχής η διεξαγωγή δημοψηφισμάτων πριν καν δοθεί η έγκριση εφαρμογής με μονοπωλιακό τρόπο αυτών των τεχνολογιών. Αντίθετα, τις τελευταίες δύο δεκαετίες παρατηρούμε μια τάση παρουσίασης όλων αυτών των θεμελιωδών αλλαγών με τη μορφή «φυσικών» και άρα «αναπόφευκτων» επιλογών. Η τάση αυτή, όμως, είχε ήδη εδραιωθεί από προηγούμενα πολιτικά γεγονότα που εξώθησαν σε «καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης» (Δίδυμοι Πύργοι, Patriot Act, αποκαλύψεις Snowden-Assange) κατά τρόπο που να μειώνει τις αντιστάσεις των μαζών.
Αρκετά αρνητικές και εξίσου επίφοβες εμφανίζονται πλέον και οι συνέπειες από μια υπερβολικά ψηφιοποιημένη και αποστειρωμένη δημόσια εκπαίδευση, γεγονός που είχε ήδη καταγγελθεί από τον Jean-Paul Micheat [23] και τον Renud Garcia [24], [25] σε δύο σημαντικές εργασίες. Η διαρκώς αυξανόμενη απώλεια της ικανότητας συγκέντρωσης και άλλων βασικών ικανοτήτων από μικρή ηλικία δεν προδιαθέτει για την αντιμετώπιση ζητημάτων τόσο σύνθετων όσο αυτά που τίθενται από τη συνεύρεση με εξαιρετικά προηγμένες και ξεκάθαρα παρεμβατικές τεχνολογίες, παρεκτός κι αν αποσκοπούμε μόνο στην παραγωγή δουλοπάροικων καταναλωτών όπως ήδη κατήγγειλε ο Μισεά στην «Εκπαίδευση της Αμάθειας». Αυτό που κυρίως θα έπρεπε να τονιστεί εδώ, δεν είναι τόσο η ανάδυση κάποιων νέων Άουσβιτς, η κάποιου Οργουελιανού κράτους, αλλά μάλλον ένας σχεδόν βιολογικός εκφυλισμός, μια οπισθοχώρηση που θα οδηγούσε στην κυριολεκτική κατασκευή κατώτερων ανθρώπινων όντων προς εκμετάλλευση. Η τάση αυτή είναι, βέβαια, συμπληρωματική του Διανθρωπισμού, και ιδίως της πτέρυγας εκείνης που συγκαταλέγει στα μέλη της μερικούς από τους πλουσιότερους ανθρώπους παγκόσμια και οι οποίοι, με σχεδόν υβριστικό τρόπο ομολογούν ότι επιζητούν την κυριολεκτική, βιολογική τους αθανασία. (Φανταστείτε μόνο να έπρεπε αυτό να το απαιτήσουν όλοι!)
Ο κίνδυνος της φυσικοποίησης και της μονοδρόμησης εδώ εμπεριέχει και ορισμένες καθόλου ευχάριστες παράπλευρες συνέπειες που πρέπει να εξεταστούν ιδιαίτερα. Καταρχήν, διότι άγονται και φέρονται από την ίδια ψευδο-ουτοπική σκέψη με εκείνη προηγούμενων ιδεολογικών συστημάτων που επιχείρησαν να συστηματοποιήσουν την ιστορία αγνοώντας βασικές ανθρωπολογικές και βιολογικές προκείμενες των ανθρώπινων όντων. Κατά δεύτερον, είτε αγνοούν, είτε παραγνωρίζουν τον τραγικό χαρακτήρα που εμπεριέχεται στις ανθρώπινες επιλογές σαν απόρροια της πεπερασμένης φύσης μας. Είναι ακριβώς η τεράστια επιρροή της μηχανοποιημένης νόησης (Τεχνητή Νοημοσύνη, Μηχανική Μάθηση) και ο βασανιστικά αναγωγιστικός χαρακτήρας των σύγχρονων γνωσιακών επιστημών που καταλήγει να τρέφει την παραπλανητική εικόνα ενός απόλυτα ελεγχόμενου πεπρωμένου (Controlled Destiny Fallacy), το οποίο είναι, ουσιαστικά, ανάλογη μορφή ύβρεως όπως στην αρχαία Ελληνική, τραγωδία. Αυτά όλα συγκλίνουν σε ένα πλανητικής κλίμακας πείραμα με εμάς τους ίδιους ως υποκείμενα.
