Κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, οι κοινωνικοί εγωισμοί εκφράζονται πιο ξεκάθαρα απ’ ότι εδώ και καιρό. Παρότι τα ξενοδοχεία είναι κλειστά, οι πολιτικοί του Κοινοβουλίου στο Αμβούργο δεν μπορούσαν να προσφέρουν ούτε ένα δωμάτιο για τους άστεγους. Αντιθέτως, επαναλάμβαναν τις κλασικές ατάκες περί ελεύθερων χώρων που εντάσσονται στα προγράμματα έκτακτης ανάγκης για τον χειμώνα. Δεν αποτελεί πλέον, όμως, μυστικό το γεγονός πως οι χώροι αυτοί προσφέρουν απολύτως μηδενική ιδιωτικότητα και πως οι άνθρωποι είναι έκθετοι στον έλεγχο των αρχών. Και το ζήτημα γίνεται χειρότερο στην περίπτωση που κάποιος κολλήσει κωρονοϊό, καθώς οι άνθρωποι που δεν έχουν μόνιμη κατοικία πρέπει όπως και νά ‘χει να μένουν σε καραντίνα για 2 εβδομάδες. 2 εβδομάδες κλεισμένοι χωρίς delivery και χωρίς Netflix. Αντί να βρεθεί μια άμεση και μη γραφειοκρατική λύση, οι αρμόδιοι για τη λήψη αποφάσεων απλώς παραμερίζουν το πρόβλημα συζητώντας το ώσπου νά ‘ρθει η άνοιξη, και τώρα κανείς δεν κάνει λόγο για τους ανθρώπους που παγώνουν στους δρόμους του Αμβούργου.
Ο λόγος για τον οποίον οι αρμόδιοι δεν ασχολούνται και αφήνουν ανθρώπους να πεθαίνουν σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός είναι αυτός: Αν κατά τη διάρκεια της πανδημίας άνοιγαν τα ξενοδοχεία για τους άστεγους και τους παρείχαν τα αναγκαία για τη διαβίωσή τους, μετά την πανδημία οι άνθρωποι αυτοί συνεχώς θα ρωτούσαν γιατί δεν εξακολουθούν να το κάνουν αυτό. Ή γιατί δεν το έκαναν και πριν. Οι πολιτικοί αξιοποιούν το κοινωνικό περιθώριο. Διότι χρησιμεύει ως προειδοποίηση προς όσους “κέρδισαν” τη θέση τους στα ενδιάμεσα στρώματα της κοινωνίας. Αν δεν ακολουθείς τους κανόνες, αν δεν κάνεις τη δουλειά σου καθημερινά ή αν ξεφεύγεις απ’ τη γραμμή, θα καταλήξεις μαζί με “αυτούς”. Η διαχείριση είναι αντίστοιχη με αυτήν των προσφύγων.
Το γερμανικό κράτος χρειάζεται τη Λιβύη, την Τουρκία και την Ελλάδα να κάνουν τη βρώμικη δουλειά. Χρειάζονται ανθρώπους να σαπίζουν στα κέντρα κράτησης για να διαχέεται το μήνυμα πως δεν αξίζει να έρθει κανείς στην Ευρώπη και πως το μόνο που τον περιμένει εκεί είναι φράχτες με αγκαθωτά σύρματα και όνειρα θρυμματισμένα. Το κράτος έχει ανάγκη να πεθαίνουν άνθρωποι. Μέσω χιλιάδων λόγων που επαναλαμβάνονται συνεχώς σαν mantra, τύποι όπως ο Boris Pistorios, ο Υπουργός Εσωτερικών της Κάτω Σαξονίας, μετά τις επιθέσεις στις δομές επαναπροωθήσεων στο Μπράουνσβαϊγκ και το Αννόβερο, όπως και πολλοί πριν απ’ αυτόν, κατασκευάζουν μια ξεκάθαρη εικόνα για το ποιος είναι εδώ ο τρομοκράτης: Συγκεκριμένα, όσοι κι όσες πασχίζουν ν’ αποτρέψουν τον θάνατο. Μέσω της αγαστής συνεργασίας αρχών και τύπου, οι κυρίαρχοι κατευθύνουν τη συζήτηση περί βίας. Και όταν, παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν καιροί όπου, κατά κάποιον τρόπο, στα μάτια της κοινής γνώμης αυτά υπάρχουν για να προστατεύουν τον κόσμο απ’ τη δυστυχία και τον θάνατο, το τοπίο είναι θολό και η λογική τραβάει τα μαλλιά της. Πάντα οι κυρίαρχοι θα βρίσκουν μια δικαιολογία να πλασάρουν στους ανθρώπους ως προς το γιατί, στη μία ή στην άλλη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει τίποτα για να ξεφύγουν απ’ τη δυστυχία τους, και όσο ο κόσμος παραμένει συστηματικά δίχως κριτική αντίληψη, πάντα θα το χάφτει. Μπορούν, έτσι, πάντα να διασώζουν το ανθρώπινο προσωπείο τους. Όσο πιο πολύ πασχίζει το γερμανικό κράτος να αναδεικνύει το φιλελεύθερο πρόσωπό του, τόσο πιο δυνατά πρέπει να φωνάζουν και να το ξεσκεπάζουν όσοι και όσες αντιλαμβάνονται τη βαθύτερη ουσία του, ως αυτό που είναι. Και τι είναι λοιπόν: Δολοφόνοι!