Διερωτάται κανείς το εξής απλό: τι θα σήμαινε αν το σύνολο της ανθρωπότητας καλούνταν να μεγαλώσει, να εργαστεί και να επιβιώσει σε ένα περιβάλλον τύπου «Big Brother»; Δε χωρά αμφιβολία ότι η φανερή επιρροή ενός απόλυτα ορατού βλέμματος από ψηλά δεν είναι ό,τι υγιεινότερο αν δεν μιλά κανείς για καταδίκους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, αλλά ακόμη και η ιδέα μιας αφανούς, δηλ. με κάποιο τρόπο «εξευγενισμένης» διαρκούς παρακολούθησης, αναπόφευκτα καταλήγει να γίνει έμμεσα ορατή από συγκεκριμένα απτά αποτελέσματα, ειδάλλως θα ήταν άχρηστη! Το να προσδώσει κανείς παγκόσμια εμβέλεια σε κάτι χωρίς ιστορικό προηγούμενο περικλείοντας ολοκληρωτικά τις επόμενες γενιές που θα γεννηθούν και θα μεγαλώσουν αποκλειστικά σε ανάλογα περιβάλλοντα, δεν επιτρέπει καν οποιεσδήποτε εγγυήσεις ότι δεν μπορεί να οδηγήσει σε εκφυλιστικά αποτελέσματα. Θα μπορούσαμε τότε να εμπλακούμε σε μια κατάσταση ανάλογη με την περιβόητη «Συμπεριφορική Καταβόθρα» (Behavioral Sink) [26], ένα αρκετά γνωστό πείραμα του ηθο-βιολόγου John Calhoun το 1961-62 σε αποικίες ποντικών με την κωδική ονομασία «Universe 25», οι οποίες οδηγήθηκαν όλες σε κατάρρευση παρά τις ιδανικές συνθήκες που εξασφάλισαν οι πειραματιστές.
Αν και το πείραμα είχε ως στόχο την διαλεύκανση του ρόλου του υπερπληθυσμού, μπορεί αναλογικά να χρησιμέψει σαν μια μεταφορά για όλες εκείνες τις ακρότητες που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν απλά και μόνο επειδή γίνονται κάποια στιγμή εφικτές, αλλά και επειδή ευνοούν συγκεκριμένους κύκλους συμφερόντων για την αύξηση και επέκταση της επιρροής τους με πρακτικά μονοπωλιακό τρόπο.
Κατά περίεργο τρόπο, πουθενά δεν φαίνεται πιο καθαρά η αρνητική εκδοχή της εκθετικής αύξησης του συνόλου των δυνατοτήτων ως απειλή αποσταθεροποίησης όσο σε αυτό που ονομάστηκε «συνωμοσιολογία», μια κατά κάποιο τρόπο αρνητική εκδοχή της έκκλησης του Anders για τη συνδρομή της φαντασίας. Κατ’ αρχήν, είναι σημαντική εδώ η υπόμνηση ότι ο όρος “conspiracy theories”, αν και παλαιότερη, καθιερώθηκε ως δυσφήμιση από ορισμένες υπηρεσίες του βαθέος κράτους των ΗΠΑ κατά την περίοδο των ερευνών για τη δολοφονία του προέδρου Kennedy το 1963 [27]. Κατά δεύτερο, η αρνητική πλευρά του φαινομένου οφείλεται κυρίως στο ότι ο απλός άνθρωπος, ο οποίος στερείται εξειδικευμένης τεχνικής εκπαίδευσης, βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με ένα πρωτοφανές παράδοξο. Από τη μια, γίνεται όλο και πιο προφανές ότι με κάποιον μαγικό τρόπο, τα πάντα μπορούν να συνδεθούν με τα πάντα, γεγονός που προπαγανδίζεται διαρκώς όσον αφορά το δυναμικό των τεχνολογιών, ενώ από την άλλη ο ίδιος αδυνατεί να βρει τις σωστές διασυνδέσεις με αποτέλεσμα να γεννά τερατολογίες στην προσπάθεια να αντιληφθεί και να συμπεριλάβει στη σκέψη του εκείνες ακριβώς τις πιθανά απειλητικές εκδοχές. Με απλά λόγια, το όλο θέμα δεν είναι παρά μια εκδήλωση του πρωτογενούς άγχους για την πιθανή απώλεια κάθε ελέγχου πάνω στις ζωές μας όπως και η μάλλον ορθή υποψία ότι ούτε οι ίδιες οι κυβερνώσες ελίτ διακρίνονται από παντογνωσία. Αυτό απέχει πολύ από την πρόσφατη και επιφανειακή κατηγορία ότι όλοι όσοι τρέφουν αυτό το άγχος είναι απλά ναρκισσιστές την ίδια στιγμή που η τεχνολογία του διαδικτύου και των κοινωνικών μέσων υπερτονίζουν και παροξύνουν αυτόν ακριβώς τον ναρκισσισμό στην χαμηλότερη και πιο απολίτικη μορφή του ταυτόχρονα με τη μανική υπεράσπιση επίσημων αφηγήσεων οι οποίες ήδη έχουν καταστεί ανυπόληπτες από τη συμμετοχή τους σε καθαρά μονοπωλιακά σχήματα πληροφόρησης.