Μποστά στους μαζικούς θανάτους στη Μεσόγειο και στους 13 θανάτους στους δρόμους του Αμβούργου, οφείλουμε ν’ αναγνωρίσουμε πως τα #leavenoonebehind και #openthehotels έχουν προσφέρει ελάχιστα πέραν απ’ το να μας κάνουν να νιώθουμε απλώς κάπως λιγότερο άσχημα για τους εαυτούς μας.
Ποιο είναι όμως το βάλσαμο ενάντια σ’ αυτές τις κρατικά ενορχηστρωμένες δολοφονίες;
Ένα ξεκίνημα θα μπορούσε να γίνει με το να θάψουμε πλήρως την πίστη στην ύπαρξη κάποιου “καλού κράτους”. Ένα κράτος δεν μπορεί ποτέ ν’ αναγνωρίσει τις απαιτήσεις μας για έναν κόσμο αλληλεγγύης. Αυτός θα ήταν ο τρόπος να χάσει τη δύναμη και τον έλεγχο, και κατ’ επέκταση θ’ αποτελούσε το τέλος του. Πρέπει να κατανοήσουμε σαφέστερα πως τα όργανα της εξουσίας διεξάγουν πόλεμο ενάντια στις κολασμένες και τους απόκληρους. Κατά συνέπεια, η επιβίωση των ανθρώπων κάτω απ’ τις γέφυρες δεν μπορεί να συμβαδίζει με τον ρόλο του κοινωνικού λειτουργού. Η καλύτερη άμυνα απέναντι στην αδικία και την καταπίεση είναι να στραφούμε σ’ έναν ριζοσπαστικό δρόμο μακριά απ’ το κράτος – αυτό σημαίνει να πάψουμε να περιμένουμε να χτιστεί ένας καινούργιος κόσμος: Δομές αλληλεγγύης στις γειτονιές, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και στους χώρους εργασίας. Γείτονες να γίνονται συνένοχοι. Σπίτια να καταλαμβάνονται συνεχώς και μαζικότερα. Έκνομες ενέργειες να εκπονούνται απ’ όλες κι όλους. Διάχυση των αντιεξουσιαστικών ιδεών και της ενσυναίσθησης. Διαρκής δουλειά για την ανάπτυξη στρατηγικών καλύτερης διαχείρησης των εαυτών μας και υπεράσπισης των ιδεών μας. Και ταυτόχρονα, ανοικοδόμηση της αυτοπεποίθησης και αντιμετώπιση της αδυναμίας μέσω επιθέσεων ενάντια σε κρατικούς, πατριαρχικούς, ρατσιστικούς και καπιταλιστικούς στόχους.
Μια επίθεση σαν αυτή, εφόσον δεν πραγματοποιείται με μαζικούς όρους, δύναται συμβολικά μονάχα να σταθεί στο μονοπάτι για μιαν ελεύθερη ζωή. Ακόμα κι έτσι, όμως, ευελπιστούμε πως θα διαδοθεί το σκεπτικό της στοχοποίησης των αρχών του Αμβούργου και των αντιπροσώπων τους. Από τα πάσης χρήσεως γραφεία τους, μέχρι τα οχήματα καθαρισμού της πόλης.
Αφιερώνουμε τη φωτιά αυτή στα 13 άτομα που αντίκρισαν τον θάνατο στους δρόμους μιας απ’ τις πλουσιότερες πόλεις.
Jerzy, Josef, Emil, Fiete, Karsten, Jacob, Thomas, Paul, Josef, Jonathan, Leslaw, Robert, Stanislaw.
Για ένα καλύτερο αύριο.
Αυτόνομες Ομάδες
Πηγή: Act For Freedom Now
Μετάφραση: Δ.Ο. Ragnarok
Leave a Reply