Είναι επομένως και επείγον να αναρωτηθούμε επιπλέον: α) ποιος παράγει ποια τεχνολογία και β) για ποιον η ποιους σκοπούς ακριβώς. Ακόμη περισσότερο, από τη στιγμή που το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής και οικονομικής ελίτ αποδέχεται τη διαρκώς επιταχυνόμενη τεχνική ανάπτυξη ως απαραίτητη συνθήκη ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, μεταστρέφοντας οποιαδήποτε εξέλιξή της σε αυτοσκοπό και αυταξία, αγνοώντας ή και συγκαλύπτοντας, εν τέλει, αυτήν την δενδριτική και ιστορική δόμηση που εισήχθη προηγούμενα και ταυτόχρονα επιβάλλοντας νέους ανθρωπολογικούς τύπους και καλουπώνοντας νέους τύπους κοινωνικών σχέσεων που απορρέουν από εργαστηριακό σχεδιασμό μάλλον, παρά από μια δημοκρατική «Αγορά».
——————————————————
[1] «Converging Technologies for Improving Human Performance», NANOTECHNOLOGY, BIOTECHNOLOGY, INFORMATION TECHNOLOGY AND COGNITIVE SCIENCE, NSF/DOC sponsored report, Ed. M. C. Roco, W. S. Bainbridge, Arlington Virginia (2003) Kluwer Academic.
[2] “Medical Enhancement and Posthumanity”, (2008) Springer
[3] “Convergence of Knowledge, Technology and Society” (2013) Springer.
[4] https://en.wikipedia.org/wiki/My_Opposition
[5] Günther Anders, “Die Antiquiertheit des Menschen.” Vol. I “Über die Seele im Zeitalter der zweiten industriellen Revolution” (1956), Vol. II “Über die Zerstörung des Lebens im Zeitalter der dritten industriellen Revolution” (1980), München: C.H. Beck.
[6] Martin Heidegger, “Die Frage nach der Technik” (The Question Concerning Technology) in “Vorträge und Aufsätze” (1954), Garland Publishing.
[7] Hans-Peter Martin, “Die Globalisierungsfalle: Der Angriff auf Demokratie und Wohlstand” (The Global Trap: Globalization and the Assault on Democracy and Prosperity) (1996), Rowohlt Verlag.
[8] Richard E. Leakey, “The Sixth Extinction: Patterns of Life and the Future of Humankind” (1996), First Anchor Books
[9] Jamie Bartlett, “Return of the city-state” Aeon magazine, https://aeon.co/essays/the-end-of-a-world-of-nation-states-may-be-upon-us
[10] World Ocean Initiative, The Economist Group, https://www.woi.economist.com/cities-on-the-ocean/
[11] Θεοφάνης Ράπτης, «Τεχνοφεουδαρχία» (2007) Εκδόσεις Έσοπτρον.
[12] Cedric Durand, “Technoféodalisme: Critique de l’économie numérique” (2020) Ed. La Decouverte.
[13] Klaus Schwab, “The Fourth Industrial Revolution” (2017), WEF.
[14] Klaus Schwab, Theirry Malleret, “COVID-19: The Great Reset” (2020), WEF.
[15] WHO Consultative Meeting on High/Maximum Containment (Biosafety Level 4) Laboratories Networking, Meeting Report (2017) Lyon, France.
[16] A. Peters, “The global proliferation of high-containment biological laboratories: understanding the phenomenon and its implications”, Rev. Sci. Tech. Off. Int. Epiz., 2018, 37 (3), 857-883
[17] M. Alfonseca et al., “Superintelligence Cannot be Contained: Lessons from Computability Theory”, Journal of A. I. Research 70, (2021)
[18] P. Eckersley, “Impossibility and Uncertainty Theorems in AI Value Alignment”, Safe AI 2019: Proceedings of the AAAI Workshop on Artificial Intelligence Safety.
[19] B. Mittelstadt, “Principles alone cannot guarantee ethical AI”, Nature Machine Intelligence volume 1, 501–507 (2019).
[20] A. D. Selbst, “Negligence and AI’s Human Users”, Boston Univ. Law Review 1315 (2020).
[21] Yurgen Habermas, “Strukturwandel der Öffentlichkeit. Untersuchungen zu einer Kategorie der bürgerlichen Gesellschaft” (1962), Ελ. έκδοση, “ΑΛΛΑΓΗ ΔΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ”, Εκδ. Νήσος.
[22] Shoshana Zuboff , “The Age of Surveillance Capitalism: The Fight for the Future at the New Frontier of Power” (2019), Public Affairs: Hatchette Books Group, NY.
[23] Jean-Claude Michéa, “L’Enseignement de l’ignorance et ses conditions modernes ” (1999) Ελλ. Έκδοση, “Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΜΑΘΕΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ” (2002) Εκδ. Βιβλιόραμα.
[24] https://kaboomzine.gr/ston-techno-kapitalismo-i-protogenis-m/
[25] https://orgrad.wordpress.com/a-z-of-thinkers/renaud-garcia/
[26] https://en.wikipedia.org/wiki/Behavioral_sink
[27] Lance deHaven-Smith, ‘Conspiracy Theory in America‘ (2013), Discovering America Series: Texas Univ. Press.
Πηγή: respublica
Leave a Reply